ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
4607/2015
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Νικόλαο Σταυρόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε νόμιμα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 29 Σεπτεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας – εναγομένης: εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στα Χ. Κ. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, της πληρεξουσίας δικηγόρου της, Ευαγγελίας Παπαντωνοπούλου.
Του εφεσίβλητου – ενάγοντος: Β. Ρ. του Μ., κατοίκου Πειραιά, ο οποίος παραστάθηκε διά δηλώσεως, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, της πληρεξουσίας δικηγόρου του, Κυριακής Μπαλτά.
Ο εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η απευθυνόμενη στο Ειρηνοδικείο Πειραιώς από 9-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 172/2014 οριστική απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 8-7-2014 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …), η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 10-3-2015 και κατόπιν αναβολής, κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιες δικηγόροι τωνδιαδίκωνζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίσιν από 8-7-2014 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού … έφεση της εκκαλούσας – εναγομένης κατά του εφεσίβλητου – ενάγοντος και κατά της υπ’ αριθ. 172/2014 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμολία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, νομοτύπως και εμπροθέσμως έχει ασκηθεί, καθώς από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, δεν έχει δε παρέλθει τριετία από την έκδοσή της, οπότε εφαρμογή έχει η διάταξη του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ (η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 4-6-2014 και η υπό κρίσιν έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στις 10-7-2014), αρμοδίως δε φέρεται στο παρόν Δικαστήριο προς εκδίκαση κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Εν όψει τούτων, η υπό κρίσιν έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Πριν, ωστόσο, εξετασθεί περαιτέρω,κατά την διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, θα πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και η νομιμότητα της από 9-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγής, επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη, καθόσον το Εφετείο, ως εκ του μεταβιβαστικού, κατά την διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, αποτελέσματος της εφέσεως, έχει την εξουσία να ερευνά και αυτεπαγγέλτως το παραδεκτό και τη νομιμότητα αυτής και, αν κρίνει, ότι είναι απαράδεκτη ή μη νόμιμη, εξαφανίζει την εκκαλουμένη απόφαση και την απορρίπτει ως απαράδεκτη ή μη νόμιμη, ακόμα και χωρίς την υποβολή ειδικού, κατά την διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, παραπόνου, μη επιτρεπομένης στην περίπτωση αυτή αντικαταστάσεως των αιτιολογιών της εκκαλουμένης, κατά την διάταξη του άρθρου 534 του ΚΠολΔ, καθώς οδηγεί σε διάφορο, κατ’ αποτέλεσμα, διατακτικό, ενώ, παράλληλα, δεν υφίσταται απαγόρευση από την διάταξη του άρθρου 536 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αφού η απορρίπτουσα ως απαράδεκτη ή μη νόμιμη την αγωγή απόφαση είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα εκείνης, η οποία την απορρίπτει κατ’ουσίαν (ΑΠ 703/91 ΕλΔικ 37.583, ΕφΑθ 647/94 ΝοΒ 43.395, ΕφΑθ 5908/93 ΕλΔικ 36.879, ΕφΑθ1933/92 ΝοΒ 41-.718, ΕφΘεσ 1403/94 Αρμ 48.691, Σαμουήλ, Η Εφεσις, 1986, σ. 190, παρ. 610, 613, 624, 625, 626).
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 περ. 4 και 216 του ΚΠολΔ με σαφήνεια συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, που εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, εκτός των άλλων στοιχείων και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, που συντελείται με την ευκρινή έκθεση όλων των πραγματικών γεγονότων, που κατά το νόμο είναι αναγκαία προς στήριξη του αξιουμένου δικαιώματος και δικαιολογούν την άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου (βλ. ΑΠ 915/1980 ΝοΒ 1981.296). Η αναγραφή των πραγματικών περιστατικών είναι απαραίτητη για να μπορέσει τόσο ο εναγόμενος να αμυνθεί όσο και το δικαστήριο να κρίνει το νόμω βάσιμο της αγωγής και να διατάξει τις επιβαλλόμενες αποδείξεις (βλ. ΑΠ 560/1979 ΝοΒ 1979.1599, Κ. Κεραμέα, Αστ.Δικ.Δίκαιο, 1986, παρ. 75, σελ. 204, 205). Η μη τήρηση των παραπάνω διατάξεων επάγεται την ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής λόγω αοριστίας (βλ. ΑΠ 1078/1978 ΕΕργΔ 38.131, ΑΠ 531/1973 ΝοΒ 21.1428, ΕφΑθ 2639/1978 Αρμ 32.561, ΕφΑθ 2822/1986 Δ 17.479, ΕφΑθ 6435/ 1987 ΝοΒ 36.364), η οποία (αοριστία) δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις έγγραφες προτάσεις, ούτε με παραπομπή στα υπάρχοντα έγγραφα της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων και ερευνάται αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της δίκης, διότι αναφέρεται στην έλλειψη προδικασίας, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (βλ. ΕφΑθ 11631/1987, ΑρχΝ 39.256, ΕφΑθ 1308/1987, ΕλλΔνη 29.524, ΕφΑθ 2465/1985, Δ 15.726).Στοιχεία της αγωγής με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί δεδουλευμένες αποδοχές ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση ποσά, όπως επιδόματα εορτών, αποδοχές και επιδόματα αδείας, αμοιβή εργασίας του κατά τις Κυριακές και τη νύxτα, αμοιβή για παρασχεθείσα υπερεργασία και νόμιμη ή παράνομη υπερωριακή εργασία, ως και την καταβολή επιδομάτων που προβλέπονται από ΣΣΕ (ή απόφαση διαιτησίας) που διέπει την εργασιακή σχέση, είναι η σύμβαση (ή η σχέση εργασίας), η παροχή της εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα. Τα στοιχεία αυτά δεν είναι ανάγκη να διατυπώνονται στο δικόγραφο της αγωγής με πανηγυρικό τρόπο και τυποποιημένες εκφράσεις. Αρκεί λογικώς να συνάγονται από το όλο κείμενο της αγωγής, το οποίο ο ενάγων μπορεί, έως τη συζήτησή της να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει, εφόσον δεν μεταβάλλεται η βάση της (άρθρο 224 ΚΠολΔ) με τις προτάσεις (ΑΠ 548/2000 ΕΕργΔ 2001,803, ΕφΠειρ 300/2001 ΕΕργΔ 2001,659) (ΕφΘεσ 584/2005, δημ. ΝΟΜΟΣ). Ειδικά σε περίπτωση αγωγής εργαζομένου κατά του εργοδότη, για τη θεμελίωση της αγωγής του για καταψήφιση αμοιβής για παρασχεθείσα υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία και μετά την ισχύ του νόμου 2874/2000 για ιδιόρρυθμη και παράνομη υπερωρία, ο εργαζόμενος, εκτός από την κατάρτιση της συμβάσεως εργασίας, οφείλει να επικαλεστεί με το δικόγραφο της αγωγής του τη διάρκεια της εργασίας για κάθε ημέρα (ή) και κάθε εβδομάδα στις εργάσιμες όμως ημέρες (πλην Σαββάτου και Κυριακής) για να διαπιστωθεί αν αυτή υπερβαίνει ή όχι και κατά πόσο τις 40 ώρες ή τις 48 ώρες εβδομαδιαίως ή τις 8 ή 9 ώρες ημερησίως ή μετά το νόμο 2874/2000 τις 43 ώρες εβδομαδιαίως ή τις 8 ή 9 ώρες ημερησίως, για να κριθεί περαιτέρω αν ο ενάγων παρέσχε υπερεργασία ή ιδιόρρυθμη υπερωρία, ή εργάσθηκε υπερωριακά (ΕφΠατρ 602/2004, δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η αγωγή με την οποία ζητείται η καταψήφιση του υπολοίπου της οφειλομένης αμοιβής από δεδουλευμένες αποδοχές της αμοιβής από ιδιόρρυθμη και παράνομη υπερωριακή απασχόληση, της αμοιβής της παρασχεθείσας εργασίας την ημέρα της Κυριακής, αποδοχές και επιδόματα αδείας και επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, για να είναι ορισμένη πρέπει να αναφέρει τα χρηματικά ποσά που έχουν καταβληθεί σε αυτόν (ενάγοντα) μέχρι τη συζήτηση της (αγωγής) για κάθε ένα από τα επίδικα κεφάλαια, χωριστά και όχι συγκεντρωτικά, στο σύνολό τους, ώστε όχι μόνο ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της τυχόν αξιώσεως μη δεδουλευμένων, μη δικαιουμένων ή υπέρογκων για κάθε ένα είδος εργασίας ποσών, αλλά και από την απόφαση του δικαστηρίου που θα αποτελέσει δεδικασμένο, να μπορεί ευχερώς να συναχθεί ποια ακριβώς κατ’ είδος και ποσό διαφορά κατήχθη ενώπιόν του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί αυτή να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης (βλ. ΑΠ 180/1988, ΕλΔνη 1988, σελ.1659, ΑΠ 639/1988, ΕλΔνη 1989, σελ.560, ΕφΑθ 3156/2002, ΔΕΕ 2003, σελ.88). Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα προαναφερόμενα στοιχεία, ή αυτά περιέχονται με ασάφεια, ή είναι ελλιπή, τότε η έλλειψη αυτή, η οποία σύμφωνα με τα προαναφερόμενα δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της αγωγής, με συνέπεια να είναι απορριπτέα η τελευταία ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της, το απαράδεκτο δε αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η οποία αφορά τη δημόσια τάξη (βλ. ΕφΑθ 2979/99 ΔΕΝ 2000.616, σχετ. και ΕφΘεσ 1403/1994 ΔΕΝ 50.1155, Ντάσιος, Εργατικό δικονομικό, έκδ. 1999, παρ. 399, όπου παραπομπές).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της υπό κρίσιν εφέσεώς της, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου, επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη, είναι αόριστη, προεχόντως όσον αφορά στην αξίωσή του για υπερωριακή αμοιβή,όπως αυτή συμπεριλαμβάνεται στις αιτούμενες από αυτόν συνολικές μηνιαίες αποδοχές του, βάσει των οποίων αξιώνονται τόσο η διαφορά επί των δεδουλευμένων αποδοχών του όσο και η διαφορά επί των καταβληθέντων σε αυτόν δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2010 και 2011 καθώς και οι αποζημιώσεις απόλυσής του, καθώς δεν προσδιορίζεται σε αυτήν (αξίωσή του για υπερωριακή αμοιβή) ποιές ήταν οι αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής απλές υπερωρίες και ποιές οι ομοίως αναγραφόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ως πρόσθετη υπερωριακή εργασία καθώς και ο τρόπος υπολογισμού αυτών σε μηνιαία βάση.
Με την από 9-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε, στον Πειραιά, κατά τις αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ημερομηνίες, με την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, πλοιοκτήτρια των υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίων «….» και «….», ναυτολογήθηκε σε αυτά, υπό την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, αντί μηνιαίου μισθού υπολογιζομένου σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονταν στην οικεία Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Ότι στα ανωτέρω πλοία εργάσθηκε από τις ως άνω ημερομηνίες ναυτολογήσεώς του έως και τις αντίστοιχα αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής ημερομηνίες, οπότε και απολύθηκε σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, από τις ανωτέρω συμβάσεις ναυτικής εργασίας του δε, διατηρεί, σύμφωνα και με τα ειδικώς διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αγωγής πραγματικά περιστατικά, αξιώσεις για διαφορές επί των δεδουλευμένων αποδοχών του, επί της αμοιβής της υπερωριακής του εργασίας καθημερινών – Κυριακών και Σαββάτων – αργιών, επί του δώρου εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2010 και 2011 καθώς και τις αποζημιώσεις απόλυσής του ήτοι ποσά συνολικού ύψους 15.158,12 ευρώ. Ότι προκειμένου να υπολογιστούν όλα τα ανωτέρω, θα πρέπει να ληφθούν ως βάση : α) όσον αφορά στην περίοδο της ναυτολόγησής του στο πλοίο «….», οι ελάχιστες νόμιμες σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων μηνιαίες αποδοχές του, συμπεριλαμβάνουσες εργασία Σαββάτων (4 Σάββατα Χ 4 ώρες), απλές υπερωρίες (13 ώρες), πρόσθετη υπερωριακή εργασία (3 ώρες καθημερινώς Χ 5 ημέρες Χ 4 εβδομάδες), αργίες (10,67 ώρες) και εργασία Κυριακών (4 Κυριακές Χ 4 ώρες) και β) όσον αφορά στην περίοδο της ναυτολόγησής του στο πλοίο «…», οι ελάχιστες νόμιμες σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων μηνιαίες αποδοχές του, συμπεριλαμβάνουσες εργασία Σαββάτων (4 Σάββατα Χ 12 ώρες), απλές υπερωρίες (13 ώρες), πρόσθετη υπερωριακή εργασία (4 ώρες καθημερινώς Χ 5 ημέρες Χ 4 εβδομάδες), αργίες (10,67 ώρες) και εργασία Κυριακών (4 Κυριακές Χ 12 ώρες), από τις ως άνω υπολογισθείσες βάσει και των ως άνω υπερωριών συνολικώς δικαιούμενες αποδοχές για όλο το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του δε, θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των καταβληθεισών σε αυτόν συμβατικών αποδοχών του, έτσι όπως αυτό διαλαμβάνεται συνολικά στο δικόγραφο της αγωγής. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ζήτησε, με βάση την εκ των ως άνω συμβάσεων ναυτολογήσεως ευθύνη της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει το ως άνω συνολικό ποσό των 15.158,12 ευρώ με το νόμιμο τόκο για τα επιμέρους αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής ποσά, από τις ομοίως αναφερόμενες στο δικόγραφο της αγωγής αντίστοιχες ημερομηνίες, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.
Με τέτοιο, ωστόσο, περιεχόμενο η από 9-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσιβλήτου τυγχάνει αόριστη και, ως εκ τούτου, απορριπτέα, προεχόντως όσον αφορά στην αξίωσή του για υπερωριακή αμοιβή, έτσι όπως αυτή συμπεριλαμβάνεται στις αιτούμενες από αυτόν συνολικές μηνιαίες αποδοχές του, δεδομένου ότι ο τελευταίος όχι μόνον ουδέν εκθέτει περί των ειδικότερων καθηκόντων του που δικαιολογούν την αξιούμενη από αυτόν υπερωριακή εργασία αλλά αφενός μεν παραθέτει στο δικόγραφο της αγωγής του το σύνολο των αξιουμένων από αυτόν υπερωριών, έτσι όπως αυτές υπολογίζονται σε μηναία βάση χωρίς να αναφέρει ουδέν περί του τρόπου υπολογισμού αυτών ήτοι περί της διάρκειας της εργασίας για κάθε ημέρα, περί των ωρών υπερεργασίας και δη περί της διαφοροποίησης μεταξύ τωνυπερωριών κατά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, περί της διαφοροποίησης μεταξύ απλής και πρόσθετης υπερωρίας καθώς και περί του συνόλου των υπερωριών τις οποίες πραγματοποίησε καθ’ όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διήρκεσε η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ναυτικής εργασίας, αφετέρου δε, δεν εξειδικεύει, ως όφειλε, ποιό ακριβώς χρηματικό ποσό του έχει καταβληθεί για δεδουλευμένους μισθούς και αμοιβή για υπερωριακή εργασία κατά τις ανωτέρω διακρίσεις αυτής, δηλαδή για κάθε μια ξεχωριστή αιτία, ήτοι δεν διευκρινίζει ποιές από τις σωρευόμενες αξιώσεις του έχουν αποσβεσθεί ολικά ή μερικά και ποιό τελικά είναι το ποσό που διεκδικεί για κάθε αιτίαέτσι ώστε όχι μόνον η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα να μπορεί να αμυνθεί αλλά και το Δικαστήριο να είναι σε θέση να κρίνει τί ακριβώς ζητά και τί ακριβώς έλαβε ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος για κάθε μια αιτία χωριστά. Συνεπώς, η αγωγή είναι αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως και, ως εκ τούτου,θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας τόσο κατά το ως άνω μέρος της όσο και στο σύνολό της, δεδομένου ότι βάσει της αξίωσης του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου για υπερωριακή αμοιβή,έτσι όπως αυτή αορίστως υπολογίζεται και συμπεριλαμβάνεται στις αιτούμενες από αυτόν συνολικές μηνιαίες αποδοχές του, αξιώνονται άπαντα τα κονδύλια της αγωγής, ήτοι τόσο η διαφορά επί των δεδουλευμένων αποδοχών του όσο και η διαφορά επί των καταβληθέντων σε αυτόν δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων των ετών 2010 και 2011 καθώς και οι αποζημιώσεις απόλυσής του.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 172/2014 οριστική απόφασή του, απέρριψε τους ισχυρισμούς της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας περί αοριστίας της αγωγής, έκρινε παραδεκτή και νόμιμη και, εν συνεχεία, έκανε εν μέρει δεκτή την ως άνω αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ως εκ τούτου δε, γενομένου δεκτού ως και κατ’ ουσίαν βάσιμου και του σχετικού λόγου της υπό κρίσιν εφέσεως, θα πρέπει η υπό κρίσιν έφεση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, παρελκούσης της εξετάσεως των ετέρων λόγων αυτής, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, περαιτέρω δε, αφού κρατηθεί και εκδικαστεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο κατά την ίδια ειδική διαδικασία, θα πρέπει, ενόψει των ανωτέρω, να απορριφθεί η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Εξάλλου, εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 535 παρ. 1, 176, 178, 183 και 191 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να προσδιοριστούν τα καταβλητέα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (βλ. ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 1998.825, 843, ΕφΠατρ 862/2005 ΔΕΕ 2005.1196) και να καταδικαστεί ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 183, 176, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμολία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 8-7-2014 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιώς … και στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού …έφεση.
Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 172/2014 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.
Κρατεί την υπόθεση για να τη δικάσει το ίδιο κατά την ίδια ειδική διαδικασία.
Απορρίπτει την από 9-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης … αγωγή.
Καταδικάζει τον εφεσίβλητο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600€).
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18/12/2015.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ