ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 2666/2016
(Αριθμ. Κατάθ. …, …)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
————————————
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΑ – ΑΝΤΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της, Μαρία Σταμούλη, βάσει δηλώσεως, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΑΝΤΕΚΚΑΛΟΥΝΤΑ : Τ. Μ. του Φ., κατοίκου Π. Νομού Ξάνθης, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξουσίο δικηγόρου του, Στέφανο Λύρα, βάσει δηλώσεως, κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά την από 3.12.2012, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του κατά της εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό,τι αναφέρεται σε αυτήν. Το Δικαστήριο, με τη με αριθμό 160/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Η εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη, με την από 24.3.2016 (με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, …, γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης … ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου) έφεσή της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή, ζητώντας την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της. Επίσης, ο εφεσίβλητος – αντεκκαλών, με την από 26.9.2016 (με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …) αντέφεσή του, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, ζητώντας τη μεταρρύθμισή της, για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν μονομερείς δηλώσεις που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 του ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 24.3.2016, με αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά και με γενικό αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου … και ειδικό αριθμό κατάθεσης … καθώς και η από 26.9.2016, με γενικό αριθμό κατάθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου … και ειδικό αριθμό κατάθεσης …, αντέφεση, πρέπει, σύμφωνα με το αρθρ. 246 ΚΠολΔ, να ενωθούν και συνεκδικασθούν, αφού ασκούνται από τους διαδίκους της πρωτοβάθμιας δίκης, στρέφονται κατά της αυτής απόφασης (160/2015 Ειρηνοδικείου Πειραιώς) και δικάζονται κατά την αυτή διαδικασία εργατικών διαφορών, με την συνεκδίκαση δε αυτή επιτυγχάνεται η επιτάχυνση της διαδικασίας και η μείωση των εξόδων.
Η έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας κατά της απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά με τον αριθμό 160/6.8.2015, το οποίο δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), την από 3.12.2012, με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητου, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, αφού δεν προκύπτει από τον φάκελο της δικογραφίας, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 24.3.2016 (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 516, 518 παρ. 2, 591 παρ.1 του ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο άσκησης των ένδικων εφέσεων, ήτοι μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/23.7.2015, βλ. άρθρο ένατο, παρ.2 Ν. 4335/2015). Είναι επομένως, παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ). Επίσης, πρέπει να εξετασθεί ως προς τη βασιμότητά της (533 παρ.1 ΚΠολΔ) και η αντέφεση, την οποίαν ο εφεσίβλητος παραδεκτώς άσκησε, με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε στην αντίδικό του, 8 ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, όπως αποδεικνύεται από τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, Κ. Β. Κ. (βλ. αρθρ. 591 εδ.ζ ΚΠολΔ, όπως αυτό ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης, ήτοι μετά την 1.1.2016, βλ. άρθρο ένατο, παρ.2 Ν. 4335/2015).
Ο ενάγων (ήδη εφεσίβλητος – αντεκκαλών), με την από 3.12.2012 ένδικη αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, εξέθετε ότι, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκα στον Πειραιά, μεταξύ του ιδίου και της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας, προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο με το όνομα «…», νηολογίου Πειραιώς (αριθμ. …), κ.ο.χ. 29.560, με την ειδικότητα του ναύτη, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες του ελληνικού δικαίου και της οικείας και κάθε φορά ισχύουσας Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών πλοίων και ότι, σε εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης, εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο, το οποίο εκτελούσε τα αναφερόμενα στην αγωγή (κατά τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα χρονικά διαστήματα) δρομολόγια, κατά τα διαστήματα από 30.12.2010 έως 18.2.2011, από 28.3.2011 έως 11.7.2011 και από 1.8.2011 έως 15.10.2011, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητούσε, κυρίως μεν με βάση τη σύμβαση εργασίας και επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 12.835,67 Ευρώ, άλλως το ποσό των 11.837,38 Ευρώ, ως διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες και κατά τις καθημερινές και Κυριακές, διαφορά επιδόματος εορτής Πάσχα 2011 και διαφορά επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2011 και αποζημίωση απόλυσης, υπό τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του (15.10.2011), άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση του ποσού αυτού. Επί της αγωγής αυτής, η οποία συζητήθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη, με αριθμό 160/2015 απόφασή του, με την οποίαν έκανε εν μέρει δεκτή, ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη την αγωγή, ως προς την κύρια βάση της και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 6.722,19 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, κατά τα ειδικότερα στην απόφαση αναφερόμενα. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται η εναγομένη – εκκαλούσα – αντεφεσίβλητη, με την έφεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται στο εφετήριο δικόγραφο και που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί, δε, τη μεταρρύθμισή της, την απόρριψη της αγωγής στο σύνολό της, την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δια της καταδίκης του ενάγοντος στην καταβολή στην εναγομένη του ποσού των 3.000 Ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε από την τελευταία, σε εξόφληση του προσωρινώς εκτελεστού ποσού που ορίστηκε με την ανωτέρω απόφαση, καθώς και να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας. Εξάλλου, ο ενάγων –εφεσίβλητος – αντεκκαλών, με την αντέφεσή του, η οποία παραδεκτά στρέφεται κατά των κεφαλαίων που προσβάλλονται με την υπό κρίση έφεση (εκτελεσθείσες υπερωρίες, υπολογισμός επιδομάτων εορτών, αποζημίωση απόλυσης), παραπονείται κατά της εκκαλουμένης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς τα κεφάλαια αυτά και, επιπρόσθετα, να καταδικασθεί η αντεφεσίβλητη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, ειδικότερα δε από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (ο ενάγων δεν προσήγαγε μάρτυρα προς εξέταση με επιμέλειά του), η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά του ιδίου Δικαστηρίου, καθώς και από όλα, γενικά, τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, με την επισήμανση ότι δε δύναται να ληφθεί υπόψιν η με αριθμό … ένορκη βεβαίωση του Ι. Τ., ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ξάνθης, Αικατερίνης Σπ. Παγουλάτου, η οποία ελέγχεται, κατ’ αυτεπάγγελτη κρίση του Δικαστηρίου τούτου, ως απαράδεκτο αποδεικτικό μέσο, ανεξαρτήτως βλάβης της εναγομένης (ήδη εκκαλούσας – αντεφεσίβλητης), διότι ελήφθη ερήμην της εναγομένης, ώρα 13.30 της ως άνω ημερομηνίας, σε χρόνο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο των 15 λεπτών πέραν της κοινοποιηθείσας στην εναγομένη ώρας, ήτοι στις 13.00 (και 14.00), όπως δύναται να συναχθεί από τη από 3.9.2013 κλήση του ενάγοντος, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη με τη με αριθμό … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Ι. Β. Κ., χωρίς να δύναται να συναχθεί από το κείμενο της ένορκης βεβαίωσης ότι η καθυστέρηση πέραν του 15λέπτου οφείλεται σε εμφιλοχωρήσασα υπηρεσιακή απασχόληση του Συμβολαιογράφου (βλ. ΟλΑΠ 20/2004, ΑΠ 1709/2005, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 63/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 106/2013, Αρμ 2014, σ.1356, ΕφΔωδ 10/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ) : Δυνάμει σύμβασης εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίσθηκε στη Σύρο, την 30.12.2010, μεταξύ του ενάγοντα, απογεγραμμένου έλληνα ναυτικού και της εναγομένης, νομίμως εκπροσωπουμένης, πλοιοκτήτριας του υπό Ελληνική σημαία πλοίου με το όνομα «…», νηολογίου Πειραιά, αρ. …, κ.ο.χ. 29.560, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα του ναύτη, με τις αποδοχές και τους όρους εργασίας που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ε. Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων και υπηρέτησε σε αυτό μέχρι την 18.2.2011, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω αδείας. Ακολούθως, στις 28.3.2011, ο ενάγων επαναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ίδια ειδικότητα και απασχολήθηκε σε αυτό μέχρι την 11.7.2011, οπότε επίσης απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω αδείας και τέλος, επαναυτολογήθηκε στο πλοίο αυτό, με την ως άνω ειδικότητα την 1.8.2011 και εργάσθηκε σε αυτό μέχρι την 15.10.2011, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω ετήσιας επιθεώρησης. Το διάστημα από 1.1.2011 έως 11.1.2011, το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια λόγω ακινησίας. Εξάλλου, από 12.1.2011 και εφεξής, το πλοίο εκτελούσε τα κάτωθι, μη αμφισβητούμενα (261 ΚΠολΔ) δρομολόγια, ήτοι : α) Από 12.11.2011 έως 28.2.2011, από 28.3.2011 έως 13.4.2011, το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 19.00 της Δευτέρας, προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο Κω, Ρόδο (αφ. 8.05 της Τρίτης – αναχ. 17.00) και επιστροφή προς Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στις 6.00 της Τετάρτης, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Τετάρτης, προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω και Ρόδο (αφ. 8.05 της Πέμπτης και αναχώρηση 17.00) και επιστροφή προς Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στις 6.00 της Παρασκευής, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Παρασκευής, προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω και Ρόδο (αφ. 8.05 του Σαββάτου – αναχ. 17.00 της Κυριακής) και επιστροφή προς Κω, Λέρο Πάτμο, Σύρο με άφιξη Πειραιά στις 6.00 της Δευτέρας. β) Από 14.4.2011 έως 30.4.2011, το πλοίο εκτελούσε την 1η εβδομάδα το δρομολόγιο από Πειραιά στις 19.00 της Δευτέρας, προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω και Ρόδο (αφ. 10.10 της Τρίτης – αναχ. 17.00) – Κω, Λέρο Πάτμο, Σύρο με άφιξη Πειραιά στις 8.05 της Τετάρτης, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Τετάρτης, προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω και Ρόδο (αφ. 10.10 της Πέμπτης – αναχ. 17.00) προς Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στις 08.05 της Παρασκευής, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Παρασκευής, προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω και Ρόδο (αφ. 10.10 του Σαββάτου – αναχ. 17.00 της Κυριακής) και άφιξη στον Πειραιά στις 6.40 της Κυριακής, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Κυριακής προς Θήρα, Κω, Ρόδο (αφ. 8.45 της Δευτέρας – αναχ. 17.00) προς Κω, Θήρα και άφιξη στον Πειραιά στις 7.45 της Τρίτης. Την δεύτερη εβδομάδα, το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο από Πειραιά (αναχώρηση ώρα 19.00 της Τρίτης) προς Θήρα, Κω, Ρόδο (αφ. 8.45 της Τετάρτης – αναχ. 17.00) προς Κω, Θήρα και άφιξη στον Πειραιά στις 7.45 της Πέμπτης προς Πειραιά (αναχ. 19.00 της Πέμπτης) προς Θήρα, Κω, Ρόδο (αφ. 9.45 της Παρασκευής – αναχ. 17.00) προς Κω, Θήρα και άφιξη στον Πειραιά στις 7.45 του Σαββάτου, αναχώρηση από Πειραιά στις 23.30 του Σαββάτου προς Κω, Ρόδο (αφ. 12.00 της Κυριακής – αναχ. 17.00) προς Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στις 8.05 της Δευτέρας. γ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2011 έως 29.5.2011, το πλοίο εκτελούσε τις εξής ακτοπλοϊκές γραμμές. Αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 19.00 της Δευτέρας, προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο Κω, Ρόδο (αφ. 10.10 της Τρίτης – αναχ. 17.00) και επιστροφή προς Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στις 8.05 της Τετάρτης, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Τετάρτης, προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω και Ρόδο (αφ. 10.05 της Πέμπτης και αναχώρηση 17.00) και επιστροφή προς Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στις 8.05 της Παρασκευής, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Παρασκευής, προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω και Ρόδο (αφ. 10.05 του Σαββάτου – αναχ. 17.00 της Κυριακής) και επιστροφή προς Κω, Λέρο Πάτμο, Σύρο με άφιξη Πειραιά στις 8.05 της Δευτέρας. δ) Κατά το ένδικο διάστημα από 30.5.2011 έως 30.6.2011 και από 5.9.2011 έως 15.10.2011, το πλοίο εκτελούσε, την πρώτη εβδομάδα το δρομολόγιο από Πειραιά (αναχώρηση στις 19.00 της Δευτέρας) προς Σύρο, Κω, Ρόδο (αφ. 8.10 της Τρίτης – αναχ. 17.00) προς Κω, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στις 6.10 της Τετάρτης, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Τετάρτης, προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω και Ρόδο (αφ. 10.10 της Πέμπτης και αναχώρηση 17.00) και επιστροφή προς Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στις 8.05 της Παρασκευής, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Παρασκευής, προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω και Ρόδο (αφ. 10.05 του Σαββάτου – αναχ. 17.00 της Κυριακής) και επιστροφή προς Κω και άφιξη στον Πειραιά στις 6.45 της Κυριακής, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Κυριακής, προς Θήρα, Κω, Ρόδο (αφ. 9.45 της Δευτέρας – αναχ. 17.00) προς Κω, Θήρα και άφιξη στον Πειραιά στις 7.45 της Τρίτης. Τη δεύτερη εβδομάδα, το πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο από Πειραιά (αναχ. 19.00 της Τρίτης) προς Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο (αφ. 9.25 της Τετάρτης – αναχ. 17.00) προς Κω, Λέρο, Πάτμο και άφιξη στον Πειραιά στις 7.30 της Πέμπτης, εκ νέου αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Πέμπτης προς Θήρα, Κω, Ρόδο (αφ. 9.45 της Παρασκευής – αναχ. 17.00) προς Κω, Θήρα και άφιξη στον Πειραιά στις 7.45 του Σαββάτου, αναχώρηση από Πειραιάς τις 23.30 του Σαββάτου προς Κω και Ρόδο (αφ. 12.00 της Κυριακής – αναχ. 17.00) προς Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στις 8.05 της Δευτέρας. ε) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2011 έως 11.7.2011 και από 14.8.2011 έως 4.9.2011, το πλοίο αναχωρούσε από τον Πειραιά στις 19.00 της Δευτέρας, προς Σύρο, Κω, Ρόδο (αφ. 8.10 της Τρίτης – αναχ. 17.00) και επιστροφή προς Κω, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στις 5.40 της Τετάρτης, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Τετάρτης, προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω και Ρόδο (αφ. 10.10 της Πέμπτης και αναχώρηση 17.00) και επιστροφή προς Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στις 8.05 της Παρασκευής, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Παρασκευής, προς Σύρο και Ρόδο (αφ. 6.30 του Σαββάτου) και εκ νέου αναχώρηση στις 9.30 επιστροφή προς Κω και Κατάπολα και άφιξη στον Πειραιά στις 21.10 του Σαββάτου, εκ νέου αναχώρηση από Πειραιά στις 23.55 του Σαββάτου προς Κατάπολα, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο (αφ. 13.25 – αναχ. 17.00) με επιστροφή προς Κω, Λέρο Πάτμο, Σύρο με άφιξη Πειραιά στις 8.05 της Δευτέρας. στ) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2011 έως 13.8.2011, το πλοίο εκτελούσε την πρώτη εβδομάδα το δρομολόγιο από Πειραιά (αναχ. 19.00 της Τρίτης) προς Πάτμο, Λέρο, Κω Ρόδο (αφ. 9.25 της Τετάρτης – αναχ.17.00) με επιστροφή προς Κω, Λέρο, Πάτμο και άφιξη στον Πειραιά στις 5.10 της Πέμπτης, με αναχώρηση εκ νέου στις 8.00 της Πέμπτης προς Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο (αφ. 21.20 της Πέμπτης) και αναχώρηση στις 23.59 προς Κω, Λέρο, Πάτμο και άφιξη στον Πειραιά στις 12.05 της Παρασκευής, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Παρασκευής, προς Σύρο, Κω, Ρόδο (αφ. 6.30 του Σαββάτου – αναχ. 9.30) και επιστροφή από Κω, Κατάπολα και άφιξη στον Πειραιά στις 21.10 του Σαββάτου, αναχώρηση από Πειραιά στις 23.55 του Σαββάτου προς Κατάπολα, Πάτμο, Λέρο, Κω και Ρόδο (αφ. 13.25 της Κυριακής – αναχ. 17.00) και επιστροφή προς Κω, Λέρο, Πάτμο, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στις 8.05 της Δευτέρας. Τη δεύτερη εβδομάδα, το πλοίο αναχωρούσε από Πειραιά στις 19.00 της Δευτέρας, προς Σύρο, Κω, Ρόδο (αφ. 8.10 της Τρίτης – αναχ. 17.00) και επιστροφή από Κω, Σύρο και άφιξη στον Πειραιά στις 5.40 της Τετάρτης, αναχώρηση από Πειραιά στις 19.00 της Τετάρτης, προς Σύρο, Πάτμο, Λέρο, Κω, Ρόδο (αφ. 8.05 της Πέμπτης – αναχ. 10.30) προς Κω και άφιξη στον Πειραιά στις 21.30 της Πέμπτης, αναχώρηση εκ νέου από Πειραιά στις 23.55 της Πέμπτης προς Θήρα, Κω, Ρόδο (αφ. 12.35 της Παρασκευής) και εκ νέου αναχώρηση (στις 17.00) για Κω, Θήρα και άφιξη στον Πειραιά στις 5.40 του Σαββάτου, εκ νέου αναχώρηση από Πειραιά στις 9.00 του Σαββάτου προς Θήρα, Κω, Ρόδο (αφ. 21.40 του Σαββάτου – αναχ. 23.59) και επιστροφή από Κω, Θήρα και άφιξη στον Πειραιά στις 12.40 της Κυριακής, εκ νέου αναχώρηση από τον Πειραιά στις 19.00 της Κυριακής προς Θήρα, Κω, Ρόδο (αφ. 9.45 της Δευτέρας – αναχώρηση 17.00) και επιστροφή από Κω και Θήρα, με άφιξη στον Πειραιά στις 7.45 της Τρίτης. Στο πλοίο αυτό υπηρετούσαν, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ένας (1) ναύκληρος, δύο (2) υποναύκληροι, δώδεκα (12) ναύτες και δύο (2) ναυτόπαιδες (βλ. προσκομιζόμενο και επικαλούμενο από την εναγομένη, αντίγραφο της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος του πλοίου). Ο ενάγων, κατά την απασχόλησή του στο ως άνω πλοίο απασχολούνταν καθημερινά, εναλλάξ, είτε ως ναύτης βάρδιας (εκτελούσε δύο τετράωρες βάρδιες το εικοσιτετράωρο), είτε ως ημερεργάτης (dayman/ντεϊμάνης). Προς κάλυψη των ποικίλων λειτουργικών αναγκών του πλοίου κατά τη διάρκεια των πολύωρων δρομολογίων του και λόγω των συχνών κατάπλων του σε ενδιάμεσα λιμάνια, ο ενάγων, όταν εκτελούσε φυλακή (δύο τετράωρες βάρδιες), απασχολούνταν επιπλέον, είτε πριν την έναρξη της βάρδιάς του είτε μετά τη λήξη της, με την πρόσδεση του πλοίου, τη φορτοεκφόρτωση, έχμαση των οχημάτων και ασφάλιση στο χώρο στάθμευσης (γκαράζ) αυτού και την απόδεσή τους και επιπλέον με εργασίες καθαριότητας και συντήρησης του πλοίου, δηλαδή βαψίματα, πλύσιμο των καταστρωμάτων και του γκαράζ, ενώ όταν εκτελούσε υπηρεσία ημερεργάτη, απασχολείτο, πέραν της ημερήσιας απασχόλησής τους, σε διάφορες εργασίες συντήρησης και καθαριότητας. Ο ενάγων, κατά τη διάρκεια ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο, όταν αυτό εκτελούσε δρομολόγια, απασχολούνταν πέραν του νομίμου ωραρίου, υπερωριακώς, ήτοι πέραν του οκταώρου τις καθημερινές και καθ’ όλη τη διάρκεια της εργασίας του τα Σάββατα και τις αργίες. Ισχυρή απόδειξη πραγματοποίησης της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος, αποτελεί το γεγονός ότι σε αυτόν καταβαλλόταν μηνιαίως χρηματικό ποσό για υπερωρίες, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους, με επίκληση, λογαριασμούς μισθοδοσίας, ενώ αντίθετη περί τούτου απόδειξη, δε δύναται να συναχθεί από την κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Γεωργίου Κανελλόπουλου, στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ο οποίος επιβεβαίωσε την καταβολή στο πλήρωμα του πλοίου παγίου ποσού για εκτέλεση υπερωριών από μέρους της εναγομένης και τα ανωτέρω καθήκοντα του ενάγοντα, πλην όμως, ουδέν ειδικότερο ανέφερε αυτός, αναφορικά με τις ακριβείς ώρες υπερωρίας που ο ενάγων παρείχε ως ναύτης στο ως άνω πλοίο. Βάσει των προεκτεθέντων και ιδίως ενόψει: α) των επικρατουσών συνθηκών και περιστάσεων, κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του ως άνω πλοίου, το οποίο εκτελούσε τα προαναφερόμενα δρομολόγια κατά τις ανωτέρω διακριτές χρονικές περιόδους (οπότε προσέγγιζε αυτό καθημερινά μεγάλο αριθμό λιμένων), β) των χρονικών περιόδων, κατά τις οποίες ήταν ναυτολογημένος ο ενάγων, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, ως ναύτη, δ) της σταθερής καταβολής κάθε μήνα ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, τόσο κατά τις καθημερινές και Κυριακές όσο και κατά τα Σάββατα και τις αργίες και ε) των διδαγμάτων της κοινής πείρας και των κανόνων της λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 παρ.4 ΚΠολΔ), το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο ενάγων, κατά την εκτέλεση των ως άνω καθηκόντων του, απασχολήθηκε, κατά μέσον όρο, α) επί ένδεκα (11) ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά τα χρονικά διαστήματα από 12.1.2011 έως 18.2.2011, από 28.3.2011 έως 13.4.2011 και από 1.5.2011 έως 29.5.2011, από 14.4.2011 έως 30.4.2011, από 30.5.2011 έως 30.6.2011 και από 5.9.2011 έως 15.10.2011, β) επί δεκατρείς (13) ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.7.2011 έως 11.7.2011 και από 1.8.2011 έως 4.9.2011, ενόψει του ότι, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, τα δρομολόγια του πλοίου ήταν τότε πιο πυκνά και με λιγότερες στάσεις αναμονής σε κάθε λιμένα, ενώ, παράλληλα σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 πααρ.4 ΚΠολΔ), η επιβατική κίνηση κατά τους θερινούς μήνες στους λιμένες αυτούς παρίσταται αυξημένη και γ) επί οκτώ (8) ώρες τα Σάββατα και την αργία της 6.1.2011 του διαστήματος από 1.1.2011 έως 11.1.2011, οπότε το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, πλην όμως ο ενάγων εργάστηκε σε αυτό, προς κάλυψη των αναγκών του. Ωστόσο, ο αγωγικός ισχυρισμός του ενάγοντα, επαναφερόμενος με την κρινόμενη αντέφεση, ότι εργαζόταν α) επί 13,5 ώρες τις καθημερινές και 12 ώρες τα Σάββατα του χρονικού διαστήματος από 12.1.2011 έως 18.2.2011, από 28.3.2011 έως 13.4.2011 και από 1.5.2011 29.5.2011, β) επί 13,5 ώρες κατά τις καθημερινές και 13 ώρες τα Σάββατα του χρονικού διαστήματος από 14.4.2011 έως 30.4.2011, από 30.5.2011 έως 30.6.2011 και από 5.9.2011 έως 15.10.2011 και γ) επί 14 ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, το χρονικό διάστημα από 1.7.2011 έως 4.9.2011, κρίνεται υπερβολικός και μη ανταποκρινόμενος στα πράγματα, ενώ ουδόλως αποδείχθηκε από το προσκομιζόμενο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικό υλικό. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι, το γεγονός ότι το ανωτέρω πλοίο της εναγομένης είχε την προβλεπόμενη κατά το νόμο σύνθεση πληρώματος δεν αποτελεί τεκμήριο και δη αμάχητο ότι δεν απαιτείτο για τις ανάγκες της λειτουργίας τους η παροχή εκ μέρους του πληρώματος (συγκεκριμένα του εδώ ενάγοντος) υπερωριακής εργασίας, ούτε αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την πραγματοποιούμενη καθημερινά υπερωριακή εργασία, δεδομένου μάλιστα ότι η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΔ 31,σ.123). Άλλωστε, το γεγονός ότι ο ενάγων είχε συμφωνήσει όπως λαμβάνει μηνιαίως ένα συγκεκριμένο ποσό για υπερωριακή εργασία, υπογράφοντας τις μισθοδοτικές καταστάσεις (που περιλάμβαναν και τις αποδοχές για υπερωρίες) δεν αποκλείει την απόδειξη εκ μέρους του με άλλα αποδεικτικά μέσα ότι πραγματοποίησε περισσότερες ώρες υπερωριακής εργασίας, από όσες υπέγραψε και πληρώθηκε, όπως έγινε εν προκειμένω. Εξάλλου, η προσυπογραφή των μισθοδοτικών λογαριασμών, όπου περιλαμβάνονται και οι αποδοχές υπερωριών, δε συνιστά παραίτηση από τα σχετικά εκ των υπερωριών δικαιώματά του, λαμβανομένης υπόψη της δύσκολης θέσης κάθε εργαζομένου, που φοβάται την απόλυσή του και μάλιστα σε περίοδο υψηλού δείκτη ανεργίας και της ανάγκης του για εργασίας. Σε κάθε, δε, περίπτωση, και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των καταστάσεων μισθοδοσίας (περιλαμβάνουσα και τις αποδοχές των υπερωριών) ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του (άφεση χρέους) η παραίτηση αυτή είναι άνευ εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας είναι άκυρη (βλ. ΕφΠειρ 660/2010, ΕφΠειρ 1117/2005, ΕφΠειρ 1/2003, ΕΝΑΥΤΔ 2003, σ. 124). Πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγομένη, αμφισβητώντας το ύψος των υπερωριών που επικαλείται ο ενάγων, υποστηρίζει ότι επί του πλοίου ετηρείτο βιβλίο υπερωριών και πρόσθετων αμοιβών (άρθρο 157 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας Επιβατηγών Πλοίων και 19 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε.) στο οποίο δεν υπάρχει σχετική εγγραφή για υπερωριακή απασχόληση του ενάγοντος, πέραν αυτής, για 81 υπερωρίες μηνιαίως, που αναγράφεται στους λογαριασμούς μισθοδοσίας του και είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει σταθερώς κατά μήνα και για την οποία έχει εξοφληθεί πλήρως, ο δε ενάγων, καθόλο το διάστημα των ναυτολογήσεών του, ουδέποτε εναντιώθηκε, αλλά υπέγραφε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις πληρωμής του. Όμως, οι παραπάνω εγγραφές δεν ήσαν ακριβείς, όπως βασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, ο οποίος πράγματι εργαζόταν υπερωριακώς, όπως πιο πάνω αναλυτικά εκτίθεται, αναγκαζόμενος να υπογράφει δίπλα από τις ανακριβείς εγγραφές των ωρών υπερωρίας, υπό τον φόβο της τυχόν απόλυσής του, σε περίπτωση διαμαρτυρίας του (βλ. ΕφΠειρ 56/2015, ΕφΠειρ 452/2010, προσκομιζόμενες). Ενόψει των ανωτέρω, η οφειλόμενη αμοιβή του ενάγοντα λόγω υπερωριακής απασχόλησης, κατά τις περιόδους ναυτολόγησής του στα πλοία της εναγομένης, διαμορφώνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6, 11, 13, 18 της εφαρμοζόμενης στην ένδικη υπόθεση, από 31.3.2011 Σ.Σ.Ν.Ε. Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την 3525.1.5.1/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλάσσιων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1070/31.5.2011), ως ακολούθως, κατά το μη αμφισβητούμενο ειδικά με λόγο έφεσης αριθμό των ημερών εργασίας του ενάγοντα : Ι. Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές : A) Περίοδοι ναυτολόγησης από 12.1.2011 έως 18.2.2011, από 28.3.2011 έως 30.6.2011 και από 5.9.2011 έως 15.10.2011, το ποσό των (146 ημέρες Χ 3 ώρες ημερησίως Χ 8,38 Ευρώ =) 3.670,44 Ευρώ. Β) Περίοδοι ναυτολόγησης από 1.7.2011 έως 11.7.2011 και από 1.8.2011 έως 4.9.2011, το ποσό των (38 καθημερινές και Κυριακές της ως άνω περιόδου Χ 5 ώρες υπερωρίας ημερησίως Χ 8,38 Ευρώ =) 1.592,20 Ευρώ. Επομένως, συνολικά για τις ως άνω αιτίες, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (3.670,44 + 1.592,20 =) 5.262,64 Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των (568,33 + 396,66 + 88,15 + 661,10 + 661,10 + 677,73 + 248,5 + 677,73 + 677,73 + 338,86 =) 4.995,89 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντα, σε συνδυασμό με το αντίγραφο εκ του βιβλίου υπερωριών του πλοίου. Επομένως, οφείλεται στον ενάγοντα η διαφορά, ποσού (5.262,64 – 4.995,89 =) 266,75 Ευρώ, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμης από ουσιαστική άποψη της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη (αρθρ. 416 ΑΚ, 262 ΚΠολΔ). ΙΙ. Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες : A) Περίοδος ναυτολόγησης από 1.1.2011 έως 11.1.2011, για τα 2 Σάββατα και την αργία της 6.1.2011 της ως άνω περιόδου, το ποσό των (3 ημέρες Χ 8 ώρες ημερησίως Χ 10,05 Ευρώ =) 241,20 Ευρώ. Β) Περίοδοι ναυτολόγησης από 12.1.2011 έως 18.2.2011, από 28.3.2011 έως 30.6.2011 και από 5.9.2011 έως 15.10.2011, για τα 24 Σάββατα και 5 αργίες (1.5, Μ. Παρασκευή, Δευτέρα, Αναλήψεως, 14.9) της ως άνω περιόδου, το ποσό των (29 ημέρες Χ 11 ώρες ημερησίως Χ 10,05 Ευρώ =) 3.205,95 Ευρώ. Γ) Περίοδος ναυτολόγησης από 1.7.2011 έως 11.7.2011 και από 1.8.2011 έως 4.9.2011, για 7 Σάββατα και 1 αργία (15.8), του ως άνω διαστήματος, το ποσό των (8 ημέρες Χ 13 ώρες ημερησίως Χ 10,05 Ευρώ =) 1.045,20 Ευρώ. Επομένως, συνολικά για την αιτία αυτήν, ο ενάγων δικαιούται το ποσό των (241,20 + 3.205,95 + 1.045,20 =) 4.492,35 Ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των (447,20 + 268,32 + 59,63 + 447,20 + 447,20 + 458,44 + 168,10 + 458,44 + 458,44 + 229,22 =) 3.442,19 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντα, σε συνδυασμό με το αντίγραφο εκ του βιβλίου υπερωριών του πλοίου. Επομένως, οφείλεται στον ενάγοντα η διαφορά, ποσού (4.492,35 – 3.442,19 =) 1.050,16 Ευρώ, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμης από ουσιαστική άποψη της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη (αρθρ. 416 ΑΚ, 262 ΚΠολΔ). Σε συνέχεια των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση ορθώς έκρινε ότι ο ενάγων εργάσθηκε υπερωριακώς κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα επί ένδεκα (11) ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, κατά τα χρονικά διαστήματα από 12.1.2011 έως 18.2.2011, από 28.3.2011 έως 13.4.2011 και από 1.5.2011 έως 29.5.2011, από 14.4.2011 έως 30.4.2011, από 30.5.2011 έως 30.6.2011 και από 5.9.2011 έως 15.10.2011, επί δεκατρείς (13) ώρες ημερησίως, συμπεριλαμβανομένων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.7.2011 έως 11.7.2011 και από 1.8.2011 έως 4.9.2011 και επί οκτώ (8) ώρες τα Σάββατα και την αργία της 6.1.2011 του διαστήματος από 1.1.2011 έως 11.1.2011, απορριπτομένου του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσης και του περί του αντιθέτου λόγου της κρινόμενης αντέφεσης, ωστόσο, δεχόμενο ότι ο ενάγων δικαιούται, αφενός μεν, ως διαφορά αμοιβής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές, το ποσό των 1.480,24 Ευρώ, αντί του ορθού ανωτέρω (μετά τη μερική παραδοχή της προβληθείσας από την εναγομένη ένστασης εξόφλησης) ποσού των 266,75 Ευρώ, αφετέρου δε, ως διαφορά αμοιβής για την εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες, το ποσό των 1.933,78 Ευρώ, αντί του ορθού ανωτέρω (μετά τη μερική παραδοχή της προβληθείσας από την εναγομένη ένστασης εξόφλησης) ποσού των 1.050,16 Ευρώ, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή ως βάσιμου από ουσιαστική άποψη του δεύτερου λόγου έφεσης.
Περαιτέρω, αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης, με τον οποίον η εναγομένη παραπονείται για το ότι η εκκαλουμένη απέρριψε σιγή την ένσταση εξόφλησης του κονδυλίου της υπερωριακής αμοιβής με τις καταβληθείσες από αυτήν έκτακτες αμοιβές δυνάμει του όρου 4 των συμβάσεων εργασίας του ενάγοντος, σύμφωνα με τον οποίον οι υπέρτερες των νομίμων αποδοχές του ναυτικού συμψηφίζονται με τυχόν πραγματοποιούμενες από αυτόν υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της πλοιοκτήτριας σχετικές με τη σύμβαση εργασίας, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη υπό τίνος εκ των δεσμευομένων υπό συλλογικής συμβάσεως, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη συλλογική σύμβαση όρους, ακυρουμένων των τυχόν αντιθέτων συμφωνιών. Όροι, όμως, ατομικής συμβάσεως εργασίας ευνοϊκώτεροι δια τον μισθωτόν από τους διαλαμβανόμενους σε συλλογική σύμβαση εργασίας είναι επικρατέστεροι. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση και συμπεριλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων αποδοχές, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις υφιστάμενες κατά τον χρόνο της σύναψης της ατομικής συμβάσεως αλλά και διά τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της συμβάσεως, στην οποία με τον ίδιο όρο διελήφθη πρόβλεψη για καταλογισμό στις συμφωνηθείσες υπέρτερες των νομίμων αποδοχές εκείνων οι οποίες θα θεσπισθούν τυχόν στο μέλλον, από της καθιερώσεως των οποίων ενεργοποιείται η αιτία για την οποίαν κατεβλήθησαν οι υπέρτερες, δηλαδή η κάλυψή τους συμψηφιστικά. Το ίδιο ισχύει και για τις αξιώσεις από τη ναυτική εργασία, οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις, που καθορίζουν κατ’ αποκοπή το ποσόν της δικαιούμενης αμοιβής για πρόσθετη εργασία, γιατί η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ΝΔ 4020/1959 – η οποία προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως καλύψεως των υπερωριακών αμοιβών με τις πέραν των ελαχίστων ορίων συμβατικές αποδοχές στην χερσαία εργασία – δεν εφαρμόζεται στην πάγια κατ’ αποκοπή αμοιβή υπερωριών τις οποίες προβλέπουν οι ΣΣΝΕ διά μερικές ειδικότητες ναυτικών. Συνεπώς, εάν συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στον ναυτικό κατά την διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου υπό της οικείας ΣΣΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία επιμίσθιο, ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτου, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθή προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση. Το ως άνω επιμίσθιο μπορεί να συμψηφισθεί προς μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπομένων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνον τότε όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι προκύπτει όταν συμφωνήθηκε μισθός ανώτερος του νομίμου ως κλειστός μισθός, δηλαδή όταν συμφωνηθεί αμοιβή του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, στον οποίον περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά. Η έννοια του κλειστού μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη ειδικού καθορισμού τους, ενώ το ανωτέρω επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό. Άλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (βλ. ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 141/2012, ΠΕΙΡΝΟΜ 2012, σ.160, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.257, ΕφΠειρ 640/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2010/39, ΕφΠειρ 465/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009/276, ΕφΠειρ 568/2009, ΕΝΔ 2009, σ.276). Πρέπει να σημειωθεί ότι, σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο κλειστός μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της εννοίας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σ’ αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψιν και των συναλλακτικών ηθών (ΕφΠειρ 361/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.208, ΕφΠειρ 185/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.397, ΕφΠειρ 457/2000, ΔΕΕ 2009, σ.895). Στην προκειμένη περίπτωση, δυνάμει του όρου υπ’ αριθμ. 4 της από 30.12.2010 έγγραφης σύμβασης ναυτικής εργασίας που συνήψε ο ενάγων με την εναγομένη συμφωνήθηκε ότι «κάθε ποσό που καταβάλει η Εταιρία στο Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Τυχόν επιδόματα της Εταιρίας καταβάλλονται χωρίς υποχρέωση και μπορούν να ανασταλούν ή διακοπούν». Από τον ανωτέρω συμβατικό όρο, που ερμηνεύεται με βάση την αληθινή βούληση των μερών χωρίς προσήλωση στις λέξεις καθώς και όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, δεν προέκυψε ότι συνέτρεξαν οι προαναφερθείσες στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, εφόσον δεν προσδιορίσθηκαν με αυτόν (συμβατικό όρο) ειδικά κατά ποσό, οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο), που θα μπορούσαν να συμψηφισθούν με μελλοντικές αυξήσεις (προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία) των παρεχόμενων συμβατικών αποδοχών, καθώς και ο χρόνος καταβολής του ανωτέρω ποσού, ενώ τα ποσά που ελάμβανε μηνιαίως ο ενάγων και αναγράφονταν στις μισθοδοτικές καταστάσεις υπό τον τίτλο «έκτακτες αμοιβές» δεν προσδιορίσθηκαν ορισμένα και ειδικά στην εν λόγω σύμβαση ως υπέρτερες αποδοχές (επιμίσθιο), οι οποίες θα μπορούν να συμψηφίζονται με στηριζόμενες στο νόμο τυχόν αξιώσεις του πέραν των συμβατικώς προβλεπομένων (βλ. ΕφΠειρ 647/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 471/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.257, ΕφΠειρ 465/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.276). Εξάλλου, αν τα ποσά αυτά καταβάλλονταν, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, για αμοιβή λόγω υπερωριακής εργασίας, θα καταλογίζονταν στους σχετικούς λογαριασμούς μισθοδοσίας, ως «υπερωρίες» και όχι ως «έκτακτες αμοιβές» (βλ. ΕφΠειρ 168/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε σιγή την αντίστοιχη ένσταση, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, της αιτιολογίας της εκκαλουμένης συμπληρούμενης με την παρούσα απόφαση (αρθρ. 534 ΚΠολΔ). Κατ’ ακολουθίαν, ο σχετικός (τρίτος) λόγος της κρινόμενης έφεσης, τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, με το άρθρο 14 της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε. ορίστηκε ότι «1. Στα πληρώματα των πλοίων … καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός 15 ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. 2. Τα δώρα εορτών υπολογίζονται καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων περιλαμβανομένων και των υπερωριών». Από το συνδυασμό δε της προαναφερθείσας διάταξης με εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της με αριθμό 70109/8008/82 Υ.Α. (ΕΝ) “περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς” (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1/7 Ιανουαρίου 1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 ημίσεως μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπ’ όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός την 10η Δεκεμβρίου και την 15η ημέρα προ του Πάσχα αντιστοίχως και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως π.χ. το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009, σ.267, ΕφΠειρ 283/2009 ΕΝΔ 2009, σ.102), μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, λαμβανομένου άρα υπόψη και του ημερήσιου αντίτιμου τροφής προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003, σ.345, ΕφΠειρ 56/2015, προσκομιζόμενη, ΕφΠειρ 587/2011, ΕΝΔ 2012, σ.19, ΕφΠειρ 521/2009 ΕΝΔ 2009, σ.273, ΠολΠρΠειρ 5529/2010, προσκομιζόμενη). Το προβλεπόμενο, όμως, από τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 – 3 και 20 της ως άνω Συλλογικής Συμβάσεως επίδομα ιματισμού, του οποίου δικαιούνται οι ναυτικοί, οι οποίοι αποτελούν το κατώτερο πλήρωμα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, προς αντιμετώπιση των δαπανών της καθιερωμένης στολής του Εμπορικού Ναυτικού, την οποία υποχρεούνται να φέρουν, το οποίο, όμως, δεν οφείλεται, εάν η στολή παρέχεται από τον πλοιοκτήτη, δεν αποτελεί παροχή καταβαλλομένη ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, αφού, όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερθείσες διατάξεις, η κυρία και βασική αιτία χορηγήσεως τούτου είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών του πλοίου, και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπ’ όψιν προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΕφΠειρ 56/2015, προσκομιζόμενη, ΕφΠειρ 626/2014, ΕλΔνη 2015, σ.508, ΕφΠειρ 164/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 434/2013, ΕΝΑΥΤΔ 2013, σ.204, ΕφΠειρ 377/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.262, ΕφΠειρ 238/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.102, πρβλ. ΑΠ 774/2003 ΔΕΝ 59 σ.1300, ΑΠ 226/2003 ΔΕΝ 59, σ.1138).
Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται τα κάτωθι ποσά, ως διαφορά αμοιβής επιδομάτων εορτών έτους 2011, ήτοι : 1) Αναλογία επιδόματος εορτής Πάσχα έτους 2011 (χρονικό διάστημα από 1.1.2011 έως 18.2.2011 και από 28.3.2011 έως 30.4.2011, ήτοι 83 ημέρες) το ποσό των 1.282,44 Ευρώ {[μισθός ενεργείας 1.157,99 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 254,76 ΕΥΡΩ + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 35,22 ΕΥΡΩ + μηνιαία τροφοδοσία 576,30 Ευρώ + άδεια 417,12 ΕΥΡΩ (μισθός ενεργείας 1.157,99 ΕΥΡΩ + επίδομα Κυριακών 254,76 ΕΥΡΩ = 1.412,75 Χ 1/22 Χ 5 ημέρες μηνιαίως = 321,08 ΕΥΡΩ + αντίτιμο τροφής 96,05 ΕΥΡΩ κατά τα άρθρα 3 και 15 της προαναφερομένης Συλλογικής Συμβάσεως Ναυτικής Εργασίας, δηλ. 19,21 ΕΥΡΩ Χ 5 ημέρες) + μέσος όρος υπερωριών, Σαββάτου και αργιών, καθημερινών και Κυριακών 1.266,88 Ευρώ (ήτοι αμοιβή υπερωριακής απασχολήσεως του ενάγοντος κατά το ένδικο διάστημα απασχόλησής του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο κατά το έτος 2011, υπολογιζόμενο ανωτέρω, ποσού 9.754,96 Ευρώ : 231 ημέρες απασχόλησης του ενάγοντα στο πλοίο αυτό το έτος 2011 Χ 30 ημέρες) =] 3.708,27 Ευρώ : 2 Χ 1/15 για κάθε οκταήμερο εργασίας Χ 10,375 (83 ημέρες : 8) οκταήμερα}. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των (310,41 + 193,38 + 42,97 + 322,23 =) 869 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος (παραδεκτά λαμβανομένων υπόψιν, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και αυτών που δε φέρουν την υπογραφή του ενάγοντα, βλ. ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 934/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), επομένως του η διαφορά, ποσού (1.282,44 – 869 =) 413,44 Ευρώ, κατά παραδοχή ως βάσιμης από ουσιαστική άποψη της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη (αρθρ. 416 ΑΚ, 262 ΚΠολΔ). 2) Αναλογία επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2011 (χρονικό διάστημα από 1.5.2011 έως 11.7.2011 και από 1.8.2011 έως 15.10.2011, ήτοι 148 ημέρες), το ποσό των 2.310,70 Ευρώ {μηνιαίες αποδοχές, υπολογιζόμενες ανωτέρω, ύψους 3.708,27 Ευρώ Χ 2/25 για κάθε δεκαεννιαήμερο εργασίας Χ 7,789 (148 ημέρες : 19) δεκαεννιαήμερα}. Έναντι του ποσού αυτού, η εναγομένη κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των (322,23 + 323,03 + 118,87 + 323,03 + 323,03 + 161,94 =) 1.572,13 Ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη καταστάσεις μισθοδοσίας του ενάγοντος (παραδεκτά λαμβανομένων υπόψιν, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και αυτών που δε φέρουν την υπογραφή του ενάγοντα, βλ. ΟλΑΠ 15/2003, ΑΠ 934/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), επομένως του η διαφορά, ποσού (2.310,70 – 1.572,13 =) 738,57 Ευρώ, κατά παραδοχή ως βάσιμης από ουσιαστική άποψη της ένστασης εξόφλησης που προέβαλε η εναγομένη (αρθρ. 416 ΑΚ, 262 ΚΠολΔ). Συνεπώς, η εκκαλουμένη, η οποία υπολόγισε στις μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα το επίδομα ιματισμού και, συνακόλουθα, επεδίκασε στον ενάγοντα, α) ως διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτής Πάσχα 2011, το ποσό των 706,07 Ευρώ, αντί του ορθού ανωτέρω ποσού των 413,44 Ευρώ και β) ως διαφορά αναλογίας επιδόματος εορτής Χριστουγέννων έτους 2011, το ποσό των 1.053,17 Ευρώ, αντί του ορθού ανωτέρω ποσού των 738,57 Ευρώ, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή ως εν μέρει βάσιμου του τέταρτου λόγου έφεσης, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου λόγου της υπό κρίση αντέφεσης.
Αναφορικά, άλλωστε, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 27 της υπ’ αριθ. ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 «περί κύρωσης της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2011» (ΦΕΚ Β΄ 1070/31-5-2011), «σε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιοδήποτε λόγο, πέραν των 60 ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές 22 ημερών». Από τη διάταξη αυτή, η οποία εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση νόμου επέχει ισχύ νόμου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του Ν 1876/1990 και κατισχύει των συναφών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 1α και 174 παρ. 3 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/1973) επειδή είναι νεότερη, προκύπτει ότι σε περίπτωση που ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατικό ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής των πλόων αυτού για οποιοδήποτε λόγο και δεν επαναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από της «προσωρινής» απολύσεώς του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέληση του ναυτικού λύση της συμβάσεως ναυτικής εργασίας θεωρείται «οριστική» υπό την έννοια ότι είναι πλέον αδιάφορο εάν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές αυτού 22 ημερών (βλ. ΑΠ 887/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 232/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 456/2008, ΕπισκΕμπΔ 2008, σ.1091, ΕφΠειρ 977/2003, ΕπισκΕμπΔ 2003, σ.1144, ΕφΠειρ 329/2003, ΔΕΕ 2004, σ.82). Η εν λόγω διάταξη θεσπίσθηκε με σκοπό την οικονομική του ναυτικού που μένει εκτός εργασίας, για λόγους ανεξάρτητους από τη δική του βούληση, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των εξήντα ημερών (ΕφΠειρ 497/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ).
Από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό, αποδείχθηκε, όπως προαναφέρθηκε, ότι ο ενάγων απολύθηκε από το ένδικο πλοίο την 15.10.2011. Εξάλλου την 31.10.2011, το πλοίο άρχισε εκ νέου τους πλόες του, μία ημέρα, δε, μετά την επανεκκίνηση του πλοίου, ήτοι την 1.11.2011, ο ενάγων υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης, όπως συνομολογεί ο ίδιος, με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (ορ. σελ. 7 των προτάσεων, αρθρ. 352 ΚΠολΔ). Επομένως, ενόψει του ότι, ούτε η διακοπή των πλόων του πλοίου υπερέβη τις εξήντα (60) ημέρες, ούτε ο εν λόγω ναυτικός έμεινε εκτός εργασίας για λόγους ανεξάρτητους της θέλησής του (αφού με δική του πρωτοβουλία αυτός υπέβαλε αίτηση χορήγησης σύνταξης και συνακόλουθα, η μη επαναυτολόγησή του στο ένδικο πλοίο εντός 60 ημερών από την απόλυσή του, οφείλεται σε ενέργειες του ίδιου και όχι της εναγομένης), δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 27 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. και, για το λόγο αυτό, ο ενάγων δε δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης. Αντίστοιχα, από τα ανωτέρω αποδειχθέντα, συνάγεται ότι δε συντρέχει περίπτωση εφαρμογής (σύμφωνα με το επικουρικό αίτημα της αγωγής) ούτε των άρθρων 173 – 174 Κ.Δ.Ν.Δ., καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το πλοίο της εναγομένης εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, επομένως, εφαρμόζεται, ως ειδικότερη, η διάταξη του άρθρου 27 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. έναντι των ανωτέρω διατάξεων του Κ.Δ.Ν.Δ., σε κάθε, δε, περίπτωση, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, η μη επαναυτολόγηση του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο εντός σαράντα (40) ημερών από την απόλυσή του δεν οφείλεται στην εναγομένη, αλλά στην από τον ίδιο υποβολή αίτησης για τη συνταξιοδότησή του. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη ως προς το αίτημα επιδίκασης στον ενάγοντα αποζημίωσης απόλυσης. Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο επεδίκασε στον ενάγοντα το ποσό αυτό, για την ως άνω αιτία, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, δεκτού γενομένου του σχετικού (πέμπτου) λόγου της υπό κρίση έφεσης, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου (τρίτου) λόγου της υπό κρίση αντέφεσης.
Σε συνέχεια των ανωτέρω πρέπει, αφού απορριφθεί η ασκηθείσα αντέφεση (χωρίς να περιληφθεί διάταξη περί δικαστικής δαπάνης της αντεφεσίβλητης, αφού αυτή δεν προέβη σε σχετική ιδιαίτερη δαπάνη, καθόσον, κατ’ εφαρμογή των οριζομένων στο παράρτημα Ι του άρθρου 166 του Ν. 4194/2013, Κώδικα Δικηγόρων, υπεβλήθη από τους πληρεξουσίους δικηγόρους των διαδίκων πλευρών ένα γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής, λόγω της συνεκδίκασης της κρινόμενης έφεσης με τη σχετική αντέφεση), για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά μερική παραδοχή ως βάσιμων των λόγων της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της (ήτοι και για τα μη προσβληθέντα κεφάλαια αυτής, για τη δημιουργία ενιαίου τίτλου εκτέλεσης), περιλαμβάνοντος και τη διάταξη της εκκαλούμενης περί δικαστικών εξόδων (ΑΠ 103/2001, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ), και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ ουσία, να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή κατά ένα μέρος, ως και κατ’ ουσία βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (266,75+ 1.050,16 + 413,44 + 738,57 =) 2.468,92 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν προσβάλλονται ειδικά με λόγο έφεσης, μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση. Τέλος, η ηττημένη και στην έκκλητη δίκη εναγομένη (εκκαλούσα) πρέπει να καταδικαστεί και σε, ανάλογο με την έκταση της νίκης και ήττας του κάθε διαδίκου, μέρος των δικαστικών εξόδων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας του ενάγοντος, όπως καθορίζονται στο διατακτικό (άρθρ. 183, 178§1, 189 και 191§2 του ΚΠολΔ).
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ, αν η έφεση γίνει κατ’ ουσίαν δεκτή και απορριφθεί εν όλω ή εν μέρει η αγωγή και η προσβαλλομένη απόφαση έχει ήδη εκτελεσθεί, είτε εκουσίως είτε αναγκαστικώς, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, εφ’ όσον η εκτέλεση προαποδεικνύεται, διατάζει, κατόπιν αιτήσεως εκείνου, σε βάρος του οποίου εγένετο η εκτέλεση, υποβαλλομένη με το δικόγραφο της εφέσεως και των προσθέτων λόγων, με τις προτάσεις ή και με αυτοτελές δικόγραφο, την επαναφορά των πραγμάτων στην προ της εκτελέσεως της εξαφανισθείσας ή μεταρρυθμισθείσας απόφασης κατάσταση, εάν δε υφίσταται σχετικό αίτημα, η επιστροφή των καταβληθέντων διατάσσεται εντόκως βάσει των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 ΑΚ από της επιδόσεως της διατασσούσης την επαναφορά αποφάσεως. Εκ της ιδίας διατάξεως προκύπτει, περαιτέρω, ότι η εξουσία του δικάζοντος την έφεση Δικαστηρίου ν’ ασχοληθεί με το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερη κατάσταση, οπωσδήποτε και εάν έχει αυτό υποβληθεί, δηλαδή και δι’ αυτοτελούς δικογράφου, συνδέεται αρρήκτως με το ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έχει ακόμη εξαντλήσει την εξουσία του επί της εφέσεως (ΕφΠειρ 647/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 97/2012 ΕΝΔ 2012, σ.97). Εξάλλου, κατά το τελευταίο εδάφιο του ως άνω άρθρου προκύπτει ότι, η προαπόδειξη της εκτέλεσης αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την παραδεκτή υποβολή του αιτήματος στο δικαστήριο που δικάζει το ένδικο μέσο, αλλιώς η έλλειψη αυτής απολήγει σε απαράδεκτο (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ερμηνεία ΚΠολΔ, εκδ. 1997, υπό αρθρ. 914, αριθμ.10, ΕφΑθ 5957/2009, ΕλΔνη 2011, σ.1657).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δικόγραφο της έφεσης η εκκαλούσα ανέφερε ότι ο εφεσίβλητος έχει λάβει το ποσό των 3.000 Ευρώ, σε συμμόρφωση της εκκαλουμένης, ζητεί, δε, να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση και να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να τους καταβάλει το ποσό αυτό. Η αίτηση αυτή της εκκαλούσας, για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου είναι παραδεκτή και νόμιμη, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 914 ΚΠολΔ, αποδεικνύεται και κατ’ ουσίαν βάσιμη μετά τη γενομένη και μη αμφισβητουμένη καταβολή του παραπάνω ποσού (βλ., επίσης, την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εκκαλούσα, εδώ αιτούσα, από 12.5.2015 απόδειξη καταβολής στον πληρεξούσιο δικηγόρο του εφεσίβλητου, εδώ καθ’ου η αίτηση, του ποσού των 3.000 Ευρώ, για το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή η εκκαλουμένη απόφαση) και την εξαφάνιση της αποφάσεως σε εκτέλεση της οποίας εχώρησε η καταβολή αυτού και πρέπει να υποχρεωθεί ο καθ’ου η αίτηση να καταβάλει (επιστρέψει) στην εκκαλούσα – αιτούσα το πέραν των 2.468,92 Ευρώ καταβληθέν μέρος του κεφαλαίου, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 24.3.2016 (με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου …) έφεση και από την από 26.9.2016 (με γενικό αριθμό κατάθεσης … και ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου ενώπιον του δικαστηρίου τούτου …) αντέφεση.
Δέχεται τυπικά αυτές.
Απορρίπτει κατ’ ουσίαν την αντέφεση.
Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 160/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά.
Κρατεί και δικάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση.
Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.
Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα οκτώ Ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών του Ευρώ (2.468,92 Ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση.
Δέχεται εν μέρει την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα αυτών κατάσταση.
Υποχρεώνει τον καθ’ ου η αίτηση – εφεσίβλητο, να αποδώσει στην αιτούσα – εκκαλούσα το πέραν των δύο χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα οκτώ Ευρώ και ενενήντα δύο λεπτών του Ευρώ (2.468,92 Ευρώ) καταβληθέν μέρος του κεφαλαίου, το οποίο ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων τριάντα ενός Ευρώ και οκτώ λεπτών του Ευρώ (531,08 Ευρώ).
Καταδικάζει την εναγομένη – εκκαλούσα σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, που το καθορίζει και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας σε διακόσια πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις , χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ