Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ        2780 /2016

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Π….. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου Δημητρίου Παυλή.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «… …», που εδρεύει τυπικά στην Κ., όπως αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από την εταιρεία που εδρεύει στον Πειραιά, οδός … με την επωνυμία «…» και η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Α. Β. του Βασιλείου, κάτοικο Π……, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου Γεωργίου Κουτρουμπούση μόνο για την υποβολή αιτήματος αναβολής, μετά δε την απόρριψή του η ως άνω εναγομένη δεν παραστάθηκε, και 2) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» και το διακριτικό τίτλο «…», που τυπικά εδρεύει στη Μ. και διατηρεί τα κεντρικά γραφεία της διοίκησης της στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-12-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθ. κατάθ. … και με αριθ. κατάθ. …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις της.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς, …, που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στη δεύτερη εναγομένη (άρθρα 126 παρ. 1 περ. δ΄, 128 παρ. 4, 129, 228 και 229 ΚΠολΔ). Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ).

Με τον Κανονισμό (Ε.Κ.) 1.393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 «περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη-μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις», ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 13-11-2008 (άρθρο 25 του Κανονισμού), καταργήθηκε ο έχων αντίστοιχο περιεχόμενο, Κανονισμός (Ε.Κ.) 1.348/2000 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 29ης Μαΐου 2000, δυνάμει του οποίου ορίστηκε ενιαίος τρόπος επίδοσης δικογράφων για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, όπως οι έννοιες αυτές ερμηνεύονται αυτόνομα από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η θέση σε ισχύ του εν λόγω Κανονισμού έθεσε αυτόματα εκποδών όλες τις διατάξεις του εθνικού δικαίου των κρατών-μελών, που ρυθμίζουν το ζήτημα των επιδόσεων στην αλλοδαπή, καθώς και τις διμερείς ή πολυμερείς συμβάσεις που έχουν το ίδιο ρυθμιστικό πεδίο, και κυρίως το άρθρο IV του πρωτοκόλλου της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και την πολυμερή Σύμβαση της Χάγης του 1965 (Ν. 1.334/1983, παρ. 12 του Προοιμίου και άρθρο 20 παρ. 1 του Κανονισμού), η οποία πάντως εξακολουθεί να ρυθμίζει τα ζητήματα επιδόσεων μεταξύ της Δανίας και των υπολοίπων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μετά τη ρητή δήλωσή της να εξαιρεθεί από τις κοινοτικοποιημένες δικονομικές ρυθμίσεις και από τους ως άνω Κανονισμούς (§§18 και 29 του Προοιμίου των Κανονισμών 1.348/2000 και 1.393/2007, αντίστοιχα, βλ. και ΑΠ 1186/2004 ΕΕΝ 2005. 104). Προϋποθέσεις εφαρμογής του Κανονισμού (Ε.Κ.) 1.393/2007 είναι: α) η χώρα διαβίβασης και η χώρα παραλαβής να ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, β) να πρόκειται για επιδόσεις δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων που αφορούν αστικές και εμπορικές υποθέσεις (άρθ. 1 παρ. 1 του Κανονισμού) και γ) η διαμονή του παραλήπτη να είναι γνωστή (άρθ. 1 παρ. 2 του Κανονισμού), διαφορετικά, δηλαδή εφόσον η διαμονή του παραλήπτη είναι άγνωστη, εφαρμόζονται οι διατάξεις του εθνικού δικαίου (lex fori) και στην περίπτωση που εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, εφαρμόζεται το άρθρο 135 του ΚΠολΔ και η Σύμβαση της Χάγης. Ο Κανονισμός προβλέπει τρεις εναλλακτικούς τρόπους επίδοσης, που εφαρμόζονται κατ’ απόλυτη επιλογή του αιτούντος: 1) επίδοση μέσω των υπηρεσιών διαβίβασης και παραλαβής (άρθρα 2-11 του Κανονισμού, κύρια διαδικασία κοινοποίησης, βασική έμμεση υπηρεσιακή επίδοση). Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που η επίδοση πρόκειται να λάβει χώρα από την Ελλάδα, η διαδικασία ξεκινά με την επίδοση του εγγράφου προς τον αρμόδιο εισαγγελέα, δεδομένου ότι οι Εισαγγελίες όλων των δικαιοδοτικών βαθμίδων (Πρωτοδικείου, Εφετείου και Αρείου Πάγου), ανάλογα με το διαδικαστικό στάδιο, στο οποίο αφορά το προς επίδοση έγγραφο, έχουν ορισθεί στη χώρα μας ως υπηρεσία διαβίβασης των επιδιδόμενων εγγράφων, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Κανονισμού (υπ’ αριθ. πρωτ. 82598/29.5.2001 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης). Ακολούθως, ο αρμόδιος εισαγγελέας προωθεί περαιτέρω προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, το οποίο έχει ορισθεί ως κεντρική αρχή εποπτείας και συντονισμού εφαρμογής του Κανονισμού (άρθ. 3 του Κανονισμού), που με τη σειρά του διαβιβάζει την προς επίδοση πράξη, με οποιοδήποτε κατάλληλο μέσο, στην υπηρεσία παραλαβής του κράτους παραλαβής. Η υπηρεσία παραλαβής προβαίνει σε επίδοση είτε σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους -μέλους παραλαβής είτε με τον ειδικό τύπο επίδοσης που ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, εφόσον αυτός εναρμονίζεται με τους κανόνες εσωτερικού δικαίου του κράτους παραλαβής (άρθ. 7 παρ. 1 του Κανονισμού). Η ολοκλήρωση της επίδοσης πιστοποιείται από την αρχή της παραλαβής με την αποστολή στην αρχή του κράτους διαβίβασης έγγραφης βεβαίωσης (άρθ. 10 του Κανονισμού). 2) Επίδοση δια της προξενικής ή διπλωματικής οδού ή από διπλωματικούς ή προξενικούς υπαλλήλους (άρθρα 12 και 13 του Κανονισμού, εξαιρετικοί τρόποι έμμεσης επίδοσης) και 3) επίδοση με το ταχυδρομείο ή με απευθείας αίτηση επίδοσης διαμέσου δικαστικών επιμελητών, υπαλλήλων ή άλλων αρμόδιων προσώπων του κράτους μέλους παραλαβής (άρθρα 14 και 15 Κανονισμού, άμεση επίδοση). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Κανονισμού, όταν πρέπει να διαβιβασθεί εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή άλλη ισοδύναμη πράξη σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την επίδοση ή την κοινοποίηση, βάσει του παρόντος κανονισμού, και ο εναγόμενος ερημοδικήσει, ο δικαστής υποχρεούται να αναστείλει την έκδοση της απόφασης μέχρι να διαπιστωθεί: α) ότι η πράξη επιδόθηκε, όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, όσον αφορά στην επίδοση στα πλαίσια διαδικασιών εντός του κράτους αυτού, κατά προσώπων ευρισκομένων στην επικράτεια του, ή β) ότι η πράξη επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του με άλλο τρόπο, προβλεπόμενο από τον παρόντα κανονισμό, και σε κάθε περίπτωση (είτε δηλαδή συντρέχει η α΄ είτε η β΄ περίπτωση) η επίδοση να έγινε εγκαίρως, ώστε ο εναγόμενος να είναι σε θέση να αμυνθεί. Από το συνδυασμό των δύο εναλλακτικών ως άνω δυνατοτήτων συνάγεται ότι αποκλείεται η εφαρμογή άλλων διατάξεων και μεθόδων για την επίδοση στην αλλοδαπή και μάλιστα του δικαίου του δικάζοντος δικαστή (άρθρο 134 ΚΠολΔ). Αναφορικά με τη δεύτερη ουσιαστική προϋπόθεση, απαιτείται να συντρέχει σωρευτικά με την πρώτη και ανάγεται στο έγκαιρο της επίδοσης, η επάρκεια δε του χρόνου θα εκτιμηθεί από το δικαστήριο κατά περίπτωση, με κριτήριο τη δυνατότητα άμυνας του εναγομένου, χωρίς εξάρτηση από τους χρόνους επίδοσης (προθεσμία κλήτευσης), που καθορίζουν ενδεχομένως τα δίκαια είτε του κράτους εκδίκασης είτε της χώρας παραλαβής (90 ημέρες προθεσμία κλήτευσης κατά το άρθρο 228 του ΚΠολΔ). Προβλέπεται, συνεπώς, ότι δεν επιτρέπεται η έκδοση ερήμην απόφασης, αν προηγουμένως δεν διαπιστωθεί η συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων. Εντούτοις, με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 του Κανονισμού, εισάγεται η δυνατότητα παρέκκλισης από τον κανόνα της παρ. 1. Ειδικότερα, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά τις διατάξεις της παρ. 1, μπορούν να εκδώσουν οριστική απόφαση, ακόμη και αν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) η πράξη διαβιβάστηκε με έναν από τους τρόπους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, β) από τη διαβίβαση της πράξης έχει παρέλθει διάστημα, το οποίο ο δικαστής αξιολογεί για κάθε περίπτωση χωριστά και το οποίο ανέρχεται τουλάχιστον σε έξι μήνες και γ) δεν έχει παραληφθεί καμία βεβαίωση, μολονότι έχει καταβληθεί κάθε εύλογη προσπάθεια μέσω των αρμόδιων αρχών ή φορέων του κράτους μέλους προορισμού. Η δυνατότητα αυτή ισχύει και στην Ελλάδα, καθόσον δεν έχει εκφραστεί σχετική επιφύλαξη (ΑΠ 433/2001 ΕλλΔνη 2002. 410), και, επομένως, οι έλληνες δικαστές μπορούν να εκδίδουν απόφαση, εφόσον πληρούνται οι όροι των εδ. α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 2 του άρθ. 19, έστω και αν δεν έχει επιστραφεί βεβαίωση επίδοσης. Από τα προδιαληφθέντα συνάγεται ότι δεν είναι αρκετή η, σύμφωνα με το άρθ. 134 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προβλεπόμενη διαδικασία επίδοσης των εισαγωγικών της δίκης εγγράφων στα πρόσωπα που έχουν γνωστή διαμονή στο εξωτερικό, αλλά θα πρέπει να έχει γίνει πραγματική επίδοση άλλως θα πρέπει να βεβαιώνεται ότι, παρά την ακριβή τήρηση των προϋποθέσεων του Κανονισμού, την πάροδο ευλόγου διαστήματος και τη διενέργεια κάθε δυνατής προσπάθειας από την πλευρά του κράτους μέλους, στο οποίο γίνεται η επίδοση, προκειμένου η δικαστική πράξη να επιδοθεί στον παραλήπτη, δεν έχει παραληφθεί καμία βεβαίωση (ΑΠ 567/2003 ΕλλΔνη 2004. 1393). Εξάλλου, από την διάταξη του άρθρου 215 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ προκύπτει ότι η άσκηση της αγωγής ολοκληρώνεται με την επίδοση αντιγράφου του κατατεθέντος στη γραμματεία του δικαστηρίου δικογράφου της στον εναγόμενο, η δε επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 126 παρ. 1 περ. δ΄, 142 και 143 ΚΠολΔ, όταν εναγόμενο είναι νομικό πρόσωπο, μπορεί να γίνει είτε στον εκπρόσωπό του, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, είτε στο νομίμως διορισθέντα αντίκλητο, με την οικεία δήλωση στη γραμματεία του αρμόδιου πρωτοδικείου ή με ρήτρα σε σύμβαση, είτε στο νομίμως διορισθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο, που είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος εκείνου, άλλοτε για όλες τις επιδόσεις και άλλοτε για ορισμένες επιδόσεις. Επίδοση αγωγής σε τρίτο πρόσωπο για τον εναγόμενο μόνον κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται όταν τούτο προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου που το καθιστά αντίκλητο του εναγομένου (ΑΠ 1207/2000 ΧρΙδΔ 2001. 351). Σύμφωνα, τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 280 παρ. 2 KΠολΔ, θεωρείται ότι δεν εμφανίζεται ο διάδικος που ζητεί μόνο αναβολή, η οποία δεν έγινε δεκτή από το δικαστήριο. H διάταξη αυτή αναφέρεται στην περίπτωση υποβολής μόνο αιτήματος αναβολής, κατά το άρθρο 241 KΠολΔ, και προϋποθέτει τη μη συμμετοχή του διαδίκου στη συζήτηση. Συνέπεια είναι η ερημοδικία του διαδίκου αυτού (EφAθ 3891/1999 EλλΔνη 40. 1574, 5746/1987 NοB 36. 1231), υπό την προϋπόθεση της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσής του (ΑΠ 574/2003 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 160/2002 ΕλλΔνη 43. 1353). Στην προκείμενη περίπτωση, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο από τη σειρά του οικείου πινακίου, εμφανίσθηκε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της πρώτης εναγομένης, Γεώργιος Κουτρουμπούσης, και υπέβαλε αίτημα αναβολής κατ’ άρθρο 241 KΠολΔ, το οποίο όμως απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Μετά ταύτα, κατά την επανεκφώνηση της υπόθεσης, η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, η οποία εδρεύει στην Κ. – και συνεπώς τυγχάνει εφαρμοστέος ο Κανονισμός (Ε.Κ.) 1.393/2007 – δεν παραστάθηκε. Ωστόσο, από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα έγγραφα δεν προκύπτει ότι το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, δηλαδή η κρινόμενη από 28-12-2015 αγωγή, επιδόθηκε νομίμως, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας, στην απολειπόμενη πρώτη εναγομένη. Ειδικότερα, η ενάγουσα προσκομίζει μετ’ επικλήσεως αφενός την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …, σύμφωνα με την οποία (έκθεση επίδοσης) η αγωγή επιδόθηκε στο γραφείο της εδρεύουσας στον Πειραιά εταιρείας με την επωνυμία «…», ως αντιπροσώπου στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, πλην, όμως, η εν λόγω ιδιότητα (της αντιπροσώπου) δεν συμπίπτει ούτε προς εκείνη του κατά το νόμο ή το καταστατικό εκπροσώπου του νομικού προσώπου, δηλαδή του οργάνου που εκφράζει απευθείας τη βούλησή του (νομικού προσώπου) και δέχεται νομίμως τα προς αυτό επιδοτέα έγγραφα κατ’ άρθρο 126 παρ. 1 στοιχ. δ΄ ΚΠολΔ (ΑΠ 598/1996 ΕλλΔνη 1999. 108), ούτε προς εκείνη του νομίμως διορισθέντος αντικλήτου του (νομικού προσώπου), αφετέρου την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, από την οποία προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε στον ως άνω Εισαγγελέα για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης. Εντούτοις, η ενάγουσα δεν προσκομίζει ούτε επικαλείται την προβλεπόμενη στο άρθρο 10 του προεκτιθέμενου Κανονισμού (Ε.Κ.) 1.393/2007 βεβαίωση επίδοσης της ένδικης αγωγής προς την εν λόγω εναγομένη, ενώ ουδέν άλλο έγγραφο επικαλείται ή προσκομίζει αυτή (ενάγουσα) από το οποίο να προκύπτει: α) ότι η κρινόμενη αγωγή διαβιβάσθηκε με τρόπο προβλεπόμενο στον ανωτέρω Κανονισμό προς την αρμόδια για την παραλαβή δικαστικών ή εξωδίκων πράξεων άλλου κράτους μέλους κυπριακή υπηρεσία, και, συνακόλουθα, ότι από τη διαβίβαση της πράξης έχει παρέλθει χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών, καθώς και β) ότι καταβλήθηκε κάθε εύλογη προσπάθεια μέσω των αρμόδιων αρχών ή φορέων του κράτους μέλους παραλαβής (Κ.ς) για την παραλαβή της απαιτούμενης βεβαίωσης χωρίς όμως αποτέλεσμα. Εφόσον, επομένως, ουδεμία από τις προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 2 του παραπάνω Κανονισμού πληρούται, το Δικαστήριο τούτο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επί της υπό κρίση αγωγής καθ’ ο μέρος αυτή στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης, αλλά αντιθέτως υποχρεούται, κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 του Κανονισμού, να αναστείλει την έκδοση απόφασης μέχρις ότου διαπιστωθεί: α) ότι η εν λόγω αγωγή επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής (Κ.ς) ή β) ότι η αγωγή επιδόθηκε πράγματι στην πρώτη εναγομένη με άλλον τρόπο, προβλεπόμενο από τον προαναφερόμενο Κανονισμό. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει, για την ενότητα της κρίσεως, την τελική λύση της διαφοράς και την αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, να αναβληθεί η συζήτηση και ως προς τη δεύτερη εναγομένη για να εκδικασθεί ενιαία η διαφορά (ΕφΘεσ 1028/2002 ΔΕΕ 2002. 714, ΕφΑθ 2103/1995 ΕλλΔνη 1998. 385). Δικαστικά έξοδα δεν θα επιδικασθούν, διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική κατά την έννοια του άρθρου 191 ΚΠολΔ.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

        ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγομένων.

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς την πρώτη εναγομένη μέχρις ότου διαπιστωθεί: α) ότι η κρινόμενη από 28-12-2015 αγωγή επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σ’ αυτήν όπως ορίζει το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής (Κ.ς) ή β) ότι η αγωγή επιδόθηκε πράγματι σ’ αυτήν με άλλον τρόπο, προβλεπόμενο από τον Κανονισμό (Ε.Κ.) 1.393/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 «περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη-μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις».

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ τη συζήτηση της υπόθεσης ως προς τη δεύτερη εναγομένη για το ενιαίο της κρίσεως.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις         -12-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ