ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΕΦΟΠΛΙΣΤΗΣ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ,ΠΛΟΙΟΚΤΗΤΗΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2810 /2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(Τακτική Διαδικασία)
………………………………………
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», πού εδρεύει στο … Πειραιώς, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου Γεωργίου Αρκουμάνη.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Π….ή στο Χ., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου Δημητρίου Ψυχάρη, και 2) εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Μ. Λ., καθώς και στον Π……, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία δεν παραστάθηκε.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30-12-2015 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθ. κατάθ. … και με αριθ. κατάθ. …, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, Β. Δ., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στη δεύτερη εναγομένη (άρθρα 126 παρ. 1 περ. δ΄, 129 παρ.1, 130 παρ. 1, 228 και 229 ΚΠολΔ). Η τελευταία, όμως, δεν εμφανίσθηκε κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και, επομένως, πρέπει να δικαστεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ).
Ο ΚΙΝΔ διακρίνει μεταξύ κυριότητας και εκμετάλλευσης του πλοίου (άρθρα 105 και 106 του Ν. 3816/1958), οι οποίες δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκη στο ίδιο πρόσωπο. Έτσι, κύριος του πλοίου είναι ο μη εκμεταλλευόμενος αυτό ιδιοκτήτης, ενώ εφοπλιστής είναι ο εκμεταλλευόμενος για δικό του λογαριασμό πλοίο ανήκον κατά κυριότητα σε άλλον. Η εκμετάλλευση αυτή, που μπορεί να στηρίζεται σε έννομη σχέση, εμπράγματη ή ενοχική, αλλά και σε πραγματική κατάσταση, και η οποία δεν ταυτίζεται με τη διαχείριση του πλοίου, νοείται η επί σκοπώ κέρδους διενέργεια ναυτιλιακών εργασιών, όπως η μεταφορά πραγμάτων και προσώπων, αλιεία, ρυμούλκηση κλπ. Βασική, ωστόσο, προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο, και πέραν της απολαβής των κερδών, επωμίζεται απεριορίστως και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Για τις εκ του εφοπλισμού δε απαιτήσεις ευθύνεται απεριορίστως ο εφοπλιστής, ενώ παράλληλη ευθύνη υπέχει και ο κύριος του πλοίου (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), η οποία όμως είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, δηλαδή ο τελευταίος ευθύνεται μόνον διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού, ενώ ο δανειστής μπορεί να στραφεί και κατά του τελευταίου ώστε να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο (βλ. και ΑΠ 954/2004 ΕΝΔ 32. 342, ΕφΠειρ 346/2004 ΕΝΔ 32. 194, 1109/2003 ΕΝΔ 31. 453, 156/2002 ΕΝΔ 30. 388). Περαιτέρω, ο διαχειριστής πλοίου έχει ευρύτατες εξουσίες, οι οποίες αφορούν τόσο την τεχνική, όσο και την εμπορική διαχείριση αυτού (πλοίου). Ειδικότερα, μεταξύ άλλων, προσλαμβάνει τον πλοίαρχο και τα μέλη του πληρώματος, διαθέτει το αναγκαίο τεχνικό προσωπικό για τον έλεγχο του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας, μεριμνά για την τακτική ή έκτακτη επιθεώρησή του και την εκτέλεση των απαραίτητων επισκευών επ’ αυτού, ενώ συνάπτει και συμβάσεις εφοδιασμού του με καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά και άλλα αναγκαία υλικά. Η ανάγκη συντονισμού της διαχείρισης και περιορισμού των εξόδων της ελληνικής πλοιοκτησίας επιδιώκεται να ικανοποιηθεί με την ανάθεση της διαχείρισης και εκπροσώπησης των πλοίων που ανήκουν σε εταιρείες ελεγχόμενες από τα ιδία φυσικά πρόσωπα, σε άλλη εταιρεία ιδρυόμενη για το σκοπό αυτό από τα εν λόγω πρόσωπα. Συνήθως, η διαχειριζόμενη και αντιπροσωπεύουσα τα πλοία των ως άνω εταιρειών είναι αλλοδαπή εταιρεία, η οποία έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 27/1975 ή των Α.Ν. 89/1967 και 378/1968. Η κατά τα ανωτέρω ανάθεση διαχείρισης δεν αποτελεί ενέργεια αθέμιτη ή παράνομη ούτε προσδίδει καθ’ εαυτή την ιδιότητα του εκμεταλλευομένου το πλοίο στη διαχειρίστρια εταιρεία ή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει κατά κύριο λόγο αυτή και την πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται μετά των ενδιαφερομένων για το πλοίο τρίτων επ’ ονόματι και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, ως άμεσος αντιπρόσωπός του. Συνεπώς, τα έννομα αποτελέσματα εκάστης επιχειρούμενης από τον ίδιο δικαιοπραξίας, εντός των πλαισίων της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη. Εφόσον δε ο διαχειριστής ενεργεί επ’ ονόματι και για λογαριασμό του τελευταίου δεν καθίσταται υποκείμενο εκάστης δικαιοπραξίας, συναπτόμενης υπό την ιδιότητά του αυτή και, κατ’ επέκταση, δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνον όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει εκ των περιστάσεων ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι’ αυτόν, όπως και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Προκύπτει, επομένως, ότι ο διαχειριστής διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην εκμετάλλευση του πλοίου, δεν έχει όμως τη βούληση να ασκήσει και δεν ασκεί την εκμετάλλευση αυτού για δικό του λογαριασμό. Ο δε εκμεταλλευόμενος το πλοίο, πλοιοκτήτης ή μη, επωμίζεται τους οικονομικούς κινδύνους και απολαμβάνει τα κέρδη, οι δε δανειστές που δημιουργούνται από τη δράση του διαχειριστή, δύνανται να στραφούν κατά του πρώτου και να αξιώσουν από αυτόν την εκτέλεση της σχετικής σύμβασης ή την καταβολή αποζημίωσης για τη μη εκτέλεσή της, δεν δικαιούνται όμως να ζητήσουν από το διαχειριστή την ικανοποίηση της απαίτησης αυτής (βλ. και ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009. 13, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε νομολογία και θεωρία). Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα, ώστε να καθίσταται εφικτό, στον μεν εναγόμενο διάδικο να απαντήσει, στο δε δικαστήριο να προβεί σε προσήκουσα απόδειξη. Αν δεν περιέχονται στην αγωγή τα παραπάνω ή περιέχονται αυτά με ασάφειες ή ελλείψεις, τότε αυτή καθίσταται αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης. Η αοριστία δε αυτή του δικογράφου δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 496/1990 ΕΕργΔ 50. 235, ΕφΠειρ 714/1999 ΠειρΝ 2000. 41). Περαιτέρω, η αοριστία της αγωγής συνιστά έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης και, γι’ αυτό, οδηγεί στην απόρριψη αυτής (αγωγής) και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου, ως απαράδεκτης, γιατί τούτο (απαράδεκτο της αγωγής) ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 1629/2001 ΕλλΔνη 43. 418, 365/2000 ΕλλΔνη 41. 301). Από το συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των άρθρων 681 και 694 ΑΚ, προκύπτει ότι με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, που καλείται εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο αντισυμβαλλόμενος, που καλείται εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 682 ΑΚ, αμοιβή λογίζεται πώς έχει συμφωνηθεί σιωπηρά, αν το έργο συνηθίζεται να εκτελείται μόνο με αμοιβή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης μίσθωσης έργου είναι η συμφωνία για την αμοιβή, ως ανταλλάγματος για την εκτέλεση του έργου, η δε αμοιβή είναι δυνατόν να είναι εκ των προτέρων ορισμένη, να ορίζεται δηλαδή κατά την κατάρτιση της σύμβασης κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα παραγόμενου έργου, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, με ποσοστά ή και να καταλείπεται ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού (ΑΠ 543/2007 ΔΕΕ 2007. 1217, 941/2002 ΕλλΔνη 2003. 1361, ΕφΠειρ 163/2010 ΠειρΝομ 2010. 209), οπότε ο προσδιορισμός της γίνεται είτε κατά τα άρθρα 371 – 373 ΑΚ είτε με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ενώ, εάν στη σύμβαση δεν προβλέφθηκε και δεν ορίσθηκε τίποτε για την αμοιβή του εργολάβου, λογίζεται αυτή, κατά τεκμήριο, σιωπηρώς συμφωνηθείσα, εφόσον το έργο, κατά τις συνήθεις περιστάσεις, εκτελείται μόνο με αμοιβή, το ποσό δε της αμοιβής θα καθορισθεί στην περίπτωση αυτή από την ισχύουσα διατίμηση ή θα καθορισθεί ως εύλογη αμοιβή εκείνη που καταβάλλεται από άλλους εργοδότες για όμοιες εργασίες (ειθισμένη αμοιβή) (ΑΠ 1383/2010 ΧρΙδΔ 2011. 421, 2004/2007 ΧρΙδΔ 2008. 730, ΕφΠειρ 953/2005 ΕΝΔ 2006. 193). Ακολούθως, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του ΑΚ με αυτές των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο εργολάβος, όταν ενάγει τον εργοδότη για την καταβολή της αμοιβής του, οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή του, για το ορισμένο αυτής, τη σύμβαση μίσθωσης έργου κατά τα ουσιώδη στοιχεία της, ήτοι τη σύμβαση που καταρτίσθηκε, το έργο που συμφωνήθηκε με αυτή να εκτελεσθεί, την προσήκουσα εκτέλεση και παράδοση ή την πραγματική προσφορά του έργου και το είδος και ύψος της οφειλόμενης αμοιβής (ΑΠ 883/2011, 1255/2010 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 163/2010 ό.π.). Επιπλέον, στην περίπτωση που στη σύμβαση δεν προβλέφθηκε και δεν ορίσθηκε τίποτα για την αμοιβή του εργολάβου, ο τελευταίος οφείλει να επικαλεσθεί στην αγωγή του και να αποδείξει τις προϋποθέσεις του (μαχητού) τεκμηρίου που καθιερώνεται με τη διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 ΑΚ, δηλαδή: α) τη δυνάμει συμβάσεως ανάληψη απ’ αυτόν της εκτελέσεως ορισμένου έργου, β) ότι το έργο αυτό κατά τις συνήθεις περιστάσεις εκτελείται μόνο με αμοιβή και γ) ότι δεν υπάρχει ούτε συνάγεται από τη σύμβαση συμφωνία περί αμοιβής. Ως προς το ύψος της αμοιβής που οφείλεται σε μια τέτοια περίπτωση, λαμβάνεται υπόψη η νόμιμη, άλλως η ειθισμένη για παρόμοια έργα αμοιβή, ενώ αν δεν υπάρχει τέτοια προσδιορίζεται μία εύλογη αμοιβή (ΑΠ 1383/2010 ό.π., 2004/2007 ό.π.). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι, δυνάμει σχετικής συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ αυτής και των εναγομένων, ανέλαβε την εκτέλεση επισκευαστικών εργασιών επί του με ελληνική σημαία πλοίου …», νηολογίου Πειραιά με αριθμό …, διεθνούς διακριτικού σήματος SVAG3. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, άλλως κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλουν εις ολόκληρον το οφειλόμενο εργολαβικό αντάλλαγμα ύψους 89.236,50 ευρώ. Με τα ανωτέρω ως περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 10, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 και 74 ΚΠολΔ) και κατά τόπον (άρθρα 25 παρ. 2 και 33 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1, 2 και 3Ββ΄ Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κρίνεται όμως, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην αμέσως προπαρατεθείσα μείζονα πρόταση της παρούσας, γενομένου δεκτού και του σχετικού ισχυρισμού της πρώτης εναγομένης, απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, καθόσον στο δικόγραφό της δεν προσδιορίζονται επαρκώς, ήτοι με σαφήνεια και συγκεκριμένη εξειδίκευση, τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων νομιμοποιούνται οι εναγόμενες εταιρείες για την εναντίον τους άσκηση των ένδικων αξιώσεων της ενάγουσας. Ειδικότερα, η δεύτερη εναγομένη φέρεται στο αγωγικό δικόγραφο να ενεργεί τόσο ως εφοπλίστρια του επίδικου πλοίου «…I», όσο και ως διαχειρίστρια αυτού για λογαριασμό της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, στην πλοιοκτησία της οποίας ανήκε, κατ’ άλλους ισχυρισμούς της ενάγουσας, το ως άνω πλοίο. Η αντιφατική όμως αυτή έκθεση των ιδιοτήτων υπό τις οποίες ενάγονται οι εναγόμενες και, συνακόλουθα, η σύγχρονη αναφορά πλοιοκτησίας και εφοπλισμού επί του αυτού πλοίου, η οποία δεν είναι νοητή κατά τα οριζόμενα στην αρχική σκέψη του νομικού συλλογισμού, καθιστά το υπό κρίση δικόγραφο αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, η δε προπεριγραφόμενη αοριστία δεν είναι δυνατόν να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε από τις αποδείξεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης. Περαιτέρω, η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει αόριστη και για το λόγο ότι δεν αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, με τρόπο σαφή και ορισμένο – πέραν του προεκτιθέμενου στοιχείου, ήτοι μεταξύ ποίων και υπό ποιες ιδιότητες καταρτίστηκε η επίδικη σύμβαση έργου – ο χρόνος σύναψης της εν λόγω σύμβασης, εάν καταρτίστηκε ξεχωριστή σύμβαση για κάθε επιμέρους εργασία ή το φερόμενο έργο που ανατέθηκε αφορούσε το σύνολο των διαλαμβανομένων στην αγωγή εργασιών, ο ακριβής χρόνος παράδοσης των εργασιών αυτών, καθώς και αν κατά τη σύναψη της ως άνω σύμβασης υπήρξε ή όχι συμφωνία για την αμοιβή, και, κατ’ επέκταση, α) εφόσον υπήρξε τέτοια συμφωνία, αν το ύψος της αμοιβής καθορίσθηκε εκ των προτέρων και με ποιόν τρόπο ή αν αυτή καταλείφθηκε ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού, οπότε ο προσδιορισμός της από την ενάγουσα έχει γίνει είτε κατά τα άρθρα 371-373 ΑΚ είτε με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ή β) εφόσον δεν υπήρξε ούτε συνάγεται από τη σύμβαση συμφωνία περί αμοιβής, ότι το έργο αυτό, κατά τις συνήθεις περιστάσεις, εκτελείται μόνο με αμοιβή και ότι η αιτούμενη αμοιβή είναι η ειθισμένη, με βάση τις συνθήκες εκτελέσεως του έργου. Εξάλλου, η αγωγή πάσχει αοριστίας και ως προς την επικουρική της βάση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ειδικώς μ’ αυτή ακυρότητα της ένδικης σύμβασης, από την οποία απορρέουν οι αγωγικές αξιώσεις (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45. 475). Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση της εκ μέρους της δεύτερης των εναγομένων άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας, και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εξ αυτών (εναγομένων), κατόπιν και του σχετικού αιτήματός της, σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό της παρούσας. Σημειωτέον ότι δεν διαλαμβάνεται διάταξη περί επιβολής δικαστικής δαπάνης αναφορικά με τη δεύτερη εναγομένη, διότι λόγω της ερημοδικίας της δεν υποβλήθηκε από αυτή σχετικό αίτημα (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης εναγομένης και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της πρώτης εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις -12-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ