ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Απόφασης 4363/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Γεώργιο Κυριακό, Πρωτοδίκη,ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Δέδε.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Μαρτίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Γ. Γ. του Ε., κατοίκου Τ. Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Χρυσούλας Σεβαστοπούλου.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…»,που εδρεύει στη Μ. Λ., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεωργίου Σπακούρη.
Ο εκκαλών ζητεί να γίνει δεκτή η από 08.05.2014 έφεση του (ΓΑΚ/ΑΚΔ: …), κατά της υπ’ αριθμ. 31/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΖΗΤΗΣΗ στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τωνδιαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο όπως αναφέρεται παραπάνω, ανέπτυξανδε τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την 09.05.2014 (αριθμός κατάθεσης: …) και στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, για ορισμό δικασίμου, την 15.10.2014 (ΓΑΚ/ΑΚΔ: …), κατά της με αριθμό 31/2014 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία δίκασε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών, επί της από 25.01.2012 (ΓΑΚ/ΑΚΔ: …) αγωγής του εκκαλούντος, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516, 517, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (518 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ), καθόσον, η έφεση κατατέθηκε την 09.05.2014, ενώ η εκκαλουμένη εκδόθηκε την 14.02.2014 και επιδόθηκε την 09.04.2014, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. … έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς Α. Α. και φέρεται παραδεκτώς προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου.
Με την αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, εξέθετε ότι ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ναύτη επί του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…», το οποίο ανήκει κατά πλοιοκτησία στην εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη, προσέφερε δε σε αυτό τις υπηρεσίες του κατά τις ώρες και ημέρες που αναφέρει στην αγωγή του, εν συνεχεία δε κατήγγειλε την σύμβαση εργασίας του κατ΄ άρθρο 74 ΚΙΝΔ. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 9.204,02 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 14.09.2009, άλλως από την επίδοση της αγωγής, αξίωση που αντιστοιχεί σε μη καταβολή επιδόματος ιματισμού, σε διαφορές υπερωριακής αμοιβής καθημερινών-Κυριακών και Σαββάτων-αργιών, δώρου Χριστουγέννων 2009 και αποζημίωσης απόλυσης, για το διάστημα από 15.05.2009 έως 14.09.2009.Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμόν 31/2014 εκκαλούμενη οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή, υποχρεώνοντας την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.729,03 ευρώ. Με την κρινόμενη έφεσή του,ο ενάγων και ήδη εκκαλών, παραπονείται κατά της πιο πάνω απόφασης και ζητεί, για τον αναφερόμενο σε αυτή λόγο, που ανάγεται σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, προκειμένου στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή του.Πρέπει, επομένως, η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρ. 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου,της προσκομιζόμενης από τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. …ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθη μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγόμενης (βλ. υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …) και των λοιπών μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ναυτικός προσλήφθηκε με σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου και σε εκτέλεσή της ναυτολογήθηκε στον Πειραιά την 15.05.2009, στο πλοιοκτησίας της εναγόμενης Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο «…», με την ειδικότητα του ναύτη, μέχρι την 14.09.2009, οπότε λύθηκε η μεταξύ τους σύμβαση εργασίας. Κατόπιν σχετικής συμφωνίας ο ενάγων αμειβόταν σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα οικεία ΣΣΝΕ Α/Κ-ΕΓ πλοίων και εν προκειμένω όπως αυτή ίσχυσε κατά το έτος 2009 μετά την κύρωση της με την υπ’ αριθμ 3525.5/1/2009 απόφαση ΥΕΝΑΝΠ (ΦΕΚ Β 1928/2009). Το πλοίο κατά το χρονικό διάστημα ναυτολόγησης του ενάγοντα εκτελούσε καθημερινά ακτοπλοϊκά δρομολόγια και συγκεκριμένα κάθε Δευτέρα αναχωρούσε από Λήμνο περί ώρας 01.25 για Θεσσαλονίκη, κατέπλεε στη Λήμνο την 4.20 ώρα της Τρίτης και από εκεί την 5.05 ώρα αναχωρούσε για Μ.-Χίο-Βαθύ-Χίο-Μ., όπου κατέπλεε την 2.55 ώρα της Τετάρτης, στη συνέχεια, περί ώρας 3.40, αναχωρούσε για Λήμνο-Καβάλα και επιστροφή στη Λήμνο την ώρα 00.25 της Πέμπτης, αναχώρηση, την ώρα 01.10, για Μ. Χίο Καρλόβασι – Αγ. Κύρηκος- Καρλόβασι – Χίος – Μ. (κατάπλους περί ώρας 01.20 της Παρασκευής) αναχώρηση την 02.00 ώρα για Λήμνο-Καβάλα και επιστροφή στη Λήμνο την ώρα 00.25 του Σαββάτου, αναχώρηση την 01.10 ώρα για Μ. – Χίο – Βαθύ, στο οποίο κατέπλεε την 15.10 ώρα του Σαββάτου και την Κυριακή, ώρα 10.30 αναχωρούσε από Βαθύ για Χίο-Μ. (κατάπλους ώρα 17.50) και αναχώρηση ώρα 19.00 για Λήμνο, στην οποία κατέπλεε την 00.55 ώρα της Δευτέρας, όπως τα δρομολόγια αυτά περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια στην αγωγή και δεν αμφισβητούνται από την εναγομένη. Όπως αποδεικνύεται, από την μετ’ επικλήσεως προσαγόμενη οργανική σύνθεση του πληρώματος, το κατώτερο προσωπικό του πληρώματος αποτελείτο από 1 ναύκληρο, 2 υποναύκληρους, 12 ναύτες και 2 ναυτόπαιδες. Καθ’ όλο το επίδικο διάστημα ο ενάγων εκτελούσε αποκλειστικά τα καθήκοντα ημερεργάτη ναύτη (dayman) με βασικό ωράριο από την 6.00 πρωινή μέχρι την 18.00 ώρα, ήτοι με καθημερινή δωδεκάωρη απασχόληση. Κατά τη διάρκεια του βασικού ωραρίου εργασίας του, όσο το πλοίο βρισκόταν εν πλω, απησχολείτο σε διάφορες εργασίες, καθαριότητας, συντήρησης, μικροεπισκευών, με βαψίματα ματσακονίσματα και με οποιαδήποτε συναφή με τα καθήκοντα του εργασία του ανατίθετο. Ωστόσο, πέραν της ημερήσιας δωδεκάωρης απασχόλησης του ως ημερεργάτη, εργαζόταν και σε όλα τα λιμάνια που προσέγγιζε το πλοίο, είτε αυτό γινόταν μέσα στο δωδεκάωρο, είτε σε άλλες ώρες, κατά τη διάρκεια της προσέγγισης σε λιμάνι του κατάπλου και του απόπλου. Συγκεκριμένα μία ώρα περίπου πριν του κατάπλου, απησχολείτο στο γκαράζ, με την απαραίτητη προετοιμασία της εκφόρτωσης των οχημάτων, δηλαδή στο λύσιμο αυτών από τις αλυσίδες και τους ιμάντες με τα οποία ήταν δεμένα για λόγους ασφαλείας, συμμετείχε από την υποδεικνυόμενη θέση του πλοίου (άγκυρα, κάβους, καταπέλτη κλπ.) στην ασφαλή πρόσδεση του πλοίου, στην εκφόρτωση των οχημάτων, εν συνεχεία στην φόρτωση και στη στάθμευση των εισερχομένων οχημάτων, στην κατάλληλη, σύμφωνα με τον προορισμό τους, θέση, στο λύσιμο και στον απόπλου του πλοίου, από υποδεικνυόμενη συγκεκριμένη θέση, όπως και στον κατάπλου στην, έχμαση και ασφάλιση των οχημάτων που φορτώθηκαν και συμμετείχε στις εκτεταμένες εργασίες ολικής καθαριότητας και συντήρησης του πλοίου, τρεις φορές την εβδομάδα, όταν το πλοίο παρέμενε αρκετές ώρες στα λιμάνια της Θεσσαλονίκης, της Καβάλας και στο Βαθύ Σάμου, κατά τις οποίες εργασίες οι ναύτες έπλεναν με μάνικα και στη συνέχεια σκούπιζαν ολόκληρο το πλοίο, τα καταστρώματα, τα εξωτερικά τοιχώματα, τα κλιμακοστάσια, τους εξωτερικούς διαδρόμους, τον καταπέλτη και το γκαράζ του πλοίου, για δε τις εργασίες κατάπλου και απόπλου ο μάρτυρας της ίδιας της εναγομένης κατέθεσε ότι στα λιμάνια Θεσσαλονίκης, Καβάλας και Βαθύ οι εργασίες αυτές διαρκούσαν δύο ώρες και στα υπόλοιπα λιμάνια μία ώρα. Για όλα τα παραπάνω καταθέτει με πληρότητα και σαφήνεια ο μάρτυρας του ενάγοντα, στην ένορκη βεβαίωση του, ενώ η ένορκη κατάθεση του μαρτύρα εναγομένης στο ακροατήριο δεν κρίνεται πειστική, εφόσον καταθέτει ότι ο ενάγων δεν εργαζόταν ούτε οκτώ ώρες την ημέρα, ενώ το βασικό ημερήσιο ωράριο του ενάγοντα, σαν ημερεργάτη, ήταν 12 ώρες και οι εργασίες κατάπλου και απόπλου διαρκούσαν δύο και μία ώρα κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Ενόψει τούτων και ιδίως: α) των συνθηκών που επικρατούσαν στην απασχόληση του ενάγοντα, με βάση τα καθήκοντα της ειδικότητας του στο πλοίο της εναγομένης, το οποίο ήταν δρομολογημένο στην ως άνω ακτοπλοϊκή γραμμή, με συνεχείς αναχωρήσεις και αφίξεις από τα λιμάνια απόπλου και κατάπλου και συνεχείς, αντίστοιχα, επιβιβάσεις και αποβιβάσεις επιβατών και οχημάτων, ανεξάρτητα εάν τούτο λάμβανε χώρα κατά τη διάρκεια της ημέρας ή της νύχτας και β) της φύσης του αντικειμένου της απασχόλησης του ενάγοντα ως ημερεργάτη ναύτη, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας, ο ενάγων εργαζόταν ημερησίως κατά μέσο όρο 14 ώρες. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ενισχύεται και από την ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα του ενάγοντα, ο οποίος συνυπηρετούσε, με την ίδια αντίληψη για τις συνθήκες εργασίας, σε αυτό, χωρίς να αντικρούεται πειστικά από τον μάρτυρα ανταπόδειξης, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, το γεγονός δε ότι το ένδικο πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα ταξίδευσε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου, ως προς την πραγματοποιούμενη υπεραπασχόληση του ενάγοντα, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου, αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων και δεν αποτελεί τεκμήριο ότι δεν απαιτείται η παροχή, εκ μέρους του πληρώματος, υπερωριακής εργασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγόμενη, οι δε εργασίες κατάπλου και απόπλου θεωρούνται πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 της οικείας ΣΣΕ και κατισχύει ως νεότερη της διάταξης του άρθρου 137 παρ 2 του ΒΔ 683/1960 την οποία επικαλείται η εναγόμενη. Ωστόσο δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε ανάγκη πραγματοποίησης υπερωριακής εργασίας από τον ενάγοντα κατά τις ημέρες που το πλοίο δεν εκτελούσε πλόες λόγω καιρού ή λόγω απαγόρευσης απόπλου, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι κατά τις ημέρες αυτές, που το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο, ο ενάγων δεν απασχολείτο με τις χρονοβόρες διαδικασίες που συναρτώνται με τον εκάστοτε κατάπλου και απόπλου του πλοίου. Κρίνεται επίσης ότι ο ενάγων δεν εργάστηκε υπερωριακά κατά τις ημέρες που δεν επιβιβάσθηκε στο πλοίο λόγω αδείας του. Περαιτέρω ο ενάγων κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, από 15.05.2009 έως 14.09.2009, εργάστηκε συνολικά 123 ημέρες, ήτοι την 17η Μαΐου, 30η Ιουνίου, 31η Ιουλίου, 31η Αυγούστου και 14η Σεπτεμβρίου, εκ των οποίων 18 Σάββατα και 2 αργίες, την 28η Μαΐου (της ανανήψεως) και την 14 Σεπτεμβρίου (του Τίμιου Σταυρού). Από τα παραπάνω Σάββατα πρέπει να αφαιρεθούν δύο ημέρες, κατά τις οποίες ο ενάγων έλαβε άδεια διανυκτερεύσεως, όπως προκύπτει από τα προσαγόμενα μετ’ επικλήσεως ημερολόγια Γέφυρας του πλοίου, ήτοι το Σάββατο 04.07.2009, από 15.43 ώρα μέχρι την 09.00 ώρα της Κυριακής 05.07.2009 και το Σάββατο 05.09.2009, από ώρα 15.32 μέχρι την Κυριακή 06.09.2009 και ώρα 06.00. Εργάστηκε επίσης 85 καθημερινές και 18 Κυριακές, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή. Από τις καθημερινές αυτές πρέπει να αφαιρεθούν 7 ημέρες, για το λόγο ότι, όπως προκύπτει από τα ημερολόγια γέφυρας, αφενός μεν το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο για 3 ημέρες λόγω καιρού και συγκεκριμένα από την Τρίτη 19.05.2009 και ώρα 5.30 μέχρι την Πέμπτη 21.05.2009 και από την Τετάρτη 20.05.2009 ώρα 18.28 μέχρι την Πέμπτη 21.05.2009 και ώρα 09.20, αφετέρου δε ο ενάγων έλαβε άδεια διανυκτέρευσης για 4 ημέρες και συγκεκριμένα από Δεύτερα 24.08.2009 και ώρα 9.48 έως την Παρασκευή 28.08.2009 και ώρα 13.04. Ήτοι ο ενάγων εργάστηκε 16 Σάββατα, 2 αργίες, 78 καθημερινές και 18 Κυριακές. Κατά συνέπεια, ο ενάγων έχει τις παρακάτω αξιώσεις: Α) Για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες το ποσό των [(16+2=) 18 ημέρες Χ 14 ώρες ημερησίως = 252 ώρες επί 9,80 =] 2.469,60 ευρώ, έναντι του οποίου, όπως αποδεικνύεται από τους προσαγόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας έχει λάβει το ποσό των (241,60 για τον μήνα Μάιο, από 426,48 για Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο, 199 για τον μήνα Σεπτέμβριο και 70,15 για αναδρομικά έτους 2009=) 1.790,64 ευρώ και συνεπώς δικαιούται την προκύπτουσα διαφορά εκ 678,96 ευρώ. Β) για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές το ποσό των [(78+18=) 96 ημέρες Χ 6 ώρες ημερησίως = 576 ώρες Χ 8,16 ωρομίσθιου=] 4.700,16 ευρώ, έναντι του οποίου έχει λάβει, βάσει των λογαριασμών μισθοδοσίας, το ποσό των (146,20 για τον μήνα Μάιο και από 258 για Ιούνιο, Ιούλιο Αύγουστο και Σεπτέμβριο=) 1.040,60 ευρώ και συνεπώς δικαιούται την προκύπτουσα διαφορά εκ 3.659,56 ευρώ. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι από τα ανωτέρω πόσα των υπερωριών πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 953 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε στον ενάγοντα, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ως αμοιβή για την έχμαση των οχημάτων. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί, καθόσον το σχετικό άρθρο 30 της ΣΣΕ ορίζει ότι οι πρόσθετες αμοιβές για την έχμαση των οχημάτων δεν συμψηφίζονται σε καμία περίπτωση με οποιαδήποτε άλλη παροχή, ούτε συμπεριλαμβάνονται σε οποιονδήποτε συμφωνηθέντα κλειστό μισθό. Συνεπώς, εφόσον ο ενάγων εδικαιούτο να λάβει το συνολικό ποσό των (2.469,60+4.700,16=) 7.169,76 ευρώ για την εν γένει υπερωριακή του εργασία, στο διάστημα των 123 ημερών που εργάστηκε, ο μέσος όρος της υπερωριακής αμοιβής του για τον υπολογισμό του δώρου Χριστουγέννων ανέρχεται στο ποσό των (7.169,76:123Χ30=) 1.748,72 ευρώ και όχι στο ποσό των 1.946,72 ευρώ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων. Γ) Για ειδικό επίδομα ιματισμού ο ενάγων, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οικείας ΣΣΕ, δικαιούται το ποσό των 55,11 ευρώ μηνιαίως, το οποίο δεν καταβάλλεται αν ο πλοιοκτήτης παρέχει στα κατώτερα πληρώματα εξ ιδίων τον ιματισμό. Όμως, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, δεν έχει καταβληθεί στον ενάγοντα το επίδομα ιματισμού σε χρήμα, ούτε αποδείχθηκε ότι η εναγομένη του παρείχε εξ ιδίων τον ιματισμό, διότι δεν προσκομίστηκε αντίστοιχο τιμολόγιο αγοράς του, ο δε μάρτυρας ανταπόδειξης κατέθεσε αόριστα ότι η εναγόμενη παρείχε τον αναγκαίο ιματισμό στο πλήρωμα κάθε 4 μήνες, δεδομένου δε ότι το συνολικό διάστημα εργασίας του ενάγοντα ήταν 4 μηνών, δεν διευκρίνισε αν χορηγήθηκε και σε αυτόν ο ιματισμός. Συνεπώς ο ενάγων, για την ανωτέρω αιτία, δικαιούται το πόσο των (55,1Χ4=) 220,44 ευρώ. Δ) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2010 (αρθρ 14 ΣΣΝΕ) και για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του ενάγοντος, ήτοι από 15.05.2009 έως και 14.09.2009 και συνολικά για 123 ημέρες, δικαιούται τα 2/5 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών του ανά 19 ημέρες εργασίας, ήτοι (123:19=) 6,47 19ήμερα. Εφόσον δε, οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντα ανέρχονταν σε (μισθός ενεργείας 1.129,58 ευρώ + επίδομα Κυριακών 249,51 ευρώ + επιδίκασης ιματισμού 55,11 ευρώ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 34,55 ευρώ + αντίτιμο τροφής 562,20 ευρώ + μέσος όρος υπερωριακής εργασίας 1.748,72 ευρώ + μέσος αμοιβή για έχμαση 240,58 ευρώ + επίδομα αδείας 406,90 ευρώ + μέσος όρος για δρομολόγια άγονης γραμμής 328,24 ευρώ=) 4.754,19 ευρώ, δικαιούται το ποσό των 2.460,76 ευρώ, εκ του οποίου έχει λάβει, όπως αποδεικνύεται από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας, το ποσό των 1.334,69 ευρώ και επομένως δικαιούται την διαφορά εκ 1.170,07 ευρώ. Ε) Όσον αφορά την αιτούμενη αποζημίωση απόλυσης, από τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 και 76 παρ. ΚΙΝΔ, προκύπτει ότι η σύμβαση ναυτολόγησης ορισμένου ή αορίστου χρόνου μπορεί να καταγγελθεί από το ναυτικό οποτεδήποτε, εάν ο πλοίαρχος υποπέσει σε βαριά έναντι αυτού παράβαση των καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτή οφείλεται στον ναυτικό αποζημίωση κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στις παραπάνω διατάξεις. Βαριά παράβαση των καθηκόντων του πλοιάρχου κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων υπάρχει, όταν η συμπεριφορά του πλοιάρχου έναντι του ναυτικού είναι τέτοια, ώστε στη συγκεκριμένη περίπτωση να μην μπορεί, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ), να αξιωθεί να συνεχίσει ο ναυτικός να εργάζεται στο πλοίο εμμένοντας στη σύμβαση μέχρι το συμφωνημένο χρόνο διαρκείας της ή των εννέα μηνών από τη σύναψη της (άρθρο 73 ΚΙΝΔ), αλλά να επιβάλλεται η άμεση από αυτόν καταγγελία της σύμβασης. Τέτοια παράβαση συνιστά, μεταξύ των άλλων και η καθυστέρηση καταβολής στον ναυτικό των αποδοχών του, στην έκταση που αυτές είναι αναγκαίες για τη συντήρηση του ίδιου και της οικογενείας του και εφόσον η καθυστέρηση αυτή δεν είναι συνήθης ή δικαιολογημένη από τη φύση ή την ιδιορρυθμία της ναυτικής εργασίας και δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία στον πλοιοκτήτη ή τον πλοίαρχο για την υποχρέωση καταβολής της συγκεκριμένης μισθολογικής παροχής ή για το ύψος αυτής (ΕφΠειρ. 540/2006 ΕΝΔ 2006.363, ΕφΠειρ 621/2004, ΕφΠειρ 173/2003 ΕΝΔ 31.277). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 62 παρ. 1 ΚΔΝΔ, οι απογεγραμμένοι ναυτικοί εφοδιάζονται διά ναυτικού φυλλαδίου σε κάθε σελίδα του οποίου αναγράφεται η πράξη ναυτολογήσεως και η αντίστοιχη της απολύσεως, με την αιτία (άρθρο 3 ν. 721/1948, Κωδικοποίηση του Β.Δ. 9/31.12.1995, άρθρο 3ΑΥΕΝ 70056/15.2/26.1.1981 “περί τύπου κατ τρόπου εκδόσεως ναυτικού φυλλαδίου”), κατά δε το άρθρο 105 παρ. 2 ΚΔΝΔ ο πλοίαρχος απολύει οιονδήποτε μέλος του πληρώματος, εμφανιζόμενος μετά του απολυομένου ενώπιον της οικείας λιμενικής ή προξενικής αρχής. Εάν εις τον λιμένα απολύσεως δεν υφίσταται λιμενική ή προξενική αρχή, ο πλοίαρχος δύναται να προβή εις την απόλυσιν μελών του πληρώματος, προβαίνων εις σχετικήν εγγραφήν εν τω ημερολόγιο γέφυρας και ναυτικώ φυλλαδίω του ναυτικού, υποχρεούμενος όπως αιτήση την βεβαίωσιν της εν λόγω πράξεως και την εγγραφήν της απολύσεως εις το ναυτολόγιον εις τον πρώτον λιμένα κατάπλου, ένθα εδρεύει λιμενική ή προξενική αρχή” (άρθρο 1 παρ.1 α ν. 373/1968 “περί απογραφής και εκπαιδεύσεως των εν εμπορικώ ναυτικώ”). Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το ναυτικό φυλλάδιο είναι δημόσιο έγγραφο, με ιδιάζουσα φύση και έχει την αποδεικτική δύναμη των δημόσιων εγγράφων, όπως αυτή καθορίζεται στα άρθρα 440, 441 και 448 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μόνο όμως αναφορικά με όσα γεγονότα βεβαιώνει η δημόσια αρχή (λιμενική ή προξενική) ή έγιναν ενώπιον της, όπως οι δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, για κατάρτιση και λύση της σύμβασης, την ιδιότητα του κατόχου ως ναυτικού, τα στοιχεία της ταυτότητας του, τον αριθμό μητρώου απογραφής και τη θαλάσσια υπηρεσία του. Επίσης, το ναυτικό φυλλάδιο έχει την αποδεικτική ισχύ του δημόσιου εγγράφου για τις καταχωρίσεις σε αυτό του πλοιάρχου, μόνον όταν αυτός ενεργεί ως δημόσιος λειτουργός, όχι όμως και όταν λειτουργεί ως εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη, όπως στην απόλυση του ναυτικού, με κοινή συναίνεση, εφόσον η εγγραφή έγινε από τον πλοίαρχο και ο απολυόμενος δεν παρουσιάστηκε στη λιμενική ή προξενική αρχή (βλ. ΑΠ 205/1978 ΝοΒ 1979.47,ΕφΠειρ 977/2003, ΕφΠειρ 474/1997, Κοροτζή, Ναυτικό Εργατικό Δίκαιο. 1990. παρ. 121 σελ. 85-86, Αγαλλοπουλου. Ελληνικον Ναυτεργατικόν Δίκαιον, 1960, σελ. 39, Καμβύση, Ναυτεργατικό Δίκαιο, Β’ έκδοση, 1994, σελ. 434). Επομένως, η αναγραφή του πλοίαρχου στο ναυτικό φυλλάδιο οι ο ναυτικός αποναυτολογείται κοινή συναινέσει, χωρίς άλλο τίποτε, είναι δεκτική ανταπόδειξης με κοινά ανταποδεικτικά μέσα και όχι μόνο με προσβολή του εγγράφου αυτού, ως πλαστού, κατά το άρθρο 438 ΚΠολΔ (βλ. ΕφΠειρ 977/2003, ΕφΠειρ 474/1997, Κοροτζή, ο.π., Τέντε στην ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρο 438 αριθ. 5, σελ. 792), το οποίο έχει εφαρμογή και στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών Ντάσιο, ΕργΔικΔ Α/1, έκδ. Ε”, 1999, παρ. 682 σελ. 1153-1154). Εν προκειμένω ο ενάγων ισχυρίζεται ότι την 14.09.2009, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, προέβη ο ίδιος σε καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας, λόγω βαρείας παράβασης των καθηκόντων του πλοιάρχου έναντι αυτού, κατ’ άρθρο 74 ΚΙΝΔ, για τους λόγους ότι ο πλοίαρχος παραβίαζε συστηματικά τον κανονισμό εργασίας και τον υποχρέωνε να εργάζεται πέρα του οκταώρου, χωρίς να του καταβάλλεται η αντίστοιχη υπερωριακή αμοιβή, ότι δεν του είχε καταβάλει το επίδομα ιματισμού, ούτε του είχε χορηγήσει ιματισμό σε είδος και ότι κατά τον ανωτέρω χρόνο της καταγγελίας δεν του είχε καταβάλει δεδουλευμένες αποδοχές του μηνός Αυγούστου 2009. Διατείνεται επίσης ότι η αναγραφόμενη από τον πλοίαρχο στο ναυτικό του φυλλάδιο αιτιολογία απόλυσης ως «κοινή συναινέσει» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και είναι δεκτική ανταπόδειξης κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω οι λόγοι που επικαλείται ο ενάγων, ήτοι η οφειλή υπερωριακής εργασίας και η μη χορήγηση ιματισμού (ή του σχετικού επιδόματος), λαμβανομένης της παγίως τηρούμενης στη ναυτεργατική εργασία πρακτικής, κρίνεται ότι δεν συνιστούν λόγους βαρείας παραβάσεως των καθηκόντων του πλοιάρχου έναντι του ενάγοντα. Στην αυτή κρίση οδηγείται το Δικαστήριο και ως προς το λόγο της οφειλής δεδουλευμένων αποδοχών ενός μηνός, διότι το χρονικό αυτό διάστημα καθυστέρησης, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, θεωρείται σύνηθες και δικαιολογημένο από τη φύση και την ιδιορρυθμία της ναυτικής εργασίας και δεν συνιστά λόγο άμεσης καταγγελίας της σύμβασης από τον ενάγοντα, η δε μεταγενέστερη καθυστέρηση στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του ενάγοντα (τον Ιανουάριο του 2010) δεν δύναται να συνεκτιμηθεί στην προγενεστέρως λαβούσα χώρα ένδικη καταγγελία (ΕφΠειρ 1073/79 ΕΝΔ 926 1). Κατόπιν αυτών κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι οι σχετικοί ισχυρισμοί του ενάγοντα, απορριπτομένου και του σχετικώς αιτουμένου κονδυλίου ως αβασίμου και συνεπώς η έρευνα περί της αναγραφής του λόγου της απόλυσης στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντα, ως «κοινή συναινέσει» ή μη, παρέλκει ελλείψει αντικειμένου. Κατά συνέπεια, ο μοναδικός λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί, το δε πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλεκαι κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η έφεση να απορριφθεί κατ’ ουσίαν στο σύνολό της. Τέλος, πρέπει να υποχρεωθεί ο εκκαλώννα καταβάλλει στην εφεσίβλητητα δικαστικά της έξοδαγια τονδεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176,178,183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδατης εφεσίβλητης,για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300)ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 2/12/2015, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ