Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

 

Αριθμός απόφασης       4345/2015

Αριθμός Κατάθεσης Αγωγής …

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Μαϊου 2015, στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στο Π. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Σταυρακάκη.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα B. V. I., όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον D. C. (Ν. Τ.), κάτοικο Γλυφάδας Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Ντινόπουλο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 18-12-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

(Α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 867, 868 και 869 ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι διαφορές ιδιωτικού δικαίου υφιστάμενες ή μέλλουσες να προέλθουν από ορισμένη έννομη σχέση, πλην των εργατικών διαφορών, μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολόγησαν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Ειδικά δε για τις μέλλουσες διαφορές, απαιτείται, πέραν της εξουσίας διαθέσεως των μερών και τήρηση έγγραφου τύπου, που είναι συστατικός και δεν μπορεί να αναπληρωθεί με την επίκληση άλλων αποδεικτικών μέσων. Με τη συμφωνία περί διαιτησίας επί των μελλοντικών διαφορών μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία ορισμένες ή και όλες οι ιδιωτικού δικαίου διαφορές από ορισμένη έννομη σχέση, που μπορούν να γεννηθούν στο μέλλον, σε οποιαδήποτε διάταξη νόμου και αν στηρίζονται. Και ναι μεν στην έγγραφη διαιτητική συμφωνία για τις μελλοντικές διαφορές πρέπει να αναφέρεται η ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές, δεν είναι, όμως, απαραίτητο να μνημονεύονται οι συγκεκριμένες διαφορές. Η συμφωνία διαιτησίας διατηρεί το κύρος της, ακόμη και όταν η ρήτρα έχει διατυπωθεί με ευρύτητα, όπως και όταν οι συμβαλλόμενοι υπάγουν σε διαιτησία κάθε διαφορά που θα προκύψει από τη σύμβαση. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον το δικαστήριο διαπιστώσει κενό ή ασάφεια, θα γίνει προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, για να κριθεί αν η συγκεκριμένη διαφορά έχει υπαχθεί σε διαιτησία (βλ. ΑΠ 2292/1009 Α΄ Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1334/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 255/1996 ΕλλΔνη 37. 1559, ΕφΑθ 1105/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8320/2004 ΕλλΔνη 2005.522,852). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 264 και 263 εδ. β` ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν έχει συμφωνηθεί η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία και προταθεί κατά την αρχική συζήτηση η σχετική ένσταση, το πολιτικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση και πρέπει να παραπέμψει αυτή στη διαιτησία (βλ. ΑΠ 1328/2001 ΕΕΝ 2003.7, ΕφΛαρ 338/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012/692). Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η έννομη συνέπεια της, κατόπιν εγκαίρου προτάσεως της σχετικής ενστάσεως υπό του εναγομένου (άρθρο 263 του ΚΠολΔ), υπαγωγής της διαφοράς στην διαιτησία, είναι η παραπομπή της υποθέσεως στη διαιτησία και όχι η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας, όπως όντως θα συνέβαινε, εάν δεν υπήρχε η δια της ως άνω διατάξεως ειδική νομοθετική πρόβλεψη (ΑΠ 459/1988 ΕλλΔνη 1989.961, ΕφΑθ 1213/2006 ΕλλΔνη 2006.1105). Τούτο ισχύει, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για ημεδαπή ή αλλοδαπή διαιτησία, διότι η διάταξη δεν διακρίνει. Εξάλλου, από το σύνολο των διατάξεων, που ρυθμίζουν τη διαιτησία και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868 και 870 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η συμφωνία περί διαιτησίας είναι αυτοτελής και διακρίνεται από την κυρία ουσιαστικού χαρακτήρα σύμβαση, στην οποία αναφέρεται, έστω και αν ενσωματώνεται στο ίδιο κείμενο, με συνέπεια, αν δεν συνάγεται το αντίθετο, το κύρος αυτής να μην εξαρτάται από το κύρος της κυρίας συμβάσεως (ΑΠ 877/2000, ΕφΠειρ 77/85 ΕλλΔνη 26.746) και επομένως, η κρίση για την εγκυρότητα ή μη της κυρίας συμβάσεως ανήκει καταρχήν στην εξουσία των διαιτητών. Ανακύπτει, όμως, η δικαιοδοσία των πολιτειακών δικαστηρίων, όταν προβάλλονται λόγοι ακυρότητας ή ακυρωσίας της συμβάσεως, που πλήττουν και την ίδια τη διαιτητική ρήτρα, αφού η δικαιοδοσία των διαιτητών προϋποθέτει την ισχύ της ρήτρας αυτής, από την οποία και μόνο απορρέει. Η εκδοχή αυτή συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 264, 869 εδ. α και 897 αριθ. 1 ΚΠολΔ και των άρθρων 180 και 184 του ΑΚ και ενισχύεται και από τη ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 3 της Διεθνούς Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του έτους 1958 “περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων”, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν. 4220/1961 και αποτελεί πλέον εσωτερικό δίκαιο του Κράτους. Συγκεκριμένα, στις διατάξεις του άρθρου 2 της από 10.6.1958 Διεθνούς Συμβάσεως της Νέας Υόρκης «περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων», που κυρώθηκε από τη Μεγάλη Βρετανία διά της Arbitration Act 1975, ορίζονται τα εξής: «1. Έκαστον των συμβαλλομένων Κρατών αναγνωρίζει την συμφωνίαν, διά της οποίας τα μέρη υποχρεούνται να υποβάλλωσιν εις διαιτησίαν απάσας τας διαφοράς ή ωρισμένας εκ των διαφορών, αίτινες ανεφύησαν ή θα ηδύναντο να αναφυώσι μεταξύ των, αναφορικώς προς συγκεκριμένην έννομον σχέσιν, συμβατικήν ή εξωσυμβατικήν αναφερομένην εις θέμα επιδεκτικόν ρυθμίσεως διά διαιτησίας. 2. Νοείται διά του όρου “έγγραφος συμφωνία” διαιτητική ρήτρα περιληφθείσα εν συμβάσει ή συνυποσχετικόν, άτινα υπεγράφησαν υπό των μερών ή περιέχονται εις ανταλλαγήν επιστολών ή τηλεγραφημάτων. 3. Το Δικαστήριον ενός των συμβαλλομένων Κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος ως προς το οποίον τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνίαν εν τη εννοία του παρόντος άρθρου, θα παραπέμπη τα μέρη εις διαιτησίαν, τη αιτήσει ενός εξ αυτών, εκτός εάν διαπιστώνη ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρος, ανενεργής ή μη επιδεκτική εφαρμογής», πράγμα το οποίο σημαίνει ότι στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου ανήκει η κρίση για την εγκυρότητα ή μη της διαιτητικής ρήτρας (ΕφΠειρ 77/1985 ό.π., βλ. και Μητσόπουλο στη Δ 11,210 επ., Γ. Οικονομόπουλο Δ 5,691 επ.). Η αγωγή δε ακυρότητας της διαιτητικής συμφωνίας, όπως γίνεται δεκτό, μπορεί να προταθεί και πριν αρχίσει η διαιτητική διαδικασία (ΑΠ 1404/1990 ΕλλΔνη 33.767, ΕφΠειρ 902/2003 ΔΕΕ 2004.566, βλ. Γνωμ. Γ. Ράμμου – Γ. Μητσόπουλου Δ 9.689). Εξάλλου, το αποτέλεσμα της ενστάσεως περί υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία, κατά το άρθρο 264 ΚΠολΔ και κατά τις διατάξεις της ανωτέρω Διεθνούς Συμβάσεως, επέρχεται μόνον όταν η σύμβαση περί διαιτησίας είναι έγκυρη. Το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, που είναι το δίκαιο του forum, εν προκειμένω, δηλαδή το δίκαιο της έδρας του δικαστηρίου του δικάζοντος δικαστή, δεν περιέχει ειδικό κανόνα, ο οποίος να καθορίζει το εφαρμοστέο επί της συμβάσεως διαιτησίας δίκαιο, ενώ οι συμφωνίες διαιτησίας εξαιρούνται των ρυθμίσεων τόσο της Κοινοτικής Σύμβασης της Ρώμης του 1980 περί του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές, κατ` άρθρο 1 παρ. 2 περίπτωση δ αυτής, η οποία κυρώθηκε με το Ν. 1792/1988, όσο και του υπ` αριθμό 44/2001 κανονισμού του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ` άρθρο 1 παρ. 2δ αυτού. Έτσι, επί συμβάσεως διαιτησίας (ρήτρας διαιτησίας) με forum την Ελλάδα, ως προς μεν τον τύπο αυτής, δηλαδή, ως προς την εξωτερική μορφή της δηλώσεως βουλήσεως των συμβαλλομένων, έχει εφαρμογή το άρθρο 11 του ΑΚ, κατά το οποίο η δικαιοπραξία είναι έγκυρη ως προς τον τύπο, αν είναι σύμφωνη είτε με το δίκαιο που διέπει το περιεχόμενο της (lex causae) είτε με το δίκαιο του τόπου όπου επιχειρείται (lex loci actus) είτε με το δίκαιο της ιθαγένειας όλων των μερών (lex patriae), ενώ, ως προς το περιεχόμενο αυτής, έχει εφαρμογή το άρθρο 25 του ΑΚ, κατά το οποίο οι ενοχές εκ συμβάσεως ρυθμίζονται από το δίκαιο, στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη (lex voluntatis) και αν δεν υπάρχει τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών (lex proper) [ΑΠ 1932/2006, Βρέλλης «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο» 2 (2001) σ.238]. Συνέπεια του καθιερούμενου από το άρθρο 11 του ΑΚ αντικειμενικού – διαζευκτικού συστήματος, δηλαδή της αρχής της εφαρμογής του ευνοϊκότερου δικαίου, είναι από το δικάζοντα την υπόθεση ημεδαπό δικαστή η επιλογή ως εφαρμοστέου δικαίου για την εγκυρότητα ή μη του τύπου της διαιτησίας, εκείνου του δικαίου, το οποίο δεν πλήττει ή ολιγότερον παντός άλλου πλήττει την σύμβαση, δηλαδή τη ρήτρα διαιτησίας. Βάσει της αρχής αυτής, συνήθως πρωταρχικά επιλεκτέο είναι το δίκαιο, που διέπει την ουσία της διαφοράς, δηλαδή η lex causae. Επομένως, το κύρος της διαιτητικής συμβάσεως, κατ` άρθρο 2 παρ. 3 τη Διεθνούς Συμβάσεως της Νέας Υόρκης, θα πρέπει να κριθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 11 του ΑΚ, δηλαδή με βάση το ευνοϊκότερο για τη σύμβαση διαιτησίας δίκαιο που επιλέχθηκε. Το δίκαιο της διαιτησίας και το δίκαιο, που διέπει την ουσία της διαφοράς, συμπίπτουν κυρίως στις ενοχές από σύμβαση, γι’ αυτό και παρέπεται ότι κατά το ελληνικό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο, το δίκαιο που διέπει τη διαιτησία είναι το δίκαιο, στο οποίο τα μέρη υπέβαλαν αυτή και κατά το εν λόγω δίκαιο κρίνεται το κύρος της διαιτητικής συμφωνίας (βλ. ΑΠ 1392/2006 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 237/2007 ΕΝΑΥΤΔ 2007.19, ΕφΠειρ 475/2005 αδημ., ΕφΠειρ 702/2003 ΔΕΕ 2004.936, ΕφΠειρ 226/1994 ΕΝΔ 22.118, ΕφΠειρ 278/1989 ΕΝΔ 17.161, ΕφΘεσ 1602/1983 ΕΝΔ 12.1, ΕφΠειρ1071/1999 ΠειρΝομ 2000.153, ΕφΠειρ 923/2003 ό.π., Ηλία Κρίσπη «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο – Ειδικό Μέρος» τεύχος πρώτο 1967-68 σελ. 149 έως 151, 157 έως 161, Σ. Βρέλλη «Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο» 1988 σελ 141, Έλλη Κρίσπη – Νικολετοπούλου «Η διαιτησία κατά το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο» Ε.Ε.Ν. 25.508, Άγγελο Φουστούκο «Η Εγκυρότητα Της Συμφωνίας Περί Διαιτησίας Και ο Έλεγχος της» ΝοΒ 35.1366). Η συμφωνία των μερών για το εφαρμοστέο στη διαιτητική συμφωνία δίκαιο μπορεί να είναι ρητή ή και σιωπηρή, συναγόμενη από συγκεκριμένες βουλητικές ενδείξεις, όπως προπάντων είναι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου για την ουσία της διαφοράς ή ο συμφωνημένος τόπος διεξαγωγής της διαιτησίας (ΑΠ 1219/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 885 ΚΠολΔ, η συμφωνία για διαιτησία παύει να ισχύει, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από την ίδια, στις αναφερόμενες στην ως άνω διάταξη περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και η έγγραφη συμφωνία των συμβαλλομένων για κατάργηση αυτής. Όπως δε προκύπτει από το άρθρο 869 ΚΠολΔ, κατά το οποίο η συμφωνία για διαιτησία πρέπει να είναι έγγραφη και διέπεται από τις σχετικές με τις συμβάσεις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, οι αναφερόμενοι στην πιο πάνω διάταξη του άρθρου 885 ΚΠολΔ λόγοι παύσης ισχύος της συμφωνία για διαιτησία έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα και συνεπώς, δεν αποκλείεται η επίκληση και άλλων λόγων που θεμελιώνονται στο δικονομικό ή ουσιαστικό δίκαιο (βλ. ΕφΑθ 1105/2009 ΕΦΑΔ 2010/721, ΕφΠειρ 923/2003 ΔΕΕ 2004.566, ΕφΠειρ 702/2003 ΔΕΕ 2004.936, ΕφΠειρ 226/1994 ΕΝΔ 22.118, Κ. Μπέη «Πολ. Δικ.», άρθρο 885, σελ. 290, Βερβενιώτη, ΝοΒ 26.1090).

(B) 1. Με την ένδικη αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία, που δραστηριοποιείται στον τομέα των κατασκευών, επισκευών, μετασκευών, συντηρήσεων, ανελκύσεων και καθελκύσεων ξύλινων και σιδηρών πλοίων, λεμβών και παντός είδους πλωτού ναυπηγήματος, εκθέτει ότι η εναγομένη είναι ιδιοκτήτρια του υπό ναυπήγηση αναλυτικά περιγραφόμενου επαγγελματικού πλοίου επ’ ονόματι «…», τύπου «…», ότι κατόπιν του από Σεπτεμβρίου 2011 αιτήματος του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης D. C. για την παροχή των υπηρεσιών της ενάγουσας για την ολοκλήρωση εκτέλεσης των εργασιών κατασκευής του ως άνω υπό ναυπήγηση πλοίου από συνεργεία εργολάβων επιλογής της εναγομένης, υπογράφηκε μεταξύ τους το από … ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο προβλέπονταν λεπτομερώς οι παρεχόμενες από την ενάγουσα υπηρεσίες (ανέλκυση, καθέλκυση, παραμονή του πλοίου στην ξηρά ανά ημέρα, σύνδεση ηλεκτρικής ενέργειας 380/32Α, παροχή ηλεκτρικής ενέργειας ανά KWH, αποκομιδή απορριμάτων ανά κοντέινερ, κατανάλωση φρέσκου νερού ανά κ.μ., ανυψωτικό μηχάνημα ελάχιστη χρήση ανά ώρα, γραμμή πυρός ανά ημέρα) και η αμοιβή εκάστης εξ αυτών, ορίσθηκε η παραμονή του σκάφους στο ναυπηγείο της σε 16 έως 20 μήνες, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών κατασκευής του, με δυνατότητα μονομερούς παρατάσεως με δήλωση του πλοιοκτήτη και συμφωνήθηκε ότι στην περίπτωση τέτοιας παράτασης, θα υπήρχε προσαύξηση των χρεώσεων κατά 10% για το πέραν των 20 μηνών παραμονής, καθώς και ότι η αμοιβή της ήταν καταβλητέα τμηματικά, με την έκδοση από την ενάγουσα τιμολογίου στο τέλος κάθε μήνα για τις παρασχεθείσες κατά το μήνα αυτό εργασίες, πληρωτέου εντός επτά εργασίμων ημερών από την έκδοσή του. Ότι σε εκτέλεση της ανωτέρω συμφωνίας, αυτή (ενάγουσα) πραγματοποίησε την 5-10-2011 την ανέλκυση του ως άνω υπό ναυπήγηση πλοίου, προέβη στη σύνδεσή του με την παροχή της ηλεκτρικού ρεύματος και εκτέλεσε τις συμφωνηθείσες ανυψωτικές εργασίες, εκδίδοντας το αναφερόμενο στην αγωγή τιμολόγιο, ποσού 21.660 ευρώ, το οποίο η εναγομένη παρέλαβε ανεπιφύλακτα και εξόφλησε πλήρως την 27-12-2011, ότι έκτοτε και δεδομένου ότι το ως άνω πλοίο παρέμενε στο ναυπηγείο της, με το ίδιο ημερήσιο κόστος παραμονής, για 20 μήνες μετά την ανέλκυσή του (έως την 31-5-2013), εξέδωσε τα 17 αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια, συνολικού ύψους 231.200 ευρώ, τα οποία παρέλαβε ανεπιφύλακτα η εναγομένη, αλλά ουδέποτε εξόφλησε και για τα οποία αυτή (ενάγουσα) άσκησε την από 26-6-2013 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί της οποίας αναμένεται η έκδοση απόφασης και ότι επί της από 7-11-2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …2 αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της ενάγουσας, εκδόθηκε η υπ’ αρ. 817/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε περιουσίας της εναγομένης. Ότι λόγω της συνεχιζόμενης παραμονής του υπό ναυπήγηση πλοίου στο ναυπηγείο της και δεδομένου ότι το ημερήσιο κόστος παραμονής αυξήθηκε από 1-6-2013 κατά το ποσό των 40 ευρώ, αυτή (ενάγουσα) εξέδωσε ακόμη τα 17 αναφερόμενα και επισυναπτόμενα στην αγωγή τιμολόγια, συνολικού ποσού 241.370 ευρώ, εξοφλητέα εντός επτά άλλως δέκα εργασίμων ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, τα οποία η εναγομένη παρέλαβε ανεπιφύλακτα, αλλά ουδέποτε εξόφλησε, παρόλο που αποδέχθηκε και συνεχίζει να αποδέχεται ανεπιφύλακτα τις παρεχόμενες υπηρεσίες, με συνέπεια να υφίσταται αυτή (ενάγουσα) μεγάλη ζημία, καθόσον έχει ήδη επιβαρυνθεί με φόρο για τα ποσά των τιμολογίων, τα οποία όμως ουδέποτε εισέπραξε, ενώ το πλοίο της εναγομένης έχει ουσιαστικά εγκαταλειφθεί από αυτή στο ναυπηγείο της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 241.370 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της δήλης ημέρας πληρωμής κάθε επίδικου τιμολογίου, ήτοι από την 8η εργάσιμη άλλως την 11η εργάσιμη ημέρα από την έκδοσή τους άλλως και όλως επικουρικώς από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής δαπάνης της.

  1. H εναγομένη, με τις νόμιμα κατατεθείσες προτάσεις της, καθώς και με προφορική δήλωση, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά, αμυνόμενη κατά της υπό κρίσιν αγωγής, ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο τούτο στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της μεταξύ τους διαφοράς για το λόγο ότι, σύμφωνα με ειδική ρήτρα διαιτησίας που προβλέπεται με τον όρο 7 της από … σύμβασης συνεργασίας, που έχει καταρτισθεί μεταξύ των διαδίκων, οποιαδήποτε μελλοντική διαφορά, που σχετίζεται με την κατάρτιση και την εκτέλεση της παρούσας Σύμβασης, θα επιλύεται από διαιτησία στον Πειραιά. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά την ένσταση υπαγωγής της ένδικης διαφοράς σε διαιτησία και κατά συνέπεια, έλλειψης δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου για την εκδίκασή της, η οποία παραδεκτώς προτείνεται κατά την παρούσα πρώτη συζήτηση της αγωγής (άρθρο 263 εδ. β΄ του ΚΠολΔ). Περαιτέρω, αναφορικά με τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της εν λόγω ένστασης, από τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι αποδεικνύονται, σε σχέση με την παραπάνω ένσταση, τα ακόλουθα: Από το περιεχόμενο της από … σύμβασης συνεργασίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, προκύπτει ότι με τον 7ο όρο του εν λόγω συμφωνητικού συμφωνήθηκε από τους διαδίκους – συμβαλλόμενους ότι οποιαδήποτε μελλοντική διαφορά σε σχέση με την κατάρτιση και εκτέλεση της μεταξύ τους σύμβασης, η οποία θα διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, θα επιλύεται από διαιτησία στον Πειραιά, σύμφωνα με τους κανόνες της Πολιτικής Δικονομίας, αποτελούμενη από δύο διαιτητές και ότι σε περίπτωση που δεν βρεθεί λύση, αρμόδια είναι τα δικαστήρια του Πειραιά. Συνεπώς, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, στην προκειμένη υπόθεση, ως προς την ένδικη ρήτρα διαιτησίας, εφαρμοστέες είναι οι διατάξεις του ελληνικού δικαίου, αφού τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλούνται τα διάδικα μέρη ως προς την κατάρτιση, το κύρος και την κατάργησή της και συνεπώς, αυτό είναι το δίκαιο, στο οποίο τα μέρη υπέβαλαν αυτή και κατά το εν λόγω δίκαιο κρίνεται το κύρος της διαιτητικής συμφωνίας, κατόπιν τούτων δε η οικεία ένσταση τυγχάνει ορισμένη και νόμιμη (άρθρα 264, 867, 869 του ΚΠολΔ). Αναφορικά δε με την ουσιαστική βασιμότητα της εν λόγω ένστασης, λεκτέα τα ακόλουθα: Από το προσκομιζόμενο από τους διαδίκους ως άνω συμφωνητικό, το περιεχόμενο και η υπογραφή του οποίου δεν αμφισβητούνται από τους διαδίκους, συνάγεται σαφώς και χωρίς την ανάγκη προσφυγής στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, ότι η επίδικη διαφορά, που ανέκυψε μεταξύ των διαδίκων από την επίδικη σύμβαση, υπήχθη σε διαιτησία, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ανωτέρω συμφωνία των διαδίκων εντάσσεται στο πλαίσιο της ελεύθερης διαμόρφωσης από αυτούς ως συμβαλλόμενους, η οποία συμφωνήθηκε ρητά με την επίδικη σύμβαση ότι θα εφαρμοστεί σε οποιαδήποτε μελλοντική διαφορά σχετικά με την κατάρτιση και την εκτέλεση της εν λόγω σύμβασης. Περαιτέρω, η άνω συμφωνία περί διαιτησίας έλαβε χώρα εγκύρως, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, καθόσον καταρτίσθηκε εγγράφως για όλες τις μελλοντικές διαφορές των διαδίκων, που θα προκύψουν σχετικά με την κατάρτιση και την εκτέλεση της επίδικης σύμβασης, οι δε διάδικοι είχαν εξουσία διαθέσεως του επιδίκου αντικειμένου της διαφοράς, διότι αφορά σε απαλλοτριωτό περιουσιακό δικαίωμα (ΕφΛαρ 338/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012/692). Εξάλλου, η ένδικη διαφορά αποτελεί διαφορά αναφορικά με την επικαλούμενη από την ενάγουσα οφειλή της εναγομένης προς αυτήν (ενάγουσα) δυνάμει της καταρτισθείσας με το από … ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβασης και δη την εκτέλεση αυτής εκ μέρους της ενάγουσας και την απορρέουσα εξ αυτής αμοιβή της. Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι η συμφωνία αυτή περί διαιτησίας εξακολουθεί να ισχύει, καθόσον δεν συντρέχει μια εκ των περιπτώσεων του άρθρου 885 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από την ενάγουσα περί σιωπηρής παραίτησης της εναγομένης από τη ρήτρα διαιτησίας, λόγω παρόδου άπρακτης της ταχθείσας από την ενάγουσα στην εναγομένη προθεσμίας για τον ορισμό εκ μέρους της διαιτητή, κατόπιν των από … και … εξώδικων οχλήσεων της ενάγουσας προς την εναγομένη (βλ. σχ. τις υπ’ αρ. …/…, …/…, …Γ/… και …΄/… εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ε. Α. Π.), με τις οποίες αυτή (ενάγουσα) αφενός της δήλωσε ότι η ίδια ορίζει ως διαιτητή το δικηγόρο Πειραιώς Ματθαίο Αφεντουλίδη και αφετέρου την κάλεσε να ορίσει διαιτητή εντός προθεσμίας δεκαπέντε και οκτώ ημερών αντίστοιχα από τη λήψη των ως άνω εξώδικων οχλήσεων, προς επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς που ανέκυψε εκ της προαναφερόμενης συμβάσεως, καθώς και ότι σε αντίθετη περίπτωση, θα θεωρήσει την άρνησή της ως πρότασή της περί συμβατικής κατάργησης της συμφωνίας τους περί διαιτησίας. Ο προαναφερόμενος ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι δηλαδή η εναγομένη με την προπεριγραφόμενη στάση της στην ουσία παραιτήθηκε σιωπηρώς από τη διαιτησία και προτίμησε την επίλυση των διαφορών μεταξύ των διαδίκων από τα τακτικά δικαστήρια, καθιδρύοντας έτσι τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου για την εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, εφόσον τα εκτιθέμενα περιστατικά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, δεν συνιστούν νόμιμο, κατ` άρθρο 885 ΚΠολΔ, λόγο παύσης ισχύος της συμφωνίας για διαιτησία, ούτε προκύπτει από αυτά συμβατική κατάργηση της διαιτητικής ρήτρας, σύμφωνα με τις σκέψεις που προηγήθηκαν, καθόσον η παραίτηση από τη ρήτρα διαιτησίας επιφέρει αποτελέσματα, μόνον αν γίνει εγγράφως, σύμφωνα με το άρθρο 885 αρ. 3 ΚΠολΔ, εφόσον οι συμβαλλόμενοι, εν προκειμένω, δεν όρισαν διαφορετικά (βλ. σχ. ΕφΑθ 1105/2009 όπ.π., ΕφΠειρ 923/2003 ό.π., ΕφΠειρ 702/2003 ό.π., ΕφΑθ 4468 και 4469/1992 Δ 1993.31, πρβλ. ΑΠ 187/1994 ΕλλΔνη 1995/1078, ΑΠ 515/1991 ΕΕΝ 1992/320). Εξάλλου, γίνεται δεκτό ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 872, 873 και 878 ΚΠολΔ, σε περίπτωση μη ορισμού διαιτητή εντός της ταχθείσας προθεσμίας από τον προς τούτο κληθέντα έναν εκ των συμβαλλομένων, είναι δυνατό να υποβληθεί από τον αντισυμβαλλόμενό του σχετική αίτηση διορισμού διαιτητή προς το Δικαστήριο (βλ. σχ. ΜΠρΑθ 8549/1976 ΔΙΑΤ 1992/475, ΜΠρΠειρ 1404/1976 ΔΙΑΤ 1992/564, ΜΠρΑθ 1216/1976 1976 ΔΙΑΤ 1992/538), πράγμα που δεν έπραξε η ενάγουσα πριν από την άσκηση της ένδικης αγωγής. Επιπροσθέτως, σημειώνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση, επί της προγενέστερης από 26-6-2013 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγής της ενάγουσας κατά της εναγομένης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με αντικείμενο την καταβολή από την εναγομένη προς την ενάγουσα του ποσού των 231.200 ευρώ ως αμοιβή της για τα αναφερόμενα σε αυτή τιμολόγια, που αφορούν την εκτέλεση εργασιών, που απορρέουν από την κατάρτιση του προαναφερόμενου από … ιδιωτικού συμφωνητικού, εκδόθηκε ερήμην της εναγομένης η υπ’ αρ. 1287/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (Τακτική Διαδικασία), με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 231.200 ευρώ, νομιμοτόκως κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ως άνω απόφαση. Ακολούθως, η εναγομένη άσκησε κατά της ανωτέρω απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την από 25-5-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … έφεσή της ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, με τον πρώτο λόγο της οποίας (έφεσης) προβάλλει την έλλειψη δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου λόγω της ύπαρξης της προαναφερόμενης συμφωνίας περί διαιτησίας, που διαλαμβάνεται στο από … ιδιωτικό συμφωνητικό. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η προβαλλόμενη εν προκειμένω από την εναγομένη ένσταση υπαγωγής της ένδικης διαφοράς στη διαιτησία δεν υπερβαίνει τα ακραία αξιολογικά όρια του άρθρ. 281 ΑΚ, ούτε είναι αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 116 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου υποστηριζόμενων από την ενάγουσα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι στερείται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, που έχει προκύψει μεταξύ των διαδίκων και απορρέει από τη μεταξύ τους καταρτισθείσα με το από … ιδιωτικό συμφωνητικό σύμβαση, αφού αυτή υπάγεται, κατά τα προεκτεθέντα, στη συμφωνηθείσα μεταξύ των διαδίκων διαιτησία και συνεπώς, πρέπει, κατ’ αποδοχή της σχετικής ένστασης της εναγομένης, να παραπεμφθεί η υπόθεση στη διαιτησία, σύμφωνα με το άρθρο 264 ΚΠολΔ. Τέλος, ενόψει του ότι η παρούσα παραπεμπτική στη διαιτησία απόφαση είναι οριστική (βλ. ΑΠ 816/1983 ΕλλΔνη 15/590, ΜΠρΑθ 767/1990 ΑρχΝ 1991/530, Κονδύλη «Το δεδικασμένο» σελ. 87-88, Γ. Οικονομόπουλο Δίκη 9 σελ. 527 επ. ιδίως σελ. 552), πρέπει η δικαστική δαπάνη μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης να συμψηψιστεί στο σύνολό της, κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (πρβλ. ΠΠρΑθ 2953/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να δικάσει την αγωγή.

ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την αγωγή στην αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας διαιτησία.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις   1-12-2015.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ