Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :   4147/2015

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO

ΠΕΙΡΑΙΑ

Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης Διαφορών κατά τις Διατάξεις των Άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ.

 

Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη Πρωτοδίκη που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του την 05η Μαΐου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέα Αθανασίας Πουλοπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : Θ. Ν. του Β., κατοίκου Π. (οδός …) ο οποίος παρέστη διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Τρύφωνα Αλυκάτορα.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», διατηρούσας την καταστατική της μόνον έδρα στην … (…), τη δε πραγματική στη … (…, νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) Της διαχειρίστριας εταιρίας σύμφωνα με τον ΑΝ 378/1968 με την επωνυμία «….», διατηρούσας την καταστατική της μόνον έδρα στην … (…), τη δε πραγματική, καθώς και εγκατάσταση/γραφείο στη … (…), νομίμως και 3) Του …, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας με την επωνυμία «….», κατοίκου … Αττικής  οι οποίοι άπαντες παρέστησαν διά της πληρεξουσίας τους δικηγόρου Μαρίας Σταμούλη.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η με …αγωγή του με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, το πρώτον, τη δικάσιμο της 10.02.2015, αναβληθείσα για τη δικάσιμο που ανωτέρω αναφέρεται, κατά την οποία και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οιπληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Α.α.Σύμφωνα με το άρθρο 3 § 1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως κανόνας η διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών πολιτικών δικαστηρίων και επί ιδιωτικών διαφορών, εφόσον αυτές συνδέονται με τα ελληνικά πολιτικά δικαστήρια με κάποια στοιχεία θεμελιωτικά της αρμοδιότητάς τους, κατά τις διατάξεις γενικών και ειδικών δωσιδικιών (οράτε ΑΠ 803/2000 ΕλλΔνη 2000 σ. 1599, 108/1998 ΕλλΔνη 1998 σ. 1392, ΕφΑθ 4467/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 717/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 558, 6073/2002 ΕλλΔνη 2003 σ. 209, ΕφΑθ 6359/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 1466). Στην περίπτωση αυτή, τα ελληνικά δικαστήρια εφαρμόζουν επί του δικονομικού μεν πεδίου αποκλειστικώς το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, επί δε του πεδίου του ουσιαστικού δικαίου το από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνυόμενο ως εφαρμοστέο δίκαιο. β.Με το άρθρο 1 του Ν. 791/1978 ορίστηκε, κατ’ απόκλιση του άρθρου 10 του ΑΚ, ότι οι ναυτιλιακές εταιρίες, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήταν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες εταιρίες υπό ελληνική σημαία πλοίων ή είναι εγκατεστημένες ή θα εγκατασταθούν στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή των ΑΝ 89/1967 και 378/1968, διέπονται, ως προς τη σύσταση και ικανότητα δικαίου, από το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται, κατά το καταστατικό τους, η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Η άδεια δε εγκαταστάσεως των εταιρειών αυτών στην Ελλάδα χορηγείται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία δημοσιεύεται, κατά το άρθρο 25 του πιο πάνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 28 Ν. 814/1978, 7 § 5 Ν. 1892/1990 και 4 Ν. 2234/1994, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, από της δημοσιεύσεως της οποίας και μόνο επέρχονται οι έννομες συνέπειές της. Επομένως, οι αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες που έχουν την πραγματική τους έδρα στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν εγκατασταθεί σ` αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω νόμων, ούτε ήταν ποτέ πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων με ελληνική σημαία δεν εμπίπτουν στην παραπάνω ρύθμιση και, επειδή δεν συστάθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, είναι άκυρες ως εταιρίες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν στην Ελλάδα ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι», με απεριόριστη ευθύνη των εμφανιζομένων ως εταίρων τους (οράτε ΟλΑΠ 2/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 388, 2/1999 ΕλλΔνη 1999 σ. 271, 461/1978, ΑΠ 803/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 812/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).γ.Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25, 26 του ΑΚ 1, 2, 3 επ. της ως άνω Συμβάσεως της Ρώμης, 914 του ΑΚ, 1, 16 του Ν. 551/1915 και 66 του ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι η ευθύνη από ναυτεργατικό ατύχημα που είναι διαφορετική και δεν ταυτίζεται με την ευθύνη από αδικοπραξία, έχει δε ως προϋπόθεση, ότι το βίαιο συμβάν, το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της έννοιας του ως άνω ατυχήματος, πραγματοποιείται κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εργασία, δεν ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθρου 26 του ΑΚ, αλλά από το δίκαιο που διέπει τις ενοχές από σύμβαση και ειδικότερα τη σύμβαση χερσαίας ή ναυτικής εργασίας και συγκεκριμένα εκείνο που καθορίζεται από το άρθρο 25 του ΑΚ,ήτοι αυτό στο οποίο τα μέρη υποβλήθηκαν ή το αρμόζον από τις περιστάσεις (μετά την 01.4.1991) από τις διατάξεις της παραπάνω Συμβάσεως της Ρώμης (οράτε ΑΠ 1078/1998 ΕΝΔ 27 σ. 1, 1023/1996 ΕλλΔνη 1998 σ. 838, 1486/1995 ΕΝΔ 24 σ. 222, ΕφΠειραιά 220/2010 ό.π.). Αυτά δεν αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 92 § 1 της Διεθνούς Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το Ν. 2321/1995 που καθιερώνει μεν τη διοικητική εξουσία επί του πλοίου, του κράτους που εκείνο φέρει τη σημαία του και κατά το χρόνο που βρίσκεται στην ανοικτή θάλασσα, δεν ιδρύει όμως και αξίωση του κράτους αυτού όπως εφαρμόζεται το δίκαιό του επί των ιδιωτικού δικαίου διαφορών από τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων στο πλοίο (οράτε ΕφΠειραιά 220/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). δ. H νομιμοποίηση, επίσης των διαδίκων, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση του υπό ευρεία έννοια εννόμου συμφέροντος, ενόψει της φύσεως της ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, κρίνεται από την lex fori, δηλαδή από το δίκαιο της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει (οράτε ΠΠρΠειραιά 2469/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 2274/2002, αδημοσίευτη στο νομικό τύπο 785/1997 ΕΝΔ 26 σ. 129, οράτε σχετικά Κρίσπης, Γνμδ. ΝοΒ 21 σ. 1290). ε. Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 551/1915 που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24.7/25.8.1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερόμενων στο άρθρο 2 του άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο θάνατος ή ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεόμενου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του, κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (οράτε ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 σ. 1605, ΑΠ 19/2014 με σημείωση Κ. Παπαδημητρίου ΕλλΔνη 2014 σ. 1024, 1858/2011 ΕλλΔνη 2012 σ. 1554, 52/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 1611, 460/2010, 138/2010 ΕλλΔνη 2011 σ. 1612, 1085/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1481/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 745/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ε.α. Ως ατύχημα το οποίο επήλθε εξ αφορμής της εργασίας, επίσης, θεωρείται, κατά την προαναφερθείσα διάταξη και εκείνο που δεν αποτελεί άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, συνδέεται όμως με αυτή αιτιωδώς. Τέτοια περίπτωση ατυχήματος, εξ αφορμής της εργασίας, αποτελεί και η μετά την εκδήλωση της νόσου εξακολούθηση της παραμονής του ναυτικού στο πλοίο, έστω και υπό κανονικές συνθήκες, χωρίς όμως να παρέχεται σε αυτόν η προσήκουσα ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, είτε αυτό οφείλεται σε αμέλεια του πλοιάρχου ή τρίτου, ή και χωρίς αυτήν και μάλιστα από οποιαδήποτε αιτία, εάν η παράλειψη αυτή, ως πρόσφορη αιτία, επέφερε την επιδείνωση της υπάρχουσας ασθενείας του, η οποία είχε ως συνέπεια τον θάνατο του, και η οποία, άλλως, δια της παροχής της δέουσας ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως, υπό τη μορφή της άμεσης άλλως έγκαιρης ενάρξεως της προσήκουσας θεραπευτικής αγωγής, θα ήταν δυνατόν, ενόψει των σύγχρονων ιατρικών μεθόδων και μέσων, να αποφευχθεί (οράτε  ΑΠ 138/2010 ΕλλΔνη 2011 σ. 1613, 1014/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 152, ΕφΠειραιά 464/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 488/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 482/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 671/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειραιά 906/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ε.β. Περαιτέρω, σε περίπτωση τέτοιου ατυχήματος, οφείλεται, κατ’ αρχήν, η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 του άνω νόμου αποζημίωση για την οποία η ευθύνη του εργοδότη είναι αντικειμενική, δηλαδή αυτός ευθύνεται σε καταβολή της αποζημίωσης ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματός του ή πταίσματος των προστηθέντων από αυτόν προσώπων, μπορεί δε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 § 4 εδ. α΄, β΄ και γ΄ του νόμου αυτού να μειωθεί, κατά την κρίση του δικαστηρίου, η αποζημίωση μέχρι το μισό της μόνο όταν ο παθών επέδειξε την ειδική αμέλεια που συνίσταται στην, από μέρους του, αδικαιολόγητη παράβαση των διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή συναφών κανονισμών που θέτουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία και έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή τον κύριο της επιχείρησης, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, κυρώθηκαν από την αρχή (οράτε ΑΠ 1858/2011 ό.π.). Στην τελευταία περίπτωση, οι εν λόγω διατάξεις πρέπει να προβλέπουν ειδικώς τους όρους, μνημονεύοντας και συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους για την επίτευξή τους και δεν αρκεί να επήλθε το ατύχημα από τη μη τήρηση των όρων που επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, τη γενική υποχρέωση πρόνοιας (άρθρο 662 ΑΚ) και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου (οράτε ΟλΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 1996 σ. 38, ΑΠ 2014/2007 ΕΝΔ 35 σ. 301, 571/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 1046, ΑΠ 1109/2006 ΕΝΔ 34 σ. 388, ΑΠ 1357/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 618/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 515/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). στ. Εξάλλου, επί ναυτεργατικού ατυχήματος, ο παθών έχει το επιλεκτικό δικαίωμα να αξιώσει από τον κύριο της επιχείρησης, είτε την περιορισμένη αποζημίωση, κατ’ αποκοπή, του άρθρου 3 του Ν. 551/1915, είτε την πλήρη αποζημίωση του κοινού δικαίου κατά τα άρθρα 297, 298, 914, 922, 928 έως 932 ΑΚ, εφόσον, όμως, στη δεύτερη περίπτωση, το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή στη μη τήρηση των διατάξεων ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων, εφόσον δηλαδή το βίαιο συμβάν είναι συγχρόνως και αδικοπραξία, κατά τα ανωτέρω (οράτε 804/2008 ΕλλΔνη 2011 σ. 127, 2014/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 963/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 93/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 191). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει επίσης, ότι η ως άνω απαλλαγή αφορά όχι μόνο την περίπτωση που το ατύχημα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη ή του παθόντος, αλλά και όταν αυτό προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη και του προσώπου που προστήθηκε από τον εργοδότη. Καλύπτει δε η απαλλαγή αυτή και την περίπτωση της ειδικής αμέλειας, κατά την οποία, το ατύχημα έγινε, διότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών περί των όρων ασφαλείας (οράτε ΟλΑΠ 1117/1986 ΝοΒ 1987 σ. 891, 1267/1976 ΝοΒ 1977 σ. 895, ΑΠ 1602/1998 ΔΕΝ 1999 σ. 200, ΕφΠειραιά 93/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 191, ΕφΑθ 11116/1996 ΕΕργΔ 1997 σ. 1126). Εξ αυτών, παρέπεται ότι ο παθών έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει τη μία ή την άλλη αξίωση, που συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι, σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης, αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά στη διαζευκτική ενοχή, σε κάθε δε περίπτωση, δηλαδή, και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση προς αποζημίωση, ο παθών διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα, ήτοι, σε δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής (οράτε ΑΠ 804/ 2008 ό.π., ΑΠ 2014/2007 ό.π., ΑΠ 1627/2007 πάγια νομολογία). ζ. Κατά δε το άρθρο 66 ΚΙΝΔ : «Ο ναυτικός ασθενήσας δικαιούται εις μισθόν και νοσηλεύεται δαπάναις του πλοίου, εάν δε η σύμβασις ναυτολογήσεως λυθή λόγω της ασθενείας και νοσηλεύεται ούτος εκτός του πλοίου, δικαιούται εις νοσήλια και εις μισθόν, εφόσον διαρκεί η ασθένεια, ουχί όμως πέραν των τεσσάρων μηνών (§1). Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί ατυχημάτων εκ βιαίου συμβάντος, εάν δε ο ναυτικός υπέστη εξ αυτών ανικανότητα προς εργασίαν, ως και εν περιπτώσει θανάτου αυτού, εφαρμόζονται και αι ειδικαί διατάξεις περί αποζημιώσεως των εξ ατυχημάτων εν τη εργασία παθόντων (§ 2). Προς υπολογισμόν των εκ του παρόντος άρθρου απαιτήσεων επιτρέπεται να συνομολογήται ειδικός μισθός (§ 3)». Ο μισθός ασθενείας έχει το χαρακτήρα αποδοχών και δεν είναι αποζημιωτικός παρά την, μάλλον από παραδρομή, εσφαλμένη διατύπωση του άρθρου μόνου του ΠΔ 1212/1981. Συνίσταται σε ό,τι ο ναυτικός θα αποκόμιζε στο πλοίο από την εργασία του πριν από την ασθένεια, δηλαδή στο βασικό μισθό, στα επιδόματα, στο αντίτιμο τροφής, στα δώρα εορτών, ακόμα και στα φιλοδωρήματα που τυχόν κατέβαλε ο πλοιοκτήτης, δηλαδή υπολογίζεται με βάση την ισχύουσα ΣΣΕ, εκτός αν υπάρχει κλειστός μισθός (οράτε ΕφΠειραιά 648/2008 ΕΝΔ 36 σ. 388, 984/2001 ΠειρΝομ 2002 σ. 277, ΜΕφΠειραιά 951/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 151, 23/2013 Αρμ 2014 σ. 93). Εάν δε αμοιβόταν με δύο μισθούς, σε περίπτωση πρόσθετης απασχόλησης και με καθήκοντα άλλης ειδικότητας, περιλαμβάνονται και οι δύο στο μισθό ασθενείας. Ανώτατο όριο των οφειλόμενων μισθών (ασθένειας) παροχών είναι το τετράμηνο από της απολύσεως λόγω της ασθένειας (οράτε ΕφΠεραιά 333/2003 ΕΝΔ 2003 σ. 270, ΜΕφΠειραιά 951/2013 ό.π.). η. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του Ν. 551/1915 που κωδικοποιήθηκαν με το ΒΔ της 24.7.1920, προκύπτει ότι, επί εργατικού ατυχήματος, από βίαιο συμβάν, ο εργάτης ή ο υπάλληλος ο οποίος, λόγω του επελθόντος ατυχήματος, κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής, υπέστη πλήρη διαρκή ανικανότητα να ασκεί όχι μόνο το μέχρι τότε επάγγελμά του, αλλά οποιοδήποτε άλλο κοινωνικά και οικονομικά ισοδύναμο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η κοινωνική και οικονομική μετάταξή του, δικαιούται την προβλεπόμενη, κατά περίπτωση, νόμιμη αποζημίωση η οποία περιλαμβάνει το καθοριζόμενο χρηματικό ποσό. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 §§ 1β και 2 του αυτού ως άνω νόμου, για τον καθορισμό της εν λόγω αποζημίωσης (η οποία, κατά το άρθρο 3 § 1 του ίδιου Νόμου, σε περίπτωση πλήρους διαρκούς ανικανότητας περιλαμβάνει μισθούς έξι ετών) το μεν έτος λογίζεται πλήρες, ο δε μισθός, προκειμένου περί οποιουδήποτε άλλου εργάτη (πλην μαθητευόμενων και εργατών που δεν συμπλήρωσαν το 21ο έτος της ηλικίας τους) λογίζεται ίσος με την αντιμισθία που λήφθηκε πραγματικά απ’ αυτόν κατά τους δώδεκα μήνες πριν από το ατύχημα, είτε σε χρήματα, είτε σε είδος. Στην περίπτωση αυτή, αν ο παθών απασχολήθηκε για χρονικό διάστημα λιγότερο των δώδεκα μηνών πριν από το ατύχημα, ως βάση του υπολογισμού της αποζημίωσης λαμβάνεται η πραγματική αντιμισθία την οποία κατά το χρονικό διάστημα που απαιτείται προς συμπλήρωση του δωδεκαμήνου πριν από το ατύχημα, μπορούσε να λάβει με βάση τη μέση αντιμισθία εργατών ή υπαλλήλων της αυτής κατηγορίας κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα (οράτε ΑΠ 131/2007 ΕλλΔνη 2007 σ. 1411). θ. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (Ν. 3816/1958) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρο 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι` εαυτόν». Εκ της διατάξεως αυτής, προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμάνι νηολογήσεως του πλοίου, από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου, αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, εν ελλείψει της οποίας (δηλώσεως) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι` ίδιον λογαριασμό είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν` αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό, ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιωρισμένη ευθύνη). Συνήθης μορφή ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι, περαιτέρω, και εκείνη που ο επιχειρηματίας, μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά, σπουδαίως και όχι εικονικώς, μία ή περισσότερες εταιρίες στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, για την εκμετάλλευση για δικό τους λογαριασμό, είτε άμεσα, είτε με την ανάθεση της διαχειρίσεως των πλοίων τους σε άλλη εταιρία που προϋπάρχει ή ιδρύεται για το λόγο αυτό και ενεργεί για λογαριασμό της. Τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά κατά κανόνα και της διαχειρίστριας εταιρίας, διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συμμετέχει συνήθως στη διοίκησή τους και το οποίο έτσι κερδοσκοπεί έμμεσα, ως αποκλειστικός μέτοχος, με την απόληψη κερδών και την οικονομική ανάπτυξη της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή, με την προεκτεθείσα έννοια, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιχειρηματία, που όντας συνάμα και αποκλειστικός μέτοχος, ελέγχει ή διοικεί την πλοιοκτήτρια ή και τη διαχειρίστρια. Στην περίπτωση αυτή, ό,τι ακριβώς δεν θέλει να έχει και δεν έχει ο εν λόγω επιχειρηματίας είναι η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου (άμεσα) για λογαριασμό του (οράτε ΑΠ 689/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αναφορικά δε με το διαχειριστή του πλοίου, διευκρινίζεται ότι το πρόσωπο αυτό έχει ευρύτατες εξουσίες, οι οποίες αφορούν, τόσο στην τεχνική, όσο και στην εμπορική διαχείριση τούτου (πλοίου). Ειδικότερα, αυτός, μεταξύ άλλων, προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την επιθεώρηση, τακτική ή έκτακτη, του πλοίου και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών για τη διατήρηση της κλάσεώς του, συνάπτει συμβάσεις εφοδιασμού του πλοίου δια καυσίμων, τροφίμων, ανταλλακτικών και άλλων αναγκαίων υλικών, προβαίνει στην εκναύλωση του πλοίου συμφώνως προς τις οδηγίες του πλοιοκτήτη κ.λπ. Η ανάγκη δε συντονισμού της διαχειρίσεως και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί διά της αναθέσεως της διαχειρίσεως και εκπροσωπήσεως των πλοίων, τα οποία ανήκουν σε εταιρείες ελεγχόμενες υπό των ιδίων φυσικών προσώπων, σε άλλη εταιρεία ιδρυόμενη προς τον σκοπό αυτό υπό των εν λόγω προσώπων και μετόχων των πλοιοκτητριών εταιρειών υπό εμφανιζομένων παρένθετων φυσικών προσώπων. Η μέθοδος αυτή έχει γενικευθεί, ιδίως ως προς τις αλλοδαπές πλοιοκτήτριες εταιρείες, τις ελεγχόμενες υπό Ελλήνων. Συνήθως, η διαχειριζόμενη και αντιπροσωπεύουσα τα πλοία των εταιρειών τούτων είναι αλλοδαπή εταιρεία, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο εν Ελλάδι συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 (ως αντικαταστάθηκε υπό του άρθρου 28 του Ν. 814/1978) ή των ΑΝ 89/1967 και 378/1968. Η τοιαύτη ανάθεση διαχειρίσεως δεν αποτελεί ενέργεια αθέμιτη ή παράνομη, ούτε προσδίδει καθ’ εαυτήν την ιδιότητα του εκμεταλλευομένου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρεία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται, μετά των ενδιαφερομένων για το πλοίο τρίτων, επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δε άμεσος αντιπρόσωπός του. Συνεπώς, τα έννομα αποτελέσματα εκάστης υπ’ αυτού επιχειρούμενης, εντός των πλαισίων της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Ο τελευταίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν εκ των δικαιοπραξιών των ενεργούμενων υπό του διαχειριστού, υπ’ αυτή την ιδιότητά του, και αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών. Μάλιστα, εφόσον ο διαχειριστής ενεργεί επ` ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτου δεν καθίσταται υποκείμενο εκάστης δικαιοπραξίας συναπτόμενης, υπό την ιδιότητά του αυτή και, κατ` επέκταση, δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει, εκ των περιστάσεων, ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι` αυτόν, ως και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Προκύπτει, επομένως, ότι ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση ν’ ασκήσει και δεν ασκεί την εκμετάλλευσή του για δικό του λογαριασμό. Ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή μη, επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους και απολαύει τα κέρδη. Οι δανειστές, οι οποίοι δημιουργούνται εκ της δράσεως του διαχειριστή, δύνανται να στραφούν κατά του εκμεταλλευομένου το πλοίο και ν` αξιώσουν υπ` αυτού την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως ή την καταβολή αποζημιώσεως δια τη μη εκτέλεσή της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν παρά του διαχειριστού την ικανοποίηση αυτής της απαιτήσεως (οράτε ΕφΠειραιά 596/1999 ΕΝΔ 27 σ. 270, ΕφΠειραιά 299/1996 ΕΝΔ 24 σ. 277, ΜΕφΠειραιά 63/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 180).ι.Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 1 § 1 και 2 του Ν. 762/1978 προκύπτει, ότι αν ο εργοδότης του ναυτικού είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία, ο αντιπρόσωπος αυτής που συνήψε στην Ελλάδα με ναυτικό σύμβαση παροχής εργασίας σε πλοίο πλοιοκτησίας του εργοδότη, ευθύνεται εις ολόκληρον με αυτόν για κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη σχέση ναυτικής εργασίας. Η σύμβαση αυτή δεν είναι αναγκαίο να γίνει εγγράφως. Η σύμβαση πρόσληψης του ναυτικού, για να ναυτολογηθεί σε πλοίο, είναι οριστική σύμβαση και παράγει τα αποτελέσματα που τα μέρη θέλησαν (άρθρο 361 ΑΚ), και, κατά συνέπεια, αν αυτή έγινε στην Ελλάδα, υπάρχει εις ολόκληρον (αυτοτελής από το νόμο) ευθύνη των υπόχρεων που αναφέρονται στην παραπάνω διάταξη για τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτή ή τη σύμβαση ναυτολόγησης που επακολούθησε (οράτε ΑΠ 424/1995 ΕΝαυΔ24 σ.124, 626/1998 ΕλλΔνη 1999 σ. 620, 168/1999 ΕΝαυτΔ 27 σ.278, ΕφΠειραιά220/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 704/2002 ΕΝΔ 30 σ.370, 184/1997 ΕΝΔ 25 σ. 58, 280/1995 ΕΝΔ 24 σ. 200, 84/1992 ΕΝΔ 21 σ.191, 1290/1997 ΕΝΔ 25 σ.450, 1330/1997 ΕΝΔ 25 σ.466. Δ. Καμβύση: Ναυτεργατικό Δίκαιο, 1994, σ. 415 επ. Ι. Κοροτζή: Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο, 1990, § 601 σ. 291 – 292). Ακολούθως, από την ίδια διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 762/1978, προκύπτει ότι η, κατά τη διάταξη αυτή, ευθύνη του αντιπροσώπου του αλλοδαπού εργοδότη ρυθμίζεται σε κάθε περίπτωση από το ελληνικό δίκαιο, και ειδικότερα, από το νόμο αυτό, οι διατάξεις του οποίου αποτελούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου και άμεσης εφαρμογής κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 7 § 2 της Διεθνούς Σύμβασης της Ρώμης, ενώ, συγχρόνως, περιέχουν λανθάνοντες κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που καθορίζουν ως εφαρμοστέο δίκαιο για την ευθύνη του αντιπροσώπου τη lex fori (οράτε  ΑΠ 1288/1994, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειραιά 220/2010 ό.π., 704/2002 ό.π., 65/1997 στον τόμο Νομολογία Ναυτικού Τμήματος Εφετείου Πειραιώς 1996 -1999 σ. 189).

       Β. Με τηνυπό κρίση αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται και αξιολογείται από το Δικαστήριο, ο ενάγων αναφέρει ότι, δυνάμει της από 21.7.2014 σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας έξι μηνών που συνήφθη στη …, μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγομένης η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης (της οποίας είναι και διαχειρίστρια) η οποία είναι αλλοδαπή πλοιοκτήτρια εταιρεία του αναφερόμενου στην αγωγή φορτηγού πλοίου, ναυτολογήθηκε για να εργασθεί σε αυτό την επόμενη ημέρα, με την ειδικότητα του Β΄ Μηχανικού και αντί συμφωνηθέντος μηνιαίου συνολικού κλειστού μισθού 7.396,40 ευρώ, πλέον τροφής. Αντίστοιχα,αναφέρεται ότι ο τρίτος ενάγων είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγομένης – διαχειρίστριας του πλοίου. Περαιτέρω, ο ενάγων παραθέτει ότι την 22.7.2014, αεροπορικώς ταξίδεψε στη Νότια Αφρική, όπου ήταν αγκυροβολημένο το πλοίο και ειδικότερα, ναυλοχούσε εκτός του λιμένα του Κέιπ Τάουν, στο οποίο και επιβιβάστηκε με τη χρήση πλωτού μεταφορικού σκάφους (λάντζας). Ο ενάγων αναφέρει ότι, κατά τη διάρκεια αυτού του αεροπορικού ταξιδιού, απωλέσθηκε η βαλίτσα του, εντός της οποίας βρίσκονταν και τα ειδικά υποδήματα που έφερε κατά την εργασία του. Συναφώς, υποστηρίζει ότι, παρά τις διαμαρτυρίες του, του χορηγήθηκαν υποδήματα μεγέθους 45, δύο μεγέθη δηλαδή μεγαλύτερο από το δικό του, με αποτέλεσμα να μην έχει τα ενδεδειγμένα υποδείγματα για την εργασία του και τα οποία δεν θα μπορούσαν να τον προστατέψουν επαρκώς, σε περίπτωση κάποιου ατυχήματος, και ότι, δεδομένων των συνθηκών και της χρονικής πίεσης, δεν μπόρεσε να προμηθευθεί νέα κατάλληλα για εκείνον υποδήματα από λιμένα του Κέιπ Τάουν και έτσι, ισχυρίζεται ότι εξαναγκάστηκε να ξεκινήσει την εργασία του φέροντας τα ακατάλληλα αυτά υποδήματα των οποίων χρήση υποχρεώθηκε να κάμει, μέχρι να του χορηγηθούν τα κατάλληλα.Στη συνέχεια, ο ενάγων αναφέρει ότι, την 07.8.2014, το πλοίο απέπλευσε με προορισμό στη Σιγκαπούρη, όντας στον Ινδικό Ωκεανό, όπου επικρατούσαν έντονα καιρικά φαινόμενα, με αποτέλεσμα τον ισχυρό κλυδωνισμό του και, ειδικότερα, τη βίαιη αλλαγή στην κλίση τόσο στον κάθετο όσο και στον οριζόντιο άξονα του πλοίου. Κατά δε το χρονικό εκείνο σημείο, αναφέρει ότι υπέστη εργατικό ατύχημα, ένεκα πτώσης του από ύψος οχτώ μέτρων, ένεκα ισχυρού κλυδωνισμού του πλοίου, ευρισκόμενος σε κλίμακα, κατεβαίνοντας στο μηχανοστάσιο, ατύχημα τα οποίο, κατά τον ενάγοντα, θα είχε αποφευχθεί αν έφερε τα κατάλληλα υποδήματα τα οποία θα τον είχαν προστατέψει από την πτώση του, όπως αναφέρει στην αγωγή. Από την πτώση δε αυτή, ο ενάγων αναφέρει ότι υπέστη σοβαρό τραυματισμό. Αναφέρει δε ότι μέχρι και την άφιξη του πλοίου (15.8.2014) στη Σιγκαπούρη, τέθηκε εκτός υπηρεσίας, ενώ την προηγούμενη ημέρα (14.8.2014), ζήτησε εγγράφως να απολυθεί στο λιμένα προορισμού, λόγω του ένδικου ατυχήματος, για να επαναπατριστεί άμεσα προς διερεύνηση της κατάστασης της υγείας του. Μετά την απόρριψη του αιτήματός του από τον πλοίαρχο, ζήτησε να εξεταστεί από ιατρό της πόλης της Σιγκαπούρης, αίτημα που επίσης απορρίφθηκε, από τον πλοίαρχο. Η απόλυση δε του ενάγοντος έλαβε χώρα τελικά την 27.8.2014,του πλοίου ευρισκομένου σε κινεζικό λιμένα και επέστρεψε στην Ελλάδα την επομένη, χωρίς οι εναγόμενοι να δείξουν κάποιο ενδιαφέρον. Μετά δε την επιστροφή του, αναφέρει ότι υποβλήθηκε στις μνημονευόμενες στην αγωγή εξετάσεις. Κατά τον ενάγοντα, με βάση όσα έκρινε ο ιατρός της ασφαλιστικής της εναγομένης την 03.10.2014, κρίθηκε ικανός προς εργασία, με τη σύσταση όμως αποφυγής βαρείας εργασίας, μέχρι τη 18.10.2014. Προσέτι, ο ενάγων υποστηρίζει ότι παραμένει εισέτι άνεργος, ένεκα του ένδικου ατυχήματος, ενώ ωσαύτως ισχυρίζεται ότι άγνωστη παραμένει εισέτι η αντίδραση της σπονδυλικής του στήλης, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα μπορεί να ανταπεξέλθει στην εργασία του σε άλλο πλοίο, μελλοντικά. Περαιτέρω, ο ενάγων παραθέτει παραβάσεις συγκεκριμένων διατάξεων στις οποίες υπέπεσαν, όπως υποστηρίζει, οι εναγόμενοι, απότοκο των οποίων υπήρξε το επελθόν αποτέλεσμα. Για τις αιτίες αυτές, υποστηρίζει ότι εφόσον θα εργαζόταν, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, στο ένδικο πλοίο και υπό την ίδια ειδικότητα μέχρι και την 22.01.2015, δικαιούται, κατά πρώτον και υπό μορφή αποθετικής ζημίας, τους μισθούς που, όπως αναφέρει, απώλεσε και θα αποκέρδαινε αν δεν είχε μεσολαβήσει το ένδικο ατύχημα ήτοι (4,87 μήνες Χ 7.396,40 ευρώ=) 36.020,47 ευρώ. Συναφώς, ο ενάγων υποστηρίζει ότι, κατά σύσταση των ιατρών, έπρεπε να ακολουθήσει βελτιωμένη διατροφή, όπως αναφέρει στην αγωγή και προς ταχύτερη αποκατάσταση της υγείας του, για το χρονικό διάστημα από το χρόνο της απόλυσής του μέχρι και τη 16.02.2015 ήτοι για 174 ημέρες για την οποία ζητεί (15,00 ευρώ η διαφορά ανά ημέρα Χ 174 ημέρες=) 2.610,00 ευρώ. Επικουρικά δε και για την περίπτωση που η ανωτέρω κύρια βάση της αγωγής δεν ευδοκιμήσει, ο ενάγων αξιώνει, κατ’ άρθρο 3 του Ν. 551/1915 και εφόσον το ένδικο ατύχημα χαρακτηρίζεται εργατικό και ενόψει του ότι, όπως αναφέρει, τουλάχιστον για το διάστημα αυτό (07.8.2014-03.10.2014) ήταν απολύτως ανίκανος για εργασία και προς αποκατάσταση της περιουσιακής αυτής ζημίας του, ζητεί το ποσό των [(7.396,40 ευρώ : 30 ημέρες =) 246,55 ευρώ Χ 59 ημέρες= 14.546,45 ευρώ : 2= ] 7.273,23 ευρώ,

Παράλληλα δε και τόσο με βάση την κατά τα ανωτέρω κύρια βάση της αγωγής όσο και με την επικουρική αμέσως αναφερθείσα τοιαύτη, ο ενάγων ζητεί την επιδίκαση, υπό μορφή μισθών ασθένειας, για το χρονικό διάστημα 07.8.2014 – 03.10.2014 (1,87 μήνες) κατά το οποίο η υγεία του δεν είχε αποκατασταθεί, το συνολικό ποσό των (7.396,40 ευρώ Χ 1,87 μήνες=) 13.831,27 ευρώ από το οποίο αφαιρεί το ποσό των 1.853,81 ευρώ, με αποτέλεσμα το τελικά οφειλόμενο, από την αιτία αυτή ποσό, να ανέρχεται σε 11.977,46 ευρώ. Εκτός δε αυτού, για δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε, για διενέργεια ιατρικών εξετάσεων, ζητεί το συνολικό ποσό των 140,00 ευρώ. Τέλος, ο ενάγων υποστηρίζει ότι υπέστη, ένεκα του ένδικου τραυματισμού τουαλλά και της εν γένει συμπεριφοράς των εναγομένων οι οποίοι αγνόησαν το αίτημά του να λυθεί η σύμβαση ναυτικής εργασίας του και να επαναπατριστεί για να υποβληθεί στις αναγκαίες εξετάσεις, παράνομη προσβολή στην προσωπικότητά του ένεκα της οποίας ζητεί να του επιδικασθεί το ποσό των 9.000,00 ευρώ. Για τους λόγους δε αυτούς, ο ενάγων ζητεί, κατά την κύρια βάση της αγωγής, του να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ευθυνόμενοι και κατά την κύρια αυτής βάση, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 59.747,93 ευρώ και, κατά την επικουρικής τοιαύτη, το συνολικό ποσό των 28.390,69 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την ημέρα που έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, άλλως με το νόμιμο τόκο από την 27.8.2014 και, έτι επικουρικότερα, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Παρεπομένως, επίσης, ζητείται η κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και, τέλος, η καταδίκη των εναγομένων στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Η αγωγή, με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, αρμοδίως, κατά τόπον, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία και αρμοδιότητα προς εκδίκασή της, εφόσον, στην προκείμενη περίπτωση, η τοπική αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου εδράζεται στις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993, που καθιερώνουν την τοπική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Πειραιά για την εκδίκαση ναυτικών διαφορών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, βέβαια και οι ναυτεργατικές, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 25§ 2 ΚΠολΔ, εφόσον τόσο η πρώτη και δεύτερη όσο και ο τρίτος των εναγομένων έχουν την πραγματική έδρα και την κατοικία τους, αντίστοιχα, εντός Αττικής. Περαιτέρω, συντρέχει και αρμοδιότητα του Δικαστηρίου καθ’ ύλη (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 § 2 και 16 περ. 2, ΚΠολΔ) για να δικασθεί η υπόθεση κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ, κατ’ άρθρο 82 Ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ). Επίσης, η αγωγή αναφορικά με την οποία είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, σε αρμονία με όσα αναφέρονται στη μείζονα πρόταση ανωτέρω, υπό στοιχείο Α.γ. ως το αρμόζον στην προκείμενη περίπτωση από όλες τις περιστάσεις δίκαιο (κατοικία ενάγοντος και τρίτου εναγομένου τόπος εγκατάστασης της πραγματικής έδρας πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, δίκαιο της σημαίας του πλοίου), είναι επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, ως προς την κύρια αυτής βάση και στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 298, 299, 346, 481 επ. 648 επ. και 914 επ. ΑΚ,16 § 1 ΠΔ 1349/1981, 4 §§ 3 και 5 ΒΔ 806/1970, 10 §§ 1 – 3 ΒΔ 806/1970, 1 του Ν. 762/1978, 1 του Ν. 791/1978, ΑΝ 89/1967, 39, 40, 53, 66, 84 Ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), 16 Ν. 551/1915, 249 § 1 Ν. 4072/2012 και 176, 191 § 2, 907 και 908 § 1 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ. Αναφορικά δε με την επικουρική τοιαύτη αγωγή είναι νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 481 επ. και 648 επ. ΑΚ, 16 § 1 ΠΔ 1349/1981, 4 §§ 3 και 5 ΒΔ 806/1970, 10 §§ 1 – 3 ΒΔ 806/1970, 1 του Ν. 762/1978, 1 του Ν. 791/1978, ΑΝ 89/1967, 39, 40, 53, 66, 84 Ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), 3 § 3και 16 Ν. 551/1915, 249 § 1 Ν. 4072/2012 και 176, 191 § 2, 907 και 908 § 1 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ. Ως προς δε το παρεπόμενο αίτημά της, για την επιδίκαση τόκων, τούτο, είναι νόμω βάσιμο, μόνο για το χρόνο από την επίδοση της αγωγής και εφεξής, εφόσον δεν υπάρχει επίκληση για όχληση, σε προγενέστερο αυτού, χρόνο των εναγομένων από τον ενάγοντα. Περαιτέρω, εφόσον η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νόμω βάσιμη, είναι ερευνητέα και επί της ουσίας, εφόσον κατατέθηκε στο φάκελο το προβλεπόμενο (υπ’ αριθμ. …) γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ενώ, ωσαύτως, δεν είναι αναγκαία, για την εξέτασή της, η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον η διάταξη του άρθρου 15 § 2 Ν. 551/1915, όπως κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ 24.7/25.8.1920  που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθμ. 8 του ΕισΝΚΠολΔ προβλέπει ότι οι αγωγές με τις οποίες επιδιώκεται η καταβολή αποζημίωσης από εργατικό ατύχημα δεν υποβάλλονται στο προβλεπόμενο από το Ν. ΓπΟΗ/1912 τέλος δικαστικού ενσήμου, με την επισήμανση ότι, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, ούτε οι αγωγές επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από εργατικό ατύχημα, εφόσον συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος απαλλαγής από την καταβολή του τέλους αυτού (οράτε ΑΠ 691/2006 ΕλλΔνη 2008 σ. 1034, ΕφΔυτΜακ 36/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1090/2005 Αρμ. 2005 σ. 1080, ΕφΛάρ 51/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσ 20371/2012 Αρμ. 1292, MΠρΔράμας 158/2014, Κ. Μακρίδου Δικονομία Εργατικών Διαφορών σ. 142-143).

      Γ.α. Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν’ ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί, κατ’ αρχήν, να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν, όμως, η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας τη στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήδη διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται, από την επιχειρούμενη ανατροπή, αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλ’ αρκεί να επέρχονται δυσμενείς, απλώς, για τα συμφέροντα του επιπτώσεις. Στην περίπτωση δε αυτή, η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (οράτε ΟλΑΠ 5/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 684, 33/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 1033, 7/2002 ΕλλΔνη 2002 σ. 681, 8/2001 ΕλλΔνη 2001 σ. 382, 19/1998 ΕλλΔνη 1998 σ. 310, 17/1995 ΕλλΔνη 1995 σ. 1531, ΑΠ 701/2009 ΕλλΔνη 2009 σ. 1026, 265/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 991, πάγια νομολογία).β.Οι εναγόμενοι, με τις νομότυπα κατατεθείσες, κατά τη συζήτηση, προτάσεις τους και με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας τους δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, συνομολογούν το γεγονός της ναυτολόγησης του ενάγοντος και της παροχής ναυτικής, εκ μέρους του, εργασίας για το ένδικο χρονικό διάστημα στο αναφερόμενο στην αγωγή πλοίο και κατά τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή, αρνούμενοι, όμως αυτή κατά τα λοιπά, ως απαράδεκτη, νόμω και ουσία αβάσιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα. Συνάμα, προβάλλουν, κατά πρώτον, ένσταση αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενάγοντος στην επέλευση του ένδικου τραυματισμού του, άλλως συνυπαιτιότητάς του κατά ποσοστό 95%. Κατά δεύτερον προβάλλουν ένσταση εξόφλησης των αξιούμενων μισθών ασθενείας, επικαλούμενοι ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, το ποσό που έπρεπε να λάβει ο ενάγων, για την αιτία αυτή, ανερχόταν σε 1.849,93 ευρώ και έλαβε 1.853,81 ευρώ. Τέλος, υποστηρίζουν ότι καταχρηστικά ασκείται η υπό κρίση αγωγή, με το σκεπτικό ότι ο ενάγων, εξεταζόμενος, σε ανύποπτο χρόνο, ενώπιον του Ανακριτικού Τμήματος του Λιμεναρχείου Πειραιά, δεν επέρριψε την ευθύνη, για το ένδικο ατύχημα, στους εναγόμενους, αλλά ανέφερε, αντίθετα, ότι ο ένδικος τραυματισμόςοφείλεται σε άτυχη στιγμή, αναφέροντας, επιπλέον, ότι είχε μείνει ευχαριστημένος από την προστασία που του παρέσχε ο πλοίαρχος και η εταιρεία μετά το περιστατικό, καθώς και ότι του είχαν χορηγηθεί τα αναγκαία υποδήματα ασφαλείας, στοιχεία μερικά των οποίων ο ίδιος επιβεβαίωσε με την από 08.10.2014 δήλωσή του, όπως οι εναγόμενοι αναφέρουν. Η ανωτέρω δε συμπεριφορά του ενάγοντος, κατά τους εναγομένους, συνιστά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και άρα είναι καταχρηστική, διότι ισχυρίζονται, ότι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, είχε δημιουργηθεί σε εκείνους η εύλογη πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν θα ασκήσεικανένα εναντίον της ένδικο βοήθημα τη στιγμή μάλιστα που οι εναγόμενοι του προσέφεραν, εκ νέου τη δυνατότητα να ναυτολογηθεί σε πλοία τους. Ως προς τους ανωτέρω ισχυρισμούς, λεκτέα τα κάτωθι : πρώτος, αποτελεί νόμω βάσιμη ένσταση συντρέχοντος πταίσματος κατ’ άρθρο 300 ΑΚ, ο δεύτερος επίσης νόμω βάσιμη ένσταση εξόφλησης, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, ενώ, αναφορικά με τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, επισημαίνεται ότι είναι νόμω αβάσιμος, εφόσον το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από το ένδικο συμβάν 07.8.2014, μέχρι και το χρόνο κατάθεσης της ένδικης αγωγής, έχουν μεσολοβήσει μόλις τρεις μήνες, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για ανατροπή παγιωμένης κατάστασης, ενώ, ωσαύτως, ο ισχυρισμός αυτός συνάδει με άρνηση της αγωγής και όχι με ένσταση καταχρηστικής άσκησής της. Τέλος, οι εναγόμενοι ζητούν τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να διευκρινιστεί αν τα αναφερόμενα ευρήματα της από 28.8.2014 ακτινογραφίας οσφυϊκής μοίρας του ενάγοντος, ήτοι «Αρχόμενα οστεόφυτα στα χείλη των σπονδυλικών σωμάτων. Ελαφρά στένωση του Ο4-Ο5 μεσοσπονδύλιου διαστήματος» ήσαν απότοκα της ένδικης πτώσης ή προϋπήρχαν αυτής.

       Δ.Εν προκειμένω, από την εκτίμηση της κατάθεσης δύο μαρτύρων που προσήχθησαν και εξετάστηκαν στο ακροατήριο επιμελεία των διαδίκων (η κάθε πλευρά προσήγαγε και εξέτασε από ένα μάρτυρα), των οποίων οι καταθέσεις εμπεριέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας αυτού συνεδρίασης, όλων των εγγράφων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (οράτε ΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 937, ΑΠ 577/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 738 με σημείωση Ι. Βαλμαντώνη, 1/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 731, 1324/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1076/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1885/2008 ΕλλΔνη 2009 σ. 449, Δ. Κράνη Αποκλίσεις των ειδικών διαδικασιών έναντι της τακτικής καθώς και αναμεταξύ τους ΕλλΔνη 2006 σ. 366-369, Κ. Μακρίδου Δικονομία εργατικών διαφορών § 8 σ. 187 επ. πλαγ. 26 επ.), προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων απόδειξη), καθώς επίσης και τις υπ’ αριθμ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των … του … και του …, Φιλιππινέζου πολίτη και κατοίκου Φιλιππίνων, η πρώτη των οποίων λήφθηκε ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιά Παναγιώτη Νικολάου Γκιέγκου και η δεύτερη ενώπιον του – εκτελούντος χρέη συμβολαιογράφου – διοικητικού γραμματέα …, πριν τη λήψη των οποίων κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα να παραστεί ο ενάγων (οράτε την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …), καθώς επίσης και από τις ομολογίες των διαδίκων που εκτίθενται ανωτέρω και κατωτέρω, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά (σημειώνεται ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική, αφού ουδενός νόμιμα και με επίκληση προσκομιζομένου εγγράφου η συνεκτίμηση παραλείφθηκε): δυνάμει της από 21.7.2014 σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθη στη …, μεταξύ, αφενός, της δεύτερης εναγομένης η οποία έχει μεν την καταστατική της έδρα στη … και την πραγματική τοιαύτη στη … και της οποίας ο τρίτος εναγόμενος είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος και η οποία ενεργούσε ως διαχειρίστρια, κατ’ εντολή και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης που διατηρεί, επίσης, την κατασταστική έδρα της επίσης στη … και την πραγματική τοιαύτη στη … και του ενάγοντος (κατόχου του με αριθμό … ναυτικού φυλλαδίου), αφετέρου, εκείνος προσελήφθη και ναυτολογήθηκε, την επόμενη ημέρα (22.7.2014) στο με ελληνική σημαία πλοίο «…», άνω των οχτακοσίων κόρων, νηολογίου Πειραιά …, ΙΜΟ 9272943 του οποίου πλοιοκτήτρια είναι η πρώτη εναγομένη, με την ειδικότητα του Β΄ Μηχανικού και αντί μηνιαίου κλειστού συμφωνημένου μισθού ύψους 7.396,40 ευρώ,πλέον του αντιτίμου τροφής, βάσει τηςΣΣΝΕ Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4.500 TDW και άνω, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ 3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 123/09.02.2011). Εφόσον το πλοίο αυτό, ήταν αγκυροβολημένο έξω από το λιμένα του Κέιπ Τάουν, ο ενάγων ταξίδεψε αεροπορικώς από την Ελλάδα στην Νότια Αφρική μέσω Ολλανδίας. Κατά δε τη διάρκεια του ταξιδιού του αυτού, απωλέσθηκε η βαλίτσα που έφερε, με τα προσωπικά του αντικείμενα. Το πλοίο αναχώρησε με προορισμό, σε πρώτη φάση, το λιμάνι της Σιγκαπούρης και, στη συνέχεια, το λιμάνι Λονγκού στην Κίνα. Την περίοδο δε αυτή παρατηρείται στον Ινδικό Ωκεανό το περιοδικό κλιματολογικό φαινόμενο των θερινών μουσώνων, με αποτέλεσμα να προκαλούνται θυελλώδεις άνεμοι στις περιοχές που αυτό παρατηρείται. Ως εκ τούτου, το πλοίο κλυδωνιζόταν συχνά, τόσο κατά τον κάθετο όσο και κατά τον οριζόντιο αυτού άξονα. Ειδικότερα, την 07.8.2014 και περί ώρα 15:30, ενώ ο ενάγων μετάβαινε για να αναλάβει εργασία στο μηχανοστάσιο του πλοίου, έπεσε από την κεντρική μεταλλική κλίμακα που προς τούτο χρησιμοποιούσε και η οποία έχει ύψος περί τα 4,50 με 5,00 μέτρα και όντας στη μέση περίπου αυτής,στο δάπεδο, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Ειδικότερα δε από την πτώση του αυτή, το μέρος του σώματός του που προσέκρουσε στο δάπεδο ήταν οι γοφοί.Αναφορικά δε με τα αίτια της πτώσης του ενάγοντος, στο σημείο αυτό, καθοριστικής σημασίας κρίνεται η δοθείσα από τον ίδιο προανακριτική κατάθεση, ενώπιον των λιμενικών αρχών του Πειραιά, τη 02.10.2014. Ειδικότερα, στην κατάθεσή του αυτή, ως προς το θέμα αυτό, αναφέρει επί λέξει : «όντας μόνος μου στο χώρο, παραπάτησα από άτυχη στιγμή μου και μόνο, έπεσα από το δεύτερο επάνω σκαλί της σκάλας στο κατάστρωμα (πάτωμα) του κατώτερου επιπέδου». Εκτός δε αυτού, ο ενάγων, σε άλλο σημείο της κατάθεσής του αυτής, αναφέρει, απαντώντας σε σχετική ερώτηση για το σημείο που έγινε το ένδικο ατύχημα : «ΌΧΙ, ήταν πεντακάθαρα». Ωσαύτως, σε άλλη ερώτηση, αναφορικά με τη χορήγηση ή μη του προβλεπόμενου, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία εξοπλισμού ασφαλείας και, αν ναι, αν τον φορούσε, εκείνος απάντησε : «Μου είχε χορηγηθεί και τον φορούσα», ενώ, σε παρεμφερή ερώτηση, αν, κατά τη γνώμη του, είχαν τηρηθεί όλοι οι κανόνες ασφαλείας, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, για την αποφυγή του ατυχήματος εκείνος κατέθεσε : «ΝΑΙ, από το πλοίο είχανε τηρηθεί όλοι οι κανόνες ασφαλείας, ο τραυματισμός μου οφείλεται σε καθαρά και μόνο δική μου άτυχη στιγμή». Τέλος, στην ξεκάθαρη ερώτηση που του υποβλήθηκε : «Για τον τραυματισμό σας συντέλεσε πράξη ή παράλειψη τρίτου ή μέλους του πληρώματος ή της ναυτιλιακής εταιρείας», εκείνος απάντησε : «ΌΧΙ, ο τραυματισμός μου οφείλετε σε καθαρά και μόνο δική μου άτυχη στιγμή», ενώ τέλος, στο συναφές ερώτημα αν επιθυμεί την ποινική δίωξη κάποιου προσώπου για τον ένδικο τραυματισμό του, εκείνος απάντησε αρνητικά. Έκλεισε την κατάθεσή του αυτή, ευχαριστώντας τον πλοίαρχο, τα άλλα μέλη του πληρώματος και τη ναυτιλιακή εταιρεία, όπως επί λέξει ανέφερε, για την αμέριστη συμπαράστασή τους στο πρόβλημα υγείας του. Η κατάθεση αυτή του ίδιου του ενάγοντος, πριν την έγερση της κρινόμενης αγωγής, αποδομεί πλήρως τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί παράλειψης των εναγομένων να του χορηγήσουν τα κατάλληλου για τον ίδιο μεγέθους, υποδήματα, εφόσον, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς εκείνος είχε απωλέσει τα δικά του, επιρρίπτοντας, με την κατάθεσή του αυτή συνάμα, την ευθύνη, για τον ένδικο τραυματισμό του, αποκλειστικά στον ίδιο και σε άτυχη στιγμή του, όπως ανέφερε δύο μάλιστα φορές. Στηριζόμενος δε και στην κατάθεση αυτή, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Πειραιά, δεν άσκησε ποινική δίωξη κατά κάποιου προσώπου, αλλά έθεσε την υπόθεση στο αρχείο, εφόσον, με βάση τα στοιχεία της ποινικής δικογραφίας, δεν προέκυψε η τέλεση κάποιας αυτεπάγγελτα διωκόμενης αξιόποινης πράξης, ενόψει του ότι ο ένδικος τραυματισμός οφείλεται, κατά την Εισαγγελέα που επεξεργάστηκε την ποινική δικογραφία, σε τυχαίο γεγονός. Αναφορικά με την ενέργεια αυτή του Εισαγγελέα, δεν υπάρχει κανένας ισχυρισμός, από την πλευρά του ενάγοντος, περί αντίθετης κρίσης του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, με αποτέλεσμα το ποινικό σκέλος της υπόθεσης να κλείσει οριστικά στο σημείο εκείνο. Σχετικά δε πάλι με το θέμα των αιτίων της πτώσης του ενάγοντος, κρίνεται ελάχιστα διαφωτιστική η κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρα απόδειξης ο οποίος, πέραν του ότι δεν ήταν αυτόπτης μάρτυρας, το περιεχόμενο της κατάθεσής του έχει ως αποκλειστική πηγή γνώσης του, τον ενάγοντα. Από την άλλη δε πλευρά, ισχύει ότι ο πρώτος και ο τρίτος από τους μάρτυρες ανταπόδειξης τελούν σε σχέση υπηρεσιακής εξάρτησης όντες εισέτι εργαζόμενοι στην πρώτη εναγομένη, πλην όμως, ανεξάρτητα και παρά το γεγονός αυτό, δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να επιρρωνύει τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Από την άλλη δε πλευρά, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο από το οποίο να πιστοποιείται ότι ο ενάγων πιέστηκε ή πολύ περισσότερο, εκβιάστηκε να προβεί στην κατάθεση με το περιεχόμενο αυτό. Συναφώς δε οι αόριστοι υπαινιγμοί του ενάγοντος, στην προσθήκη επί των προτάσεών του, με βάση τους οποίους ουσιαστικά υποστηρίζει ότι προέβη στην κατάθεση με το περιεχόμενο αυτό, για να μη δώσει και ποινική διάσταση στην υπόθεση, αποσκοπώντας στο συμβιβαστικό κλείσιμο της υπόθεσης, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να οδηγήσουν σε αντίθετο πόρισμα. Με βάση τα ανωτέρω, για την επέλευση του ένδικου εργατικού, κατά την τεχνική έννοια του Ν. 551/1915, ατυχήματος, δεν υπάρχει ευθύνη κάποιου των εναγομένων, εφόσον κανέναςαπό αυτούς, ούτε δε και κάποιος προστηθείς από αυτούς, δεν υπέπεσε σε συγκεκριμένη πλημμελή ενέργεια ή παράλειψη, συνισταμένη σε παράβαση διάταξης που να προβλέπει μέτρα ασφαλείας, η οποία να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα του ένδικου τραυματισμού του ενάγοντος, αλλά εκείνος ήταν ο αποκλειστικά υπαίτιος για την επέλευσή του, εφόσον από δική του απροσεξία επήλθε το αποτέλεσμα αυτό, χωρίς να αποδειχθεί ο βασικός αγωγικός ισχυρισμός περί παράλειψης χορήγησης στον ενάγοντα υποδημάτων κατάλληλων για τον ίδιο που θα χρησιμοποιούσε για την εργασία του. Εφόσον, λοιπόν δεν υπάρχει καμία τέτοια παράβαση, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί και αδικοπραξία, με αποτέλεσμα να είναι απορριπτέα, ως ουσία αβάσιμη, η αγωγή, ως προς την κύρια βάση της με την οποία ζητούνται οι μισθοί που ο ενάγων απώλεσε μέχρι και την 22.01.2015, συνακόλουθα δε και το αίτημα για την επιδίκαση ποσού για την κάλυψη της δαπάνης βελτιωμένης διατροφής που κατά τον ενάγοντα απαιτήθηκε για την ταχύτερη βελτίωση της υγείας του, αλλά και το αίτημα για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εφόσον όλα τα ανωτέρω προϋποθέτουν την επέλευση αδικοπραξίας. Περαιτέρω, αμέσως μετά το ένδικο ατύχημα, ο ενάγων μεταφέρθηκε υποβασταζόμενος στην καμπίνα του και τέθηκε εκτός υπηρεσίας, και του χορηγήθηκαν παυσίπονα. Μία εβδομάδα αργότερα και ενόσω το πλοίο ήταν ακόμα εν πλω προς τη Σιγκαπούρη, ο ενάγων υπέβαλε γραπτό αίτημα προς τον πλοίαρχο, με το οποίο ζητούσε να αντικατασταθεί όπως επί λέξει ανέφερε : «στον επόμενο λιμένα του πλοίου για λόγους ατυχήματος κ΄ αδυναμίας σωματικής για την εκτέλεση των καθηκόντων μου». Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο ενάγων ήδη μία εβδομάδα μετά τον ένδικο τραυματισμό του, ουδέν αναφέρει για επείγουσα ανάγκη για επαναπατρισμό στην Ελλάδα για να εξεταστεί από ιατρούς την εμπιστοσύνης του. Σχετικά, όπως αναφέρεται στο ημερολόγιο της γέφυρας του πλοίου, τη 15.8.2014, όταν το πλοίο είχε πια αφιχθεί στη Σιγκαπούρη, κρίθηκε επικίνδυνη η αποβίβασή του με τη χρήση ανεμόσκαλας. Τελικά, ο ενάγων απολύθηκε την 27.8.2014, όταν το πλοίο είχε αφιχθείστο λιμένα Λονγκού στην Κίνα, λόγω ατυχήματος, όπως αναγράφηκε στο ναυτικό του φυλλάδιο και επαναπατρίστηκε άμεσα στην Ελλάδα. Εξετάστηκε δε από ιατρούς της ασφαλιστικής εταιρείας «…» με την οποία συνεργάζονται οι εναγόμενοι, καθώς επίσης και στο γενικό νοσοκομείο της Π. «…». Ειδικότερα, με βάση την από 28.8.2014, γνωμάτευση που συντάχθηκε κατόπιν λήψης ακτινογραφίας που υπογράφει ο ιατρός ακτινολόγος Ν. Χ., διαπιστώνονται αρχόμενα οστεόφυτα στα χείλη των σπονδυλικών σωμάτων και ελαφρά στένωση του Ο4-Ο5 μεσοσπονδύλιου διαστήματος. Την επομένη, (29.8.2014), εξετασθείς από τον ειδικό ιατρό γενικής ιατρικής Κ. Χ. διαπιστώθηκε ότι πάσχει από οσφυαλγία – κοκκοδυνία, δόθηκε φαρμακευτική αγωγή και του συστήθηκε δεκαήμερη κατ’ οίκον παραμονή. Στη συνέχεια, υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία οσφυϊκής μοίρας την 11.9.2014, ενώ την επομένη εισήχθη για νοσηλεία στο ανωτέρω νοσηλευτικό ίδρυμα, με αιτιολογία οσφυαλγία με ισχυαλγία, του συστήθηκε συντηρητική αγωγή και αναρρωτική άδεια είκοσι ημερών. Σχετικά δε, με την από 15.9.2014 ιατρική βεβαίωση  του ανωτέρω νοσηλευτικού ιδρύματος, βεβαιώνεται ότι πάσχει από οξεία οσφυαλγία – ισχυαλγία (ΔΕ), ριζιτικά ευρήματα (ΔΕ) κάτω άκρου, αναλογική σκολίωση και του χορηγήθηκε εικοσαήμερη αναρρωτική άδεια. Τέλος με βάση το από 02.10.2014 ιατρικό σημείωμα του χειρουργού ορθοπεδικού …, βεβαιώνεται ότι ο ενάγων πάσχει από κάκωση ΟΜΣΣ, οσφυοισχυαλγία (ΔΕ), έπεται δυσανάγνωστη λέξη,  συνεπεία δισκοπάθειας (Ο4-Ο5) μεσοσπονδύλιου δίσκου, όντας υπό αγωγή, κριθείς μεν ικανός για εργασία από την 03.10.2014, με σύσταση, κατά πρώτον, αποφυγής βαρείας εργασίας για δεκαπέντε ημέρες ακόμη (μετά εννοείται την 03.10.2014), ότι του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια για το χρονικό διάστημα από 28.8.2013 μέχρι και 03.10.2014 και του συστήθηκε επανεξέταση ένα μήνα μετά (02.11.2014). Με βάση, λοιπόν τα ανωτέρω και εφόσον ο ενάγων υπέστη πλήρη πρόσκαιρη ανικανότητα για εργασία, από το χρονικό διάστημα 07.8.2014 έως 03.10.2014 (εφόσον με βάση την από 07.10.2014 γνωμάτευση της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής του Ναυτικού κρίθηκε ικανός να εργαστεί ως ναυτικός) και λαμβανομένου, υπόψη ότι η σύμβαση ναυτικής εργασίας του λύθηκε, (λόγω του ένδικου ατυχήματος), την 27.8.2014 (εφόσον μέχρι και τη λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ελάμβανε μισθό) δικαιούται το ήμισυ του αναλογούντος, για το χρονικό διάστημα 28.8.2014 – 03.10.2014 μισθού, με βάση τη διάταξη του άρθρου 3 § 3 Ν. 551/1915, ήτοι, [7.396,40 ευρώ (ο καταβλητέος, βάσει της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ, μισθός) : 30 ημέρες = ] 246,54 ευρώ Χ 37 ημέρες = 9.121,98 ευρώ : 2= 4.560,99 ευρώεφόσον δεν αποδείχθηκε ούτε άλλωστε προβάλλεται ότι ο παθών – ενάγων επέδειξε την ειδική αμέλεια που συνίσταται στην, από μέρους του, αδικαιολόγητη παράβαση των διατάξεων νόμων, διαταγμάτων ή συναφών κανονισμών που θέτουν τους όρους ασφαλείας στην εργασία και έχουν εκδοθεί από την αρμόδια αρχή ή τον κύριο της επιχείρησης, εφόσον, στην τελευταία περίπτωση, κυρώθηκαν από την αρχή (οράτε ΑΠ 1858/2011 ό.π.), περίπτωση κατά την οποία θα απορριπτόταν καθ’ ολοκληρίαν το σχετικό κονδύλι. Παράλληλα, απορριπτέο ως ουσία αβάσιμο κρίνεται το κονδύλιο για την επιδίκαση μισθών ασθενείας, κατ’ άρθρο 66 § 2 ΚΙΝΔ, εφόσον ο ενάγων έχει ήδη λάβει, για την αιτία αυτή, το συνολικό ποσό των 1.853,81 ευρώ. Ειδικότερα δε με βάση τη διάταξη του άρθρου 14 § 2 της ΣΣΕ Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4.500 TDW και άνω, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ 3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 123/09.02.2011), ορίζεται ότι, σε περίπτωση ατυχήματος, ο μισθός ασθενείας ορίζεται σε ποσοστό 100% του βασικού μισθού που προβλέπει η ίδια ΣΣΕ, με αποτέλεσμα το ποσό των μισθών ασθενείας που δικαιούταν ο ενάγων, στην προκειμένη περίπτωση, να μην υπερβαίνει το ποσό αυτό, εφόσον έπρεπε να λάβει, για την αυτή [1.417,32 ευρώ (βασικός μισθός) Χ 1,23 μήνες = 1.743,30 ευρώ + (13,69 ευρώ αντίτιμο τροφής Χ 37 ημέρες) 506,53 ευρώ=] 2.249,83 ευρώ από το οποίο, (αφαιρουμένων των κρατήσεων (φόρου και εισφοράς αλληλεγγύης) το καθαρό ποσό ανέρχεται σε 1.849,93 ευρώ, της σχετικής ένστασης εξόφλησης γενομένης δεκτής από το Δικαστήριο ως ουσία βάσιμης και κατ’ ουσίαν. Τέλος, είναι επιδικαστέο στον ενάγοντα, κατ’ άρθρο 66 § 1 ΚΙΝΔ, το ποσό που δαπάνησε για τη διενέργεια των αναγκαίων εξετάσεων στις οποίες υποβλήθηκε, με αποτέλεσμα να είναι δικαιούται από την αιτία αυτή το συνολικό ποσό των 50,00 ευρώ που δαπάνησε την 28.8.2014 για τη διενέργεια διπλής ακτινογραφίας οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης (face- profil) και το ποσό των 90,00 ευρώ για την πραγματοποίηση στο ιατρικό διαγνωστικό εργαστήριο Π. «…» αξονικής τομογραφίας οσφυϊκής μοίρας σπονδ. όπως στο σχετικό παραστατικό αναφέρεται. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και απορριπτομένου του αιτήματος των εναγομένων για τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης στον ενάγοντα το οποίο, μετά την απόρριψη, κατά τα ανωτέρω, των σχετικών αγωγικών κονδυλίων, έχει καταστεί άνευ αντικειμένου, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή εφόσον είναι και εν μέρει νόμω και ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (4.560,99 + 140,00=) 4.700,99 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής (εφόσον δεν αποδείχτηκε προγενέστερη όχληση του ενάγοντος) και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Περαιτέρω, η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί  προσωρινώς εκτελεστή, εν μέρει, ως προς την καταψηφιστική της διάταξη και, συγκεκριμένα, μέχρι το ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ, εφόσον πρόκειται για απαίτηση που πηγάζει από σχέση που αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 663 ΚΠολΔ και η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, και, τέλος, να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, κατά το λόγο νίκης και ήττας των διαδίκων, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρο 178 εδ. α’, 180 § 3, 189, 191 § 2 ΚΠολΔ και 63, 64, 68 Ν. 4194/2013).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει και κατά τα λοιπά.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγομένους, εις ολόκληρον ευθυνόμενους, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εφτακοσίων ευρώ και ενενήντα εννέα λεπτών (4.700,99 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη τη επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινά εκτελεστή, ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει και μέχρι του ποσού των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος το ύψος των οποίων προσδιορίζει σε διακόσια (200,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε τη               Νοεμβρίου 2015 στο ακροατήριό του και σε έκτακτη, δημόσια αυτού συνεδρίαση.

 

O ΔIKAΣTHΣ                                                                H ΓPAMMATEAΣ