ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 2019/2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ …)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(τακτική διαδικασία)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Οκτωβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. Π. του Γ., κατοίκου Ρ. Σ. (…), με ΑΦΜ …, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει της από 30.3.2018 εξουσιοδότησης, που φέρει βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής από αρμόδια αρχή (ΚΕΠ), ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Δημήτριος Βέργος του Αναστασίου (ΑΜ/ΔΣΠ … – βλ. το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος Π……… (οδός …), ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στον Π….. (…), αφού εκεί βρίσκεται η έδρα της διοίκησης και το κέντρο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει του υπ’ αριθ. … πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς Άννας-Κλαυδίας Κωνσταντίνου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Κωνσταντίνος Σωτηριάδης του Στυλιανού (ΑΜ/ΔΣΠ … – βλ. το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), κάτοικος Π………. (…), η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο διά του ως άνω πληρεξούσιου δικηγόρου, 2) Της κυπριακής εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), η οποία εδρεύει στη … (…), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, για την οποία προκατέθεσαν προτάσεις, δυνάμει του υπ’ αριθ. … ειδικού δικαστικού πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγελίας Λιάκου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Μαρία-Γεωργία Κλώνη του Γ. (ΑΜ/ΔΣΑ … – βλ. το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ) και Αντώνιος Τσαβδαρίδης του Δημητρίου (ΑΜ/ΔΣΑ … – βλ. το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ), αμφότεροι κάτοικοι Αθήνας (οδός …), η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 22.12.2017 αγωγή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης … και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 21.9.2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά τη δημόσια συνεδρίαση, η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε. Οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Aπό τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ συνάγεται ότι η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΑΠ 838/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012.114). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 ΚΙΝΔ (ν. 3816/1958) προκύπτει ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε, όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται, να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος δι’ εαυτόν πλοίον ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου από αυτόν, που γίνεται στο λιμάνι νηολογήσεως του πλοίου από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου, αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσόμενων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, διότι σε περίπτωση ελλείψεως της δηλώσεως τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο για ίδιο λογαριασμό, είναι, δηλαδή, πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην ανωτέρω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (ΑΠ 683/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχειρίσεως πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανιστεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) Οι συμβάσεις τεχνικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και τη στελέχωση του πλοίου και β) Οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχειρίσεως πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο, εκτός του πλοιοκτήτη, έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναυλώσεως, της εισπράξεως των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρείες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Σχετικά το Baltic and International Maritime Council (BIMCO) δημοσίευσε το έτος 1988 ειδικό τύπο συμβάσεως για τη διαχείριση πλοίων. Σύμφωνα με τη σύμβαση αυτή, ο πλοιοκτήτης αναθέτει για ορισμένο χρόνο τη διαχείριση πλοίου του σε άλλον, τον διαχειριστή, ο οποίος έχει ευρύτατες εξουσίες που αφορούν τόσο την τεχνική όσο και την εμπορική διαχείριση του πλοίου. Συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, ο διαχειριστής προβαίνει σε εκναύλωση του πλοίου σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, υποχρεούται όμως να λάβει τη συναίνεσή του όταν πρόκειται να εκναυλώσει το πλοίο για χρόνο μεγαλύτερο από τη διάρκεια της διαχειριστικής του εξουσίας, προσδιορίζει τους ναύλους και τις επισταλίες και επιδιώκει την είσπραξή τους, ενημερώνει τον πλοιοκτήτη για τα ταξίδια του πλοίου, επιμελείται τη δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεων που πηγάζουν από την οικονομική διαχείριση του πλοίου και την απόκρουση των αγωγών ή άλλων δικαστικών μέτρων κατά του πλοίου. Η ενοχική σχέση που συνδέει τον διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερόμενους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα έννομα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται απέναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον, συνεπώς, ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συναπτόμενης με την ιδιότητά του αυτή και κατ’ επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έτσι, ο διαχειριστής συναλλάσσεται σχετικά με το πλοίο στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη με τους ενδιαφερόμενους τρίτους ως άμεσος αντιπρόσωπός του (ΕφΠειρ 362/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 497/2013 ΔΕΕ 2013.824 = ΕΝαυτΔ 2013.110 = ΕΕμπΔ 2013.950, ΕφΠειρ 77/2008 ΕΝαυτΔ 2008.211), έχει δε προσωπική ευθύνη μόνο όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002.114, ΕφΠειρ 5/2012 ΠειρΝομ 2012.168 = ΕΝαυτΔ 2013.12 = Αρμ 2013.1053, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΕμπΔ 2012.681 = Αρμ 2012.1288, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝαυτΔ 2009.13). Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, αφού ο τελευταίος, κατ’ άρθρο 105 παρ. 1 ΚΙΝΔ, εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών, συμβαίνει δε τούτο και όταν ο πρώτος έχει την εμπορική διαχείριση του πλοίου (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, εκδ. 2005, § 28, σελ. 137). Τα έννομα αποτελέσματα κάθε επιχειρούμενης ενέργειας από τον διαχειριστή, μέσα στα πλαίσια της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη, ο οποίος είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, που απορρέουν από τη δράση του διαχειριστή και εκείνος ευθύνεται προς τους δανειστές του. Τέλος, τα πλοία που έχουν ολική χωρητικότητα μεγαλύτερη από 1.500 κόρους, νηολογούνται συνήθως στην Ελλάδα ως κεφάλαια εξωτερικού (άρθρο 1 ν.δ. 2687/1953) και ανήκουν τις πιο πολλές φορές σε αλλοδαπές εταιρείες, δηλαδή εταιρείες που έχουν συσταθεί με βάση το δίκαιο αλλοδαπής πολιτείας και έχουν, σύμφωνα με το καταστατικό τους, την έδρα τους σ’ αυτήν (άρθρο 1 ν.791/1978). Τη διαχείριση και αντιπροσώπευση των πλοίων των εταιρειών αυτών συνήθως έχει αλλοδαπή εταιρεία, που έχει εγκαταστήσει γραφεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 28 ν. 814/ 1978) ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968 (ΕφΠειρ 269/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 77/2008 ο.π.). II. Κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 ΚΠολΔ, στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου, ενώ κατά το άρθρο 4 εδ. τελευταίο του ίδιου Κώδικα το δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση αν δεν έχει δικαιοδοσία. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – ο οποίος, αντικαθιστώντας τον, με όμοιο αντικείμενο, Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000, εφαρμόζεται επί διαφορών ενεχουσών στοιχεία αλλοδαπότητας (όπως είναι λ.χ. η κατοικία ή η έδρα κάποιου διαδίκου στην αλλοδαπή ή σε άλλο κράτος – μέλος της Ε.Ε.) και, σύμφωνα με τις μεταβατικού δικαίου διατάξεις των άρθρων του υπ’ αριθ. 66 παρ. 1 και 81, επί εισαγωγικών δίκης δικογράφων που κατατίθενται μετά την 10.01.2015 – αν τα μέρη, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας τους, συμφώνησαν ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια κράτους – μέλους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν διεθνή δικαιοδοσία, η οποία είναι αποκλειστική, εκτός αν η συμφωνία είναι άκυρη ως προς την ουσιαστική της ισχύ βάσει της νομοθεσίας του οικείου κράτους – μέλους. Μια τέτοια συμφωνία, όπως περαιτέρω ορίζεται στην ίδια παράγραφο, πρέπει να καταρτισθεί: α) είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, β) είτε υπό μορφή ανταποκρινόμενη στην πρακτική που έχουν καθιερώσει οι συμβαλλόμενοι στις μεταξύ τους σχέσεις, γ) είτε στο διεθνές εμπόριο, υπό μορφή ανταποκρινόμενη στις συνήθειες τις οποίες τα μέρη γνωρίζουν ή οφείλουν να γνωρίζουν και οι οποίες είναι ευρέως γνωστές σ’ αυτού του είδους την εμπορική δραστηριότητα και τηρούνται τακτικά από τους συμβαλλομένους σε συμβάσεις του είδους για το οποίο πρόκειται στη συγκεκριμένη εμπορική δραστηριότητα. Ειδικότερα, το ως άνω άρθρο αποτελεί την κύρια έκφραση της αναγνωριζόμενης με τον Κανονισμό στα μέρη αυτονομίας της βούλησης, που επιτρέπει σ’ αυτά να παρεκκλίνουν από τις διατάξεις του Κανονισμού για τη διεθνή δικαιοδοσία και να υποβάλουν έτσι τις διαφορές τους στο δικαστήριο που θα επιλέξουν, καθιστώντας αυτό με μόνη τη συμφωνία τους φορέα διεθνούς δικαιοδοσίας. Η συμφωνία μπορεί να έχει ως αντικείμενο και τον αποκλεισμό της δικαιοδοσίας συγκεκριμένων Δικαστηρίων, δηλαδή δεν αφορά μόνο τις θετικές, αλλά και τις αρνητικές ρήτρες παρέκτασης (βλ. απόφαση του ΔΕΕ της 24.6.1986, επί της υπόθεσης υπ’ αριθ. C-22/1985, Rudolf Anterist vs. Crédit Lyonnais, Συλλ. Νομολογίας 1986 – 01951, σκέψη 13 και, την αφορώσα τον προγενέστερο Κανονισμό 44/2001, ΑΠ 468/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας παραμερίζει τον γενικό κανόνα της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου του άρθρου 4 καθώς και τις ειδικές δωσιδικίες των άρθρων 7 – 9 ΚανΒρ Ια και γι’ αυτό οι προϋποθέσεις, στις οποίες υπάγεται το κύρος της, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά. Παραμερίζεται βέβαια, μετά από συμβατική επιλογή δικαστηρίου κατά τον Κανονισμό, και οποιαδήποτε σχετική διάταξη του εσωτερικού δικαίου του δικάζοντος δικαστηρίου (Νίκας/Σαχπεκίδου, ΕυρΠολΔ, άρθρο 25 αριθ. 5). Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, οι σχετικές ρήτρες πρέπει να ερμηνεύονται αυστηρά, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να έχουν αποτελέσει αντικείμενο συναίνεσης των μερών, η ύπαρξη της οποίας θα πρέπει επιπλέον να εκδηλώνεται με ακρίβεια και σαφήνεια (βλ. απόφαση ΔΕΕ της 9.11.2000 επί της υπόθεσης υπ’ αριθμ. C-387/1998, Coreck Maritime GmbH vs. Handelsveem BV κ.λπ., Συλλ. Νομολογίας 2000 I-09337, σκέψη 13). To κύρος της ρήτρας παρέκτασης είναι ανεξάρτητο από το κύρος της σύμβασης στην οποία περιέχεται και αρμόδιο δικαστήριο να εξετάσει το κύρος της συμφωνίας αυτής (περί παρέκτασης), βάσει ειδικής σχετικής πρόβλεψης που αποκρυσταλλώνει προγενέστερη νομολογία του Δ.Ε.Ε. (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 3.7.1997 επί της υπόθεσης υπ’ αριθ. C-269/1995, Francesco Benincasa vs. Dentalkit Srl, Συλλ. Νομολογίας 1997 I-03767, σκέψεις 29-32), είναι το δικαστήριο της παρέκτασης (forum prorogatum), το οποίο είναι δυνατό να αντιλαμβάνεται τη συμφωνία είτε ως δικονομικού είτε ως ουσιαστικού δικαίου. Ως δε, ουσιαστική ισχύς της συμφωνίας παρέκτασης κατά την έννοια του άρθρου 25 παρ. 1 του εν λόγω Κανονισμού, νοούνται οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σε σχέση με το πραγματικό αυτής, εντασσόμενων στην περίπτωση αυτή των κανόνων για την ικανότητα κατάρτισης της συμφωνίας, των ελαττωμάτων της βούλησης, της ύπαρξης αίρεσης, των χρηστών ηθών και της συμπόρευσης με το νόμο (βλ. ΠΠρΑθ 2586/2018 ΕφΑΔ 2018.912, με περαιτέρω παραπομπή). Η παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας μπορεί να συμφωνηθεί είτε για ήδη γεννημένες είτε και για μελλοντικές διαφορές, στην τελευταία, όμως, περίπτωση η συμφωνία των μερών πρέπει να προσδιορίζει ρητά τη συγκεκριμένη έννομη σχέση την οποία αφορά και ισχύει μόνο για τις διαφορές που θα προκύψουν από τη σχέση αυτή, χωρίς πάντως να πρέπει να μνημονεύονται ρητά και οι επιμέρους διαφορές. Σε κάθε περίπτωση, αρμόδιος να ερμηνεύσει τη ρήτρα παρέκτασης με σκοπό τον προσδιορισμό των διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της είναι ο εθνικός δικαστής που καλείται να την εφαρμόσει (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 10.3.1992 επί της υπόθεσης υπ’ αριθμ. C-214/1989, Powell Duffryn plc κατά Wolfgang Petereit, Συλλ. Νομολογίας 1992 I-01745, σκέψεις 30-31 και 36). Η υπαγωγή αξιώσεων από αδικοπραξία σε συμφωνία παρεκτάσεως, που καταρτίσθηκε για μια σύμβαση, αποτελεί πολύ διαδεδομένο ζήτημα, ιδίως διότι οι ρήτρες διεθνούς δικαιοδοσίας δεν διατυπώνονται με μεγάλη νομική σχολαστικότητα και συνήθως αναφέρονται σε «ζητήματα που ανακύπτουν από ή με αφορμή τη σύμβαση». Όταν οι αξιώσεις από την αδικοπραξία πηγάζουν από την ύπαρξη της συμβάσεως ή σχετίζονται στενά μαζί της, όταν συμβατικές και αδικοπρακτικές αξιώσεις ανάγονται στην ίδια έννομη σχέση, η συμφωνία παρεκτάσεως που αφορά τη σύμβαση ορθότερο είναι να συμπαρασύρει και τις αξιώσεις από αδικοπραξία, εκτός και αν προκύπτει με σαφήνεια αντίθετη βούληση των δυο πλευρών (ΑΠ 1697/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ· Νίκας/Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 25 αριθ. 76). Στα πλαίσια αυτά, γίνεται δεκτό ότι ρήτρα παρέκτασης για συγκεκριμένη σύμβαση καταλαμβάνει και τις συναφείς με αυτή αδικοπραξίες των μερών, εκτός αν η παρανομία δεν ήταν προβλέψιμη ή υπάρχει αντίθετη βούληση των μερών, καθώς και τις συναφείς αξιώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμού που τυγχάνουν, ως προς την ύπαρξη νόμιμης αιτίας, σε συνάρτηση προς τα συμφωνηθέντα του οικείου ευρύτερου συμβατικού πλαισίου [πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 21.5.2015 επί της υπόθεσης υπ’ αριθ. C-352/2013, Cartel Damage Claims (CDC) Hydrogen Peroxide SA vs. Akzo Nobel NY, Solvay SA/NV, Kemira Oyj, FMC Foret, SA, κ.λπ., Ψηφιακή Συλλογή Νομολογίας (eur-lex), σκέψεις 69-70, και ΑΠ 468/2016 ό.π.]. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 του ανωτέρω Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1215/2012, πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις αυτού, το Δικαστήριο κράτους – μέλους ενώπιον του οποίου παρίσταται ο εναγόμενος αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο συγκεκριμένος κανόνας δεν εφαρμόζεται όταν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24 του ίδιου Κανονισμού. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει τη μορφή εκείνη της παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας που συντελείται από μόνο το γεγονός ότι ο εναγόμενος παρίσταται ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο έχει ασκηθεί η εναντίον του αγωγή χωρίς να προβάλλει ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας. Στην περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος προβάλλει μεν ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, αλλά επικαλείται και άλλους λόγους απόρριψης της αγωγής, είτε ως απαράδεκτης είτε ως νομικά ή ουσιαστικά αβάσιμης, ακολουθείται η αυστηρή για τον εναγόμενο ερμηνεία του άρθρου 26 του ως άνω Κανονισμού, κατά την οποία οποιοσδήποτε άλλος λόγος απόρριψης της αγωγής, περιλαμβανόμενων και των λόγων απαραδέκτου, θα πρέπει να προβάλλεται επικουρικώς σε σχέση με την ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, διαφορετικά ο δικάζων δικαστής θα οφείλει να διαπιστώσει την ύπαρξη σιωπηρής παρέκτασης κατά την έννοια του άρθρου 26 και να δικάσει την υπόθεση (βλ. ΠΠρΑθ 2586/2018 ό.π., καθώς και την εκδοθείσα υπό το καθεστώς ισχύος του παρεμφερούς άρθρου 24 του Κανονισμού 44/2001, ΕφΠειρ 854/2006 ΕΝαυτΔ 2007.107). Τέλος, επί απλής ομοδικίας, αν ένας μόνον εκ των ομοδίκων συνάψει συμφωνία παρεκτάσεως, η συμφωνία δεσμεύει μόνον τον ίδιο και όχι και τους ομοδίκους του. Σε περίπτωση δε παθητικής ομοδικίας, όταν ένας καταρτίζει τη συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο, ακόμη και εάν ορίζεται ως αποκλειστικά αρμόδιο, δεν απορροφά και τους υπόλοιπους ομοδίκους, διότι το άρθρο 8 σημ. 1 ΚανΒρ Ια θεμελιώνει τη δωσιδικία της ομοδικίας μόνον στον σύνδεσμο της κατοικίας ενός εξ αυτών, όχι σε άλλους συνδέσμους, ούτε και στην παρέκταση (Νίκας/Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 25 αριθ. 66).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει του από 10.11.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού συνήψε σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, ως μισθωτός φρουρός ασφαλείας εμπορικού πλοίου, με τη δεύτερη εναγομένη εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στην παροχή ομάδων εκπαιδευμένων ανδρών για την ενίσχυση και επόπτευση των μέτρων αποτροπής και αντιμετώπισης πειρατικών ενεργειών κατά πλοίων, εν γένει εμπορικών, στις ζώνες υψηλού κινδύνου. Ότι στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης η δεύτερη εναγόμενη – εργοδότριά του τού ανέθεσε τη φύλαξη του υπό σημαία Νήσων Μάρσαλ πλοίου φορτηγού «…», υπ’ αριθ…, του οποίου τη διαχείριση ασκούσε η πρώτη εναγόμενη αλλοδαπή εταιρεία, που εν τοις πράγμασι εδρεύει στον Π…….. Ότι στις 8.12.2014 επιβιβάστηκε σε λιμάνι της Σρι Λάνκα στο εν λόγω πλοίο, που απέπλευσε με προορισμό το Σουέζ, αποτελούσε δε επιβαίνον προσωπικό ασφαλείας του πλοίου και, κατά τα ως άνω, παρείχε τις υπηρεσίες του στη δεύτερη εναγομένη. Ότι τη νύχτα της 17ης Δεκεμβρίου 2014 και περί ώρα 03.45, ενώ βρισκόταν στην εξωτερική δεξιά πλευρά της γέφυρας εκτελώντας βάρδια κατά τον πλου του πλοίου στην Ερυθρά Θάλασσα με κατεύθυνση το Σουέζ, υπό κακές καιρικές συνθήκες, κατέστη αναγκαίο ν’ ανεβεί τη σκάλα της γέφυρας, όταν, λόγω του δυνατού ανέμου και της ολισθηρότητας της σκάλας, γλίστρησε και, αν και προσπάθηκε να κρατηθεί από την κουπαστή, απώλεσε την ισορροπία του και έπεσε ανάποδα με το κεφάλι προς τα κάτω, το δε αριστερό του πόδι σφηνώθηκε ανάμεσα σε δυο σκαλοπάτια σε ύψος 22 μέτρων από το κατώτερο κατάστρωμα. Ότι συνεπεία της πτώσης υπέστη κατάγματα σε δύο πλευρά, ενώ τραυματίστηκε σοβαρά στο αριστερό του πόδι, ειδικά στα νεύρα, και επηρεάστηκε η κίνησή του. Ότι το ως άνω ατύχημα οφείλεται σε κοινή υπαιτιότητα των εναγόμενων εταιρειών, οι οποίες αρνούνται να τον αποζημιώσουν. Ότι συγκεκριμένα η πρώτη εναγόμενη είχε, ως διαχειρίστρια του πλοίου, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, από τις διατάξεις της διεθνούς σύμβασης SOLAS και από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, είτε να τοποθετήσει ειδικές αντιολισθητικές ταινίες επί του κεφαλόσκαλου και επί των σκαλοπατιών της κλίμακας είτε να εγκαταστήσει μη ολισθηρό κατάστρωμα, και περαιτέρω η δεύτερη εναγόμενη εργοδότρια παρέλειψε να του χορηγήσει τον ειδικό εξοπλισμό (γάντια και υποδήματα αντιολισθητικά), οι ως άνω δε υπαίτιες και παράνομες παραλείψεις τους προκάλεσαν αιτιωδώς τον ένδικο τραυματισμό του και τη, συνεπεία αυτού, μερική και μόνιμη ανικανότητά του για εργασία. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής του από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό με τις προτάσεις του (άρθρα 223 εδ. β, 295 παρ. 1 και 297 ΚΠολΔ), όσον αφορά στο κονδύλιο απώλειας εισοδημάτων λόγω ανικανότητάς του για εργασία και στο κονδύλιο μελλοντικής του ζημίας, α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να τού καταβάλουν, εις ολόκληρον εκάστη, το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας του σύμφωνα με το άρθρο 931 ΑΚ, καθώς και το χρηματικό ποσό των 50.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική του ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία του ατυχήματος, και β) ν’ αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενες οφείλουν να τού καταβάλουν, εις ολόκληρον εκάστη, το χρηματικό ποσό των 23.040 ευρώ το οποίο απώλεσε κατά το χρονικό διάστημα από την 1.1.2015 ως τον χρόνο άσκησης της αγωγής, ενόψει του ότι τα εισοδήματά του πριν τον ένδικο τραυματισμό ανέρχονταν στο ποσό των 840 ευρώ μηνιαίως, ενώ πλέον αποκερδαίνει το ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως, καθώς και το χρηματικό ποσό των 31.680 ευρώ, το οποίο θ’ αποκέρδαινε με βεβαιότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων μέχρι την 31.12.2028, οπότε προβλέπεται να συνταξιοδοτηθεί, και κατά το οποίο θα ζημιωθεί στο μέλλον, που πρέπει να του επιδικασθεί εφάπαξ, καθώς συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι προς τούτο, άλλως και επικουρικά με μηνιαίες καταβολές κατά τις ειδικότερες διακρίσεις που περιλαμβάνονται στην αγωγή, ήτοι συνολικά ζητεί το ποσό των 124.720 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, πλην του κονδυλίου των 31.680 ευρώ. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική δαπάνη του. Με τα ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση περιέχουσα διασυνοριακά στοιχεία αγωγή, η οποία επιδόθηκε στις εναγόμενες εντός της τασσόμενης με το άρθρο 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των εξήντα (60) ημερών από την κατάθεσή της [βλ. αντίστοιχα τις υπ’ αριθ. …΄ και … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Γ. Ψ. (άρθρα 129, 128 παρ. 4 ΚΠολΔ)], παραδεκτά εισάγεται ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρεία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία [άρθρο 63 περ. 2 σε συνδ. με άρθρο 4 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια (1215/2012) για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις], απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της πρώτης εναγόμενης, καθόσον ναι μεν αυτή έχει καταστατική έδρα στον Π., πλην όμως έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 27/75, και συγκεκριμένα στον Π……. (οδός Α. 8), όπου και εδρεύει πραγματικά, αφού εκεί λειτουργεί η κεντρική της διοίκηση, που εκφράζει τη βούληση και διευθύνει την επιχειρηματική της πολιτική. Αντίθετα, ως προς τη δεύτερη εναγόμενη εταιρεία μη παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κρινόμενη εν όλω απορριπτέα ως απαράδεκτη κατά τα άρθρα 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας αυτού να την εκδικάσει, με βάση τις ακόλουθες παραδοχές: Κατά τα αγωγικώς ιστορούμενα, θεμέλιο της έμμισθης απασχόλησης του ενάγοντος στο ως άνω πλοίο ως προσωπικό ομάδας ασφαλείας αποτέλεσε το μεταξύ αυτού και της δεύτερης εναγόμενης καταρτισθέν από 10.11.2014 ιδιωτικό συμφωνητικό. Στο κείμενο της συγκεκριμένης σύμβασης, ως προσκομίζεται από τα διάδικα μέρη και το οποίο παραδεκτώς επισκοπείται από το Δικαστήριο στο παρόν στάδιο κρισιολόγησης του παραδεκτού προς διερεύνηση της διεθνούς δικαιοδοσίας του, διαλαμβάνεται ο ακόλουθος όρος: «ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ. 24. Όλες οι διαφορές που τυχόν προκύψουν από το παρόν Ι.Σ. και εφόσον δεν επιτευχθεί φιλικός διακανονισμός μεταξύ των συμβαλλομένων, θα επιλύονται αποκλειστικά από τα καθ’ ύλη και κατά τόπο αρμόδια δικαστήρια της Κύπρου». Εκ του ανωτέρω, διαλαμβανομένου αυτολεξεί, περιεχομένου του όρου, καθίσταται σαφές πως με αυτόν εγκαθιδρύεται, σύμφωνα προς το άρθρο 25 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) υπ’ αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ο οποίος βρίσκει εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση λόγω κατάθεσης της προκειμένης αγωγής στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου μετά τον χρόνο γενικής ισχύος του, στις 10.1.2015 και, συγκεκριμένα, στις 22.12.2017), ρήτρα παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας σχετικά με την επίλυση των διαφορών των σχετικών με τη συγκεκριμένη σύμβαση, καθοριζόμενης αποκλειστικής σχετικής δικαιοδοσίας των Δικαστηρίων της Κύπρου. Η δε δεύτερη εναγόμενη, προβάλλοντας συναφώς, νόμιμη, με έρεισμα στα άρθρα 25 παρ. 1, 26 παρ. 1, 27 του ως άνω Κανονισμού 1215/2012, 3 παρ. 1, 4 και 263 περ. α΄ του ΚΠολΔ, δικονομική ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, και θέτοντας τους λοιπούς αμυντικούς της ένδικης αγωγής ισχυρισμούς της, αυτοτελείς ή μη, ως επικουρικούς έναντι της ένστασής της περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, διατείνεται πως η ένδικη διαφορά υπάγεται εντός των αντικειμενικών ορίων εφαρμογής της συγκεκριμένης ρήτρας, καθότι συνέχεται άμεσα με την εκτέλεση του, εμπεριέχοντος αυτή, από 10.11.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού. Σχετικώς δε, επισημαίνονται τα ακόλουθα: Ο όρος υπ’ αριθ. 24 της επίμαχης σύμβασης, θεμελιώνοντας πράγματι έγκυρη ρήτρα παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας (δεδομένου ότι έχει καταρτισθεί εγγράφως, αναφέρεται σε μελλοντικές διαφορές εξ έννομης σχέσης θεμελιούμενης σε συγκεκριμένο συμβατικό πλαίσιο και ορίζει σαφώς τα συναφώς αρμόδια δικαστήρια, πραγματολογική παράμετρος που, αν και κρίνεται σύμφωνα με το ius forum prorogatum κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη της παρούσας, δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα), αναφέρεται, κατά τα προεκτιθέμενα, σε «όλες τις διαφορές που τυχόν προκύψουν από το Ι.Σ. και εφόσον δεν επιτευχθεί φιλικός διακανονισμός μεταξύ των συμβαλλομένων». Η προαναφερόμενη ρήτρα, με την οποία εγκαθιδρύθηκε η αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων, είναι απόλυτα σαφής, μη χρήζουσα ούτε επιδεχόμενη αντίθετη ερμηνεία κατά τη lex fori συντρέχουσας αρμοδιότητας των ελληνικών δικαστηρίων, καθώς στις περιπτώσεις στις οποίες τα μέρη θέλησαν να υπάρχει διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων, έστω και συντρέχουσα, ρητά το πρόβλεψαν. Από την ως άνω ρήτρα προκύπτει ότι στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κυπριακών δικαστηρίων υπάγονται όλες οι διαφορές, που απορρέουν από τη μεταξύ του ενάγοντος και της δεύτερης εναγόμενης σύμβαση, όσο και οι συναφείς αδικοπρακτικές αξιώσεις, ενόψει και του ότι δεν γίνεται διάκριση γι’ αυτές και αφού, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, η συμφωνία καλύπτει και τις συναφείς αξιώσεις που απορρέουν από τη συγκεκριμένη έννομη σχέση και στηρίζονται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Στη δε κρινόμενη βιοτική διαφορά, ο ενάγων διώκει έναντι της δεύτερης εναγόμενης, ως εργοδότριάς του, την καταβολή του ποσού των 124.720 ευρώ, λόγω της διά παραλείψεως τελεσθείσας εκ μέρους της τελευταίας αδικοπραξίας, συνιστάμενης στον επίδικο τραυματισμό που έλαβε χώρα στα πλαίσια της εργασίας του. Επομένως, η ένδικη διαφορά εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της υπό εξέταση υπ’ αριθ. 24 ρήτρας παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας του ανωτέρω συμφωνητικού και αποκλειστικά αρμόδια καθίστανται τα καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδια κυπριακά δικαστήρια. Σημειώνεται ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο II νομική σκέψη της παρούσας, η συμφωνία παρέκτασης παραμερίζει και την ειδική δωσιδικία του άρθρου 8 παρ. 1 ΚανΒρ Ια, με συνέπεια η δεύτερη εναγόμενη να μην μπορεί να εναχθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία ως προς την πρώτη εναγόμενη εταιρεία, κατά τα προαναφερθέντα. Εξάλλου, η τελευταία (πρώτη εναγόμενη), δεν δεσμεύεται από την εγκύρως καταρτισθείσα μεταξύ των λοιπών διαδίκων συμφωνία παρεκτάσεως. Τέλος, αν και κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων είναι εργαζόμενος κατά το δίκαιο της Ενώσεως, όπως ορίζεται το φυσικό εκείνο πρόσωπο που παρέχει κατά τη διάρκεια κάποιου χρονικού διαστήματος προς ένα άλλο πρόσωπο και υπό τη διεύθυνσή του υπηρεσίες, έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή, με συνέπεια να ισχύει καταρχήν ως προς αυτόν το 5ο τμήμα του ΚανΒρ Ια (άρθρα 20-23) σχετικά με τις ατομικές συμβάσεις εργασίας, δεν απολαμβάνει, στην ένδικη διαφορά, των ευνοϊκών για τα συμφέροντά του κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που εισάγονται με τις διατάξεις αυτές, επειδή αξιώσεις αδικοπρακτικού χαρακτήρα (π.χ. από εργατικό ατύχημα) δεν υπάγονται στο ευνοϊκό καθεστώς του τμήματος αυτού (Νίκας/Σαχπεκίδου, ό.π., άρθρο 20, ιδίως αριθ. 14 και 26). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, δεκτής γενομένης, στην ουσία της, της σχετικής ένστασης της δεύτερης εναγόμενης, κρίνεται πως το παρόν Δικαστήριο στερείται διεθνούς δικαιοδοσίας να δικάσει την επίδικη διαφορά, ανήκουσας τούτης (της διεθνούς δικαιοδοσίας), κατ’ εφαρμογή της ρήτρας παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας του όρου υπ’ αριθ. 24 του από 10.11.2014 μεταξύ των διαδίκων μερών καταρτισθέντος ιδιωτικού συμφωνητικού, στα κυπριακά δικαστήρια, με επακόλουθο, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 3 παρ. 1 και 4 του ΚΠολΔ, η κρινόμενη αγωγή να πρέπει να απορριφθεί ως προς αυτήν ως απαράδεκτη. Περαιτέρω, ως προς την πρώτη εναγόμενη το παρόν Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 9, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α, 3Α – Βιζ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσεως της διαφοράς) προς εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (βλ. σχετ. ΠΠρΑθ 3067/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εφαρμοστέο δε δίκαιο στην προκείμενη υπέχουσα στοιχεία αλλοδαπότητας διαφορά είναι το ελληνικό κατ’ άρθρα 4 παρ. 2 και 23 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), ενόψει της κατοικίας του ενάγοντος στην Ελλάδα, από όπου ασκείτο η κεντρική διοίκηση της πρώτης εναγόμενης εταιρείας και αναπτυσσόταν η επιχειρηματική δραστηριότητά της σχετικά με το επίδικο πλοίο. Μάλιστα, οι διάδικοι για τη θεμελίωση των επιμέρους ισχυρισμών τους επικαλούνται διατάξεις του ίδιου (ελληνικού) δικαίου. Ωστόσο, η πρώτη εναγόμενη δε νομιμοποιείται παθητικά στην άσκηση της υπό κρίση αγωγής αδικοπραξίας διά παραλείψεως τελεσθείσας και, συνεπώς, ελλείψει της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, η αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως προς αυτήν ως απαράδεκτη. Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη εταιρεία, ως διαχειρίστρια του επίδικου πλοίου, ιδιότητα υπό την οποία ενάγεται, δεν είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση στην τοποθέτηση ειδικών αντιολισθητικών ταινιών επί του κεφαλόσκαλου και των σκαλοπατιών της κλίμακας ή / και στην εγκατάσταση μη ολισθηρού καταστρώματος, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, καθόσον, σύμφωνα με την ανωτέρω μείζονα πρόταση, η όποια δράση της αφορά ευθέως τον πλοιοκτήτη, στο όνομα και για λογαριασμό του οποίου ενεργεί και στο πρόσωπο του οποίου επέρχονται τα έννομα αποτελέσματα των ενεργειών της. Επομένως, ο πλοιοκτήτης έφερε τη σχετική υποχρέωση και αυτός ενέχεται από την ενδεχόμενη μη συμμόρφωσή του σε αυτήν. Άλλωστε, με την υπό κρίση αγωγή δε γίνεται επίκληση εφοπλισμού του επίδικου (ξένου) πλοίου από την πρώτη εναγόμενη διαχειρίστρια εταιρεία, ήτοι εκτέλεσης με αυτό ναυτιλιακών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό της, που θα είχε ως συνέπεια την υποχρέωσή της, ως εφοπλίστριας πλέον του πλοίου, στη λήψη των εκτιθέμενων μέτρων ασφαλείας. Επομένως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ και κατ’ αποδοχή ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της πρώτης εναγόμενης εταιρείας, που ερευνάται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί και ως προς αυτήν ως απαράδεκτη. Τα δικαστικά έξοδα, τέλος, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν στην ένδικη περίπτωση (άρθρα 179, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ