Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΓΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ :                            …

ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ :                                                 …

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

KΑΤΑ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΩΝ

ΆΡΘΡΩΝ 663 ΕΠ. ΚΠΟΛΔ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :   4250/2015

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO

ΠΕΙΡΑΙΑ

 

Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη Πρωτοδίκη που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του την 22α Ιουλίου 2015, με την παρουσία και της Γραμματέα Μαρίας Κουτουκάκη, για να δικάσει την υπόθεση με αντικείμενο διόρθωση απόφασης που εισάγεται οίκοθεν σε εργατική υπόθεση στην οποίοι διάδικοι ήσαν :

Ο ΕΝΑΓΩΝ : Ι. Κ. του Ι. ,ναυτικός του Εμπορικού Ναυτικού και κάτοικος Ν. Σ. Αττικής (οδός …) o ο ποίος δεν παρέστη και

ΟΙ ΕΝΑΓΟΜΕΝΕΣ : Εταιρεία με την επωνυμία «…» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Φ. αρ. ) και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Μ. (οδός Ε. Β. αρ.), και  εκπροσωπείται νόμιμαοι οποίεςδεν παρέστησαν.

Η με ΓΑΚ … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πράξη-κλήση του Δικαστή αυτού του δικαστηρίου εισάγεται οίκοθεν για αυτεπάγγελτη διόρθωση απόφασης  και  προσδιορίστηκε δικάσιμος η αναφερομένη στην αρχή της απόφασης.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Α. Κατά το άρθρο 315 ΚΠολΔ, αν από παραδρομή, κατά τη σύνταξη της αποφάσεως περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβή, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως, να τη διορθώσει με νέα απόφασή του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η διόρθωση της απόφασης προϋποθέτει ότι, κατά τη σύνταξή της, παρεισέφρυσαν από πραδρομή σφάλματα που οφείλονται σε ασυμφωνία του ηθελημένου και εκείνου που διατυπώθηκε στην απόφαση ή σε μαθηματικό υπολογισμό ή ότι το διατακτικό διατυπώθηκε, από παραδρομή, κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, ώστε να μην αποδίδεται σε αυτό η βούληση του δικαστηρίου που διατυπώθηκε στο σκεπτικό. Αντικείμενο της διόρθωσης είναι οι παραδρομές του δικαστή. Υπάρχει δε παραδρομή όταν η διατύπωση της απόφασης δεν αποδίδει αυτό το οποίο πράγματι είχε σκεφθεί ο δικαστής όταν τη συνέτασσε. Τα παραπάνω σφάλματα πρέπει να είναι πρόδηλα, δηλαδή να προκύπτουν από το σύνολο της απόφασης και από τα στοιχεία της δίκης με τα οποία ορίζεται το περιεχόμενο αυτής, από τα πρακτικά, τις προτάσεις και τα εν γένει δικόγραφα των διαδίκων, εις τρόπον ώστε να αποκλείεται η διόρθωση βάσει νέων στοιχείων ή με την επανεξέταση των αποδείξεων (οράτε ΑΠ 1259/2002 ΕλλΔνη 2003 σ. 130, 1034/1997 ΕλλΔνη 1999 σ. 583, ΕφΠειραιά 15/2014 ΕλλΔνη 2014 σ. 1683 με σημείωση Ι. Ν. Κατρά). Με τη διαδικασία της διόρθωσης της απόφασης σκοπείται η αποσαφήνιση του διατακτικού της απόφασης  και η αποτύπωση του αληθούς περιεχομένου της, χωρίς να αλλοιώνεται η έννοιά της ούτε να προσβάλλεται το δεδικασμένο που απορρέει από αυτή. Αντικείμενό της δεν αποτελούν διαγνωστικά σφάλματα του δικαστηρίου που αναφέρονται στην ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης και στην εκτίμηση των αποδείξεων και που αίρονταιμόνο με την οδό των ενδίκων μέσων, αλλά ακούσιες πλημμέλειες που παρεισφρύουν κατά τη σύνταξη ή την καθαρογραφή της απόφασης και προκαλούν προφανή ασυμφωνία μεταξύ του δηλωθέντος και βουληθέντος (οράτε ΟλΑΠ 5/1992 ΝοΒ 1992 σ. 708, ΑΠ 1595/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 724, ΕφΠειραιά 786/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, υπό το άρθρο 315 αρ. 1 σ. 621, σχετική επίσης η ΑΠ 1672/2001 ΕλλΔνη 2004 σ. 103).Συναφώς, η διόρθωση του ελλιπούς ή ανακριβούς διατακτικού δεν μπορεί να μεταβάλει την απόφαση και, γενικά, η δυνατότητα διορθώσεως, κατά την άνω διάταξη του διατακτικού, δεν μπορεί να φθάνει εμμέσως μέχρις εξετάσεως υπό του Δικαστηρίου νέων αιτημάτων ή νέας εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απετέλεσαν την πραγματική βάση της αποφάσεως (οράτε ΑΠ 1305/2007 ΕλλΔνη 2008 σ.1636, 695/2006 ΕλλΔνη 2005 σ. 1001, ΕφΑθ 5732/2009 ΕλλΔνη 2010 σ. 136, 4086/2006 ΕλλΔνη 2007 σ.232). Οι παραδρομές πρέπει να προκύπτουν είτε από το κείμενο της αποφάσεως, όπως επί διαστάσεως της διατυπώσεως του αιτιολογικού και του διατακτικού, είτε από τα δικόγραφα της δίκης, από τα πρακτικά της συζητήσεως, τις προτάσεις και λοιπά δικόγραφα των διαδίκων, σε τρόπο ώστε να αποκλείεται η διόρθωση βάσει νέων στοιχείων (οράτε Γ. Ράμμο, Εγχειρίδιον Αστικού Δικονομικού Δικαίου, τόμος Α`, παρ. 199, σ. 536 επ., Στ. Σταυρόπουλο, Ερμηνεία ΚΠολΔ, έκδ. Β`, υπό το άρθρο 315, Κ. Μπέη,Πολ.Δ., υπ` άρθρο 315 III ε, του ίδιου. Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις, σ. 168, Λ. Σινανιώτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, από το άρθρο 315 επ., Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, έκδοση1994, άρθρο 315 σ. 431, No 8). Με άλλη δε διατύπωση, η διόρθωση ή η ερμηνεία του ανακριβούς διατακτικού, δεν μπορεί ούτε να μεταβάλει την απόφαση ούτε να οδηγεί σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που αποτέλεσαν την ιστορική βάση της απόφασης (δηλαδή να αναιρεί τις αιτιολογίες της) ή όπως χαρακτηριστικά επισημαίνεται, με τη διόρθωση δεν μπορεί να μεταβληθεί το ηθελημένο περιεχόμενο της απόφασης ή ουσιαστικό στοιχείο της ή να γίνει ανάκληση ή αλλοίωση της έννοιάς της [οράτε Χ. ΑπαλλαγάκηΓνμδ Τα όρια και οι προϋποθέσεις της επιτρεπτής (παραδεκτής) διόρθωσης και ερμηνείας των δικαστικών αποφάσεων Αρμ 2005 σ. 1696]. Συνακόλουθα τούτων, με τη διαδικασία της διόρθωσης της απόφασης, κατ` άρθρο 315 επ. ΚΠολΔ, σκοπείται η αποσαφήνιση της διατύπωσης της απόφασης και η αποτύπωση του αληθούς περιεχομένου της, χωρίς να αλλοιώνεται η έννοια της, ούτε να προσβάλλεται το δεδικασμένο που απορρέει από αυτήν, ενώ αντικείμενο της δεν αποτελούν διαγνωστικά σφάλματα του δικαστηρίου, που αναφέρονται στην ερμηνεία ή στην εφαρμογή ουσιαστικής διάταξης καθώς και στην εκτίμηση των αποδείξεων και που αίρονται μόνο με την οδό των ενδίκων μέσων, αλλά ακούσιες πλημμέλειες, που παρεισφρύουν κατά τη σύνταξη ή την καθαρογραφή της απόφασης (οράτε ΑΠ 1595/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 724).Εξάλλου, κατά το άρθρο 318 § 1 ΚΠολΔ σε περίπτωση διορθώσεως αποφάσεως η συζήτηση στο ακροατήριο γίνεται κατά τη διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η απόφαση που διορθώνεται, αφού κληθούν προ οκτώ ημερών όλοι οι διάδικοι που αναφέρονται στην απόφαση, αν δε τη διόρθωση προκαλεί το δικαστήριο, η κλήση των διαδίκων γίνεται με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου. Αν κατά τη συζήτηση δεν εμφανισθεί κάποιος που κλητεύθηκε νόμιμα, η συζήτηση προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι και αν δεν κλητεύθηκε νόμιμα, η συζήτηση αναβάλλεται και το δικαστήριο διατάσσει να κλητευθεί (οράτε ΑΠ 362/1992 Δ 23 σ. 744, 1324/1987 ΕΕΝ 1988 σ. 682).

Η διόρθωση, που, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προκαλείται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (οράτε τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … πράξη κατάθεσης της αίτησης), αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την ειδική διαδικασία των διατάξεων των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ. και πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατ’ ουσίαν σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, εφόσον έχει τηρηθεί η προδικασία που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 318 § 1 ΚΠολΔ (οράτε τα δύο από … και από … αποδεικτικά επίδοσης της Α. Κ. Επιμελήτριας Δικαστηρίων του Πρωτοδικείου Πειραιά της με αριθμό καταθέσεως … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κρινόμενης αίτησης) καίτοι στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν παρέστησαν μολονότι κλητεύθηκαν κανονικά για να παραστούν στη συζήτηση κατά τη δικάσιμο που ανωτέρω αναφέρεται με βάση τα ανωτέρω αποδεικτικά επίδοσης. Πλην όμως η αίτηση αυτή είναι απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, εφόσον, με αυτή ζητείται η συμπλήρωση του διατακτικού της απόφασης στο οποίο από σφάλμα του Δικαστηρίου έχει αναγραφεί : «ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει…», αντί του ορθού «ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν», εφόσον το ανωτέρω αυτό σφάλμα του Δικαστηρίου είναι συνδεδεμένο με διαγνωστικό σφάλμα που έχει να κάμει με την εκτίμηση των αποδείξεων που εντοπίζεται και στο αιτιολογικό της ανωτέρω απόφασης όπου επίσης δεν αναφέρεται ότι θα πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον ευθυνόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα το επιδικασθέν ποσό, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η αναγκαία για τη δυνατότητα διόρθωσης απόφαση διάσταση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού, σφάλμα το οποίο δεν είναι επιδεκτικό διόρθωσης με την διαδικασία των άρθρων 315 ΚΠολΔ, παρά μόνο με την οδό των ενδίκων μέσων σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση ανωτέρω αναφέρονται.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ με τους διαδίκους σαν να ήταν παρόντες.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά και δημοσιεύθηκε τη           Νοεμβρίου 2015 στο ακροατήριό του και σε έκτακτη, δημόσια αυτού συνεδρίαση.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ