Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ :     4611/2015

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO

ΠΕΙΡΑΙΑ

Ειδική Διαδικασία Εκδίκασης Διαφορών κατά τις Διατάξεις των Άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ.

 

Συγκροτούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Τελωνιάτη Πρωτοδίκη που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του την 25η Μαΐου 2015, με την παρουσία και του Γραμματέα Αριστομένη Μερμίγκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ : Ι. … του Α. και της Σ., κατοίκου Κ. Σ. ( Ρ.) ο οποίος παρέστη διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημητρίου Σταυριανού.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «…» που εκπροσωπείται νόμιμα και εδρεύει στα Χ. Κ. (Λ. Κ.), αλλά διατηρεί γραφεία και στον Π. (Α. Κ.  22) η οποία παρέστη διά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Αικατερίνης Σταματελοπούλου και 2) Της Ανώνυμης Ναυτιλιακής Εταιρείας με την επωνυμία «….) που εκπροσωπείται νόμιμα και εδρεύει στον Π. (  6 – Π. Κ.), με την ιδιότητά τους, της μεν πρώτης ως εφοπλίστριας, δυνάμει συμβάσεως εφοπλισμού, της δε δεύτερης ως κυρίας του με Ελληνική Σημαία επιβατηγού ακτοπλοϊκού (Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…» Ν.Π. …, κ.ο.χ. 1612,23, η οποία παρέστη διά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Μαρίας Δαμίγου.

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η με ΓΑΚ … αγωγή του με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, το πρώτον, τη δικάσιμο της 07.4.2015, αναβληθείσα για τη δικάσιμο που ανωτέρω αναφέρεται, κατά την οποία και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

       A.α. Ο ενάγων μπορεί, κατ` εξαίρεση με τις προτάσεις, εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής, περιορισμός ο οποίος θεωρείται, σύμφωνα, με το άρθρο 295 § 1 εδ. β` του ίδιου Κώδικα, ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και μπορεί να γίνει, όχι μόνο με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 223 του εν λόγω Κώδικα, αλλά κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 297 ΚΠολΔ, και με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, ιδίως όταν πρόκειται για υπόθεση που δικάζεται κατά την ειδική διαδικασία, όπως είναι και εκείνη των εργατικών διαφορών, όπου δεν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων. Είναι δε αληθές ότι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 297 ΚΠολΔ, ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου, πλην όμως στην περίπτωση του περιορισμού του αιτήματος της αγωγής, ο οποίος θεωρείται ως μερική παραίτηση από το δικόγραφο αυτής, εφαρμόζεται η ειδική ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 223 ΚΠολΔ, με βάση την οποία ο περιορισμός αυτός μπορεί να γίνει και με τις προτάσεις ωσότου περατωθεί, η δίκη στον πρώτο βαθμό και, επομένως και με την προσθήκη στις προτάσεις αυτές, που γίνεται μετά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αλλά μέσα στη νόμιμη προθεσμία, εφόσον μέχρι τότε δεν έχει περατωθεί η δίκη στον εν λόγω βαθμό (οράτε ΑΠ 315/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 2292/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, παραβάλλατε επίσης ΑΠ 32/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). β. Η αγωγή του μισθωτού κατά του εργοδότη για δεδουλευμένους μισθούς ή άλλες παροχές, από την έγκυρη σύμβαση εργασίας, έχει νομικό έρεισμα τα άρθρα 648 και 649 ΑΚ και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων ή άλλων διατάξεων που εξομοιώνονται προς αυτές, οι όροι των οποίων γίνονται και όροι της ατομικής σύμβασης. γ. Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 7 § 1 του Ν. 1876/1990, που ορίζει ότι οι κανονιστικοί όροι της συλλογιστικής συμβάσεως εργασίας έχουν άμεση και αναγκαστική ισχύ, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 22 § 2 του Συντάγματος, κατά την οποία οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας συμπληρώνουν τους καθοριζόμενους από το νόμο γενικούς όρους εργασίας, προκύπτει ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ασκούν κατά τη σύναψη των ΣΣΕ νομοθετική (κανονιστική) εξουσία, η οποία παραχωρήθηκε σ` αυτές από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 22 § 2 του Συντάγματος, δηλαδή είναι φορείς δημόσιας εξουσίας κατά παραχώρηση από το Κράτος, και συνεπώς οι ΣΣΕ, ως προς το κανονιστικό τους μέρος, έχουν ισχύ ουσιαστικού νόμου. Για το λόγο αυτό δεν απαιτείται να αναφέρονται ειδικά στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή νόμιμων αποδοχών του εργαζομένου, οι εφαρμοστέες ΣΣΕ, οι οποίες είναι γνωστές και εφαρμόζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, εφόσον εκτίθενται στην αγωγή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 § 1α ΚΠολΔ, τα πραγματικά γεγονότα που επισύρουν την εφαρμογή τους, όπως είναι η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος, για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές (ΑΠ 1351/2001 ΕλλΔνη 2003 σ. 753, 376/2006 ΕΕργΔ 2006 σ. 808, 425/2004 ΕλλΔνη 2006 σ. 145, ΕφΛαμίας 100/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 3180/2004 Αρμ. 2005 σ. 906, ΕφΑθ 8042/2002 ΕλλΔνη 2004 σ. 544). Προσέτι, δεν είναι αναγκαίο, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρεται η συλλογική σύμβαση εργασίας που καθόρισε το ύψος των νόμιμων αποδοχών του ενάγοντος και αν αυτή κηρύχθηκε υποχρεωτική και με ποία συγκεκριμένη απόφαση υπουργού εργασίας, ούτε δε και ότι, τόσο ο ενάγων όσο και ο εναγόμενος, ήταν μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που συνήψαν τις εφαρμοστέες ΣΣΕ, αλλά, αντίθετα, τα αναγκαία στοιχεία για την εφαρμογή των ΣΣΕ είναι η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, η ειδικότητα του ενάγοντος και ο χρόνος, για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές (οράτε ΕφΛαμίας 100/2011 ό.π., σχετικά επίσης Κ. Θ. Μακρίδου Δικονομία Εργατικών Διαφορών σ. 98). δ. Με το άρθρο 1 § 1 του ΑΝ 3276/1944, ο οποίος εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε, κατά το άρθρο 8 της υπό τον αριθμό 21/1945 Συντακτικής Πράξεως, στο υπό τον αριθμό 172/06.7.1943 φύλλο του τεύχους Α` της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ορίζεται ότι : «δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών, καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευσιν, ως και τας πάσης φύσεως προσθέτους εκ της συμβάσεως ναυτολογίας αμοιβάς, ων ο εργάτης θαλάσσης θα δικαιούται αναλόγως προς τον βαθμόν, την ειδικότητα και την κατηγορίαν εις την οποίαν το πλοίον ανήκει». Εξάλλου, με το άρθρο 5 § 1 του ίδιου ΑΝ ορίζεται ότι : «συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφ’ όσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις, ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προκύπτει ότι : 1) ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφασή του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξεως και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί, κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους, 2) η ισχύς της συλλογικής συμβάσεως, που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι` αυτούς από της κυρώσεως, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο ενάρξεως της ισχύος της προγενέστερο, γιατί η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική, για το λόγο αυτό, εξουσιοδότηση. Από την προπαρατεθείσα όμως διάταξη του άρθρου 5 § 1, που ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους «κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν», δεν συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίζεται, με αυτή, η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι λήξεως της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως και 3) Οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενον εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος τους (οράτε ΑΠ 1905/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1267/1987 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠ. 65/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 12/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 770/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1132/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 844/1994 ad hoc προσκομιζόμενη, 1227/1991 TNΠ NOMOΣ ΜΕφΠ. 582/2014 ΕλλΔνη 2015 σ. 532 με παρατηρήσεις Αντ. Κ. Αλαπάντα). ε. Από τις διατάξεις των άρθρων 84, 85, 105 § 4 και 106 εδ. α` του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958) προκύπτει ότι ο εφοπλιστής, δηλαδή αυτός που εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες που ο πλοίαρχος συνάπτει, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι συμβάσεις ναυτολόγησης των μελών του πληρώματος (άρθρο 53 του ΚΙΝΔ), υπέχει δηλαδή, κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις, την ίδια ευθύνη με τον πλοιοκτήτη, από δε τη διάταξη του άρθρου 106 § 2 εδ. α` ΚΙΝΔ προκύπτει ότι, παράλληλα με εκείνον, ευθύνεται από τις δικαιοπραξίες αυτές και ο κύριος του πλοίου, αλλά μόνο «με το πλοίο» και μπορεί να εναχθεί γι` αυτές (οράτε ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006 σ. 1435, ΕφΠ. 59/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 795/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρών 114/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠ. 799/2001 ΕΝΔ 2001 σ. 361). Στην περίπτωση, όμως, της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή του στις ευθύνες του πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται δια του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή, όχι όμως και το αντίστροφο. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος (άρθρο 84 ΚΙΝΔ) (οράτε ΕφΠ. 59/2011 ό.π., 156/2002 ΕΝΔ 2002 σ. 388, Δ. Καμβύση, «Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο», έκδoση 1982, σ. 292, Δ. Γεωργακόπουλου, «Ναυτικό Δίκαιο», έκδοση 2006, § 19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι, κατά νόμο, δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους. Από καμιά διάταξη δεν προκύπτει υποχρέωση του εφοπλιστή για εκπλήρωση των υποχρεώσεων του κυρίου του πλοίου και μάλιστα εις ολόκληρο με τον τελευταίο. Αυτό, άλλωστε, δεν είναι δυνατόν να νοηθεί, καθόσον, όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου ο εφοπλιστής είναι αυτός που εκμεταλλεύεται για λογαριασμό του το πλοίο και, συνεπώς, ο κύριος του πλοίου δεν αναλαμβάνει υποχρεώσεις γι` αυτό, η ανάληψη δηλαδή τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (οράτε ΕφΠ. 408/2008 ΕΝΔ 2009 σ. 19). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των προαναφερθεισών διατάξεων 105 και 106 του ΚΙΝΔ, προκύπτει, ότι για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριορίστως ο εφοπλιστής, ενώ παράλληλη ευθύνη υπέχει και ο κύριος του πλοίου (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), η οποία όμως είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη, εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία αυτού, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή, για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ` αυτού (οράτε ΕφΠ. 59/2011 ό.π., 832/2008 ΕΝΔ 2009 σ. 13, 1109/2003 ΕΝΔ 2003 σ. 453, 156/2002 ό.π., παραβάλλατε ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992 σ. 70, σημείωση Γ. Θεοχαρίδη κάτω από την ΕφΠ. 746/2003 ΕΝΔ 2003 σ. 368). Συνακόλουθα δε είναι δυνατή, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αριθμ. 1 εδαφ. β` του ΚΠολΔ, η με τη μορφή της παθητικής ομοδικίας εναγωγή του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου για την επιδίκαση απαίτησης που προήλθε από τον εφοπλισμό του πλοίου (οράτε ΕφΠατρών 114/2008 ό.π.). στ.α. Με τα άρθρα 6, 11, 12 § 1, 13 §§ 1, 2 και 5 και 18 § 1 των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2009 και 2011 οι οποίες κυρώθηκαν, η μεν πρώτη, με την υπ’ αριθμ. 3525.5/01/2009 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής (ΦΕΚ Β΄ 1928/08.9.2009) και η δεύτερη με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1070/31.5.2011) ορίζονται τα ακόλουθα: «..Σε όλους τους ναυτολογημένους ναυτικούς για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλώ και στο λιμάνι καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, δια τας μέχρι του οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας που προβλέπεται από το άρθρο 1 παράγραφος 1 της παρούσης Συμβάσεως. Διευκρινίζεται ότι η αμοιβή αυτή θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας …Οι ώρες της υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμάνι για όλους τους ναυτικούς που αφορά η ανωτέρω Συλλογική Σύμβαση ορίζονται σε 40 εβδομαδιαίως, δηλαδή 8 ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι Παρασκευής, της εργασίας του Σαββάτου αμειβόμενης υπερωριακώς. …Ειδικά για το προσωπικό γενικών υπηρεσιών εν γένει, πλην των Ραδιοτηλεγραφητών, η οκτάωρη εργασία κατανέμεται από της 06.00 ώρας μέχρι της 22.00 ώρας με μία διακοπή. …. Κάθε εργασία που εκτελείται από τους ναυτικούς εν πλω και στο λιμάνι, πέραν των κανονικών εργασίμων ημερών και ωρών, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 11 και 12 της παρούσης, περιλαμβανομένων και των εργασιών κατάπλου και απόπλου, θεωρείται πρόσθετη (υπερωριακή) και καταβάλλεται στους απασχολούμενους ναυτικούς πρόσθετη αμοιβή η οποία υπολογίζεται ως εξής: Το ποσόν του μηνιαίου μισθού ενεργείας της παραγράφου 1 του άρθρου 1 (αφορά το βασικό μισθό) διαιρείται δια των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης, τούτων εξευρισκομένων δια της διαιρέσεως των εβδομάδων του έτους δια δώδεκα μηνών και του πολλαπλασιασμού του εκ της διαιρέσεως ταύτης προκύπτοντος πηλίκου 4,3 επί τας ώρας της ισχυούσης εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης. Βάσει του ανωτέρω υπολογισμού, οι ώρες της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης ανέρχονται σε εκατόν εβδομήντα τρεις (173)… Για την πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία περί της οποίας η προηγούμενη παράγραφος, η προκύπτουσα εκ της εφαρμογής της υπερωριακής αμοιβής του ναυτικού προσαυξάνεται κατά 25%…. Για την πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση του πληρώματος κατά τα Σάββατα και τις αργίες όπως αυτές ορίζονται από το άρθρον 18 της παρούσης, καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η προσδιοριζόμενη από την παρόντος άρθρου, προσαυξημένη κατά ποσοστό 50% για όλες τις ώρες της υπερωριακής απασχόλησης Σαββάτου και αργιών…. Οι κατωτέρω κατονομαζόμενες θρησκευτικές εορτές θεωρούνται ως ημέρες αργίας…. Εργασίες εκτελούμενες κατά τις αργίες αυτές εν πλώ και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 13 της Συλλογικής Σύμβασης… Διευκρινίζεται ότι οι Κυριακές αμείβονται με το 22% που προβλέπει το άρθρον 6 της Συλλογικής Σύμβασης. Εάν όμως μία εκ των ανωτέρω θρησκευτικών εορτών συμπέσει Κυριακή, εκτός του 22% ο ναυτικός εργαζόμενος θα αμείβεται και υπερωριακώς…». Εξάλλου, όπως προκύπτει από τον περιλαμβανόμενο στις ανωτέρω Υ.Α. πίνακα αμοιβών ως προς τους ναύτες, με βάση μεν την υπ’ αριθμ. 3525.5/01/2009 (χρονικό διάστημα ισχύος από 01.01.2009-31.12.2009) : 1) Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 1 της Υ.Α βασικός μηνιαίος μισθός, για μεν μισθό ενεργείας, σε 1.129,58 ευρώ, για δε το επίδομα Κυριακής αργίας σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας σε 248,51 ευρώ και συνολικά σε 1.378,09 ευρώ. 2) Η υπερωριακή αμοιβή κατά βαθμό, ειδικότητα και ωρομίσθιο του άρθρου 13 § 6 της παραπάνω Υ.Α α) ανά ώρα υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας σε 6,53 ευρώ, β) προσαυξημένη κατά 25% για πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία σε 8,16 ευρώ και γ) προσαυξημένη κατά 50% για όλες της ώρες υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και αργίες σε 9,80 ευρώ, ενώ, με βάση την ΥΑ 3525.1.5.2/01/2011 (χρονικό διάστημα ισχύος από 01.01.2011-31.12.2011), ορίστηκαν, ως προς τους ναύτες, τα ακόλουθα : 1) Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 1 της ΥΑ βασικός μηνιαίος μισθός, για μεν μισθό ενεργείας, σε 1.157,99 ευρώ, για δε το επίδομα Κυριακής αργίας σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας σε 254,76 ευρώ και συνολικά σε 1.412,75 ευρώ. 2) Η υπερωριακή αμοιβή κατά βαθμό, ειδικότητα και ωρομίσθιο του άρθρου 13 § 6 της παραπάνω ΥΑ α) ανά ώρα υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας σε 6,69 ευρώ, β) προσαυξημένη κατά 25% για πρόσθετη (υπερωριακή) εργασία σε 8,38 ευρώ και γ) προσαυξημένη κατά 50% για όλες της ώρες υπερωριακής απασχόλησης κατά τα Σάββατα και αργίες σε 10,05 ευρώ. στ.β. Το προβλεπόμενο από τις ΣΣΝΕ επίδομα για την πραγματοποίηση δρομολογίων σε γραμμές δημόσιας υπηρεσίας (άγονης γραμμής) ανέρχεται σε 7% μηνιαίως και χορηγείται εφόσον η απασχόληση στις γραμμές αυτές για τις οποίες έχει συναφθεί η σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας διαρκεί επί εφτά ημέρες ή και παραπάνω και όχι προσαύξηση για κάθε εφταήμερο, εφόσον, αν ο συντάκτης των ΣΣΝΕ ήθελε άλλως, θα όριζε αντίστοιχα, όπως ορίζεται ότι για τις περιπτώσεις που πραγματοποιήθηκαν πλόες σε τέτοιες γραμμές για ημέρες λιγότερες από 7 ημέρες ανά μήνα, καταβάλλεται η αναλογία  (οράτε ΕφΠ. 932/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ) στ.γ Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33 §§ 1, 3, 4 και 7 των ανωτέρω ΣΣΝΕ που τιτλοφορείται «Δρομολόγια εξπρές», σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων πρέπει να προνοείται από την αρμόδια υπηρεσία του Υ.Θ.ΥΝ.Α.Λ. και από τους πλοιοκτήτες η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι της αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και στο πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης, καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (§ 1). Αν κατ’ εξαίρεση, αυτό δεν καθίσταται δυνατό ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, κατά τη διαδικασία του Ν. 2932/2001 ή του ΚΔΝΔ, η περί έγκρισης του οποίου απόφαση κοινοποιείται στην ΠΝΟ, καταβάλλεται, στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η, κατά την επόμενη παράγραφο 7, πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού (§ 3). Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπλήρωσης 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή (§ 4). Ειδικά, προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των πέντε (5) δρομολόγια κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του, κατά την παράγραφο 2, προσδιορισμού (§ 5). Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη, εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή η μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και η επιστροφή στο λιμάνι αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (§ 7). Δηλαδή, κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν περισσότερα από πέντε (5) κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα (6 ή 7) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παράγραφο 7, η οποία δεν υπολογίζεται κατά την παράγραφο 4, αλλά όπως ορίζεται στην παράγραφο 5. Επομένως, λαμβάνουν στην περίπτωση κατά την οποία η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών και, αν εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια, λαμβάνουν τα 2/30. Αν εκτελούν όμως πέντε (5) δρομολόγια ή λιγότερα των πέντε (5), τότε έχει εφαρμογή η προαναφερθείσα παράγραφος 4 του άρθρου αυτού. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα κατά τα οποία το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα (έστω και αν η ώρα κάθε ημέρας δεν είναι η ίδια, αρκεί να είναι προκαθορισμένη), σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων κατά την εκτέλεσή του (παραβάλλατε ΕφΠ. 587/2011 ΕΝαυτΔ 2012 σ. 19, 663/2008 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, 34/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 111/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 540/2006 ΕΝαυτΔ 2006 σ. 363, 148/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 768/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 740/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 245/2003 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΜΕφΠ. 626/2014 ΕλλΔνη 2015 σ. 506). Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της § 1 του πιο πάνω άρθρου (κοινού ως προς αμφότερες τις ανωτέρω ΣΣΝΕ), ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι της αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας «πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο». Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του ΠΔ 814/1974 «περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως», στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως «το κατά ημέραν και ώραν ιδιαίτερον ταξίδιον προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής», ο δε λιμένας αφετηρίας ως ο «λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του». Η διάταξη της § 3 του άρθρου 33 των παραπάνω ΣΣΝΕ δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της § 1, με την έννοια ότι το πλοίο να παραμένει 6 ώρες στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην § 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της § 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παράγραφο 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (παραβάλλατε ΕφΠ. 716/2011 ΕΝαυτΔ 2012 σ. 107, 34/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 768/2005 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, ΜΕφΠ. 626/2014 ΕλλΔνη 2015 σ. 506). Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί ότι εξαίρεση εισάγεται με την § 6 του άρθρου 33 των ανωτέρω ΣΣΝΕ όπου ρητά ορίζεται ότι : «Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια καθώς και σε πλοία τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους τις νυκτερινές ώρες, δηλ. 23.00 μέχρι 07.00 ώρας.», με αποτέλεσμα την επάνοδο στον κανόνα και την υποχρέωση για καταβολή του επιδόματος εξπρές και στις περιπτώσεις αυτές (οράτε σχετικά ΕφΠ. 517/2011 55/2011, 764/2010, 663/2008, αδημοσίευτες στο νομικό τύπο, ΜΕφΠ. 626/2014 ό.π.). στ.δ. Με το άρθρο 14 των πιο πάνω Υ.Α ορίστηκε ότι «1. Στα πληρώματα των πλοίων …καταβάλλεται ως δώρο ο μισθός ενός μηνός επ’ ευκαιρία των εορτών των Χριστουγέννων και του Νέου Έτους και ο μισθός 15 ημερών επ’ ευκαιρία των εορτών του Πάσχα. 2. Τα δώρα εορτών υπολογίζονται επί των καταβαλλομένων παγίων και σταθερών αποδοχών ήτοι μισθού ενεργείας και επιδομάτων περιλαμβανομένων και των υπερωριών. 3. Κατά την απόλυση του ο Ναυτικός δικαιούται και την καταβολή τής αναλογίας του Δώρου Εορτών». Από το συνδυασμό της προαναφερθείσας διάταξης με εκείνες των άρθρων 2, 3 και 7 της υπ` αρ. 70109/8008/82 Υ.Α (Εμπ.Ναυτ.) «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β` 1/7 Ιανουαρίου 1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών αντίστοιχα, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ` όλο το διάστημα από 01ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 01ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 01ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 01ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου, αντιστοίχως, προς υπολογισμό των οποίων λαμβάνονται υπ` όψιν ο καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα προ του Πάσχα αντιστοίχως και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ` επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, όπως, φερ’ ειπείν, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας, η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές (οράτε ΕφΠ. 568/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 283/2009 ΕΝαυτΔ 2009 σ. 102, ΜΕφΠ. 36/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία, είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, λαμβανομένου άρα υπόψη και του ημερήσιου αντίτιμου τροφής προς υπολογισμό των επιδομάτων εορτών (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003 σ. 345, ΕφΠ. 521/2009 ΕΝΔ 2009 σ. 273, ΜΕφΠ. 36/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εάν συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικά και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου υπό της οικείας ΣΣΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία επιμίσθιο, ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτου, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση (οράτε ΑΠ 1077/1986 ΕΝΔ 1987 σ. 260, ΕφΠ. 471/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΠ. 36/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ζ. Το γεγονός δε ότι ο εργαζόμενος – ενάγων υπογράφει ανεπιφύλακτα τις μηνιαίες μισθολογικές αποδείξεις, αφενός δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτησή του από τις ως άνω νόμιμες αποδοχές του, αφετέρου είναι άνευ νομίμου επιρροής, κατά τη γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν. 2112/1920 και 8 § 4 Ν. 4020/1959, σύμφωνα με την οποία κάθε παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή άφεσης χρέους, κατ’ άρθρο 454 ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (οράτε ΑΠ 587/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1524/2004 ΝΟΜΟΣ, 495/2006 ΔΕΕ 2006 σ. 948, ΕφΠ. 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013 σ. 208, ΜΕφΠ. 698/2014 ΕλλΔνη 2015 σ. 499 με σημείωση Ε. Στασινόπουλου). η. Περαιτέρω, η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό των άρθρων 904 επ. ΑΚ, τόσο από ουσιαστική, όσο και από δικονομική άποψη, έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί, αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι αυτή θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (οράτε ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 2004 σ. 475, 712/2001 ΕλλΔνη 2002 σ. 762, 930/1997 ΕΕΝ 1999 σ. 50, 1322/1996 ΕλλΔνη 1997 σ. 1045, ΕφΛάρ 347/2005 Δικογραφία 2005 σ. 530, ΕφΑθ 2044/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 § 1α ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση έργου ή την πώληση, αρκεί, για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο, διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξεταστεί μόνο αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση κύρια βάση απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε αντικείμενο της δίκης. Έτσι, πληρούται, με τον τρόπο αυτό, ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ που απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (οράτε ΟλΑΠ 22-23/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 1261, ΑΠ 1647/2002 ΕΕργΔ 2003 σ. 748, σχετικές επίσης οι ΑΠ 425/2004 ΕλλΔνη 2006 σ. 145, 1056/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1457/2001 ΕλλΔνη 2002 σ. 1690, 1322/1996 ΕλλΔνη 1997 σ. 1045, ΕφΑθ 5617/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 1523, παραβάλλατε επίσης και τις ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 983 και ΕφΑθ 8570/2007 ΕλλΔνη 2008 σ. 930 κατά τις οποίες δεν συγχωρείται η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αγωγή, έστω και επικουρικώς ασκούμενη, εφόσον στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται και η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία). θ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 450 § 2 ΚΠολΔ, κάθε διάδικος ή τρίτος έχει την υποχρέωση να επιδείξει τα έγγραφα τα οποία κατέχει και τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος που να δικαιολογεί τη μη επίδειξή τους. Για την πληρότητα της σχετικής αίτησης, πρέπει σαφώς να εκτίθεται ότι το έγγραφο βρίσκεται στα χέρια του αντιδίκου του αιτούντος, αφού τούτο αποτελεί προϋπόθεση της υποχρέωσης προς επίδειξη. Επίσης, πρέπει να προσδιορίζεται το έγγραφο και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενό του άλλως η αίτηση είναι αόριστη (οράτε ΑΠ 546/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 935/2002 ΕλλΔνη 2003 σ. 1310, ΕφΑθ 3788-9/2008 ΕλλΔνη 2009 σ. 210, 442/2006 ΕλλΔνη 2007 σ. 1127). Ειδικότερα δε εκτός της επικλήσεως ότι το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του αντιδίκου του αιτούντος, απαιτείται ο σαφής προσδιορισμός του περιεχομένου του εγγράφου που πρέπει επιπλέον να είναι πρόσφορο για άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή ανταπόδειξη αναφερόμενη σε τέτοιο ισχυρισμό του αντιδίκου του αιτούντος. Αν λείπουν δε αυτές οι προϋποθέσεις, η αίτηση επίδειξης του εγγράφου απορρίπτεται ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας (οράτε ΑΠ 681/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3788-9/2008 ό.π. 442/2006 ό.π., ΠΠρΑθ 4370/2011 ΕλλΔνη 2013 σ. 789). Η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού των επιδεικτέων εγγράφων επιβάλλεται : α) από τη διάταξη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, που αξιώνει τον ακριβή προσδιορισμό του αντικειμένου και αιτήματος της αγωγής, β) από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 του ίδιου Κώδικα, οι οποίες καθιστούν αντικείμενο απόδειξης μόνο τα πραγματικά γεγονότα δηλαδή συγκεκριμένα περιστατικά και γ) από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ που ορίζει ότι η αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει αν από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποιότητα και η ποσότητα της παροχής. Σύμφωνα δε με το άρθρο 452 § 1 ΚΠολΔ, η εκτέλεση της απόφασης που διατάσσει την επίδειξη γίνεται κατά τις διατάξεις για την εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων που συνίστανται σε απόδοση και παράδοση πράγματος ή ενέργεια πράξης. Τέτοιες είναι οι των άρθρων 941 και 946 ΚΠολΔ, από το συνδυασμό των οποίων σαφώς προκύπτει ότι το αντικείμενο της εκτελέσεως πρέπει να είναι εντελώς εξειδικευμένο αλλιώς η εκτέλεση δεν είναι εφικτή (οράτε ΑΠ 776/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3788-9/2008 ό.π.).

       Β. Με την υπό κρίση αγωγή, όπως το περιεχόμενο και το αιτητικό της εκτιμάται και αξιολογείται από το Δικαστήριο και μετά το νομότυπο περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό ο οποίος έλαβε χώρα με τις προτάσεις του ενάγοντος οι οποίες κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση (115 § 1, 223 εδ. β΄, 238 και 666 § 1 ΚΠολΔ), ως προς τα κονδύλια που αφορούν : α) στη διαφορά από υπερωρίες (ύψους 15.391,52 ευρώ) και β) στη διαφορά από τα δρομολόγια express (ύψους 11.939,16 ευρώ) συνολικού ύψους (27.330,78 ευρώ), με αποτέλεσμα ο καταψηφιστικός χαρακτήρας της αγωγής να διατηρείται για τα λοιπά αγωγικά κονδύλια το συνολικό ύψος των οποίων ανέρχεται σε (42.373,06 – 27.330,78=) 15.042,28 ευρώ,  ο ενάγων αναφέρει ότι, όντας Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, δυνάμει της από 16.12.2010 σύμβασης ναυτικής εργασίας που συνήφθη στη Σύρο, μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, ναυτολογήθηκε, την ίδια εκείνη ημέρα, από τον πλοίαρχο για να εργασθεί στο πλοίο «…», του οποίου η πρώτη εναγομένη είναι εφοπλίστρια και κυρία η δεύτερη, δυνάμει σύμβασης εφοπλισμού που συνήφθη μεταξύ των εναγομένων, με την ειδικότητα του ναύτη, αμοιβόμενος, με βάση τη σύμβαση αυτή, κατά την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών – Επιβατηγών Πλοίων. Ο ενάγων προβάλλει ότι παρέμεινε ναυτολογημένος μέχρι και την 22.01.2011, απολυθείς στο λιμάνι του Λαυρίου «κοινή συναινέσει» και ναυτολογηθείς στο ίδιο πλοίο, κατά τα ανωτέρω, την 26.02.2011 στο Λαύριο. Απολύθηκε δε τη 16.6.2011 στη Σύρο, λόγω αντικατάστασης του ναυτολογίου, οπότε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν, μέχρι και την 20.8.2011, οπότε απολύθηκε στο Λαύριο «κοινή συναινέσει». Ο ενάγων προβάλλει ότι ναυτολογήθηκε εκ νέου τη 12.9.2011 στη Σύρο και πάλι με την ίδια ειδικότητα, μέχρι και τη 16.12.2011 οπότε απολύθηκε στη Σύρο λόγω αντικατάστασης ναυτολογίου, ναυτολογηθείς πάλι αυθημερόν στη Σύρο, με την ίδια ειδικότητα, μέχρι και την 18.3.2012, όταν και απολύθηκε στη Σύρο «αμοιβαία συναινέσει». Για δε το χρονικό διάστημα από 09.12.2011 μέχρι και την 22.12.2011 κατά το οποίο το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο στο λιμάνι της Σύρου για τη διενέργεια επισκευών, εκείνος υποστηρίζει ότι ήταν επίσης ναυτολογημένος βοηθώντας στις επισκευές. Περαιτέρω, ο ενάγων παραθέτει τα το πρόγραμμα των  δρομολογίων που πραγματοποιούσε το πλοίο και τις εφτά ημέρες της εβδομάδας, εκτελώντας τα δρομολόγια της άγονης γραμμής, πραγματοποιώντας μέχρι και 12 προσεγγίσεις σε μία ημέρα. Εκτός δε αυτών, ο ενάγων μνημονεύει αναλυτικά τα ωράρια εργασίας του, υποστηρίζοντας, ουσιαστικά ότι οι ναύτες του ένδικου πλοίου ξεκινούσαν την εργασία τους μία ώρα πριν τον αρχικό απόπλου και την τερμάτιζαν μία ώρα μετά τον τελικό κατάπλου. Ο ενάγων ισχυρίζεται δε ότι εργαζόταν καθεμία από τις ανωτέρω ημέρες ως κάτωθι : κάθε Δευτέρα 13 ώρες, κάθε Τρίτη 13 ώρες, κάθε Τετάρτη 20 ώρες, κάθε Πέμπτη 12 ώρες, κάθε Παρασκευή 16 ώρες, κάθε Σάββατο 18 ώρες και κάθε Κυριακή 15 ώρες. Στη συνέχεια, ο ενάγων διατείνεται ότι διατηρεί κατά των εναγομένων τις κάτωθι αξιώσεις : Κατά πρώτον, ένεκα της παροχής υπερωριακής εργασίας, παραθέτοντας, αναλυτικά, τις ημέρες και τις ώρες που εργάστηκε υπερωριακά, ο ενάγων προβάλλει ότι έπρεπε να του καταβληθεί το συνολικό ποσό των 24.257,08 ευρώ, έναντι του οποίου αναφέρει ότι έχει λάβει το συνολικό ποσό των 8.865,56 ευρώ, με αποτέλεσμα το τελικά αξιούμενο, για την αιτία αυτή, ποσό να ανέρχεται σε 15.391,52 ευρώ. Κατά δεύτερον, ο ενάγων υποστηρίζει ότι έπρεπε να του καταβληθεί, υπό μορφή μισθών, το συνολικό ποσό των 19.442,42 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το συνολικό ποσό των 15.477,66 ευρώ, με αποτέλεσμα, για την αιτία αυτή, να ζητεί το συνολικό ποσό των 3.964,76 ευρώ. Κατά τρίτον, ο ενάγων, για τη συνδρομή του κατά τη διαδικασία της φορτοεκφόρτωσης των οχημάτων πάσης φύσεως στο ένδικο πλοίο, αναφέρει ότι έπρεπε να λάβει το συνολικό ποσό 1.752,10 ευρώ, έναντι του οποίου υποστηρίζει ότι έλαβε συνολικά 676,35 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά των 1.075,75 ευρώ. Κατά τέταρτον, ο ενάγων υποστηρίζει ότι, υπό μορφή επιδόματος άγονης γραμμής, έπρεπε να του καταβληθεί το συνολικό ποσό των 3.438,82 ευρώ, έναντι του οποίου έχει λάβει συνολικά 724,95 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται, για την αιτία αυτή, το ποσό των 2.713,87 ευρώ. Κατά πέμπτον, ο ενάγων, υποστηρίζοντας ότι το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγια express, όπως αναλύεται στην αγωγή, έπρεπε να του καταβληθεί, για την αιτία αυτή, το συνολικό ποσό των 13.722,28 ευρώ, έναντι του οποίου αναφέρει ότι έλαβε το συνολικό ποσό των 1.783,02 ευρώ, με αποτέλεσμα το αξιούμενο, για την αιτία αυτή, ποσό να ανέρχεται σε 11.939,26 ευρώ. Κατά έκτον, αναφέροντας ότι έπρεπε να του καταβληθεί, υπό μορφή επιδόματος εορτών Πάσχα 2011, το συνολικό ποσό των 2.252,87 ευρώ, έναντι του οποίου αναφέρει ότι έλαβε το συνολικό ποσό των 324,35 ευρώ με αποτέλεσμα το αξιούμενο, για την αιτία αυτή, ποσό να ανέρχεται σε 1.928,52 ευρώ. Τέλος, κατά έβδομον, αναφέροντας ότι έπρεπε να του καταβληθεί, υπό μορφή επιδόματος εορτών Χριστουγέννων 2011, το συνολικό ποσό των 5.540,74 ευρώ, έναντι του οποίου αναφέρει ότι έλαβε το συνολικό ποσό των 181,36 ευρώ με αποτέλεσμα το αξιούμενο, για την αιτία αυτή, ποσό να ανέρχεται σε 5.359,38 ευρώ. Για τους λόγους δε αυτούς, ο ενάγων, αναφέροντας ότι είχε ασκήσει τη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή του ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη με την υπ’ αριθμ. 4251/2013 απόφασή του, απόφαση κατά της οποίας ο ενάγων αναφέρει ότι άσκησε έφεση η οποία απορρίφθηκε, κατ’ ουσίαν, με την υπ’ αριθμ. 27/2015 του Μονομελούς Εφετείου Π. και, εφόσον εντός εξαμήνου από την τελεσίδικη απόρριψη της αγωγής εκείνης (263 ΑΚ), άσκησε την κρινόμενη αγωγή, ζητεί, κατά την κύρια βάση της αγωγής, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον και, ειδικότερα, η μεν πρώτη ως εργοδότρια – εφοπλίστρια του πλοίου όπου εργαζόταν και δεύτερη ως κυρία αυτού (και μέχρι του ύψους της αξίας του πλοίου), να του καταβάλουν το συνολικό ποσό των 15.042,28 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλουν το συνολικό ποσό των 27.330,78 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την απόλυσή του από το ένδικο πλοίο (18.3.2012) και, επικουρικά, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Κατά την επικουρική δε βάση της αγωγής, ο ενάγων ζητεί την επιδίκαση των ποσών αυτών βάσει των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, υποστηρίζοντας ότι έχουν καταστεί αδικαιολογήτως πλουσιότερες σε βάρος της περιουσίας του, εφόσον ωφελήθηκαν αδικαιολόγητα και άνευ νόμιμης αιτίας, κατά τα αξιούμενα ποσά, από την παρασχεθείσα εργασία του αυτή, ποσά τα οποία θα υποχρεούνταν να καταβάλουν σε άλλο ναυτικό, τελώντας υπό τις αυτές με τον ενάγοντα περιστάσεις και συνθήκες. Παρεπομένως, επίσης, ζητείται η κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και, τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη – εφοπλίστρια, κατά τη συζήτηση της αγωγής και με τις προτάσεις της, όλους τους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του, καθώς και τις σελίδες από το ημερολόγιο της γέφυρας του ένδικου πλοίου από την 01.01.2011 μέχρι και την 31.12.2011. Η αγωγή, με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα, αρμοδίως, κατά τόπον, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία και αρμοδιότητα προς εκδίκασή της, εφόσον, στην προκείμενη περίπτωση, με βάση το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25 § 2, 74 αριθμ. 1 εδ. β` και 37 § 1 ΚΠολΔ, διότι, κατά τα στην αγωγή διαλαμβανόμενα, η δεύτερη εναγομένη έχει την έδρα της στον Π. και, μεταξύ των εναγομένων, υπάρχει ο δεσμός της παθητικής ομοδικίας. Περαιτέρω, συντρέχει και αρμοδιότητα του Δικαστηρίου καθ’ ύλη (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12, 13, 14 § 2 και 16 περ. 2, ΚΠολΔ) για να δικασθεί η υπόθεση κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ, κατ’ άρθρο 82 Ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ). Επίσης, η αγωγή είναι, ως προς την κύρια αυτής βάση και παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εναγομένων, επαρκώς ορισμένη και νόμω βάσιμη, εν μέρει, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 341, 345, 346, 481, 648 επ. και 914 επ. ΑΚ, 39, 53, 54, 55, 57, 84, 105 § 4 και 106 εδ. α` Ν. 3816/1958 (ΚΙΝΔ), της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2009 η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.5/01/2009 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1928/08.9.2009), της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, έτους 2011 η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 3525.1.5.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄ 1070/31.5.2011), της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14.12.1981/07.01.1982 απόφασης του ΥΕΝ, για τις προϋποθέσεις χορήγησης επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιούμενους ναυτικούς και σε εκείνες των άρθρων 70, 176, 180, 191 § 2, 907 και 908 § 1 στοιχ. ε΄ ΚΠολΔ, με τη διευκρίνιση ότι, είναι νόμω αβάσιμο το αίτημά, καθ’ ο μέτρο ο υπολογισμός των αξιούμενων κονδυλίων λαμβάνει χώρα με βάση τις διατάξεις της ανωτέρω μνημονευθείσας ΣΣΝΕ του 2011, για τις επίδικες αγωγικές αξιώσεις που αφορούν στο μέχρι και την 31.5.2011 χρονικό διάστημα, ως προς το οποίο καλούνται σε εφαρμογή οι διατάξεις της ΣΣΝΕ του 2009, εφόσον ο μεν ενάγων δεν αναφέρει στην αγωγή του (ούτε αποδεικνύει) ότι τόσο αυτός όσο και η πρώτη εναγομένη ήταν μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων που συμβλήθηκαν κατά τη σύναψη της ΣΣΝΕ που αφορά στο έτος 2011, εφόσον, σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση ανωτέρω υπό στοιχείο Α.δ. αναφέρονται, η ισχύς των ΣΣΝΕ που κυρώθηκαν με απόφαση του αρμοδίου υπουργού, για να δεσμεύονται και οι τρίτοι, αρχίζει γι’ αυτούς από τη δημοσίευση στο ΦΕΚ της κυρωτικής υπουργικής απόφασης ακόμα και αν η ίδια η ΣΣΝΕ στο κείμενό της καθορίζει προγενέστερο χρόνο έναρξης της ισχύος της, εφόσον η απόφαση αυτή του υπουργού, ως κανονιστική διοικητική πράξη, ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση η οποία όμως δεν έχει παρασχεθεί από το Ν. 3276/1944, ώστε η κυρωτική αυτή απόφαση να έχει αναδρομική ισχύ (οράτε ΜΠρΠ. 2439/2011 προσκομιζόμενη). Ως εκ τούτου, η ΣΣΝΕ του 2011 και, εφόσον αυτή, δημοσιεύθηκε, μετά την κύρωσή της από τον αρμόδιο Υπουργό, στο ΦΕΚ την 31.5.2011 (Β΄ αρ. 1070), στοιχείο το οποίο ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, δεν καλείται σε (αναδρομική, ως προς τον ενάγοντα) εφαρμογή, αναφορικά με τις επίδικες αγωγικές αξιώσεις που αφορούν στην παροχή εργασίας και καλύπτουν το χρονικό διάστημα 01.01.2011 – 31.5.2011, αλλά, αντίθετα, ως προς το εν λόγω χρονικό διάστημα, καλούνται σε εφαρμογή οι διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2009. Μη νόμιμα, επίσης, ζητείται  επιδίκαση ποσών υπό μορφή επιδόματος άγονης γραμμής, καθ’ ο μέτρο, το αίτημα περιλαμβάνει ποσά πέραν του ποσού του 7% (ή της αναλογίας του) σε μηνιαία βάση καταβλητέου εφάπαξ, σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση ανωτέρω, υπό στοιχείο στ.β. αναφέρονται. Αναφορικά δε με την επικουρική βάση της, η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη, εφόσον δεν εμπεριέχεται η απλή έστω επίκληση της ακυρότητας της μεταξύ των διαδίκων σύμβαση ναυτικής εργασίας, σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση υπό στοιχείο Α.η. αναφέρονται. Περαιτέρω, ως προς το παρεπόμενο αίτημά της, για την επιδίκαση τόκων, για το σύνολο των αγωγικών κονδυλίων, από την επομένη της απόλυσης του ενάγοντος, τούτο, είναι νόμω βάσιμο, για το πριν την επίδοση της αγωγής (και ειδικότερα με χρόνο έναρξης τοκοδοσίας τη λύση της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος που έλαβε χώρα τη 18.3.2012) μόνο για τα κονδύλια που ζητούνται υπό μορφή διαφορών επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων 2011, εφόσον οι εφαρμοστέες, κατά τα ανωτέρω, ΣΣΝΕ, στο άρθρο 14 § 3 αυτών ορίζουν ότι, κατά την απόλυσή του, ο ναυτικός δικαιούται και την καταβολή της αναλογίας των επιδομάτων εορτών, ενώ, ωσαύτως, δεν υπάρχει κανένας ισχυρισμός περί όχλησης, σε σχέση με τα λοιπά ποσά, σε χρόνο προγενέστερο της άσκησης της αγωγής, με αποτέλεσμα η τοκοδοσία, ως προς όλα τα λοιπά κονδύλια, να μη μπορεί να εκκινήσει πριν την επίδοση της κρινόμενης αγωγής. Αναφορικά δε με το παρεπόμενο αίτημα προσκομιδής [επίδειξης, στην πράξη κατ’ άρθρο 450 § 2 ΚΠολΔ], εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, όλων των μισθοδοτικών λογαριασμών του ενάγοντος, καθώς επίσης και του ημερολογίου γέφυρας του ένδικου πλοίου το χρονικό διάστημα από 01.01.2011 – 31.12.2011, τούτο είναι, σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση ανωτέρω αναφέρθηκαν υπό στοιχείο Α.θ., απορριπτέο ως αόριστο, εφόσον δεν εκτίθεται σαφώς ότι τα έγγραφα αυτά βρίσκονται στα χέρια των εκπροσώπων της εναγομένης, ούτε δε προσδιορίζονται τα έγγραφα και πολύ δε περισσότερο δεν περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενό τους. Περαιτέρω και καθ’ ο μέτρο η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νόμω βάσιμη, είναι ερευνητέα και επί της ουσίας, εφόσον κατατέθηκε στο φάκελο το προβλεπόμενο (υπ’ αριθμ. Α Α030629) γραμμάτιο προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Π. (άρθρο 61 Ν. 4194/2013), ενώ, ωσαύτως, δεν είναι αναγκαία, για την εξέτασή της, η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, εφόσον το προς καταψήφιση αιτούμενο ποσό υπολείπεται του ανωτάτου ορίου (20.000,00 ευρώ) της καθ’ ύλη αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου (άρθρα 14 § 2 ΚΠολΔ και 71 ΕισΝΚΠολΔ).

       Γ.α. Από τη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η ενοχή αποσβήνεται με την καταβολή, συνάγεται ότι στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Επομένως, για να είναι ορισμένη, ειδικότερα, η υποβαλλόμενη από τον εργοδότη ένσταση εξόφλησης των πάσης φύσεως αποδοχών και αξιώσεων του εργαζομένου από τη σχέση εργασίας, με την επίκληση σχετικής έγγραφης απόδειξης του μισθωτού περί πληρωμής όλων των απαιτήσεων του, δεν αρκεί να διαλαμβάνεται κατά τρόπο γενικό το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε στο μισθωτό για την παρεχόμενη εργασία του, εκτός αν πρόκειται για μία και μόνη απαίτηση και προσδιορίζεται το ποσό και η αιτία της καταβολής, αλλά και τα επιμέρους ποσά που καταβλήθηκαν για κάθε αιτία και ο χρόνος καταβολής αυτών, διότι έτσι μόνο προστατεύεται ο εργαζόμενος από τυχόν καταστρατήγηση των εργατικών νόμων που απαγορεύουν τον περιορισμό των δικαιωμάτων του για την απόληψη των ελαχίστων ορίων αποδοχών. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, με το άρθρο 18 § 1 του Ν. 1082/1980 επιβάλλεται στον εργοδότη η υποχρέωση να χορηγεί, κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού του, εκκαθαριστικό σημείωμα ή σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφικού συστήματος ανάλυση μισθοδοσίας που θα απεικονίζουν αναλυτικά τις πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και τις επ’ αυτών κρατήσεις (οράτε ΑΠ 178/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1828/2008 ΔΕΝ 2009 σ. 628=ΕΕργΔ 2009 σ. 1336, 1320/2008 ΕλλΔνη 2008 2008 σ. 1426=ΧρΙΔ 2009 σ. 311, 1086/2006 ΕΕργΔ 2007 σ. 306=ΕλλΔνη 2009 σ. 503, ΕφΑθ 1826/2011 ΕλλΔνη 2013 σ. 1066, 721/2011 ΕλλΔνη 2012 σ. 209, ΜΠρΑθ 104/2011 ΕλλΔνη 2013 σ. 1407). Σημειώνεται δε ότι ο εργοδότης διατηρεί τη δυνατότητα να αποδείξει την προβαλλόμενη από αυτόν ένσταση εξόφλησης των αποδοχών του εργαζομένου με άλλα αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Κατά το άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ (οράτε ΑΠ 24/2000 ΔΕΝ 56 σ. 851, ΕφΑθ 996/2014 ΕλλΔνη 2014 σ. 1049 με σημείωση Ευαγ. Στασινόπουλου), η δε εξοφλητική απόδειξη αποτελεί, στην πραγματικότητα, εξώδικη ομολογία που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο (οράτε ΑΠ 689/2003 ΝοΒ σ. 459 ΕφΠ. 9/2005 ΕλλΔνη 2005 σ. 545, ΕφΑθ 996/2014 ό.π.) και η οποία ανακαλείται, αν δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια (οράτε Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ υπό άρθρο 352 σ. 698, ΕφΑθ 996/2014 ό.π.). β. Αμφότερες δε οι εναγόμενες, με τις νομότυπα, κατά τη συζήτηση, κατατεθείσες προτάσεις τους και με προφορική δήλωση των πληρεξουσίων τους δικηγόρων που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά, αρνούνται την αγωγή και ζητούν την απόρριψή της και την καταδίκη του ενάγοντος στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων, προβάλλοντας, συνάμα ισχυρισμό περί εξόφλησης των αγωγικών κονδυλίων. Ο ισχυρισμός αυτός είναι επαρκώς ορισμένος, νόμω βάσιμος και στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 416 ΑΚ.

Δ. Εν προκειμένω, από την εκτίμηση όλων των εγγράφων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (οράτε ΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003 σ. 937, ΑΠ 577/2013 ΕλλΔνη 2014 σ. 738 με σημείωση Ι. Βαλμαντώνη, 1/2011 ΕλλΔνη 2011 σ. 731, 1324/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1076/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 1885/2008 ΕλλΔνη 2009 σ. 449, Δ. Κράνη Αποκλίσεις των ειδικών διαδικασιών έναντι της τακτικής καθώς και αναμεταξύ τους ΕλλΔνη 2006 σ. 366-369, Κ. Μακρίδου Δικονομία εργατικών διαφορών § 8 σ. 187 επ. πλαγ. 26 επ.), προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων απόδειξη), καθώς επίσης και τις υπ’ αριθμ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των Α. Μ. του Ε. και Ι. Τ. του Γ. που λήφθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Π. επ’ ευκαιρία της δίκης που άνοιξε με τη με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή που ο ενάγων απηύθυνε, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά των νυν εναγομένων, καθώς επίσης και από τις ομολογίες των διαδίκων που εκτίθενται κατωτέρω, αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά (σημειώνεται ότι η μνεία παρακάτω ορισμένων εγγράφων είναι ενδεικτική, αφού ουδενός νόμιμα και με επίκληση προσκομιζομένου εγγράφου η συνεκτίμηση παραλείφθηκε) : όπως συνομολογείται από τις εναγομένες (261 ΚΠολΔ), η δεύτερη εναγομένη είναι κυρία του φέροντος ελληνική σημαία επιβατηγού – οχηματαγωγού πλοίου «…» Ν.Π. … κ.ο.χ. 1.612,23, του οποίου η δεύτερη εναγομένη είναι εφοπλίστρια δυνάμει σύμβασης εφοπλισμού μεταξύ των εναγομένων. Περαιτέρω, ο ενάγων, όντας Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός και κάτοχος του υπ’ αριθμ. … ναυτικού φυλλαδίου, δυνάμει της από 16.12.2010 σύμβασης ναυτικής εργασίας που συνήφθη στη Σύρο, μεταξύ του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, ναυτολογήθηκε, την ίδια εκείνη ημέρα, στο πλοίο αυτό, για να εργαστεί με την ειδικότητα του ναύτη, αμοιβόμενος, κατά τη σύμβαση αυτή, βάσει της ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων που ισχύει κάθε χρόνο. Στο πλοίο αυτό εργάστηκε μέχρι και την 22.01.2011, οπότε απολύθηκε στο Λαύριο «αμοιβαία συναινέσει», ναυτολογηθείς εκ νέου στο ίδιο πλοίο στο Λαύριο την 26.02.2011, με την ίδια ειδικότητα, απολυθείς τη 16.6.2011 στη Σύρο, λόγω αντικατάστασης του ναυτολογίου, ναυτολογηθείς, εκ νέου, την ίδια ημέρα και στον ίδιο τόπο, μέχρι και την 20.8.2011, οπότε απολύθηκε στο Λαύριο «αμοιβαία συναινέσει» και ναυτολογήθηκε, εκ νέου, τη 12.9.2011 στη Σύρο, κατά τα ανωτέρω, με την ίδια ειδικότητα μέχρι και τη 18.3.2012 οπότε και απολύθηκε στη Σύρο «αμοιβαία συναινέσει», ενώ το χρονικό διάστημα από 09.12.2011 μέχρι 22.12.2011 το ένδικο πλοίο βρισκόταν στη Σύρο και ο ενάγων, παραμένοντας ναυτολογημένος και τότε, συμμετείχε στις επισκευές. Το πλοίο αυτό πραγματοποιούσε τακτικά ακτοπλοϊκά δρομολόγια, κατά κύριο λόγο, εντός του νησιωτικού συμπλέγματος των Κυκλάδων. Με βάση δε το με επίκληση προσκομιζόμενο πρόγραμμα δρομολογίων που είχε συντάξει η πρώτη εναγομένη, το πλοίο πραγματοποιούσε τα κάτωθι δρομολόγια : Δευτέρα. Απόπλους από τη Σύρο 12.00 για Νάξο, κατάπλους στις 13.40, απόπλους στις 14.00 για Ίο, κατάπλους στις 15.30 και απόπλους στις 15.50 για Θήρα κατάπλους στις 17.10 και απόπλους στις 17.30 για Σίκινο, κατάπλους στις 18.50, απόπλους στις 19.05 για Φολέγανδρο, κατάπλους στις 19.45, απόπλους στις 20,00 για Κίμωλο, κατάπλους στις 21.20 και απόπλους στις 21.35 για Μήλο, κατάπλους στις 22.35. Ώρες πλου 11 (διανυκτέρευση). Τρίτη. Απόπλους από τη Μήλο στις 07.00 για Κίμωλο, κατάπλους στις 08.00, απόπλους στις 08.15 για Φολέγανδρο, κατάπλους στις 09.35 και απόπλους στις 09.50 για Σίκινο, κατάπλους στις 10.30, απόπλους στις 10.45 για Θήρα, κατάπλους στις 12.05, απόπλους στις 12.25 για Ίο, κατάπλους στις 13.45 και απόπλους στις 14.05 για Νάξο όπου κατέπλεε στις 15.35 και απέπλεε στις 15.55 για Σύρο όπου κατέπλεε στις 17.35 ώρες πλου, 11 (διανυκτέρευση). Τετάρτη. Απόπλους από τη Σύρο στις 04.00 για Τήνο, κατάπλους ώρα 04:50, απόπλους στις 05.00 για Άνδρο, κατάπλους στις 06:50 και απόπλους στις 07.00 για Τήνο, κατάπλους στις 08.55, απόπλους στις 09.00 για Σύρο, κατάπλους στις 10.00 και απόπλους στις 12.00 για Πάρο, κατάπλους στις 13.30 και απόπλους στις 13.50 για Νάξο, κατέπλεε στις 14.50 και απόπλους στις 15.10 για Ίο, κατάπλους στις 16.50 και απόπλους στις 17.10 για Σίκινο, κατάπλους στις 17.35 και απόπλους στις 17.45 για Φολέγανδρο, κατάπλους στις 18.25 και απόπλους στις 18:40 για Θηρασία, κατάπλους στις 20.00 και απόπλους στις 20:10 για Θήρα, κατάπλους στις 20.30 και απόπλους στις 20.45 για Ανάφη, κατάπλους στις 22.25. Διανυκτέρευση ώρες πλου 18, προσεγγίσεις 12. Πέμπτη. Απόπλους από την Ανάφη στις 07.00 για Θήρα, κατάπλους στις 08.30 και απόπλους στις 08.50 για Θηρασία όπου κατέπλεε στις 09.10 και απόπλους στις 09.20 για Φολέγανδρο, κατάπλους στις 10.40 και απόπλους στις 10.55 για Σίκινο, κατάπλους στις 11.35 και απόπλους στις 11.45 για Ίο, κατάπλους στις 12.10 και απόπλους στις 12.30 για Νάξο, κατάπλους στις 14.10 και απόπλους στις 14.30 για Πάρο, κατάπλους στις 15.30 και απόπλους στις 15,50 για Σύρο, όπου κατέπλεε στις 17.25. Διανυκτέρευση ώρες πλου 10, προσεγγίσεις 8. Παρασκευή. Απόπλους από τη Σύρο στις 07.00 για Πάρο, κατάπλους 08.30 και απόπλους στις 08.50 για Νάξο, κατάπλους στις 09.50 και απόπλους στις 10.10 για Ηρακλειά, κατάπλους στις 11.20 και απόπλους στις 11.35 για Σχοινούσα, κατάπλους στις 11.45 και απόπλους στις 12.00 για Κουφονήσι, κατάπλους στις 12.30 και απόπλους στις 12.45 για Κατάπολα, κατάπλους στις 13.35 και απόπλους στις 13.50 για Αιγιάλη, κατάπλους στις 14.30 και απόπλους στις 14.45 για Δονούσα, κατάπλους στις 15.40 και απόπλους στις 15.55 για Νάξο, κατάπλους στις 17.25 και απόπλους στις 17.45 για Πάρο, κατάπλους στις 18.45 και απόπλους στις 19.05 για Σύρο, κατάπλους στις 20.40. Διανυκτέρευση, ώρες πλου 14, προσεγγίσεις 11. Σάββατο. Απόπλους από Σύρο στις 08.00 για Κύθνο, κατάπλους στις 10.15 και απόπλους στις 10.30 για Κέα, κατάπλους στις 11.40 και απόπλους στις 12.00 για Λαύριο, κατάπλους στις 13.00 και απόπλους στις 19.15 για Κέα, κατάπλους στις 20.10 και απόπλους στις 20.25 για Κύθνο, κατάπλους στις 21.35 και απόπλους στις 21.50 για Σύρο, κατάπλους στις 24.00. Διανυκτέρευση. Ώρες πλου 16, προσεγγίσεις 6. Κυριακή. Απόπλους από τη Σύρο στις 07.00 για Πάρο, κατάπλους στις 08.30 και απόπλους στις 08.50 για Νάξο, κατάπλους στις 09.50 και απόπλους στις 10.10 για Δονούσα, κατάπλους στις 11.40 και απόπλους για Αιγιάλη στις 11.55, κατάπλους στις 12.50 και απόπλους στις 13.05 για Κατάπολα, κατάπλους στις 13.45 και απόπλους στις 14.00 για Κουφονήσι, κατάπλους στις 14.40 και απόπλους στις 14.55 για Σχοινούσα, κατάπλους στις 15.25 και απόπλους στις 15.40 για Ηρακλειά, κατάπλους στις 15.50 και απόπλους στις 16.05 για Νάξο, κατάπλους 17.15 και απόπλους στις 17.35 για Πάρο, κατάπλους στις 18.35 και απόπλους στις 18.55 για Σύρο, κατάπλους στις 20.30. Διανυκτέρευση. Ώρες πλου 13, προσεγγίσεις 13. Περαιτέρω, ως προς το χρόνο απασχόλησης του ενάγοντος, λεκτέα τα κάτωθι : στο πλοίο υπηρετούν, ως κατώτερο πλήρωμα, εννέα συνολικά πρόσωπα, ήτοι ένας ναύκληρος, εφτά ναύτες και ένας ναυτόπαις, ενώ, άλλοτε, η θέση του ναυτόπαιδος καλυπτόταν από ναύτη. Ο ενάγων, όπως και οι λοιποί ναύτες, αναλάμβανε υπηρεσία μία ώρα πριν από τον κάθε απόπλου, εφόσον το πλοίο, υπό τις οδηγίες του ναύκληρου, έπρεπε να ετοιμάσει το πλοίο για να υποδεχθεί οχήματα και επιβάτες. Αντίστοιχα, τερμάτιζε την υπηρεσία του μισή ώρα μετά τον κατάπλου, οπότε, μαζί με τους λοιπούς ναύτες, αποχωρούσαν, πλην ενός ο οποίος εκτελούσε χρέη νυχτοφύλακα. Η κρίση δε περί παροχής υπερωριακής εργασίας από τον ενάγοντα ενισχύεται από το γεγονός ότι στους με επίκληση προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας, γίνεται μνεία ότι  ελάμβανε επιπλέον αμοιβή, για υπερωριακή εργασία κατά καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες. Ωσαύτως, το μεγαλύτερο μέρος από τις ώρες πλου του ένδικου πλοίου, ήταν χρόνος απασχόλησής του και πρέπει να προσδιοριστεί, κατά μέσον όρο σε δώδεκα ώρες ανά ημέρα, πλέον του χρόνου που αναπαυόταν στο πλοίο και γευμάτιζε ή δειπνούσε, με αποτέλεσμα να παρέχεται υπερωριακή εργασία, κατά μέσον όρο, για τέσσερις, πέραν του ωραρίου, ώρες, με εξαίρεση τα Σάββατα ως προς τα οποία η πρώτη εναγομένη, με το δικόγραφο των προτάσεών της, συνομολογεί ότι ο ενάγων εργαζόταν επί 18 ώρες, με αποτέλεσμα, τη συναγωγή πλήρους απόδειξης, σε βάρος της, ως προς το ζήτημα αυτό. Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι ο μάρτυρας ανταπόδειξης, ως προς τα καθήκοντα του ενάγοντος, αναφέρει, για εκείνον ότι, όντας παλαιός και έμπειρος ναυτικός, ο πλοίαρχος δεν του ανέθετε καθήκοντα νυχτοφύλακα, αλλά ότι τα μοναδικά σχεδόν καθήκοντα με τα οποία ήταν επιφορτισμένος ο ενάγων, ήταν στην πλώρη, μεταβαίνοντας εκεί ένα τέταρτο πριν από τον κατάπλου του πλοίου σε κάθε λιμάνι και μόλις τελείωνε το δέσιμο του πλοίου κατέβαινε στο γκαράζ για βοηθήσει στη φόρτωση. Ωσαύτως, ο ίδιος μάρτυρας ανέφερε ότι, ενδιάμεσα στα λιμάνια, οι ναύτες, πλην (εννοείται) του πηδαλιούχου, δεν εκτελούσαν καμία εργασία, όντες ελεύθεροι υπηρεσίας, αναφέροντας, επί πλέον, εμμέσως, πλην σαφώς, ότι στον ενάγοντα ουδέποτε είχαν ανατεθεί καθήκοντα πηδαλιούχησης. Αντίθετο περιεχόμενο έχει η κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ο οποίος, καίτοι εργαζόταν σε θέση διαφορετική από τον ενάγοντα (μηχανοστάσιο), ωστόσο είχε γνώση των τεκταινομένων, από την επαφή του όχι μόνο με τον ενάγοντα αλλά και με τους άλλους συναδέλφους του όχι μόνο του μηχανοστασίου αλλά και του καταστρώματος, εφόσον επρόκειτο για ένα μικρό σχετικά πλοίο στο οποίο οι ναυτικοί είχαν λογικά αρκετές φορές τη δυνατότητα να έρθουν σε επικοινωνία, όχι μόνο κατά τη διάρκεια του πλου, αλλά και κατά τις διανυκτερεύσεις που το πλοίο πραγματοποιούσε, κατά ανωτέρω και δη σε ανύποπτο χρόνο, εφόσον όλο το πλήρωμα τότε, πλην του νυχτοφύλακα, ήταν ελεύθερο υπηρεσίας. Ωσαύτως, το γεγονός της πραγματοποίησης υπερωριακής εργασίας από τον ενάγοντα αποδεικνύεται, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, από τις με επίκληση προσκομιζόμενες ατομικές αποδείξεις πληρωμής, όπου αναγράφεται ότι ο ενάγων λαμβάνει συγκεκριμένα ποσά για την παροχή υπερωριακής εργασίας, χωρίς να υπάρχει ισχυρισμός, εκ μέρους των εναγομένων, περί καταβολής τους από ελευθεριότητα. Με βάση δε τα ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα τις κάτωθι ημέρες τις οποίες το πλοίο πραγματοποίησε δρομολόγια, λαμβανομένων υπόψη και των όσων αναφέρονται στις σελίδες του ημερολογίου του ένδικου πλοίου, ήτοι, Δευτέρες :την 03.01.2011, 10.01.2011, 17.01.2011, 28.02.2011, 14.3.2011, 21.3.2011, 28.3.2011, 04.4.2011, 11.4.2011, 18.4.2011, 02.5.2011, 09.5.2011, 16.5.2011, 23.5.2011, (την 30.5.2011 το πλοίο δεν έκαμε δρομολόγια, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για υπερωριακή εργασία την ημέρα εκείνη). Συνολικά δε για τις 14 αυτές Δευτέρες που εργάστηκε μέχρι την 31.5.2011, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε (12-8) = 4 ώρες Χ 14 ημέρες = 56 ώρες Χ 8,16 ευρώ/ώρα 456,96 ευρώ. Επίσης, εργάστηκε την 06.6.2011, τη 13.6.2011, την 20.6.2011, την 27.6.2011, την 04.7.2011, την 11.7.2011, τη 18.7.2011, την 25.7.2011, την 01.8.2011, την 08.8.2011, τη 12.9.2011, τη 19.9.2011, την 26.6.2011, την 03.10.2011, τη 10.10.2011, τη 17.10.2011, (την 24.10.2011 το πλοίο δεν έκαμε δρομολόγια, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για υπερωριακή εργασία την ημέρα εκείνη), την 31.10.2011, την 07.11.2011, τη 14.11.2011, την 21.11.2011, την 28.11.2011 και την 05.12.2011. Συνολικά δε για τις 22 αυτές Δευτέρες που εργάστηκε, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε (12-8) = 4 ώρες Χ 22 ημέρες 88 ώρες Χ 8,38 ευρώ/ώρα 737,44 ευρώ. Σύνολο, για τις Δευτέρες του ένδικου χρονικού διαστήματος (456,96 +737,44=) 1.194,40 ευρώ. Τις Τρίτες : την 04.01.2011, την 11.01.2011, τη 18.01.2011, την 01.3.2011, (την 08.3.2011 το πλοίο δεν έκαμε δρομολόγια, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για υπερωριακή εργασία την ημέρα εκείνη), (τη 15.3.2011 το πλοίο παρουσίασε μηχανική βλάβη με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για την παροχή υπερωριακής εργασίας), (τη 15.3.2011 λόγω απαγόρευσης απόπλου του πλοίου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την παροχή υπερωριακής εργασίας), την 29.3.2011, την 05.4.2011, τη 12.4.2011, τη 19.4.2011, την 26.4.2011, την 03.5.2011, τη 10.5.2011, τη 17.5.2011, την 24.5.2011, (την 31.5.2011, το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια λόγω διενέργειας εργασιών επί του πλοίου). Συνολικά δε για τις 14 αυτές Τρίτες που εργάστηκε μέχρι την 31.5.2011, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε (12-8) = 4 ώρες Χ 13 ημέρες = 52 ώρες Χ 8,16 ευρώ/ώρα 424,32 ευρώ. Την 07.6.2011, τη 14.6.2011, την 21.6.2011, την 28.6.2011, την 05.7.2011, τη 12.7.2011, τη 19.7.2011, την 26.7.2011, την 02.8.2011, την 09.8.2011, τη 16.8.2011, τη 13.9.2011, την 30.9.2011, την 27.9.2011, την 04.10.2011, την 11.10.2011, τη 18.10.2011, (την 25.10.2011 δεν πραγματοποίησε δρομολόγια, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για παροχή υπερωριακής εργασίας), την 01.11.2011, την 08.11.2011, (τη 15.11.2011 το πλοίο ναι μεν μετακινήθηκε πλην όμως δεν πραγματοποίησε το προβλεπόμενο δρομολόγιο, με απόπλου από τη Μήλο, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για την παροχή υπερωριακής εργασίας), την 22.11.2011, την 29.11.2011 και την 27.12.2011. Συνολικά δε για τις 22 αυτές Τρίτες που εργάστηκε, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε (12-8) = 4 ώρες Χ 22 ημέρες 88 ώρες Χ 8,38 ευρώ/ώρα 737,44 ευρώ. Σύνολο για τις Τρίτες του ένδικου χρονικού διαστήματος (424,32 +737,44 =) 1.161,76 ευρώ. Τις Τετάρτες : την 05.01.2011, τη 12.01.2011, τη 19.01.2011, τη 02.3.2011, (την 09.3.2011 το πλοίο δεν έκαμε δρομολόγια, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για υπερωριακή εργασία την ημέρα εκείνη), (τη 15.3.2011 το πλοίο παρουσίασε μηχανική βλάβη με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για την παροχή υπερωριακής εργασίας), (τη 16.3.2011 λόγω απαγόρευσης απόπλου του πλοίου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την παροχή υπερωριακής εργασίας), (την 23.3.2011 δεν πραγματοποίησε δρομολόγια, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για την παροχή υπερωριακής εργασίας), την 30.3.2011, την 06.4.2011, τη 13.4.2011, την 20.4.2011, 27.4.2011, την 04.5.2011, την 11.5.2011, τη 18.5.2011, και την 25.5.2011. Συνολικά δε για τις 13 αυτές Τετάρτες που εργάστηκε μέχρι την 31.5.2011, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε (12-8) = 4 ώρες Χ 13 ημέρες = 52 ώρες Χ 8,16 ευρώ/ώρα 424,32 ευρώ. Την 01.6.2011 το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια ένεκα διενέργειας εργασιών, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για παροχή υπερωριακής εργασίας, ενώ ο ενάγων εργάστηκε υπερωριακά την 08.6.2011, τη 15.6.2011, την 22.6.2011, την 29.6.2011, την 06.7.2011, τη 13.7.2011, τη 20.7.2011, την 27.7.2011, την 03.8.2011, τη 10.8.2011, τη 17.8.2011, την 21.9.2011, την 28.9.2011, την 05.10.2011, τη 12.10.2011, τη 19.10.2011, την 26.10.2011, τη 02.11.2011, την 09.11.2011, τη 16.11.2011, την 23.11.2011, την 07.12.2011 και την 28.12.2011. Συνολικά δε για τις 23 αυτές Τετάρτες που εργάστηκε, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε (12-8) = 4 ώρες Χ 23 ημέρες 92 ώρες Χ 8,38 ευρώ/ώρα 770,96 ευρώ. Σύνολο για τις Τετάρτες του ένδικου χρονικού διαστήματος (424,32 +770,96 =) 1.195,28 ευρώ. Τις Πέμπτες : τη 13.01.2011, την 20.01.2011, την 03.3.2011, τη 10.3.2011, (τη 17.3.2011 λόγω εργασιών, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την παροχή υπερωριακής εργασίας), (την 24.3.2011 δεν πραγματοποίησε δρομολόγια, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για την παροχή υπερωριακής εργασίας), την 31.3.2011, την 07.4.2011, τη 14.4.2011, την 21.4.2011, 28.4.2011, την 05.5.2011, τη 12.5.2011, τη 19.5.2011, και την 26.5.2011. Συνολικά δε για τις 13 αυτές Πέμπτες που εργάστηκε μέχρι την 31.5.2011, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε (12-8) = 4 ώρες Χ 13 ημέρες = 52 ώρες Χ 8,16 ευρώ/ώρα 424,32 ευρώ. Την 09.6.2011, τη 16.6.2011, την 23.6.2011, την 30.6.2011, την 07.7.2011, τη 14.7.2011, τη 21.7.2011, την 28.7.2011, την 04.8.2011, την 11.8.2011, τη 18.8.2011, τη 15.9.2011, την 22.9.2011, την 29.9.2011, την 06.10.2011, τη 13.10.2011, την 20.10.2011, την 27.10.2011, την 03.11.2011, τη 10.11.2011, τη 17.11.2011, την 24.11.2011, την 01.12.2011 και την 29.12.2011. Συνολικά δε για τις 24 αυτές Πέμπτες που εργάστηκε, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε (12-8) = 4 ώρες Χ 24 ημέρες 96 ώρες Χ 8,38 ευρώ/ώρα 804,48 ευρώ. Σύνολο για τις Πέμπτες του ένδικου χρονικού διαστήματος (424,32 + 804,48 =) 1.228,80 ευρώ. Τις Παρασκευές : την 07.01.2011, τη 14.01.2011, την 21.01.2011, την 04.3.2011, την 11.3.2011, (τη 18.3.2011 λόγω εργασιών, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την παροχή υπερωριακής εργασίας), την 01.4.2011, την 08.4.2011, τη 15.4.2011, την 29.4.2011, την 06.5.2011, τη 13.5.2011, την 20.5.2011 και την 27.5.2011. Συνολικά δε, για τις 13 αυτές Παρασκευές που εργάστηκε μέχρι την 31.5.2011, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε (12-8) = 4 ώρες Χ 13 ημέρες = 52 ώρες Χ 8,16 ευρώ/ώρα = 424,32 ευρώ. Την 03.6.2011, τη 10.6.2011, τη 17.6.2011, την 24.6.2011, την 01.7.2011, την 08.7.2011, τη 15.7.2011, τη 22.7.2011, την 29.7.2011, την 05.8.2011, τη 12.8.2011, τη 19.8.2011, τη 16.9.2011, την 23.9.2011, την 30.9.2011, την 07.10.2011, τη 14.10.2011, την 21.10.2011, την 04.11.2011, την 11.11.2011, τη 18.11.2011, την 25.11.2011, τη 02.12.2011, την 23.12.2011 και την 30.12.2011. Συνολικά δε για τις 25 αυτές Παρασκευές που εργάστηκε, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε (12-8) = 4 ώρες Χ 25 ημέρες 100 ώρες Χ 8,38 ευρώ/ώρα = 838,00 ευρώ. Σύνολο για τις Παρασκευές του ένδικου χρονικού διαστήματος (424,32 + 838,00 =) 1.262,32 ευρώ. Τα Σάββατα : την 08.01.2011, τη 15.01.2011, την 22.01.2011, την 26.02.2011, την 05.3.2011, τη 12.3.2011, (τη 19.3.2011 λόγω εργασιών, δεν μπορεί να γίνει λόγος για την παροχή υπερωριακής εργασίας), την 26.3.2011, τη 02.4.2011, την 09.4.2011, τη 16.4.2011, την 30.4.2011, την 07.5.2011, τη 13.5.2011, τη 14.5.2011, 21.5.2011 και την 28.5.2011. Συνολικά δε για τα 16 αυτά Σάββατα που εργάστηκε μέχρι την 31.5.2011, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε 18 ώρες Χ 16 ημέρες = 288 ώρες Χ 9,80 ευρώ/ώρα = 2.822,40 ευρώ. Την 04.6.2011, την 11.6.2011, τη 18.6.2011, την 25.6.2011, τη 02.7.2011, την 09.7.2011, τη 16.7.2011, τη 23.7.2011, την 30.7.2011, την 06.8.2011, τη 13.8.2011, την 20.8.2011, τη 17.9.2011, την 24.9.2011, την 01.10.2011, την 08.10.2011, τη 15.10.2011, την 22.10.2011, την 29.10.2011, την 05.11.2011, (τη 12.11.2011 το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για την παροχή υπερωριακής εργασίας), τη 19.11.2011, την 26.11.2011, την 03.12.2012, την 24.12.2012 και την 31.12.2011. Συνολικά δε για τα 25 αυτά Σάββατα που εργάστηκε, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε 18 ώρες Χ 25 ημέρες 450 ώρες Χ 10,05 ευρώ/ώρα = 4.522,50 ευρώ. Σύνολο για τα Σάββατα του ένδικου χρονικού διαστήματος (2.822,40 + 4.522,50 =) 7.344,90 ευρώ. Τις αργίες : την 01.01.2011 δεν εκτελέστηκε το προγραμματισμένο δρομολόγιο και ο ενάγων δεν εργάστηκε υπερωριακά, ενώ ο ενάγων συμπλήρωσε υπερωριακή απασχόληση τις κάτωθι αργίες : την 06.01.2011 (Άγια Θεοφάνια), την 07.3.2011 (Καθαρά Δευτέρα), 25.3.2011 (Ευαγγελισμός της Θεοτόκου), 22.4.2011 (Μεγάλη Παρασκευή), [την 24.4.2011, (Κυριακή του Πάσχα), και την 25.4.2011 (Δευτέρα του Πάσχα και εορτή του Αγίου Γ.) δεν πραγματοποιήθηκαν πλόες ούτε δε παρασχέθηκε υπερωριακή εργασία από τον ενάγοντα], 01.5.2011 (Εργατική Πρωτομαγιά), 02.6.2011 (Εορτή της Αναλήψεως), 15.8.2011 (Κοίμηση της Θεοτόκου), 14.9.2011, (Ύψωση του Τιμίου Σταυρού), 28.10.2011 (επέτειος του ΌΧΙ), 06.12.2011 (εορτή Αγίου Νικολάου), [την 25.12.2011 (Χριστούγεννα) και την 26.12.2011 (Σύναξη της Θεοτόκου) δεν πραγματοποιήθηκαν πλόες και άρα ούτε υπερωριακή εργασία]. Συνολικά 10 αργίες, εκ των οποίων μέχρι και την 31.5.2011, 5 ημέρες Χ 12 ώρες = 60 ώρες Χ 9,80 ευρώ/ώρα = 588,00 ευρώ και από την 01.6.2011 και εφεξής, 5 ημέρες Χ 12 ώρες = 60 ώρες Χ 10,05 ευρώ/ώρα = 603,00 ευρώ. Σύνολο για τις αργίες (588,00 + 603,00 =) 1.191,00 ευρώ. Τέλος τις Κυριακές εργάστηκε υπερωριακά ως κάτωθι : την 02.01.2011, την 09.01.2011, τη 16.01.2011, την 27.02.2011, την 06.3.2011, τη 13.3.2011, την 20.3.2011, την 27.3.2011, την 03.4.2011, τη 10.4.2011, τη 17.4.2011, την 08.5.2011, τη 15.5.2011, την 22.5.2011 και την 29.5.2011. Συνολικά δε για τις 15 αυτές Κυριακές που εργάστηκε μέχρι την 31.5.2011, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε (12 – 8) = 4 ώρες Χ 15 ημέρες = 60 ώρες Χ 8,16 ευρώ/ώρα = 489,60 ευρώ. Την 05.6.2011, τη 12.6.2011, τη 19.6.2011, την 26.6.2011, την 03.7.2011, τη 10.7.2011, τη 17.7.2011, την 24.7.2011, την 31.7.2011, την 07.8.2011, τη 14.8.2011, τη 18.9.2011, την 25.9.2011, τη 02.10.2011, την 09.10.2011, τη 16.10.2011, την 23.10.2011, την 30.10.2011, την 06.11.2011, (τη 13.11.2011 το πλοίο δεν πραγματοποίησε δρομολόγια, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να γίνει λόγος για την παροχή υπερωριακής εργασίας), την 20.11.2011, την 27.11.2011 και την 04.12.2012. Συνολικά δε για τις 22 αυτές Κυριακές που εργάστηκε μέχρι την 31.5.2011, κατά μέσον όρο, συμπλήρωσε (12 – 8) = 4 ώρες Χ 22 ημέρες = 88 ώρες Χ 8,38 ευρώ/ώρα = 737,44 ευρώ. Σύνολο για τις Κυριακές (489,60 + 737,44=) 1.227,04 ευρώ. Σύνολο ποσών που έπρεπε να του καταβληθεί για την υπερωριακή απασχόληση το επίδικο χρονικό διάστημα : (1.194,40  + 1.161,76 + 1.195,28 + 1.228,80 + 1.262,32 + 7.344,90 + 1.191,00 + 1.227,04=) 15.805,50 ευρώ. Έναντι δε του ποσού αυτού, έχει λάβει, με βάση τις με επίκληση προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής, το συνολικό ποσό των (5.250,45 + 3.615,11=) 8.865,56 ευρώ, με αποτέλεσμα, από την αιτία αυτή, να δικαιούται το ποσό των (15.805,50 – 8.865,56=) 6.939,94 ευρώ. Κατά δεύτερον, οι αποδοχές του ενάγοντος το ένδικο χρονικό διάστημα είχαν διαμορφωθεί ως εξής : το μεν χρονικό διάστημα από την 01.01.2011 – 22.01.2011 και από την 26.02.2011 μέχρι και την 31.5.2011 σε 1.129,58 ευρώ (βασικός μισθός) + 248,51 ευρώ (επίδομα Κυριακής αργίας – ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας) + 55,11 ευρώ (επίδομα ιματισμού) + 34,35 ευρώ (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 391,65 ευρώ υπό μορφή άδειας [(1.129,58 : 30=) 51,31 + (248,51 : 30=) 8,28 + 18,74 ευρώ αντίτιμο τροφής = 78,83 ευρώ Χ 5 ημέρες]= 1.859,20 ευρώ, όπως είχε διαμορφωθεί με βάση την ισχύουσα για το ένδικο χρονικό διάστημα από την 01.01.2011 μέχρι και 31.5.2011 ΣΣΝΕ. Αντίστοιχα, δε για το ένδικο χρονικό διάστημα από 016.2011 – 31.12.2011, ίσχυσε η αμέσως μεταγενέστερη, κατά τα ανωτέρω ΣΣΝΕ βάσει της οποίας οι μηνιαίες τακτικές του αποδοχές ανέρχονταν σε 1.157,99 ευρώ (βασικός μισθός) + 254,76 ευρώ (επίδομα Κυριακής αργίας – ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας) + 56,50 ευρώ (επίδομα ιματισμού) + 35,22 ευρώ (επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας) + 401,65 ευρώ υπό μορφή άδειας [(1.157,99 : 30=) 52,63 + (254,76 : 30=) 8,49 + 19,21 ευρώ αντίτιμο τροφής = 80,33 ευρώ Χ 5 ημέρες]= 1.906,12 ευρώ. Έτσι για μεν τα χρονικά διαστήματα από την 01.01.2011 μέχρι 22.01.2011 και από 26.02.2011 μέχρι και 31.5.2011 ο ενάγων έπρεπε να λάβει (3 μήνες και 25 ημέρες) για μεν 3 μήνες Χ 1.859,20 = 5.577,60 ευρώ και για τις 25 ημέρες 1.859,20 Χ 5/6 του μήνα = 1.549,33 ευρώ. Σύνολο 01.01.2011 – 31.5.2011 (5.577,60 + 1.549,33 =) 7.126,93 ευρώ. Αντίστοιχα, για τα χρονικά διαστήματα από 01.6.2011 έως 20.8.2011 και 12.9.2011 έως 31.12.2011 έπρεπε να λάβει (6 μήνες και 12 ημέρες) για μεν τους έξι μήνες το ποσό των 6 Χ 1.906,12 ευρώ = 11.436,72 ευρώ και για τις 12 ημέρες το ποσό των 762,44 ευρώ. Σύνολο 01.6.2011 – 31.12.2011 (11.436,72+762,44 =) 12.199,16 ευρώ. Σύνολο υπό μορφή μισθών (7.126,93 +12.199,16=) 19.326,09 ευρώ. Έναντι δε του ποσού αυτού, όπως ο ίδιος συνομολογεί, έλαβε το συνολικό ποσό των 15.477,66 ευρώ με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά (19.326,09 – 15.477,66=) 3.848,43 ευρώ. Κατά τρίτον, ως προς τα αξιούμενα ποσά, υπό μορφή έχμασης των μεταφερόμενων με το ένδικο πλοίο οχημάτων, εφόσον εντός των καθηκόντων του περιλαμβανόταν και αυτό, επισημαίνεται ότι με βάση τις με επίκληση προσκομιζόμενες έγγραφες καταστάσεις των εναγομένων το κύρος των οποίων ο ίδιος ο ενάγων με το δικόγραφο των προτάσεών του που κατατέθηκαν, κατά τη συζήτηση της με αριθμό κατάθεσης … αγωγής του κατά των εναγομένων αναγνωρίζει και εφόσον ο ίδιος ουδέν προσκομίζει πρέπει να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο. Με βάση, λοιπόν, τις καταστάσεις αυτές, διακινήθηκαν, το ένδικο χρονικό διάστημα, τα κάτωθι οχήματα α) από την 01.01.2011 μέχρι 22.01.2011 (εκ παραδρομής αναφέρεται 22/11/2011), ΙΧΕ : 58, φορτηγά, 25, δίκυκλα : 32, λεωφορεία : 0, β) από 26.02.2011 – 20.8.2011 ΙΧΕ : 1.122, φορτηγά, 426, δίκυκλα : 1.055, λεωφορεία : 7 και γ) από 12.9.2011 – 31.12.2011 ΙΧΕ : 400, φορτηγά, 246, δίκυκλα : 402, λεωφορεία : 0. Σύνολο ΙΧΕ : 1.580, φορτηγά, 697, δίκυκλα : 1.511, λεωφορεία : 7. Με βάση λοιπόν το άρθρο 30 § 1 της εφαρμοστέας ΣΣΝΕ για το χρονικό διάστημα από 01.01.2011 – 31.5.2011 «Για κάθε φορτηγό συρόμενο ή επικαθήμενο αυτοκίνητο (νταλίκες, τροχόσπιτα κ.λπ.) δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 1,82 ευρώ. Για φορτοεκφόφτωση και έχμαση (κοτσάρισμα − ξεκοτσάρισμα) ασυνόδευτων επικαθήμενων οχημάτων επί πλέον 1,00 ευρώ ανά όχημα β. Για κάθε άλλο φορτηγό αυτοκίνητο παντός τύπου δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 1,23 ευρώ. γ. Για κάθε επιβατηγό αυτοκίνητο ή τρίκυκλο, δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 0,52 ευρώ και για κάθε δίκυκλο 0,24 ευρώ». Αντίστοιχα, με βάση το άρθρο 30 § 1 της εφαρμοστέα ΣΣΝΕ για το χρονικό διάστημα από 01.6.2011 – 31.12.2011 «Στο κατώτερο προσωπικό καταστρώματος που ασχολείται στη φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή ως ακολούθως : α. Για κάθε φορτηγό συρόμενο ή επικαθήμενο αυτοκίνητο (νταλίκες, τροχόσπιτα κ.λπ.) δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 1,87 ευρώ. Για φορτοεκφόφτωση και έχμαση (κοτσάρισμα − ξεκοτσάρισμα) ασυνόδευτων επικαθήμενων οχημάτων επί πλέον 1,03 ευρώ ανά όχημα. β. Για κάθε άλλο φορτηγό αυτοκίνητο παντός τύπου δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 1,26 ευρώ. γ. Για κάθε επιβατηγό αυτοκίνητο ή τρίκυκλο, δημοσίας ή ιδιωτικής χρήσεως 0,54 ευρώ και για κάθε δίκυκλο 0,25 ευρώ. Αντίστοιχα, με βάση το άρθρο 30 § 2 αμφοτέρων των ΣΣΝΕ : «Η καταβολή κατά μήνα των κατά τα ως άνω ποσών στους δικαιούχους γίνεται αναλογικά σε καθένα από αυτούς. Ως προς το ναύκληρο και υποναύκληρο, το αναλογούν εις αυτούς ποσόν προσαυξάνεται κατά ποσοστό (10%) του απομένοντος υπολοίπου ανακατανεμομένου εξ ίσου μεταξύ των υπολοίπων μελών του κατωτέρου πληρώματος καταστρώματος. Για χρόνο υπηρεσίας ολιγότερο του μηνός καταβάλλεται στους δικαιούχους ανάλογο κλάσμα του αντίστοιχου ποσού. Οι ως άνω πρόσθετες αμοιβές σε καμία περίπτωση δεν συμψηφίζονται με οποιαδήποτε άλλη παροχή ούτε συμπεριλαμβάνονται σε οποιονδήποτε συμφωνηθέντα κλειστό μισθό». Στην προκείμενη περίπτωση, πρέπει να γίνει διαχωρισμός. Για μεν τις 117 ημέρες του χρονικού διαστήματος από 01.01.2011 – 22.01.2011 και 26.02.2011 – 31.5.2011 και αντίστοιχα, για τις 192 ημέρες του χρονικού διαστήματος από 01.6.2011 – 20.8.2011 και 12.9.2011 – 31.12.2011, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο μέσος όρος. Για μεν τις 117 ημέρες που αντιστοιχούν στο 37,86% των ημερών που εργάστηκε ο ενάγων πρέπει αντίστοιχα να υπολογιστεί η αμοιβή για την έχμαση με βάση την αναλογία του 37,86% των οχημάτων αυτών, ήτοι 266,53 φορτηγά και λεωφορεία, 598,18 ΙΧΕ και 572,06 δίκυκλα. Ανά ημέρα λοιπόν, αντιστοιχούν 266,53/117= 2,27 φορτηγά/ημέρα Χ 1,82 Χ 117= 483,37 ευρώ, 598,18/117= 5,11 ΙΧΕ/ημέρα Χ 0,52 Χ 117 = 310,89 ευρώ,  572,06/117= 4,88 δίκυκλα Χ 0,24 Χ 117= 137,03. Για δε τις 192 ημέρες που αντιστοιχούν στο 62,14% των ημερών που εργάστηκε ο ενάγων πρέπει αντίστοιχα να υπολογιστεί η αμοιβή για την έχμαση με βάση την αναλογία του 62,14% των οχημάτων αυτών, ήτοι 437,47 φορτηγά, 981,82 ΙΧΕ και 938,94 δίκυκλα. Ανά ημέρα, λοιπόν, αντιστοιχούν 437,47/192= 2,27 φορτηγά/ημέρα Χ 1,87 Χ 117= 815,08 ευρώ, 981,82/192= 5,11 ΙΧΕ/ημέρα Χ 0,54 Χ 117 = 529,80 ευρώ, 938,94/192 = 4,89 δίκυκλα Χ 0,25 Χ 192= 234,72 ευρώ. Συνολικά (483,37 +310,89 +137,03 +815,08 + 529,80 + 234,72 =) 2.510,89 ευρώ η αμοιβή των εννέα ναυτικών – πληρώματος του καταστρώματος (περιλαμβανομένου και του ναύκληρου), με αποτέλεσμα η αναλογία του ενάγοντος να υπολογίζεται ως εξής : 2.510,89/9 = 278,98 ευρώ. Η αναλογία του ναύκληρου 278,98 ευρώ + 10% = 306,87 ευρώ το οποίο αφαιρείται από το ποσό των 2.510,89 ευρώ, ήτοι 2.204,02 το οποίο διαιρείται μεταξύ των υπολοίπων 8 ναυτών (ή αναλόγως εφτά ναυτών και ενός ναυτόπαιδος), με αποτέλεσμα το τελικό ποσό που ο ενάγων έπρεπε να λάβει ανέρχεται σε 275,50 ευρώ, με αποτέλεσμα, εφόσον έχει λάβει μεγαλύτερο ποσό από αυτό (676,35 ευρώ), να μη του οφείλεται κάποιο ποσό από την αιτία αυτή. Κατά τέταρτον, ως προς τη διαφορά του επιδόματος για την πραγματοποίηση δρομολογίων δημόσιας υπηρεσίας (άγονης γραμμής) εφόσον το πλοίο εκτελούσε τέτοια, επισημαίνεται ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 αμφοτέρων των ανωτέρω ΣΣΝΕ, «Σε ολόκληρο το πλήρωμα συμπεριλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού που εργάζεται σε πλοία που δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί Σύμβαση Δημόσια Υπηρεσίας (αγόνων) χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7 % (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις  γραμμές αυτές επί επτά ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερες ημέρες καταβάλλεται αναλογία των 7/7.». Για την αιτία αυτή, ο ενάγων δικαιούται το επίδομα αυτό, ήτοι 7% επί του μισθού ενεργείας για κάθε εφτά ημέρες της υπηρεσίας του (Δευτέρα – Κυριακή). Ειδικότερα, τον Ιανουάριο 2011 έπρεπε να λάβει ποσό 1.129,58 Χ 7% = 79,07 Χ 22/30 = 57,99 ευρώ, το Φεβρουάριο 2011 έπρεπε να λάβει ποσό 1.129,58 Χ 7% = 79,07 Χ 3/28 = 8,47 ευρώ, το Μάρτιο 2011 έπρεπε να λάβει ποσό 1.129,58 Χ 7% = 79,07 ευρώ, τον Απρίλιο 2011 έπρεπε να λάβει ποσό 1.129,58 Χ 7% = 79,07 ευρώ, το Μάη 2011 έπρεπε να λάβει ποσό 1.129,58 Χ 7% = 79,07 ευρώ, τον Ιούνιο 2011 έπρεπε να λάβει ποσό 1.157,99 Χ 7% = 81,05 ευρώ, τον Ιούλιο 2011 έπρεπε να λάβει ποσό 1.157,99 Χ 7% = 81,05 ευρώ, τον Αύγουστο 2011 έπρεπε να λάβει ποσό 1.157,99 Χ 7% = 81,05 ευρώ Χ 20/30 = 54,03 ευρώ, το Σεπτέμβριο 2011 έπρεπε να λάβει ποσό 1.157,99 Χ 7% = 81,05 ευρώ Χ 19/30= 51,33, τον Οκτώβριο 2011 έπρεπε να λάβει ποσό 1.157,99 Χ 7% = 81,05 ευρώ,   τον Νοέμβριο 2011 έπρεπε να λάβει ποσό 1.157,99 Χ 7% = 81,05 ευρώ, το Δεκέμβριο 2011 έπρεπε να λάβει ποσό 1.157,99 Χ 7% = 81,05 ευρώ. Σύνολο, για την αιτία αυτή, έπρεπε να λάβει 814,28 ευρώ, με αποτέλεσμα, εφόσον έλαβε, για την αιτία αυτή, ποσό 724,95 ευρώ, δικαιούται ποσό (814,28 – 724,95=) 89,33 ευρώ. Αναφορικά με το κονδύλιο που ζητείται υπό μορφή επιδομάτων εξπρές διευκρινίζεται, κατά πρώτον, ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγησή του για την εργασία του ενάγοντος τόσο κατά τις Τετάρτες όσο και κατά τα Σάββατα, σε αντίθεση με όσα αβασίμως υποστηρίζονται από την πλευρά των εναγομένων, ως προς την ημέρα του Σαββάτου, εφόσον το πλοίο, με βάση το με επίκληση προσκομιζόμενο πρόγραμμα, δρομολογίων, κατέπλεε το Σάββατο, ώρα 24:00 στο λιμάνι της Σύρου, με αναχώρηση βέβαια, μετά από εφτά ώρες, με προορισμό την Πάρο, την 07:00 της Κυριακής, με αποτέλεσμα να είναι αδιάφορο το γεγονός ότι μεσολαβούν εφτά αντί για έξι ώρες μεταξύ απόπλου και κατάπλου. Ωσαύτως, με την § 7 του άρθρου 33 των ΣΣΝΕ προβλέπονται τα όρια των επιπρόσθετων αμοιβών στις περιπτώσεις αυτές : «Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον Πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής : α. Εφ’ όσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στον λιμένα ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών. β. Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπόμενης αμέσως παραπάνω αμοιβής. γ. Εάν είναι μικρότερη των 6 ωρών η αμοιβή είναι ίση προς το ήμισυ της προβλεπομένης από το παραπάνω εδάφιο β.» Με βάση δε τα ανωτέρω και, εφόσον οι πλόες τις ημέρες εκείνες διαρκούσαν περισσότερο από 12 ώρες, δικαιούται το 1/30 των μηνιαίων τακτικών του αποδοχών για κάθε μία από τις δύο αυτές ημέρες. Οι μηνιαίες δε τακτικές του αποδοχές υπολογίζονται ως κάτωθι, για μεν το χρονικό διάστημα από 01.01.2011 – 31.5.2011, 1.859,20 ευρώ + [19.326,09 (καταβλητέα αμοιβή για τις υπερωρίες) : 295 Χ 30=] 1.965,36 ευρώ + [επίδομα έχμασης (275,50 : 295 Χ 30)=] 28,01 ευρώ + [(αναλογία επιδόματος άγονης γραμμής) 814,28 : 295 Χ 30] 82,80 ευρώ = 3.935,37 ευρώ, με αποτέλεσμα για τις 13 Τετάρτες που πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια, κατά τα ανωτέρω το χρονικό αυτό διάστημα, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό 3.935,37 : 30 Χ 13 Τετάρτες = 1.705,32 ευρώ και για τα 16 Σάββατα που πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 3.935,37 : 30 Χ 16= 2.098,86 ευρώ. Αντίστοιχα, οι μηνιαίες δε τακτικές του αποδοχές υπολογίζονται ως κάτωθι, για το χρονικό διάστημα από 01.6.2011 – 31.12.2011, 1.906,12 ευρώ + [19.326,09 (καταβλητέα αμοιβή για τις υπερωρίες) : 295 Χ 30=] 1.965,36 ευρώ + [επίδομα έχμασης (275,50 : 295 Χ 30)=] 28,01 ευρώ + [(αναλογία επιδόματος άγονης γραμμής) 814,28 : 295 Χ 30] 82,80 ευρώ = 3.982,29 ευρώ, με αποτέλεσμα για τις 23 Τετάρτες που πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια, κατά τα ανωτέρω το χρονικό αυτό διάστημα, οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό 3.982,29 : 30 Χ 23 Τετάρτες = 3.053,08 ευρώ και για τα 25 Σάββατα που πραγματοποιήθηκαν δρομολόγια οφείλεται στον ενάγοντα το ποσό των 3.982,29: 30 Χ 25= 3.318,57 ευρώ. Σύνολο για το χρονικό διάστημα 01.01.2011 – 31.5.2011 (1.705,32 + 2.098,86=) 3.804,18 ευρώ και για το χρονικό διάστημα 01.6.2011 – 31.12.2011 (3.053,08 + 3.318,57=) 6.371,65 ευρώ. Σύνολο, για την αιτία αυτή (3.804,18 + 6.371,65 =) 10.175,83 ευρώ, έναντι του οποίου ο ενάγων έχει λάβει, όπως ο ίδιος συνομολογεί, το συνολικό ποσό των 1.783,26 ευρώ, με αποτέλεσμα, για την αιτία αυτή, να του οφείλεται το συνολικό ποσό των (10.175,83 – 1.783,26=) 8.392,57 ευρώ. Κατά έκτον, ο ενάγων έπρεπε να λάβει, υπό μορφή αναλογίας επιδόματος Πάσχα για το έτος 2011, εφόσον εργάστηκε το χρονικό διάστημα από 01.01.2011 – 22.01.2011 και από 26.02.2011 – 30.4.2011, συμπληρώσας 86 ημέρες, κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2009 και της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14.12.1981/07.01.1982 απόφασης του ΥΕΝ, για τις προϋποθέσεις χορήγησης επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αποδοχές δεκαπέντε ημερών, με βάση τις τακτικές αποδοχές που καταβάλλονται στο ναυτικό. Οι αποδοχές αυτές, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, σε μηνιαία βάση, ανέρχονται σε  3.935,37 ευρώ, πλέον του ποσού που αντιστοιχεί σε αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, ήτοι [(3.804,18: 86 Χ 30) = 1.327,03 + 3.935,37] 5.264,40 ευρώ. Από το ποσό δε αυτό, ο ενάγων θα έπρεπε να λάβει, αν είχε εργαστεί όλο το χρονικό από 01.01.2011 – 30.4.2011, το ήμισυ, ήτοι 5.264,40 /2 = 2.631,20 ευρώ και, εφόσον εργάστηκε, συνολικά, 86 ημέρες έπρεπε να λάβει την αναλογία ήτοι 10,750/15 μισού μηνιαίου μισθού, ήτοι 1.885,83 ευρώ και εφόσον έχει λάβει, για την αιτία αυτή, με βάση τη με επίκληση προσκομιζόμενη ατομική απόδειξη πληρωμής, για την αιτία αυτή, το συνολικό ποσό των 517,09 ευρώ, με αποτέλεσμα, για την αιτία αυτή να του οφείλεται το συνολικό ποσό των (1.885,83-517,09=) 1.368,74 ευρώ. Κατά έβδομον, τέλος, ο ενάγων έπρεπε να λάβει, υπό μορφή αναλογίας επιδόματος Χριστουγέννων για το έτος 2011, εφόσον εργάστηκε το χρονικό διάστημα από 01.5.2011 – 20.8.2011 και από 12.9.2011 – 31.12.2011, συμπληρώσας 223 ημέρες, κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2009 και 2011 και της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14.12.1981/07.01.1982 απόφασης του ΥΕΝ, για τις προϋποθέσεις χορήγησης επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, αποδοχές δεκαπέντε ημερών, με βάση τις τακτικές αποδοχές που καταβάλλονται στο ναυτικό. Επισημαίνεται δε ότι πάλι θα πρέπει να λάβει χώρα διαχωρισμός για το χρονικό διάστημα του Μαΐου 2011 και το μετά από το σημείο αυτό χρονικό διάστημα, εφόσον, καλούνται σε εφαρμογή οι διατάξεις δύο διαφορετικών ΣΣΝΕ, κατά τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα. Έτσι, σε ό,τι αφορά το μήνα Μάιο, λεκτέα τα κάτωθι. Οι τακτικές αποδοχές του, όπως και ανωτέρω αναφέρθηκε, σε μηνιαία βάση, ανέρχονται σε  3.935,37 ευρώ, πλέον του ποσού που αντιστοιχεί σε αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, ήτοι [(3.804,18 : 223 Χ 30) = 440,12 + 3.935,37=] 4.375,49 ευρώ. Από το ποσό δε αυτό, ο ενάγων θα έπρεπε να λάβει αν είχε εργαστεί όλο το χρονικό από 01.5.2011 – 31.12.2011 ένας μηνιαίος μισθός, ήτοι 5.582,73 και, εφόσον, εργάστηκε, συνολικά, 31 ημέρες έπρεπε να λάβει την αναλογία ήτοι 3,24/25 ενός μηνιαίου μισθού, ήτοι 567,06 ευρώ. Αντίστοιχα, σε ό,τι έχει να κάμει με το χρονικό διάστημα από 01.6.2011 – 20.8.2011 και από 12.9.2011 – 31.12.2011, επισημαίνονται τα κάτωθι : Οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος, το χρονικό διάστημα αυτό, ανέρχονταν στο ποσό των 3.982,29 ευρώ, πλέον του ποσού που αντιστοιχεί σε αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές, ήτοι [(6.371,65 : 222 Χ 30) = 861,03 + 3.982,29 =] 4.843,40 ευρώ. Εφόσον το χρονικό αυτό διάστημα εργάστηκε 222 ημέρες έπρεπε να λάβει, για την αιτία αυτή, την αναλογία των 23,36/25 ενός μηνιαίου μισθού ήτοι 4.525,67 ευρώ, έναντι του οποίου έχει λάβει το ποσό των 289,14 ευρώ, με αποτέλεσμα, από την αιτία αυτή, να του οφείλεται το ποσό των 4.236,53 ευρώ. Διευκρινίζεται δε, αναφορικά με όλες τις ένδικες αξιώσεις, ότι είναι άνευ έννομης σημασίας το γεγονός ότι ο ενάγων, σε όλες τις ατομικές αποδείξεις πληρωμής αναφέρει : «Έλαβα όλες τις ανωτέρω αποδοχές και καμία απαίτηση έχω από τον πλοίαρχο ή από την πλοιοκτήτρια εταιρεία.», εφόσον, σε αρμονία με όσα στη μείζονα πρόταση ανωτέρω αναφέρονται υπό στοιχείο Α.ζ., είναι άκυρη η παραίτηση του ενάγοντος – εργαζομένου από τη διεκδίκηση των νομίμων του αποδοχών, όπως εν προκειμένω συμβαίνει. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή, εφόσον είναι και εν μέρει νόμω και ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες (η μεν πρώτη ως εργοδότρια του ενάγοντος – εφοπλίστρια του πλοίου στο οποίο εργάζεται ο ενάγων και η δεύτερη κυρία αυτού), ευθυνόμενες εις ολόκληρον και ειδικότερα η δεύτερη μέχρι την αξία του ένδικου πλοίου, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (3.848,43 + 89,33 + 1.368,74 + 567,06 + 4.236,53=) 10.110,09 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλουν, κατά τον ίδιο τρόπο, το συνολικό ποσό των (6.939,94 + 8.392,57) 15.332,51 ευρώ. Η τοκοδοσία δε πρέπει να λάβει ως εξής : με το νόμιμο τόκο, για μεν το ποσό των (1.368,74 + 567,06 + 4.236,53=) 6.172,33 ευρώ από την επομένη της επίδοσης της απόλυσης του ενάγοντος (18.3.2012) εφόσον η διάταξη του άρθρου 14 των εφαρμοστέων ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ετών 2009 και 2011, προβλέπουν ως δήλη ημέρα για την καταβολή των δώρων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ναυτικού, την ίδια αυτή ημέρα και αναφορικά με τα υπόλοιπα κονδύλια με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Περαιτέρω, η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί  προσωρινώς εκτελεστή, εν μέρει και, συγκεκριμένα, μέχρι το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, εφόσον πρόκειται για απαίτηση που πηγάζει από σχέση που αναφέρεται στη διάταξη του άρθρου 663 ΚΠολΔ και η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στον ενάγοντα, και, τέλος, εφόσον υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος σε βάρος των εναγομένων, κατά το λόγο νίκης και ήττας των διαδίκων, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρο 178 εδ. α’, 180 § 3, 189, 191 § 2 ΚΠολΔ και 63, 64, 68 Ν. 4194/2013).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμολία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή εν μέρει και κατά τα λοιπά.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες εις ολόκληρον ευθυνόμενες και, ειδικότερα, την πρώτη με όλη της την περιουσία και τη δεύτερη εναγομένη μέχρι την αξία του ένδικου πλοίου, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων εκατόν εβδομήντα δύο ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (6.172,33 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του (18.3.2012) και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα προσωρινά εκτελεστή, ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη εν μέρει, μέχρι το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000,00) ευρώ.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες εις ολόκληρον ευθυνόμενες και, ειδικότερα, την πρώτη, με όλη της την περιουσία και τη δεύτερη εναγομένη, μέχρι την αξία του ένδικου πλοίου, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των τριών χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα εφτά ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (3.937,76 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι εναγόμενες εις ολόκληρον ευθυνόμενες και, ειδικότερα, η πρώτη, με όλη της την περιουσία και η δεύτερη εναγομένη, μέχρι την αξία του ένδικου πλοίου, οφείλουν να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων τριακοσίων τριάντα δύο ευρώ και πενήντα ενός λεπτών (15.332,51 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος το ύψος των οποίων προσδιορίζει σε οχτακόσια πενήντα ευρώ (850,00) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Π. και δημοσιεύθηκε τη   18η Δεκεμβρίου 2015 στο ακροατήριό του και σε έκτακτη, δημόσια αυτού συνεδρίαση.

 

O ΔIKAΣTHΣ                                                                Ο ΓPAMMATEAΣ