Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης    2665 /2016

(Αριθμ. Κατάθ. …, …)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

————————————

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΑ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : … του …, κατοίκου Πατρών, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Στέφανο Λύρα, βάσει δηλώσεως, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…., που εδρεύει στα ……. της Κρήτης, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Αικατερίνης Σταμετελοπούλου.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του κατά της εκκαλούσας – εφεσίβλητης – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό,τι αναφέρεται σε αυτήν. Το Δικαστήριο, με τη με αριθμό 1/2016 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη.

Ο εκκαλών – εφεσίβλητος, με την από 16.5.2016 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, …) έφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή, ζητώντας την εξαφάνισή της κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή. Επίσης, η εφεσίβλητη – εκκαλούσα, με την από 30.6.2016 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά 94.2016) έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, ζητώντας την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, Ευαγγέλου Παππά, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – εφεσίβλητης, Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «….», αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου : 1) Η από 16.5.2016 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, … και με γενικό αριθμό κατάθεσης και ειδικό αριθμό κατάθεσης … και …, αντίστοιχα, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου) έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος – εφεσίβλητου κατά της με αριθμό 1.2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά και 2) η από 30.6.2016 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά … και με γενικό αριθμό κατάθεσης και ειδικό αριθμό κατάθεσης … και …, αντίστοιχα, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου) έφεση του εναγομένου και ήδη  εκκαλούντος – εφεσιβλήτου, κατά της ιδίας ως άνω απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Οι εφέσεις αυτές πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 246 και 524 εδ.α΄ ΚΠολΔ), αφού ασκούνται από τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης, στρέφονται κατά της αυτής απόφασης (1/2016 Ειρηνοδικείου Πειραιώς) και δικάζονται κατά την αυτή διαδικασία εργατικών διαφορών, με την συνεκδίκαση δε αυτή επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της διαδικασίας και η μείωση των εξόδων.

Οι κρινόμενες εφέσεις του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος – εφεσιβλήτου και της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας – εφεσίβλητης, κατά της υπ’ αριθμ. 1/13.1.2016 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, 82 ΚΙΝΔ) επί της από 28.11.2013 (με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …) αγωγής του εφεσιβλήτου κατ’ αυτής, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 495 παρ.1 και 2, 511, 513 παρ.1, 516, 517, 518 παρ.2 και 520 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης των ένδικων εφέσεων, ήτοι μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/23.7.2015 (βλ. άρθρο ένατο, παρ.2 Ν. 4335/2015), αφού δεν προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η δε έφεση του ενάγοντος κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 16.5.2016 και η έφεση της εναγομένης κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 8.7.2016. Επομένως, πρέπει οι κρινόμενες εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές (αρθρ. 532 ΚΠολΔ) και να εξετασθούν περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (αρθρ. 533 παρ.1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.

Ο ενάγων (ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος), με την από 28.11.2013 ένδικη αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, εξέθετε ότι, δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, την 19.5.2012, μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν, στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο με το όνομα «…», νηολογίου Χανίων (αριθμ. ….), κ.ο.χ. 25.290, με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες του ελληνικού δικαίου και της οικείας και κάθε φορά ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών πλοίων και ότι, σε εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης, εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο μέχρι την 28.2.2013, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου. Με βάση τα παραπάνω, ζητούσε, κυρίως μεν με βάση τη σύμβαση εργασίας και επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 13.509,05 Ευρώ, ως διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες και κατά τις καθημερινές και Κυριακές, διαφορά επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2012, διαφορά επιδόματος εορτής Πάσχα έτους 2013, διαφορά πρόσθετης αμοιβής δρομολογίων εξπρές και μηνιαίο αντίτιμο τροφής, υπό τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του (ορθώς εκτιμωμένου του δικογράφου, από 28.2.2013), άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση του ποσού αυτού. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη, με αριθμό 1/2016 απόφασή του, με την οποίαν έκανε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη την αγωγή, ως προς την κύρια βάση της και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.665,95 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την 1.3.2013, κατά τα ειδικότερα στην απόφαση αναφερόμενα. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται ο ενάγων – εκκαλών – εφεσίβλητος, με την έφεσή του, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο και που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί, δε, την εξαφάνισή της, κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή του και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στα δικαστικά του έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Εξάλλου, η εναγομένη – εκκαλούσα – εφεσίβλητη, με την έφεσή της παραπονείται κατά της εκκαλουμένης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της και, επιπρόσθετα, να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ειδικότερα δε από τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του Α. Α., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά, που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων (ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος) και ελήφθη με επιμέλεια του ενάγοντα κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (αρθρ. 671 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης και συζήτησης της υπό κρίση αγωγής, αρθρ. ένατο παρ.4 του Ν. 4335/2015) κλήτευσης της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας (βλ. την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγοντα, με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, Κωνσταντίνου Καλύβα) και τη με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης – εκκαλούσας, Μ. Π., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη και ελήφθη με επιμέλεια της εναγομένης κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης (αρθρ. 671 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ) κλήτευσης του ενάγοντα, ήδη εκκαλούντα – εφεσίβλητου (βλ. την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγομένη, με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Μ. Σ. Κ.), καθώς και από όλα, γενικά, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, με την επισήμανση ότι, παραδεκτά λαμβάνεται υπόψιν η ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντα, παρότι έχει ασκήσει και αυτός αγωγή κατά της εναγομένης (απορριπτομένου του περί του αντιθέτου λόγου της έφεσης της εναγομένης), καθόσον μόνη η άσκηση αγωγής με όμοιο αντικείμενο με αυτήν για την οποία καλούνται οι μάρτυρες να καταθέσουν δεν αρκεί για την εξαίρεση τους (βλ. Κεραμέα/ Κονδύλη/ Νίκα, ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό αρθρ. 400 αριθμ.10, ΕφΑθ 3879/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, προσκομιζόμενη, ΕφΠειρ 231/1990, Ε.Ν.Δ. 18, σ.202, ΕφΠειρ 1082/1986, Ε.Ν.Δ. 15, σ.389) : Δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκαν στον Πειραιά, μεταξύ του ενάγοντα, απογεγραμμένου έλληνα ναυτικού και της εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης, πλοιοκτήτριας του υπό Ελληνική σημαία πλοίου (νηολογίου Χανίων (αρ. …), κ.ο.χ. 25.290, με το όνομα «…», ο  ενάγων ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του ναύτη, με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και υπηρέτησε σε αυτό, κατά το χρονικό διάστημα από 19.5.2012 έως 28.2.2013, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του Πλοιάρχου (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από τον ενάγοντα, ναυτικό του φυλλάδιο). Κατά το διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντα στο ως άνω πλοίο, α) κατά το διάστημα από 19.5.2012 έως 4.6.2012, το πλοίο βρισκόταν σε επισκευή και δεν εκτελούσε δρομολόγια, β) κατά το διάστημα από 4.6.2012 έως 28.2.2013, το πλοίο εκτελούσε καθημερινά το δρομολόγιο Πειραιάς – Χανιά Κρήτης, με καθημερινές αναχωρήσεις από κάθε λιμάνι περίπου στις 21.00 και καθημερινές αφίξεις περίπου στις 06.30, ενώ κατά τη θερινή περίοδο (κατά τις αναλυτικά αναφερόμενες κατωτέρω, στο οικείο κεφάλαιο της παρούσας ημέρες) εκτελούσε διπλά δρομολόγια, από τον Πειραιά προς τα Χανιά Κρήτης και με επιστροφή, ήτοι αφενός μεν, δρομολόγια με καθημερινές αναχωρήσεις από κάθε λιμάνι περίπου στις 21.00 και καθημερινές αφίξεις σε κάθε λιμάνι περίπου στις 6.00, αφετέρου δε, ημερήσιο δρομολόγιο, σύμφωνα με το οποίο το πλοίο αναχωρούσε από Πειραιά ή Χανιά στις 10.00 και έφθανε στον Πειραιά ή στα Χανιά στις 19.00 (βλ. κατάθεση μάρτυρα απόδειξης, στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του, όπως άλλωστε τα δρομολόγια του πλοίου δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη). Στο πλοίο αυτό υπηρετούσαν, υπό τις οδηγίες του Υπάρχου, ένας Ναύκληρος, δύο (2) Υποναύκληροι, δώδεκα (12) ναύτες και δύο (2) ναυτόπαιδες (βλ. κατάθεση μάρτυρα ανταπόδειξης, στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του). Ο ενάγων, κατά την απασχόλησή του στο ως άνω πλοίο απασχολούνταν καθημερινά, σε δύο βάρδιες εντός του εικοσιτετραώρου, είτε 00.00 έως 4.00 και 12.00 έως 16.00, είτε 4.00 έως 8.00 και 16.00 έως 20.00, είτε 8.00 έως 12.00 και 20.00 έως 24.00. Οι βάρδιες εκτελούντο ανεξαρτήτως εάν το πλοίο βρισκόταν εν πλω ή σε λιμάνι. Οι ναύτες, μεταξύ των οποίων ο ενάγων, κατά τη διάρκεια της βάρδιάς τους, εκτελούσαν εναλλάξ, χρέη πηδαλιούχου, ως άμεσοι βοηθοί του αξιωματικού φυλακής, άλλως εκτελούσαν περιπολίες σε όλους τους χώρους του πλοίου, για την ασφάλειά του και κατά τις βραδινές ώρες χτυπούσαν τα ρολόγια πυρασφάλειας του πλοίου. Επιπλέον, στα πλαίσια των καθηκόντων του, ο ενάγων εκτελούσε καθημερινά εργασίες καθαρισμού και συντήρησης του πλοίου (βάψιμο, πλύσιμο των καταστρωμάτων και του γκαράζ, αποκομιδή απορριμμάτων, σκούπισμα, σφουγγάρισμα κ.λ.π.), ενώ απασχολούνταν και στις εργασίες φόρτωσης και εκφόρτωσης των οχημάτων στο πλοίο, καθώς και το δέσιμο και λύσιμο των κάβων, εργασίες στις οποίες απασχολούνταν όλοι οι ναύτες του πλοίου, ανεξαρτήτως βάρδιας. Τα ανωτέρω, αναφορικά με τις συνθήκες εργασίας του ενάγοντα στο πλοίο της εναγομένης, αποδεικνύονται από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα απόδειξης, Α. Α., ο οποίος, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, συνυπηρέτησε με τον ενάγοντα στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του Ναύτη και, ως εκ τούτου, είχε άμεση γνώση των συνθηκών εργασίας του τελευταίου. Εξάλλου αντίθετη κρίση περί της φύσης των καθηκόντων του ενάγοντα δε δύναται να συναχθεί από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Μ. Π., ο οποίος, επί της προαναφερόμενης ένορκης βεβαίωσής του, παραθέτει αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίον ήταν κατανεμημένα να καθήκοντα των ναυτών στο πλοίο αυτό, ότι δηλαδή, μεταξύ των δώδεκα (12) ναυτών του πλοίου είχαν κατανεμηθεί, στους μεν έξι (6) από αυτούς, καθήκοντα ημερεργάτη («ντεημάνιδες» ναύτες) και στους λοιπούς έξι (6) καθήκοντα ναύτη βάρδιας, στην οποίαν απασχολούνταν ανά δύο (2), με εναλλασσόμενα ανά μία ώρα καθήκοντα, καθώς και ότι, στην εργασία δεσίματος και απόπλου του πλοίου, οι ναύτες συμμετείχαν, ακόμη και αν αυτή η εργασία δε συνέπιπτε χρονικά με την οκτάωρη βάρδιά τους. Ειδικότερα, η εκτενής αναφορά του μάρτυρα ανταπόδειξης στα καθήκοντα των ναυτών του ως άνω πλοίου (διακρινόμενα σε καθήκοντα ναυτών βάρδιας και από των ημερησίων – «ντεημάνιδων»- ναυτών), δεν επαρκεί για την περί του αντιθέτου απόδειξη, σχετικά με την αναγκαιότητα παροχής υπερωριακής εργασίας από μέρους του ενάγοντα, καθώς, παρά την κατανομή των καθηκόντων μεταξύ των ναυτών, συχνά παρίστατο η ανάγκη, λόγω των αυξημένων αναγκών του πλοίου, ιδίως κατά τη διαδικασία απόπλου και κατάπλου αυτού στους λιμένες προορισμού του, να συνεπικουρούνται, στα καθήκοντά τους, οι ναύτες της μίας βάρδιας από τους ναύτες της άλλης βάρδιας ή οι ημερεργάτες από τους ναύτες βάρδιας. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο ενάγων, κατά τη διάρκεια ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, όταν αυτό εκτελούσε δρομολόγια (4.6.2012 – 28.2.2013) απασχολούνταν πέραν του νομίμου ωραρίου, υπερωριακώς (ήτοι πέραν του οκταώρου που αναλογούσε στις δύο ημερήσιες τετράωρες βάρδιες στις οποίες είχε τοποθετηθεί). Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει: α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του ως άνω πλοίου, το οποίο εκτελούσε τα προαναφερόμενα δρομολόγια κατά τις ανωτέρω διακριτές χρονικές περιόδους, β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, ως ναύτη, δ) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο κατά τις καθημερινές και Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες και ε) των διδαγμάτων της κοινής πείρας και των κανόνων της λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 παρ.4 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων, κατά την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, απασχολήθηκε, κατά μέσον όρο, επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως (κατά τις καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες), πλην των ημερών (όπως αυτές αναλυτικά εκτίθενται κατωτέρω, στο οικείο κεφάλαιο της παρούσας) κατά τις οποίες το πλοίο εκτελούσε διπλά δρομολόγια, οπότε αυτός απασχολήθηκε επί δεκατέσσερις (14) ώρες ημερησίως. Εξάλλου, κατά το διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντα κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια (19.5.2012 – 4.6.2012), ο ενάγων ήταν επιφορτισμένος με την εκτέλεση οκτάωρης βάρδιας (23.00 έως 7.00), καθημερινά και κατά τα Σάββατα και τις αργίες, κατά την οποίαν  απασχολήθηκε στη φύλαξη του πλοίου και την εκτέλεση εργασιών συντήρησης αυτού (βλ. κατάθεση μάρτυρα απόδειξης, στην προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωσή του). Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι, το γεγονός ότι το ανωτέρω πλοίο της εναγομένης είχε την προβλεπόμενη κατά το νόμο σύνθεση πληρώματος δεν αποτελεί τεκμήριο και δη αμάχητο ότι δεν απαιτείτο για τις ανάγκες της λειτουργίας τους η παροχή εκ μέρους του πληρώματος (συγκεκριμένα του εδώ ενάγοντος) υπερωριακής εργασίας, ούτε αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία, δεδομένου μάλιστα ότι η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΔ 31,σ.123). Άλλωστε, το γεγονός ότι ο ενάγων είχε συμφωνήσει όπως λαμβάνει μηνιαίως ένα συγκεκριμένο ποσό για υπερωριακή εργασία, υπογράφοντας τις μισθοδοτικές καταστάσεις (που περιλάμβαναν και τις αποδοχές για υπερωρίες) δεν αποκλείει την απόδειξη εκ μέρους του με άλλα αποδεικτικά μέσα ότι πραγματοποίησε περισσότερες ώρες υπερωριακής εργασίας, από όσες υπέγραψε και πληρώθηκε, όπως έγινε εν προκειμένω. Εξάλλου, η προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών, όπου περιλαμβάνονται και οι αποδοχές υπερωριών, δε συνιστά παραίτηση από τα σχετικά εκ των υπερωριών δικαιώματά του, λαμβανομένης υπόψη της δύσκολης θέσης κάθε εργαζομένου, που φοβάται την απόλυσή του και μάλιστα σε περίοδο υψηλού δείκτη ανεργίας και της ανάγκης του για εργασίας. Σε κάθε, δε, περίπτωση, και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των καταστάσεων μισθοδοσίας (περιλαμβάνουσα και τις αποδοχές των υπερωριών) ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του (άφεση χρέους) η παραίτηση αυτή είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας είναι άκυρη (βλ. ΕφΠειρ 660/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2003, σ. 124).

Ενόψει των ανωτέρω, η οφειλόμενη αμοιβή του ενάγοντα λόγω υπερωριακής απασχόλησης, κατά τις περιόδους ναυτολόγησής του στα πλοία της εναγομένης, διαμορφώνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6, 11, 13, 18 της εφαρμοζόμενης στην ένδικη υπόθεση, από 31.3.2011 (ΦΕΚ Β΄ 760/6.5.2011) Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2011, η οποία κυρώθηκε με την 3525.1.5.1/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1070/31.5.2011), ως ακολούθως, κατά το  μη αμφισβητούμενο ειδικά με λόγο έφεσης αριθμό των ημερών εργασίας του ενάγοντα : Α. Περίοδος ναυτολόγησης από 19.5.2012 έως 4.6.2012, για υπερωριακή εργασία (8 ωρών) κατά τα Σάββατα 19.5.2012, 26.5.2012 και 2.6.2012 και την αργία 24.5.2012 (της Αναλήψεως), το ποσό των (4 ημέρες Χ 8 ώρες ημερησίως Χ 10,05 Ευρώ = ) 321,60 Ευρώ. Β. Περίοδος ναυτολόγησης από 4.6.2012 έως 28.2.2013 : 1) Για υπερωριακή εργασία κατά τις καθημερινές και Κυριακές, α) κατά τις 198 ημέρες του ανωτέρω διαστήματος κατά τις οποίες το πλοίο εκτελούσε μονά δρομολόγια, το ποσό των (198 ημέρες Χ 4 ώρες Χ 8,38 Ευρώ =) 6.636,96 Ευρώ, β) κατά τις 25 καθημερινές και Κυριακές (8, 13, 15, 20, 22, 27 και 29.7, 1, 2, 3, 5, 8, 9, 10, 12, 16, 17, 19, 22, 23, 24, 26, 28 και 29.8 και 2.9) κατά τις οποίες το πλοίο εκτελούσε διπλά δρομολόγια, το ποσό των (25 ημέρες Χ 6 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 8,38 Ευρώ =) 1.257 Ευρώ. 2) Για υπερωριακή εργασία κατά τα Σάββατα και τις αργίες, α) τα 26 Σάββατα και της 9 αργίες της ως άνω περιόδου ναυτολόγησης, κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε μονά δρομολόγια, το ποσό των (35 ημέρες Χ 12 ώρες Χ 10,05 Ευρώ =) 4.221 Ευρώ, β) τα 12 Σάββατα (23.6.2012, 30.6.2012, 1.9.2012, 8.9.2012, καθώς και όλα τα Σάββατα των μηνών Ιουνίου και Ιουλίου) κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε διπλά δρομολόγια, το ποσό των (12 Σάββατα Χ 14 ώρες Χ 10,05 Ευρώ =) 1.688,40 Ευρώ. Επομένως, συνολικά για τις ως άνω αιτίες, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των 14.124,96 Ευρώ, έναντι του οποίου  έχει αυτός λάβει το ποσό των 8.263,77 Ευρώ, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο παράπονο, με λόγο έφεσης, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού 5.861,19 Ευρώ. Συνεπώς, η εκκαλουμένη που έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται, ως διαφορά αμοιβής για υπερωριακή εργασία κατά τα ανωτέρω επίδικα χρονικά διαστήματα, το ποσό των 2.061,27 Ευρώ και όχι το ανωτέρω ποσό, ήτοι 5.861,19 Ευρώ, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμου από ουσιαστική άποψη του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης του ενάγοντος και (αναφορικά με το ζήτημα των ορών εργασίας του ενάγοντος κατά το χρονικό διάστημα που το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες) του πρώτου λόγου της έφεσης της εναγομένης.

Περαιτέρω, με το άρθρο 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. ορίστηκε ότι «1. Στα πληρώματα των πλοίων … καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός 15 ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. 2. Τα δώρα εορτών υπολογίζονται καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων περιλαμβανομένων και των υπερωριών». Από το συνδυασμό δε της προαναφερθείσας διάταξης με εκείνες των  άρθρων 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/82 Υ.Α. (ΕΝ) “περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς” (Φ.Ε.Κ. Β’ 1/7 Ιανουαρίου 1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 ημίσεως μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντιστοίχως και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009, σ.267, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝΔ 2009, σ.102), μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, λαμβανομένου άρα υπόψη και του ημερήσιου αντίτιμου τροφής προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003, σ.345, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝΔ  2009, σ.273). Το προβλεπόμενο, όμως, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 – 3 και 20 της ως άνω Συλλογικής Συμβάσεως επίδομα ιματισμού, του οποίου δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, το οποίο, όμως, δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κυρία και βασική αιτία χορηγήσεως τούτου είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΕφΠειρ 347/2016, προσκομιζόμενη, ΕφΠειρ 626/2014, ΕλΔνη 2015, σ.508, ΕφΠειρ 164/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ,  ΕφΠειρ 434/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.204, ΕφΠειρ 377/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.262, ΕφΠειρ 238/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.102,  πρβλ. ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 σ.1300, ΑΠ 226/2003 ΔΕΝ 59, σ.1138).

Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται τα κάτωθι ποσά, ως διαφορά αμοιβής επιδομάτων εορτών, ήτοι : 1) Αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2012 (χρονικό διάστημα από 19.5.2012 έως 31.12.2012, ήτοι 227 ημέρες) το ποσό των 3.750,42 Ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.157,99 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 254,76 ΕΥΡΩ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ΕΥΡΩ + μηνιαία τροφοδοσία 576,30 Ευρώ + άδεια 417,12 ΕΥΡΩ (μισθός ενεργείας 1.157,99 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 254,76 ΕΥΡΩ = 1.412,75 Χ 1/22 Χ 5 ημέρες μηνιαίως = 321,08 ΕΥΡΩ + αντίτιμο τροφής 96,05 ΕΥΡΩ κατά τα άρθρα 3 και 15 της προαναφερομένης Συλλογικής Συμβάσεως Ναυτικής Εργασίας, δηλ. 19,21 ΕΥΡΩ Χ 5 ημέρες) + μέσος όρος υπερωριών, Σαββάτου και αργιών, καθημερινών και Κυριακών 1.481,64 Ευρώ (ήτοι αμοιβή υπερωριακής απασχολήσεως του ενάγοντος κατά το ένδικο διάστημα απασχόλησής του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο, υπολογιζόμενο ανωτέρω, ποσού 14.124,96  Ευρώ : 286 ημέρες Χ 30 ημέρες) =] 3.923,03 Ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο εργασίας Χ 11,95 (227 ημέρες : 19) δεκαεννιαήμερα}. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 2.081,95 Ευρώ, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο παράπονο, με λόγο έφεσης. Επομένως, για την ως άνω αιτία, ο ενάγων δικαιούται τη διαφορά, ποσού (3.750,42 – 2.081,95 =) 1.668,47 Ευρώ. 2) Αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα έτους 2013 (χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 28.2.2013, ήτοι 59 ημέρες) το ποσό των 964,41 Ευρώ [μηνιαίες αποδοχές, υπολογιζόμενες ανωτέρω, ύψους 3.923,03 Ευρώ : 2 Χ 1/15 για κάθε οκταήμερο εργασίας Χ 7,375 (59 ημέρες : 8) οκταήμερα}. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 530,08 Ευρώ, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο παράπονο, με λόγο έφεσης. Επομένως, για την ως άνω αιτία, ο ενάγων δικαιούται τη διαφορά, ποσού (953,61 – 530,08 =) 434,33 Ευρώ. Συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία υπολόγισε στις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα το επίδομα ιματισμού και μέσο όρο αμοιβής υπερωριακής εργασίας που υπολείπεται της δικαιούμενης από τον ενάγοντα, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα και, συνακόλουθα, επεδίκασε στον ενάγοντα, α) ως διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτής Χριστουγέννων 2012, το ποσό των 1.037,64 Ευρώ, αντί του ορθού των 1.668,47 Ευρώ και β) ως διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτής Πάσχα 2013, το ποσό των 719,10 Ευρώ και όχι το ανωτέρω ποσό των 434,33 Ευρώ, έσφαλε, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμων των σχετικών λόγων εφέσεων αμφοτέρων των διαδίκων πλευρών.

Περαιτέρω, κατά το διάστημα από 19.5.2012 έως 3.6.2012 (15 ημέρες) στο πλοίο δεν υπηρετούσε μάγειρας και δεν παρείχε το φαγητό στο πλήρωμα, επομένως ο ενάγων δικαιούται, ως αντίτιμο τροφής το ποσό των (15 ημέρες Χ 19,21 Ευρώ =) 288,15 Ευρώ, επομένως του οφείλεται αυτό, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, χωρίς να υπάρχει ως προς τούτο παράπονο, με λόγο έφεσης.

Περαιτέρω, το ανωτέρω πλοίο εκτέλεσε, κατά το διάστημα από 4.6.2012 έως 30.9.2012, τριάντα έξι (36) δρομολόγια εξπρές (2 τον Ιούνιο, 11 τον Ιούλιο, 20 τον Αύγουστο και 3 το Σεπτέμβριο), όπως δέχτηκε η εκκαλουμένη, χωρίς να αμφισβητείται τούτο με λόγο έφεσης, επομένως ο ενάγων δικαιούται, ως αμοιβή για την αιτία αυτήν, το ποσό των 4.707,72 Ευρώ [(μηνιαίες αποδοχές, υπολογιζόμενες ανωτέρω, ύψους  3.923,03 Ευρώ Χ 1/30 =) 130,77 Ευρώ Χ 36]. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 2.775,73 Ευρώ, όπως δέχτηκε η εκκαλουμένη και δεν αμφισβητείται με λόγο σχετικό έφεσης, επομένως του οφείλεται η διαφορά, ποσού (4.707,72 – 2.775,73 =) 1.931,99 Ευρώ. Συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία υπολόγισε ότι ο ενάγων δικαιούται ως αμοιβή δρομολογίων εξπρές το ποσό των 1.558,79 Ευρώ, αντί του ανωτέρω ποσού των 1.931,99 Ευρώ, έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμων, του τρίτου λόγου έφεσης του ενάγοντα και (ως προς τον υπολογισμό του επιδόματος ιματισμού στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές), του τρίτου λόγου έφεσης της εναγομένης.

Σε συνέχεια των ανωτέρω πρέπει να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις, ως ουσιαστικά βάσιμες, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμων των λόγων τους και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της (ήτοι και για τα μη προσβληθέντα κεφάλαια αυτής, για τη δημιουργία ενιαίου τίτλου εκτέλεσης), περιλαμβάνοντος και τη διάταξη της εκκαλούμενης περί δικαστικών εξόδων (ΑΠ 103/2001, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσία, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή κατά ένα μέρος, ως και κατ’ ουσία βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (5.861,19 + 1.668,47 + 434,33 + 288,15 + 1.931,99 =) 10.184,13 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την  1.3.2013, σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής και τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται ειδικά με λόγο έφεσης, μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση. Τέλος, η ηττημένη και στην έκκλητη δίκη εναγομένη (εφεσίβλητη – εκκαλούσα ) πρέπει να καταδικαστεί και σε, ανάλογο με την έκταση της νίκης και ήττας του κάθε διαδίκου, μέρος των δικαστικών εξόδων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας του ενάγοντος, όπως καθορίζονται στο διατακτικό (άρθρ. 183, 178§1, 189 και 191§2 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων τις από 16.5.2016 (με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …) και από 30.6.2016 (με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του δικαστηρίου τούτου …) εφέσεις.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 1/2016 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά.

Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση.

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δέκα χιλιάδων εκατόν ογδόντα τεσσάρων Ευρώ και δεκατριών λεπτών του Ευρώ (10.184,13 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την  1.3.2013, μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση.

Καταδικάζει την εναγομένη εφεσίβλητη – εκκαλούσα σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, που το καθορίζει και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας σε πεντακόσια ενενήντα (590) Ευρώ.

Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις                   , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η     ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ