ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
4102/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 29 Σεπτεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της ενάγουσας : εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Δημητρίου Παυλή.
Των εναγομένων : 1) Α. Α. του Δημητρίου, κατοίκου Πειραιά, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2) ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16-12-2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 8-4-2014 και κατόπιν αναβολής, κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις του.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για τη συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου δε, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 72 του Ν.3994/2011, στις δίκες που κατά την εισαγωγή του παρόντος νόμου (27-06-2011) είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο. Ως διαδικαστική πράξη, νοείται, κατά τα ανωτέρω, κάθε πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, η οποία, οριζόμενη από δικονομικούς κανόνες, αποτελεί μέσο προς κίνηση, διεξαγωγή και περάτωση της δίκης, όπως είναι και η συζήτηση της αγωγής, ανεξάρτητα με ποιου διαδίκου επιμέλεια προκλήθηκε ή επιχειρήθηκε η πράξη (ΟλΑΠ 1/2011, ΝοΒ 2011. 949, ΑΠ 2365/2009, αδημ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, από τις υπ’ αριθ. … και … εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Γ. Β., τις οποίες επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίσιν αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτησή της για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 8-4-2014, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα σε αμφότερους τους εναγομένους. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, η υπόθεση αναβλήθηκε για να συζητηθεί κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, για την οποία δεν χρειαζόταν νέα κλήτευση, αφού η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του Δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολήν δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή (άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ). Ωστόσο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, αμφότεροι οι εναγόμενοι δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο, επομένως, θα πρέπει να δικαστούν ερήμην, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 271 ΚΠολΔ, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όσον αφορά στη διαδικαστική πράξη της συζήτησης.
Σύμφωνα με την αρχή του χωρισμού, που ακολουθείται στο ελληνικό δίκαιο, κάθε νομικό πρόσωπο είναι φορέας μόνο των δικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο αυστηρός διαχωρισμός νομικού προσώπου και μελών έχει ως συνέπεια την περιουσιακή αυτοτέλεια αυτού, αλλά και άλλες νομικές συνέπειες, όπως χωριστή ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου (άρθρο 62 ΑΚ) και χωριστή ικανότητα για δικαιοπραξία και αδικοπραξία (άρθρα 70 και 71 ΑΚ). Ο βασικός αυτός κανόνας υποχωρεί μόνο όταν, μετά από γενικότερη και συνεχή στάθμιση συμφερόντων και σκοπιμοτήτων (οικονομικών και κοινωνικών), επιβάλλεται μία άλλη νομική επιλογή (Αθ. Λιακόπουλος, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1988, σελ. 11 επ., Λ. Γεωργακόπουλος, Το δίκαιο των εταιριών, Ι, σελ. 41). Η αποκλίνουσα αυτή επιλογή, προκειμένου να μην ανατραπεί ο θεσμός της νομικής προσωπικότητας, είναι η εξαίρεση και είναι δυνατή μόνο με τη συνδρομή ιδιαιτέρων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων. Ενόψει των ανωτέρω, σε άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι δυνατόν να οδηγήσει (ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 30.129 με σημ. Αθ. Μαρκάκη, ΕφΠειρ 606/2001 ΕΝΔ 30.108): α) η χρήση του νομικού προσώπου ως παρενθέτου. Σκοπός εν προκειμένω είναι ο αποκλεισμός της καταστρατηγήσεως του νόμου και η προστασία του αντισυμβαλλομένου του παρενθέτου. Ωστόσο, για να υπάρξει καταστρατήγηση, πρέπει ο αντισυμβαλλόμενος να οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της φαινόμενης καταστάσεως, στην οποία (συναλλαγή) δεν θα προέβαινε, εάν γνώριζε την πραγματικότητα (ΑΠ 101/1990 ΕΕμπΔ 1990.483), β) η ύπαρξη κυρίου μετόχου, κριτήριο, ωστόσο, που δεν είναι από μόνο του αρκετό για την κατάφαση της ευθύνης του για τα χρέη της εταιρείας (ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 35.1263) και γ) η κατάχρηση θεσμού, δηλαδή η περίπτωση, όπου η επιμονή στην αρχή του χωρισμού θα κατέληγε σε αποτελέσματα δύσκολα αποδεκτά από το δίκαιο. Κατάχρηση θεσμού, βεβαίως, δεν ρυθμίζει το ελληνικό δίκαιο, πλην όμως γίνεται δεκτό ότι οι συνέπειές της είναι ανάλογες της καταχρήσεως δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ – Ι. Σπυριδάκης, Γενικές Αρχές, σελ. 148 επ., Ν. Παπαντωνίου, Γενικές Αρχές, παρ. 144). Κατάχρηση υπάρχει όταν ο κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα για καταστρατήγηση του νόμου ή για να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτο ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του (ΑΠ 330/2010 ΕΕΜΠΔ 2010.915). Για την τελευταία περίπτωση (μη εκπλήρωση υποχρεώσεων) κριτήρια είναι (ενδεικτικώς): α) η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας (ΑΠ 11/2009 ΕΝΑΥΤΔ 2009.1), β) η σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας (ΑΠ 1910/2009 ΕΝΑΥΤΔ 2010.164, Αθ. Λιακόπουλος, ό.π., σελ. 92, Λ. Γεωργακόπουλος, ό.π., σελ. 550, Σπ. Μούζουλας, Η ευθύνη της μητρικής επιχειρήσεως για τις υποχρεώσεις της θυγατρικής της, ΕΕμπΔ 1991.404 επ., Αλ. Κιάντου-Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου, σελ. 44 επ.), γ) το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του εταίρου, δ) η εικονικότητα του νομικού προσώπου ή η έλλειψη συναλλακτικής οργανώσεως και δράσεως (ΕφΠειρ 1605/1988 ΕΝΔ 17.514) και ε) η συνολική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου, όταν δρα προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρείας ή δηλώνοντας ατομικώς την εφοπλιστική ιδιότητα (ΕφΠειρ 1253/1988 ΕΝΔ 19.106) ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εταιρείας (ΕφΑθ 11452/1986 ΕΝΔ 15.243). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου – κεφαλαιουχικής εταιρίας δεν αρκεί απλώς η μονομετοχική ιδιότητα ούτε η ιδιότητα του φυσικού προσώπου (που είναι ο μοναδικός μέτοχος ή ο κάτοχος του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών) ως διαχειριστού, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρεία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 37.1046), αλλά απαιτείται η συνδρομή συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, τα οποία καταδεικνύουν βούληση καταστρατηγήσεως των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα (ΠΠρΠειρ 2400/2010 ΔΕΕ 2011.56, Καραβάς, Εγχειρίδιον Εμπορικού Δικαίου, Α΄, 1962, παρ. 131 επ., Παμπούκης, Συνέπειες της εμπορικότητας, 1986, παρ. 44II, Αθ. Λιακόπουλος, ό.π., σελ. 173).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Με τη διάταξη αυτή καθορίζονται ως απαραίτητα στοιχεία για το δικόγραφο της αγωγής: η ιστορική βάση της αγωγής, η θεμελίωση της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, η δήλωση του εννόμου συμφέροντος για την άσκηση της αγωγής, η ακριβής περιγραφή του επιδίκου αντικειμένου κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο, καθώς και τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο, πρέπει το δικόγραφο της αγωγής να αναφέρει απαραίτητα τον τρόπο γένεσης του επιδίκου δικαιώματος, δηλαδή να αναφέρει ο ενάγων όλα τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία μπορούν με κάθε νομική υπαγωγή να παραγάγουν το επίδικο δικαίωμά του, καθώς και τα στοιχεία που δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, αφού ο ενάγων φέρει το βάρος για την επίκληση μόνο της ιστορικής αιτίας, την δε κατάλληλη νομική αιτία την αναζητεί ο δικαστής αυτεπαγγέλτως. Εάν το δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχει ιστορική βάση ή περιέχει ανεπαρκή πραγματικά γεγονότα, τα οποία δεν καλύπτουν όλες τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τη γένεση του επιδίκου δικαιώματος, τότε το δικόγραφο πάσχει από αοριστία κατά τρόπο μη δεκτικό θεραπείας (πρακτικά Αναθεωρητικής Επιτροπής Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σελ. 78). Η αοριστία αυτή του δικογράφου της αγωγής, δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, αλλά ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η αοριστία της αγωγής επάγεται απαράδεκτο αυτής, με συνέπεια την απόρριψή της, επειδή δε η απόρριψη γίνεται για λόγους τυπικούς, συγχωρείται η εκ νέου άσκηση αυτής, χωρίς βεβαίως την υπάρχουσα αοριστία (Κ. Μπέη, Τα κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία του δικογράφου της αγωγής, Δ3.356, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, 467/2000 ΕλλΔνη 41.1571 και Δ23.1065, 915/1980 ΝοΒ 29.296, ΕφΑθ 137/1988 ΕλλΔνη 30.629). Εξάλλου, η αγωγή ως επιθετική πράξη πρέπει να περιέχει πλήρη τα στοιχεία του λογικού συλλογισμού, του οποίου την ελάσσονα πρόταση αποτελεί η ιστορική βάση, τη μείζονα ο νόμιμος λόγος και το συμπέρασμα η αίτηση. Επειδή ο δικαστής οφείλει να γνωρίζει και να εφαρμόζει αυτεπάγγελτα το νόμο, δεν χρειάζεται μνεία του νόμιμου λόγου ευθύνης. Είναι όμως απαραίτητο να τίθενται υπ’ όψιν του, με σαφή και ορισμένο τρόπο, τα γεγονότα που θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, το δικαίωμα για το οποίο ζητείται η έννομη προστασία. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού που υιοθετεί ο ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής δεν αρκεί μόνο η μνεία των στοιχείων εκείνων που προσδιορίζουν ατομικά τη δικαιολογική σχέση, στην οποία στηρίζεται η αγωγή, αλλά απαιτείται επιπλέον η ειδική μνεία των συγκεκριμένων παραγωγικών γεγονότων της, δηλαδή εκείνων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την εκ μέρους του ενάγοντος κατά του εναγομένου άσκησή της. Εξάλλου, η, εξ απόψεως ιστορικής βάσεως, πληρότητα της αγωγής περιλαμβάνει και τα περιστατικά που δικαιολογούν και θεμελιώνουν τη νομιμοποίηση. Αν όμως τα θεμελιωτικά της νομιμοποιήσεως περιστατικά δεν ταυτίζονται με εκείνα που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής, απαιτείται η παράθεση στην αγωγή και των γεγονότων αυτών. Διαφορετικά αυτή καθίσταται αόριστη ως προς τη νομιμοποίηση των διαδίκων. Έτσι, αν το δικόγραφο της αγωγής είναι ελλιπές ως προς τα στοιχεία της ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποιήσεως, η αγωγή είναι αόριστη και απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΕφΑθ 7138/2003, δημ. ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 106, 216 παρ. 1, 335 και 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο δικαστής εφαρμόζοντας το νόμο προβαίνει στον προσήκοντα χαρακτηρισμό του αντικειμένου της αγωγής και από το περιεχόμενο αυτής προσδίδει στην προσβαλλόμενη με αυτή έννομη σχέση τη νομική έννοια που αρμόζει, χωρίς να δεσμεύεται από τις περί αυτής απόψεις των διαδίκων. Έτσι, αρκεί η έκθεση στην αγωγή των παραγωγικών του επίδικου δικαιώματος περιστατικών, χωρίς να είναι ανάγκη να περιέχεται και νομική βάση, τυχόν δε υπαγωγή των εκκαλούμενων περιστατικών σε νομική διάταξη από τον ενάγοντα δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο καταλήγοντας σε συμπέρασμα διαφορετικό από το προβαλλόμενο από τους διαδίκους, δεν λαμβάνει υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν αλλά υπάγει τα προταθέντα από τους διαδίκους στον αρμόζοντα κανόνα δικαίου (βλ. ΑΠ 25/2001 Δνη 2001.681, 1129/2000 Δνη 2001.1330, ΕφΑθ 6686/2004 ΝοΒ 53.104 και Δνη 2005.230, 5415/2003 Δνη 2004.432).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίσιν αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα, η οποία ασχολείται μεταξύ άλλων με την εκτέλεση επισκευών υπερπληρωτών πλοίων, διαχωριστήρων παντός τύπου, εφαρμογών και μετατροπών καθώς και την πώληση ανταλλακτικών, εκθέτει ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων πωλήσεως, τις οποίες κατήρτισε στον Πειραιά, από το μήνα Μάρτιο του έτους 2012 έως το μήνα Απρίλιο του έτους 2013 με την δεύτερη των εναγομένων, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιώς … επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «…», κυρίαρχος μέτοχος/εταίρος της οποίας είναι ο πρώτος των εναγομένων, ο οποίος τυγχάνει εν τοις πράγμασι νόμιμος εκπρόσωπός της (δεύτερης των εναγομένων), την οποία χρησιμοποιεί κατά κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς της για την ενάσκηση των προσωπικών του επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, συντρέχουσας εν προκειμένω, περίπτωσης κάμψης ή άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας αυτής, (η ενάγουσα) πώλησε και παρέδωσε στο ως άνω πλοίο της δεύτερης των εναγομένων, τα εμπορεύματά της (ανταλλακτικά), όπως αυτά αναλυτικά κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, εκδοθέντων των υπ’ αριθ. : 1) … τιμολογίου πώλησης, ποσού 17.269,20 ευρώ 2) … τιμολογίου πώλησης, ποσού 2.195,55 ευρώ 3) … τιμολογίου πώλησης, ποσού 3.198 ευρώ 4) … τιμολογίου πώλησης, ποσού 3.444 ευρώ 5) … τιμολογίου πώλησης, ποσού 8.118 ευρώ 6) … τιμολογίου πώλησης, ποσού 6.580,50 ευρώ 7) … ενιαίου τιμολογίου πώλησης, ποσού 2.932,13 ευρώ 8) … τιμολογίου πώλησης, ποσού 1.968 ευρώ 9) … τιμολογίου πώλησης, ποσού 1.353 ευρώ 10) … τιμολογίου πώλησης, ποσού 13.284 ευρώ 11) … τιμολογίου πώλησης, ποσού 6.469,80 ευρώ 12) … ενιαίου τιμολογίου πώλησης, ποσού 1.573,66 ευρώ 13) … τιμολογίου πώλησης, ποσού 1.168,50 ευρώ και 14) … τιμολογίου πώλησης, ποσού 6.600 ευρώ, όλων εξοφλητέων εντός 30 ημερών από την παραλαβή των αντιστοίχων σε έκαστο των ανωτέρω τιμολογίων εμπορευμάτων, οι οποίες έλαβαν χώρα στις 7-3-2012, 26-3-2012, 3-5-2012, 13-6-2012, 13-6-2012, 22-6-2012, 24-7-2012, 25-7-2012, 25-7-2012, 13-8-2012, 20-8-2012, 11-9-2012, 15-10-2012 και 18-4-2013 αντίστοιχα. Ότι συνολικά πώλησε εμπορεύματα αντί συνολικού τιμήματος 76.154,34 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε από τη δεύτερη των εναγομένων το ποσό των 38.694,04 ευρώ, ως εκ τούτου δε, εξακολουθεί να της οφείλεται το υπόλοιπο εκ του ως άνω τιμήματος ανερχόμενο στο ποσό των (76.154,34 – 38.694,04 =) 37.460,30 ευρώ, το οποίο οι εναγόμενοι, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, αρνούνται να της καταβάλουν. Με βάση αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, δυνάμει των μεταξύ της ιδίας (ενάγουσας) και της δεύτερης των εναγομένων συμβάσεων και επικαλούμενη ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της δεύτερης των εναγομένων λόγω κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας αυτής από τον πρώτο των εναγομένων, να της καταβάλουν για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 37.460,30 ευρώ με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο εκ των επιμέρους αναφερομένων σε έκαστο τιμολόγιο ποσών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να απαγγελθεί κατά του πρώτου των εναγομένων προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης, να κηρυχθεί η τελευταία προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.
Με αυτό το περιεχόμενο και αυτά τα αιτήματα, η υπό κρίσιν αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του (βλ. το υπ’ αριθ. … διπλότυπο είσπραξης Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά με τα επικολλημένα σε αυτό κινητά ένσημα), αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2, 33 και 37 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 και 3Β περ. β΄ και ι΄ του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Ωστόσο, η υπό κρίσιν αγωγή, ως προς τον πρώτο των εναγομένων θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και δη λόγω ελλείψεως της απαιτούμενης διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής νομιμοποίησής του για τη διεξαγωγή της παρούσας δίκης δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, η ενάγουσα δεν προσδιορίζει με σαφήνεια την ιδιότητα του εναγομένου φυσικού προσώπου σε σχέση με τη συνεναγομένη εταιρεία, αρκούμενη μόνον στην αναφορά του ως κυρίαρχου μετόχου/εταίρου της τελευταίας, την οποία χρησιμοποιεί κατά κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς της για την αποφυγή της εξόφλησης των επίδικων απαιτήσεών της (ενάγουσας) ήτοι ως του ουσιαστικού εν τοις πράγμασι νόμιμου εκπροσώπου αυτής χωρίς, ωστόσο, να αναφέρει εάν υφίσταται και ποιά είναι η μετοχική ιδιότητά του στη μετοχική σύνθεση της ως άνω εταιρείας, ώστε να θεμελιωθεί η προσωπική του ευθύνη. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η άρση της αυτοτέλειας των κεφαλαιουχικών εταιρειών, σε περίπτωση κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και δη όταν ο κυρίαρχος εταίρος ή μέτοχος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα για καταστρατήγηση του νόμου ή για να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτο ή για να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, λαμβάνει χώρα μόνον έναντι των μελών του νομικού προσώπου και όχι έναντι τρίτων. Απαιτείται δηλαδή το πρόσωπο που καταχράται τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας να έχει την εταιρική ιδιότητα και μάλιστα να είναι ο κυρίαρχος εταίρος αυτής έτσι ώστε, πληρουμένων των προαναφερόμενων στη μείζονα σκέψη της παρούσας λοιπών προϋποθέσεων, να δύναται να λάβει χώρα κάμψη της αρχής της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου έναντι του εν λόγω μέλους αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι πρέπει να λάβει χώρα άρση της αυτοτέλειας της δεύτερης των εναγομένων έναντι του πρώτου των εναγομένων ως νομίμου εκπροσώπου αυτής λόγω κατάχρησης του θεσμού του νομικού προσώπου κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, χωρίς όμως να προκύπτει ότι ο τελευταίος έχει την εταιρική ιδιότητα στην ως άνω εταιρεία – πολλώ δε μάλλον ότι τυγχάνει ο κυρίαρχος εταίρος αυτής – με την παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών που να θεμελιώνουν την ως άνω κυρίαρχη θέση του. Εξάλλου, στην άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της δεύτερης των εναγομένων θα μπορούσε να οδηγήσει η κατάχρηση θεσμού, η οποία υφίσταται όταν ο κυρίαρχος εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα προς καταστρατήγηση του νόμου ή πρόκληση δολίως ζημίας σε τρίτο ή προς αποφυγή της εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του, ειδικά δε για την τελευταία περίπτωση, ενδεικτικά κριτήρια είναι η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας, η σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας, το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του εταίρου, η εικονικότητα του νομικού προσώπου ή έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης και η συνολική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου και δη όταν δρα προς τα έξω αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρείας ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εταιρείας κ.τ.λ., τέτοια όμως, περιστατικά δεν περιέχονται με σαφήνεια στην υπό κρίσιν αγωγή. Κατά συνέπεια, το δικόγραφο της αγωγής έπρεπε να διαλαμβάνει, για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένο αυτής, σαφή αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία καταδεικνύουν είτε την ανεπαρκή χρηματοδότηση της δεύτερης των εναγομένων (με συγκεκριμένη αναφορά σε έλλειψη εσόδων οποιασδήποτε μορφής, διαφορετικών από τα ίδια κεφάλαια του πρώτου των εναγόμενων) είτε τη σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας (ιδίως με παράθεση των περιουσιακών στοιχείων των εναγομένων και του συγκεκριμένου τρόπου συγχύσεως αυτών) είτε την εικονικότητα του νομικού προσώπου της δεύτερης των εναγομένων είτε την έλλειψη συναλλακτικής οργανώσεως και δράσεως του ως άνω νομικού προσώπου είτε συγκεκριμένη συμπεριφορά του πρώτου των εναγόμενων, όταν δρα προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρείας. Στην προκειμένη περίπτωση, αφενός δεν διευκρινίζεται αλλά ούτε και προκύπτει η μετοχική ιδιότητα του πρώτου των εναγομένων ως φυσικού προσώπου σε σχέση με τη δεύτερη των εναγομένων εταιρεία, περί του εάν υφίσταται μονομετοχική ιδιότητα ή η ιδιότητά του (μοναδικός μέτοχος ή ο κάτοχος του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών) ως διαχειριστή, συνεπώς δε, η βάση της αγωγής που εδράζεται στη θεμελίωση της ιδιότητας του πρώτου των εναγομένων ως νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης των εναγομένων εταιρείας σε συνδυασμό με άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου αυτής, κατά το μέρος που αναφέρεται στην κατάχρηση θεσμού, θα πρέπει, σύμφωνα με τα αναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Επομένως, αφού στην υπό κρίσιν αγωγή δεν περιλαμβάνονται τα ως άνω στοιχεία, τα οποία είναι απαραίτητα για τη θεμελίωση της ιστορικής βάσης της αγωγής και δη της παθητικής νομιμοποιήσεως του πρώτου των εναγομένων, πρέπει η υπό κρίσιν αγωγή να απορριφθεί ως προς αυτόν, ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας του δικογράφου της και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης για το λόγο αυτό, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου περί της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών. Κατά τα λοιπά, η υπό κρίσιν αγωγή τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 513 επ., 346 ΑΚ, 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, πλην : α) του αιτήματος περί επιδικάσεως τόκων για τα αναγραφόμενα στα αναφερόμενα στο ιστορικό της αγωγής τιμολόγια ποσά, από την ημέρα που έκαστο εκ των επιμέρους αναφερομένων σε έκαστο τιμολόγιο ποσών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, το οποίο (αίτημα) θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας καθ’ όσον, ύστερα από τον περιορισμό της συνολικής αγωγικής αξιώσεως που διαλαμβάνει η ενάγουσα στο ιστορικό της υπό κρίσιν αγωγής δεδομένου ότι εκ των 76.154,34 ευρώ, αιτείται μόνο το ποσό των 37.460,30 ευρώ, δεν διατυπώνεται με σαφήνεια η έκταση της αιτούμενης έννομης προστασίας. Ειδικότερα, ο ως άνω γενόμενος περιορισμός της αξιώσεως της ενάγουσας, αντανακλά και στο αίτημα της αγωγής, το οποίο συντίθεται από άθροισμα περισσοτέρων κεφαλαίων, αιτουμένων νομιμοτόκως από την ημέρα που έκαστο εκ των επιμέρους κονδυλίων κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Έτσι, η διατύπωση ενός τέτοιου περιορισμού, ο οποίος δεν συνοδεύεται με την διευκρίνιση είτε σε ποιά κονδύλια αφορά είτε δεν επιχειρείται αναλογικά κατά κλάσμα ή ποσοστό του όλου αιτήματος, καθιστά την υπό κρίσιν αγωγή, όσον αφορά στο παρεπόμενο αίτημά της περί επιδικάσεως τόκων υπερημερίας για το ως άνω ποσό, αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως και β) του παρεπόμενου αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως διάρκειας ενός (1) μηνός κατά του πρώτου των εναγομένων, ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης αποφάσεως, το οποίο θα πρέπει, κατόπιν της ως άνω απορρίψεως της υπό κρίσιν αγωγής ως προς αυτόν, να απορριφθεί ως μη νόμιμο. Κατόπιν των ανωτέρω, θα πρέπει η υπό κρίσιν αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Κατά της υπό κρίσιν αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η δεύτερη των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 37.460,30 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση διότι, εφόσον η δεύτερη των εναγομένων ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους της (δεύτερης των εναγομένων) σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, που τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, κατά τα προεκτεθέντα, ενόψει του χρόνου που έλαβε χώρα η διαδικαστική πράξη της συζήτησης. Εξάλλου, το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η καθυστέρηση στην εκτέλεση δεν μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα, ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της δεύτερης των εναγομένων λόγω της ερημοδικίας και της ήττας της (άρθρα 176, 184 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό ενώ, τέλος, λόγω της ερημοδικίας της δεύτερης των εναγομένων, θα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από αυτήν (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Παράβολο ερήμην συζητήσεως για τον πρώτο των εναγομένων δεν ορίζεται διότι αυτός δεν έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσης, ούτε επιδικάζονται έξοδα εις βάρος της ενάγουσας που ηττάται, λόγω της ερημοδικίας αυτού (πρώτου των εναγομένων) και της ελλείψεως σχετικού αιτήματος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην των εναγομένων.
Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τη δεύτερη των εναγομένων, στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200€).
Απορρίπτει την αγωγή ως προς τον πρώτο των εναγομένων.
Δέχεται την αγωγή ως προς τη δεύτερη των εναγομένων.
Υποχρεώνει τη δεύτερη των εναγομένων να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριάντα επτά χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα ευρώ και τριάντα λεπτών (37.460,30€), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τη δεύτερη των εναγομένων στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ