Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ   2860 /2016

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

(Τακτική Διαδικασία)

………………………………………

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Χαρίλαο Παππά, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και την Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του ΓΙΑΚΟΥΠ, κατοίκου Ο. Ρ., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιάς του δικηγόρου, Ειρήνης Ανδρουλάκη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Α. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιού της δικηγόρου, Παρασκευά Ζουρντού.

Ο εκκαλών – ενάγων άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς τη με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του κατά της εφεσίβλητης – εναγομένης, με την οποία ζήτησε ό, τι αναφέρει σ’ αυτήν. Το Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 117/2015 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, την έκανε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του (αριθμός έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς …), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … και με γενικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου … και προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 117/2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του εκκαλούντος κατά της εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις [άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1, 516, 517 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 495 και η παρ. 2 του άρθρου 518 ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, δεδομένου ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού για τα ένδικα μέσα εφαρμόζονται για τα κατατεθειμένα μετά την 1.1.2016 ένδικα μέσα, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 Ν. 4335/2015, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω)]. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 8-12-2013 αγωγή του κατά της εφεσίβλητης, την οποία άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ο εκκαλών ζήτησε να υποχρεωθεί η πρώτη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 16.189,66 ευρώ για διαφορές επί της υπερωριακής του αμοιβής και επί αναλογίας δώρων εορτών, καθώς και για αποζημίωση διανυκτέρευσης και λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, αναφορικά με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα κατά τα οποία αυτός υπηρέτησε επί του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου “B. S. 2”, νηολογίου Πειραιώς υπ’ αριθ. …, ως χυτροκαθαριστής, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2011, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, καταρτισθεισών μετά της ιδίας (εφεσίβλητης), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της τελευταίας απόλυσής του, επικουρικά δε από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε την εφεσίβλητη να καταβάλει στον εκκαλούντα το συνολικό ποσό των 2.356,57 ευρώ, νομιμοτόκως από τις 2-3-2013. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα ο εκκαλών – ενάγων για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και για πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στην έφεσή του, και ζητεί να εξαφανιστεί αυτή (εκκαλούμενη απόφαση), ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης, που περιέχεται στα νομίμως προσκομιζόμενα και επικαλούμενα, ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, καθώς και από τις υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων του ενάγοντος, Λ. Κ. και Ι. Χ. Ο., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και της συμβολαιογράφου Κομοτηνής, Σμαρούλας Κωνσταντινίδου, αντίστοιχα, οι οποίες ελήφθησαν μετά από προηγούμενη νόμιμη κλήτευση της εναγομένης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που κατήρτισε ο ενάγων στον Πειραιά, την 1-2-2012, με την εναγόμενη εταιρεία, ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο “B. S. 2”, νηολογίου Πειραιώς υπ’ αριθ. …, στο λιμάνι του Πειραιά, με συμφωνηθείσες μηνιαίες αποδοχές τις προβλεπόμενες από τη ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2011, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.5.2/01/2011 ΥΑ (ΦΕΚ Β΄ 1070/31-5-2011), παρείχε δε από την ανωτέρω ημερομηνία ναυτολόγησής του την εργασία του σ’ αυτό συνεχώς, ως χυτροκαθαριστής, έως τις 8-9-2012, οπότε απολύθηκε στον Πειραιά λόγω αδείας. Ακολούθως δε, στις 7-12-2012, επαναπροσλήφθηκε από την εναγομένη στο ίδιο ως άνω πλοίο, με την ίδια ειδικότητα και τους ίδιους όρους εργασίας, έως την 1-3-2013, οπότε απολύθηκε εκ νέου. Κατά την περίοδο ναυτολόγησης του ενάγοντος επί του ένδικου πλοίου, αυτό εκτελούσε τα εξής δρομολόγια: Μία εβδομάδα ξεκινούσε από Πειραιά στις 19.00 για Σύρο που έφθανε στις 23.00, μετά πήγαινε Πάτμο όπου κατέπλεε στις 03.00, Λέρο στις 04.00, Κώ στις 07.00 και μετά Ρόδο που έφθανε το πρωί στις 10.00 περίπου. Από Ρόδο έφευγε στις 17.00 και, αφού κατέπλεε στην Κω, Λέρο, Πάτμο και Σύρο, έφθανε Πειραιά το πρωί στις 06.00 ή 07.00. Την Δευτέρα της ίδιας εβδομάδας πήγαινε Σύρο, Κω και Ρόδο. Την άλλη εβδομάδα απέπλεε από Πειραιά στις 19.00 και έφθανε στην Θήρα στις 12.30 με 01.00 και μετά πήγαινε Κώ και Ρόδο όπου κατέπλεε το πρωί στις 10.00, το απόγευμα δε στις 17.00 απέπλεε για Πειραιά, ακολουθώντας το αντίστροφο δρομολόγιο. Το ως άνω πλοίο μετέφερε 500 – 800 επιβάτες κατά μέσο όρο τη χειμερινή περίοδο και κατά τη θερινή περίοδο περίπου 1500, ενώ το πλήρωμα αυτού ήταν περίπου γύρω στα 90 άτομα. Διέθετε δε χώρο μαγειρείου – κουζίνα επιβατών και πληρώματος, καθώς και τραπεζαρίες πληρώματος και επιβατών, στις οποίες παρεχόταν εδεσματολόγιο για το πλήρωμα πρωινό από τις 7.00 έως τις 8.30, μεσημεριανό από τις 11.30 έως τις 13.30 και βραδυνό από τις 18.00 έως τις 20.30, ενώ για τους επιβάτες υπήρχε βραδυνό φαγητό από τις 19.30 έως τις 22.00 ή 23.00 σε περιόδους αυξημένης επιβατικής κίνησης. Τα ανωτέρω μάλιστα δεν αμφισβητούνται ειδικά από την εναγομένη, συναγομένης, ως προς τούτα, σε συνδυασμό με τη γενική της άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών της, ομολογίας αυτής κατ’ άρθρο 261 εδ. β΄ ΚΠολΔ. Εξάλλου, με βάση το είδος της εργασίας του ενάγοντος, ο οποίος απασχολούνταν, με την ως άνω ιδιότητα του χυτροκαθαριστή, στα μαγειρεία, εκτελώντας μεταφορά σ’ αυτά τροφίμων από τις αποθήκες και τα ψυγεία, τακτοποίησή τους, βοηθητική εν γένει εργασία για την προετοιμασία των γευμάτων και μεταφορά αυτών από την κουζίνα στην τραπεζαρία, μετά δε το κλείσιμό της (τραπεζαρίας) απασχολούνταν μία ώρα επιπλέον στη λάντζα για το πλύσιμο και την τακτοποίηση των σκευών στο μαγειρείο, λαμβανομένων υπόψη της οργανικής σύνθεσης του πληρώματος, αναφορικά με την ειδικότητα του ενάγοντος, που περιελάμβανε 3 χυτροκαθαριστές κατά τη θερινή περίοδο και 2 κατά τη χειμερινή (περίοδο) – όπως προκύπτει και από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη καταστάσεις που τιτλοφορούνται ως «ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ» -, των προαναφερθέντων χρονικών ορίων των εκτελεσθέντων δρομολογίων του ένδικου πλοίου, καθώς και της αυξημένης επιβατικής κίνησής του (πλοίου), που καθιστούσε αναγκαία την παροχή υπερωριακής εργασίας, για την οποία άλλωστε η εναγομένη παρείχε αμοιβή στον ενάγοντα, υφισταμένης της έριδος μόνον ως προς τον αριθμό των ημερήσιων ωρών υπερωριακής απασχόλησής του, και σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο τελευταίος (ενάγων), κατά το χρονικό διάστημα που υπηρέτησε επί του ένδικου πλοίου, παρείχε, κατά μέσο όρο, εργασία 11 ωρών ημερησίως, απορριπτομένων όσων ισχυρίζεται η εναγομένη περί απασχόλησης αυτού και του έτερου χυτροκαθαριστή μόνο για το ωράριο από ώρα 14.00 έως 22.00 εκάστης ημέρας, τα οποία τυγχάνουν ουσιαστικά αβάσιμα όπως προκύπτει εκ μόνου του γεγονότος ότι τα προεκτιθέμενα (πρωινό και μεσημεριανό) γεύματα του πληρώματος, που αριθμούσε περί τα 90 άτομα, τα οποία ξεκινούσαν από ώρα 07.00, δεν θα μπορούσαν κατά λογική αναγκαιότητα να εξυπηρετηθούν μόνο από ένα χυτροκαθαριστή. Όλα τα ανωτέρω δεν αναιρούνται ούτε από όσα διαλαμβάνονται στην περιεχόμενη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης περί απασχόλησης του ενάγοντος επί 8 ώρες καθημερινά πλην της θερινής περιόδου που μπορεί να εργαζόταν επί 9 ώρες, αφού η αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα είναι εκ των πραγμάτων μειωμένη, λόγω του ότι εξακολουθεί να εργάζεται στην εναγόμενη εταιρεία, ήτοι τελεί σε οικονομική εξάρτηση από την ίδια, γεγονός που αξιολογείται αντικειμενικώς κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε βέβαια από όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες αποδείξεως ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς και της συμβολαιογράφου Κομοτηνής, Σμαρούλας Κωνσταντινίδου, περί 14 ωρών καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος, διότι οι εν λόγω ένορκες βεβαιώσεις τους, ως μη ενισχυόμενες από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, δεν παρέχουν πίστη στο παρόν Δικαστήριο, καθόσον αμφότεροι οι μάρτυρες εργάστηκαν με διαφορετική από τον ενάγοντα ειδικότητα είτε σε άλλο πλοίο της εναγομένης ο ένας είτε στο επίδικο αλλά σε παρελθόντα χρόνο ο άλλος, και, συνεπώς, δεν δύνανται εξ αυτού του λόγου να έχουν άρτια και εμπεριστατωμένη ιδία γνώση και αντίληψη για το ακριβές ωράριο εργασίας του ενάγοντος. Άλλωστε, οι επικαλούμενες από την εναγομένη εγγραφές στις καταστάσεις υπερωριών που τηρούνταν στο ένδικο πλοίο, ενόψει της συμπλήρωσής τους κάθε μήνα, δεν κρίνονται ικανές να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε ασφαλή κρίση περί των ωρών καθημερινής εργασίας του ενάγοντος, ενώ, σε κάθε περίπτωση, οι εν λόγω εγγραφές δεν αποκλείουν την απόδειξη εκ μέρους του τελευταίου διαφορετικού περιεχομένου ισχυρισμού του με άλλα αποδεικτικά μέσα (βλ. και ΕφΠειρ 562/2012 ΕΝΔ 2012. 381), το γεγονός δε ότι, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, ο ενάγων υπέγραψε ανεπιφύλακτα τις αποδείξεις μισθοδοσίας του και τις τηρούμενες ως άνω καταστάσεις, χωρίς να προβάλει περαιτέρω απαιτήσεις, ενώ δεν διαμαρτυρήθηκε στις αρμόδιες αρχές για μη καταβολή υπερωριακής αμοιβής, αφενός δικαιολογείται στην προσπάθειά του να μην θέσει σε κίνδυνο την εργασιακή του θέση αφετέρου ουδεμία νομική επιρροή ασκεί, δεδομένου ότι, κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 Ν. 4020/1959, κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 587/2006 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008. 290). Περαιτέρω, για το προεκτιθέμενο χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του επί του ένδικου πλοίου που ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί 3 ώρες την ημέρα για 248 καθημερινές και Κυριακές, δικαιούνταν εξ αυτού του λόγου, ως αμοιβή, σύμφωνα και με την ως άνω ΣΣΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, το συνολικό ποσό των (248 ημέρες Χ 3 ώρες Χ 6,71 ευρώ ανά ώρα=) 4.992,24 ευρώ. Επίσης, για την 11ωρη ημερήσια απασχόλησή του την ίδια ως άνω χρονική περίοδο για 44 Σάββατα και 12 αργίες {Καθαρά Δεύτερα (27 Φεβρουάριου), 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, Αγίου Γεωργίου (23 Απρίλη), Πρωτομαγιά, 24 Μαΐου (Αναλήψεως), 15 Αυγούστου, Χριστούγεννα, Δεύτερη Ημέρα Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιά και Θεοφάνεια) δικαιούνταν ως αμοιβή το συνολικό ποσό των (56 Σάββατα και αργίες Χ 11 ώρες Χ 8,06 ευρώ ανά ώρα=) 4.964,96 ευρώ. Κατ’ ακολουθίαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ενάγων απασχολούνταν, κατά τη ναυτολόγησή του στο επίδικο πλοίο, τη μεν χειμερινή περίοδο για οκτώ ώρες κατά μέσο όρο ημερησίως, τη δε θερινή (περίοδο) για δέκα ώρες κατά μέσο όρο ανά ημέρα, και επιδίκασε σ’ αυτόν (ενάγοντα) την αντίστοιχη υπερωριακή αμοιβή, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και, επομένως, όσα διαλαμβάνονται σχετικώς στον πρώτο λόγο εφέσεως πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτά ως και κατ’ ουσίαν βάσιμα.             Εξάλλου, όπως αποδείχθηκε, μεταξύ των διαδίκων είχε συμφωνηθεί, δυνάμει των από 01.02.2012 και 07.12.2012 ενδίκων συμβάσεων, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης από τον ενάγοντα εργασίας κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του στο ως άνω πλοίο, η καταβολή μηνιαίου «κλειστού» μισθού, στον οποίο περιλαμβανόταν, πλέον των νομίμων αποδοχών της οικείας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, κλειστή αμοιβή για υπερωρίες και για τις ώρες εργασίας του τα Σάββατα και τις αργίες, είχε δε επιπροσθέτως συνομολογηθεί (άρθρο 4) ότι: «Κάθε ποσό που καταβάλλει η Εταιρεία στον Ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από τον Ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της Εταιρείας σχετικά με την παρούσα σύμβαση…». Τέτοιο ποσό, το οποίο δεν προβλεπόταν από την οικεία ΣΣΝΕ και δινόταν από την εναγομένη από ελευθεριότητα, ήταν αυτό που αναφέρεται στις νόμιμα προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την τελευταία (εναγομένη), αναλυτικές αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, με την ένδειξη «Έκτακτες Αμοιβές». Από το περιεχόμενο του προεκτιθέμενου όρου, ερμηνευόμενου όπως απαιτεί η καλή πίστη και λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, προκύπτει ότι οι διάδικοι συμφώνησαν ώστε να συμψηφίζεται το ως άνω ποσό προς οφειλόμενη αμοιβή υπερωριακής εργασίας. Αυτό δε γιατί, συμφωνηθέντος μεταξύ των μερών “κλειστού” μισθού, το ως άνω κονδύλιο φέρει το χαρακτήρα επιμισθίου, καταβαλλομένου τακτικώς και παγίως, ενώ η ειδικότερη συμφωνία περί συμψηφισμού αφορά συγκεκριμένα την υπερωριακή εργασία. Επομένως, γενομένου δεκτού του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης, αποδεικνύεται ότι τα εν λόγω καταβληθέντα στον ενάγοντα ποσά μπορούν να συμψηφιστούν με τις αξιώσεις του για υπερωριακή αμοιβή (βλ. και ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 16. 114, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010. 39). Ειδικότερα, έναντι των προαναφερθέντων ποσών για την ανωτέρω αιτία (4.992,24 + 4.964,96 = 9.957,20) ο ενάγων έλαβε συνολικά, με βάση και την προμνημονευόμενη κλειστή συμφωνία του με την εναγομένη για υπερωρίες, για τις ώρες εργασίας του τα Σάββατα και τις αργίες, καθώς και ως «Έκτακτες Αμοιβές», το ποσό των (1.364,83 + 2.977,00 + 735,06 + 773,56=) 5.850,45 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια και έκανε δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη την προταθείσα εκ μέρους της εναγομένης, στηριζόμενη στα άρθρα 361 και 416 του ΑΚ, ένσταση εξοφλήσεως (συμβατικού συμψηφισμού), δεν έσφαλε, αλλά ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων όσων περί του αντιθέτου διαλαμβάνονται στον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης.

Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων δικαιούνταν, σύμφωνα και με την εφαρμοζόμενη ως άνω ΣΣΝΕ, ως αναλογία δώρου Πάσχα για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 01-02-2012 έως 30-04-2012, ήτοι για 90 ημέρες, δεδομένου ότι οι καταβλητέες συνολικές μηνιαίες τακτικές αποδοχές του ανέρχονταν σε 3.109,28 ευρώ [=μισθ. ενεργ. ευρώ 928,36 + επιδ. Κυριακ. ευρώ 204,24 + επιδ. ανθυγ. εργασ. ευρώ 35,22 + επίδ. αδείας ευρώ 353,45 (=μισθ. ενεργ. ευρώ 928,36 + επιδ. Κυριακ. ευρώ 204,24 : 22 = ευρώ 51,48 Χ 5 = ευρώ 257,40 + αντιτ. τροφ. ευρώ 96,05, ήτοι 19,21 ευρώ Χ 5) + τροφοδοσία 576,30 ευρώ + 509,89 ευρώ υπερωρίες καθημερινών και Κυριακών {ήτοι 21 καθημερινές + 4,33 Κυριακές = 25,33 ημέρες κατά μέσο όρο μηνιαίως Χ 3 ώρες υπερωρίας κατά μέσο όρο Χ 6,71 ευρώ ωρομίσθιο} + 501,82 ευρώ υπερωριακή αμοιβή Σαββάτων και αργιών {ήτοι 4,33 Σάββατα + 1,33 αργίες κατά μέσο μηνιαίως = 5,66 ημέρες Χ 11 ώρες εργασίας κατά μέσο όρο Χ 8,06 ευρώ ωρομίσθιο}], το ποσό των 1.165,98 ευρώ (3.109,28 ευρώ οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα ανωτέρω : 2 Χ 1/15 Χ 90/8), έναντι του οποίου έλαβε, όπως συνομολογείται από τον ίδιο στο δικόγραφο της αγωγής του, 645,63 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των 520,35 ευρώ. Επίσης, ο ενάγων δικαιούνταν να λάβει, ως αναλογία δώρου Χριστουγέννων για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1-5-2012 έως 8-9-2012 και από 7-12-2012 έως 31-12-2012, ήτοι για 155 ημέρες, το ποσό των 2.029,21 ευρώ (=3.109,28 ευρώ οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές κατά τα ανωτέρω Χ 2/25 Χ 155/19), έναντι του οποίου έχει λάβει, όπως συνομολογείται από τον ίδιο στο δικόγραφο της αγωγής του, 1.079,27 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των 949,94 ευρώ. Τέλος, ο ενάγων δικαιούνταν, ως αναλογία δώρου Πάσχα για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 01-01-2013 έως 01-03-2013, ήτοι για 59 ημέρες, το ποσό των 764,36 ευρώ (3.109,28 ευρώ οι συνολικές μηνιαίες αποδοχές του κατά τα ανωτέρω : 2 Χ 1/15 Χ 59/8), έναντι του οποίου έλαβε, όπως συνομολογείται από τον ίδιο στο δικόγραφο της αγωγής του, 383,86 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των 380,50 ευρώ. Άρα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε, κατά τον υπολογισμό των οφειλόμενων στον ενάγοντα δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, ότι ο δικαιούμενος από τον τελευταίο μέσος όρος υπερωριακής αμοιβής ανέρχεται μηνιαίως σε 383,70 ευρώ και 601,18 ευρώ, αντίστοιχα, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και όσα αναφέρονται σχετικώς στο δεύτερο λόγο της υπό κρίση εφέσεως πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτά ως και κατ’ ουσίαν βάσιμα.

Τέλος, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων δικαιούται, ως αποζημίωση σύμφωνα με τα άρθρα 72, 75 και 76 του Ν. 3816/1958 περί Κ.Ι.Ν.Δ., για τη λύση της σύμβασης ναυτολογήσεώς του την 01-03-13, στο λιμάνι του Πειραιά, λόγω καταγγελίας της από τον πλοίαρχο χωρίς δικό του παράπτωμα, τις πάσης φύσεως πάγιες και σταθερές αποδοχές του 15 ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του, ήτοι το ποσό των 1.554,64 ευρώ {=3.109,28 ευρώ (οι συνολικές πάγιες και σταθερές μηνιαίες αποδοχές του κατά τους προδιαληφθέντες υπολογισμούς) : 30 Χ 15}. Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός που επικαλείται η εναγομένη και αφορά στη σημείωση στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος περί απόλυσής του «λόγω αδείας» κατά την ανωτέρω ημερομηνία, αφού αυτό, ως μη ενισχυόμενο από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, δεν ανατρέπει το συμπέρασμα ότι εικονικώς και μόνο δηλώθηκε ενώπιον της λιμενικής αρχής ο συγκεκριμένος λόγος απόλυσης, με αποτέλεσμα την αναγραφή της εν λόγω ένδειξης στο ως άνω φυλλάδιο, ενώ η αληθής αιτία απολύσεως του ενάγοντος ήταν η προεκτιθέμενη καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας του (βλ. και ΕφΠειρ 355/2013 ΕΝΔ 2013. 296, 456/2008 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), δεδομένου, εκτός των άλλων, ότι ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι ο ενάγων, αν και εκλήθη από την ίδια, δεν έστερξε να ναυτολογηθεί στο ανωτέρω πλοίο μετά την προαναφερθείσα απόλυσή του, δεν αποδείχθηκε από κάποιο νόμιμα προσκομιζόμενο και επικαλούμενο αποδεικτικό μέσο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η λόγω καταγγελίας της ένδικης σύμβασης από τον πλοίαρχο απόλυση του ενάγοντος χωρίς δικό του παράπτωμα, την 01-03-13, στο λιμάνι του Πειραιά, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και ο σχετικός τρίτος λόγος της υπό κρίση εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως και κατ’ ουσίαν βάσιμος.

Ας σημειωθεί ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε στον ενάγοντα, πέραν των διαλαμβανόμενων στην εκκαλούμενη απόφαση κονδυλίων, και ποσό ύψους 759,60 ευρώ, ως αποζημίωση διανυκτέρευσης, με το νόμιμο τόκο, για το συνολικά επιδικασθέν ποσό (2.356,57 ευρώ), από τις 2-3-2013. Κατά τις εν λόγω διατάξεις της η εκκαλουμένη δεν πλήττεται με κάποιο λόγο έφεσης ή αντέφεσης και, επομένως, το παρόν Δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη και των άρθρων 522 και 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, δεν δύναται να ασχοληθεί περαιτέρω με αυτές. Κατόπιν όλων των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει αυτή (έφεση) να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, ήτοι και κατά τις μη θιγόμενες διατάξεις της, για την ενότητα της εκτέλεσης (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26. 642), και, αφού το παρόν Δικαστήριο κρατήσει την υπόθεση για να τη δικάσει, πρέπει, απορριπτομένου ως αβάσιμου του ισχυρισμού της εναγομένης, τον οποίο προέβαλε με δήλωση του πληρεξούσιού της δικηγόρου, που καταχωρίσθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις της ενώπιόν του, περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής, αφού μόνη η επικαλούμενη απ’ αυτή (εναγομένη) μακροχρόνια αδράνεια του ενάγοντος να ασκήσει τις επίδικες αξιώσεις του, με παράλληλη απουσία οιαδήποτε διαμαρτυρίας του ή και επιφύλαξής του κατά την υπογραφή εκ μέρους του των μισθοδοτικών λογαριασμών του, και αν ακόμη δημιούργησε στην ίδια (εναγομένη) την πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθούν οι εν λόγω αξιώσεις, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτών, ενώ δεν προέκυψαν από οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, υπό τις οποίες η ικανοποίηση του ενάγοντος θα προκαλέσει στην πρώτη (εναγομένη) τόσο δυσβάστακτες συνέπειες, ώστε για την αποτροπή τους, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να είναι επιβεβλημένη η θυσία του ένδικου δικαιώματος (βλ. και ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001. 382, ΑΠ 587/2006 σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 256/1999 ΕλλΔνη 40. 1059, ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008. 290, 901/2002 ΠειρΝομ 2003. 70), να δεχθεί εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και να υποχρεώσει την εναγόμενη εταιρεία να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των {(9.957,20 – 5.850,45=) 4.106,75 + 520,35 + 949,94 + 380,50 + 1.554,64 + 759,60=} 8.271,78 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της απόλυσής του, η οποία έλαβε χώρα την 01-03-2013. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος – εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν εν μέρει σε βάρος της εναγομένης – εφεσίβλητης, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

          ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό και εν μέρει κατά το ουσιαστικό της μέρος.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθ. 117/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς στο σύνολό της.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και εβδομήντα οκτώ λεπτών (8.271,78), με το νόμιμο τόκο από τις 2-3-2013.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγoμένη – εφεσίβλητη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ. 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις       13 -12-2016, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιών τους δικηγόρων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ