ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 2023/2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ …)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Γ. Α., οδός …, με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Αλέξανδρος Ελευθερίου του Μιλτιάδη (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικος Π………., οδός …, που υπέβαλε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Π., και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Μ. Λ., οδός …, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. 2. Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», που εδρεύει στον Πειραιά, Ακτή Μιαούλη αριθ. 10, με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσαν προτάσεις οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Φίλιππος Δίγκας του Αλεξάνδρου (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικος Π…………., …, και Χρήστος Πλέγκας του Σωκράτη (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικος Α., οδός …, που υπέβαλαν αντίστοιχα τα υπ’ αριθ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Π., και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20.4.2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης … και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 29.10.2018 πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα, καθώς και η δεύτερη των εναγομένων έχουν καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 2.5.2018 και οι προτάσεις των ανωτέρω κατατέθηκαν στις 10.9.2018, νομίμως υπογεγραμμένες από τους πληρεξούσιους δικηγόρους εκάστης, δυνάμει αντίστοιχα της από 6.9.2018 εξουσιοδότησης του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας Α. Κ., νόμιμα θεωρημένης για τη γνησιότητα της υπογραφής του από δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την από 5.9.2018 με Α.Π. … βεβαίωση της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών, καθώς και της από 5.9.2018 εξουσιοδότησης του νομίμου εκπροσώπου της δεύτερης εναγόμενης …, νόμιμα θεωρημένης για τη γνησιότητα της υπογραφής του από δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την από 7.2.2018 με Α.Π. … Ανακοίνωση Γ.Ε.ΜΗ., και του υπ’ αριθ. … πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αγγελικής Μ. Γρατσία. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνουν κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας ως προς αυτές. Αντίθετα, η πρώτη εναγόμενη εταιρεία δεν έχει καταθέσει προτάσεις. Από την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Βορείου Αιγαίου Ι. Γ., την οποία νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, με την κάτωθι αυτής από 7.5.2018 απόδειξη παράδοσης αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου στα χέρια του αρμόδιου αξιωματικού υπηρεσίας και την από 7.5.2018 βεβαίωση του εν λόγω δικαστικού επιμελητή περί ταχυδρομικής αποστολής αντιγράφου του θυροκολληθέντος εγγράφου, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων εντός 100 ημερών από την κατάθεση του δικογράφου, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα σ’ αυτήν (άρθρα 122 επ., 126 παρ. 1 γ, 129 παρ. 2, 128 παρ. 4, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Επομένως, η πρώτη εναγόμενη πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).
ΙΙ. (Α) Από το συνδυασμό των άρθρων 235, 236 του ΚΙΝΔ και 914 του ΑΚ προκύπτει ότι, επί συγκρούσεως πλοίων, η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση κανονίζεται ανάλογα με το βαθμό υπαιτιότητας του κάθε πλοίου. Ειδικότερα, εάν η σύγκρουση πλοίων συνέβη από τυχαίο γεγονός ή από ανώτερη βία, ή αν υπάρχουν αμφιβολίες για τα αίτιά της, τότε οι ζημίες βαρύνουν αυτούς που τις υπέστησαν. Αν υπάρχει κοινή υπαιτιότητα, κάθε πλοίο ευθύνεται προς αποζημίωση ανάλογα με το βαθμό της υπαιτιότητας που το βαρύνει (ΕφΠειρ 145/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 573/2004 ΕΝαυτΔ 2004.204, ΕφΠειρ 274/1999 ΕΝαυτΔ 1999.18). Όταν η σύγκρουση συνέβη από υπαιτιότητα του ενός πλοίου, τότε το πλοίο αυτό, δηλαδή ο πλοιοκτήτης του, είναι υποχρεωμένος να αποκαταστήσει όλες τις ζημίες που προκλήθηκαν σε βάρος του άλλου πλοίου ή του φορτίου ή των προσώπων (ΕφΠειρ 335/2003 ΕΝαυτΔ 2003.187, ΕφΠειρ 274/1999 ό.π.). Βάσει αυτών, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, πρέπει ο ενάγων προς αποζημίωση για την αποκατάσταση των ζημιών που έπαθε το πλοίο του κατά τη σύγκρουσή του με άλλο πλοίο, να επικαλείται στην αγωγή του και να αναφέρει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συνέβη η σύγκρουση και τα συγκεκριμένα περιστατικά αποκλειστικής υπαιτιότητας του πλοίου του εναγομένου, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής από το δικαστήριο και να μπορεί να ταχθεί το σχετικό θέμα αποδείξεως για τα κρίσιμα περιστατικά της υπαιτιότητας και των συνθηκών της συγκρούσεως. Αν δεν εκθέτει ο ενάγων στην αγωγή του τα περιστατικά αυτά που θεμελιώνουν στη συγκεκριμένη περίπτωση την προς αποζημίωση αξίωσή του κατά του εναγομένου, το δικόγραφο της αγωγής είναι άκυρο ένεκα της αοριστίας και για το λόγο αυτό απορρίπτεται η αγωγή και αυτεπαγγέλτως (ΠΠρΠειρ 368/1991 ΕΝαυτΔ 1992.365). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 239 του ιδίου Κώδικα (ΚΙΝΔ), η κατά τα άρθρα 235-238 ευθύνη των πλοίων (επί συγκρούσεως αυτών) είναι ανεξάρτητη από την ευθύνη του παραλλήλως πραγματικώς πταίσαντος προσώπου (λ.χ. πλοιάρχου πλοίου), το οποίο ευθύνεται ατομικώς κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις. Δηλαδή, τα μεν υπαίτια πρόσωπα ευθύνονται ατομικώς κατά τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις του ΑΚ, ενώ η ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικώς από τις περί συγκρούσεως διατάξεις του ΚΙΝΔ, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων των άρθρων 84 εδάφ. β΄ ΚΙΝΔ και 922 ΑΚ (ΕφΠειρ 226/1995 ΕΝαυτΔ 1996.148, ΕφΠειρ 807/1992 ΕΝαυτΔ 1993.16). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η υπαίτια σύγκρουση πλοίων αποτελεί ειδική μορφή αδικοπραξίας, ρυθμιζομένη κυρίως από τις διατάξεις των άρθρων 236 επόμ. ΚΙΝΔ και συμπληρωματικώς από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 επόμ. ΑΚ (ΕφΔωδ 201/1999 ΕΝαυτΔ 1999.397). Τα ανωτέρω ισχύουν, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 241 ΚΙΝΔ, και όταν με την εκτέλεση ή την παράλειψη εκτελέσεως ελιγμού ή λόγω μη τηρήσεως των κανονισμών προξενήθηκαν ζημίες από πλοίο σε άλλο πλοίο ή στα επ’ αυτού πρόσωπα ή πράγματα, έστω και αν δεν επήλθε πρόσκρουση (ΕφΠειρ 145/2014 ό.π.). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 330 εδ. β΄ και 914 ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, το παράνομο της πράξης ή παράλειψης αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που έχει επέλθει. Ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία είτε από ειδική διάταξη νόμου είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ (ΑΠ 906/2001 ΕλλΔνη 2003.122, ΑΠ 820/2002 ΔΕΕ 2002.1262). Αμέλεια, κατ’ άρθρο 330 ΑΚ, υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφές νομικό καθήκον είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνο που επιβάλλεται από τις περιστάσεις (ΑΠ 1500/2002 ΕλλΔνη 2003.420). Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) του δράστη, ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 9… ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 926 ΑΚ, καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι κατηγορίες των περιπτώσεων στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσότερων προσώπων. Οι περιπτώσεις αυτές είναι τρεις: α) κοινή πράξη περισσοτέρων προσώπων, β) παράλληλη ευθύνη περισσοτέρων προσώπων και γ) περιπτώσεις διαζευκτικής αιτιότητας. Στην πρώτη περίπτωση, η ζημία προέρχεται από κοινή πράξη περισσότερων προσώπων. Ο όρος κοινή πράξη λαμβάνεται με την ευρεία έννοια της αιτιώδους συμπράξεως ή συμμετοχής – με οποιαδήποτε μορφή – στην αδικοπραξία και, ειδικότερα, είτε στην τέλεση της πράξεως είτε στην επαγωγή της ζημίας. Έτσι εμπίπτει στην έννοια αυτή, μεταξύ άλλων, και η μορφή συμμετοχής της παραυτουργίας, δηλαδή, η περίπτωση κατά την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα πραγματώνουν με τη συμπεριφορά τους ορισμένη αδικοπραξία, χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους καμία συνεννόηση. Τέτοια περίπτωση υπάρχει και όταν από τη σύγκρουση δύο αυτοκινήτων, η οποία οφείλεται σε συνυπαιτιότητα και των δύο οδηγών, τραυματίζεται τρίτο πρόσωπο. Στη δεύτερη περίπτωση της παράλληλης ευθύνης, περισσότερα πρόσωπα ευθύνονται από το νόμο αυτοτελώς το καθένα, για την αποκατάσταση της ίδιας ζημίας. Η περίπτωση αυτή μπορεί να υπάρχει στο πεδίο της αντικειμενικής, αλλά και της υποκειμενικής ευθύνης. Στην τρίτη περίπτωση η ζημία προήλθε από ανεξάρτητες πράξεις ή παραλείψεις περισσότερων προσώπων, οι οποίες αποτελούν όλες δυνατούς αιτιώδεις όρους επαγωγής της ζημίας, αλλά δεν μπορεί να εξακριβωθεί ποια συγκεκριμένη πράξη προκάλεσε πράγματι τη ζημία ή ποιο το ποσοστό συμβολής της κάθε μιας στην πρόκληση της ζημιάς (ΑΠ 1229/2013 ΧρΙΔ 2014.198, ΑΠ 1958/2009 ΝοΒ 2011.80, ΑΠ 901/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Ι. Δεληγιάννη – Π. Κορνηλάκη, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, τ. IΙΙ, έκδ. 1992, σελ. 217 επ., ιδίως 222, 225). Όταν συντρέχει μια από τις πιο πάνω τρεις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 926 ΑΚ, θεμελιώνεται εις ολόκληρον ευθύνη των περισσοτέρων προσώπων, δηλαδή δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή κατά την έννοια του άρθρου 481 ΑΚ. Προϋπόθεση, όμως, της εις ολόκληρον ευθύνης δεν είναι η κοινή εναγωγή από τον ζημιωθέντα περισσότερων προσώπων, φερόμενων ως συνοφειλετών, αλλά η πραγματική συνδρομή των νόμιμων όρων ευθύνης για τον κάθε συνοφειλέτη χωριστά (ΑΠ 462/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής, συνιστά έλλειψη της, με ποινή απαραδέκτου, επιβαλλόμενης προδικασίας, η οποία, ως αναγόμενη στη δημόσια τάξη, εξετάζεται από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 365/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη ….325, ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 1997.1161). Ο ενάγων ειδικότερα, όπως από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται, οφείλει να επικαλεστεί στο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν κατά το νόμο το αγωγικό αίτημα και μάλιστα κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, για να μπορεί ο εναγόμενος να αντιτάξει την άμυνά του με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντος, το δε Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις (ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 1994.1582). Η αοριστία αυτή του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1374/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 280/1992 Δ 1992.1065, ΑΠ 688/1991 ΕΔΠολυκ 1991.96, ΑΠ 1296/1983 ΝοΒ 1984.1028, ΕφΘεσ 3054/1990 Αρμ 1991.670). Ποια είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής και που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί στην απόρριψη αυτής ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το προβαλλόμενο αίτημα (ΕφΘεσ 2472/1995 ό.π., ΕφΠειρ 984/1993 ΕλλΔνη 1994.1710). Ειδικότερα για το ορισμένο της αγωγής για αποζημίωση από αδικοπραξία με βάση τις διατάξεις των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ, πρέπει να αναφέρονται τα περιστατικά που συνιστούν υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, καθώς επίσης και τα γεγονότα που δικαιολογούν αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και του επιζήμιου αποτελέσματος και τα στοιχεία που προσδιορίζουν τη θετική ή αποθετική ζημία του ενάγοντος (ΑΠ 75/2005, ΑΠ 468/2003, ΑΠ 750/2003 και ΑΠ 1107/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1676/2001 ΕλλΔνη 2004.83). Άλλωστε, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 288, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει ότι αν από το ζημιογόνο γεγονός, εκτός από τη ζημία, προέκυψε και κέρδος για τον ζημιωθέντα που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς το ζημιογόνο γεγονός, εκείνος που έχει υποχρέωση για αποζημίωση δικαιούται να προτείνει την ένσταση συμψηφισμού αν το κέρδος είναι χρηματικό και, αν αυτό δεν είναι χρηματικό, την ένσταση συνυπολογισμού στη ζημία. Στην τελευταία περίπτωση ο ενάγων δικαιούται να επιλέξει είτε να κρατήσει το κέρδος και να εκπέσει την αξία του από την αποζημίωση είτε να το αποδώσει και να ζητήσει ολόκληρη την αποζημίωση. Ο σχετικός ισχυρισμός πρέπει να είναι πλήρης και ορισμένος, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ. Έτσι ο ενιστάμενος οφείλει, εκτός από άλλα, να αναφέρει και την αξία που έχει το αντικείμενο, που αποτελεί το κέρδος του ενάγοντος, γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, είναι αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης (ΕφΠειρ 102/2014 ΕλλΔνη 2015.528, ΕφΠειρ 527/1997 ΕλλΔνη 1999.354, ΕφΚρητ 435/1997 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
(Β) Περαιτέρω, ο Ν. 2881/2001 (ΦΕΚ Α΄16/6.2.2001) «Ρύθμιση θεμάτων ανέλκυσης ναυαγίων και άλλες διατάξεις», ορίζει τα εξής: «Άρθρο 3. Επικίνδυνα και επιβλαβή πλοία σε λιμένες, διώρυγες, διαύλους. 1. Ο κύριος ή ο εφοπλιστής πλοίου, το οποίο παραμένει στην περιοχή λιμένα, διώρυγας ή διαύλου και η όλη κατάστασή του δημιουργεί κίνδυνο βύθισής του ή κίνδυνο στη ναυσιπλοΐα ή προσβάλλει ή απειλεί να προσβάλλει το περιβάλλον, υποχρεούται να το απομακρύνει εκτός λιμένα, διώρυγας ή διαύλου ή, αν επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να το εξουδετερώσει με οποιονδήποτε τρόπο σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. 2. Ο Οργανισμός προσκαλεί εγγράφως τον κύριο ή και τον εφοπλιστή να προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, ορίζοντας εύλογη αρχική προθεσμία, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τους δύο (2) μήνες και δηλώνοντας συγχρόνως ότι σε διαφορετική περίπτωση θα αναλάβει να προβεί στην απομάκρυνση ή εξουδετέρωση του πλοίου με ευθύνη και με δαπάνες τους, οι οποίες σε περίπτωση μη άμεσης καταβολής, καταλογίζονται σε βάρος τους και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις περί είσπραξης δημοσίων εσόδων. 3. Η πρόσκληση του Οργανισμού επιδίδεται κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του προηγούμενου άρθρου στον κύριο ή στον εφοπλιστή ή στον αντιπρόσωπό τους ή στον πλοίαρχο ή στον πράκτορα του πλοίου, εφόσον υπάρχουν και στους δανειστές, που αναφέρονται στην παράγραφο αυτήν. 4. Ο κύριος και ο εφοπλιστής του πλοίου ευθύνονται εις ολόκληρον για κάθε ζημιά που προκαλείται εξαιτίας της κατάστασης του πλοίου, καθώς και για κάθε ζημιά ή δαπάνη που προκαλείται εξαιτίας της απομάκρυνσης ή εξουδετέρωσής του. […]. Άρθρο 5. Επιβλαβή πλοία λόγω ακινησίας. 1. Ο κύριος ή ο εφοπλιστής πλοίου, το οποίο παραμένει στην περιοχή λιμένα, διώρυγας ή διαύλου ή σε άλλο μέρος των χωρικών υδάτων χωρίς άδεια και εμποδίζει την προσόρμιση, την αγκυροβολία, την παραβολή, την κίνηση και γενικά τη λειτουργία τους ή την ελεύθερη ναυσιπλοΐα ή την προσέγγιση στην ακτή ή την άσκηση ναυτικών ή άλλων δραστηριοτήτων, υποχρεούται να το απομακρύνει χωρίς καθυστέρηση και να εξαλείψει κάθε επιβλαβή από αυτό συνέπεια, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. 2. Αν ο υπόχρεος αδρανήσει, ο Οργανισμός ή η Λιμενική Αρχή, μπορεί να το μετακινήσει προσωρινά σε άλλη θέση στην περιοχή του ίδιου ή άλλου λιμένα, διώρυγας ή διαύλου ή των χωρικών υδάτων, ύστερα από συνεννόηση με τον οικείο Οργανισμό ή και τη Λιμενική Αρχή. Ο κύριος και ο εφοπλιστής του πλοίου ευθύνονται εις ολόκληρον για κάθε ζημιά που προκαλείται εξαιτίας της ακινησίας του πλοίου, καθώς και για κάθε ζημιά ή δαπάνη που προκαλείται εξαιτίας της μετακίνησής του. 3. Αν το πλοίο παραμείνει στην κατά την προηγούμενη παράγραφο προσωρινή θέση περισσότερο από έξι (6) μήνες, χωρίς ο κύριος ή ο εφοπλιστής να το χρησιμοποιήσει κατά τον προορισμό του ή να ενεργήσει εμφανείς υλικές πράξεις, πρόσφορες για τη χρησιμοποίησή του αυτήν και την απομάκρυνσή του, αν και η θέση που καταλαμβάνει είναι αναγκαία για την εξυπηρέτηση άλλων πλοίων ή για την ικανοποίηση άλλων αναγκών του λιμένα, της διώρυγας ή του διαύλου ή της ναυσιπλοΐας ή για την προσέγγιση στην ακτή ή για την άσκηση ναυτικών ή άλλων δραστηριοτήτων, ο Οργανισμός ή η Λιμενική Αρχή προσκαλεί εγγράφως τον κύριο ή, κατά την κρίση τους, και τον εφοπλιστή, να το απομακρύνει και να εξαλείψει κάθε επιβλαβή συνέπεια, ορίζοντας εύλογη κατά περίπτωση προθεσμία, που δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα (1) μήνα και δηλώνοντας συγχρόνως ότι σε διαφορετική περίπτωση θα προβεί για λογαριασμό του στην εκποίηση του πλοίου με ανοικτό πλειοδοτικό διαγωνισμό, για να απομακρυνθεί αυτό από τον πλειοδότη. 4. Στις κατά την προηγούμενη παράγραφο ενέργειες μπορεί να προβεί ο Οργανισμός ή η Λιμενική Αρχή και όταν η προσωρινή μετακίνηση από την ίδια, σύμφωνα με την παράγραφο 2, κρίνεται, λόγω των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, αδύνατη, απρόσφορη ή ασύμφορη. 5. Η προθεσμία των παραγράφων 3 και 4 μπορεί να παραταθεί μέχρι ένα (1) μήνα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να χορηγηθεί επιπλέον παράταση μέχρι δύο (2) μήνες από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας. 6. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 6 και 8 του άρθρου 2 και των παραγράφων 3, 4 και 6 του άρθρου 3. 7. […] Άρθρο 9. Γενικές διατάξεις. 1. Ο κύριος του ναυαγίου και ο κατά περίπτωση υπόχρεος σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, για την εξάλειψη των κινδύνων και αποτροπή των δυσμενών συνεπειών από ναυάγιο ή πλοίο, ευθύνονται για κάθε ζημιά ή βλάβη που προκαλείται από αυτό. 2. Κατάσχεση, δήμευση, πλειστηριασμός, μεσεγγύηση, διαταγή μη μεταβολής της κατάστασης, υποθήκη, ενέχυρο, προνόμιο ή άλλο δικαίωμα δεν εμποδίζει τον κύριο ή άλλο κατά περίπτωση υπόχρεο να εκτελέσει τις υποχρεώσεις, που προβλέπονται στο νόμο αυτόν, ούτε τον Οργανισμό να ενεργήσει ό,τι προβλέπεται στο νόμο αυτόν. […]». Εξάλλου, στο άρθρο 4 του Ν. 4404/2016 (ΦΕΚ Α΄ 126/8.7.2016) «Για την κύρωση της από 24 Ιουνίου 2016 τροποποίησης και κωδικοποίησης σε ενιαίο κείμενο της από 13 Φεβρουαρίου 2002 Σύμβασης Παραχώρησης μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και της Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς ΑΕ και άλλες διατάξεις» προβλέπονται τα εξής: «Άρθρο 4. Θαλάσσια Λιμενική Ζώνη. 1. Οι αρμοδιότητες της «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.» επί της Θαλάσσιας Λιμενικής Ζώνης του Λιμένα Πειραιά μπορούν να ασκούνται ως εξής και με γνώμονα τα κάτωθι: α)… 2. Το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει πλήρως και αποκλειστικά τις ευθύνες, τις υποχρεώσεις και τη δαπάνη συμμόρφωσης με τις διατάξεις του ν. 2881/2001 (Α΄ 16) αναφορικά με τον Λιμένα Πειραιά, στο μέτρο που σχετίζονται με τα ναυάγια που έχουν εντοπιστεί και χαρτογραφηθεί έως και τις 24.6.2016. Όπου ο όρος αυτός απαντά, οποιαδήποτε αναφορά στον “Οργανισμό” στο κείμενο του προαναφερθέντος νόμου θα θεωρείται ως αναφορά στο Ελληνικό Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. 3. Με την επιφύλαξη της παραπάνω παραγράφου 2, η “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.” αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη, τις υποχρεώσεις και το κόστος συμμόρφωσης με τις διατάξεις του ν. 2881/2001 (Α΄ 16) αναφορικά με τον Λιμένα Πειραιά.». Τέλος, τα θέματα διάθεσης επισκευαστικών θέσεων στην κατά νόμο θαλάσσια περιοχή της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.» (Ο.Λ.Π.), η οποία έχει χαρακτηριστεί ως επισκευαστική ζώνη, οι επιβαλλόμενες χρεώσεις και λοιπά συναφή θέματα ρυθμίζονται με τον από 17.1.2015 «Κανονισμό και Τιμολόγια στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Ο.Λ.Π.», σύμφωνα με τις Αποφάσεις ΔΣ ΟΛΠ ΑΕ 180/29.9.2010 (ΦΕΚ Β 1643/14.10.2010), 77/28.3.2011 (ΦΕΚ Β 853/16.5.2011), 99/10.7.2014 (ΦΕΚ Β 2380/5.9.2014) και 182/22.12.2014 (ΦΕΚ Β΄69/16.1.2015). Στο άρθρο 12 του Κανονισμού, με τίτλο «Αναγκαστική Μεθόρμιση», όπως αναγκαστική μεθόρμιση κατά τους ορισμούς του Κανονισμού θεωρείται η υποχρεωτική μετακίνηση πλοίου εντός του ίδιου λιμένα, προβλέπονται τα εξής: «1. Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Ο.Λ.Π., σε συνεννόηση με το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς μπορεί να διατάσσει τη μεθόρμιση παντός πλοίου / πλωτού ναυπηγήματος που παραμένει χωρίς αιτία ή έγκριση σε επισκευαστικές θέσεις αναγκαίες για άλλα ναυπηγήματα ή για γενικότερους λόγους και ανάγκες του λιμένος και του δημόσιου συμφέροντος. Εάν δεν πραγματοποιηθεί η μεθόρμιση στην οριζόμενη θέση και μέσα στην προθεσμία που δόθηκε, αυτή εκτελείται αναγκαστικά και με οποιονδήποτε τρόπο, με την αποκλειστική ευθύνη και με δαπάνη των πλοιοκτητών. 2. Σε περίπτωση έλλειψης συμβολαίου επισκευών, λήξης του προβλεπόμενου χρόνου επισκευής χωρίς ανανέωση του συμβολαίου ή τέλος όπου πιστοποιείται τεκμηριωμένα από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Ο.Λ.Π. ότι στο πλοίο δεν εκτελούνται οι επισκευές που περιγράφονται στο συμβόλαιο ή γενικά δεν εκτελούνται επισκευές, το πλοίο υπόκειται σε αναγκαστική μεθόρμιση μετά από προειδοποίηση μίας εβδομάδας. 3. Για την πραγμάτωση οιασδήποτε αναγκαστικής μεθόρμισης, οι πλοιοκτήτες, με την υποβαλλόμενη αίτηση εισόδου του σκάφους των στην περιοχή του Ο.Λ.Π., παρέχουν ανεπιφύλακτα στη Διοίκηση αυτού την εντολή και πληρεξουσιότητα ώστε εν ονόματι και για λογαριασμό τους να τους αντιπροσωπεύει ενώπιον κάθε διοικητικής ή δικαστικής αρχής ή άλλων τρίτων προσώπων, να αιτείται την έκδοση των απαραίτητων πιστοποιητικών, να υποβάλει αιτήσεις ενώπιον δικαστηρίων για παροχή αδείας μεθόρμισης του πλοίου – πλωτού ναυπηγήματος, να προσλαμβάνει το αναγκαίο πλήρωμα, να συμβάλλεται για τη χρησιμοποίηση ρυμουλκών, να θέτει σε κίνηση τις μηχανές του πλοίου, κύριες και βοηθητικές, και γενικά να πράττει ή να ενεργεί οτιδήποτε είναι αναγκαίο και απαραίτητο για τη μεθόρμιση. 4. […]. 5. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, που απειλείται η δημόσια τάξη, η ναυσιπλοΐα κ.λπ., παράλληλα με την πιο πάνω διαδικασία εφαρμόζεται και η τήρηση σύντομης διαδικασίας μεθόρμισης πριν από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης του Διευθύνοντος Συμβούλου προς τον ενδιαφερόμενο, γνωστοποιούμενης εκ των υστέρων, σύμφωνα με τον 129 Κανονισμό Λιμένα Πειραιά».
(Γ) Επιπρόσθετα, από τις διατάξεις των άρθρων 574 έως 578 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές μισθώσεις (άρθρο 44 π.δ. 34/1995), συνάγεται ότι με τη διαρκή σύμβαση της μίσθωσης ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η μίσθωση. Επίσης, έχει υποχρέωση όχι μόνο να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, αλλά να το διατηρεί κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση σε όλη τη διάρκεια της μίσθωσης, υποχρεούμενος σε άρση των πραγματικών του ελαττωμάτων και σε αποκατάσταση των συμφωνημένων ιδιοτήτων που λείπουν. Αν κατά το χρόνο παράδοσής του στο μισθωτή το μίσθιο έχει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση (πραγματικό ελάττωμα) ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίστηκε τέτοιο ελάττωμα, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος. Το ίδιο ισχύει και αν λείπει από το μίσθιο μια συμφωνημένη ιδιότητα ή αν έλειψε τέτοια ιδιότητα όσο διαρκεί η μίσθωση. Επομένως, αν από την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος εμποδίστηκε ολικά η συμφωνημένη χρήση, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, προβαλλόμενο και κατ’ ένσταση, προς απόκρουση αγωγής του εκμισθωτή για καταβολή των μισθωμάτων, να μην καταβάλλει το μίσθωμα όσο διάστημα διαρκεί η παρεμπόδιση της χρήσης του μισθίου από το ελάττωμα. Τέτοιο πραγματικό ελάττωμα εξάλλου αποτελεί και η αδυναμία χρήσης του μισθίου όπως συμφωνήθηκε, λόγω απαγόρευσης της χρήσης από δημόσια αρχή ή λόγω αδυναμίας χορήγησης της απαιτούμενης άδειας δημόσιας αρχής. Εξάλλου, και η άρνηση ή αδράνεια του εκμισθωτή να συμπράξει στις αναγκαίες εκ των περιστάσεων και συμβατικά οφειλόμενες πράξεις, με τις οποίες πρόκειται να εξασφαλιστεί στο μισθωτή η συμφωνημένη χρήση του μισθίου, αποτελεί λόγο που θεμελιώνει την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος του μισθίου (βλ. ΑΠ 923/2004 ΕλλΔνη 2005.1703). Περαιτέρω, αν κατά τη συνομολόγηση της μίσθωσης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου ή ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το πραγματικό ελάττωμα του μισθίου που υπήρχε κατά τη συνομολόγηση της συμβάσεως ή αν από υπαιτιότητα του εκμισθωτή έλειψε η συμφωνημένη ιδιότητα ή εμφανίστηκε το ελάττωμα του μισθίου μετά τη συνομολόγηση της μίσθωσης ή αν ο εκμισθωτής έγινε υπερήμερος ως προς την άρση του πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, αντί για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος, να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση της σύμβασης, η οποία περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία που τελεί σε αιτιώδη σύνδεση με το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 306 εδ. α΄ ΑΚ, ο μισθωτής έχει κατ’ επιλογή αγωγή για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος ή αγωγή για αποζημίωση. Οι αξιώσεις αυτές, που μπορούν να ασκηθούν δικαστικά ή εξώδικα (βλ. ΑΠ 879/2006, ΑΠ 849/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι η επιλογή της μιας αποκλείει την άσκηση των λοιπών, με οποιαδήποτε μορφή είτε κυρίως είτε επικουρικώς, εφόσον βεβαίως αφορούν στο ίδιο χρονικό διάστημα, αφού από τη φύση της μίσθωσης ως διαρκούς σύμβασης και την υποχρέωση του μισθωτή όχι μόνο να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση, αλλά και να το διατηρεί κατάλληλο γι’ αυτήν και απαλλαγμένο από ελαττώματα και ελλείψεις όσο διαρκεί η μίσθωση, προκύπτει ότι η ύπαρξη των διαζευκτικώς συρρεουσών αξιώσεων συνδέεται με το χρονικό διάστημα στο οποίο υπάρχουν τα ελαττώματα ή οι ελλείψεις, είναι δε ενδεχόμενο σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα να υπάρχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος, όχι όμως και δικαίωμα αποζημίωσης, διότι δεν συντρέχουν και οι ειδικές προϋποθέσεις, υπό τις οποίες, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις, γεννάται το δικαίωμα αυτό, ενώ σε άλλο χρονικό διάστημα, όπως στην περίπτωση που σ’ αυτό υφίσταται υπερημερία του εκμισθωτή ως προς την άρση του πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας, να υπάρχει και αξίωση αποζημίωσης (βλ. ΟλΑΠ 50/2005 ΕλλΔνη 2006.84).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις που κατέθεσε (άρθρο 224 ΚΠολΔ), κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου αυτής, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…», το οποίο υπό το προηγούμενο όνομά του «…» και υπό ιταλική σημαία ανήκε στην εταιρεία «…», που το μεταβίβασε στην ενάγουσα δυνάμει του από 7.11.2017 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, καταχωρηθέντος στο νηολόγιο Πειραιά στις 27.11.2017, τής το παρέδωσε δε στις 15.11.2017, οπότε ο κίνδυνος μετατέθηκε στην τελευταία. Ότι στις 4.10.2017 η προηγούμενη πλοιοκτήτρια εταιρεία είχε ζητήσει από τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, που είναι ο φορέας διαχείρισης και λειτουργίας του λιμένα Πειραιά, τη διάθεση θέσης πρυμνοδέτησης, προκειμένου να εκτελεστούν στο πλοίο εργασίες επισκευής. Ότι η δεύτερη εναγόμενη δέχθηκε την αίτηση και καθόρισε τη θέση πρυμνοδέτησης του πλοίου στο Νέο Μόλο Δραπετσώνας ανάμεσα στα πλοία «…», υπό ελληνική σημαία, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, το οποίο ήταν πρυμνοδετημένο σε απόσταση περί τα 90 μέτρα αριστερά του «…», και «…», με αντάλλαγμα τα αναλογούντα τέλη πρυμνοδέτησης και δικαιώματα προσόρμισης, που η ενάγουσα έχει καταβάλει εξ ολοκλήρου. Ότι στις 20.11.2017 και περί ώρα 13.00, το «…», το οποίο ήταν πλημμελώς και ανασφαλώς προσδεδεμένο, απέκοψε τους κάβους πρόσδεσης και προσέκρουσε με τη δεξιά του πλευρά στην αριστερή πλευρά του «…», προκαλώντας του τις αναλυτικά εκτιθέμενες στην αγωγή ζημίες, μετά δε την πρόσκρουση, το «…» ρυμουλκήθηκε στη θέση προσόρμισής του όπου και προσδέθηκε. Ότι στη συνέχεια, αφού η δεύτερη εναγόμενη στις 7.12.2017 ενημερώθηκε για την ως άνω μεταβίβαση, παράδοση και μετονομασία του πλοίου «…» σε «…» και κλήθηκε, με την από 18.12.2017 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία της ενάγουσας, να λάβει άμεσα όλα τα αναγκαία μέτρα προς αποφυγή επανάληψης της πρόσκρουσης του «…» σ’ αυτό, στις 22.12.2017 περί τις 18.00 το «…» απέκοψε εκ νέου τους κάβους πρόσδεσής του, συνεπεία της αδιαφορίας της “…” να καταστήσει την πρόσδεση του πλοίου της ασφαλή και να τοποθετήσει φύλακα επ’ αυτού, αλλά και της αδράνειας της “ΟΛΠ ΑΕ”, η οποία ανέχθηκε την προφανή επικινδυνότητά του, και επέπεσε με σφοδρότητα στο πλοίο της ενάγουσας, κατά τη διάρκεια δε της νύχτας κινούμενο άναρχα προσέκρουσε σ’ αυτό τρεις διαδοχικές φορές με τη δεξιά πλευρά του, προκαλώντας του σοβαρότατες ζημίες, όπως αυτές παρατίθενται στην αγωγή. Ότι για την αποκατάσταση των προκληθεισών ζημιών και για τα δύο συμβάντα απαιτήθηκε το συνολικό ποσό, που αντιστοιχεί σε υλικά, εργασίες και διάφορα έξοδα, των 897.170 ευρώ. Επικαλούμενη, τέλος, η ενάγουσα ότι νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής και για το πρώτο συμβάν (της 20ής.11.2017) λόγω του ότι ο κίνδυνος είχε ήδη μετατεθεί σ’ αυτήν κατ’ άρθρο 522 παρ. 1 ΑΚ, σε κάθε δε περίπτωση διότι η προηγούμενη πλοιοκτήτρια («…») τής εκχώρησε κάθε σχετική απαίτηση δυνάμει του από 7.12.2017 ιδιωτικού συμφωνητικού, όπως η εκχώρηση αυτή αναγγέλλεται με την αγωγή, ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της (άρθρα 223 εδ. β, 295 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔ), ν’ αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν, λόγω της από κοινού ευθύνης τους, να τής καταβάλουν εις ολόκληρον το ανωτέρω ποσό των 897.170 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, η μεν πρώτη εναγόμενη ως πλοιοκτήτρια του ζημιογόνου πλοίου, που ήταν αποκλειστικά υπαίτιο για τις προαναφερθείσες συγκρούσεις, και λόγω της τελεσθείσας εκ μέρους της αδικοπραξίας, συνεπεία των ειδικά αναφερόμενων παράνομων και υπαίτιων πράξεων και παραλείψεών της, η δε δεύτερη εναγόμενη κυρίως με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας και επικουρικά με βάση την ενδοσυμβατική της ευθύνη, απορρέουσα από τη σύμβαση παραχώρησης χώρου για την πρυμνοδέτηση του «…» (μίσθωσης) που αρχικά καταρτίσθηκε μεταξύ της προηγούμενης πλοιοκτήτριας και της δεύτερης εναγόμενης και στην οποία εν συνεχεία υπεισήλθε η ενάγουσα, καθόσον ο εκμισθωθείς χώρος δεν ήταν κατάλληλος για το σκοπό και τη συνήθη χρήση για την οποία προοριζόταν, ενώ επιπλέον η δεύτερη εναγόμενη δεν τήρησε τη γενική υποχρέωση λήψεως μέτρων πρόνοιας για την πρυμνοδέτηση των πλοίων που αγκυροβολούν στον εν λόγω θαλάσσιο χώρο. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της. Με το ανωτέρω περιεχόμενo και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στις εναγόμενες μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. ως προς την πρώτη εναγόμενη την αναφερόμενη στην §Ι. της παρούσας έκθεση επίδοσης και ως προς τη δεύτερη εναγόμενη την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …, που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα) αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 9, 18, 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, 242 ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α, 2, 3Α – Βιστ Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, είναι ορισμένη, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της παριστάμενης δεύτερης εναγόμενης, καθόσον η ενάγουσα επαρκώς εκθέτει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να θεμελιώσει τις βάσεις της αγωγής της, με συνέπεια η αγωγή να περιέχει όλα τα απαιτούμενα εκ του άρθρου 216 ΚΠολΔ στοιχεία, σύμφωνα με τη νομική σκέψη της παρούσας. Σημειώνεται ότι η ενάγουσα δεν απαιτείται για το ορισμένο της αγωγής της να προσδιορίσει ποια από τις τρεις ειδικότερες περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 926 ΑΚ, όπως αυτές αναλύθηκαν στη μείζονα πρόταση, πρόκειται, καθόσον τούτο θα προκύψει από τις αποδείξεις, ούτε, άλλωστε, απαιτείται ν’ αναγράψει την ωφέλεια που αποκόμισε από την πώληση scrap μετάλλου, ο δε ισχυρισμός της παριστάμενης εναγομένης περί αφαίρεσης των ποσών που αποτελούν όφελος για την ενάγουσα, δεν συνιστά άρνηση της αγωγής, αλλά η επίκληση του συνυπολογιστέου κέρδους μπορεί με ταυτόχρονη επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών να αποτελέσει ανατρεπτική της αγωγής ένσταση, η οποία οδηγεί στην απόρριψη της αγωγής σε σχέση με το μέρος του αξιούμενου ποσού αποζημίωσης, το οποίο καλύπτεται από το κέρδος που αποκομίζει η ενάγουσα από το επιζήμιο γεγονός, για να είναι δε η ένσταση αυτή ορισμένη πρέπει να αναγράφεται η αξία του κέρδους που αποκόμισε η ενάγουσα. Εν προκειμένω, ωστόσο, η εναγόμενη δεν προβάλλει σχετικό ισχυρισμό. Περαιτέρω, η αγωγή είναι νόμω βάσιμη, ερειδόμενη στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 236 ΚΙΝΔ, 281, 288, 297, 298, 306 εδ. α, 330, 914, 926, 513, 522, 455, 460, 481, 575, 577, 346 ΑΚ, 3, 5, 9 Ν. 2881/2001, 4 παρ. 3 Ν. 4404/2016, 74, 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος να κηρυχθεί η παρούσα προσωρινά εκτελεστή, το οποίο μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό κατέστη νόμω αβάσιμο και απορριπτέο, καθόσον προσωρινά εκτελεστές επιτρέπεται να κηρυχθούν μόνον οι αποφάσεις εκείνες, οι οποίες μετά την τελεσιδικία τους θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν τίτλους εκτελεστούς, με συνέπεια αναγνωριστικές ή διαπλαστικές αποφάσεις να μην επιτρέπεται να κηρυχθούν προσωρινά εκτελεστές [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), ΚΠολΔ ΙΙ (2000), 907 αριθ. 3]. Σημειώνεται ότι ως προς τις επικαλούμενες στην αγωγή συμβάσεις πώλησης – μεταβίβασης του πλοίου της ενάγουσας από την κυπριακή “…”, αλλά και εκχώρησης της ιστορούμενης δυνάμει της πρώτης συγκρούσεως απαίτησης, που περιέχουν στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο, βάσει ως προς μεν τη σύμβαση πώλησης του άρθρου 4 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), που καθιερώνει ρήτρα διαφυγής σε σχέση με το προβλεπόμενο στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου δικαίου της χώρας όπου ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του (Κύπρος), καθόσον από το σύνολο των περιστάσεων προκύπτει ότι η σύμβαση συνδέεται προδήλως στενότερα με την Ελλάδα, της οποίας το δίκαιο, άλλωστε, επικαλείται και η ενάγουσα, σε σχέση με το χρόνο μετάθεσης σ’ αυτήν του κινδύνου, ως προς δε τη σύμβαση εκχώρησης του άρθρου 14 του ίδιου ως άνω Κανονισμού 593/2008 κατά την ενδοσυμβατική και του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II) κατά την αδικοπρακτική ευθύνη. Συνεπώς, δεδομένου ότι μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος της κρινόμενης αγωγής σε αναγνωριστικό, για το αντικείμενό της δεν απαιτείται να καταβληθεί τέλος δικαστικού ενσήμου [άρθρο 7 παρ. 3 ν. 1544/1942, όπως είχε αντικατασταθεί αρχικά με το άρθρο 21 παρ. 1 ν. 4055/2012 και στη συνέχεια με το άρθρο 33 παρ. 1 ν. 4446/2016 (ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016)], η υπό κρίση αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμω βάσιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 579 του ΑΚ ο εκμισθωτής δεν ευθύνεται για πραγματικά ή νομικά ελαττώματα, που γνώριζε ο μισθωτής κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης, καθώς και για συμφωνημένες ιδιότητες, που την έλλειψή τους γνώριζε κατ’ αυτή (συνομολόγηση) ο τελευταίος και κατά συνέπεια στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής δεν έχει τα δικαιώματα, που του απονέμονται με τα άρθρα 576-578 ΑΚ (ΑΠ 987/2002 ΕλλΔνη 2003.1338, ΑΠ 1016/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7900/2005 ΕλλΔνη 2006.1502). Γενικά, στις περιπτώσεις των άρθρων 579-582 (γνώση ή από βαρειά αμέλεια άγνοια του μισθωτή του ελαττώματος ή της συνομολογηθείσης ιδιότητας, ανεπιφύλακτη παραλαβή εκ μέρους του μισθωτή του μισθίου εν γνώσει του ελαττώματος, ρήτρα περί μη ευθύνης), ο εκμισθωτής δεν ευθύνεται για τις ελλείψεις. Στην προκειμένη περίπτωση, η παριστάμενη εναγόμενη αρνείται την αγωγή και επικουρικά ισχυρίζεται ότι συνυπαίτια στην επέλευση της ζημίας της είναι η ενάγουσα, η οποία, αν και γνώριζε την κατάσταση του «…», ουδέποτε ζήτησε την αλλαγή της θέσης πρυμνοδέτησης που είχε διατεθεί στο «…», αντιθέτως, ακόμη και μετά την επέλευση των συμβάντων της 20ής.11 και 22ας.12.2017 ζήτησε την παραμονή του στην αρχική θέση, για το λόγο δε αυτό ζητεί ν’ απαλλαγεί της ευθύνης της προς αποζημίωση. Ο ισχυρισμός της αυτός, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, είναι ορισμένος κατ’ άρθρο 262 ΚΠολΔ και νόμω βάσιμος, πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσία. Περαιτέρω, η δεύτερη εναγόμενη ισχυρίζεται ότι πρέπει ν’ απαλλαγεί της ευθύνης της ως εκμισθώτριας για το ιστορούμενο στην αγωγή πραγματικό ελάττωμα του μίσθιου, καθόσον: α) η μισθώτρια ενάγουσα κατά τη σύναψη της σύμβασης γνώριζε περί της ασφαλούς ή μη πρυμνοδεσίας του «…» και περί της εν γένει κατάστασής του κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, β) από βαριά αμέλεια το αγνοούσε, η δε εκμισθώτρια ουδέποτε υποσχέθηκε ότι στο Νέο Μόλο Δραπετσώνας δεν υπήρχαν πλοία δυνάμενα να καταστούν ναυάγια ή επιβλαβή ούτε το αποσιώπησε με δόλο και γ) σε κάθε περίπτωση, η δικαιοπάροχος της ενάγουσας ανεπιφύλακτα παρέλαβε τον παραχωρηθέντα χώρο εν γνώσει του ότι πλησίον ήταν πρυμνοδετημένα άλλα επικίνδυνα και επιβλαβή πλοία. Οι ανωτέρω ενστάσεις, που προβάλλονται προς αντίκρουση της επικουρικής βάσης της αγωγής σε σχέση με τη δεύτερη εναγόμενη, είναι ορισμένες και νόμιμες, στηριζόμενες αντίστοιχα στις διατάξεις των άρθρων 579, 580 και 581 ΑΚ, πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθούν και ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.
IV. Από τις υπ’ αριθ. … και … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων … και Π. Κ. που εξετάστηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού με επιμέλεια της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της (βλ. αντίστοιχα την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Βόρειου Αιγαίου Ε. Ε. και την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …), από τις υπ’ αριθ. …, … και, προς αντίκρουση των προσκομιζόμενων από την ενάγουσα, … ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων αντίστοιχα Δ. Τ., Γ. Σ., Δ. Τ. που εξετάστηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Ευθυμίας Ανδριανάκου με επιμέλεια της δεύτερης εναγόμενης κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου της (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά Α. Α.), μη λαμβανομένης ωστόσο υπόψη της υπ’ αριθ. … ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα Ν. Μ., μετά της προσαρτημένης σ’ αυτήν από 24.9.2018 υπ’ αριθ. … έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του, η οποία λήφθηκε επίσης με επιμέλεια της δεύτερης εναγόμενης, που προσκομίστηκε το πρώτον με την προσθήκη – αντίκρουση στις προτάσεις της, καθόσον δεν αφορά σε αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν το πρώτον με τις προτάσεις της ενάγουσας (άρθρο 237 παρ. 2 ΚΠολΔ), αλλά σε αντίκρουση αγωγικών ισχυρισμών -όπως, άλλωστε, ο ως άνω πραγματογνώμονας αναφέρει εισαγωγικά στην έκθεσή του-, απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, πλην της προαναφερθείσας έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του Ν. Μ., η οποία δε λαμβάνεται υπόψη για τον ίδιο ως άνω λόγο, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τις προτάσεις τους (άρθρο 261 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη εταιρεία είναι πλοιοκτήτρια του με ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου «…», υπ’ αριθ. νηολογίου Μυτιλήνης …. κ.ο.χ. 12.869,31, μέγιστου μήκους 149,40 μ., πλάτους 23,50 μ. και βάθους 6,66 μ., με ΙΜΟ 7362108. Κατόπιν αιτήσεως που υπέβαλε ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής στον «Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς – Διεύθυνση Εξυπηρέτησης Πλοίων & επιβατών» (Τμήμα Προσόρμισης – Δικ/των επί Πλοίων) στις 28.7.2014, ζήτησε από τη δεύτερη εναγόμενη τη διάθεση επισκευαστικού χώρου για εξήντα (60) ημέρες, προκειμένου να εκτελεστούν στο πλοίο της ελασματουργικές – σωληνουργικές εργασίες από το συνεργείο της επισκευαστικής εταιρείας με την επωνυμία «…». Άλλωστε, ο καταστατικός σκοπός της δεύτερης εναγόμενης συνίσταται στην εκμετάλλευση του λιμένα Πειραιά, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την εγκατάσταση, οργάνωση και εκμετάλλευση κάθε είδους λιμενικής υποδομής (βλ. ΑΠ 998/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η παραμονή του πλοίου σε επισκευαστική θέση στο Ν. Μώλο Δραπετσώνας, υποδειχθείσα και παραχωρηθείσα από τη δεύτερη εναγόμενη, εγκρίθηκε αρχικά μέχρι τις 28.8.2014, κατόπιν δε των από 21.8.2014, 24.9.2014 και 3.12.2014 διαδοχικών αιτήσεων παράτασης παραμονής ναυπηγήματος σε επισκευαστικό χώρο, εγκρίθηκε η παράταση παραμονής του μέχρι την 1η.2.2015, για την αποπεράτωση των εργασιών. Έκτοτε το ως άνω πλοίο της πρώτης εναγόμενης εταιρείας παρέμενε στο κρηπίδωμα Ν. Μώλου Δραπετσώνας στη θέση πρυμνοδέτησης που του είχε διαθέσει η δεύτερη εναγόμενη αυθαίρετα, χωρίς σχετική έγκριση. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με την από 4.10.2017 αίτησή της, η κυπριακή εταιρεία με την επωνυμία «… LTD», νομίμως εκπροσωπούμενη, ζήτησε από τη δεύτερη εναγόμενη τη διάθεση επισκευαστικού χώρου για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών, προκειμένου να εκτελεστούν επισκευαστικές εργασίες επί του υπό ιταλική σημαία πλοίου της πλοιοκτησίας της τύπου RO-RO PASSENGER «…», υπ’ αριθ. νηολογίου Νάπολης …, κ.ο.χ. 5.435,36, μέγιστου μήκους 114,55 μ., πλάτους 18,61 μ. και βάθους 5,56 μ., με ΙΜΟ 7207451, από το συνεργείο της αλλοδαπής εταιρείας «…». Πράγματι το πλοίο αυτό αφίχθη από την Ιταλία στον Πειραιά στις 7.10.2017 και πρυμνοδετήθηκε στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας, σε θέση που υποδείχθηκε από τη δεύτερη εναγόμενη, σε απόσταση 90 περίπου μέτρων από το προαναφερθέν πλοίο «…» και ανάμεσα σε αυτό και το «…», προκειμένου να επισκευαστεί, η πλοιοκτήτρια δε εταιρεία κατέβαλε για τη διάθεση του χώρου στη δεύτερη εναγόμενη αρχικά το ποσό των 12.768,90 ευρώ, που αντιστοιχούσε σε τέλη πρυμνοδέτησης και δικαιώματα προσόρμισης για το χρονικό διάστημα έως 5.12.2017, στη συνέχεια δε το ποσό των 5.168,50 ευρώ, που αφορούσε στο χρονικό διάστημα από 6.12.2017 έως 3.2.2018. Δυνάμει του από 7.11.2017 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου η ως άνω κυπριακή πλοιοκτήτρια εταιρεία πώλησε και μεταβίβασε το «…» έναντι τιμήματος 200.000 ευρώ στην ενάγουσα, στην οποία και το παρέδωσε στις 15.11.2017. Το εν λόγω πλοίο με το νέο του όνομα «…» καταχωρήθηκε στα νηολόγια Πειραιά, φέρον πλέον την ελληνική σημαία, με αριθμό … στις 27.11.2017, οπότε και εκδόθηκε το οικείο έγγραφο εθνικότητας, με πλοιοκτήτρια την ενάγουσα, η οποία και ενημέρωσε σχετικά τη δεύτερη εναγόμενη (Τμήμα Ναυπηγείων) στις 7.12.2017. Στις 20.11.2017 και περί ώρα 13.00, το Ε/Γ-Ο/Γ «…», το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, ήταν πρυμνοδετημένο σε απόσταση περίπου 90 μέτρων από την αριστερή πλευρά του «…», χωρίς πλήρωμα και σε κατάσταση παροπλισμού, λόγω μη ασφαλούς – ελλιπούς πρόσδεσης, απέκοψε τους κάβους πρόσδεσής του, που παρουσίαζαν εκτεταμένη φθορά, και, παρασυρόμενο από τους πνέοντες ισχυρούς ανέμους (Δ-ΒΔ, εντάσεως 7-8 BF), έσυρε τις άγκυρές του και προσέκρουσε με τη δεξιά του πλευρά, ειδικότερα δε με το μεσαίο – οπίσθιο τμήμα αυτής, επί της αριστερής πλευράς (μεσαίο προς έμπροσθεν τμήμα) του πλοίου «…» και ήδη«…», προκαλώντας σοβαρές ζημίες στο τελευταίο στην αριστερή εξωτερική γέφυρα και στο αριστερό πρωραίο τμήμα. Άμεσα ενημερώθηκε μέσω VHF από το πλήρωμα του πλοίου της ενάγουσας το τμήμα ελέγχου θαλάσσιας κυκλοφορίας του Λιμεναρχείου Πειραιά και το Λιμενικό Τμήμα Κερατσινίου· εν συνεχεία κατέφθασαν ρυμουλκά, με τη συνδρομή των οποίων το πλοίο «…» επαναφέρθηκε στην πρότερη θέση ελλιμενισμού του, όπου και προσδέθηκε ασφαλώς από τα συνεργεία των ρυμουλκών – ναυαγοσωστικών, με την αντικατάσταση των υπαρχόντων μέσων πρόσδεσης με καινούργια, απαγορεύτηκε δε ο απόπλους αμφοτέρων των πλοίων. Πρέπει να σημειωθεί ότι, καθώς το συμβάν έλαβε χώρα μετά τη μετάθεση του κινδύνου από την αγοραπωλησία του πλοίου «…» στην ενάγουσα, που πραγματώθηκε με την παράδοσή του σ’ αυτήν στις 15.11.2017, η τελευταία νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση των ένδικων αξιώσεών της που απορρέουν από αυτό, ανεξαρτήτως του ότι επακολούθησε και εκχώρηση σ’ αυτήν των όποιων απαιτήσεων της πωλήτριας εταιρείας προς αποζημίωση από το συμβάν αυτό, όπως προκύπτει από το από 7.12.2017 ιδιωτικό συμφωνητικό εκχώρησης απαίτησης που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα. Σύμφωνα με τα άρθρα 522 και 525 ΑΚ, ο αγοραστής, αφότου φέρει τον κίνδυνο της τυχαίας καταστροφής του πράγματος, δικαιούται τα ωφελήματα και το περιελθόν στον πωλητή, στο οποίο περιλαμβάνεται ιδίως η αξίωση κατά του τρίτου υπαιτίου γι’ αποζημίωση κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (ΕφΑθ 5138/2005 ΕλλΔνη 2006.590). Κατόπιν του ανωτέρω συμβάντος και ενόψει της επιδείνωσης των καιρικών συνθηκών κατά τον μήνα Δεκέμβριο 2017, που είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου θραύση των κάβων πρόσδεσης του «…» στις 15.12.2017, χωρίς περαιτέρω συνέπειες (σύγκρουση των επίδικων πλοίων), η ενάγουσα απηύθυνε αρχικά προς το Λιμεναρχείο Κερατσινίου (15.12.2017), στη συνέχεια δε στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία (18.12.2017) επιστολή διαμαρτυρίας, με την οποία καλούσε το Λιμεναρχείο να ενημερώσει την πλοιοκτήτρια εταιρεία σχετικά, αλλά και τη δεύτερη εναγόμενη να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο για την προστασία του πλοίου της και την άρση του διαρκούς κινδύνου που αποτελούσε το πρυμνοδετημένο δίπλα σ’ αυτό πλοίο «…». Επισημαίνεται ότι τα πρυμνοδετημένα στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας πλοία υφίστανται ισχυρά φορτία όταν οι άνεμοι είναι ισχυροί, για το λόγο αυτό απαιτείται συχνή (ημερήσια) επιθεώρηση των κάβων πρόσδεσης από τους εντεταλμένους για τη φύλαξη του κάθε πλοίου, συνεχής δε όταν οι καιρικές συνθήκες είναι αντίξοες. Τις πρώτες ώρες της 23ης Δεκεμβρίου 2017, λόγω των ισχυρών ανέμων (ΒΔ 9-10 BF), το «…», το οποίο εστερείτο πληρώματος ήδη από το 2015, απέκοψε εκ νέου τους κάβους πρόσδεσής του, ξέσυρε τις άγκυρές του και επέπεσε με σφοδρότητα στο «…». Ειδικότερα το «…» παρασυρόμενο από τους πνέοντες ανέμους και ακυβέρνητο, προσέκρουσε δύο φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας στο «…». Αρχικά η δεξιά πλευρά του «…» προσέκρουσε στην αριστερή πλευρά επί του πλοίου της ενάγουσας καθ’ όλο το μήκος αυτής, στη συνέχεια σύρθηκε προς την πλώρη, έστριψε προς τα δεξιά και επέπεσε εκ νέου με την αριστερή πλευρά του στην πλώρη του «…», προκαλώντας ζημίες στις σωσίβιες λέμβους Νο 2 και 4, στην αριστερή βαρδιόλα, στην πλώρη και τον πρωραίο καταπέλτη (bow visor). Εξαιτίας δε των θυελλωδών ανέμων και της πρόσκρουσης, οι αριστεροί κάβοι του «…» έσπασαν και απαιτήθηκε η συνδρομή του ρυμουλκού «S. Z.» προκειμένου να συγκρατηθεί στη θέση του το πλοίο μέχρι να ρυμουλκηθεί το «…» από άλλα ρυμουλκά, μακριά από το «…», και να επαναπροσδεθεί στη θέση πρυμνοδέτησής του από συνεργείο στεριάς της δεύτερης εναγόμενης περί τις 18.00 της ίδιας ημέρας. Ακολούθησαν νέες διαμαρτυρίες της ενάγουσας τόσο προς το Λιμεναρχείο Κερατσινίου, με απώτερο αποδέκτη την πλοιοκτήτρια του ζημιογόνου πλοίου (22 και 23.12.2017), όσο και προς τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία (27.12.2017), λόγω της αδιαφορίας που επέδειξε στην άρση του κινδύνου που προκαλούσε η παραμονή του πλοίου «…» στη θέση πρυμνοδέτησής του και τη μη λήψη οποιουδήποτε μέτρου προς αντιμετώπισή του. Το «…» παρέμεινε στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας μέχρι τις 8.1.2018, οπότε μετέβη ρυμουλκούμενο στη Μεγάλη Μόνιμη Δεξαμενή του Ο.Λ.Π. (δεξαμενή Βασιλειάδη). Αφού δεξαμενίστηκε, επέστρεψε ρυμουλκούμενο στις 26.1.2018 στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας, όπου πρυμνοδετήθηκε στην προηγούμενη θέση του. Σχετικά με την ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης, πρέπει ν’ αναφερθούν τα εξής: Το πλοίο «…», μετά την 1η.2.2015 παρέμενε πρυμνοδετημένο στο Νέο Μώλο Δραπετσώνας χωρίς έγκριση, ήτοι αυθαίρετα, και χωρίς να καταβάλλονται από την πλοιοκτήτρια εταιρεία τα αναλογούντα τιμολογημένα δικαιώματα παραμονής σε επισκευαστική θέση. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, η ηλεκτροδότησή του διεκόπη οριστικά στις 31.5.2015, αφού προηγήθηκε παράταση της ηλεκτροδότησής του μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία για ανθρωπιστικούς λόγους με Απόφαση του ΔΣ ΟΛΠ ΑΕ. Έκτοτε το πλοίο αυτό στερείται πληρώματος. Ήδη από τις 9.2.2016 το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά – Β΄ Λιμενικό Τμήμα (Κερατσίνι) είχε απευθύνει έγγραφο (υπ’ αριθ. Πρωτ. …) στη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία με το οποίο την καλούσε, λόγω της μη ορθής πόντισης των αγκυρών (καδενών), των πλοίων «…» και «…», που είχε ως συνέπεια την ανεξέλεγκτη μετακίνηση κυρίως του πρωραίου τμήματός τους, αφενός μεν να εξετάσει τη δυνατότητα απομάκρυνσής τους σε ασφαλέστερο αγκυροβόλιο, κατόπιν συνεννόησης με την πλοιοκτήτρια/διαχειρίστρια εκάστου, αφετέρου δε να αποφεύγει την προσόρμιση άλλων πλοίων πλησίον τους, άλλως η πρυμνοδέτηση των άλλων πλοίων να γίνεται σε ικανή απόσταση και να ενημερώνονται δεόντως οι πλοίαρχοι για τους ενδεχόμενους κινδύνους και για τη μέριμνα προμήθειας απαραίτητου εξοπλισμού για την προστασία των προσβαλλόμενων σημείων όταν τα πλοία τείνουν να έρθουν σε επαφή μεταξύ τους. Αφορμή είχε αποτελέσει η πρόκληση μικρής έκτασης υλικών ζημιών στο παρακείμενο προσδεδεμένο / πρυμνοδετημένο Φ/Γ πλοίο «…». Η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, ωστόσο, μόλις στις 28.6.2016 επέδωσε στην πρώτη εναγόμενη την υπ’ αριθ. Πρωτ. … επιστολή με την οποία την καλούσε ν’ απομακρύνει το Ε/Γ – Ο/Γ «…» από την επισκευαστική περιοχή του Νέου Μώλου Δραπετσώνας, λόγω έλλειψης σχετικής άδειας, μη πραγματοποίησης εργασιών και μη εφοδιασμού του με τα απαιτούμενα μέσα για την ασφαλή αγκυροβολία και παραμονή του. Στις 25.7.2016 συνήλθε η Γνωμοδοτική Επιτροπή του άρθρου 9 του Ν. 2881/2001, αρμόδια για θέματα ανέλκυσης, απομάκρυνσης ή εξουδετέρωσης ναυαγίων ή πλοίων, η οποία γνωμοδότησε ότι το πλοίο «…» συνιστούσε επιβλαβές πλοίο σε λιμένα κατά την έννοια του άρθρου 5 του Ν. 2881/2001, διότι παρέμενε ακινητοποιημένο και ανενεργό, χωρίς άδεια, συντήρηση και επιμέλεια, εμποδίζοντας την ασφαλή δραστηριοποίηση και επισκευή άλλων ενεργών πλοίων. Και ενώ η δεύτερη εναγόμενη, κατόπιν της από 1.8.2016 υπ’ αριθ. 164 Απόφασης του ΔΣ αυτής, επέδωσε στην πρώτη εναγόμενη – πλοιοκτήτρια και στην υπό εκκαθάριση τελούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», υπέρ της οποίας βρέθηκαν εγγεγραμμένες επί του πλοίου πρώτη και δεύτερη προτιμώμενες ναυτικές υποθήκες, στις 10 και στις 5.10.2016 αντίστοιχα την υπ’ αριθ. Πρωτ. … πρόσκληση της δεύτερης εναγόμενης για άμεση απομάκρυνση του πλοίου «…» και δη μέχρι τις 27.10.2016 καθώς και για την εν γένει εφαρμογή των προβλεπόμενων στο άρθρο 5 του Ν. 2881/2001, άλλως θα προέβαινε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας στην εκποίηση του πλοίου της κατ’ εφαρμογή των στο ανωτέρω άρθρο προβλεπόμενων, μόλις την 23η.2.2018 αποφασίστηκε από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της δεύτερης εναγόμενης με την υπ’ αριθ. … Απόφασή του η διενέργεια ανοικτού πλειοδοτικού διαγωνισμού για την εκποίηση και απομάκρυνσή του εκτός Λιμενικής Ζώνης ΟΛΠ, ως επικίνδυνου και επιβλαβούς πλοίου, οπότε δημοσιεύτηκε η … Διακήρυξη. Τελικά, και ενώ ακολούθησαν οι με αριθμούς ….. και … Διακηρύξεις επαναληπτικού ανοικτού πλειοδοτικού διαγωνισμού, το εν θέματι πλοίο απέπλευσε στις 30.4.2018 για το Β΄ Καραβοστάσι Ελευσίνας, ρυμουλκούμενο από τα Ρ/Κ «Α.» και «Λ.», στο οποίο επέβαιναν δύο στελέχη του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά – Β΄ Λιμενικό Τμήμα (Κερατσινίου). Το γεγονός ότι το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιά – Β΄ Λιμενικό Τμήμα (Κερατσίνι) με έγγραφά του της 3ης.8.2016 (υπ’ αριθ. Πρωτ. …), 16.11.2017 (υπ’ αριθ. Πρωτ. …), 4ης.12.2017 (υπ’ αριθ. Πρωτ. …) και 5.1.2018 (υπ’ αριθ. Πρωτ. …) καλούσε την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, σε συνεννόηση με τη δεύτερη εναγόμενη, να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την ασφαλή πρόσδεση – αγκυροβολία του πλοίου της, διατηρώντας ασφαλείς αποστάσεις προς αποφυγή πρόκλησης ατυχήματος, υλικών ζημιών σε περίπτωση δυσμενών καιρικών συνθηκών, εν συνεχεία δε να προσλάβει κατάλληλο προσωπικό φύλαξής του, που καταδεικνύει την ευθύνη της πρώτης εναγόμενης – πλοιοκτήτριας εταιρείας, δεν αναιρεί την από κοινού ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης, η οποία αδράνησε στη λήψη των απαιτούμενων μέτρων, επιδεικνύοντας εξαιρετική καθυστέρηση στην αντιμετώπιση του υπάρχοντος κινδύνου. Ειδικότερα, αν και γνώριζε ότι το πλοίο «…» ήδη από το έτος 2015 δε φυλασσόταν από προσωπικό φύλαξης ούτε ήταν ασφαλώς προσδεδεμένο, όρισε θέση πρυμνοδέτησης του πλοίου της ενάγουσας σε απόσταση τέτοια που δεν ήταν ικανή ν’ αποτρέψει τη σύγκρουση μεταξύ τους, όπως αποδείχθηκε, χωρίς μάλιστα να ενημερώσει τον Πλοίαρχό του για το σχετικό κίνδυνο, κατά παράβαση της σύστασης του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά (από 9.2.2016). Περαιτέρω, ενώ αποτελούσε κίνδυνο για τα παρακείμενα πλοία και απειλούσε την ασφάλειά τους, δεν χαρακτηρίστηκε εξαρχής ως επικίνδυνο και επιβλαβές πλοίο κατά την έννοια του άρθρου 3 του Ν. 2881/2001, αλλά ως επιβλαβές λόγω ακινησίας πλοίο κατά την έννοια του άρθρου 5 του Ν. 2881/2001. Και πάλι όμως, η δεύτερη εναγόμενη παράνομα και υπαίτια δεν προέβη στις ενέργειες άμεσης απομάκρυνσης του πλοίου, όπως όφειλε δυνάμει του άρθρου 12 του Κανονισμού Τιμολογίων και Δικαιωμάτων σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του Ν. 2881/2001, παρά μόνο αρκείτο στις οχλήσεις που απέστελλε το Κεντρικό Λιμεναρχείο προς την πρώτη εναγόμενη για την απομάκρυνσή του. Ενόψει της αδράνειας της πρώτης εναγόμενης – πλοιοκτήτριας εταιρείας και της μη χρησιμοποίησης του πλοίου της για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, και εφόσον η δεύτερη εναγόμενη έκρινε αδύνατη ή απρόσφορη, άλλως ασύμφορη την προσωρινή μετακίνηση του πλοίου «…», όφειλε άμεσα, μετά την παρέλευση της ταχθείσας με την από 26.9.2016 πρόσκληση προθεσμίας, αφού γνώριζε τα προβλήματα που δημιουργούσε στα παρακείμενα προσδεδεμένα πλοία, να προβεί στην εκποίηση του πλοίου με ανοικτό πλειοδοτικό διαγωνισμό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 3 και 4 Ν. 2881/2001. Αντίθετα, παρήλθαν περί τους 16 μήνες μέχρι να διακηρυχθεί ο πλειοδοτικός διαγωνισμός και αφού στο μεταξύ μεσολάβησαν τα ένδικα ναυτικά συμβάντα. Σημειώνεται ότι το άρθρο 12 παρ. 2 του από 17.1.2015 Κανονισμού για τη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Ο.Λ.Π. προβλέπει αναγκαστική μεθόρμιση του πλοίου εφόσον δεν εκτελούνται επισκευές, αμφότερα δε τα ως άνω νομοθετήματα (άρθρο 5 ν. 2881/2001 και άρθρο 12 του από 17.1.2015 Κανονισμού) κάνουν λόγο για υποχρέωση και όχι δυνατότητα του Ο.Λ.Π. να προβεί στις νόμιμες ενέργειες. Άλλωστε, με βάση το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 4404/2016, η “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.” έχει αναλάβει πλήρως την ευθύνη, τις υποχρεώσεις και το κόστος συμμόρφωσης με τις διατάξεις του Ν. 2881/2001 (Α΄ 16) αναφορικά με τον Λιμένα Πειραιά, και όχι το Λιμεναρχείο, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η δεύτερη εναγόμενη, με συνέπεια ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης να τυγχάνει αβάσιμος και απορριπτέος. Επισημαίνεται ότι η πρόσδεση του πλοίου «…» με νέους κάβους μετά το συμβάν της 20ής.11.2017, η οποία επιβεβαιώνεται από τις από 11.12.2017 και 4.1.2018 ένορκες καταθέσεις των κυβερνητών των ρυμουλκών «…» και «…» αντίστοιχα, δεν αναιρεί την ευθύνη της δεύτερης εναγόμενης, καθόσον το πλοίο αυτό παρέμενε χωρίς πλήρωμα, πρυμνοδετημένο πλησίον του ζημιωθέντος πλοίου «…», με συνέπεια να είναι δυνατή η εκ νέου θραύση τους στην περίπτωση δυσμενών καιρικών συνθηκών (όπως και έγινε, στις 15.12 και στις 22.12.2017) και η πρόσκρουση επ’ αυτού. Το γεγονός, άλλωστε, ότι η ενάγουσα δε ζήτησε από τη δεύτερη εναγόμενη την αλλαγή θέσης πρυμνοδέτησης, αν και γνώριζε ότι το «…», που ήταν παρακείμενό της, συνιστούσε διαρκή κίνδυνο για την ασφάλεια του πλοίου της, ακόμη δε και μετά τα επίδικα συμβάντα ζήτησε την πρυμνοδέτησή της στη θέση αυτή δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει οικείο πταίσμα στην επέλευση της ζημίας της, καθόσον η δεύτερη εναγόμενη της υπέδειξε τη συγκεκριμένη θέση πρυμνοδέτησης, η δε ενάγουσα συμμορφώθηκε με τη δική της υπόδειξη και έγινε έναρξη των επισκευαστικών εργασιών του πλοίου της στη θέση εκείνη. Οι παραλείψεις των εναγόμενων ήταν αυτές που προκάλεσαν αιτιωδώς τις ένδικες προσκρούσεις και τη ζημία της ενάγουσας, οι οποίες και είχαν υποχρέωση και μπορούσαν να πράξουν άλλως προκειμένου ν’ άρουν τον υφιστάμενο κίνδυνο. Επομένως, η προταθείσα από τη δεύτερη εναγόμενη ένσταση οικείου πταίσματος της ενάγουσας στην επέλευση της ζημίας της τυγχάνει κατ’ ουσίαν αβάσιμη και απορριπτέα. Σε σχέση με τις ειδικότερες ζημίες που υπέστη το πλοίο της ενάγουσας συνεπεία της από κοινού αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων, τεκμαιρομένης αυτής ομολογημένης, ως προς την πρώτη εναγόμενη πλοιοκτήτρια, όπως και της αποκλειστικής υπαιτιότητας του πλοίου της κατά την έννοια του άρθρου 236 ΚΙΝΔ, συνεπεία της ερημοδικίας της, αποδείχθηκαν τα εξής: Κατά το πρώτο συμβάν της 20ής.11.2017, το πλοίο υπέστη ζημίες στην αριστερή βαρδιόλα γέφυρας, στην καμπίνα του πλοιάρχου, στο πρόστεγο του πλοίου, στη Νο 2 σωσίβια λέμβο και τα καπόνια, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα υπ’ αριθ. 010918 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ναυπηγού Π. Κ., που συμφωνεί ως προς τα ζημιωθέντα μέρη του πλοίου με την από 22.11.2017 έκθεση της “B. T. S. L.”, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη. Συγκεκριμένα, ολόκληρη η ανοιχτού τύπου κατασκευή της αριστερής βαρδιόλας βρέθηκε έντονα παραμορφωμένη, διπλωμένη προς τα μέσα και τσαλακωμένη, σε έκταση 5.000 × 4.000 × 2.500 χιλ. Σημειώνεται ότι η νέα σιδηροκατασκευή που είχε ήδη τοποθετηθεί κατά τη διάρκεια των προγραμματισμένων μετασκευών που είχαν γίνει πριν την πρώτη πρόσκρουση αποξηλώθηκε κατά την πρόσκρουση, παρασύρθηκε και έπεσε στη θάλασσα. Περίπου 7 μέτρα κιγκλιδώματος ύψους 1,10 μέτρων βρέθηκε παραμορφωμένο στο πρυμναίο μέρος της πλατφόρμας της αριστερής βαρδιόλας και προς την εξωτερική σκάλα που οδηγεί στο κάτω κατάστρωμα. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός που βρίσκεται στην περιοχή της αριστερής βαρδιόλας που υπέστη ζημίες, βρέθηκε παραμορφωμένος και έχρηζε αντικατάστασης. Περαιτέρω, η καμπίνα του πλοιάρχου, που βρίσκεται κάτω από το αριστερό μέρος της γέφυρας (εσωτερικά της βαρδιόλας), υπέστη ζημίες στη σιδηροκατασκευή και την επικάλυψη αυτής (ξυλοκατασκευή), που αποκάλυψε σε πολλά σημεία τη μόνωση, η οποία περιελάμβανε και αμιαντούχο υλικό. Εφόσον εκτέθηκαν υλικά περιέχοντα αμίαντο, έπρεπε αυτά να αφαιρεθούν, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (π.δ. 212/2006). Το κατάστρωμα του προστέγου υπέστη ζημίες στην αριστερή του πλευρά, καθώς το αριστερό κιγκλίδωμα παραμορφώθηκε σε μήκος 9 μέτρων, επηρεάστηκαν δε τα εγγύς ευρισκόμενα χειριστήρια υδραυλικών βαρούλκων. Παραμορφώθηκαν επίσης ένα εγκάρσια ευρισκόμενο προστατευτικό έλασμα, κείμενο έμπροσθεν των χειριστηρίων και εφαπτόμενο με το κιγκλίδωμα, όπως και το εξέχον τμήμα του ελάσματος ζωστήρα σε μήκος περίπου 2 μέτρων. Εξάλλου, πριν την πρόσκρουση η αριστερή σωσίβια λέμβος Νο 2 ήταν καθαιρεμένη λίγο πάνω από το ύψος της θάλασσας και κρεμόταν στα συρματόσχοινα των καπονιών, με συνέπεια κατά την πρόσκρουση να παγιδευτεί ανάμεσα στα δύο πλοία και να συμπιεστεί. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να αποκολληθούν από τη θέση τους οι εσωτερικοί εγκάρσιοι δοκοί καθισμάτων για τους επιβάτες και να θραυσθούν οι βίδες τοποθέτησης, να σπάσουν τα εξωτερικά ξύλινα προστατευτικά πέδιλα, εκ των οποίων ένα απωλέσθη, καθώς και να σημειωθούν εκδορές και σημάδια επαφής περιφερειακά του κύτους της λέμβου και εξωτερικά. Τέλος, στην προσπάθεια να επανέλθουν τα καπόνια στη θέση τους εκείνα δε μετακινήθηκαν ελεύθερα, ενώ ο πρυμναίος βραχίονας του καπονιού βρέθηκε παραμορφωμένος με κάμψη προς την πλώρη του σκάφους. Περαιτέρω, κατά το δεύτερο συμβάν της 22ας προς 23η.12.2017, με δεδομένο ότι οι εργασίες αποκατάστασης των προηγούμενων ζημιών στην περιοχή της βαρδιόλας είχαν ολοκληρωθεί κατά 80% του συνολικού βάρους της σιδηροκατασκευής, ολόκληρη η κατασκευή της βαρδιόλας της γέφυρας βρέθηκε σε μεγάλο βαθμό παραμορφωμένη, διπλωμένη προς τα μέσα και τσαλακωμένη. Το εμπρόσθιο τμήμα του παραπέτου του πρόστεγου παραμορφώθηκε, ενώ υπέστησαν ζημίες τα ενισχυτικά που ήταν τοποθετημένα στα σημεία του που παραμορφώθηκαν, το ώκιο τύπου «Παναμά» και ο πρωραίος ιστός στο εμπρόσθιο τμήμα του παραπέτου, το αριστερό έλασμα περιβλήματος του ανοίγματος για τον πρωραίο καταπέλτη και δύο από τους έξι υδραυλικούς μηχανισμούς ασφάλισης, μαζί με τον εξοπλισμό τους. Η σωσίβια λέμβος Νο 2, οι εργασίες αποκατάστασης της οποίας από την πρώτη πρόσκρουση είχαν ήδη ολοκληρωθεί, υπέστη ζημίες εξωτερικά στο αριστερό κύτος (εκδορές / σημάδια), χαμηλά περίπου στη μέση της λέμβου, ενώ εβλάβησαν και τα πέντε ξύλινα αριστερά προστατευτικά πέδιλα. Επίσης εκδορές παρατηρήθηκαν στο δεξιό κύτος εξωτερικά και παραμορφώθηκε το πηδάλιο σε μεγάλο βαθμό προς τα αριστερά. Η σωσίβια λέμβος Νο 4 (αριστερή πρυμναία λέμβος) παρουσίασε επιφανειακές εκδορές στο αριστερό κύτος εξωτερικά και στην κουπαστή, ενώ αποκολλήθηκαν πλήρως και τα πέντε ξύλινα προστατευτικά πέδιλα στην αριστερή πλευρά. Ζημίες υπέστησαν επίσης τα καπόνια με αριθμούς 2 (αριστερό πρωραίο) και 4 (αριστερό πρυμναίο), όπως και τα παράθυρα του χώρου επιβατών που βρίσκονταν στον αριστερό πρωραίο χώρο επιβατών του κυρίου καταστρώματος και κατά μήκος στη μέση απόσταση μεταξύ της βαρδιόλας της γέφυρας και του πρωραίου καπονιού Νο 2. Εξάλλου, για την αποκατάσταση των προαναφερθεισών ζημιών, που έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα από τις 28.11.2017 έως τις 18.4.2018, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατέβαλε στην εταιρεία που ανέλαβε το έργο με την επωνυμία «…» το ποσό των 533.670 ευρώ σχετικά με την πρώτη πρόσκρουση και το ποσό των 323.255 ευρώ για τη δεύτερη πρόσκρουση, όπως τούτο προκύπτει από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα με ημερομηνίες αντίστοιχα 23.11.2017 και 27.12.2017 παραγγελίες αγοράς. Αναλύονται δε τα ποσά αυτά ως εξής: Το ποσό των 533.670 ευρώ σε 130.500 ευρώ για την επισκευή της αριστερής βαρδιόλας, 38.900 και 4.800 ευρώ για την επισκευή της σωστικής λέμβου Νο 2, 8.500 και 3.850 ευρώ για το ζεύγος καπονιών της ανωτέρω σωστικής λέμβου, 63.520 ευρώ για την αφαίρεση αμίαντου από την καμπίνα του πλοιάρχου κ.λπ., 69.000 ευρώ για την ανακατασκευή της καμπίνας, του γραφείου και του διαδρόμου, 198.600 και 15.000 ευρώ για τα χειριστήρια της βαρδιόλας και 1.000 ευρώ για τον τεχνικό ασφαλείας κατά το χρονικό διάστημα των εργασιών (20 ημέρες επί 50 ευρώ ημερησίως, για τις ημέρες 20.11-10.12.2017). Το ποσό των 323.255 ευρώ αναλύεται σε 104.820, 46.728 και 14.490 ευρώ για τις σιδηροκατασκευές στην πλώρη, την αριστερή βαρδιόλα και τον πρωραίο καταπέλτη, 26.000 και 8.700 ευρώ για μηχανολογικές εργασίες – επισκευές στον πλωριό καταπέλτη, 84.900 ευρώ για τις επισκευές σωστικών λέμβων Νο 2 και 4, 16.000 και 19.117 ευρώ για την αντικατάσταση 3 κομμένων κάβων και για τις επιπλέον μέρες δεξαμενισμού που απαιτήθηκαν για τις επισκευές πλωριού καταπέλτη αντίστοιχα και 2.500 ευρώ για τον τεχνικό ασφαλείας που απασχολήθηκε επί 50 ημέρες (12.12.2017 έως 31.1.2018). Τα ποσά αυτά, ωστόσο, για τα οποία δεν προσκομίζεται οποιοδήποτε παραστατικό (τιμολόγιο), αν και οι εργασίες έχουν ολοκληρωθεί, κρίνονται υπερβολικά και δυσανάλογα, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την παλαιότητα του πλοίου της ενάγουσας (έτος κατασκευής 1975) όσο και την αξία έναντι της οποίας είχε μεταβιβαστεί σ’ αυτήν (200.000 ευρώ). Άλλωστε, η εταιρεία «Braemar» που επιθεώρησε το πλοίο μετά το πρώτο συμβάν εκτίμησε το κόστος αποκατάστασης των ζημιών που προκλήθηκαν από την πρόσκρουση της 20ής.11.2017 στο ποσό των 350.000 ευρώ. Το ποσό αυτό εκτιμά το παρόν Δικαστήριο ότι είναι εύλογο κόστος αποκατάστασης των προπεριγραφεισών ζημιών, ως προς αυτό, συνεπώς, η δεύτερη εναγόμενη οφείλει ν’ αποζημιώσει την ενάγουσα, του λοιπού απορριπτομένου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου. Σε σχέση με το δεύτερο συμβάν, επειδή δεν αποδείχθηκε ότι η θραύση των κάβων συνδεόταν αιτιωδώς με την ένδικη πρόσκρουση ούτε παρίστανται αναγκαία αφενός μεν η παραμονή του πλοίου για επιπλέον ημέρες στη δεξαμενή για την επισκευή του πλωριού καταπέλτη αφετέρου δε η πρόσληψη τεχνικού ασφαλείας ειδικά για τις εργασίες αυτές, τα κονδύλια 16.000 ευρώ, 19.117 ευρώ και 2.500 ευρώ τυγχάνουν ουσία αβάσιμα και απορριπτέα. Αφαιρουμένων των κονδυλίων αυτών εκ του αιτουμένου ποσού αποζημίωσης απομένει το χρηματικό ποσό των (323.255 – 16.000 – 19.117 – 2.500 =) 285.638 ευρώ, το οποίο, ωστόσο, κρίνεται δυσανάλογο προς τις προαναφερθείσες βλάβες του πλοίου και το κόστος αποκατάστασης αυτών, λαμβανομένων υπόψη, όπως προεκτέθηκε, του έτους κατασκευής του και του τιμήματος έναντι του οποίου μεταβιβάσθηκε στην ενάγουσα. Από το αποδεικτικό υλικό, ελλείψει έκθεσης από ανεξάρτητη αρχή (λ.χ. από την ως άνω εταιρεία «Braemar») σχετικά με την έκταση και τη φύση των ζημιών από το δεύτερο συμβάν, το Δικαστήριο εκτιμά το συνολικό κόστος αποκατάστασής τους στο χρηματικό ποσό των 150.000 ευρώ, κατά το οποίο η δεύτερη εναγόμενη οφείλει ν’ αποζημιώσει την ενάγουσα, απορριπτομένου του λοιπού ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου. Πρέπει να επισημανθεί ότι η παριστάμενη δεύτερη εναγόμενη με τις προτάσεις της αρκείται στην αμφισβήτηση πραγματοποίησης των εργασιών αποκατάστασης των ζημιών, λόγω του ότι η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται τις από 22.11.2017 και 27.12.2017 παραγγελίες αγοράς. Τούτο, ωστόσο, δεν αποκλείει την αξίωση της ενάγουσας προς αποζημίωση. Άλλωστε, η ενάγουσα εταιρεία δεν ήταν υποχρεωμένη να απευθυνθεί για την επισκευή σε εταιρεία άλλη από την εταιρεία «…», ιδίων συμφερόντων, με την οποία διατηρεί κοινή έδρα επί της οδού … στη Γ. και κοινή εκπροσώπηση. Τούτο διότι ο ζημιωθείς έχει δικαίωμα επιλογής, αν θα το επισκευάσει και σε ποιο συνεργείο. Ούτε ο ζημιώσας (ούτε η ασφαλιστική του εταιρεία) έχουν δικαίωμα να επέμβουν και να επιβάλουν το συνεργείο που θέλουν. Ο ζημιωθείς δικαιούται να επιλέξει ο ίδιος το συνεργείο, έστω κι αν το συνεργείο αυτό είναι ακριβότερο από τα άλλα. Συνεπώς, η ζημιωθείσα πλοιοκτήτρια είχε το δικαίωμα επιλογής της εταιρείας που επισκεύασε το πλοίο. Τέλος, η ενάγουσα δαπάνησε το ποσό των 40.245 ευρώ για τη χρήση ρυμουλκών κατά το συμβάν της 22-23.12.2017, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο μετ’ επικλήσεως από 27.12.2017 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της κοινοπραξίας ρυμουλκών – ναυαγοσωστικών C. M. – Z. T. , τελικής αξίας 40.245 ευρώ. Επομένως, η δεύτερη εναγόμενη οφείλει στην ενάγουσα εκ της αδικοπρακτικής ευθύνης το ποσό των (350.000 + 150.000 + 40.245 =) 540.245 ευρώ. Γενομένης δε δεκτής ως και κατ’ ουσία βάσιμης -εν μέρει- της κύριας (αδικοπρακτικής) βάσης της υπό κρίση αγωγής ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, παρέλκει η έρευνα της επικουρικής (ενδοσυμβατικής) βάσης της, ως και των προταθεισών προς αντίκρουσή της ως άνω ενστάσεων. Σε σχέση με την πρώτη εναγόμενη και απλή ομόδικο της δεύτερης, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη, καθόσον, λόγω της ερημοδικίας της, θεωρούνται ομολογημένοι οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ), αφού στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπάγγελτα και για τα ιστορούμενα στην αγωγή γεγονότα επιτρέπεται ομολογία.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη, εν όλω ως προς την πρώτη εναγόμενη και εν μέρει ως προς τη δεύτερη εναγόμενη, και ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση αυτών να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των 540.245 ευρώ και επιπλέον η υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει και το χρηματικό ποσό των (897.170 – 540.245 =) 356.925 ευρώ, τα ανωτέρω δε ποσά νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, λόγω της ερημοδικίας της πρώτης των εναγομένων, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο (505 παρ. 2 ΚΠολΔ), για την περίπτωση που αυτή ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501, 502 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι ανωτέρω, λόγω της ήττας τους και κατά το μέρος αυτής [άρθρα 176, 178 παρ. 1, 180 παρ. 3, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 58 παρ. 3,4α, 63 παρ. 1 i), 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013)], στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της πρώτης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας της πρώτης εναγόμενης στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή, εν όλω ως προς την πρώτη εναγόμενη και εν μέρει ως προς τη δεύτερη.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό των πεντακοσίων σαράντα χιλιάδων διακοσίων σαράντα πέντε (540.245) ευρώ και επιπλέον την υποχρέωση της πρώτης εναγόμενης να καταβάλει και το χρηματικό ποσό των τριακοσίων πενήντα έξι χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι πέντε (356.925) ευρώ, τα ανωτέρω δε ποσά νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις εναγόμενες εις ολόκληρον σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, το οποίο ορίζει σε δώδεκα χιλιάδες πεντακόσια (12.500) ευρώ, και επιπλέον την πρώτη εναγόμενη και σε δικαστική δαπάνη χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 28 Μαΐου 2019 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 11 Ιουνίου 2019.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ