Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

Αριθμός    4290/2015

(Αριθ. καταθ. ……)

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

————————————

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καβαρινού, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 17η Φεβρουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ : 1) Ε. Μ. του Χ., Δικηγόρου, κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, 2) Χ. Μ. του Ε., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Ε. Μ..

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Αργύρη Κουτσούκου.

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης … αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 24.9.2013, οπότε ματαιώθηκε. Ήδη με την υπό γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση των εναγόντων ορίστηκε νέα δικάσιμος αυτή που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων, ο πρώτος ενάγων, παριστάμενος αυτοπροσώπως και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την υπό κρίση αγωγή, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι είναι συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι, κατά ποσοστό 81% ο πρώτος και 19% ο δεύτερος, ενός ταχυπλόου σκάφους αναψυχής μάρκας «…», μήκους 10,40 μ, εγγεγραμμένου στο νηολόγιο Ναυπλίου με αριθμό … και με το όνομα «…», ενώ η εναγομένη τυγχάνει ελληνική ασφαλιστική εταιρεία, έχουσα ως αντικείμενο και τις ασφαλίσεις πλοίων κατά ζημιών από θαλάσσιους κινδύνους. Ότι, με σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης που καταρτίσθηκε, στις 16.6.2005 στην Αθήνα, μεταξύ αυτών και της εναγομένης, η οποία ανανεώνονταν συνεχώς μέχρι και την 16.6.2010, η τελευταία ασφάλισε, δυνάμει του με αριθμό … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το ανωτέρω πλοίο, για τους ασφαλιστικούς κινδύνους που αναφέρονται σε αυτό. Ότι, ειδικότερα, το ανωτέρω πλοίο ασφαλίστηκε για ίδιες ζημίες μέχρι του ποσού των 70.000 ευρώ, μεταξύ των οποίων και για ζημίες που θα προκαλούντο στις δύο «έσω-έξω» με ποδαρικά μηχανές (μάρκας «…» … εκάστη) που έφερε αυτό, μέχρι του ποσού των 30.000 Ευρώ. Ότι, κατά την κατάρτισης της εν λόγω σύμβασης ασφάλισης, η εναγομένη αντιπροσωπεύετο από τον προστιθέντα συνεργάτη και ασφαλιστή αυτής, …, το δε κείμενο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο παρατίθεται αυτούσιο στην αγωγή, παραδόθηκε στους ενάγοντες 15 ημέρες περίπου μετά την κατάρτιση της επίμαχης σύμβασης ασφάλισης, χωρίς οι τελευταίοι να έχουν συμμετάσχει καθοιονδήποτε τρόπο στη σύνταξη και διατύπωσή του. Ότι, το εν λόγω ασφαλιστήριο, στη σύνταξη και διατύπωση του οποίου οι ενάγοντες δεν είχαν συμμετάσχει, στις τρεις πρώτες σελίδες του περιελάμβανε ουσιώδεις όρους και το πραγματικό περιεχόμενο της από 16.6.2005 σύμβασης ασφάλισης, καθώς και ρήτρα ότι η ασφάλιση διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και πρακτική, αλλά υπό ελληνική δικαιοδοσία, καθισταμένων αρμοδίων των Δικαστηρίων του Πειραιά, για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς ήθελε τυχόν προκύψει μεταξύ των συμβαλλομένων, ενώ στις λοιπές 42 σελίδες περιελάμβανε πλήθος γενικών όρων και ρητρών, που είχαν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό συμβάσεων, χωρίς να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης των μερών, μεταξύ των οποίων και οι είκοσι τρεις γενικοί όροι ρήτρες του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Θαλαμηγών της 1.11.85. Ότι, κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου και πιο συγκεκριμένα την 29.8.2008, κατά τη διενέργεια χειρισμών πρόσδεσης του ανωτέρω σκάφους, εκτελούμενων από τον πρώτο ενάγοντα, στο λιμένα της Ελαφονήσου, τα εξωτερικά υποθαλάσσια (υποβρύχια) τμήματα των δύο μηχανών του σκάφους (ποδαρικά) προσέκρουσαν σε αβαθή, ζημία η οποία διαπιστώθηκε από αρμόδιο μηχανικό σκαφών, στο λιμένα της Νεάπολης, όπου κατέπλευσε ακολούθως το σκάφος και αποκαταστάθηκε αυτή σε ναυπηγείο στην Κοιλάδα Ερμιονίδας, όπου μετακινήθηκε το σκάφος, υπό την επίβλεψη, τον έλεγχο και την καθοδήγηση του συνεργαζόμενου με την εναγομένη και προστηθέντος αυτής Μηχανικού, …, υπό τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, ενώ η εναγομένη αποδέχθηκε εξαρχής να καταβάλει στους ενάγοντες αποζημίωση, χωρίς να προβάλει αντίρρηση ως προς τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, την 22.9.2008, ο πρώτος ενάγων, απέστειλε στην εναγομένη και τον ανωτέρω προστηθέντα της Ναυπηγό – Μηχανολόγο Μηχανικό …, κατόπιν του από 12.9.2008 αιτήματός του, αναλυτική δήλωση της (πρώτης) ζημίας και των δαπανών αποκατάστασης αυτής, συνολικού ύψους 16.036,17 Ευρώ, όπως το κόστος αγοράς των υλικών και των επιμέρους εργασιών αποκατάστασης της ζημίας αναλυτικά εκτίθενται στην αγωγή (αγορά τεσσάρων προπέλων και δύο ανόδιων, εργασία υποβρύχιας αντικατάστασης προπέλων, μετακίνηση του σκάφους δια θαλάσσης, αγορά ανταλλακτικών προς αντικατάσταση των βλαβέντων δύο ποδαρικών των μηχανών του σκάφους, εργασία επισκευής των δύο ποδαρικών, ανέλκυση, υδροβολή, καθέλκυση, φύλαξη, τρίψιμο και χρωματισμός υφάλων, τρίψιμο και χρωματισμό ποδαρικών και προπελών, έξοδα μεταφοράς ποδαρικών, εξαγωγή και επανατοποθέτηση των δύο ποδαρικών στις μηχανές του σκάφους), πλην όμως, οι υπάλληλοι του κλάδου ασφάλισης σκαφών της εναγομένης, με τους οποίους επικοινωνούσαν οι ενάγοντες για την καταβολή του ποσού, χωρίς να αρνούνται την καταβολή του, καθυστερούσαν ως προς τούτο, επικαλούμενοι γραφειοκρατικές διαδικασίες της τελευταίας, ενώ, εν τέλει, μετά από πάροδο 14 μηνών, οι ενάγοντες έλαβαν ενημέρωση από την αρμόδια υπάλληλο της υποδιεύθυνσης αποζημιώσεων γενικών κλάδων της εναγομένης, ότι οι υπάλληλοι του κλάδου ασφάλισης σκαφών είχαν ενημερωθεί με το από 8.12.2008 σημείωμα της ως άνω υποδιεύθυνσης, το οποίο απεστάλη με φαξ την 21.12.2009 και στους ενάγοντες, ότι η υπό κρίση ζημία δεν καλύπτετο από την επίδικη σύμβαση ασφάλισης, λόγω εξαίρεσης διαλαμβανόμενης στον όρο 19.3.2 των Ρητρών του Ινστιτούτου για ασφάλιση θαλαμηγών 1.11.85, που αφορά εξαίρεση κάλυψης ζημιών στο πηδάλιο, εξωτερικό στήριγμα του ελικοφόρου άξονα, του άξονα ή της προπέλας. Ότι, μετά τα ανωτέρω, ο προστηθής συνεργάτης της εναγομένης, ασφαλιστής …, με τον οποίον και μόνον είχαν οι ενάγοντες έρθει σε επαφή για την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης ασφάλισης, ανέφερε  στους τελευταίους ότι η άρνηση κάλυψης της επίμαχης ζημίας οφείλετο σε σφάλμα των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, καθόσον η επικαλούμενη από αυτούς ρήτρα αναφέρεται σε σκάφη των οποίων οι μηχανές είναι εσωτερικές και δεν περιλαμβάνουν εξωτερικό υποβρύχιο τμήμα (ποδαρικά), όπως οι μηχανές του σκάφους των εναγομένων, οι οποίες δε φέρουν ελικοφόρο άξονα ούτε προπέλα συνδεδεμένη με τον εν λόγω άξονα. Ότι, ακολούθως, την 29.5.2009, κατά τη διάρκεια εκτέλεσης χειρισμών του ιδίου σκάφους από τον πρώτο ενάγοντα, προκειμένου να εξέλθει αυτό από λιμένα (τουριστικό αγκυροβόλιο) της Ν. Επιδαύρου, τα εξωτερικά υποβρύχια τμήματα των δύο μηχανών αυτού (δύο ποδαρικά) προσέκρουσαν και στη συνέχεια εγκλωβίστηκαν σε υφιστάμενο εντός του λιμανιού ρεμέντζο (στερεώς συνδεδεμένο με αλυσίδα στον βυθό από τον κατασκευαστή του τουριστικού αγκυροβολίου) με αποτέλεσμα να προκληθούν ζημιές σε αυτό και ειδικότερα, να επέλθει ρήγμα (ράγισμα) στο εξωτερικό μεταλλικό τμήμα του ποδαρικού της αριστερής μηχανής του σκάφους, να εισχωρήσουν ύδατα στο εσωτερικό αδιάβροχο μέρος των δύο ποδαρικών και συγκεκριμένα στο αριστερό ποδαρικό ένεκα του προαναφερθέντος ρήγματος του ενδιάμεσου μέρους και στο δεξιό από την τσιμούχα του άξονα ένεκα της φθοράς αυτής, να καταστραφούν ο κλωβός, η μπουκάλα και η σιδερένια ανοξείδωτη βέργα του υδραυλικού τιμονιού που μετακινεί τα δύο ποδαρικά και να υποστεί ζημία ο χρωματισμός του (τζέλκοτ). Ότι την 31.5.2009, μετά την ανέλκυση του σκάφους και μετακίνηση αυτού σε συνεργείο σκαφών, προς διενέργεια των απαιτούμενων εργασιών επισκευής, ενημερώθηκε τηλεφωνικά ο προστηθής συνεργάτης της, … και εγγράφως με φαξ η εναγομένη, στη συνέχεια δε, έγινε έλεγχος των ζημιών από τον ανωτέρω προστηθέντα της εναγομένης, Ναυπηγό – Μηχανολόγο Μηχανικό, …, ο οποίος ζήτησε από τους ενάγοντες, μετά την αποκατάσταση των ζημιών, να του αποστείλουν αναλυτική δήλωση της ζημίας. Ότι εν τέλει, και οι ζημιές αυτές, τις οποίες επίσης αποδέχθηκε εξαρχής να καταβάλει η εναγομένη, χωρίς να προβάλει καμία αντίρρηση εκ των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης, αποκαταστάθηκαν από τους ενάγοντες, υπό την επίβλεψη, τον έλεγχο και την καθοδήγηση του ιδίου ως άνω, συνεργαζόμενου με την εναγομένη και προστηθέντος αυτής Ναυπηγού – Μηχανιού, …, στη συνέχεια δε, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου, οι ενάγοντες απέστειλαν στην εναγομένη αναλυτική δήλωση της (δεύτερης) ζημίας τους και των δαπανών αποκατάστασης αυτής, συνολικού ύψους 11.636,69 Ευρώ, όπως το κόστος αγοράς των υλικών και των επιμέρους εργασιών αποκατάστασης της ζημίας αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή (αγορά ανταλλακτικών προς αποκατάσταση των βλαβέντων δύο ποδαρικών, εργασία επισκευής των δύο ποδαρικών, ανέλκυση και καθέλκυση του σκάφους, χρωματισμός στη δεξιά πλευρά του σκάφους, αγορά κλωβού, μπουκάλας, σιδερένιας ανοξείδωτης βέργας του υδραυλικού τιμονιού), πλην όμως, και στην περίπτωση της εν λόγω ζημίας, οι υπάλληλοι του κλάδου ασφάλισης σκαφών της εναγομένης, καθυστερούσαν περί την καταβολή του ως άνω ποσού, επικαλούμενοι γραφειοκρατικές διαδικασίες της τελευταίας και τελικά, μετά από πάροδο 6 μηνών από την επέλευση της ζημίας, η αρμόδια υπάλληλος της υποδιεύθυνσης αποζημιώσεων γενικών κλάδων της εναγομένης, απέστειλε στους ενάγοντες, με τηλεομοιοτυπία, την από 21.12.2009 επιστολή της εναγομένης, με την οποίαν η τελευταία αρνείτο να αποκαταστήσει τις ζημίες στα «πόδια» των μηχανών, επικαλούμενη ότι για αυτές προβλέπετο εξαίρεση, στον προαναφερόμενο όρο 19.3.2 των ρητρών του Ινστιτούτου για ασφάλιση θαλαμηγών της 1.11.85, ενώ αποδέχθηκε την υποχρέωσή της, προς καταβολή των ζημιών στο χρωματισμό του σκάφους σε διάφορα σημεία της δεξιάς πλευράς αυτού, μαζί με τα έξοδα ανέλκυσης και καθέλκυσης του σκάφους, ύψους 1.100 Ευρώ (αφαιρουμένης της απαλλαγής του ασφαλιστηρίου ύψους 700 Ευρώ), ποσό το οποίο μπορούσαν να εισπράξουν οι ενάγοντες, αφού παραιτούνταν των λοιπών αξιώσεων. Ότι, μολαταύτα, η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες τα ανωτέρω ποσά, για τις ζημιές που επήλθαν στο επίδικο σκάφος κατά τις δύο προαναφερόμενες χρονικές στιγμές, ύψους 16.036,17 Ευρώ και 11.639,69 Ευρώ, αντίστοιχα, σύμφωνα με τους όρους της ένδικης σύμβασης ασφάλισης, καθόσον η επικαλούμενη από την εναγομένη ρήτρα 19.3.2 του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Θαλαμηγών, η οποία διαλαμβάνει εξαίρεση απαιτήσεων σχετικά με το πηδάλιο, το εξωτερικό στήριγμα του ελικοφόρου άξονα, του άξονα ή της προπέλας, αφορά σκάφη που φέρουν μηχανή αποτελούμενη από ένα ενιαίο μέρος (μηχανές «έσω»), η οποία δε φέρει υποβρύχιο τμήμα (ποδαρικά), αλλά στο εξωτερικό του σκάφους υφίστανται το πηδάλιο, ο ελικοφόρος άξονας με το εξωτερικό στήριγμά του και η συνδεδεμένη με τον ελικοφόρο άξονα προπέλα, εξαρτήματα τα οποία δεν αποτελούν μέρος των μηχανών που φέρει το σκάφος των εναγόντων (μηχανές τύπου «έσω – έξω»), το οποίο δε φέρει πηδάλιο, ελικοφόρο άξονα και προπέλα συνδεδεμένη με τον εν λόγω άξονα, αλλά το σύστημα πρόωσης σε αυτό αναπτύσσεται με την ελικοειδή κίνηση των τεσσάρων προπελών που φέρουν τα ποδαρικά της μηχανής και την υδραυλική κίνηση των τελευταίων, που επιτυγχάνεται με το υδραυλικό τιμόνι που βρίσκεται στο χειριστήριο του σκάφους. Ότι, πέραν των ανωτέρω, η συμπεριφορά των εκπροσώπων της εναγομένης, τυγχάνει παράνομη, κακόπιστη και αντίθετη με τα συναλλακτικά ήθη, και, ως εκ τούτου, πληρεί τις προϋποθέσεις της αδικοπραξίας, καθόσον αυτοί, αρνούμενοι την καταβολή της αποζημίωσης, επιχείρησαν να βλάψουν την περιουσία των εναγόντων,  κατά τα ανωτέρω οφειλόμενα χρηματικά ποσά, ως εξής : α) Εν γνώσει τους, προέβησαν σε αθέμιτη απόκρυψη και παρασιώπηση του γεγονότος ότι το σκάφος τους δεν εμπίπτει στην εν λόγω εξαίρεση και προσπάθησαν να πείσουν τους ενάγοντες να ανεχθούν τη μη καταβολή της οφειλόμενης, από τη σύμβαση ασφάλισης, αποζημίωση. β) Εν γνώσει τους επικαλέστηκαν τη με αριθμό 19.3.2 ρήτρα του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Θαλαμηγών, παρά το ότι αυτή είναι απαγορευμένη, καταχρηστική και αυτοδικαίως άκυρη, υπό τους ορισμούς των διατάξεων του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, καθόσον (i) έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της εναγομένης με βάση την επίδικη σύμβαση, (ii) περιορίζει τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες της εναγομένης με βάση τη σύμβαση αυτή, (iii) σύμφωνα με το περιεχόμενό της, η παροχή της εναγομένης σύμφωνα με την ασφαλιστική σύμβαση δεν ήταν υποχρεωτικό να ανταποκρίνεται στους ουσιώδεις, για τους ασφαλισμένους ενάγοντες, όρους της αποζημίωσής τους, σε περίπτωση ίδιων ζημιών των μηχανών του σκάφους και (iv) δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης με την εναγομένη. γ) Εν γνώσει τους, παρείχαν στους ενάγοντες ασαφείς και διφορούμενες πληροφορίες ως προς την ανωτέρω ρήτρα (19.3.2), καθόσον στο ασφαλιστήριο διαλαμβάνεται άλλη ρήτρα (η με αριθμό 10.10 των ρητρών του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Θαλαμηγών), η οποία ορίζει ότι «καμία απαίτηση δε θα γίνει δεκτή σχετικά με τον κινητήρα και τις συνδέσεις του (αλλά όχι το εξωτερικό στήριγμα του ελικοφόρου άξονα και της προπέλας) τον ηλεκτρολογικό εξοπλισμό και τις μπαταρίες και τις συνδέσεις, όταν η ζημιά ή η απώλεια έχει προέλθει από κακοκαιρία, εκτός αν η ζημία ή η απώλεια έχει προέλθει από ημιβύθιση του σκάφους, αλλά η ρήτρα αυτή (10.10) δεν θα εξαιρεί ζημιά ή απώλεια η οποία προκλήθηκε εξαιτίας του ότι το σκάφος προσάραξε ή συγκρούστηκε ή ήρθε σε επαφή με άλλο σκάφος, αποβάθρα ή προκυμαία» και, ως εκ τούτου, προβλέπει κάλυψη των επίδικων ζημιών, ακόμη και αν το επίδικο σκάφος εντάσσετο σε αυτά που φέρουν ελικοφόρο άξονα, εξωτερικό στήριγμα και προπέλα συνδεδεμένη με τον ελικοφόρο άξονα. Ότι, συνακόλουθα, τεκμαίρεται ότι η εναγομένη διέπραξε παραπλανητική παράλειψη και αθέμιτη εμπορική πρακτική σε βάρος των εναγόντων, υπό την έννοια των άρθρων 9ε και 9θ του ν. 2251/1994, με αποτέλεσμα να του πείσει να καταρτίσουν την επίδικη σύμβαση, ευθυνόμενη τόσο με βάση τις διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ όσο και κατά τη διάταξη της παρ.1 του αρθρ. 9θ του Ν. 2251/1994, καθόσον αν τους είχε πληροφορήσει κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο ότι εξαιρούνται από την ασφαλιστική κάλυψη οι ζημίες από πρόσκρουση του εξωτερικού υποβρύχιου τμήματος των μηχανών (ποδαρικών) σε αβαθή ή άλλες εγκαταστάσεις που βρίσκονται στο βυθό της προκυμαίας, της προβλήτας και των λιμενίσκων, δε θα ελάμβαναν την απόφαση να συνάψουν τη σύμβαση αυτή, λαμβανομένου υπόψη ότι ευάλωτο σε πρόσκρουση, προσάραξη, συγκρούσεις και λοιπούς θαλασσίους κινδύνους είναι το εξωτερικό τμήμα των μηχανών (ποδαρικά) και όχι το εσωτερικό τμήμα που βρίσκεται εντός του μηχανοστασίου στο εσωτερικό του σκάφους. Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενοι ευθύνη της εναγομένης, τόσο με βάση τα οριζόμενα στη σύμβαση ασφάλισης, όσο και λόγω της αδικοπρακτικής και αντίθετης στις διατάξεις του Ν. 2251/1994 συμπεριφοράς των νομίμων εκπροσώπων και των προστηθέντων της εναγομένης, η οποία έπληξε την προσωπικότητά τους, ζητούν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει, α) ως προς μεν τη ζημία που επήλθε στις 29.8.2008 στην Ελαφόνησο, (i) ποσό 16.036,17 Ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία των ανταλλακτικών, έξοδα μετακίνησης του σκάφους και λοιπές εργασίες αποκατάστασης των ζημιών, (ii) ποσό 3.000 Ευρώ, ως αποζημίωση λόγω μείωσης της αξίας του πλοίου τους και (iii)  ποσό 3.000 Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την 9.12.2008 (επομένη της εκδόσεως του αρνητικού σημειώματος της εναγομένης, απευθυνόμενου προς τους ενάγοντες), άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, β) ως προς δε τη ζημία που επήλθε στις 29.5.2009, στη Νέα Επίδαυρο, (i) ποσό 11.636,69 Ευρώ, που αντιστοιχεί στην αξία των ανταλλακτικών και το κόστος εργασιών για την αποκατάσταση των επελθουσών ζημιών, (ii) ποσό 3.000 Ευρώ, ως αποζημίωση λόγω μείωσης της αξίας του πλοίου τους και (iii) ποσό 3.000 Ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την 22.12.2008 (επομένη της εκδόσεως του αρνητικού σημειώματος της εναγομένης, απευθυνόμενου προς τους ενάγοντες), άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Επικουρικά, οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει τα ανωτέρω, υπό στοιχ. (α), (i) και (ii) και υπό στοιχ. (β) (i) και (ii) ποσά, κατά το ποσοστό κυριότητας εκάστου εξ αυτών στο ως άνω σκάφος, ήτοι στον πρώτο ενάγοντα, α) ποσό 15.419,29 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 9.12.2008 και β) ποσό 11.855,73 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 22.12.2009, άλλως το συνολικό ποσό από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και στο δεύτερο ενάγοντα, α) ποσό 3.616,87 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 9.12.2008 και β) ποσό 2.780,97 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 22.12.2009, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση του ποσού αυτού. Ζητούν, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

Με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 10, 14 §2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, όσον αφορά στο εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο, που διέπει την επίδικη διαφορά, η οποία δεν προέρχεται μεν από διεθνή ιδιωτική έννομη σχέση, αναφέρεται όμως, ως εκ του αντικειμένου της, σε θέματα διεθνούς ναυτικής ασφαλίσεως, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, πρέπει να αναφερθούν τα εξής: (α) Ως προς την ευθύνη της εναγομένης που απορρέει από την ιστορούμενη σύμβαση ασφάλισης, λεκτέα είναι τα ακόλουθα : Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α΄ ΑΚ, που αποτελεί το γενικό κανόνα του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, κατ’ αρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς τους, ρητή δε είναι εκείνη που επιτρέπει άμεσα τη διαπίστωση της βουλήσεως των μερών. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδ. α΄ ΑΚ) προβλέπεται και από τον Κανονισμό (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», ο οποίος εφαρμόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009 (η ένδικη σύμβαση ασφάλισης συνήφθη στις 11-12-2012) αντικαθιστώντας τη Σύμβαση της Ρώμης της 19-6-1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.1792/1988, οι διατάξεις του οποίου (Κανονισμού), ωστόσο, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 1 παρ. 2 περ. (ι) αυτού (Κανονισμού). Η αυτονομία όμως αυτή δεν είναι απόλυτη, υπό την έννοια ότι δεν δύναται να επιλεγεί δίκαιο προς το οποίο δεν συνδέεται κάποιο από τα στοιχεία της σύμβασης, έστω και χαλαρά. Δεν έχει σημασία εάν ο σύνδεσμος, κρινόμενος αντικειμενικά, είναι πολύ ασθενέστερος από τους συνδέσμους που παρουσιάζει η σύμβαση με άλλα δίκαια, διότι αξία έχει η ύπαρξη του συνδέσμου και όχι η εγγύτητα αυτού. Άλλωστε υπάρχει η τάση για τη μέγιστη δυνατή διεύρυνση της εννοίας του συνδέσμου, να διευρύνεται και ο κύκλος των δικαίων, μεταξύ των οποίων δύναται να γίνει η επιλογή. Ως, μάλιστα, παρατηρείται σχετικά, σε ορισμένους κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων υπάρχει η τάση για διεθνή τυποποίηση ή ενοποίηση, ο σκοπός δε αυτός επιτυγχάνεται, εκτός των διεθνών συμβάσεων, με την υποβολή των σπουδαιότερων τύπων των σχετικών συμβάσεων στο ίδιο δίκαιο, ανεξαρτήτως ιθαγενείας ή κατοικίας των συμβληθέντων ή τόπου συνάψεως ή εκτελέσεως της σύμβασης. Στους προαναφερθέντες κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων, όπου οι γενικώς χρησιμοποιούμενοι τύποι των συμβάσεων συντάσσονται σύμφωνα με τα έθιμα του αγγλικού εμπορίου, η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο, είναι εύλογη και φυσική. Στις περιπτώσεις ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών συνήθως χρησιμοποιείται ένα τυποποιημένο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο περιέχει τις ρήτρες περί Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής και περί Ασφάλισης Ταχυπλόων Σκαφών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου (… 1.11.85 και Institute Speed Boat Clauses 1.11.85). Συνεπώς ένας εσωτερικός σύνδεσμος μιας τοιαύτης συμβάσεως με το Αγγλικό δίκαιο δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως απαράδεκτος. Εξάλλου, οι όροι του ασφαλιστηρίου, γενικοί ή ειδικοί, έχουν την ίδια νομική αξία και σημασία και είναι υποχρεωτικοί έστω και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, αρκεί να γίνεται σαφής παραπομπή σε αυτούς στη σύμβαση ασφαλίσεως, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής (βλ. ΑΠ 1584/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.45, ΕφΠειρ 480/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 11/2011, ΔΕΕ 2011, σ.814 ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.211, ΕφΠειρ 619/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.137, ΕφΠειρ 525/2003 ΕΝΔ 31, σ.377, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29, σ.165). Ακόμη, οι όροι που περιέχονται το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, για την κατάρτιση του οποίου, ο απαιτούμενος κατά νόμο τύπος δεν είναι συστατικός αλλά αποδεικτικός, είναι δεσμευτικοί ειδικότερα για τον ασφαλισμένο και στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπέγραψε μεν αυτός τούτο, στηρίζοντας όμως στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ίδιες αυτού αξιώσεις επικαλείται τούτο, διότι η επίκληση απ’ αυτόν του ασφαλιστηρίου συμβολαίου σημαίνει αποδοχή των όρων του, πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν ο ίδιος ο ασφαλισμένος επικαλείται σαφώς και περαιτέρω πράξεις συνιστώσες αποδοχή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, π.χ. παραλαβή του ασφαλιστηρίου συμβολαίου απ’ αυτόν, καταβολή των ασφαλίστρων κλπ (ΑΠ 1650/2001, ΕλΔνη 2002, σ.1039, ΕφΠειρ 11/2011, ο.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, οι ενάγοντες στην ένδικη αγωγή ενσωματώνουν αυτούσιο το περιεχόμενο του με αριθμό … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, από το οποίο, συνάγεται ότι με σχετική ρήτρα αυτού, έχει συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων ότι εφαρμοστέο στην ένδικη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι το αγγλικό δίκαιο και η αγγλική πρακτική (βλ. σελ. 2 του ασφαλιστηρίου). Η εναγομένη συνομολογεί την εφαρμογή του αγγλικού δικαίου επί της επίδικης σύμβασης ασφάλισης. Επομένως, όσον αφορά την αγωγική βάση τη θεμελιούμενη στην ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης (ύπαρξη και εγκυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης και των όρων της, αξιώσεις εκ των ιστορούμενων στην αγωγή υλικών ζημιών στο πλοίο των εναγόντων) εφαρμοστέο τυγχάνει, στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 25 ΑΚ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, δηλαδή το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο για τη θαλάσσια ασφάλιση του 1906 (Marine Insurance Act 1906), σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για Σκάφη Αναψυχής της 1.11.1985, γνωστές υπό την κωδική ονομασία «… 1.11.1985», οι οποίες με ρητή πρόβλεψη ενσωματώθηκαν στο κύριο σώμα του μεταξύ των διαδίκων καταρτισθέντος ασφαλιστηρίου και αποτέλεσαν περιεχόμενο και αναπόσπαστο τμήμα αυτού. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφαλίσεως πλοίων σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, πέραν των διατάξεων του ανωτέρω εφαρμοστέου νόμου και από έντυπους κωδικοποιημένους όρους ασφάλισης, εκπονημένων κατά κανόνα από το συλλογικό φορέα των άγγλων ασφαλιστών, που εδρεύει στο Λονδίνο, με την επωνυμία «Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου». Σε περίπτωση σύμβασης ναυτικής ασφάλισης, διεπόμενης από το αγγλικό δίκαιο, αυτή ερμηνεύεται βάσει των διατάξεων του περί ναυτικής ασφάλισης νόμου, του κοινού δικαίου και της αγγλικής πρακτικής, σε συνδυασμό προς τους εκάστοτε εντύπους όρους ασφαλίσεως του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και, κατά τη συμφωνία των μερών, ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Για την περίπτωση ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών η ασφάλιση, σχεδόν κατά κανόνα, παρέχεται βάσει των όρων της Ρήτρας Θαλαμηγών Σκαφών του Ινστιτούτου με την κωδική ονομασία … 1-11-1985 (ΕφΠειρ 480/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο. Περαιτέρω, ενόψει του ότι το περιεχόμενο των κανόνων του εν λόγω αλλοδαπού αγγλικού δικαίου σε σχέση με τη θεμελίωση της υπό κρίσιν διαφοράς, αναζήτησε με δικές του ενέργειες το παρόν Δικαστήριο, δεν απαιτείται να διαταχθεί κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ η απόδειξη του περιεχομένου του ως άνω αλλοδαπού δικαίου, το οποίο λαμβάνεται υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως (βλ. ΕφΠειρ 619/2008, ο.π., ΕφΠειρ 85/2001 Ναυτική Δικαιοσύνη 2002, σ.55, ΠΠρΠειρ 5462/1999 ΕΝΔ 27, σ.370). (β) Ακολούθως, ως προς τις αξιώσεις των εναγόντων που στηρίζονται στην, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αδικοπρακτική, αντίθετη στα χρηστά ήθη και αντίθετη στις διατάξεις του Ν. 2251/1994 «περί προστασίας του καταναλωτή» συμπεριφορά της εναγομένης, εφαρμοστέο τυγχάνει το Ελληνικό δίκαιο, όπως προκύπτει από τη διάταξη του 4 παρ 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (“Ρώμη II”) και τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αφού η Ελλάδα είναι η χώρα επέλευσης της επικαλούμενης ζημίας των εναγόντων, σε κάθε, δε, περίπτωση, από το σύνολο των εκτιθεμένων περιστάσεων συνάγεται ότι η αναφερόμενη στην υπό κρίσιν αγωγή αδικοπραξία (εξωσυμβατική ενοχή) εμφανίζει προφανή στενότερο δεσμό (υπό την έννοια του άρθρου 4 παρ.3 του εν λόγω Κανονισμού) με την Ελλάδα, όπου καταρτίσθηκε και εκπληρώθηκε η σύμβαση ασφάλισης, με την οποίαν συνδέεται στενά η επίδικη αδικοπραξία.

Πιο συγκεκριμένα σε σχέση με τα ανωτέρω, σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω αναφερομένων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906 που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά, ορίζονται τα εξής : 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφαλίσεως – άρθρο 1 Μ.Ι.Α. 1906), 2) ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν, και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 παρ. 1 και 2 Μ.Ι.Α. 1906), 3) ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906), 4) με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφ’ όσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενεργείας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος. Επίσης, εάν το ασφαλιστήριο δεν ορίζει διαφορετικά, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για φυσιολογική φθορά, φυσιολογική διαρροή και ζημία, ροπή προς ζημία, ή λόγω της φύσεως του αντικειμένου της ασφαλίσεως ή για οποιαδήποτε άλλη ζημία που αιτιωδώς προκαλείται από αρουραίους ή τρωκτικά ή για οποιονδήποτε άλλο τραυματισμό στις μηχανές που δεν προκαλείται αιτιωδώς από θαλάσσιους κινδύνους (καλυπτόμενες και εξαιρούμενες ζημίες ή απώλειες – άρθρο 55 παρ. 1 και 3 Μ.Ι.Α. 1906). Ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνος «causa proxima non remota spectatur». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων : Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σ. 190 – 191). Πολλές φορές συμβαίνει συνδυασμός πολλών αιτίων να προκαλεί τη ζημία. Τούτο δεν έχει πρακτική αξία, εάν όλες αυτές οι αιτίες καλύπτονται από το ασφαλιστήριο. Εάν, όμως, μια από αυτές εξαιρείται από το νόμο ή το ασφαλιστήριο, το ζήτημα παρουσιάζει δυσκολίες. Εάν οποιαδήποτε από τις συντρέχουσες αιτίες αρκεί μόνη για να προκαλέσει τη ζημία, τότε ο αποκλεισμός της μιας μη συμπλεκομένης με την άλλη δεν επιδρά στο βάσιμο της αξιώσεως κατά του ασφαλιστή. Όταν, όμως, και οι δύο αυτές σε συνδυασμό προξένησαν τη ζημία και η μια από αυτές αποκλείει την ευθύνη του ασφαλιστή, τότε δυσχεραίνεται η κρίση περί την αναζήτηση μεταξύ της κυριαρχούσας και αμέσου αιτίας (Copley – Gibes, Ναυτικό Δίκαιο, σ. 303 επ.), στην περίπτωση δε του συνδυασμού αιτίων η επιλογή της πραγματικής ή αποτελεσματικής αιτίας μέσα από ένα ολόκληρο σύμπλεγμα γεγονότων πρέπει να γίνεται με την εφαρμογή των κανόνων της κοινής λογικής και νοημοσύνης ενός κοινού ανθρώπου (Arnould’ s “ Law of Maritime Insurance and Average ”, Vol. II, 16th edition, 1981, σ. 761 – 763). Το βάρος αποδείξεως ότι η ζημία προκλήθηκε από τον πλησιέστερο προς αυτήν ασφαλισμένο κίνδυνο φέρει ο ασφαλισμένος. 5) Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε μια πραγματική απώλεια είτε μια τεκμαρτή ολική απώλεια (άρθρο 56 παρ. 1 – 2 Μ.Ι.Α.). 6) Το ποσόν, το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια κάτω από το ασφαλιστήριο, με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημιώσεως (άρθρο 67 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 35Α του Νόμου Supreme Court Act του 1981 το Δικαστήριο, εάν δεν υπάρχει συμβατική ρύθμιση και εφ’ όσον υπάρχει σχετικό αίτημα, μπορεί να επιδικάσει τόκους σε ποσοστό που θεωρεί δίκαιο, στο σύνολο ή μέρος της οφειλής και για το όλο ή μέρος του χρονικού διαστήματος από της ημερομηνίας της απώλειας ή βλάβης και μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως. Το σύνηθες στην πρακτική των αγγλικών Δικαστηρίων είναι να επιδικάζονται τόκοι από την ημερομηνία που τα χρήματα έπρεπε να έχουν καταβληθεί, επιδικάζεται δε συνήθως το εμπορικό επιτόκιο, δηλαδή το επιτόκιο, το οποίο ο ενάγων θα πλήρωνε για να δανεισθεί χρήματα και το οποίο δεν απέχει πολύ από το ποσοστό τόκου, το οποίο φέρουν οι δικαστικές εκδόσεις από την έκδοση τους. Πρέπει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι τα παραπάνω αναφέρονται στο ουσιαστικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας, προκειμένου όμως, περί των τόκων επιδικίας, που αρχίζουν από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό τοιούτο (βλ. ΠολΠρΠειρ 5462/1999, Ε.Ν.Δ.  Μ27, σ. 370, ΜΠρΠειρ 5046/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.289, ΜΠρΠειρ 4145/2004, προσκομιζόμενη). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β`, 914 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Mόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ. Είναι δυνατό, ωστόσο, μια ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή, καθ` εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημία σε άλλον (Βλ. ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 1901/2008 ΔΕΕ 2009,714, ΑΠ 1120/2005 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1404/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 586/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.409). Σε μία τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (βλ. AP 1730/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 53/2012, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.125, ΕφΠειρ 170/2008, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.120, ΕφΠειρ 161/2004, ΕΝΑΥΤΔ 2004, σ.3, με εκεί παρατιθέμενη θεωρία και νομολογία). Ειδικότερα, παράνομη συμπεριφορά, που κατά το άρθρο 914 ΑΚ δημιουργεί υποχρέωση του υπαιτίου σε αποζημίωση, συνιστά προεχόντως κάθε ενέργεια αντικείμενη σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, όπως είναι και ο περιεχόμενος στο άρθρο 281 ΑΚ, αφού απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος όταν γίνεται κατά προφανή υπέρβαση που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΟλΑΠ 12/2004, ΑΠ 81/1991 ΕλΔνη 1991, σ.1215, ΕφΑΘ 47/2006 ΕλΔνη 2006, σ.910). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης “προστηθείς”, για την αδικοπραξία του οποίου ευθύνεται, κατά τους όρους της διάταξης αυτής, το πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του, είναι εκείνος που με τη βούληση του τελευταίου ως “προστήσαντος” απασχολείται διαρκώς ή παροδικώς στη διεκπεραίωση υποθέσεως και γενικά στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτού κάτω από τις οδηγίες και τις εντολές τούτου ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του. Από την ως άνω δε διάταξη του άρθρου αυτού (922 ΑΚ) προκύπτει, ότι για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος, πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις εντολές και οδηγίες του προστήσαντος, ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του, προς τις οποίες και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Τέλος, από την ίδια διάταξη συνάγεται ότι ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον όχι μόνο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ’ αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ’ ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ’ αυτόν ή καθ’ υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενεργείας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ’ αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 1569/1985, όπως το άρθρο αυτό ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 11 παρ. 2 του Ν. 2170/1993, ασφαλιστικός πράκτορας είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμηθείας, ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσοτέρων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ή δια μέσου άλλων διαμεσολαβητών ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχείρησης, και επίσης παρέχει στον ασφαλισμένο κάθε αναγκαία συνδρομή κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης και ιδιαίτερα μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Τους αντίστοιχους ορισμούς για τον παραγωγό ασφαλίσεων, μετονομασθέντα σε ασφαλιστικό σύμβουλο, περιλαμβάνει η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του άνω νόμου (ως ισχύει τροποποιηθείσα με το άρθρο 36 παρ. 24 Ν. 2496/1997). Ειδικότερα, κατά την τελευταία αυτή διάταξη “Ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων… Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με τους ως άνω είναι σύμβαση έργου. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ούτε εκπροσώπησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη…”, υποχρεούται δε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 παρ. 1 περ. β`, δ` και θ` του Π.Δ. 298/86 “Δικαιώματα και υποχρεώσεις ασφαλιστικών πρακτόρων κλπ και Κώδικας δεοντολογίας” να προσφέρει καλύψεις σύμφωνα με το περιεχόμενο των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, να επεξηγεί τους όρους του συμβολαίου το οποίο προτείνει, με σκοπό τη σαφή πληροφόρηση του ασφαλισμένου για τις υποχρεώσεις και τα δικαιώματά του και να μη μετέρχεται μεθόδους παραπλανητικών πράξεων όπως ιδίως η παραπλανητική παρουσίαση ασφαλιστηρίου συμβολαίου ως προς τις προϋποθέσεις, ωφελήματα και όρους. Η νομική φύση της σχέσης του ασφαλιστικού πράκτορα ή συμβούλου με την ασφαλιστική εταιρεία και η δυνατότητα εκπροσωπήσεως ή όχι αυτής κατά την κατάρτιση ασφαλιστικών συμβάσεων, εντεύθεν δε η δέσμευση της ασφαλιστικής εταιρείας και η παράλληλη τυχόν ευθύνη αυτού έναντι τρίτων εκ των συμβάσεων αυτών δεν αποκλείουν, εξ ορισμού, τη σχέση προστήσεως με την ασφαλιστική εταιρεία, την ευθύνη αυτού εξ αδικοπραξίας για την επ’ ευκαιρία της άνω δράσης του προξενηθείσα σε τρίτο ζημία, συνεπώς δε και την εις ολόκληρο ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας εάν in concreto αποδεικνύεται σχέση προστήσεως (ΑΠ 1730/2008, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 11/2011, Ε.Ν.Δ. 39, σ.211, ΕφΘεσσαλ 759/2009, ΔΕΕ 2009, σ.1221). Περαιτέρω, πρωτογενής ευθύνη προς αποζημίωση που πηγάζει απευθείας από το νόμο, υπάρχει και σε περίπτωση διάψευσης της πίστης ότι καταρτίσθηκε έγκυρη δικαιοπραξία, η οποία εκ των υστέρων διαψεύδεται. Νόμιμος λόγος ευθύνης, είναι το γεγονός ότι ο καλόπιστος συναλλασσόμενος δείχνει εμπιστοσύνη στο πρόσωπο με το οποίο συναλλάσσεται πιστεύοντας ότι, καταρτίζει έγκυρη δικαιοπραξία. Η αρχή προστασίας της εμπιστοσύνης είναι ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της καλής πίστης, η οποία έχει επιπτώσεις τόσο στο δίκαιο των δικαιοπραξιών, όσο και στο δίκαιο της προσυμβατικής ευθύνης. Έτσι, η διατύπωση, σε σύμβαση ασφάλισης, εκ μέρους του ασφαλιστή, καταχρηστικού, και, συνεπώς, άκυρου, γενικού όρου των συναλλαγών, είναι πράξη, αντίθετη προς τον σαφώς κοινωνικό και προστατευτικό ωσταύτως χαρακτήρα του δικαίου των γενικών όρων συναλλαγών, που θεσμοθετείται με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και συνιστά συνάμα και αδικοπραξία, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, συνδυαζομένου και με τις διατάξεις του άρθρου 281 ΑΚ, και του ν. 2251/1995, με ειδική αναφορά στην εξάλειψη κάθε παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή αγαθών ή υπηρεσιών, που προσφέρει στους καταναλωτές μέσω τυποποιημένων συμβάσεων (ΕφΑθ 3210/2008, ΕλΔνη 2010, σ.144, ΕφΑθ 2386/2006, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, την ευθύνη για αποζημίωση ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 για την “προστασία των καταναλωτών”, το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι “ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών” (παρ. 1), ότι “ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας” (παρ. 2 εδ. β`), ότι “ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας” (παρ. 3), ότι “ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας” (παρ. 4 εδ. α`), ότι “για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος” (παρ. 4 εδ. β`) και ότι “μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά τον χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα” (παρ. 5). Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η ευθύνη του παρέχοντος υπηρεσίες, μπορεί να είναι είτε ενδοσυμβατική είτε αδικοπρακτική, ανεξάρτητα από προϋφιστάμενη ενοχική σχέση μεταξύ παρέχοντος τις υπηρεσίες και ζημιωθέντος. Προϋποθέσεις για τη θεμελίωση ευθύνης σε βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες είναι οι παρακάτω: α) παροχή ανεξάρτητων υπηρεσιών στα πλαίσια άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας, β) υπαιτιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες κατά την παροχή υπηρεσίας, η οποία τεκμαίρεται και ο παρέχων έχει το βάρος απόδειξης της έλλειψής της. Ως κριτήρια για την εκτίμηση της ύπαρξης υπαιτιότητας αναφέρονται στο νόμο η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών, γ) παράνομο. Η συμπεριφορά του παρέχοντος υπηρεσίες θα πρέπει ν’ ανταποκρίνεται στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια, δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας που επιβάλλουν οι κανόνες της επιστήμης ή τέχνης του, δ) ζημία με βάση το γενικό δίκαιο της αποζημίωσης και ε) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ παροχής της υπηρεσίας και ζημίας. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ευθύνης απαιτείται όπως προεκτέθηκε παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας (“διπλή λειτουργία της αμέλειας”). Έτσι, αν, στο πλαίσιο παροχής υπηρεσιών εκδηλωθεί συμπεριφορά μη ανταποκρινόμενη στην ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια δηλαδή στις συναλλακτικές υποχρεώσεις πρόνοιας και ασφάλειας τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και συγχρόνως υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεώς του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 535/2012 δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1382/2009 ΝοΒ 2010, σ. 919, ΑΠ 589/2001, ΔΕΕ 2001, 1117 , ΕφΑθ 1403/2015, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Επιπρόσθετα, ο ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον «προμηθευτή» την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» και του ιδιώτη επενδυτή, ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα την σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ-9ε του νόμου, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών» (ΕφΑθ 4841/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Εν όψει όλων των προαναφερομένων νομικών κανόνων και διατάξεων του αγγλικού νόμου, της αγγλικής νομολογίας και της τοιαύτης πρακτικής σχετικώς με τα θέματα της θαλάσσιας ναυτικής ασφαλίσεως, που αφορούν στη προκειμένη υπόθεση, ως προς τα αιτούμενα κονδύλια που αφορούν αποκατάσταση υλικών ζημιών του σκάφους (16.036,17 Ευρώ και 11.639,69 Ευρώ, αντίστοιχα), σε εκπλήρωση της υποχρέωσης της εναγομένης που απορρέει από την καταρτισθείσα σύμβαση ασφάλισης μεταξύ των διαδίκων, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, αφού διαλαμβάνει την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης, ισχυρισμό επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, σαφή περιγραφή τω προκληθεισών στο πλοίο ζημιών και απωλειών, καθώς και την απαιτούμενη για την αποκατάσταση τούτων δαπάνη (βλ. ΕφΠειρ 182/2008, Ε.Ν.Δ. 37, σ.143 επ.), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης και νόμιμη, στηριζόμενη σε όλες τις προαναφερόμενες διατάξεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 346 ΑΚ, 907, 908 και 176 επ του ΚΠολΔ, οι οποίες, ως δικονομικού περιεχομένου, είναι εφαρμοστέες ως lex fori. Ως προς τη βάση της αγωγής που αφορά στην καταβολή αποζημίωσης για τις υλικές ζημιές του σκάφους και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης για τη σε βάρος των εναγόντων αδικοπρακτική, αντίθετη στα χρηστά ήθη και τις διατάξεις του ν. 2251/1994 και προσβλητική της προσωπικότητάς τους συμπεριφοράς, η αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 919, 922, 932, 281, 57, 59, 71 297, 299, 330 εδ.β΄, 293, 340, 345, 346 ΑΚ, 2, 8, 9 Ν. 2251/1994176, 218, 907, 908 εδ.δ΄ ΚΠολΔ, υπό τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πλην του αιτήματος προς αποζημίωση λόγω μείωσης αξίας του σκάφους των εναγόντων, το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο, καθόσον η επικαλούμενη στην αγωγή κακόπιστη και αντίθετη στα χρηστά ήθη και το νόμο περί προστασίας καταναλωτή συμπεριφορά της εναγομένης και των οργάνων και προστηθέντων της, ακόμη και αληθής υποτιθέμενη, δε συνδέεται αιτιωδώς με την επικαλούμενη από μέρους των εναγόντων ζημία  εκ της μείωσης της αξίας του σκάφους τους, ήτοι δεν παρίσταται ικανή (πρόσφορη), κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων και τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, να επιφέρει το επικαλούμενο, εν προκειμένω, επιζήμιο αποτέλεσμα, προϋπόθεση αναγκαία για τη θεμελίωση ευθύνης της εναγομένης προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας. Κατόπιν αυτών, η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητά, δεδομένου ότι α) για το αντικείμενό της έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με αριθμό 7966367/16.2.2015 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου και τα επικολλημένα σε αυτό, με αριθμού 557759, 035180, 023178, 219515 και 219514 αγωγόσημα, καθώς και το με αριθμό 7966366/16.2.2015 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Ναυπλίου, με τα επικολλημένα σε αυτό, με αριθμού 557760, 371176 και 371713 αγωγόσημα) και β) για το παραδεκτό της συζήτησής της, από μεν τον πρώτο ενάγοντα, πατέρα του δεύτερου ενάγοντα, έχει προσκομισθεί το με αριθμ. πρωτ. 120/19.2.2015 πιστοποιητικό του Δικηγορικού Συλλόγου Ναυπλίου, ότι είναι δικηγόρος, γραμμένος στο Μητρώο του ως άνω Συλλόγου, με αύξοντα αριθμό 247, ενώ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγόμενης έχει προσκομισθεί το με αριθμό Α010365/20.2.2015 γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π. (αρθρ. 61,  82 Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό ισχύει κατά το χρόνο συζήτησης της υπό κρίση αγωγής).

Σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο, επί συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως, η έννοια της οποίας δίνεται στην παρ. 1 του ως άνω νόμου και αφορά την κάλυψη του ασφαλισμένου κατά του κινδύνου απωλειών, οι οποίες είναι συναφείς με τη θαλάσσια περιπέτεια, ο ασφαλιστής, σε περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου υποχρεούται σε αποζημίωση του ασφαλισμένου. Εξ άλλου, το περιεχόμενο κάθε σύμβασης ασφαλίσεως προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο, τα παραρτήματά του, όπως αυτά τροποποιούνται κατά κανόνα και συμπληρώνονται από συνήθως επισυναπτόμενους τυπικούς όρους με τη μορφή ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για ασφάλιση σκαφών αναψυχής κ.λπ., άπαντα δε τα ανωτέρω απαρτίζουν την ασφαλιστική σύμβαση ως ενιαίο όλο. Ειδικά, αναφορικά με τον ισχυρισμό που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 55 παρ.1 του ΜΙΑ 1906 σε συνδυασμό με τις από 1.11.1985 ρήτρες των Ασφαλιστών του Λονδίνου, με τον οποίον γίνεται επίκληση ιδιαίτερου λόγου απαλλαγής της ευθύνης από την πληρωμή του ασφαλίσματος, λόγω μη επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, συνεπεία συνδρομής εξαιρούμενου (μη ασφαλιζομένου) κινδύνου, δυνάμει ειδικής ρήτρας του ασφαλιστηρίου, πρέπει να λεχθούν τα εξής : Κατά το εφαρμοζόμενο Αγγλικό Δίκαιο, ο ασφαλισμένος φέρει το βάρος να αποδείξει ότι η ζημία ή η απώλεια του ασφαλισμένου πράγματος, για την οποία προβάλλει αξίωση αποζημίωσης οφείλεται σε ασφαλισμένο κίνδυνο. Σε σχέση, όμως με το βάρος απόδειξης, γίνεται διάκριση μεταξύ των κινδύνων που είναι περιγραφικοί κάποιας συγκεκριμένης αιτίας (όπως οι θαλάσσιοι κίνδυνοι) και των κινδύνων που είναι περιγραφικοί κάποιου αποτελέσματος ή αυταπόδεικτου συμβάντος (όπως είναι, π.χ. η πυρκαγιά). Στην πρώτη δηλαδή περίπτωση, όταν ο κίνδυνος περιγράφει μια αιτία ο ασφαλισμένος φέρει γενικά το βάρος να αποδείξει ότι η απώλεια προκλήθηκε από την περιγραφόμενη αιτία. Αντίθετα, όταν ο επικαλούμενος κίνδυνος είναι περιγραφικός του συμβάντος, ο ασφαλισμένος θα πρέπει απλά να αποδείξει μόνον το συμβάν, συνεπεία του οποίου απωλέσθηκε ή υπέστη ζημία το ασφαλισμένο αντικείμενο, χωρίς να υφίσταται υποχρέωσή του και για την επίκληση και απόδειξη της αιτίας αυτού. Στην τελευταία αυτή περίπτωση το δικονομικό βάρος μετατίθεται στον ασφαλιστή, ο οποίος οφείλει (αν αμφισβητηθεί η ευθύνη του) να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η αιτία του συμβάντος εμπίπτει στις εξαιρούμενες (βάσει ρήτρας του ασφαλιστηρίου συμβολαίου) περιπτώσεις (ΠΠρΠειρ 5462/1999, Ε.Ν.Δ. 27, σ.370). Περαιτέρω, το Αγγλικό Δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, οι περιλαμβανόμενοι στη δεύτερη ομάδα δε, προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφαλίσεως. Ειδικότερα, οι τελευταίοι διακρίνονται: 1) Στους κανόνες των άρθρων 17 έως 21 Μ.Ι.Α. 1906, που αφορούν στην αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως, που πρέπει να διέπει την ασφαλιστική σύμβαση και τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί της συμβάσεως (to avoid the contract) στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν την αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως και τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη και 2) Στους κανόνες περί warranties των άρθρων 33 επ. του Μ.Ι.Α 1906, των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης του από την ασφαλιστική σύμβαση. Ειδικότερα, σχετικά με τους ανωτέρω κανόνες πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Α) Όσον αφορά στην πρώτη ομάδα κανόνων, στο άρθρο 17 του Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι «η ναυτική ασφάλιση βασίζεται επί της αρχής της υπέρτατης καλής πίστεως και αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από οποιονδήποτε των συναλλασσομένων, η σύμβαση δύναται να ακυρωθεί από το άλλο μέρος». Η έννοια της «απόλυτης καλής πίστεως» εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου και συγκεκριμένα έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή απόκρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή την λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή, σε επίγνωση του ασφαλισμένου, τη μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι εσφαλμένες απεικονίσεις έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία (βλ. Γερ. Βλάχου «Η θαλάσσια ασφάλιση», σελ. 36-37 επ.). Περαιτέρω, στο άρθρο 18 του νόμου Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι: «1) Ο ασφαλιζόμενος οφείλει να αποκαλύψει στον ασφαλιστή, πριν ολοκληρωθεί το συμβόλαιο, οποιοδήποτε ουσιώδες περιστατικό που είναι γνωστό σε αυτόν και ο ασφαλιζόμενος θεωρείται ότι είναι γνώστης όλων των περιστατικών που κατά την κανονική πορεία των εργασιών, θα έπρεπε να του ήταν γνωστά. Αν ο ασφαλιζόμενος παραλείψει να προβεί σε τέτοια αποκάλυψη, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο, 2) Κάθε περιστατικό θεωρείται ουσιώδες, εφόσον μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφασή του να αναλάβει τον κίνδυνο… 4) Κατά πόσον ένα περιστατικό συγκεκριμένο, το οποίο δεν ανακοινώθηκε, είναι ή όχι ουσιώδες, κρίνεται κατά περίσταση». Σύμφωνα δε, με το άρθρο 20 του νόμου Μ.Ι.Α. 1906, «1) Οποιαδήποτε ουσιώδης απεικόνιση που δίνεται από τον ασφαλιζόμενο ή τον πράκτορά του στον ασφαλιστή, κατά τη διαπραγμάτευση του συμβολαίου και πριν αυτό οριστικοποιηθεί, πρέπει να είναι αληθής. Εάν είναι αναληθής, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο, 2) Η απεικόνιση είναι ουσιώδης, εφόσον θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή ως προς τον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή ως προς την ανάληψη του κινδύνου». Τόσο δε η παράλειψη ανακοινώσεως (non disclosure), που αναφέρεται στο άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906, όσο και η αναληθής απεικόνιση (misrepresentation) του άρθρου 20 του Μ.Ι.Α. 1906, οι οποίες αμφότερες είναι αρχές που απορρέουν και έχουν τις ρίζες τους στην «απόλυτη καλή πίστη», έχουν ως συνέπεια, σε περίπτωση παραβάσεών τους, ότι καθιστούν τη σύμβαση ακυρώσιμη κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια του βλαπτόμενου μέρους. Το δικαίωμα ακύρωσης δύναται να ασκηθεί κατά πάντα χρόνο, ακόμη μετά τη λήξη της ασφαλιστικής περιόδου, εφόσον όμως ασκηθεί έχει αναδρομική ισχύ, με την έννοια ότι η ασφαλιστική σύμβαση θεωρείται ως μη γενόμενη εξ αρχής (ΑΠ 1459/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31.372). Εξάλλου, η έννοια της «απόλυτης καλής πίστης» εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου (fraud) και δη έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή την απόκρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή τη λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή, σε επίγνωση του ασφαλιζομένου, τη μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι παραλείψεις ή οι εσφαλμένες απεικονίσεις, έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία. Ειδικότερα η υπό της άνω διατάξεως του άρθρου 18 [2] επιβαλλομένη υποχρέωση στον ασφαλιζόμενο ν’ ανακοινώσει [αναγγείλει – αποκαλύψει – disclose] οιονδήποτε περιστατικό του είναι γνωστό τον θέτει προ διλήμματος, υπό την έννοια ότι πρέπει ν` αποφασίσει τι είδους πληροφορίες που έχουν σχέση με τον κίνδυνο οφείλει να αποκαλύψει. Όταν ο ασφαλιστής επιδιώκει ν` ακυρώσει το ασφαλιστήριο εκ λόγων αποσιωπήσεως ουσιώδους περιστατικού, τα επιχειρήματα φυσικά εστιάζονται στο συγκεκριμένο στοιχείο της μη ανακοινωθείσης [αποκρυβείσης] πληροφορίας. Το τεστ περί του πότε ένα περιστατικό είναι ουσιώδες [the test of materiality] και το συναφές ζήτημα ως προς την έννομη συνέπεια της μη ανακοινώσεως τούτου είναι τα δύο κύρια θέματα στο πεδίον του ασφαλιστικού δικαίου που εγένοντο αφορμή για αρκετή συζήτηση. Επί αρκετό χρονικό διάστημα το θέμα του ουσιώδους περιστατικού εθεωρείτο ότι είχε λυθεί στην υπόθεση THE CTI [Container Transport International Inc V Oceanus Mutual Underwriting Association] [1984] 1 Lloyd`s Rep.476]. Τα ζητήματα αυτά ωστόσο επανήλθαν δριμύτερα στην υπόθεση Pan Atlantic Insurance Co Ltd V Pine Top Insurance Co [THE PINE TOP] [1994]2 Lloyd`s Rep.427.To Εφετείο [Court of Appeal] στην υπόθεση The CTI έκρινε ότι υπήρχε μόνο ένα τεστ για τον καθορισμό της συνέπειας της μη αποκαλύψεως κάποιου ουσιώδους περιστατικού. Το μέτρο συγκρίσεως, όπως τούτο καθορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 18 [2] είναι ο μέσος, συνετός, ασφαλιστής, όχι ο πραγματικός, ο συγκεκριμένος ασφαλιστής. Το δικαστήριο έκρινε ότι ένα περιστατικό είναι ουσιώδες μόνο εάν η αποκάλυψη του θα είχε αποφασιστικώς επηρεάσει την κρίση ενός συνετού ασφαλιστού. Το κατά πόσο ο συγκεκριμένος ή πραγματικός ασφαλιστής ωθήθηκε εκ της μη αποκαλύψεως του γεγονότος στην κατάρτιση της συμβάσεως εθεωρείτο άσχετο. Η απόφαση έκρινε ότι εφαρμόζεται μόνο ένα κριτήριο. Το ουσιώδες περιστατικό και το δικαίωμα ακυρώσεως καθωρίζοντο από την πραγματική επίδραση της μη αποκαλύψεως της πληροφορίας στο μέσο συνετό ασφαλιστή. Ο κανών δικαίου επέβαλε ότι εάν η μη αποκαλυφθείσα πληροφορία οδηγούσε το μέσο συνετό ασφαλιστή είτε ν’ απορρίψει είτε να δεχθεί ν’ αναλάβει τον κίνδυνο υπό επαχθέστερους όρους, τούτο και μόνο αρκούσε, ώστε να μεταβιβάσει στο συγκεκριμένο ασφαλιστή το δικαίωμα να ακυρώσει τη σύμβαση.  Εάν και κατά πόσο ο συγκεκριμένος ασφαλιστής παρακινήθηκε στην πραγματικότητα από τη μη αποκαλυφθείσα πληροφορία να συνάψει τη σύμβαση εθεωρείτο αμελητέο. Εν αντιθέσει προς την υπόθεση The CTI, στην υπόθεση The Pine Top εκρίθη ότι δεν υφίσταται ένα, αλλά δύο στάδια ερεύνης. Το πρώτο είναι να κριθεί εάν το περιστατικό είναι ουσιώδες και το δεύτερο το δικαίωμα του ασφαλιστού να ακυρώσει τη σύμβαση. Στην τελευταία αυτή υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο [House of Lords], αντιμετώπισε το ζήτημα εάν ο ασφαλιστής θα ηδύνατο να ακυρώσει το ασφαλιστήριο συμβόλαιο λόγω μη αναγγελίας ουσιώδους πληροφορίας εκ μέρους του ασφαλισμένου.  Όσον αφορά τον όρο “περίσταση” [περιστατικό] (circumstance) του άρθρου 18 (2) η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου περιεστράφη πρώτον ως προς το εάν η επίδραση στον υποθετικό μέσο συνετό ασφαλιστή πρέπει να είναι αποφασιστική και δεύτερον ως προς το εάν, σε περίπτωση αποκρύψεως, το περιστατικό είναι τέτοιο ώστε να ωθήσει τον ασφαλιστή να συμβληθεί ή όχι. Επί του πρώτου ζητήματος το Ανώτατο Δικαστήριο, ερμηνεύον την ως άνω διάταξη, αφού απέρριψε το τεστ περί αποφασιστικής επιδράσεως, έκρινε ότι εκείνο το οποίο οφείλει ν’ ανακοινώσει ο ησφαλισμένος είναι η πληροφορία, η οποία είναι αντικειμενικώς ουσιώδης, εκείνη δηλονότι η οποία πρέπει ν’ αποκαλυφθεί καν εισέτι επί τη ανακοινώσει της στο συνετό ασφαλιστή, εκείνος θα ανελάμβανε τον κίνδυνο υπό τους αυτούς όρους. Επί του δευτέρου ζητήματος το Ανώτατο Δικαστήριο απεφάνθη ότι ο ασφαλιστής οφείλει ν’ αποδείξει όχι μόνο ότι η μη αποκαλυφθείσα πληροφορία είναι ουσιώδης, υπό την προαναφερθείσα έννοια, αλλά επίσης ότι αυτός πράγματι ωθήθηκε να συνάψει σύμβαση με τους συγκεκριμένους όρους. Εάν η μη αποκάλυψη ή η ανακριβής δήλωση δεν παρεκίνησε πράγματι τον ασφαλιστή στη σύναψη συμβολαίου, δηλονότι θα συνήπτε ούτος τη σύμβαση καν εισέτι γνώριζε τα αληθή γεγονότα, δεν θα επιτραπεί στον ασφαλιστή να βασισθεί επ’ αυτού του γεγονότος ως λόγου προς ακύρωση της συμβάσεως. Είναι φανερό από την υπόθεση The Pine Top ότι ο ασφαλιστής δεν έχει ένα απεριόριστο δικαίωμα να ακυρώσει τη σύμβαση, αλλά πρέπει πρώτον ν’ αποδείξει το ουσιώδες της μη ανακοινωθείσης πληροφορίας και δεύτερον ότι παρακινήθηκε να συνάψει τη σύμβαση με τους σχετικούς όρους (βλ. Susan Hodges LAW OF MARINE INSURANCE edition 1996 chapter 6 Page 83 et seq. Esrec. 88-92, Malcom Clarke-INSURERS-INFLUENCED BUT YET NOT INDUCED (1994) LMCLQ 473 et seq (βλ. ΑΠ 1657/2006 ΕΠΙΣΚΕΔ 2006/1065, ΕφΠειρ 480/2014, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 9/2009, ΕΝΑΥΤΔ 2009, σ.123, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία, ΕφΠειρ 773/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2006, σ.20).

Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, συνομολογεί ρητώς (άρθρο 352 ΚΠολΔ) την κατάρτιση και τη διάρκεια της ασφαλιστικής συμβάσεως ενώ, περαιτέρω, αρνείται στο σύνολό τους, τα θεμελιωτικά περιστατικά της αγωγής και προβάλλει, μεταξύ άλλων και τους κάτωθι ισχυρισμούς : (1) Αρχικά, η εναγομένη προβάλλει ότι οι αναφερόμενες στην αγωγή ζημίες, οι οποίες αφορούν, η μεν πρώτη (29.8.2008) πρόσκρουση των ελίκων των ποδαρικών των μηχανών του πλοίου σε σκληρό βυθό, η δε δεύτερη (29.5.2009), πρόσκρουση – επαφή των ποδαρικών σε μόνιμο αγκυροβόλιο (ρεμέτζο),  εμπίπτουν σε εξαιρέσεις ασφαλιστικής κάλυψης που προβλέπονται από τους επιμέρους όρους της επίμαχης σύμβασης ασφάλισης και ειδικότερα, από τους όρους 19.3 και 19.3.2 της Ρήτρας Θαλαμηγών, σύμφωνα με τις οποίες οι ζημιές στα πηδάλια, τα στηρίγματα του ελικοφόρου άξονα, τους άξονες και τις προπέλες, εξαιρούνται της κάλυψης παρ’ εκτός εάν οι ζημιές οφείλονται σε πρόσκρουση με άλλο πλοίο, προβλήτα ή εξέδρα, καθώς και από τον όρο 3 της ειδικής Ρήτρας Ταχυπλόων Σκαφών, σύμφωνα με τον οποίον εξαιρούνται οι απώλειες ή ζημιές της μηχανής και των συνδέσεών της, του πηδαλίου, του εξωτερικού στηρίγματος του ελικοφόρου άξονα, του άξονα της προπέλας, του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού και των μπαταριών και των συνδέσεων, εκτός αν (μεταξύ άλλων παντελώς άσχετων με τη διαφορά περιπτώσεων) η ζημιά οφείλεται σε προσάραξη του ασφαλιζόμενου σκάφους ή επαφή, άλλως πρόσκρουσή του σε άλλο πλοίο, προβλήτα ή εξέδρα. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης, με τον οποίαν αυτή επικαλείται ιδιαίτερο λόγο απαλλαγής της ευθύνης της από την πληρωμή του ασφαλίσματος, λόγω μη επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, συνεπεία συνδρομής εξαιρούμενου κινδύνου (συμβάντος συνεπεία του οποίου υπέστη ζημία το ασφαλισμένο αντικείμενο) δυνάμει ειδικής ρήτρας του ασφαλιστηρίου, συνιστά ένσταση, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 55 παρ.1 της MIA 1906, όπως το περιεχόμενο αυτής αναπτύσσεται στη μείζονα σκέψη που εκτίθεται στην αρχή της παρούσας, σε συνδυασμό με τις από 1.11.1985 ρήτρες των Ασφαλιστών του Λονδίνου. Περαιτέρω, στη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης που διέπεται κατά συμβατικό καθορισμό από το αγγλικό δίκαιο, η ύπαρξη και η εγκυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης και των όρων της θα κριθεί απ’ αυτό, ενώ ακολούθως μπορούν να εφαρμοσθούν οι δημοσίας τάξεως (κανόνες) διατάξεις του Ν 2251/1994 περί «προστασίας των καταναλωτών» (αρθρ. 3, 33 ΑΚ, βλ. ΜΠρΠειρ 5794/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2006, σ.30, πρβλ. ΑΠ 1584/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2012, σ.45, ΕφΠειρ 773/2005, ΕΝΑΥΤΔ 2006, σ.20, ΕφΑΘ 6401/2002 ΔΕΕ 2003, σ. 412). Ειδικότερα, στο άρθρο 2 παρ. 1-5 του Ν 2251/1994, ο οποίος αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές», όπως αυτές ήδη ισχύουν μετά την αντικατάσταση τους με την παρ. 1 του άρθρου 2 Ν 3587/2007, ορίζεται ότι: «Ι. Όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξη τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους. 2. Οι γενικοί όροι συμβάσεων και παρεπόμενων συμφωνιών που καταρτίζονται στην Ελλάδα διατυπώνονται γραπτώς στην ελληνική γλώσσα, κατά τρόπο σαφή, συγκεκριμένο και εύληπτο, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να αντιληφθεί πλήρως το νόημα τους και εκτυπώνονται με ευανάγνωστους χαρακτήρες σε εμφανές μέρος του εγγράφου της σύμβασης. Οι γενικοί όροι των διεθνών συναλλαγών που εφαρμόζονται στην ελληνική αγορά αποτυπώνονται υποχρεωτικά και στην ελληνική γλώσσα. 3. Όροι που συμφωνήθηκαν μετά από ατομική διαπραγμάτευση μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών (ειδικοί όροι) υπερισχύουν των αντίστοιχων γενικών όρων. 4. Κατά την ερμηνεία των γενικών όρων συναλλαγών λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη προστασίας των καταναλωτών. Γενικοί όροι συναλλαγών που διατυπώθηκαν μονομερώς από τον προμηθευτή ή από τρίτον για λογαριασμό του, σε περίπτωση αμφιβολίας ερμηνεύονται υπέρ του καταναλωτή….». Εξάλλου κατά την παρ. 6 του ιδίου ως άνω άρθρου, όπως το πρώτο εδάφιο αυτής είχε αντικατασταθεί με την παρ. 24 άρθρου 10 Ν 2741/1999 (ΦΕΚ Α` 199) και ήδη αντικαταστάθηκε και ισχύει ως άνω με την παρ. 2 του άρθρου 2 Ν 3587/2007 ορίζεται ότι: «Γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας γενικού όρου ενσωματωμένου σε σύμβαση κρίνεται αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται». Ενώ η παρ. 7 του άρθρου αυτού, ορίζει : « Σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που (μεταξύ άλλων) … (β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προμηθευτών, … (θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό να ανταποκρίνεται στις ουσιώδεις, για τον καταναλωτή, προδιαγραφές, στο δείγμα, στις ανάγκες της ειδικής χρήσης, για την οποία την προορίζει ο καταναλωτής και την οποία αποδέχεται ο προμηθευτής ή στο συνηθισμένο προορισμό της, …». Τέλος, η παρ.10 του ιδίου άρθρου ορίζει «Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για κάθε όρο σύμβασης που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης. Θεωρείται ότι ο όρος δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, όταν ο καταναλωτής δεν μπόρεσε να επηρεάσει το περιεχόμενό του. Το γεγονός ότι για ορισμένα στοιχεία κάποιου όρου ή για έναν μεμονωμένο όρο υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση δεν αποκλείει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου στο υπόλοιπο της σύμβασης, εάν από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι πρόκειται για σύμβαση προσχώρησης. Το βάρος απόδειξης ότι υπήρξε ατομική διαπραγμάτευση φέρει ο προμηθευτής». Με τους προαναφερθέντες Γενικούς Όρους των Συναλλαγών (ΓΟΣ) είτε επιχειρείται απόκλιση από ρυθμίσεις του ενδοτικού δικαίου είτε ρυθμίζονται πρόσθετα στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται από διατάξεις του ενδοτικού δικαίου, ο έλεγχος δε του κύρους του περιεχόμενου ΓΟΣ βασικά προσανατολίζεται προς τη διάταξη του πιο πάνω άρθρου 281 ΑΚ. Καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος είναι κάθε ΓΟΣ, ο οποίος χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία αποκλίνει από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου, δηλαδή από τις τυπικές και συναλλακτικά δικαιολογημένες προσδοκίες του πελάτη. Επίσης ελέγχεται για καταχρηστικότητα, ρύθμιση ενός ΓΟΣ, με τον οποίο επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προκύπτουν από τη φύση της σύμβασης, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να απειλείται ματαίωση του σκοπού της (ΑΠΟλ 6/2006 ΕλΔνη 2006,419, ΑΠ 1987/2006 ΕΕμπΔ 2008,105, ΑΠ 1219/2001 ΕλΔνη 42,1603, ΑΠ 296/2001 ΔΕΕ 2001, σ.1112).
Για την κρίση περί της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών με βάση τον κανόνα του άρθρου 281 ΑΚ, λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση, όμως, της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, στα πλαίσια πάντοτε της επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου διατάραξης της ισορροπίας αυτής λαμβάνεται το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει κάθε φορά για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα και ενδιαφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει ένα όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη και η διατάραξη σημαντική και σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης να χαρακτηρίζεται υπέρμετρη. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα και τα ενδιαφέροντα των συμβαλλομένων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του μεν προμηθευτή προς διατήρηση του συγκεκριμένου όρου πού ελέγχεται και ποιο εκείνο του καταναλωτή προς κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα είχε η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πως θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου πού θέλει να αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πως μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δική του ενέργεια. Αν η προβλεπόμενη από τον κρινόμενο γενικό όρο ρύθμιση είναι απλώς μη συμφέρουσα για τον καταναλωτή και η εντεύθεν επιβάρυνσή του δεν είναι ουσιώδης ή αν η απόκλιση του γενικού αυτού όρου από νομοθετικές ενδοτικού δικαίου διατάξεις είναι τέτοια χωρίς να διαταράσσεται η καθοδηγητική λειτουργία του ενδοτικού δικαίου, τότε η διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας δεν είναι υπέρμετρη. Για να ορισθεί υπέρμετρη η διατάραξη της ισορροπίας αυτής θα πρέπει με την απόκλιση αυτή να αλλάζει η μορφή της συγκεκριμένης σύμβασης που έχει διαμορφωθεί με βάση τους κανόνες ενδοτικού δικαίου και να επέρχεται περιορισμός θεμελιωδών δικαιωμάτων του καταναλωτή ή των υποχρεώσεων του προμηθευτή κατά τέτοιο τρόπο ώστε να επαπειλείται ματαίωση του σκοπού της σύμβασης. Τέλος, οι ΓΟΣ πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 1597/2011, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010, σ.943, ΑΠ 11/2006, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 3210/2008 ΕλΔνη 2010, σ.144, αναφορικά δε, με όλα τα ανωτέρω, βλ. ΕφΠειρ 11/2011, Ε.Ν.Δ. 39, σ.211 επ., με ακολουθούμενη σημείωση Αθανασίου Α. Μαρκάκη). Περαιτέρω, οι ενάγοντες, καθ’ υποφοράν, με το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής, αρνούνται την εφαρμογή της ρήτρας 19.3.2 του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Θαλαμηγών στην επίδικη περίπτωση, διότι δεν αποτέλεσε αυτή αντικείμενο συμφωνίας με την εναγομένη, σε κάθε δε περίπτωση, διότι δεν εφαρμόζεται σε σκάφη όπως το δικό τους, που φέρουν μηχανές «έσω – έξω», αλλά σε σκάφη που φέρουν εσωλέμβιες μηχανές, περαιτέρω, δε, ισχυρίζονται ότι η επίκληση των όρων αυτών από την εναγομένη, εν γνώσει της ότι δεν αφορούν σκάφη όπως το επίδικο, τυγχάνει καταχρηστική. Ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ανωτέρω όρος με αριθμ. 19.3.2 των Ρητρών του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Θαλαμηγών, τυγχάνει άκυρος, ως αντικείμενος στις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, καθόσον α) έχει ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων των εναγόντων και των υποχρεώσεων της εναγομένης, β) περιορίζει τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες της εναγομένης, γ) σύμφωνα με το περιεχόμενό του η παροχή της εναγομένης από την ασφαλιστική σύμβαση δεν ήταν υποχρεωτικό να ανταποκρίνεται στους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ασφάλισης, όπως ήταν ο όρος της αποζημίωσης των εναγόντων σε περίπτωση ιδίων ζημιών των μηχανών του σκάφους και δ) δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης με την εναγομένη και δε δόθηκε η δυνατότητα στους ενάγοντες να επηρεάσουν το περιεχόμενό της, υπό τα ειδικότερα ανωτέρω (κατά τα ιστορούμενα στην υπό κρίση αγωγή) εκτεθέντα. Ο ισχυρισμός αυτός (αντένσταση) είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και αυτές των άρθρων 2 παρ. 6, 7 και 10 του Ν. 2251/1994, οι οποίες έχουν εφαρμογή και στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. (2) Ακολούθως, η εναγομένη προβάλει ότι κατά τη σύναψη της ασφάλισης, η αξία του σκάφους και του εξοπλισμού του συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων στο  ποσό των 70.000 Ευρώ (συμφωνία η οποία ενσωματώθηκε στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο), σε συνέχεια υποβολής της από 6.5.2005 έγγραφης πρότασης ασφάλισης από μέρους των εναγόντων, στην οποίαν προσδιορίζουν την αξία του σκάφους σε 36.600 Ευρώ, των δύο κύριων μηχανών αυτού σε 30.000 Ευρώ (15.000 Ευρώ εκάστη Χ 2), της βοηθητικής λέμβου και βοηθητικής μηχανής, σε 3.400 Ευρώ, η αξία δε αυτή, διατηρήθηκε από την εναγομένη κατά τις διαδοχικές ανανεώσεις της σύμβασης ασφάλισης κατά τα επόμενα έτη, μέχρι το επίδικο χρονικό διάστημα, πλην όμως οι ενάγοντες, κατά τη σύναψη της αρχικής σύμβασης, παραβίασαν την αρχή της «υπέρτατης καλής πίστης», διότι προέβησαν σε αναληθείς δηλώσεις και/ή απόκρυψη του ουσιωδέστατου για το κύρος της ασφάλισης στοιχείου της αξίας των αντικειμένων αυτής, που ανήρχετο στο ύψος του τιμήματος αγοράς των ασφαλιζομένων πραγμάτων από τους ενάγοντες κατά το αμέσως προηγούμενο έτος της κατάρτισης της επίδικης σύμβασης ασφάλισης, ήτοι κατά τον Ιούνιο του έτους 2004, ποσού 9.800 Ευρώ, όπως διαπίστωσε αυτή (η εναγομένη) κατόπιν σχετικού ελέγχου για το επίδικο σκάφος στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά. Ότι, σε συνέχεια των ανωτέρω, ασκεί η εναγομένη το δικαίωμα νόμιμης υπαναχώρησης από τη σύμβαση (πλασματικά, λόγω λήξης της συμβατικής περιόδου διάρκειάς της), που της παρέχουν οι σχετικές διατάξεις του αγγλικού δικαίου. Ο ανωτέρω ισχυρισμός της εναγομένης, συνιστά νόμιμη καταλυτική της αγωγής ένσταση, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στην προεκτεθείσας μείζονα σκέψη και θα πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που δόθηκαν στο ακροατήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Οι ενάγοντες είναι συνιδιοκτήτες, συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι κατά ποσοστό 81% ο πρώτος και 19% ο δεύτερος, ενός ταχύπλοου σκάφους αναψυχής, μάρκας «… », μήκους 10,40 μ., εγγεγραμμένου στο νηολόγιο Ναυπλίου με αριθμό … και με το όνομα «…». Το εν λόγω σκάφος είναι εφοδιασμένο με δύο μηχανές μάρκας «VOLVO RENTA» … (ίππων) εκάστη, τύπου «έσω – έξω». Οι ενάγοντες, προκειμένου να ασφαλίσουν από θαλάσσιους κινδύνους το εν λόγω σκάφος, απηύθυναν, κατά την 9.5.2005, προς την εναγομένη, μέσω του ασφαλιστικού συμβούλου της τελευταίας, Π. …, πρόταση προς αυτήν. Στην πρόταση αυτή, αναγράφονταν, μεταξύ άλλων πληροφοριών, ως ασφαλιζόμενα ποσά (με βάση τις τρέχουσες αξίες κατά την ημερομηνία ασφάλισης), α) σώμα σκάφους 36.600 Ευρώ, β) κύριες μηχανές, 30.000 Ευρώ, γ) λέμβος σκάφους 1.400 Ευρώ, δ) πρόσθετος εξοπλισμός (πέραν του εργοστασίου) 2.000 Ευρώ, ήτοι συνολικά 70.000 Ευρώ. Στο τέλος, δε, της ως άνω πρότασης, περιείχοντο και οι δηλώσεις ότι «με βάση τα στοιχεία που δήλωσα και αφού διάβασα του Γενικούς και Ειδικούς όρους, καθώς και τις ρήτρες που θα επισυνάπτονται στο Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο, αποδέχομαι να εκδόσετε ασφαλιστήριο για το παραπάνω σκάφος και/ή με τροποποιήσεις που τυχόν θα επιφέρει η Εταιρεία», καθώς και ότι «η παραπάνω δήλωσή μου ισχύει και για κάθε ανανέωση της ασφαλίσεως εκτός αν τροποποιηθεί με έγγραφό μου, που θα γίνει έγγραφα αποδεκτό από την Εταιρία» (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εναγομένη, από 6.5.2005, πρόταση ασφάλισης των εναγόντων, φέρουσα τη μονογραφή ενός εξ αυτών, καθώς και του ανωτέρω ασφαλιστικού συμβούλου). Η πρόταση ασφάλισης έγινε αποδεκτή από την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία και συνακόλουθα καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων μερών, νομίμως εκπροσωπουμένων, η από 16.6.2005 σύμβαση ασφάλισης σκάφους, εκδοθέντος προς τούτο του με αριθμό … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δυνάμει της οποίας η εναγομένη κάλυψε ασφαλιστικώς το ως άνω σκάφος των εναγόντων, με τις μηχανές και τον εξοπλισμό του, για συνολικώς ασφαλιζόμενη αξία 70.000 Ευρώ και, ειδικότερα, για σώμα σκάφους 36.600 Ευρώ και για κάθε μηχανή, 15.000 Ευρώ και για το λοιπό εξοπλισμό του, για 3.400 Ευρώ. Η διάρκεια ασφάλισης ορίστηκε από 16.6.2005 έως 16.6.2006. Το συμβόλαιο αυτό, αφού τροποποιήθηκε (ως προς τον κατά τα άνω, λιμένα νηολόγησης του πλοίου και αριθμό νηολογίου αυτού) με τη με αριθμό … πρόσθετη πράξη, ανανεώθηκε με αντίστοιχες πρόσθετες πράξεις, για τα προσεχή έτη, με τους ίδιους ακριβώς όρους με την αρχική σύμβαση ασφάλισης, μέχρι την 16.6.2010 (βλ. προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη, με αριθμούς … και … πρόσθετες πράξεις, που αφορούν παράταση της σύμβασης ασφάλισης για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ήτοι από 16.6.2006 έως 16.6.2007 και από 16.7.2007 έως 16.6.2008, αντίστοιχα, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στην υπό κρίση αγωγή, τα οποία δεν αμφισβητεί ειδικά η εναγομένη). Στο αρχικό ασφαλιστήριο και στα ανανεωτήρια αυτού ανεγράφη, στο κύριο σώμα αυτού, στους ειδικούς «χειρόγραφους» (δακτυλογραφημένους) όρους, γινόταν σαφής παραπομπή στις ομάδες των στερεότυπων έντυπων ασφαλιστικών όρων και ρητρών του Ινστιτούτου των Άγγλων Ασφαλιστών που ενσωματώνονταν στη σύμβαση, αποτελώντας μέρος του περιεχομένου της, με σαφή αναφορά στις κωδικές τους ονομασίες, ειδικά, δε, γινόταν παραπομπή στις Ρήτρες Ασφάλισης Θαλαμηγών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.85 (… 1.11.85) και στις Ρήτρες Ασφάλισης Ταχυπλόων Σκαφών του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.85 (Institute Speed Boat Clauses 1.11.85). Επίσης, μεταξύ λοιπών επιμέρους όρων, διαλαμβάνονταν ότι «Οι ρήτρες 5.1 & 11 των I.Y.C 1/11/85 διαγράφονται», καθώς και ότι «η παρούσα ασφάλιση διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και πρακτική αλλά υπό την ελληνική δικαιοδοσία. Αρμόδια δικαστήρια για την επίλυση οιασδήποτε διαφοράς που τυχόν ήθελε προκύψει μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, θα είναι τα Δικαστήρια του Πειραιά.». Περαιτέρω, την 29.8.2008, περί ώρα 16.00, καθώς το ως άνω σκάφος έπλεε με κυβερνήτη τον πρώτο ενάγοντα, στο μικρό λιμένα της Ελαφονήσου, με σκοπό την πρόσδεση αυτού και ενώ προσέγγιζε τη βορειοδυτική προβλήτα αυτού, το εξωτερικό υποθαλάσσιο (υποβρύχιο) τμήμα των δύο μηχανών του σκάφους (ποδαρικά) προσέκρουσαν σε αβαθή. Ακολούθως, το σκάφος εξήλθε του λιμενίσκου και κατευθύνθηκε προς το λιμένα της Νεάπολης. Ωστόσο, κατά την πορεία του σκάφους προς τη Νεάπολη, ο πρώτος ενάγων διαπίστωσε σφοδρούς κραδασμούς στο σκάφος και μεγάλο έλλειμμα στην ανάπτυξη της ταχύτητας, μετά, δε, την πρόσδεση αυτού στο λιμάνι της Νεάπολης, διαπιστώθηκε, από το Μηχανικό σκαφών Σ. Μ., που το επιθεώρησε, ζημία στο εξωτερικό υποθαλάσσιο τμήμα των δύο μηχανών του σκάφους (ποδαρικά), συνιστάμενη, κυρίως, στην ολοσχερή καταστροφή των τεσσάρων προπελών των μηχανών του. Προς τούτο, μετά την αντικατάσταση (υποβρύχια τοποθέτηση) των τεσσάρων προπελών στο σκάφος, από τον ανωτέρω Μηχανικό, οδηγήθηκε αυτό στο λιμάνι της Κοιλάδας Ερμιονίδας, στην προβλήτα του καρνάγιου – ναυπηγείου της εταιρείας «….», όπου αυτό ανελκύσθη με γερανό και τοποθετήθηκε εντός του ναυπηγείου, όπου εξαρμώθηκαν τα δύο ποδαρικά των μηχανών από μηχανικούς του εν λόγω συνεργείου και απεστάλησαν στο κεντρικό συνεργείο της …., στην Αθήνα. Στις 17.9.2008 ολοκληρώθηκε η επισκευή των δύο ποδαρικών στο ως άνω συνεργείο και μετά την εκ νέου μεταφορά τους, στο ανωτέρω Ναυπηγείο, στην Κοιλάδα Ερμιονίδας, στις 20.9.2008, επανατοποθετήθηκαν στις μηχανές του σκάφους. Στη συνέχεια, ο πρώτος ενάγων απηύθυνε προς την εναγομένη την από 22.9.2008 αναλυτική δήλωση απαίτησης, δυνάμει της οποίας, με συνημμένα τα τιμολόγια αγοράς ανταλλακτικών και τις προσφορές για τις διενεργηθείσες εργασίες (υποβρύχια αντικατάσταση των τεσσάρων προπελών, μετακίνηση του σκάφους δια θαλάσσης από το λιμάνι της Νεάπολης στο λιμάνι της Κοιλάδας Ερμιονίδας, επισκευή των ποδιών της μηχανής, ανέλκυση, φύλαξη, τρίψιμο και χρωματισμός υφάλων, τρίψιμο και χρωματισμός ποδιών, έξοδα μεταφοράς ποδαρικών, εξαγωγή και επανατοποθέτηση ποδιών της μηχανής) αιτήθηκε το ποσό των 16.036,17 Ευρώ (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους ενάγοντες, από 22.9.2008, δήλωση απαίτησης). Ακολούθως, περίπου ένα έτος μετά την επέλευση της ανωτέρω ζημίας (ενώ οι ενάγοντες ανέμεναν την έγκριση της καταβολής του ασφαλίσματος σε αυτούς, αναφορικά με αυτήν), την 29.5.2009, περί ώρα 9.00, χειριζόμενος ο πρώτος ενάγων το σκάφος, με σκοπό να εξέλθει από το λιμένα (τουριστικό αγκυροβόλιο) της Ν. Επιδαύρου, τα εξωτερικά υποβρύχια τμήματα των δύο μηχανών (δύο ποδαρικά) προσέκρουσαν και στη συνέχεια εγκλωβίστηκαν σε υφιστάμενο εντός του λιμανιού ρεμέντζο (στερεώς συνδεδεμένο με αλυσίδα στον βυθό από τον κατασκευαστή του τουριστικού αγκυροβολίου), με αποτέλεσμα να επέλθει ρήγμα (ράγισμα) στο εξωτερικό μεταλλικό τμήμα του ποδαρικού της αριστερής μηχανής του σκάφους, να εισχωρήσουν ύδατα στο εσωτερικό αδιάβροχο μέρος των δύο ποδαρικών και συγκεκριμένα στο αριστερό ποδαρικό ένεκα του προαναφερθέντος ρήγματος «του ενδιάμεσου μέρους» και στο δεξιό από την τσιμούχα του άξονα ένεκα της φθοράς αυτής, να καταστραφούν ο κλωβός, η μπουκάλα και η σιδερένια ανοξείδωτη βέργα του υδραυλικού τιμονιού που μετακινεί τα δύο ποδαρικά και να υποστεί το σκάφος ζημία στον χρωματισμό (τζελκοτ) λόγω της πρόσκρουσης της δεξιάς πλευράς. Την επόμενη ημέρα (30.5.2009) αποκαταστάθηκε η ζημία στη λειτουργία του υδραυλικού τιμονιού και ακολούθως (31.5.2009) μετακινήθηκε το σκάφος στο λιμάνι της Ερμιόνης, όπου ανελκύστηκε και μεταφέρθηκε με τρέιλερ στο συνεργείο σκαφών του Κ. Α., στην Αγία Μαρίνα Κρανιδίου, όπου έγινε εξάρμωση και εξαγωγή των δύο ποδαρικών, τα οποία μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και παραδόθηκαν στο μηχανικό Μ. Ψ., προκειμένου να επισκευαστούν και να αποκατασταθεί η ζημία στα βλαβέντα μέρη. Πράγματι, αφού ολοκληρώθηκε η επισκευή των δύο ποδαρικών (την 17.7.2009), ο πρώτος ενάγων απηύθυνε προς την εναγομένη δήλωση ζημίας, δυνάμει της οποίας, με συνημμένα τα τιμολόγια αγοράς ανταλλακτικών και τις προσφορές για τις διενεργηθείσες εργασίες (επισκευή των δύο «ποδαρικών» της μηχανής, ανέλκυση, καθέλκυση σκάφους στην Ερμιόνη, χρωματισμός δεξιάς πλευράς του σκάφους) αιτήθηκε το ποσό των 11.636,69 Ευρώ (βλ. προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους ενάγοντες, από 23.7.2009, δήλωση απαίτησης).Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, αναφορικά με τον τρόπο επέλευσης των ζημιών στο ως άνω σκάφος, δεν αρνείται ειδικά η εναγομένη, συναγομένης, ως προς αυτά, σιωπηρής ομολογίας αυτής (αρθρ. 261 εδ.β΄ ΚΠολΔ). Η εναγομένη, σε απάντηση των ανωτέρω αιτήσεων των εναγόντων, απέστειλε σε αυτούς, την 21.12.2009, μέσω τηλεομοιοτυπίας (φαξ), τα από 8.12.2008 (αναφορικά με την πρώτη ως άνω δηλωθείσα ζημία) και από 21.12.2009 (αναφορικά με τη δεύτερη ως άνω δηλωθείσα ζημία) σημειώματα, που είχαν συνταχθεί από την αρμόδια υπάλληλο της Υποδιεύθυνσης αποζημιώσεων γενικών κλάδων, σύμφωνα με τα οποία οι εν λόγω ζημίες στο σκάφος των εναγόντων (πλην της ζημίας στο χρωματισμό αυτού στη δεξιά του πλευρά, κατά το δεύτερο περιγραφόμενο περιστατικό) δεν καλύπτονταν από την ένδικη σύμβαση ασφάλισης, ως υπαγόμενες στον όρο 19.3.2. των ρητρών του Ινστιτούτου για ασφάλιση θαλαμηγών της 1.11.85. Επί των ανωτέρω, οι όροι 19.3 και 19.3.2 της «… (1.1.85), στους καλυπτόμενους κινδύνους της οποίας γινόταν παραπομπή με την προαναφερθείσα βεβαίωση ασφάλισης, όριζε ότι «… (9.3) Καμιά  απαίτηση δεν θα γίνει δεκτή σχετικά με το πηδάλιο, το στήριγμα του ελικοφόρου άξονα, του άξονα ή της προπέλλας, … (9.3.2) σχετικά με οποιαδήποτε απώλεια ή ζημιά που προκαλείται από κακοκαιρία, νερό ή πρόσκρουση εκτός από όταν είναι με άλλο Πλοίο, προκυμαία ή προβλήτα, αλλά η Ρήτρα 19.3.2 δεν θα εξαιρεί απώλεια ή οποία προεκλήθη από επικάλυψη του Πλοίου με νερά σαν αποτέλεσμα κακοκαιρίας». Επιπρόσθετα, στον όρο υπ’ αριθμ. 3 και 3.2 των Ρητρών του Ινστιτούτου περί ταχυπλόων σκαφών (Cl. 333, Institute Speedboat Clauses), στον οποίον επίσης γίνεται ρητή παραπομπή με το ένδικο ασφαλιστήριο και ενσωματώνεται αυτός σε αυτό, προβλέπεται ότι «(3) Επιπλέον, και χωρίς να μειώνεται η σημασία των παραπάνω καμμία απαίτηση δεν θα γίνεται δεκτή σχετικά με την απώλεια ή την ζημία της μηχανής και των συνδέσεών της, του πηδαλίου, του εξωτερικού στηρίγματος του ελικοφόρου άξονα ή της προπέλλας, του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, και των μπαταριών και των συνδέσεων εκτός αν αυτή η ζημιά ή απώλεια προκλήθηκε : … (3.2) από το γεγονός ότι το σκάφος προσάραξε, βυθίστηκε, κάηκε ή έπιασε φωτιά ή συνεκρούσθη με άλλο πλοίο, ή ήρθε σε επαφή με άλλο πλοίο, προκυμαία, ή προβλήτα.». Επομένως, με βάση τους παραπάνω συμβατικούς όρους, οι ανωτέρω ζημίες του σκάφους των εναγόντων εξαιρούνταν από την ασφαλιστική εκ μέρους της εναγομένης κάλυψη, δεκτής γενομένης, ως βάσιμης από ουσιαστική άποψη, της σχετικά προβαλλομένης ένστασης από μέρους της εναγομένης, περί απαλλαγής της από την ασφαλιστική κάλυψη (ευθύνη), βάσει των ως άνω ρητρών. Εξάλλου, οι ενάγοντες, αρνούμενοι την ανωτέρω ένσταση της εναγομένης, ισχυρίζονται ότι ο όρος 19.3.2 εφαρμόζονται μόνο σε σκάφη που περιλαμβάνουν μηχανές «έσω», και βρίσκονται εντός του μηχανοστασίου, χωρίς να φέρουν ποδαρικά, αλλά υφίστανται στο εξωτερικό μέρος του σκάφους το πηδάλιο, ο ελικοφόρος άξονας με το εξωτερικό στήριγμά του και η συνδεδεμένη με τον ελικοφόρο άξονα προπέλα, εξαρτήματα τα οποία δεν αποτελούν μέρος των μηχανών και ότι δεν εφαρμόζεται (ο εν λόγω όρος) επί σκαφών όπως το επίδικο, που φέρει μηχανές τύπου «έσω – έξω», οι οποίες δεν φέρουν πηδάλιο, ελικοφόρο άξονα και προπέλα συνδεδεμένη με τον ελικοφόρο άξονα (αντικαθισταμένης της έλλειψης πηδαλίου στο εν λόγω σκάφος, από το σύστημα πρόωσης που αναπτύσσεται με την ελικοειδή κίνηση των τεσσάρων προπελών που φέρουν τα ποδαρικά και την υδραυλική κίνηση των τελευταίων που επιτυγχάνεται με το υδραυλικό τιμόνι που βρίσκεται στο χειριστήριο του σκάφους), πλην όμως, τούτο δε δύναται να συναχθεί ούτε από το περιεχόμενο του εν λόγω όρου ούτε από το λοιπό περιεχόμενο της σύμβασης ασφάλισης. Ενώ, δηλαδή, στη σύμβαση ασφάλισης γίνεται σαφής διάκριση των μηχανών που δύναται να φέρει ένα ταχύπλοο σκάφος (βλ. ορισμούς επί άρθρου 3 των Γενικών όρων αστικής ευθύνης σκαφών, όπου γίνεται αναφορά στους τρεις τύπους μηχανών που δύναται να φέρει ένα τέτοιο σκάφος, ήτοι μηχανές εξωλέμβιες, έσω/εξωλέμβιες και εσωλέμβιες),  στον ανωτέρω όρο, δε γίνεται διαχωρισμός και διάκριση εφαρμογής του σε σκάφη που φέρουν μόνον εσωλέμβιες μηχανές (εξαιρουμένων από την εφαρμογή αυτού των σκαφών που φέρουν εξωλέμβιους κινητήρες και κινητήρες «έσω – έξω»), ενώ όπου στη σύμβαση καθίστατο αναγκαία η διάκριση αυτή, διαλαμβάνεται τούτη η διάκριση ρητά στο σχετικό όρο (βλ. ενδεικτικά, όρο υπ’ αριθμ.6, της ανωτέρω Ρήτρας του Ινστιτούτου περί Ταχυπλόων Σκαφών, cl. 333, όπου γίνεται σαφής αναφορά ότι η προβλεπόμενη στον όρο αυτό εξαίρεση αφορά σε σκάφη εφοδιασμένα με εσωλέμβιο κινητήρα). Εξάλλου, αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω δε δύναται να συναχθεί από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τους ενάγοντες, από 13.2.2015 γνωμοδότηση (ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη) του Μηχανολόγου – Μηχανικού, Μ. Π., καθόσον, η αναφορά στην εν λόγω έκθεση ότι οι έσω-εξωλέμβιες μηχανές δε διαθέτουν ελικοφόρο άξονα και πηδάλιο, λόγω της απλούστερης μηχανολογικά σχεδίασής τους, σε σχέση με τις εσωλέμβιες μηχανές, στις οποίες η μηχανή βρίσκεται εξολοκλήρου εντός του σκάφους και λειτουργεί σε αυτήν το αξωνικό σύστημα, που περιλαμβάνει τον ελικοφόρο άξονα, το εξωτερικό στήριγμα αυτού και την έλικα – προπέλα, καθώς και το πηδάλιο, το οποίο επιτρέπει τον έλεγχο της πορείας στο οριζόντιο επίπεδο και τη διεύθυνση του σκάφους, δεν αναιρεί το γεγονός ότι και οι μηχανές του ένδικου σκάφους, αφενός μεν φέρουν προπέλες (αναφορά που ο ίδιος ο ενάγων κάνει στην υπό κρίση αγωγή, για τον προσδιορισμό της πρώτης επελθούσας ζημίας), αφετέρου δε, διαθέτουν πηδάλιο, το οποίο, χωρίς να αποτελεί χωριστό – διακριτό τμήμα του σκάφους, συνιστά μέρος του «ποδαρικού» της μηχανής, ήτοι εξάρτημα του υποβρύχιου τμήματος της εξωλέμβιας μονάδας της «έσω-έξω» μηχανής. Η κρίση, δε, του Δικαστηρίου τούτου, περί των ανωτέρω, ενισχύεται α) από την επισκόπηση των σχεδίων (σκαριφημάτων) των τριών τύπων μηχανών που δύναται να φέρει ένα ταχύπλοο σκάφος (επικαλούμενα από αμφότερα τα διάδικα μέρη), από τα οποία δύναται να συναχθεί ευχερώς, με βάση από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 εδ. β΄ ΚΠολΔ), ότι το κάτω (υποβρύχιο τμήμα) του «ποδιού» της μηχανής έχει την όψη και τη λειτουργία του ανεξάρτητου πηδαλίου που υπάρχει στα σκάφη που λειτουργούν με εσωλέμβιες μηχανές (περί της εφαρμογής, της ως άνω ρήτρας επί σκάφους που έφερε εξωλέμβιο κινητήρα, βλ. επίσης, ΕφΠειρ 11/2011, ο.π.) και β) τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την εναγομένη, με την προσθήκη των προτάσεών της, προς αντίκρουση των ισχυρισμών και των αποδεικτικών μέσων των εναγόντων, που προέβαλαν αυτοί με τις προτάσεις τους, εκθέσεις ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης τριών ναυτικών πραγματογνωμόνων, ήτοι την από 19.2.2015 τεχνική έκθεση του Δ. Ρ. (ναυπηγού – μηχανικού), την από 19.2.2015 τεχνική έκθεση του  Σ. Β. Λ. (Ναυπηγού/Μηχανολόγου Μηχανικού) και την από 18.2.2015 τεχνική έκθεση του Γ. Μ. Μ. (Ναυπηγού Μηχανικού / Επιθεωρητή), στις οποίες γίνεται σαφής αναφορά στο ότι «οι εξωλέμβιες μονάδες των εσω-εξωλέμβιων κινητήρων αποτελούν μηχανολογικά συγκροτήματα που περιέχουν μπρακέτο (κλωβό στήριξης στον καθρέπτη της πρύμης), πηδάλιο (ολόκληρο το υπό την επιφάνεια της θάλασσας τμήμα της εξωλέμβιας μονάδας λειτουργεί και συμπεριφέρεται ως πτερύγιο πηδαλίου), ελικοφόρο άξονα (η έλικα είναι προσαρμοσμένη επί περιστρεφόμενου άξονα) και έλικα» (βλ. σελ. 1 της από 19.2.2015 τεχνικής έκθεσης του Σ. Β. Λ., καθώς και όμοιες αναφορές στις λοιπές δύο τεχνικές εκθέσεις – γνωμοδοτήσεις). Αντίστοιχα, και ο μάρτυρας ανταπόδειξης, Ν. Π., ναυτικός πραγματογνώμονας, επιβεβαίωσε, κατά την κατάθεσή του, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι ο τύπος μηχανών του επίδικου σκάφους διαθέτει έλικες, ελικοφόρο άξονα και πηδάλιο (βλ. σελ. 67, 68 πρακτικών) και ότι οι ένδικες ζημιές στα εξαρτήματα αυτά υπάγονται στην εξαίρεση της ανωτέρω ρήτρας (βλ. σελ 64, 65, 68 πρακτικών), ενώ αντίθετη περί των ανωτέρω κρίση δε συνάγεται από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, Χ. Τ., ο οποίος δεν εισέφερε ειδικές τεχνικές γνώσεις σε σχέση με την υπαγωγή των ένδικων ζημιών στους όρους της ένδικης σύμβασης ασφάλισης. Είναι προφανές, άλλωστε, ότι η εν λόγω εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη, σκοπό έχει τον αποκλεισμό από την κάλυψη των ζημιών στα παραρτήματα που προεξέχουν από τον πυθμένα των ταχυπλόων σκαφών και ως εκ της θέσεώς τους, σε συνδυασμό με το μικρό βύθισμα των πιο πάνω τύπου σκαφών και της υψηλής ταχύτητας που αναπτύσσουν, είναι επιρρεπή σε προσκρούσεις σε αβαθή ή σε επιπλέοντα ή ημιβυθισμένα αντικείμενα (πρβλ την από 19.2.2015 τεχνική έκθεση – γνωμοδότηση του Δ. Ρ.), χωρίς να δικαιολογείται διαφοροποίηση, ως προς την ευθύνη του ασφαλιστή, σε σχέση με τέτοιου είδους ζημιές, ανάλογα με το είδος του κινητήρα που φέρει το σκάφος. Επιπρόσθετα, στις περιπτώσεις όπως η επίδικη, που εφαρμόζεται και η Ρήτρα Ταχυπλόων Σκαφών (Institute Speedboat Clauses, C333), η εξαίρεση από την αποζημίωση ζημιών στα πηδάλια – μπρακέτα – άξονες – ελικοφόρους άξονες και έλικες επεκτείνεται και στο λοιπό μηχανολογικό εξοπλισμό των σκαφών και πιο συγκεκριμένα στους προωστήριους κινητήρες (motor), τα μηχανολογικά στοιχεία που είναι συνδεδεμένα στους προωστήριους κινητήρες (connections), τις μπαταρίες και όλο το συνδεδεμένο σ’ αυτές ηλεκτρολογικό δίκτυο, σύμφωνα με τη σαφή διατύπωση του εν λόγω όρου. Σε τέτοιες καλύψεις, εάν το ασφαλισμένο σκάφος φέρει εσω-εξωλέμβιο κινητήρα, ισχύει η εξαίρεση από την αποζημίωση των ζημιών στην εξωλέμβια μονάδα («ποδαρικό») για δύο διακριτές αιτίες: Αφενός ως συγκρότημα πηδαλίου – μπρακέτου άξονα – ελικοφόρου άξονα και έλικας και αφετέρου ως μηχάνημα συνδεδεμένο απευθείας στον κινητήρα (motor connection), όπως δύναται να συναχθεί από το περιεχόμενο των ως άνω δύο όρων (όρος 19.3, 19.3.2 των Ρητρών του Ινστιτούτου για Ασφάλιση  Σκαφών Αναψυχής και του όρου 3 της Ρήτρας Ταχυπλόων Σκαφών), σε συνδυασμό με τα διαλαμβανόμενα στις προαναφερόμενες τεχνικές εκθέσεις που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη, τα συμπεράσματα των οποίων συνάδουν πλήρως με το λοιπό αποδεικτικό υλικό και την κοινή λογική. Εξάλλου, δεν μπορεί να γίνει λόγος, εν προκειμένω, για ασφαλιστική κάλυψη των ένδικων ζημιών, λόγω εφαρμογής του ανωτέρω όρου 3.2 της Ρήτρας Ταχυπλόων Σκαφών (σύμφωνα με τον οποίον καλύπτονται οι ζημίες σχετικά με απώλεια ή ζημία της μηχανής και των συνδέσεών της, του πηδαλίου, του εξωτερικού στηρίγματος του ελικοφόρου άξονα, του άξονα της προπέλας, του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού και των μπαταριών, εφόσον προκλήθηκαν, μεταξύ άλλων και από προσάραξη του σκάφους, σύγκρουση ή πρόσκρουσή του με άλλο πλοίο, προβλήτα ή προκυμαία), καθόσον οι ένδικες περιπτώσεις ζημίας δεν προέρχονται από προσάραξη του σκάφους, χωρίς να δύναται να ληφθεί υπόψιν, αναφορικά με τα ανωτέρω, η από 19.2.2015 τεχνική έκθεση – γνωμοδότηση του Γ. Σ. Ν., την οποίαν προσκομίζουν και επικαλούνται, με την προσθήκη των προτάσεών τους, οι ενάγοντες, προς αντίκρουση της υπό κρίση ενστάσεως της εναγομένης, σύμφωνα με την οποίαν «1/ Ο υπ’ αριθμ. 3.2 όρος δεν έχει εφαρμογή και δεν εξαιρεί τις ζημιές που υπέστη το ασφαλισμένο σκάφος στα εξωλέμβια τμήματα των δύο (2) μηχανών του και στις προπέλες αυτών, 2/ Σύμφωνα με την ναυτική ορολογία και την ακριβή απόδοση στο λεξικό  της κοινής νεοελληνικής γλώσσας η λέξη προσάραξη πλοίου σημαίνει “το κάθισμα άλλως η πρόσκρουση σε αβαθή βυθό ή σε υφάλους”», καθόσον, α) ως προς μεν τη δεύτερη ζημία (στη Νέα Επίδαυρο) στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, ήτοι ότι το σκάφος υπέστη ζημία από την πρόσκρουση του εξωλέμβιου τμήματος των μηχανών του στα αβαθή του λιμένα (βλ. το συνημμένο στην εν λόγω τεχνική έκθεση, από 17.2.2015 ερώτημα του πρώτου ενάγοντος), ενώ σύμφωνα με τα εκτιθέμενα από τον ίδιο τον ενάγοντα, στην υπό κρίση αγωγή, η εν λόγω ζημία, προήλθε από πρόσκρουση και εν συνεχεία, εγκλωβισμό των ποδαρικών σε υφιστάμενο εντός του λιμανιού «ρεμέντζο» (σκοινί πρόσδεσης του σκάφους, βλ. σχετικό όρο σε ιστοσελίδα «https://el.wiktionary.org»), β) ως προς δε αμφότερες τις ζημίες, αντικρούεται τόσο από το περιεχόμενο του ίδιου του όρου, στον οποίον γίνεται σαφής διάκριση των εννοιών προσάραξη και πρόσκρουση, όσο και από τις προαναφερόμενες, τρεις τεχνικές εκθέσεις που προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη (Δ. Ρ., Σ. Β. Λ. και Γ. Μ. Μ.), σύμφωνα με τις οποίες προσάραξη εννοείται «όχι η στιγμιαία επαφή των στοιχείων του σκάφους που προεξέχουν από τον πυθμένα του, στο βυθό, αλλά η σταθερή και μόνιμη δέσμευση της ατράκτου του ναυπηγήματος ή των παραρτημάτων της σ’ αυτόν, χωρίς τη δυνατότητα αυτοδύναμης αποκόλλησης» (βλ. σελ. 6 της από 19.2.2015 έκθεσης του Δ. Ρ., καθώς και όμοιου περιεχομένου αναφορές στις λοιπές τεχνικές εκθέσεις). Εξάλλου, τον ανωτέρω ορισμό της έννοιας «προσάραξη», συνιστάμενης στην καθήλωση του πλοίου σε ένα σημείο και αδυναμία πλεύσεώς του, είτε λόγω προσκρούσεως σε εμπόδιο, είτε λόγω ελλείψεως επαρκούς ύδατος, που να του εξασφαλίζει τη δυνατότητα πλεύσεως ακολουθεί παγίως και η νομολογία των ελληνικών Δικαστηρίων, κατά την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 277 ΠΚ, το οποίο διαλαμβάνει τον όρο αυτό στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος που προβλέπει (βλ. ΠλημΠειρ 225/1999, ΠΟΙΝ/ΔΝΗ 2000, σ.702, με εκεί αναφορές στη θεωρία). Άλλωστε, είναι ουσιαστικά αβάσιμη η αντένσταση των εναγόντων περί ακυρότητας των ανωτέρω ρητρών και όρων της ασφαλιστικής σύμβασης, λόγω αντίθεσης στις διατάξεις του Ν. 2251/1994 και ΑΚ 281, για τους κάτωθι αναφερόμενους λόγους : Οι επίμαχοι όροι δεν εμπίπτουν στις περιπτώσεις των εδαφίων (β) και (θ) της παρ.7 του Ν. 2251/94, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα, καθ’ υποφοράν, στην αγωγή, αφού, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, δεν περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας ούτε καθιστούν την παροχή της εναγομένης μη ανταποκρινόμενη στους ουσιώδεις, για τους ενάγοντες, όρους της σύμβασης, αφού δεν αφορούν το σύνολο των ζημιών στις μηχανές του σκάφους, αλλά ένα μέρος των ζημιών, για περιοριστικά αναφερόμενες στους όρους αιτίες, σε εξαρτήματα του σκάφους ή/και των μηχανών του (σε κάποιους τύπους μηχανών, εξαρτήματα του υποβρυχίου τμήματος αυτών), τα οποία είναι επιρρεπή σε ζημίες εκ της λειτουργίας του σκάφους και οι οποίες (ζημιές) συχνά προκαλούνται και τυχόν να οφείλονται σε εσφαλμένους χειρισμούς των χειριστών του σκάφους. Επιπρόσθετα, ούτε κατά το γενικό κριτήριο της διάταξης της παρ.6 του αρθρ. 2 του νόμου αυτού, δοθέντος ότι : α) H συνομολόγηση των όρων αυτών δε συνιστά υπέρμετρη δέσμευση των ασφαλισμένων εναγόντων διότι οι όροι του ασφαλιστηρίου συμβολαίου ήταν ελεύθερα διαπραγματεύσιμοι και αποδείχθηκε ότι αποτέλεσαν πράγματι αντικείμενο διαπραγμάτευσης, συνεπώς στην κρινόμενη περίπτωση η επίδικη ασφαλιστική σύμβαση δε συνιστά σύμβαση προσχώρησης με προδιατυπωμένους όρους, στην οποίαν κατ’ ανάγκη και χωρίς διαπραγμάτευση προσχώρησαν οι ασφαλισμένοι ενάγοντες, αλλά διαμορφώθηκε και μπορούσε περαιτέρω να τροποποιηθεί με διαπραγματεύσεις, αφού, όπως ανωτέρω αποδείχθηκε, διεγράφησαν όροι, με πρωτοβουλία των εναγόντων (όροι 5.1 και 11, βλ. επίσης χειρόγραφη σημείωση του πρώτου των εναγόντων, στη δεύτερη σελίδα της από 15.6.2005 γραπτής προσφοράς επιστολής της εναγομένης, με συνοπτική παρουσίαση των όρων της σύμβασης) (πρβλ. ΑΠ 1584/2011, ο.π., ΕφΠειρ 566/2007, ΕΝΑΥΤΔ 2008, σ.56). β) Από το σαφές περιεχόμενο των όρων, δεν μπορεί να γίνει λόγος για σημαντική – ουσιώδη, κατά τα ανωτέρω, στη μείζονα σκέψη, αναλυτικά αναφερόμενα, διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβληθέντων μερών, αφού οι προϋποθέσεις υπαγωγής κάθε ασφαλιστικής περίπτωσης στην εξαίρεση των εν λόγω όρων ήταν εξ’ αρχής γνωστές τους συμβληθέντες ασφαλιζομένους (ενάγοντες) και εξαρτόνταν από αντικειμενικά κριτήρια προσδιορισμού, που μπορούσαν αυτοί να γνωρίζουν από το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης. Επιπρόσθετα, με τους ως άνω όρους, οι οποίοι συνάπτονται συνήθως μεταξύ καταναλωτών και ασφαλιστικών εταιρειών, σε ασφαλίσεις για θαλάσσιους κινδύνους, δεν επέρχεται υπέρμετρος περιορισμός της ασφαλιστικής κάλυψης, ούτε οδηγούν σε διάψευση της δικαιολογημένης προσδοκίας του καταναλωτή (εν προκειμένω, εναγόντων) ως προς τη φύση των παρεχόμενων σε αυτούς υπηρεσιών, το σκοπό και το περιεχόμενο της σύμβασης, αφού, σύμφωνα με τα ανωτέρω αποδειχθέντα ως προς τη φύση της ζημίας, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως (αρθρ. 336 ΚΠολΔ), δε ματαιώνεται ο σκοπός της σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης ούτε αναιρείται πλήρως η ευθύνη της ασφαλιστικής εταιρείας, με την εξαίρεση κάποιων κινδύνων, που σχετίζονται με ζημίες όπως οι επίδικες, οι οποίες έχουν ως συνέπεια την επίταση του κινδύνου για την ασφαλιστική εταιρεία, ενώ, παράλληλα, με το ένδικο ασφαλιστήριο, καλύπτεται πλήθος άλλων κινδύνων, σχετικά με τη λειτουργία του σκάφους και των μηχανών αυτού. Ούτε, άλλωστε, από το περιεχόμενο των ανωτέρω διατάξεων, το οποίο είναι σαφές, χωρίς να γεννάται αμφιβολία ως προς τις αληθείς δηλώσεις βούλησης των δικαιοπρακτούντων, χωρίς να παρίσταται ανάγκη καταφυγής σε ερμηνευτική διαδικασία, προκύπτει αντίφαση ως προς το είδος και την έκταση των ζημιών που καλύπτονται από το ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αφού αφενός μεν, η αναφορά στον όρο 10.10 των ρητρών του Ινστιτούτου για ασφάλιση θαλαμηγών της 1.11.85, ότι εξαιρούνται της ασφαλιστικής κάλυψης ο κινητήρας και οι συνδέσεις τους, πλην του εξωτερικού στηρίγματος, του ελικοφόρου άξονα, του άξονα και της προπέλας, δεν αντιφάσκει με τον όρο 19.3.2., ο οποίος (κατά τη σαφή αναφορά στην επικεφαλίδα του) ισχύει αποκλειστικά για ταχύπλοα σκάφη και ρητά εξαιρεί τη ζημία στα εν λόγω εξαρτήματα, αφετέρου δε, η αναφορά στον ίδιο ως άνω όρο (10.10) ότι δεν εξαιρείται η ζημία στον κινητήρα και τις συνδέσεις του που προκλήθηκε, μεταξύ άλλων, και από προσάραξη, εκτός του ότι δεν αντιφάσκει με άλλον όρο του ασφαλιστηρίου, δεν αφορά τις επίδικες ζημίες, οι οποίες, κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, δε σχετίζονται με προσάραξη του σκάφους. Σημειώνεται, τέλος, ότι, οι επίμαχοι όροι της σύμβασης ασφάλισης και η συνομολογούμενη με αυτούς εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη, συνδέεται με το κύριο αντικείμενο της ασφαλιστικής σύμβασης και τη σχέση μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, με βάση την οποίαν προσδιορίζεται το ασφάλιστρο, επομένως, δεν υπόκεινται, κατ’ αρχήν, σε έλεγχο από άποψη καταχρηστικότητας, κατ’ άρθρο 2 του ν. 2251/1994, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο σαφή και κατανοητό και δεν έχει παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΑΠ 237/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 256/2013, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ),  σε κάθε, δε, περίπτωση, δεν, μπορεί να γίνει εν προκειμένω λόγος, περί παραβίασης της εν λόγω αρχής της διαφάνειας, αφού στο ένδικο ασφαλιστήριο διαλαμβάνεται μετάφραση των όρων στην ελληνική (η αναφορά στη μετάφραση ότι αυτή «είναι ενδεικτική και δε δεσμεύει με οποιοδήποτε τρόπο την Εταιρεία», δεν αναιρεί το περιεχόμενο των όρων, αφού αμφότερα τα διάδικα μέρη κάνουν αναφορά στους όρους του ασφαλιστηρίου όπως αυτοί έχουν μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα και, ως εκ τούτου αλυσιτελώς προβάλλεται από τους ενάγοντες ο σχετικός ισχυρισμός περί μη νομότυπης μετάφρασης των όρων στην ελληνική), από την οποίαν μπορεί ο ασφαλισμένος καταναλωτής να διαπιστώσει, κατά τρόπο απλό και κατανοητό, τους εξαιρούμενους κινδύνους και τα κρίσιμα στοιχεία και μεγέθη της σύμβασης, λαμβανομένου υπόψιν και του ότι, ως εκ του χαρακτήρα της επίδικης σύμβασης ασφάλισης, που απευθύνεται σε ειδική κατηγορία ασφαλισμένων (ιδιοκτήτες και χειριστές σκαφών αναψυχής), δε δύναται να αποφευχθεί η αναφορά στο ασφαλιστήριο ειδικής ορολογίας, που αφορά στα επιμέρους μέρη και εξαρτήματα του πλοίου, τα οποία αναμένεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να είναι γνωστά στην συγκεκριμένη κατηγορία καταναλωτών. Εν τέλει, ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι η υπό κρίση ρήτρα δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης με την εναγομένη και δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να επηρεάσουν το περιεχόμενό της, αφού τόσο αυτή καθ’ αυτή η εν λόγω ρήτρα όσο και οι υπόλοιποι γενικοί όροι της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης συνέθεταν σύμβαση προσχώρησης και, ως εκ τούτου, δε δεσμεύεται από αυτήν, αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον οι όροι περί υπαγωγής στους «INSTITUTE YACHTS CLAUSES» της 1.11.1985 και στο Αγγλικό δίκαιο, αποτέλεσαν, κατά τον προεκτεθέντα τρόπο, περιεχόμενο του ενδίκου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το οποίο συνήφθη κατόπιν προηγηθείσας αίτησης των εναγόντων και τη δυνατότητα λήψης πραγματικής γνώσης του περιεχομένου τους δε στερήθηκαν οι ενάγοντες, οι οποίοι γνώριζαν (και πάντως όφειλαν να γνωρίζουν) όλους τους όρους της ασφαλιστικής σύμβασης, κατά τα προλεχθέντα και το οποίο σαφώς επικαλούνται οι ενάγοντες με την ένδικη αγωγή (το ασφαλιστήριο ενσωματώνεται αυτούσιο στην αγωγή), αφού σε αυτό στηρίζουν οι ενάγοντες μέρος των ενδίκων αξιώσεών τους. Οι όροι δε, του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, γενικοί και ειδικοί, έχουν, όπως γίνεται δεκτό στη θεωρία και τη νομολογία, την ίδια νομική αξία και σημασία και είναι υποχρεωτικοί έστω και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, αρκεί να γίνεται σαφής παραπομπή σ’ αυτούς στη σύμβαση ασφάλισης (όπως έγινε εν προκειμένω), διότι θεωρούνται αναπόσπαστο τμήμα αυτής. Ακόμη, οι όροι που περιέχονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, για την κατάρτιση του οποίου, ο απαιτούμενος κατά Νόμο τύπος δεν είναι συστατικός αλλά αποδεικτικός, είναι δεσμευτικοί, ειδικότερα για τον ασφαλισμένο και στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπέγραψε μεν αυτός τούτο, στηρίζονται όμως στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ίδιες αυτού αξιώσεις και επικαλείται τούτο, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, διότι η επίκληση από αυτόν του ασφαλιστηρίου συμβολαίου  σημαίνει αποδοχή των όρων του  (πρβλ. ΑΠ 237/2012, Α΄ δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 11/2011, ΕΝΔ 39, σ.211, ΕφΠειρ 1141/2004, ΠΕΙΡΝΟΜ 2005, σ.72, με εκεί αναφορές σε θεωρία και νομολογία). Σε συνέχεια των ανωτέρω, αναφορικά με τη σωρευόμενη βάση της υπό κρίση αγωγής (συμπεριφορά της εναγομένης αδικοπρακτική, αντίθετη στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, αντίθετη στις διατάξεις περί προστασίας των καταναλωτών), η ενσωμάτωση των προαναφερομένων όρων και ρητρών στο ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δεν αποδείχθηκε ότι συνιστά αθέμιτη και παραπλανητική πρακτική σε βάρος των εναγόντων, ούτε ότι αντίκειται στον κοινωνικό και προστατευτικό χαρακτήρα του δικαίου των γενικών όρων συναλλαγών. Επιπρόσθετα, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη αποδέχθηκε αρχικά, μέσω των οργάνων και των προστηθέντων της, την ευθύνη της για τις ένδικες ζημίες, χωρίς να προβάλλει αντίρρηση ως προς τους όρους της σύμβασης. Ειδικότερα, ανεξαρτήτως του ότι ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο Γ. Κ., Ναυπηγός – Μηχανολόγος Μηχανικός, πραγματογνώμονας συνεργαζόμενος με την εναγομένη για την εκτίμηση των δηλωθεισών ζημιών και ο …, Ασφαλιστικός Σύμβουλος, συνεργαζόμενος με την εναγομένη, είχαν την ιδιότητα του εκπροσώπου της εναγομένης (περί του ότι ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα εκπροσώπησης της ασφαλιστικής εταιρείας, βλ. σκέψεις στη μείζονα σκέψη της παρούσας) ή του προστηθέντα της εναγομένης, αναφορικά με το ζήτημα της υπαγωγής των ένδικων ζημιών στην επίδικη σύμβαση ασφάλισης, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, είτε εκπροσωπούμενη από τα ανωτέρω δύο πρόσωπα είτε από άλλο όργανο, αντιπρόσωπο ή προστηθέντα της, αποδέχθηκε με οποιονδήποτε τρόπο, την ευθύνη της αναφορικά με τις ένδικες ζημίες. Εξάλλου, ούτε υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, προσδίδεται ευθύνη στα ανωτέρω δύο πρόσωπα (πραγματογνώμονα και ασφαλιστικό σύμβουλο) για τη ζημία που υπέστησαν οι ενάγοντες, ώστε, ως εκ της ιδιότητάς τους ως προστηθέντων της εναγομένης, να υποχρεούται αυτή σε αποζημίωση των εναγόντων, υπό τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω, δε δύναται, άλλωστε, να συναχθεί από την από 12.9.2009 επιστολή που έστειλε ο ανωτέρω πραγματογνώμονας (Γ. Κ.), μέσω τηλεομοιοτυπίας, στον πρώτο ενάγοντα, από το περιεχόμενο της οποίας δε συνάγεται αποδοχή της απαίτησης των εναγόντων από την εναγομένη, αλλά δίδονται σε αυτούς οδηγίες για τη συγκέντρωση των δικαιολογητικών, που απαιτούνται για την υποβολή δήλωσης ζημίας στην εναγομένη και τη σύνταξη έκθεσης αυτού, ως πραγματογνώμονα, σχετικά με την ένδικη ζημία, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, Χ. Τ., στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ο οποίος δεν επιβεβαίωσε ότι ο Γ. Κ. μίλαγε για λογαριασμό της εναγομένης (βλ. σελ. 43 πρακτικών), ούτε ότι ο Π. …ς ενεργούσε ως όργανο της εναγομένης, ως προς τη διαδικασία διερεύνησης της ζημίας (βλ. σελ. 44 πρακτικών, όπου γίνεται αναφορά στις αρνητικές απαντήσεις που έδωσε η εναγομένη ως προς την κάλυψη των επίδικων ζημιών, παρά την αντίθετη άποψη του ασφαλιστικού συμβούλου ως προς τούτο, σελ. 44, 46, 49 πρακτικών). Εξάλλου, σαφής περί των ανωτέρω, ήταν και η κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, Ν. Π., στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθείται για την υπαγωγή μίας ζημίας στην ασφαλιστική κάλυψη, σύμφωνα με την οποίαν οι πραγματογνώμονες, πέραν της περιγραφής και της εκτίμησης του ύψους και του κόστους αποκατάστασης της ζημίας, δεν έχουν σχετική αρμοδιότητα να αποφανθούν αν αυτή η ζημία καλύπτεται από το ασφαλιστήριο ή όχι (βλ. σελ. 63, 76, 79, 80, 81 πρακτικών). Συνακόλουθα, δεν αποδείχθηκε ότι σκοπίμως η εναγομένη καθυστερούσε την απάντηση περί την κάλυψη των ένδικων ζημιών και την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ούτε ότι οι υπάλληλοι, οι προστηθέντες και τα όργανα αυτής τέλεσαν σε βάρος των εναγόντων συμπεριφορά παραπειστική και αντίθετη στις αρχές της καλής πίστης, κατά παράβαση της υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας, που ευλόγως προσδοκούν οι καταναλωτές από αυτήν, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, δοθέντος ότι, το περιεχόμενο των όρων δυνάμει των οποίων εξαιρούνται οι επίδικες ζημίες ήταν σαφές και εξ αρχής γνωστό στους ενάγοντες και οι ενάγοντες ενημερώθηκαν από την εναγομένη εγγράφως περί της εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους. Ούτε, άλλωστε, η χρονική απόσταση μεταξύ της σύνταξης της δήλωσης απαίτησης των εναγόντων επί της πρώτης ως άνω ζημίας (22.9.2008) και της αποστολής με φαξ στους ενάγοντες της επ’ αυτής έγγραφης αρνητικής απάντησης της εναγομένης (21.12.2009), αποδείχθηκε ότι οφείλετο σε πρόθεση της τελευταίας να παραπλανήσει τους ενάγοντες περί την υπαγωγή της ζημίας στο ένδικο ασφαλιστήριο, αφού συνάγεται σαφώς η εξαίρεση από την ασφαλιστική κάλυψη της επίμαχης (πρώτης) ζημίας, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα, σε κάθε, δε, περίπτωση, μόνη η καθυστέρηση έγγραφης απάντησης της εναγομένης ως προς τα ανωτέρω, δεν επιφέρει έννομες συνέπειες αναφορικά με την υπαγωγή ή όχι της ζημίας στην επίδικη σύμβαση ασφάλισης ούτε συνδέεται αιτιωδώς με την επικαλούμενη από τους ενάγοντες υλική ζημία. Επιπρόσθετα, η συμπεριφορά της εναγομένης και των οργάνων της να αρνηθούν την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους (ως προς αμφότερες τις δηλωθείσες ζημίες) δε συνδέεται αιτιωδώς, με την προκληθείσα σε βάρος των εναγόντων μη περιουσιακή ζημία, εκ της μη καταβολής αποζημιώσεως (πολύ δε περισσότερο, δεν πληρούται η προϋπόθεση της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς από μέρους της εναγομένης, ως παρέχουσα υπηρεσίες ασφάλισης), αφού αυτή ενήργησε στα πλαίσια των καλώς νοουμένων επαγγελματικών της συμφερόντων και με γνώμονα την ασφαλιστική σύμβαση, η δε σταθερή άρνηση της εναγομένης προς πληρωμή της ασφαλιστικής αποζημίωσης ήταν σύννομη, με βάση την ενάσκηση της από την ασφαλιστική σύμβαση και το νόμο (Αγγλικό δίκαιο) απορρέουσα ένσταση εξαίρεσης από την ασφαλιστική κάλυψη, χωρίς να παρεκτραπεί (η εναγομένη) σε ενέργειες, που εμπίπτουν στις προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρων 281, 914, 919 ΑΚ, συνακόλουθα, δε, σε ενέργειες προσβλητικές της προσωπικότητας των εναγόντων, ούτε σε ενέργειες αντίθετες προς τις διατάξεις του ν. 2251/1994, που επιτάσσουν την εξάλειψη κάθε παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή αγαθών ή υπηρεσιών, που προσφέρει στους καταναλωτές μέσω τυποποιημένων συμβάσεων. Επομένως, η όποια ψυχική ταλαιπωρία των εναγόντων, κατά την προσπάθεια είσπραξης των επίδικων αξιώσεών τους, δε συνδέεται αιτιωδώς με πταίσμα της εναγομένης, των οργάνων και των προστηθέντων της, απορριπτομένης της αγωγής, για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους, και ως προς τις αξιώσεις που απορρέουν από συμπεριφορά της εναγομένης που αντίκειται στις προαναφερθείσες διατάξεις.

Εξάλλου, κατά το στάδιο των ερευνών που ακολούθησαν από τα όργανα της εναγομένης, μετά την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, διαπιστώθηκε ότι το οι ενάγοντες είχαν καταβάλει ως τίμημα, για την αγορά του εν λόγω σκάφους, με τα παραρτήματα και τον εξοπλισμό του, κατά τον Ιούνιο του έτους 2004, ήτοι ένα μόλις έτος πριν την κατάρτιση της αρχικής σύμβασης ασφάλισης με την εναγομένη, το συνολικό ποσό των 9.800 Ευρώ (βλ. την από 16.2.2015 επιστολή της δικηγόρου, Έφης Πετρίδου, απευθυνόμενης προς την εναγομένη, δυνάμει της οποίας εν λόγω δικηγόρος εκθέτει ότι «… το δηλωθέν ποσό αγοραπωλησίας και μεταβίβασης του σκάφους στους Ε. Μ. και Χ. Μ. ανήρχετο στο ποσό των 9.800 Ευρώ»). Περαιτέρω, ο μάρτυρας ανταπόδειξης, Ν. Π., ναυτικός πραγματογνώμονας, στην κατάθεσή του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, κατέθεσε, αναφορικά με την αξία του εν λόγω σκάφους (κατά το χρόνο επέλευσης της ζημίας, ήτοι τρία μόλις έτη μετά την κατάρτιση της σύμβασης ασφάλισης), ότι αυτή ανήρχετο σε 10.000 έως 15.000 Ευρώ (βλ. σε. 73-74 πρακτικών). Εξάλλου, αντίθετη κρίση περί των ανωτέρω, δε δύναται να συναχθεί ούτε από την προσθήκη των προτάσεων των εναγόντων, καθόσον εκεί, οι ενάγοντες, χωρίς να αρνούνται τα ανωτέρω, ως προς το τίμημα αγοράς από μέρους τους του σκάφους, αρνούνται μεν ότι η αξία του ανήρχετο σε 10.000 Ευρώ κατά το χρόνο ασφάλισης (προσκομίζουν, δε, προς τούτο, αγγελία πώλησης σκάφους ίδιου μήκους με το δικό τους, έτους κατασκευής 1978, αντί ποσού 290.000 Ευρώ), πλην όμως στο προσκομιζόμενο από τους ίδιους έγγραφο παρουσίασης του σκάφους αυτού (σχετ.21), ως τιμή αναφέρεται το ποσό των 33.000 Ευρώ, που υποδηλώνει ότι η αξία του σκάφους, η οποία ακόμη και αν δεν ανέρχεται στο ανωτέρω τίμημα αγοράς αυτού, υπολείπεται σημαντικά της δηλωθείσας από τους ίδιους (τους ενάγοντες), κατά τα άνω, αξίας του σκάφους, στην πρόταση ασφάλισης (70.000 Ευρώ). Σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι ενάγοντες, τόσο κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων πριν την κατάρτιση της επίδικης, από 16.6.2005, σύμβασης ασφάλισης, όσο και κατά τη σύναψη αυτής, δήλωσαν ότι η ασφαλιστική αξία του σκάφους του ανέρχεται στο ποσό των 70.000 Ευρώ, δηλώνοντας έτσι αξία υπερβολικά μεγαλύτερη του τιμήματος αγοράς του σκάφους και, συνακόλουθα της πραγματικής αξίας αυτού (10.000 – 15.000 Ευρώ), με συνέπεια να πετύχουν, εν αγνοία της εναγομένης και κατά παραπλάνησή της, υπερασφάλιση του σκάφου τους, ενώ απέκρυψαν, (i) το τίμημα αγοράς του σκάφους και (ii) την πραγματική αξία αυτού, όπως αυτές προσδιορίσθηκαν ανωτέρω. Τα ανωτέρω περιστατικά, γνωστά στον ενάγοντα, είναι ουσιώδη αντικειμενικά, ως οδηγούντα σε επαύξηση της ευθύνης του ασφαλιστή σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου, ουσιώδη δε που ενδιαφέρουν τον ασφαλιστή, εφόσον αυτά λαμβάνονται σοβαρά υπόψη κατά τη διαμόρφωση της απόφασής του να αναλάβει τον κίνδυνο και είναι κυρίαρχα για τον προσδιορισμό του ύψους του ασφαλίστρου. Η μη αποκάλυψη, δε, των ανωτέρω περιστατικών είχε ως συνέπεια η ασφαλιστική εταιρεία να αποδεχθεί την πρόταση ασφάλισης του ενάγοντα, ως ειλικρινή και ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα και να παρακινηθεί να συνάψει το ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και τις ανανεώσεις του με τους συγκεκριμένους όρους. Αντίθετα, αν η εναγομένη γνώριζε τις αποσιωπηθείσες πληροφορίες θα επηρεαζόταν τουλάχιστον ως προς την ασφαλιστέα αξία του σκάφους και θα διαμόρφωνε αναλόγως το εν λόγω συμβόλαιο. Εξάλλου, το ότι η εναγομένη πράγματι ωθήθηκε, στην προκειμένη περίπτωση, να συνάψει τη σύμβαση με τους συγκεκριμένους όρους και δε θα σύναπτε αυτή τη σύμβαση αν γνώριζε τα αληθή γεγονότα, ιδίως σε ό,τι αφορά στη δηλωθείσα πραγματική αξία του σκάφους, συνάγεται από το προφανές γεγονός ότι η απόκλιση μεταξύ της δηλωθείσας και της πραγματικής αξίας του σκάφους είναι τόσο σημαντική που μπορούσε να επηρεάσει και, εν τέλει, πράγματι επηρέασε την απόφαση της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας για την κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου και το ύψος του ασφαλίσματος, αλλά και του ασφαλίστρου (περί του ότι η ασφαλιζόμενη αξία του πράγματος αποτελεί «ουσιώδες περιστατικό», όπως η έννοια αυτή προσδιορίζεται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, βλ., αντί πολλών, ΕφΠειρ 285/2011, ΕΝΑΥΤΔ 2011, σ.203, ΕφΠειρ 890/2003, Ε.Ν.Δ. 31, σ.372 επ.). Ειδικότερα, η εναγομένη, εάν γνώριζε ότι οι ενάγοντες είχαν αγοράσει το πλοίο (μετά των παραρτημάτων και του εξοπλισμού του) αντί τιμήματος μόλος 9.800 Ευρώ, είναι βέβαιο ότι δε θα δεχόταν να το ασφαλίσει με ασφαλιστική αξία 70.000 Ευρώ, λόγω, κυρίως, των σοβαρών κινδύνων που δημιουργεί η υπερασφάλιση στην ασφαλιστική εταιρεία (βλ. ΠΠρΠειρ 379/2006, προσκομιζόμενη). Από τα προεκτεθέντα, σε συνδυασμό με τα αναλυτικά αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων-ασφαλισμένος παραβίασε την υποχρέωσή του να επιδείξει καλή πίστη κατά τις διαπραγματεύσεις, ειδικότερα δε, την υποχρέωσή του να μην προβεί σε αναληθείς δηλώσεις και την υποχρέωσή του να ανακοινώσει οποιοδήποτε ουσιώδες περιστατικό, από αυτή δε την παράλειψη ανακοίνωσης (απόκρυψης) παρακινήθηκε (ωθήθηκε) η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία δια των οργάνων της να δεχθεί να καλύψει ασφαλιστικώς το επίδικο σκάφος με την παραπάνω ασφαλιστική αξία, που υπερβαίνει κατά πλέον των 100% την πραγματική αξία του. Επομένως, κατά παραδοχή ως βάσιμης από ουσιαστική άποψη της σχετικά προβαλλομένης ένστασης της εναγομένης περί ακύρωσης της ασφαλιστικής σύμβασης λόγω παροχής ανακριβών δηλώσεων και μη ανακοίνωσης ουσιωδών περιστατικών εκ μέρους του ενάγοντα ασφαλισμένου (που θεμελιώνεται στα άρθρα 17, 18 και 20 ΜΙΑ 1906), η επίδικη ασφαλιστική σύμβαση έπαυσε ισχύουσα, μη παράγουσα τις από τον ενάγοντα επιδιωκόμενες έννομες συνέπειες. Ενόψει των ανωτέρω, λόγω της αναδρομικής παύσης ισχύος της ένδικης σύμβασης ασφάλισης και απόρριψης του συνόλου των κονδυλίων της αγωγής που αφορούν στην ευθύνη της εναγομένης από τη σύμβαση ασφάλισης, παρέλκει η διερεύνηση των λοιπών ενστάσεων της εναγομένης, που αφορούν στην τήρηση των εγγυητικών όρων από μέρους των εναγόντων.

Σε συνέχεια των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απορριπτέα, στο σύνολό της, και ως αβάσιμη από ουσιαστική άποψη, για τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους. Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ όλων των διαδίκων, πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω του ιδιαιτέρως δυσχερούς της ερμηνείας των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου, που αφορά και την υπαγωγή σε αυτούς των σχετικών περιστατικών (άρθρο 179 εδ. β΄ ΚΠολΔ, ΕφΑθ 833/2009, ΕλΔνη 2010, σ.1046, ΕφΑθ 5540/2006, ΕλΔνη 49, σ.23).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, στις                           , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                           ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ