ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 4346/2015
Αριθμός Κατάθεσης Έφεσης: …
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αγγελική Δαμασιώτου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Μαρτίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. Π. του Γ., κατοίκου Κ., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Σαξώνη, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. .
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Λ. και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν αμφότερες από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ελένη Καντιάνη.
Ο εκκαλών ζήτησε να γίνει δεκτή η απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς από 10-8-2012 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 192/2014 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, ο ενάγων και ήδη εκκαλών άσκησε την από 19-8-2014 έφεσή του (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …), η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος, κατόπιν δηλώσεώς του, που έγινε σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 3 του Ν.1649/1986 (ΦΕΚ Α 149), δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων, που παραστάθηκε όπως ανωτέρω αναφέρεται, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
(Α) Η υπό κρίσιν από 19-8-2014 (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …) έφεση του εκκαλούντος – ενάγοντος κατά των εφεσίβλητων – εναγόμενων και κατά της υπ’ αριθ. 192/2014 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, νομοτύπως και εμπροθέσμως έχει ασκηθεί, καθώς από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από την έκδοσή της, οπότε εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ (η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 27-6-2014 και η υπό κρίσιν έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22-8-2014), αρμοδίως δε φέρεται στο παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Ενόψει τούτων, η υπό κρίσιν έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων.
(Β) 1. Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός των άλλων, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, που συντελείται με την ευκρινή έκθεση όλων των πραγματικών περιστατικών, που είναι αναγκαία, κατά νόμο, για τη στήριξη του αξιούμενου δικαιώματος. Η αναγραφή των πραγματικών αυτών περιστατικών είναι απαραίτητη, για να μπορέσει τόσο ο εναγόμενος να αμυνθεί, όσο και το Δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεως και επιφέρει το απαράδεκτο αυτής, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, γιατί ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά στη δημόσια τάξη. Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, η οποία πρέπει να είναι αυτάρκης, δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, αλλά ούτε και από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 762/2000 ΕλλΔνη 42.142, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 1871/1999 ΕλλΔνη 41.1302, ΕφΠειρ 447/2005 ΕΝΑΥΤΔ 2005.331, ΕφΠειρ 142/2003 ΕΕΜΜΠ 2003/680, ΠΠρΠειρ 6559/2007 ΕΝΑΥΤΔ 2008.39). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και να αποδείξει, είναι, κατά το άρθρο 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολογήσεως, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η ΣΣΝΕ που αρμόζει (ΑΠ 365/2005 ΕλλΔνη 47/1663, ΑΠ 225/2002 ΕλλΔνη 44/160, ΕφΠειρ 994/2007 ΠειρΝομ 2008/199, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝΔ 33/345, ΕφΠειρ 293/1985 ΕΝΔ 13/340, ΕφΠειρ 955/1979 ΕΝΔ 8/21, Βερνάρδος «Το δίκαιο της ναυτικής εργασίας», σελ. 99).
- Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του αν. ν. 3276 της 26/27 Ιουνίου 1944
(ΦΕΚ A’24) “περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία”, που εκδόθηκε στο Κάιρο από την Ελληνική Κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της εχθρικής κατοχής και αναδημοσιεύτηκε στην Ελλάδα στις 6 Ιουλίου 1945 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος Α΄ φύλ. 172), κατά το άρθρο 8 της υπό τον αριθμό 21/1945 Συντακτικής Πράξεως, μπορεί να συνάπτονται συλλογικές συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θάλασσας από τις κρινόμενες ελεύθερα από τον Υπουργό της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερο αντιπροσωπευτικές, οι οποίες θα καθορίζουν το μισθό, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευση, καθώς και κάθε φύσης πρόσθετες αμοιβές από τη σύμβαση ναυτολόγησης, που ο εργάτης της θάλασσας θα δικαιούται ανάλογα με το βαθμό, την ειδικότητα και την κατηγορία, στην οποία ανήκει το πλοίο. Περαιτέρω, το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου αν.ν. ορίζει ότι συλλογικές συμβάσεις, που συνήφθησαν σύμφωνα με τους ορισμούς αυτού του νόμου, εφόσον ήθελαν κυρωθεί με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυρές και δεσμεύουν κατά τη χρονική διάρκεια που αναφέρεται σ’ αυτές και οποιεσδήποτε τυχόν άλλες υφιστάμενες εργοδοτικές ή εργατικές ενώσεις, καθώς και όλους γενικά τους πλοιοκτήτες και εργάτες της θάλασσας, πληρώματα πλοίων, τα οποία ανήκουν στην κατηγορία, η οποία προβλέφθηκε από τη συλλογική σύμβαση. Από το συνδυασμό των πιο πάνω διατάξεων προκύπτει ότι συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας, οι οποίες συνήφθησαν κατά τους ορισμούς του νόμου μεταξύ των οργανώσεων εκείνων, τις οποίες ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας έκρινε ελεύθερα ως περισσότερο αντιπροσωπευτικές, εφόσον κυρώθηκαν με απόφαση του Υπουργού αυτού, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αποκτούν χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης και θέτουν κανόνα δικαίου, που δεσμεύει όχι μόνο τις συμβληθείσες οργανώσεις και τα μέλη τους, αλλά και όλες τις τυχόν υφιστάμενες μη συμβληθείσες και τα μέλη τους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αφορούν πλοία, τα οποία ανήκουν στην ίδια κατηγορία, η οποία προβλέφθηκε από τη συλλογική σύμβαση (φορτηγά, επιβατηγά κλπ.). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι: 1) ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφασή του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξεως και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους, 2) η ισχύς της συλλογικής συμβάσεως, που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι` αυτούς από της κυρώσεως, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο ενάρξεως της ισχύος της προγενέστερο, γιατί η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική, για το λόγο αυτό, εξουσιοδότηση. Από την προπαρατεθείσα όμως διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, που ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους “κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν”, δεν συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίζεται, με αυτήν, η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι λήξεως της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως και 3) Οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενον εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος τους (ΑΠ 1905/1987, ΑΠ 1267/1987, ΕφΠειρ 582/2014, ΕφΠειρ 65/2013, ΕφΠειρ 12/2011, ΕφΠειρ 770/2008, ΕφΠειρ 1132/2005 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). - Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 1 της συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) Πληρωμάτων Φορτηγών Πλοίων από 4.500 T.D. W., που κυρώθηκε με την υπ’ αρ. 3525.2/01/09 απόφαση της Υπουργού Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β 2935/01-12-2009), προκύπτει ότι η εν λόγω συλλογική σύμβαση εφαρμόζεται για πληρώματα που υπηρετούν σε φορτηγά πλοία από 4.500 T.D.W και άνω, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 38 της συλλογικής σύμβασης ναυτικής εργασίας (ΣΣΝΕ) πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.5/01/09 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής πολιτικής (ΦΕΚ Β’ 1928/08-09-2009) η προαναφερθείσα συλλογική σύμβαση εφαρμόζεται σε όλα τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία, που δρομολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου περί ακτοπλοΐας του ν.δ. 187/1973 (άρθρα 164 έως 180 Α) και του ν. 2932/2001. Περαιτέρω, η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αρ. Υ.Α. 3525.1.4./01/2011 (ΦΕΚ Β΄ 127/9-2-2011), περιλαμβάνει τους όρους εργασίας και τις αμοιβές των πληρωμάτων, που εργάζονται στα Μεσογειακά Φορτηγά Πλοία από 501-3.000 κοχ ή 801-4500 tDW.
(Γ) 1. Με την από 10-8-2012 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας, καταρτισθέντος με την πρώτη εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη στον Πειραιά την …, αυτός (ενάγων) ναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα στο λιμάνι του Πειραιά, υπό την ειδικότητα του ναύτη επί του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «…» (αριθ. νηολογίου Πειραιώς …, κ.ο.χ. …), πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης και εφοπλισμού κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της πρώτης εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της ελληνικής ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων. Ότι εργάστηκε στο ως άνω αναφερόμενο πλοίο με την ειδικότητα αυτή, μέχρι την 3.6.2011, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά λόγω μετάθεσής του σε άλλο πλοίο. Ότι λόγω της εργασίας του στο πλοίο δικαιούται να λάβει από τις εναγόμενες και ήδη εφεσίβλητες πλοιοκτήτρια και εφοπλίστρια εταιρία τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα στην αγωγή ποσά, συνολικού ύψους 11.947,94 ευρώ, για διαφορές δεδουλευμένων μισθών, μισθών αδείας, αμοιβής από παροχή υπερωριακής εργασίας (σε καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες), μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, μη καταβληθείσες αποδοχές δρομολογίων εξπρές, διαφορές επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις εξειδικεύονται κατ’ είδος, χρόνο και ποσά στο δικόγραφο της ως άνω αγωγής, τα οποία δικαιούται με βάση τη συμφωνηθείσα, άλλως εφαρμοζόμενη από το νόμο ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων ή με όποια άλλη συλλογική σύμβαση εργασίας κριθεί εφαρμοστέα για την αναφερόμενη σε κάθε επιμέρους κονδύλιο νόμιμη αιτία. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ζήτησε, με κύρια βάση τις διατάξεις περί σύμβασης εργασίας επικουρικά δε με εκείνες περί αδικαιολόγητου πλουτισμού για την περίπτωση που κριθεί άκυρη η σύμβαση εργασίας του, να υποχρεωθούν, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, αμφότερες οι εναγόμενες και ήδη εφεσίβλητες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον έκαστη, να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 11.947,94 €, νομιμοτόκως από την ημεροχρονολογία απόλυσης του (3.6.2011), άλλως από της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής, καθώς και να καταδικασθούν αυτές σε καταβολή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης.
- Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 192/2014 οριστική απόφασή του, απέρριψε την ως άνω αγωγή ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, καθόσον έκρινε ότι στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμοστέα τυγχάνει η ισχύουσα κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αρ. Υ.Α. 3525.1.4/01/2011 (ΦΕΚ Β΄ 127/9-2-2011) και περιλαμβάνει τους όρους εργασίας και τις αμοιβές των πληρωμάτων, που εργάζονται στα Μεσογειακά Φορτηγά Πλοία από 501-3.000 κοχ ή 801-4500 tDW και όχι η ΣΣΝΕ Επιβατηγών – Ακτοπλοϊκών Πλοίων, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων και ήδη εκκαλών, δεδομένου ότι το ως άνω πλοίο «…» είναι φορτηγό – οχηματαγωγό και όχι επιβατηγό – οχηματαγωγό με κ.ο.χ. …, πλην όμως, ο ενάγων και ήδη εκκαλών δεν ανέφερε στην αγωγή του με σαφήνεια την ακριβή χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να είναι δυνατό για το δικαστήριο να προχωρήσει στη δέουσα επιδίκαση των δικαιούμενων για τον εκκαλούντα αποδοχών, δεδομένου ότι στην ως άνω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων του έτους 2010 γίνεται διάκριση των νομίμων αποδοχών με βάση τα πλοία από πλοία από 801-1500 tDW, από 1501-2500 tDW και από 2501-4500 tDW, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην ως άνω απόφαση. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή του, ο ενάγων και ήδη εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, την αποδοχή της αγωγής του στο σύνολό της και την καταδίκη των εναγόμενων και ήδη εφεσίβλητων στη δικαστική δαπάνη του και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
(Δ) Από την επανεκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του ενάγοντος – εκκαλούντος, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αρ. 192/2014 απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ακριβές επικυρωμένο φωτοτυπικό αντίγραφο των οποίων προσκομίζεται με επίκληση, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την από 10-8-2012 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, ο ενάγων και εφεξής εκκαλών ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι δυνάμει προσυμφώνου ναυτικής εργασίας, καταρτισθέντος με την πρώτη εναγομένη και εφεξής εφεσίβλητη στον Πειραιά την …, ο ενάγων ναυτολογήθηκε την ίδια ημέρα στο λιμάνι του Πειραιά, υπό την ειδικότητα του ναύτη επί του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «…» (αριθ. νηολογίου Πειραιώς …, κ.ο.χ. …), πλοιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης και εφεξής εφεσίβλητης και εφοπλισμού κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της πρώτης εναγομένης και εφεξής εφεσίβλητης, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες της ελληνικής ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων, ότι εργάστηκε στο ως άνω αναφερόμενο πλοίο με την ειδικότητα αυτή μέχρι την 3.6.2011, οπότε και απολύθηκε στον Πειραιά λόγω μετάθεσής του σε άλλο πλοίο, ότι λόγω της εργασίας του στο πλοίο δικαιούται να λάβει από τις εφεσίβλητες πλοιοκτήτρια και εφοπλίστρια εταιρία τα ειδικότερα προσδιοριζόμενα στην αγωγή ποσά, συνολικού ύψους 11.947,94 ευρώ, για διαφορές δεδουλευμένων μισθών, μισθών αδείας, αμοιβής από παροχή υπερωριακής εργασίας (σε καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες), μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, μη καταβληθείσες αποδοχές δρομολογίων εξπρές, διαφορές επιδομάτων Χριστουγέννων και Πάσχα, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις εξειδικεύονται κατ’ είδος, χρόνο και ποσό στο δικόγραφο της ως άνω αγωγής. Περαιτέρω, προέκυψε ότι το ως άνω πλοίο «…» είναι φορτηγό – οχηματαγωγό και όχι επιβατηγό – οχηματαγωγό με κ.ο.χ. …, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών (βλ. το αντίγραφο του από 9.5.2011 Πρωτοκόλλου Γενικής Επιθεώρησης Φορτηγού Πλοίου της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου θαλασσίων Υποθέσεων Νήσων και Αλιείας, καθώς και την από … ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας του εκκαλούντος). Επίσης, από το περιεχόμενο της προσκομιζόμενης μετ’ επικλήσεως από … ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας του εκκαλούντος δεν προκύπτει ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι στην επίδικη σύμβαση εφαρμοστέα ήταν η ΣΣΝΕ Επιβατηγών – Ακτοπλοϊκών Πλοίων, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών. Αντίθετα, στην από … ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων, γίνεται αναφορά μόνο στην εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Γενική ή Ειδική, ως ρυθμίζουσα τα θέματα της εν λόγω σύμβασης, ενώ αναφέρεται ρητά ότι το ως άνω πλοίο «…» είναι Φορτηγό / Οχηματαγωγό, πλην όμως, δεν αναφέρεται η χωρητικότητά του σε αυτή (σύμβαση), ενώ στο άρθρο 18 αυτής αναφέρεται ότι ρητά συμφωνείται μεταξύ των συμβαλλομένων ότι την παρούσα σύμβαση διέπει η Ελληνική νομοθεσία και η Ελληνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, που ισχύει κάθε φορά για πλοία όπως το παρόν. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, στο άρθρο 38 της ΣΣΝΕ Επιβατηγών – Ακτοπλοϊκών Πλοίων, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.5/01/09 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής πολιτικής (ΦΕΚ Β’ 1928/08-09-2009), προβλέπεται ότι αυτή εφαρμόζεται σε όλα τα επιβατηγά ακτοπλοϊκά πλοία, που δρομολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου περί Ακτοπλοϊας του ν.δ. 187/1973 (άρθρα 164 έως 180 Α) και του ν. 2932/2001, περίπτωση που δεν ισχύει εν προκειμένω. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμοστέα τυγχάνει η ισχύουσα κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αρ. Υ.Α. 3525.1.4/01/2011 (ΦΕΚ Β΄ 127/9-2-2011) και περιλαμβάνει τους όρους εργασίας και τις αμοιβές των πληρωμάτων, που εργάζονται στα Μεσογειακά Φορτηγά Πλοία από 501-3.000 κοχ ή 801-4500 tDW, καθόσον, δυνάμει του άρθρου 1 της ως άνω ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων του έτους 2010, αυτή τυγχάνει εφαρμοστέα στην επίδικη σύμβαση ναυτολόγησης του εκκαλούντος, τους όρους της οποίας ρύθμιζε υποχρεωτικώς, την οποία (ΣΣΝΕ) το Δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως και επικαλούνται άλλωστε οι εφεσίβλητες (ΑΠ 153/2004, ΕφΠειρ 770/2008, Δημοσίευση ΤΠΝ Νόμος, ΜΠρΠειρ 4254/2013, αδημοσίευτη στο νομικό τύπο). Εντούτοις, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, προκειμένου να εφαρμοστεί η ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών Φορτηγών Πλοίων του έτους 2010, απαιτείται να γνωρίζει το Δικαστήριο με ακρίβεια τη χωρητικότητα του πλοίου και ειδικότερα, πέραν των κόρων ολικής χωρητικότητας, και το dead weight tonage (tDW), βάσει του οποίου διακρίνονται οι δικαιούμενοι από τους ναυτικούς των εν λόγω πλοίων νόμιμοι μισθοί, καθώς και κάθε άλλη εργατική τους απαίτηση, καθόσον στο άρθρο 1 της εν λόγω ΣΣΝΕ (μισθολόγιο) γίνεται διαφοροποίηση των βασικών μισθών των εργαζόμενων σε ελληνικά φορτηγά πλοία ναυτικών (ανάλογά με την ειδικότητα εκάστου), με βάση το αν πρόκειται για πλοία από 801-1500 tDW, από 1501-2500 tDW και από 2501-4500 tDW. Εντούτοις, στην κρινόμενη αγωγή δεν αναφέρεται η ως άνω μονάδα μέτρησης για το επίδικο πλοίο, ώστε να είναι δυνατή για το Δικαστήριο η ορθή εκτίμηση του δικογράφου της και εντεύθεν η επιδίκαση του ακριβούς ύψους των νομίμων απαιτήσεων του εκκαλούντος, με βάση την ισχύουσα ΣΣΝΕ. Ωστόσο, η αναφορά του προαναφερόμενου μεγέθους του πλοίου αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, σημειωτέον δε ότι στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφέρονται οι συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος και δη δεν προσδιορίζεται εάν αυτές συμφωνήθηκαν κλειστά ούτε άλλωστε διευκρινίζεται αν αυτές οι (ενδεχομένως) συμφωνηθείσες ως κλειστές αποδοχές καλύπτουν το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, με βάση την ισχύουσα εν προκειμένω ΣΣΝΕ, ώστε να δικαιούται ο ενάγων να αξιώσει τη διαφορά (βλ. σχ. ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106, ΕφΠειρ 123/2003 ΕΝΔ 31/128, ΕφΠειρ 928/2000 ΕΝΔ 39.144). Ωστόσο, η παράλειψη της αναφοράς των ανωτέρω στοιχείων στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής καθιστούν αυτό απαράδεκτο λόγω της αοριστίας του και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτιμήσεώς της, η οποία (αοριστία) ερευνάται αυτεπαγγέλτως, πολλώ δε μάλλον, εφόσον στο δικόγραφο της αγωγής ο ενάγων και ήδη εκκαλών αναφέρει ότι δικαιούται τα αιτούμενα με την αγωγή ποσά με βάση τη συμφωνηθείσα, άλλως εφαρμοζόμενη από το νόμο ΣΣΝΕ για τα πληρώματα των επιβατηγών ακτοπλοϊκών πλοίων ή με όποια άλλη συλλογική σύμβαση εργασίας κριθεί εφαρμοστέα για την αναφερόμενη σε κάθε επιμέρους κονδύλιο νόμιμη αιτία, από την αναφορά δε αυτή συνάγεται ότι οι επίδικες αξιώσεις του δεν ερείδονται αποκλειστικά και μόνο στην επικαλούμενη από αυτόν ως συμφωνηθείσα ΣΣΝΕ Επιβατηγών – Ακτοπλοϊκών Πλοίων, όπως αβάσιμα υποστηρίζει με την κρινόμενη έφεσή του. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια με την εκκαλούμενη απόφασή του και απέρριψε την αγωγή ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, έστω και με συνοπτική αιτιολογία, η οποία επιτρεπτά συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, όσα δε αντίθετα αναφέρει ο εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα. Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να επικυρωθεί η υπ’ αρ. 192/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών και να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, ενόψει του σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 183, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 19-8-2014 (αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και αριθμός κατάθεσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …) έφεση.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αρ. 192/2014 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, τα οποία καθορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του, στον Πειραιά, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 1-12-2015.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ