ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2778 /2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία …., η οποία εδρεύει στη Λ. Δ. Κ., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς της δικηγόρου Καλλιρόης Μητροπούλου.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “….”, που εδρεύει στη Γ. Α., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 14-8-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθ. κατ. δικογράφου … και φέρεται προς συζήτηση με τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδ. αριθ. κατ. δικογράφου … κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η πληρεξούσια δικηγόρος της ενάγουσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις της.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Β. Χ., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδ. αριθ. κατ. δικογράφου … κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση της κρινόμενης με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθ. κατ. δικογράφου … αγωγής για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγομένη [άρθρα 126 παρ. 1 περ. γ΄, 128 παρ. 4, 129 και 228 ΚΠολΔ, όπως η παρ. 1 του άρθρου 126 και το άρθρο 228 ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ. 2 και άρθρο δεύτερο παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-07-2015)]. Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ).
Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει των σχετικών συμβάσεων που συνήφθησαν στην Ελλάδα μεταξύ αυτής και της εναγόμενης εταιρείας το έτος 2014, διενήργησε τον εφοδιασμό των πλοίων … στο S. της Κίνας, M/V … στο λιμάνι του G. της Κίνας και M/V … στην Σ. της Κίνας, με τα λεπτομερώς εκτιθέμενα ανταλλακτικά, έναντι του συμφωνηθέντος μεταξύ τους τιμήματος. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, ζητεί, όπως παραδεκτά περιορίστηκε κατ’ άρθρο 223 παρ. 1 του ΚΠολΔ το καταψηφιστικό αίτημά της, με δήλωση της πληρεξούσιάς της δικηγόρου που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της, να υποχρεωθεί η εναγομένη, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλει το οφειλόμενο υπόλοιπο της αξίας των εκδοθέντων από την ίδια (ενάγουσα) τιμολογίων πώλησης των σχετικών εμπορευμάτων και, ειδικότερα, του με αριθμό … τιμολογίου συνολικής αξίας 4.617,00 δολαρίων ΗΠΑ, του με αριθμό … τιμολογίου συνολικής αξίας 87.200,00 δολαρίων ΗΠΑ και του με αριθμό … τιμολογίου συνολικής αξίας 7.475,00 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι το συνολικό ποσό των 99.292,00 δολ. ΗΠΑ και συγκεκριμένα το ισόποσο σε ευρώ κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων την ημέρα της πληρωμής, επικουρικά δε με βάση την κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής ισοτιμία δολ. ΗΠΑ – ευρώ, ήτοι το ποσό των 88.904,10 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, για έκαστο των επιμέρους κονδυλίων, από την επομένη της παρελεύσεως 60 ημερών από την παράδοση των εμπορευμάτων σε έκαστο πλοίο, οπότε κατέστη αυτό (κονδύλιο) ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επομένη της έγγραφης όχλησής της (εναγομένης), επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 10, 12 παρ. 1 και 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ. 2 και 33 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Β περ. ι΄ Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδ. Διεθν. Δικ, Γεν. Μερ, παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που τη διέπει. Με βάση τα εκτιθέμενα περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής, εφαρμοστέο δίκαιο, ελλείψει έγκυρης επιλογής εφαρμοστέου εθνικού δικαίου από τα συμβαλλόμενα μέρη, είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, κατ’ άρθρο 4 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι) που τέθηκε σε ισχύ την 24-7-2008 και αφορά συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17-12-2009 (άρθρο 28 άνω Κανονισμού), ως το δίκαιο της χώρας, που από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, προκύπτει ότι συνδέεται με τις επίδικες συμβάσεις προδήλως στενότερα από τη χώρα στην οποία η ενάγουσα (πωλήτρια) έχει την έδρα της (άρθρο 4.1.α΄ ανωτέρω Κανονισμού), εφόσον η εναγόμενη εταιρεία, που εδρεύει στην Ελλάδα (Γ. Α.), πρότεινε από εκεί (Γλυφάδα) στην ενάγουσα (ΑΚ 185) να διενεργήσει τον εφοδιασμό των προεκτιθέμενων πλοίων με τα αναφερόμενα εμπορεύματα, ακολούθως δε περιήλθε σ’ αυτήν (ΑΚ 167) στο ίδιο μέρος (Γλυφάδα) η αποδοχή της εν λόγω πρότασης εκ μέρους της τελευταίας (ΑΚ 189) και ως εκ τούτου συνήφθησαν οι μεταξύ τους συμβάσεις (ΑΚ 192 – βλ. και ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012. 269). Κατόπιν τούτων, η αγωγή κρίνεται νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 57, 58, 59, 61 παρ. 1α΄, 62, 63, 73 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών «για τις συμβάσεις διεθνών πωλήσεων κινητών πραγμάτων» (Convention on Contracts for the International Sale of Goods – CISG) [που υπογράφηκε στη Βιέννη στις 11-4-1980, τέθηκε σε ισχύ την 1-1-1988, κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2532/1997 (ΦΕΚ Α’ 227/11-11-1997) και αποτελεί από 1-2-1999 ισχύον ελληνικό δίκαιο (όχι jus alienum), εφαρμόζεται δε στην προκειμένη περίπτωση ενόψει του ότι τα συμβαλλόμενα διάδικα μέρη έχουν την εγκατάστασή τους σε διαφορετικά κράτη (CISG 1.1.) και τα κράτη αυτά είναι συμβαλλόμενα κράτη (CISG 1.1.α΄)], σε συνδυασμό και μ’ αυτές των άρθρων 340, 341 εδ. α΄, 345 εδ. α΄, 346 του ΑΚ, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ του Κ.Πολ.Δ. (για τα εκτός του πλαισίου εφαρμογής της άνω Σύμβασης ζητήματα – βλ. Π. Κορνηλάκη / Αθ. Πουλιάδη / Αν. Βαλτούδη, Η Σύμβαση της Βιέννης για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών, Εταιρία Νομικών Βορείου Ελλάδος, έκδ. 2001, σ. 11), πλην του επικουρικού αιτήματος επιδίκασης των οφειλόμενων ποσών με βάση την κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής ισοτιμία δολ. ΗΠΑ – ευρώ, κατά το οποίο αυτή (αγωγή) κρίνεται απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, διότι η ενάγουσα δικαιούται το ισάξιο σε ευρώ των προαναφερθέντων ποσών δολαρίων Η.Π.Α. με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και δολαρίου Η.Π.Α. κατά την ημέρα της πληρωμής (βλ. ΑΠ 678/2010, 698/2006 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 1349/1997 ΔΕΕ 1998. 729), καθώς και της επικουρικής βάσης της (αγωγής) περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, που είναι ερευνητέα επίσης κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 10 παρ. 1 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές της 11.7.2007, η οποία (αγωγική βάση) κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ειδικώς μ’ αυτή ακυρότητα των ένδικων συμβάσεων, από τις οποίες απορρέουν οι αγωγικές αξιώσεις (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45. 475). Επομένως, πρέπει η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζήτησής της, έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις.
Κατά της αγωγής δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, ενώ για τα γεγονότα που αναφέρονται στο δικόγραφό της επιτρέπεται η ομολογία. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτή ως βάσιμη και από ουσιαστική άποψη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας αποδεικνύονται πλήρως, αφού θεωρούνται ομολογημένοι από την πρώτη [άρθρο 352 παρ. 1 σε συνδ. με 271 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-07-2011)], και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των 99.292,00 δολ. ΗΠΑ με την επίσημη ισοτιμία Ευρώ – Δολλαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστου επιμέρους οφειλομένου κονδυλίου, ήτοι από την επομένη της παρελεύσεως 60 ημερών από την παράδοση των εμπορευμάτων σε έκαστο πλοίο, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, με τη σημείωση ότι, εφόσον πρόκειται για οφειλή σε αλλοδαπό νόμισμα, ο τόκος υπερημερίας, ως παροχή ομοειδής προς το κεφάλαιο, υπολογίζεται στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα (δολ. ΗΠΑ) κατά τα οριζόμενα στην Π.Υ.Σ. 36 της 22/26.3.1990, καταβάλλεται όμως στην Ελλάδα σε Ευρώ με βάση το σε Ευρώ ισότιμο του αλλοδαπού νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής (ΑΠ 1169/1997 ΕλλΔνη 40. 347). Ωστόσο, το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί, γιατί η καθυστέρηση της εκτέλεσης δεν θα επιφέρει σημαντική ζημία στην ενάγουσα ούτε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι. Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους της εναγομένης άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της (παρούσας), η δε δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των ενενήντα εννέα χιλιάδων διακοσίων ενενήντα δύο (99.292,00) δολλαρίων Η.Π.Α., με την επίσημη ισοτιμία ΕΥΡΩ – Δολλαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από τη δήλη ημέρα καταβολής εκάστου επιμέρους οφειλομένου κονδυλίου, ήτοι για το ποσό των 4.617,00 δολαρίων ΗΠΑ από τις 11.05.2014, για το ποσό των 87.200,00 δολαρίων ΗΠΑ από τις 09.06.2014 και για το ποσό των 7.475,00 δολαρίων ΗΠΑ από τις 08.08.2014.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -12-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ