Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :   4148 /2015

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO

ΠΕΙΡΑΙΑ

Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης Διαφορών κατά τις Διατάξεις των Άρθρων 663επ. ΚΠολΔ.

 

Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη Πρωτοδίκη που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του την 05η Μαΐου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέα Αθανασίας Πουλοπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : Χ. Λ. του Κωνσταντίνου, κατοίκου Π. Φ. Αττικής (οδός Α. Α.  ), ο οποίος παρέστη μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Μιχαήλ Ιωαννίδη.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Γ. Αττικής (οδός …), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παρέστη διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Ιωάννη Βάγια.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η με …αγωγή του με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, το πρώτον, τη δικάσιμο της 24.02.2015, αναβληθείσα για τη δικάσιμο που ανωτέρω αναφέρεται, κατά την οποία και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οιπληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Α. Κατά το άρθρο 1 § 1 του ΑΝ 3276 της 26/27 Ιουνίου 1944 (ΦΕΚ Α’ 24) «περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία», που εκδόθηκε στο Κάιρο από την Ελληνική Κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της εχθρικής κατοχής και αναδημοσιεύτηκε στην Ελλάδα στις 6 Ιουλίου 1945 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος Α’ φύλλο 172), μπορεί να συνάπτονται συλλογικές συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θάλασσας από τις κρινόμενες ελεύθερα από τον Υπουργό της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερο αντιπροσωπευτικές, οι οποίες θα καθορίζουν το μισθό, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευση, καθώς και κάθε φύσης πρόσθετες αμοιβές από τη σύμβαση ναυτολόγησης, που ο εργάτης της θάλασσας θα δικαιούται ανάλογα με το βαθμό, την ειδικότητα και την κατηγορία στην οποία ανήκει το πλοίο. Περαιτέρω, το άρθρο 5 § 1 του ίδιου ΑΝ ορίζει ότι συλλογικές συμβάσεις που συνήφθησαν, σύμφωνα με τους ορισμούς αυτού του νόμου, εφόσον ήθελαν κυρωθεί με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυρές και δεσμεύουν κατά τη χρονική διάρκεια που αναφέρεται σ’ αυτές και οποιεσδήποτε τυχόν άλλες υφιστάμενες εργοδοτικές ή εργατικές ενώσεις καθώς και όλους γενικά τους Έλληνες πλοιοκτήτες και εργάτες της θάλασσας, πληρώματα πλοίων, τα οποία ανήκουν στην κατηγορία η οποία προβλέφθηκε από τη συλλογική σύμβαση. Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας, οι οποίες συνήφθησαν, κατά τους ορισμούς του νόμου, μεταξύ των οργανώσεων εκείνων, τις οποίες ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας έκρινε ελεύθερα ως περισσότερο αντιπροσωπευτικές, εφόσον κυρώθηκαν με απόφαση του Υπουργού αυτού, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αποκτούν χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης και θέτουν κανόνα δικαίου που δεσμεύει όχι μόνο τις συμβληθείσες οργανώσεις και τα μέλη τους, αλλά και όλες τις τυχόν υφιστάμενες μη συμβληθείσες και τα μέλη τους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αφορούν πλοία τα οποία ανήκουν στην ίδια κατηγορία η οποία προβλέφθηκε από τη συλλογική σύμβαση (φορτηγά, επιβατηγό κλπ.) (οράτε ΕφΠειραιά 498/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).β. Η αγωγή του μισθωτού κατά του εργοδότη για δεδουλευμένους μισθούς ή άλλες παροχές, από την έγκυρη σύμβαση εργασίας, έχει νομικό έρεισμα τα άρθρα 648 και 649 ΑΚ και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων ή άλλων διατάξεων που εξομοιώνονται προς αυτές, οι όροι των οποίων γίνονται και όροι της ατομικής σύμβασης.γ.Το γεγονός ότι ο εργαζόμενος – ενάγων υπογράφει ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες μισθολογικές αποδείξεις, αφενός, δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτησή του από τις ως άνω νόμιμες αποδοχές του, αφετέρου, είναι άνευ νομίμου επιρροής, κατά τη γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920 και 8 § 4 Ν. 4020/1959, σύμφωνα με την οποία κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους, κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (οράτε ΑΠ 587/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ,1524/2004 ΝΟΜΟΣ, 495/2006 ΔΕΕ 2006 σ. 948, ΕφΠειραιά 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013 σ. 208, ΜΕφΠειραιά 698/2014 ΕλλΔνη 2015 σ. 499 με σημείωση Ευαγγέλου Στασινόπουλου).δ.Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 § 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, πρέπει να μη προκαλείται αοριστία, ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων (οράτε ΟλΑΠ 30/2007 ΕλλΔνη 2007 σ. 1637, ΑΠ 1893/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 971/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 32/2013 ΕλλΔνη 2013 σ. 997 με σημείωση Ι. Στ. Δεληκωστόπουλου, 629/2010, 1314/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1871/2005, ΕφΑθ 4924/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 3879/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 58/2012 ΕΦΑΔ 2012 σ. 617, ΕφΑθ 2308/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1/2010 Αρμ 2012 σ. 1905, ΕφΑθ 3219/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 124, ΜΕφΠειραιά 2/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).ε. Περαιτέρω, η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των άρθρων 904 επ. ΑΚ, τόσο από ουσιαστική, όσο και από δικονομική άποψη, έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί, αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι αυτή θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (οράτε ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 475, 712/2001 ΕλλΔνη 2002 σ. 762, 930/1997 ΕΕΝ 1999 σ. 50, 1322/1996 ΕλλΔνη 1997 σ. 1045, ΕφΛάρ 347/2005 Δικογραφία 2005 σ. 530, ΕφΑθ 2044/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 § 1α ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση έργου ή την πώληση, αρκεί, για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο, διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση κύρια βάση απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης. Έτσι, πληρούται, με τον τρόπο αυτό, ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ που απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (οράτε ΟλΑΠ 22-23/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 1261, ΑΠ 1647/2002 ΕΕργΔ 2003 σ. 748, σχετικές επίσης οι ΑΠ 425/2004 ΕλλΔνη 2006 σ. 145, 1056/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1457/2001 ΕλλΔνη 2002 σ. 1690, 1322/1996 ΕλλΔνη 1997 σ. 1045, ΕφΑθ 5617/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 1523, παραβάλλατε επίσης και τις ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 983 και ΕφΑθ 8570/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 930 κατά τις οποίες δεν συγχωρείται η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αγωγή, έστω και επικουρικώς ασκούμενη, εφόσον στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται και η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία).

       Β. Με την κρινόμενη αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται και αξιολογείται από το Δικαστήριο και μετά το νομότυπο – σε αρμονία με όσα αναφέρονται στη μείζονα πρόταση ανωτέρω υπό στοιχείο Α.δ. – περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, αναφορικά με το σύνολο των αγωγικών κονδυλίων ο οποίος πραγματοποιείται και λαμβάνει χώρα ως προς το ήμισυ ενός εκάστου των αγωγικών κονδυλίων (συμμέτρως), με αποτέλεσμα ο καταψηφιστικός χαρακτήρας της αγωγής να διατηρείται για το ποσό των (36.568,01 ευρώ/2=) 18.284,00 ευρώ, ενώ, αναφορικά με το υπόλοιπο συνολικώς αξιούμενο ποσό των 18.284,00 ευρώ που απαρτίζεται από το άλλο ήμισυ των αγωγικών κονδυλίων, να έχει τραπεί το αίτημα ως προς τα επί μέρους αγωγικά κονδύλια, από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, καθώς επίσης όπως όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε, περιορισμός και διόρθωση που έλαβαν χώρα με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του ενάγοντος που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά και με τις νομότυπα, κατά τη συζήτηση της αγωγής, κατατεθείσες προτάσεις του, ο ενάγων αναφέρει ότι, με εκπρόσωπο της εναγομένης – πλοιοκτήτριας του αναφερόμενου στην αγωγή πλοίου, κατήρτισε σύμβαση ναυτικής εργασίας διάρκειας αορίστου χρόνου, την 28.4.2011, στη Γ. Αττικής, σε εκτέλεση της οποίας προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε την ημέρα εκείνη στο λιμάνι του Πειραιά, με την ειδικότητα του ναύκληρου, αμειβόμενος βάσει της εκάστοτε εφαρμοζόμενης ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, όπως παραθέτει στη αγωγή, απασχοληθείς, κατά τα ανωτέρω, μέχρι και την 04.8.2011, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι της Χαλκίδας από τον πλοίαρχο λόγω ετήσιας επιθεώρησης και ναυτολογηθείς, με νεότερη σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη στη Γ. την 20.11.2011, σε εκτέλεση της οποίας προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε την ημέρα εκείνη, στο λιμάνι της Χαλκίδας, απολυθείς, από τον πλοίαρχο του ανωτέρω πλοίου, τη19.11.2014, στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω άδειας μέχρι και τη 19.01.2015. Ο ενάγων, περαιτέρω, αναφέρει τα δρομολόγια που ακολουθούσε το πλοίο, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του,τα καθήκοντα με την εκτέλεση των οποίων ήταν επιφορτισμένος, καθώς επίσης και τα ωράρια της δικής του απασχόλησης, προβάλλοντας ότι εργαζόταν τουλάχιστον δεκατρείς ώρες την ημέρα, για όλο αυτό το χρονικό διάστημα που ήταν ναυτολογημένος, ανεξαρτήτως Σαββάτων, αργιών και Κυριακών, με σύνηθες διακεκομμένο ωράριο : α) ώρες 05:00-11:00, β) 14:00-20:00 και γ) μία επιπλέον ώρα που εργαζόταν κατά την έχμαση των οχημάτων, ωράριο που, όπως υποστηρίζει, τηρούταν ανεξαρτήτως του αν το ένδικο πλοίο πραγματοποιούσε ή όχι δρομολόγια, εφόσον υποστηρίζει ότι τότε απασχολούταν με εργασίες συντήρησης του πλοίου τις οποίες παραθέτει στην αγωγή. Παράλληλα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δεν τηρούταν στο ένδικο πλοίο, κατά το χρόνο υπηρεσίας του, κατόπιν εντολής της πλοιοκτήτριας, στο βιβλίο υπερωριών του (πίνακες απασχόλησης) αλλά και στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του ο αληθινός και πραγματικός αριθμός των υπερωριών που πραγματοποιούσε, μετά της αναλογούσης αμοιβής και ότι, ωσαύτως, απειλήθηκε από τους υπεύθυνους της εναγομένης να υπογράψει στο βιβλίο υπερωριών και στους λογαριασμούς μισθοδοσίας πολύ λιγότερες ή και καθόλου ώρες υπερωρίας, όπως και να υπογράφει ανεπιφύλακτα τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του. Έτσι και κατά πρώτον, ο ενάγων αναφέρει ότι εργάστηκε, κατά τα ανωτέρω, το χρονικό διάστημα από 01.01.2013 έως 19.11.2014, συνολικά 469 καθημερινές και 98 Κυριακές, ήτοι συνολικά 567 ημέρες κατά τις οποίες πραγματοποίησε συνολικά [(5 ώρες Χ 567 ημέρες =) 2.835 ώρες Χ 9,12 το ωρομίσθιο=] 25.855,20 ευρώ έναντι του οποίου αναφέρει ότι του καταβλήθηκε το ποσό των 437,90 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται το ποσό των 25.417,30 ευρώ. Αντίστοιχα, προβάλλει ότι εργάστηκε το ίδιο χρονικό διάστημα, συνολικά 98Σάββατα και 23αργίες, ήτοι συνολικά 121 ημέρες κατά τις οποίες πραγματοποίησε συνολικά [(13 ώρες Χ 121 ημέρες =) 1.573 ώρες Χ 10,95 το ωρομίσθιο=] 17.224,35 ευρώ έναντι του οποίου αναφέρει ότι του καταβλήθηκε το ποσό των 11.234,28 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται το ποσό των 5.990,07 ευρώ. Κατά δεύτερον, ο ενάγων υποστηρίζει ότι του οφείλεται η διαφορά των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων του έτους 2013, υποστηρίζοντας ότι έπρεπε να λάβει, για το πρώτο, το ποσό των 2.319,26 ευρώ και, για το δεύτερο, το ποσό των 4.638,53 ευρώ και συνολικά το ποσό των 6.957,79 ευρώ έναντι του οποίου του καταβλήθηκε το ποσό των 4.669,17 ευρώ, με αποτέλεσμα το τελικά οφειλόμενο, για τις αιτίες αυτές, ποσό να ανέρχεται σε 2.228,62 ευρώ. Κατά τρίτον, τέλος, ο ενάγων υποστηρίζει ότι του οφείλεται η διαφορά των επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων του έτους 2014, προβάλλοντας ότι έπρεπε να λάβει, για το πρώτο, το ποσό των 2.319,26 ευρώ και, για το δεύτερο, το ποσό των 3.963,16 ευρώ και συνολικά το ποσό των 6.282,42 ευρώ, έναντι του οποίου του καταβλήθηκε το ποσό των 3.410,40 ευρώ, με αποτέλεσμα το τελικά οφειλόμενο για τις αιτίες αυτές ποσό να ανέρχεται σε 2.872,02 ευρώ. Για τους λόγους δε αυτούς, ο ενάγων ζητεί, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των [(25.417,30+5.990,07+2.228,62+2.872,02=) 36.508,01 ευρώ/2=] 18.254,00 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι το οφείλει το συνολικό ποσό των [(25.417,30+5.990,07+2.228,62+2.872,02=) 36.508,01 ευρώ/2=] 18.254,00 ευρώ. Επικουρικά δε, ο ενάγων αξιώνει την επιδίκαση των ποσών αυτών, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Παρεπομένως, ζητείται η επιδίκαση των ποσών αυτών με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του (19.11.2014) και  επικουρικά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση, την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και, τέλος, την καταδίκη της εναγομένης στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Η αγωγή αυτή, με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, αρμοδίως, κατά τόπον, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία και αρμοδιότητα προς εκδίκασή της, εφόσον, στην προκείμενη περίπτωση, η τοπική αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου εδράζεται στις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993, που καθιερώνουν την τοπική αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Πειραιά για την εκδίκαση ναυτικών διαφορών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται, βέβαια και οι ναυτεργατικές, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 25 § 2 ΚΠολΔ, εφόσον η εναγομένη έχει την έδρα της εντός Αττικής. Περαιτέρω, συντρέχει και αρμοδιότητα του Δικαστηρίου καθ’ ύλη (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 § 2 και 16 περ. 2 ΚΠολΔ) για να δικασθεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ, κατά παραπομπή του άρθρου 82 ΚΙΝΔ. Επίσης, η αγωγή είναι, ως προς την κύρια αυτής βάση και παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της εναγομένης, επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 192, 193, 340, 341, 345, 346, 361, 648 – 649, 651 – 653, 655 -656, 659, 669, 680 του ΑΚ, 39, 53, 57, 60 ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2013 που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. αριθ. 3525.1.1.5/01/2013 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος Β’ αρ. φύλλου 2079/26.8.2013), της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2014 που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. αριθ. 3525.1.5/01/2014 απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ (τεύχος Β’ αρ. φύλλου 1664/24.6.2014), καθώς επίσης και των άρθρων 70, 176, 191 § 2 και 908 § 1 στοιχ. ε’ ΚΠολΔ, ενώ αναφορικά με την επικουρική τοιαύτη, είναι, απορριπτέα ως αόριστη, εφόσον δεν εμπεριέχεται η απλή πλην όμως αναγκαία επίκληση της ακυρότητας της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης ναυτικής εργασίας σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση ανωτέρω, υπό στοιχεία Α.ε. αναφέρονται, με την παράλληλη διευκρίνιση ότι το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής είναι απορριπτέο, ως άνευ αντικειμένου, καθ’ ο μέτρο το αγωγικό αίτημα τράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό. Περαιτέρω, εφόσον η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νόμω βάσιμη, είναι ερευνητέα και επί της ουσίας, εφόσον κατατέθηκε στο φάκελο το προβλεπόμενο (υπ’ αριθμ. …) γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά (άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ενώ, ωσαύτως, δεν είναι αναγκαία η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το προς καταψήφιση αιτούμενο ποσό υπολείπεται του ανωτάτου ορίου (20.000,00 ευρώ) της καθ’ ύλη αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρα 14 § 2 ΚΠολΔ και 71 ΕισΝΚΠολΔ).

Γ. Η εναγομένη, με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες προτάσεις της και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, αρνείται την αγωγή και ζητεί την απόρριψή της.

Δ.α. Εν προκειμένω, από την εκτίμηση της κατάθεσης ενός μάρτυρα που προσήχθη και εξετάστηκε στο ακροατήριο επιμελεία της εναγομένης (ο ενάγων δεν προσήγαγε και εξέτασε μάρτυρα) του οποίου η κατάθεση εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας αυτού συνεδρίασης, όλων των εγγράφων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οιδιάδικοι, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (οράτε ΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 937, ΑΠ 577/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 738 με σημείωση I. Βαλμαντώνη, 1/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 731, 1324/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1076/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1885/2008 ΕλλΔνη 2009 σ. 449, Δ. Κράνη Αποκλίσεις των ειδικών διαδικασιών έναντι της τακτικής καθώς και αναμεταξύ τους ΕλλΔνη 2006 σ. 366-369, Κ. Μακρίδου Δικονομία εργατικών διαφορών § 8 σ. 187 επ. πλαγ. 26 επ.), προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων απόδειξη), καθώς επίσης και την υπ’ αριθμ. … ένορκη βεβαίωση του … του Σ. που λήφθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, πριν τη λήψη της οποίας κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα να παραστεί εκπρόσωπος της εναγόμενης, εφόσον μνεία για την εξέταση του μάρτυρα αυτού περιελήφθη στο δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής που επιδόθηκε στην εναγομένη (οράτε την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών),καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που κατωτέρω εκτίθενται, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά (σημειώνεται ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική, αφού ουδενός νόμιμα και με επίκληση προσκομιζομένου εγγράφου η συνεκτίμηση παραλείφθηκε) : ο ενάγων όντας απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός και κάτοχος του υπ’ αριθμ. μητρώου … ναυτικού φυλλαδίου, κατήρτισε, με εκπρόσωπο της εναγομένης πλοιοκτήτριας του με ελληνική σημαία επιβατηγού οχηματαγωγού πλοίου «…», με αριθμό νηολογίου … Χίου …, κοχ5362,81, σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, την 28.4.2011, στον Πειραιά, σε εκτέλεση του οποίου ναυτολογήθηκε την ημέρα εκείνη, με την ειδικότητα του ναύκληρου, αμειβόμενος,κατά τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, με βάση τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ ΠληρωμάτωνΑκτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, πλέων των λοιπών υπερωριών, δώρων εορτών και ημερησίου αντιτίμου τροφής. Το πλοίο αυτό, κατά βάση, μεταφέρει φορτηγά και επιβατηγά αυτοκίνητα, καθώς επίσης και ένα πολύ περιορισμένο αριθμό οδηγών (12).Τα δρομολόγια τα οποία εκτελούσε το πλοίο αυτό ήταν Πειραιάς – Χίος – Μυτιλήνη με επιστροφή, καθώς επίσης και Πειραιάς – Χανιά με επιστροφή. Στις υποχρεώσεις του ενάγοντος, όντας υπαξιωματικός του πλοίου, άμεσος προϊστάμενος του προσωπικού καταστρώματος (πέντε ναυτών και ενός ναυτόπαιδος) και, ως εκ τούτου, υπόλογος γι’ αυτό έναντι των αξιωματικών του πλοίου κατά νόμο (52 § 1 ΒΔ 683/1960) και το μόνο πρόσωπο με το βαθμό και την ειδικότητα αυτή επί του πλοίου, εφόσον δεν υπήρχε υποναύκληρος που να τον επικουρεί στην υπηρεσία του, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 59 του ΒΔ 683/1960, ήταν επιφορτισμένος με όλα τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις των άρθρων 52 – 58 ΒΔ 683/1960 καθήκοντα (στα οποία περιλαμβάνονται και τα κάτωθι : βοήθεια στον πλοίαρχο και στον ύπαρχο για τη διατήρηση της τάξης και της πειθαρχίας του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος, για την εσωτερική και εξωτερική συντήρηση και καθαριότητά του, και την καθαριότητα,τάξη και ευπρέπεια των καταστρωμάτων, του προστέγου, μεσοστέγου καιεπιστέγου και των ενδιαιτημάτων, λουτήρων, πλυντηρίων και αποχωρητηρίωντου πληρώματος, κατανομή, κατά τις οδηγίες του υπάρχου σε καθένα από τα μέλη του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος της ειδικής εργασίας, στην εκτέλεση της οποίας  τα μέλη υποχρεούνται και καθοδήγησή τους, ώστε η εργασία να εκτελείται καλώς, γρήγορα και με κάθε δυνατή οικονομία, επιμέλεια, της έγκαιρης προσελεύσεως των μελών του κατωτέρου προσωπικού καταστρώματος στις εργασίες τους και για να μη παρατηρείται αδικαιολόγητη από αυτές απομάκρυνση είτε οκνηρία ως προς την εκτέλεσή της ή οιαδήποτε αταξία ήπαρεκτροπή, με υποχρέωση αναφοράς περί τούτων στον ύπαρχο, σήμανση της έναρξης και παύσηςτης εργασίας και μετά το πέρας της, μέριμναγια την περισυλλογή τωνεργαλείων, υλικών και λοιπών αντικειμένων και διά τη σάρωση και ευπρεπισμό των τόπων της εργασίας και εν γένει του σκάφους, μέριμνα, σε όρμο, για την τοποθέτηση χοανών εις τα πρυμνήσια και εάνδε το πλοίο είναι παραβεβλημένοσε όλα τα πεισμάτια προσδέσής του και για την έγκαιρη αφή των κανονισμένων φανών αγκυροβολίας, επίβλεψη ιδιαίτερη για την καλή κατάσταση, συντήρηση και λειτουργία των μηχανημάτων, αγκυροβολίας, αγκύρας, αλυσίδων, αγκυροβολέων, βαρούλκων αγκύρας, μέριμνα για την ένθεση των αγκυρών κατά τον πλου ή για τηνπαρέασή τους προ του κατάπλου στο αγκυροβόλιο, επίβλεψη των λέμβων και εφολκίων εν γένει, μέριμνα για την καλή λειτουργία των σωστικών μέσων του πλοίου, επίβλεψη των ρυμουλκίων και των εξαρτημάτων τους, μέριμνα για τη φύλαξη και διάθεση όλων των αναλώσιμων υλικών καταστρώματος και των σχετικών εργαλείων, με τήρηση ανάλογου βιβλίου, καθώς και υποχρέωση συνδρομής για την τήρηση των αστυνομικών καθηκόντων του ύπαρχου) ενώ ωσαύτως συνέδραμε και κατά τη φορτοεκφόρτωση των οχημάτων.Η καθημερινή δε διάρκεια της απασχόλησης του εν λόγω ναυτικού δεν ήταν επακριβώς καθορισμένη, ενόψει του είδους αυτής και της ιδιαιτερότητας εξωγενών παραγόντων, συνδεόμενων προς τη φύση της ναυτικής αποστολής του πλοίου, της εξυπηρέτησης όχι συγκεκριμένης ακτοπλοϊκής γραμμής, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε και της διαφοροποιούμενης μεταφορικής κίνησης,ανάλογα με τη χρονική περίοδο εκτέλεσης των δρομολογίων, λαμβανομένων υπόψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της φύσης και του ευρέως φάσματος του αντικειμένου της απασχόλησης αυτού, ως ναύκληρου, κατά τα χρονικά διαστήματα που εργάστηκε, κατά τα οποία προέχει η εκτέλεση συγκεκριμένου έργου και όχι η τήρηση ορισμένου ωραρίου, κρίνεται ότι ο ενάγων, για την εκτέλεση των καθηκόντων του, απασχολήθηκε, κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, επί 12 ώρες, κατά μέσο όρο, κατά τις καθημερινές, τα Σαββατοκύριακα και τις αργίες, όπως ειδικότερα αναλύεται παρακάτω. Το δε ακριβές ωράριό του δεν ήταν απόλυτα συγκεκριμένο, ένεκα του πολύπλοκου και της πληθώρας των αρμοδιοτήτων, σημείο ως προς οποίο αμφότερες οι καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης δεν κρίνονται επαρκώς αξιόπιστες, εφόσον ο μεν μάρτυρας απόδειξης εργαζόταν σε άσχετο τελείως χώρο (στο μηχανοστάσιο, όντας μηχανικός του πλοίου) ο δε μάρτυρας ανταπόδειξης εργάζεται εισέτι στην εναγομένη, ως ναύτης, με αποτέλεσμα την ύπαρξη μέχρι και σήμερα υπηρεσιακής και εντεύθεν επαγγελματικής εξάρτησής του από την εναγομένη. Σημειώνεται δε ότι η εναγομένη αμφισβητώντας τους αγωγικούς ισχυρισμούς περί παροχής υπερωριακής εργασίας από τον ενάγοντα, ουδέν αντιτείνει, σχετικά με συγκεκριμένα ωράρια παροχής εργασίας εκ μέρους του, με το δικόγραφο των προτάσεών της. Το αποδεικτικό αυτό πόρισμα ενισχύεται και από το γεγονός ότι καταβάλλονταν σε εκείνον  μηνιαίως ποσά για υπερωρίες, με βάση τους λογαριασμούς μισθοδοσίας (που νόμιμα και με επίκληση προσκομίστηκαν). Eξάλλου, η αναγραφή στους υπογεγραμμένους από τον ενάγοντα σχετικούς μισθοδοτικούς λογαριασμούς (οι οποίοι επίσης νόμιμα και με επίκληση προσκομίστηκαν) ότι εκείνος έχει εξοφληθεί πλήρως, δεν μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια των σχετικών αξιώσεών του, διότι, κατά βασική αρχή του εργατικού δικαίου και σε αρμονία με όσα αναφέρονται στη μείζονα πρόταση ανωτέρω υπό στοιχείο Α.γ. δεν είναι επιτρεπτή η παραίτηση του ενάγοντος εργαζομένου μισθωτού (και του ναυτικού) από τις νόμιμες αποδοχές του. Ωσαύτως, διευκρινίζεται ότι αλυσιτελώς η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι το ένδικο πλοίο είχε την προβλεπόμενη από το νόμο σύνθεση πληρώματος και ότι, ως εκ τούτου, δεν υπήρχε ανάγκη πραγματοποίησης υπερωριών εκ μέρους του ενάγοντος, διότι η πληρότητα, ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος ενός πλοίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του ΚΔΝΔ (ΝΔ 187/1973), αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού, κατά τη διάρκεια των πλοών, και δεν αποτελεί βεβαίως τεκμήριο και δη αμάχητο ότι δεν απαιτείτο για τις ανάγκες της λειτουργίας του η παροχή, εκ μέρους του πληρώματος, υπερωριακής εργασίας(οράτε ΕφΠειραιά 1/2003 ΕΝαυτΔ 2003 σ. 124). Κατά τη διάρκεια του ένδικου χρονικού διαστήματος (01.01.2013 – 19.11.2014) που ήταν ναυτολογημένος, ίσχυσαν οι ανωτέρω υπό στοιχείο Β. μνημονευόμενες Σ.Σ.Ν.Ε., οι οποίες, ως προς τους όρους εργασίας και αμοιβής, καταλαμβάνουν και τον ενάγοντα. Σύμφωνα δε με τα άρθρα 11 και 13 των Σ.Σ.Ν.Ε. (ταυτόσημου μεταξύ τους περιεχομένου), οι ώρες εργασίας των ναυτικών ανέρχονται σε 40 εβδομαδιαίως, ήτοι 8 ώρες ημερησίως από Δευτέρα έως Παρασκευή, όλες οι ώρες εργασίας του Σαββάτου και των αργιών λαμβάνονται υπόψη ως υπερωριακές, ενώ για την Κυριακή καταβάλλεται ειδικό επίδομα 22% επί του μισθού ενεργείας. Οι ώρες υπερωριακής απασχόλησης, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του 8ώρου) αμείβονται με προσαύξηση ποσοστού 25% επί του ωρομισθίου, ενώ αυτές του Σαββάτου και των αργιών με (προσαύξηση) ποσοστού 50%. Μετά δε το άρθρο 13 των Σ.Σ.Ν.Ε. ακολουθούν πίνακες υπερωριακής αμοιβής, κατά βαθμό και ειδικότητα, με βάση τους οποίους το ωρομίσθιο του ναύκληρου ανέρχεται, κατά αμφότερα τα έτη, στα 7,30€, το οποίο, κατόπιν προσαύξησης, ποσοστού 25%, ανέρχεται, στα 9,12€ και, κατόπιν προσαύξησης, ποσοστού 50%, ανέρχεται στα 10,95€. Ακολούθως, με το άρθρο 6 των Σ.Σ.Ν.Ε. διευκρινίζεται ότι το επίδομα Κυριακών (ποσοστού 22% επί του μισθού ενεργείας) θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας, ενώ, επισημαίνεται ότι  υπερωριακή είναι μόνο η πέραν του 8ώρου εργασία της Κυριακής (οράτε ΕφΠειραιά 236/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 567/2005 ΕΝαυτΔ2005 σ. 345). Έτσι, στον ενάγοντα θα έπρεπε να καταβληθεί ως αμοιβή, για την παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία του, το ένδικο χρονικό διάστημα, ως κάτωθι : κατά πρώτον, για τις 469 καθημερινές ημέρες και 98 Κυριακές=567 συνολικά ημέρες, το συνολικό ποσό των [(567 ημέρες Χ 4 ώρες υπερωρίας =) 2.268 ώρες Χ 9,12 ευρώ = ] 20.684,16 ευρώ, έναντι του οποίου έχει λάβει το ποσό των 437,90 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται, για την αιτία αυτή, το ποσό των 20.246,26 ευρώ, κατά δεύτερον, για τα 98 Σάββατα και τις 23 αργίες ημέρες =121 συνολικά ημέρες, το συνολικό ποσό των [(121 ημέρες Χ 12 ώρες υπερωρίας =) 1.452 ώρες Χ 10,95 ευρώ = ] 15.899,40 ευρώ, έναντι του οποίου έχει λάβει το ποσό των 11.232,28 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται, για την αιτία αυτή, το ποσό των 4.667,12 ευρώ. Στο σημείο αυτό, τονίζεται ότι δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση, εκ μέρους της εναγομένης, ως προς τις ανωτέρω ημέρες κατά τις οποίες το πλοίο εκτέλεσε πλόες, με αποτέλεσμα να συνάγεται ομολογία της (261 ΚΠολΔ), ως προς το ζήτημα αυτό. Αναφορικά δε με τα κονδύλια που ζητούνται υπό μορφή διαφορών επιδομάτων Πάσχα και Χριστουγέννων 2013 και 2014, λεκτέα τα κάτωθι : Κατά πρώτον, υπό μορφή επιδόματος εορτών Πάσχα 2013, εφόσον εργάστηκε όλο το χρονικό διάστημα από 01.01.2013 έως 30.4.2013, δικαιούται τις αποδοχές 15 ημερών κατ’ άρθρο 14 της εφαρμοστέας, κατά τα ανωτέρω, ΣΣΝΕ του έτους 2013. Εφόσον, λοιπόν, ο μηνιαίος μισθός του ανερχόταν σε ποσό 1.262,14 ευρώ (βασικός μισθός) + 277,67 ευρώ (επίδομα Κυριακών) + 56,50 ευρώ (επίδομα ιματισμού) + 23,96 ευρώ (επίδομα ναύκληρου) + 35,22 ευρώ (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 446,00 ευρώ [=άδεια και με τροφοδοσίας άδειας το οποίο προκύπτει ως κάτωθι (1.262,14 ευρώ + 277,67 ευρώ=) 1.539,81 ευρώ : 22 Χ 5 ημέρες άδειας= 349,95 ευρώ + 19,21 Χ 5= 96,05 ευρώ (τροφή άδειας)] + 576,30 ευρώ (μηνιαία τροφοδοσία 19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες) + 924,03 ευρώ [21 καθημερινές + 4,33 Κυριακές = 25,33 ημέρες κατά μέσο όρο μηνιαίως Χ 4 ώρες υπερωρίας κατά μέσο όρο= 101,32 Χ 9,12] + 743,72 ευρώ [4,33 Σάββατα + 1,33 αργίες ημέρες = 5,66 ημέρες κατά μέσο όρο μηνιαίως Χ 12 ώρες υπερωρίας κατά μέσο όρο= 67,92 Χ 10,95] = 4.310,32 ευρώ/2= 2.155,16 ευρώ. Αντίστοιχα και κατά δεύτερον, για το επίδομα εορτών Χριστουγέννων του έτους 2013, το ποσό των 4.310,32 ευρώ και συνολικά το ποσό των 6.465,48 ευρώ έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 4.669,17 ευρώ, με τμηματικές καταβολές παράλληλα με το μηνιαίο μισθό, με αποτέλεσμα να δικαιούται, από την αιτία αυτή, το ποσό των 1.796,31 ευρώ. Κατά τρίτον, υπό μορφή επιδόματος εορτών Πάσχα 2014, εφόσον εργάστηκε όλο το χρονικό διάστημα από 01.01.2014 έως 30.4.2014, δικαιούται τις αποδοχές 15 ημερών κατ’ άρθρο 14 της εφαρμοστέας, κατά τα ανωτέρω, ΣΣΝΕ του έτους 2014. Εφόσον, λοιπόν, ο μηνιαίος μισθός του ανερχόταν σε ποσό 1.262,14 ευρώ (βασικός μισθός) + 277,67 ευρώ (επίδομα Κυριακών) + 56,50 ευρώ (επίδομα ιματισμού) + 23,96 ευρώ (επίδομα ναύκληρου) + 35,22 ευρώ (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 446,00 ευρώ [=άδεια και με τροφοδοσίας άδειας το οποίο προκύπτει ως κάτωθι (1.262,14 ευρώ + 277,67 ευρώ=) 1.539,81 ευρώ : 22 Χ 5 ημέρες άδειας= 349,95 ευρώ + 19,21 Χ 5 = 96,05 ευρώ (τροφή άδειας)] + 576,30 ευρώ (μηνιαία τροφοδοσία 19,21 ευρώ Χ 30 ημέρες) + 924,03 ευρώ [21 καθημερινές + 4,33 Κυριακές = 25,33 ημέρες κατά μέσο όρο μηνιαίως Χ 4 ώρες υπερωρίας κατά μέσο όρο= 101,32 Χ 9,12] + 743,72 ευρώ [4,33 Σάββατα + 1,33 αργίες ημέρες = 5,66 ημέρες κατά μέσο όρο μηνιαίως Χ 12 ώρες υπερωρίας κατά μέσο όρο= 67,92 Χ 10,95] = 4.310,32 ευρώ/2= 2.155,16 ευρώ.

Αντίστοιχα και κατά τέταρτον, υπό μορφή αναλογίας επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2014, δικαιούται εφόσον εργάστηκε το χρονικό διάστημα 01.5.2014 έως και 19.11.2014, ήτοι διακόσιες τρεις ημέρες, τα 21,36/25 ενός μηνιαίου μισθού (για τον υπολογισμό οράτε Κ. Δ. Λαναρά Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική έκδοση 2011 σ. 614) ήτοι 3.682,73 ευρώ. Σύνολο, για τις αιτίες αυτές, το έτος 2014 έπρεπε να του καταβληθεί ποσό των 5.837,89 έναντι του οποίου του καταβλήθηκε το ποσό των 3.410,40 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται το ποσό των 2.427,49 ευρώ. Έτσι, το συνολικά οφειλόμενο ποσό στον ενάγοντα ανέρχεται σε (20.246,26 + 4.667,12 + 1.796,31 + 2.427,49=) 29.137,18 ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, εφόσον είναι εν μέρει νόμω και ουσία βάσιμη και,ως προς το πρώτο αγωγικό κονδύλιο, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 12.708,65 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει το ποσό των [20.246,26 ευρώ (συνολικά επιδικασθέν ποσό) – 12.708,65 ευρώ (ως προς το οποίο διατηρεί τον καταψηφιστικό της χαρακτήρα με βάση το ήμισυ του αξιούμενου ποσού όπως ο περιορισμός αυτός έλαβε χώρα κατά τα ανωτέρω)=] 7.537,61 ευρώ, ως προς το δεύτερο αγωγικό κονδύλιο, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.995,03 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει το ποσό των [4.667,12 ευρώ (συνολικά επιδικασθέν ποσό) – 2.995,03 ευρώ (ως προς το οποίο διατηρεί τον καταψηφιστικό της χαρακτήρα με βάση το ήμισυ του αξιούμενου ποσού όπως ο περιορισμός αυτός έλαβε χώρα κατά τα ανωτέρω)=] 1.672,09 ευρώ, ως προς το τρίτο αγωγικό κονδύλιο, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.114,31 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει το ποσό των [1.796,31 ευρώ (συνολικά επιδικασθέν ποσό) – 1.114,31 ευρώ (ως προς το οποίο διατηρεί τον καταψηφιστικό της χαρακτήρα με βάση το ήμισυ του αξιούμενου ποσού όπως ο περιορισμός αυτός έλαβε χώρα κατά τα ανωτέρω)=] 682,00  ευρώ και ως προς το τέταρτο αγωγικό κονδύλιο, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.436,01 ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει το ποσό των [2.427,49ευρώ (συνολικά επιδικασθέν ποσό) – 1.436,01 ευρώ (ως προς το οποίο διατηρεί τον καταψηφιστικό της χαρακτήρα με βάση το ήμισυ του αξιούμενου ποσού όπως ο περιορισμός αυτός έλαβε χώρα κατά τα ανωτέρω)=] 991,48  ευρώ. Η επιδίκαση των ανωτέρω ποσών πρέπει να γίνει, για μεν το πρώτο και δεύτερο αγωγικό κονδύλιο, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, εφόσον η λύση της σύμβασης δεν είναι δήλη ημέρα ως προς τις διαφορές αποδοχών και δεν αναφέρεται στην αγωγή ότι έλαβε χώρα, τότε, όχληση της εναγομένης προς τούτο και ως προς το τρίτο και τέταρτο των αγωγικών κονδυλίων, με το νόμιμο τόκο από τη 19.11.2014 ημερομηνία λύσης της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης εργασίας (εφόσον τότε είναι καταβλητέα και η αναλογία των επιδομάτων εορτών) κατ’ άρθρο 14 των εφαρμοστέων, εν προκειμένω, ΣΣΝΕ. Πρέπει δε, επίσης, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση, ως προς το επιδικασθέν ποσό, το οποίο υποχρεώνεται η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα, δυνάμει της παρούσας, κατ’ άρθρο 908 § 1 στοιχ. ε’ ΚΠολΔ, εν μέρει και δη μέχρι του ποσού των οχτώ χιλιάδων ευρώ που επιδικάζεται ως προς το πρώτο αγωγικό κονδύλιο, εφόσον πρόκειται για απαίτηση που πηγάζει από σχέση που αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 663 ΚΠολΔ και η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα και, τέλος, να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης, κατά το λόγο νίκης και ήττας των διαδίκων, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρο 178 εδ. α’, 189, 191 § 2 ΚΠολΔ και 63, 64, 68 Ν. 4194/2013).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει και κατά τα λοιπά.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει, στον ενάγοντα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων εφτακοσίων οχτώ ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (12.708,65€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινά εκτελεστή, ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, εν μέρει και μέχρι του ποσού των οχτώ χιλιάδων ευρώ (8.000,00 €).

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των εφτά χιλιάδων πεντακοσίων τριάντα εφτά ευρώ και εξήντα ενός λεπτών (7.537,61€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει, στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και τριών λεπτών (2.995,03 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων εξακοσίων εβδομήντα δύο ευρώ και εννέα λεπτών (1.672,09 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει, στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων εκατόν δέκα τεσσάρων ευρώ και τριάντα ενός λεπτών (1.114,31 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος (19.11.2014) και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των εξακοσίων ογδόντα δύο ευρώ (682,00  €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος (19.11.2014) και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει, στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων τετρακοσίωντριάντα έξι ευρώ και ενός λεπτού (1.436,01 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος (19.11.2014) και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των εννιακοσίων ενενήντα ενός ευρώ και σαράντα οχτώ λεπτών (991,48 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λύσης της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος (19.11.2014) και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος το ύψος των οποίων προσδιορίζει σε εννιακόσια πενήντα έξι (956,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε τη           Νοεμβρίου 2015 στο ακροατήριό του και σε έκτακτη, δημόσια αυτού συνεδρίαση.

 

O ΔIKAΣTHΣ                                                                H ΓPAMMATEAΣ