Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης

4104/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 29 Σεπτεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα  και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Αλέξανδρου Ελευθερίου.

Του εναγομένου: Κ. Α. του Ν., κατοίκου … Αττικής, ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-12-2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 8-4-2014 και, κατόπιν αναβολής, κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις του.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν η αγωγή και η κλήση για τη συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου δε, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση, διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου. Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 72 του Ν.3994/2011, στις δίκες που κατά την εισαγωγή του παρόντος νόμου (27-06-2011) είναι εκκρεμείς στον πρώτο βαθμό, οι διαδικαστικές πράξεις ρυθμίζονται από τις διατάξεις του, όσες όμως είχαν ενεργηθεί πριν την εισαγωγή του ρυθμίζονται από το προγενέστερο δίκαιο. Ως διαδικαστική πράξη, νοείται, κατά τα ανωτέρω, κάθε πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, η οποία, οριζόμενη από δικονομικούς κανόνες, αποτελεί μέσο προς κίνηση, διεξαγωγή και περάτωση της δίκης, όπως είναι και η συζήτηση της αγωγής, ανεξάρτητα με ποιου διαδίκου επιμέλεια προκλήθηκε ή επιχειρήθηκε η πράξη (ΟλΑΠ 1/2011, ΝοΒ 2011. 949, ΑΠ 2365/2009, αδημ.).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ’ αριθ. … έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Δ. Ρ., την οποία επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίσιν αγωγής, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτησή της για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 8-4-2014, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εναγόμενο. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, η υπόθεση αναβλήθηκε για να συζητηθεί κατά την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, για την οποία δεν χρειαζόταν νέα κλήτευση, αφού η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του Δικαστηρίου για τη μετ’ αναβολήν δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων για τη δικάσιμο αυτή (άρθρο 226 παρ. 4 ΚΠολΔ). Ωστόσο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, ο εναγόμενος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο, επομένως, θα πρέπει να δικαστεί ερήμην, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 271 ΚΠολΔ, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, όσον αφορά στη διαδικαστική πράξη της συζήτησης.

Με την υπό κρίσιν αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία εκθέτει ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, καταρτισθέντος μεταξύ αυτής και του Χ. Τ., ασφάλισε για τους αναφερομένους σε αυτό (ως άνω ασφαλιστήριο) θαλάσσιους κινδύνους και σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του (ως άνω ασφαλιστηρίου), το ταχύπλοο σκάφος αναψυχής «…», πλοιοκτησίας του τελευταίου, για το χρονικό διάστημα από 4-12-2011 έως 4-6-2012. Ότι κατά της διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου και, πιο συγκεκριμένα, στις 6-2-2012, το ως άνω σκάφος, πρυμνοδετημένο στη δυτική προβλήτα του λιμένος Μεγαλοχωρίου, στη νήσο Αγκίστρι, υπέστη τις αναλυτικά αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ζημίες εκ των παρατεταμένων και αλλεπάλληλων σφοδρής εντάσεως προσκρούσεων στην αριστερή πλευρά του, του ομοίως πρυμνοδετημένου στην ίδια ως άνω προβλήτα αλλά πλημμελέστατα και ανασφαλέστατα – κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής – προσδεδεμένου στη θέση πρυμνοδέτησής του, Ε/Γ-Τ/Ρ ιστιοκίνητου πλοίου «…», ιδιοκτησίας του εναγομένου, ο οποίος, ως εκ τούτου, τυγχάνει αποκλειστικά υπαίτιος για τις ως άνω προσκρούσεις και τις εξ αυτών προκληθείσες ζημίες. Ότι σε εκτέλεση των όρων του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου, (η ενάγουσα) κατέβαλε, στις 3-7-2013, στον ως άνω ιδιοκτήτη του ασφαλισμένου σε αυτή σκάφους, ως ασφαλιστική αποζημίωση προς αποκατάσταση των προκληθεισών σε αυτό (σκάφος) και αναλυτικά αναφερόμενων στο δικόγραφο της αγωγής ως προς το είδος τους και το επιμέρους κόστος τους, ζημιών, το συνολικό ποσό των 26.145,50 ευρώ. Ότι τόσο κατά το εφαρμοστέο ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο ο ασφαλιστής που κατέβαλε την ασφαλιστική αποζημίωση, υποκαθίσταται αυτοδικαίως έναντι των τρίτων στα εκ της ζημίας δικαιώματα του ασφαλισμένου όσο και δυνάμει έγγραφης από 3-7-2013 εκχωρήσεως της ισόποσης απαιτήσεως του ασφαλισμένου σε αυτήν ιδιοκτήτη του ζημιωθέντος σκάφους, (η ενάγουσα) υποκαταστάθηκε πλήρως στα δικαιώματα του τελευταίου κατά του υπαιτίου της ζημίας που αυτός (ιδιοκτήτης του ζημιωθέντος σκάφους) υπέστη ήτοι του εναγομένου, ιδιοκτήτη του ζημιώσαντος πλοίου και ζητά να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει για την ως άνω αιτία, το ποσό των 26.145,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία επελεύσεως του επίδικου συμβάντος – ασφαλιστικού κινδύνου ήτοι την 6-2-2012 άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, περαιτέρω δε, να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Με αυτό το περιεχόμενο και αυτό το αίτημα, η υπό κρίσιν αγωγή, για την κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ πληρότητα της οποίας δεν απαιτείται η παράθεση άλλων επιπλέον στοιχείων και για την οποία έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου που αναλογεί στο αντικείμενο της διαφοράς με τις ανάλογες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. το υπ’ αριθ. … διπλότυπο είσπραξης Δ.Ο.Υ. Γ΄ Πειραιά με τα επικολλημένα σε αυτό κινητά ένσημα), παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο τυγχάνει αρμόδιο καθ’ ύλην λόγω του αιτούμενου ποσού (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον τόσο λόγω της κατοικίας του εναγομένου (άρθρο 22 ΚΠολΔ) όσο και λόγω του τόπου εκπληρώσεως της παροχής του εναγομένου οφειλέτη (άρθρο 33 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι, κατά τις διατάξεις των άρθρων 320 – 322 ΑΚ, εάν ο τόπος της παροχής δεν συνάγεται ούτε από τη δικαιοπραξία ούτε από τις περιστάσεις και ιδίως από τη φύση της ενοχικής σχέσεως, η παροχή καταβάλλεται στον τόπο, όπου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του κατά τη γένεση της ενοχή (άρσιμο χρέος), εκτός εάν η παροχή είναι χρηματική, οπότε, εν αμφιβολία, ο οφειλέτης πρέπει να την καταβάλει στον τόπο, όπου ο δανειστής έχει την κατοικία του κατά το χρόνο της καταβολής ή, εάν η απαίτηση προέρχεται από την άσκηση του επαγγέλματος του δανειστή, αντί του τόπου της κατοικίας η καταβολή γίνεται στον τόπο της επαγγελματικής εγκαταστάσεως του δανειστή και, επί επιδίκου χρηματικής οφειλής, στον τόπο της επαγγελματικής εγκαταστάσεως του δανειστή κατά το χρόνο της εκκρεμοδικίας (κομίσιμο χρέος – ΕφΑθ 1985/2001 ΕλΔνη 42.1360, ΕφΑθ 62/1998 ΕλΔνη 39.1649, ΕφΑθ 9078/1995 ΕλΔνη 37.1386, Αγγ. Γεωργιάδου, εις ΕρμΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό, Τ. ΙΙ, 1979, υπό τα άρθρα 320 – 322, αριθ. 12 επ.), εν προκειμένω δε, πρόκειται περί χρηματικής παροχής, προερχομένης από την επαγγελματική δραστηριότητα της ενάγουσας ασφαλιστικής εταιρείας και, ως εκ τούτου, η καταβολή εκ μέρους του φερομένου ως οφειλέτη εναγομένου πρέπει να γίνει στον τόπο της επαγγελματικής εγκαταστάσεως της ενάγουσας, ήτοι στην Αθήνα, υφισταμένης, ωστόσο, αποκλειστικής τοπικής αρμοδιότητος του παρόντος Δικαστηρίου λόγω της φύσεως της διαφοράς ως ναυτικής (θαλάσσια ασφάλιση – άρθρο 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. θ΄ Ν. 2172/1993). Περαιτέρω, η υπό κρίσιν αγωγή τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 210 ΕμπΝ και 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997 και 297, 298, 346, 455, 462, 914 ΑΚ καθώς και 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί οφειλής τόκων, το οποίο τυγχάνει νόμιμο μόνο για τον μετά την επίδοση της αγωγής χρόνο και μη νόμιμο και απορριπτέο για το χρόνο από την 6-2-2012, εφόσον δεν γίνεται επίκληση όχλησης για καταβολή του αιτούμενου ποσού με αποτέλεσμα την υπερημερία του οφειλέτη. Πρέπει, επομένως, η υπό κρίσιν αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Κατά της υπό κρίσιν αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, επομένως, να γίνει αυτή δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 26.145,50 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση διότι, εφόσον ο εναγόμενος ερημοδικεί, αποδεικνύονται πλήρως οι πραγματικοί ισχυρισμοί που περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, δεδομένου ότι θεωρούνται ως ομολογημένοι εκ μέρους του εναγομένου σύμφωνα με το άρθρο 352 παρ. 1 και την παρ. 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, που τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής, κατά τα προεκτεθέντα, ενόψει του χρόνου που έλαβε χώρα η διαδικαστική πράξη της συζήτησης. Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας θα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου λόγω της ερημοδικίας και της ήττας του (άρθρα 184 και 176 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ, τέλος, λόγω της ερημοδικίας του εναγομένου, θα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον τελευταίο (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει ερήμην του εναγομένου.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τον εναγόμενο στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200€).

Δέχεται την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι έξι χιλιάδων εκατόν σαράντα πέντε ευρώ και πενήντα λεπτών (26.145,50€), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τον εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό ευρώ (1.100€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ