Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

 

 

Αριθμός Απόφασης    4366/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Γεώργιο Κυριακό, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σοφία Δέδε.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 24 Μαρτίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) … χήρας … και 2) … του … κατοίκων …Αιτωλ/νίας, οι οποίοι παραστάθηκαν διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Παρασκευής Κόλιου.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Γ. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημητρίου Γιομελάκη.

Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 21.11.2014 ανακοπή τους (ΓΑΚ/ΑΚΔ: …), η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΖΗΤΗΣΗ στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο, όπως αναφέρεται παραπάνω, ανέπτυξαν δε τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 982, 983 και 985 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορούν να κατασχεθούν στα χέρια τρίτου και χρηματικές απαιτήσεις του καθ` ου η εκτέλεση κατ` αυτού, εφόσον δεν εξαρτώνται από αντιπαροχή. Η κατάσχεση στα χέρια τρίτου γίνεται με επίδοση στον τρίτο και μέσα σε οκτώ ημέρες στον καθ` ου η εκτέλεση, επί ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης, εγγράφου (κατασχετηρίου), που πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολΔ και ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαίτησης, βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση, το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση, επιταγή προς τον τρίτο να μην καταβάλει σε εκείνον, κατά του οποίου γίνεται η εκτέλεση και διορισμό αντικλήτου που κατοικεί στην περιφέρεια του ίδιου Ειρηνοδικείου ή στην έδρα του Πρωτοδικείου της κατοικίας του τρίτου, αν εκείνος, υπέρ του οποίου γίνεται η εκτέλεση, δεν κατοικεί στην περιφέρεια του Ειρηνοδικείου της κατοικίας του τρίτου. Ο τρίτος οφείλει, μέσα σε οκτώ μέρες, αφότου επιδόθηκε το κατασχετήριο, να δηλώσει αν υπάρχει η απαίτηση που κατασχέθηκε, αν έχει στα χέρια του το κατασχεμένο πράγμα και αν επιβλήθηκε στα χέρια του άλλη κατάσχεση και συνάμα να αναφέρει ποιος την επέβαλε και για ποιο ποσό. Η δήλωση αυτή γίνεται προφορικά στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου του τόπου της κατοικίας εκείνου που δηλώνει και συντάσσεται σχετική έκθεση. Η παράλειψη της δήλωσης εξομοιώνεται με αρνητική δήλωση. Αν η δήλωση παραλειφθεί ή είναι αν…, ο τρίτος ευθύνεται σε αποζημίωση εκείνου που επέβαλε την κατάσχεση. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 986 του ίδιου Κώδικα, μέσα σε τριάντα ημέρες από τη δήλωση του άρθρου 985, όποιος επέβαλε την κατάσχεση έχει δικαίωμα να την ανακόψει ενώπιόν του κατά τα άρθρα 12 επ. και 23 επ. Δικαστηρίου. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι στον κατασχόντα παρέχεται ειδικό ένδικο βοήθημα, με το οποίο μπορεί αυτός να αμφισβητήσει την τυχόν αρνητική δήλωση του τρίτου και να επιδιώξει την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του κατασχεμένου ποσού ή την παράδοση του κατασχεμένου πράγματος, θεωρώντας αυτόν ως οφειλέτη του κατασχεμένου.Αντικείμενο έτσι της σχετικής δίκης, που δημιουργείται μεταξύ του ανακόπτοντος και του τρίτου, είναι η εκδίκαση της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση κατά του τρίτου, ώστε να διαπιστωθεί αν ο τρίτος είναι ή όχι και με ποιους περιορισμούς οφειλέτης του οφειλέτη του κατασχόντος. Στην ουσία, δηλαδή, εισάγεται προς εκδίκαση η έναντι του τρίτου απαίτηση του καθ’ ου η εκτέλεση, η οποία αποτελεί και το κύριο αντικείμενο της σχετικής δίκης (ΕφΑθ 1022/2008 ΕφΑΔ 2009.228).Από την άποψη αυτή η ανακοπή αποτελεί πλαγιαστική άσκηση των δικαιωμάτων του καθ’ ου η κατάσχεση (ΕφΑθ 1022/2008 ΕφΑΔ 2009.228, ΕφΑθ 1930/2007 ΕφΑΔ 2008.365, ΕφΑθ 1837/2007ΝοΒ 2007.1143, ΕφΚερκ 97/2001 ΙονΕπιθΔ 2001.93). Γι` αυτό, πρέπει στο δικόγραφο της ανακοπής, η οποία αποτελεί μία μορφή της ανακοπής του άρθρου 583 επ. ΚΠολΔ, να περιγράφεται, εκτός των άλλων, η κατασχεθείσα απαίτηση κατά τα ουσιώδη στοιχεία της (άρθρα 215 και 216 του ΚΠολΔ), αφού ο ανακόπτων φέρει το βάρος απόδειξης της ύπαρξης του κατασχεμένου δικαιώματος, διαφορετικά η ανακοπή είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΑΠ 1065/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 73/1995 ΕλλΔνη 38.811, ΑΠ 10/1995 ΕλλΔνη 37.105, ΕφΑθ 9374/2000 ΕλλΔνη 43.1073, ΕφΑθ 3407/1999 ΕλλΔνη 42.774, ΕφΑθ 7319/1998 ΕλλΔνη 40.1128, ΕφΠειρ 150/1997 ΕλλΔνη 38.1625, ΕφΑθ 640/1990 ΕλλΔνη 33.605).Συγκεκριμένα δε, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, το σχετικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει, ως προςτην έναντι του τρίτου απαίτηση του καθ’ ου η εκτέλεση: α) έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την απαίτηση και δικαιολογούν την άσκησή της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, εφόσον δε τούτο είναι αποτιμητό, την αξία του αντικειμένου της σε χρήμα, ώστε, από τη συνολική εκτίμηση του δικογράφου να παρέχεται, αφενός στο Δικαστήριο η δυνατότητα να κρίνει το νομικά βάσιμο των, πλαγιαστικά προβαλλομένων εκ του ανακόπτοντος, ισχυρισμών του καθ’ ου η εκτέλεση, αφετέρου δε στον τρίτο η δυνατότητα να τους αντικρούσει, είτε αρνούμενος ενόλω ή εν μέρει το περιεχόμενό τους, είτε (ή και) προβάλλοντας ενστάσεις.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη ανακοπή τους, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι έχουν απαίτηση, συνολικού ύψους 126.203,70 ευρώ, κατά της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», πηγάζουσα από ναυτεργατικό ατύχημα που προκλήθηκε στον σύζυγο της πρώτης και πατέρα του δευτέρου εξ αυτών, Δ. Β., ο οποίος απεβίωσε την 22.02.2009 και η οποία τους επιδικάσθηκε με την υπ’ αριθμ. 1800/2014 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η δε παραπάνω οφειλέτης τους έχει απαιτήσεις κατά της καθ’ ης η ανακοπή, οι οποίες απορρέουν από το υπ’ αριθ. … ασφαλιστήριο συμβόλαιο που αφορούσε το πλοίο «…» αρ. νηολ. Πειραιά …, το οποίο ανήκε κατά κυριότητα σε αυτή και ήταν ασφαλισμένο από την καθ’ ης για θαλάσσιους κινδύνους και την κάλυψη ζημιών έναντι τρίτων, έως του ποσού των 2.000.000 ευρώ, λόγω επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου, αφού το πλοίο αυτό απωλέσθη, καθώς βυθίστηκε την 05.03.2012 στο θαλάσσιο χώρο ανοιχτά της Σαλαμίνας. Ότι, με το από 15.10.2014 κατασχετήριο έγγραφο, που επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή την 16.10.2014 και εντός της νομίμου προθεσμίας στην ως άνω οφειλέτη τους, οι ανακόπτοντες επέβαλαν εις χείρας της καθ’ ης η ανακοπή, ως τρίτης, αναγκαστική κατάσχεση κάθε απαίτησης της οφειλέτη τους έναντι της καθ’ ης, υφιστάμενης ή μέλλουσας, μέχρι του ποσού 126.203,70 ευρώ. Ότι η τελευταία προέβη εμπροθέσμως, την 24.10.2014, σε δήλωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, αρνούμενη την ύπαρξη οιασδήποτε σχετικής οφειλής της, από οποιαδήποτε αιτία, η οποία όμως είναι αναληθής. Με βάση τα ανωτέρω, οι ανακόπτοντες ζητούν, να αναγνωρισθεί η ύπαρξη της απαιτήσεως που κατασχέθηκε, ως απαίτηση της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», ευρισκόμενη εις χείρας της καθ’ ης η ανακοπή,  να υποχρεωθεί η καθ’ ης να τους καταβάλει το ποσό της κατασχεθείσας απαιτήσεως εκ 126.203,70 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της ανακοπής, να υποχρεωθεί η καθ’ ης να τους καταβάλει οποιαδήποτε άλλη σχετική μελλοντική ή υπό αίρεση απαίτηση και τέλος να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η ανακοπή, η οποία έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατ’ αρθρ. 986 εδ. α` ΚΠολΔ (ενόψει του ότι η δήλωση της καθ’ ης υποβλήθηκε την 24.10.2014 ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών και η ανακοπή επιδόθηκε σ’ αυτήν την 21.11.2014, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …), αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, κρινόμενου από τη φύση της κατασχεθείσας απαίτησης, που πηγάζει, εν προκειμένω, από σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, είναι καθ’ ύλην [αρθρ. 1, 7, 9, 10, 13, 14§2 και 18 ΚΠολΔ, λειτουργικά (αρθρ. 51 §3Β περ. θ` του ν. 2172/1993) και κατά τόπον αρμόδιο, αφού η έδρα της καθ’ ης η ανακοπή βρίσκεται στο νομό Αττικής, στο σύνολο του οποίου εκτείνεται η δικαιοδοσία του Πρωτοδικείου Πειραιώς για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών (αρθρ. 25 §2 και 51 §2 του ν. 2172/1993), πλην όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, η ανακοπή τυγχάνειαόριστη και συνεπώς απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθώς στο υπό κρίση δικόγραφο δεν προσδιορίζεται, κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, η πλαγιαστικά ασκούμενη απαίτηση της καθ’ ης η εκτέλεση – οφειλέτιδας των ανακοπτόντων κατά της καθ΄ ης η ανακοπή, η οποία αποτελεί, κατά τα προαναφερθέντα, το κύριο αντικείμενο της δίκης, δεδομένου ότι ουδεμία αναφορά γίνεται στα πραγματικά περιστατικά της βύθισης του πλοίου και κυρίως στον προσδιορισμό και το ύψος της ζημίας που υπέστη η καθ’ ης η εκτέλεση εκ της απώλειας αυτού, καθώς και ποιο ποσό εκ της προκληθείσας ζημίας τυγχάνει αποζημιωτέο από την καθ’ ης η ανακοπή, σύμφωνα με την επικαλούμενη σύμβαση ασφάλισης.

Κατ’ ακολουθίαν, η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθούν οι ανακόπτοντες, λόγω της ήττας τους, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή, κατά τα ειδικοτέρως οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων

Απορριπτει την ανακοπή.

Καταδικάζειτους ανακόπτοντες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις2/12/2015, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ