ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης : 2490/2019
Αριθμός κατάθεσης έφεσης: …
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Προϊστάμενo της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Πουλοπούλου Αθανασία.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Ιανουαρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΕΣ : 1) Η ναυτική εταιρεία με την επωνυμία «…» και με τον διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στο Μ. Α., όπως νομίμως εκπροσωπείται,
2) … του …, κάτοικος Μ. Α., οι οποίοι παραστάθηκαν δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΜΑΛΑΜΑ-ΜΑΡΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ με Α.Μ. … του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ : 1) … του …, κάτοικος …,
2) … του …, κάτοικος …,
3) … του …, κάτοικος Φ. Ι.,
4) … … του …, κάτοικος Μ. Α.,
5) … του …, κάτοικος Α. Α.,
6) … του …, κάτοικος Β., Ν. Ι.,
7) … του …, κάτοικος Α. Ι. Ρ. Α.,
8) … του …, κάτοικος Μ. Α. Α.,
9) … … του …, κάτοικος Αιγίου,
10) … του …, κάτοικος …,
11) … του …, κάτοικος Β. Π.,
12) … του …, κάτοικος Π. Κ., οι οποίοι παραστάθηκαν άπαντες δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΥ με Α.Μ. … του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ.
Οι εκκαλούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 27-7-2017 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ Ειρηνοδικείου Πειραιώς: …) κατά της υπ’ αριθμ. 41/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία προσδιορίστηκε (ΓΑΚ – ΕΑΚ …) για να δικαστεί για τις 21-11-2017, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 84, 105 και 106 του ΚΙΝΔ προκύπτει ότι μετά την εισαγωγή του (του ΚΙΝΔ) γίνεται διάκριση των εννοιών της πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει κυριότητα και εφοπλισμό, έτσι ώστε όταν τα τελευταία αυτά στοιχεία διαχωρίζονται να υπάρχει αφενός κυριότητα του πλοίου και αφετέρου εφοπλισμός, όχι δε συγχρόνως πλοιοκτησία και εφοπλισμός. Ο εφοπλιστής απαραιτήτως στηρίζεται είτε σε κάποια έννομη σχέση εμπράγματη ή ενοχική (επικαρπία, μίσθωση γυμνού πλοίου, χρησιδάνειο) μεταξύ αυτού και του κυρίου του πλοίου είτε στην άσκηση απλώς της νομής του πλοίου, που την απέκτησε με άκυρη μεταβιβαστική σύμβαση από τον κύριο του πλοίου ή και αυθαιρέτως. Βασική προϋπόθεση του εφοπλισμού είναι ότι ο εφοπλιστής έχει τη βούληση να ασκήσει και πράγματι ασκεί για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και εκτός από την απόλαυση των κερδών επωμίζεται απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του. Εξάλλου από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι ο εφοπλιστής οφείλει να δηλώσει από κοινού με τον κύριο του πλοίου στη λιμενική αρχή του τόπου της νηολόγησής του ότι το πλοίο αυτό θα το εκμεταλλεύεται αυτός(εφοπλιστής) για δικό του λογαριασμό. Η δημοσιότητα αυτή αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων και την εξυπηρέτηση των έννομων συμφερόντων της ιδιοκτησίας του πλοίου. Εάν δεν γίνει τέτοια δήλωση, από την έλλειψη της οποίας τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου το εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης, επιτρέπεται ανταπόδειξη εναντίον του μαχητού αυτού τεκμηρίου δηλαδή επιτρέπεται να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην πιο πάνω αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το εν λόγω πλοίο για δικό του λογαριασμό, είναι δηλαδή ο εφοπλιστής. Για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό απαιτήσεις τρίτων δεν γεννάται προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου και υπέγγυο είναι μόνο αυτό (πλοίο), η δε αγωγή για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός για την ικανοποίηση του δανειστή από το πλοίο πρέπει να στρέφεται και κατά του κυρίου του πλοίου. Δηλαδή οι κατά του εφοπλιστή δικαστικές ενέργειες μπορούν να στραφούν και κατά του πλοίου σαν να ανήκε και αυτό στα περιουσιακά του στοιχεία. Παρέπεται συνεπώς ότι ο κύριος του πλοίου δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο εάν το πλοίο φύγει από τα χέρια του πριν ασκηθεί δίωξη κατ` αυτού, γιατί έκτοτε το πλοίο παύει να είναι υπέγγυο (βλ. ΑΠ 271/98 ΕΝαυτΔ 26.279, ΑΠ 591/1988 ΕλλΔνη 30.84, ΕφΠειρ 1394/1997 ΕΝαυτΔ 26.89, ΕφΠειρ 1109/2003, ΕΝαυτΔ 2003.453). Σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα, η αγωγή των εργαζομένων για αξιώσεις εκ της εργασίας τους ασκείται και κατά του κυρίου του πλοίου ώστε να αποκτήσουν (οι ενάγοντες) τίτλο εκτελεστό κατά του πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (του πλοίου) λόγω του πραγματοπαγούς χαρακτήρος της αξιώσεως, εξ αυτών δε έπεται ότι ο κύριος του πλοίου, παρά το γεγονός ότι δεν έχει έναντι των δανειστών του εφοπλιστή προσωπική ευθύνη, πρέπει στην συγκεκριμένη περίπτωση να χαρακτηριστεί, έναντι των αξιώσεων των εργαζομένων στο πλοίο του που ευρίσκεται υπό την εκμετάλλευση τρίτου (εφοπλιστή), ως οιονεί εργοδότης με πραγματικό εργοδότη τον εφοπλιστή (ΕφΠειρ 1109/2003, ΕΝαυτΔ 2003.453). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 289 αρ. 1 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (κ.ν. 3816/1958) «εις ετησίαν παραγραφήν υπόκεινται αι αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος δια την πληρωμήν των μισθών και λοιπών παροχών των πηγαζουσών εκ της συμβάσεως ναυτολογήσεως….», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 291 εδ. α` του ίδιου Κώδικα «Η παραγραφή αρχίζει άμα τη λήξει του έτους καθ`ο συμπίπτει η αφετηρία αυτής». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στη θεσπιζόμενη με αυτές παραγραφή υπόκεινται αδιακρίτως όλες οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και των μελών του πληρώματος για την πληρωμή κάθε παροχής, εφόσον όμως πηγάζουν από τη σύμβαση ναυτολόγησης (ΑΠ 1185/2002 ΕΝΔ 30,435, ΑΠ 1445/2002 ΕΝΔ 30.433, Εφ.Πειρ. 872/2003 ΕΝΔ 31.441), μεταξύ αυτών δε υπάγεται και η αξίωση αποζημίωσης απόλυσης (ΕφΠειρ 655/2010, ΕΝαυτΔ 2010.392). Η παραγραφή αυτή των ανωτέρω αξιώσεων, αρχίζει μόλις λήξει το έτος, εντός του οποίου συμπίπτει η αφετηρία αυτής, διακόπτεται δε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 264 και 270 παρ. 1 ΑΚ με την έγερση της αγωγής, σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ με την αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο με οποιοδήποτε τρόπο (ΑΠ 1445/2002 όπ.π., ΑΠ 402/1994, ΕΝαυτΔ 23.6, Εφ.Πειρ 255/1999 ΕΝΔ 27.280 επ.). Εντούτοις, κατά το άρθρο 1§1 ν. 762/78 «Επιφυλασσομένων των διατάξεων του άρθρου 53 του Κ.Ι.Ν.Δ., εάν ο εργοδότης ναυτικού, πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, δεν έχη μόνιμον κατοικίαν εν Ελλάδι ή είναι αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, ο ως αντιπρόσωπος αυτού συνάπτων μετά ναυτικού εν Ελλάδι σύμβασιν παροχής εργασίας εις πλοίον του εργοδότου, ευθύνεται εις ολόκληρον μετ’ αυτού δι` απάσας τας εκ της σχέσεως ναυτικής εργασίας ή εξ αφορμής αυτής απορρεούσας υποχρεώσεις του εργοδότου έναντι του ναυτικού, θεωρούμενος δια την περίπτωσιν αυτήν και ως αντίκλητος αυτού.» Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 3 ν. 762/78 οι αξιώσεις του ναυτικού εκ του νόμου αυτού, ήτοι κατά το κείμενο του νόμου ο οποίος συνήψε σύμβαση ναυτολογήσεως με τον αντιπρόσωπο του πλοιοκτήτη, εφόσον στρέφεται κατά αυτού (αντιπροσώπου), υπόκεινται σε εξάμηνη παραγραφή, εκτός των αξιώσεων ένεκα ναυτικού ατυχήματος, οι οποίες υπόκεινται σε παραγραφή τριάντα μηνών. Άρχεται δε η παραγραφή αυτή από της καθ’ οιονδήποτε τρόπο λύσεως της συμβάσεως ναυτολογήσεως (ΕφΠειρ 140/2004, ΔΕΕ 2004.1043, ΕφΠειρ 375/1995 ΕΝαυτΔ 24.206, Καμβύσης, Ναυτεργατικό Δίκαιο σελ. 296, Κοροντζής, ΝαυτΔ Ι, σελ. 336). Εξάλλου, η έγερση της αγωγής διακόπτει την παραγραφή και καθιστά την αξίωση επίδικη, σύμφωνα δε με το άρθρο 261 παρ. 1 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 101 παρ. 1 του ν. 4139/2013 που ισχύει έκτοτε ήδη πριν το χρόνο δημοσιεύσεως της εκκαλούμενης αποφάσεως (ΦΕΚ Α΄ 74/2-3-2013), την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής και η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης (ΕφΠειρ 443/2015, Νομος).
Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου η από 27-7-2017 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 41/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, εκδοθείσας κατά την διαδικασία διαφορών από αμοιβές (άρθρα 677 επ. ως ίσχυαν πρό του Ν. 4335/2015), ερήμην των εναγομένων και ήδη (δύο εκ των συνολικά τριών) εκκαλούντων, οι οποίοι ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της εναντίον τους (καθώς και ασκηθείσας εναντίον της εδρεύουσας στην Λ. Κ. “…” (…) από 11.9.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή εκπροσωπούμενη από την πρώτη εκκαλούσα. Με την προειρημένη αγωγή οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι ζήτησαν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, η πρώτη ως πλοιοκτήτρια, η δεύτερη εναγόμενη και ήδη πρώτη εκκαλούσα ως διαχειρίστρια του πλοίου, εκτελούσα τις εντολές του εφοπλιστή του πλοίου – τρίτου εναγομένου και ήδη δεύτερου εκκαλούντα, έκαστος εις ολόκληρον, άλλως η πλοικτήτρια “…” διά και μέχρι της αξίας του υπό κυπριακή σημαία πλοίου “…” να καταβάλουν στον 1ο εξ αυτών το ποσό των 1.478,73 ευρώ, στον 2ο το ποσό των 1.478,73 ευρώ, στον 3ο το ποσό των 1.478,73 ευρώ, στον 4ο το ποσό των 1.478,73 ευρώ, στον 5ο το ποσό των 1.001,03 ευρώ, στον 6ο το ποσό των 2.049,78 ευρώ, στον 7ο το ποσό των 2.427,55 ευρώ, στον 8ο το ποσό των 1.478,73 ευρώ, στον 9ο το ποσό των 2.621,31 ευρώ, στον 10ο το ποσό των 1.478,73 ευρώ, στον 11ο το ποσό των 1.478,73 ευρώ και στον 12ο το ποσό των 1.478,73 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της ημερομηνίας απόλυσής τους (23-6-2012), άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι εξοφλήσεως για αποζημίωση απόλυσης που δεν τους καταβλήθηκε κατά την απόλυση τους, στο οποίο προσλήφθηκαν από την πρώτη εκκαλούσα ως διαχειρίστρια του υπό κυπριακή σημαία πλοίου “…” όλοι από τις 29/6/2011 (πλην του πέμπτου και έκτου που προσλήφθηκαν στις 31/8/2011) ως θαλαμηπόλοι, εκτός από τον έκτο που απασχολήθηκε ως ηλεκτρολόγος, τον έβδομο που απασχολήθηκε ως υπάλληλος στο λογιστήριο και τον δέκατο που απασχολήθηκε με την προμήθεια υλικών και τροφίμων, το οποίο (πλοίο) διενεργούσε δρομολόγια στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πάτρα, Κεφαλλονιά, Ηγουμενίτσα, Κέρκυρα και Πρίντεζι. Τέλος, ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική τους δαπάνη. Η εκκαλούμενη δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, δεχόμενη (πλην του δευτέρου των εναγόντων – εφεσίβλητου) ότι δεν αποδείχθηκαν οι επικαλούμενες συμφωνηθείσες υπερωρίες για τον υπολογισμό τους στις μηνιαίες αποδοχές και υποχρέωσε τις εκκαλούσες να καταβάλουν στους 1ο, 3ο, 4ο, 8ο, 10ο, 11ο και 12ο των εναγόντων το ποσό των 945,33 ευρώ, στον 2ο εξ αυτών το ποσό των 1.478,73 ευρώ, στον 5ο εξ αυτών το ποσό των 663,34 ευρώ, στον 6ο και 7ο εξ αυτών το ποσό των 1384,18 ευρώ και στον 9ο εξ αυτών το ποσό των 1689,22 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της κρινομένης αγωγής (3-12-2013). Κατά της απόφασης αυτής, oι δύο (από τους τρεις) εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση τους και τους λόγους εφέσεως, κατ’ εκτίμηση αυτών, με τον πρώτο λόγο περί εξώδικου συμβιβασμού που επήλθε μεταξύ των εναγομένων και των εκκαλούντων δια του από 21-6-2012 ιδιωτικού συμφωνητικού – κακής εκτίμησης των αποδείξεων, με τον δεύτερο λόγο εφέσεως περί εξόφλησης τους δια της παράδοσης της αναφερόμενης στο εφετήριο επιταγής σε εκτέλεση των συμφωνηθέντων και σε πλήρη εξόφληση των εφεσιβλήτων για κάθε αιτία – κακής εκτίμησης των αποδείξεων και άρνησης της αγωγής, ο τρίτος λόγος περί καταχρηστικής άσκησης της κρινόμενης αγωγής μία ημέρα μετά την εξόφληση τους για όλες τις απαιτήσεις τους και προκειμένου αυτοί να καταταγούν προνομιακώς στον πίνακα κατάταξης δανειστών που επρόκειτο να συνταχθεί και για απαίτηση από την οποία δεν μπορούσαν να παραιτηθούν κατά την εξόφληση τους ως προγενέστερης της απόλυσης τους και με τον τέταρτο λόγο έφεσης περί παραγραφής των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, λόγω άσκησης της αγωγής αυτών μετά παρέλευση εξαμήνου από την απόλυση τους, κατ’ άρθρο 3§1 ν. 762/1978. Πρέπει, επομένως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μέσα στα, κατά τα ως άνω καθοριζόμενα από την κρινόμενη έφεση, όρια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 του ΚΠολΔ, καθώς αυτή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως (μη πάροδος καταχρηστικής προθεσμίας οριζόμενης στο άρθρο 518§2 ΚΠολΔ – οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα επίδοση της εκκαλουμένης), για την άσκηση της οποίας ως αφορώσας διαφορά από αμοιβές δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρο 495§3 ΚΠολΔ), χωρίς να ερευνηθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της έφεσης (ΑΠ 1015/2005, Νομος, ΑΠ 546/2014, Νομος, ΑΠ 828/2008, ΝοΒ 2008.2457, Στ.Πανταζόπουλος, Ο νέος Ν. 2915/2001 και ο τροποποιητικός νόμος αυτού, ΕλλΔνη 2003, σελ. 92, Νίκας, ΠολΔ ΙΙΙ, σελ. 265, Αθ.Πανταζόπουλος σε Οικονόμου, Η έφεση, 2017, άρθρο 528, αριθμ. 3 – 6, όπου περαιτέρω παραπομπές), να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί η αγωγή ως προς την βασιμότητα της, καθώς η εφεσίβλητη – ενάγουσα αρνείται τους λόγους της έφεσης. Σημειώνεται ότι δεν προκύπτει από το άρθρο 537 ΚΠολΔ ότι στην απόφαση του Εφετείου πρέπει να διαλαμβάνεται σχετική διάταξη υπέρ του μη εκκαλέσαντος αλλά ωφελούμενου ομοδίκου, ούτε μπορεί να εξαφανιστεί ως προς αυτόν (μη ασκήσαντα έφεση) η απόφασης, διότι σε αυτή την περίπτωση το Δικαστήριο υποπίπτει στην αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559, αριθμ.9 ΚΠολΔ, ο δε μη ασκήσας έφεση διάδικος δύναται να επιτύχει τη διαπίστωσή του αυτοδικαίως και υπέρ αυτού επεκτεινόμενου ευνοϊκού δεδικασμένου και επ΄ ευκαιρία άλλης δίκης όπως είναι π.χ. η αναγνωριστική αγωγή που ανοίγεται απ΄ αυτόν προς διαπίστωση της επέκτασης αυτής, η ανακοπή (άρθρ. 933 Κ.Πολ.Δ.) κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του εκτέλεσης από τον πρωτοδίκως νικήσαντα διάδικο βάσει της πρωτόδικης απόφασης που εν τω μεταξύ κατέστη τελεσίδικη λόγων άπρακτης παρόδου της προθεσμίας άσκησης έφεσης (ΑΠ 187/2007, Δ 2007.593, ΑΠ 1841/2008, Ισοκράτης, Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 537, αριθμ. 2-8, Νίκας, ΠολΔ ΙΙΙ, § 115, αριθμ. 34, βλ. άλλως Κατηφόρη, Το επεκτατικό αποτέλεσμα της εφέσεως κατά το άρθρο 537 ΚΠολΔ, σελ. 92-95). Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 72, 75, 76 και 77, 106§2 ΚΙΝΔ και την οικεία Συλλογικής Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων και ειδικότερα τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010 (ΦΕΚ B΄ 1743/05.11.2010), 340, 345, 346 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, κατά το εφαρμοζόμενο στην εν λόγω περίπτωση ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χώρας που κατοικεί ο τρίτος εναγόμενος – δεύτερος εκκαλών που φέρεται ως ο πραγματικός εργοδότης (εφοπλιστής), αλλά και η έδρα της διαχειρίστριας εταιρίας του πλοίου, επιπλέον δε ως το δίκαιο με την οποία συνδέεται η σύμβαση εργασίας στενότερα (αρθρ. 8 παρ. 2β Κανονισμού «Ρώμη Ι», ο οποίος δεν θίγει, κατά τη ρητή του πρόβλεψη τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ούτε τις αναγκαστικού δικαίου προστατευτικές διατάξεις για τον εργαζόμενο – βλ. Παπασιώπη-Πασιά σε Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ΄έκδοση, σελ. 323, Κοροτζή, ΝαυτΔ Ι, σελ. 250 – 252 υπό την ισχύ της Σύμβασης «Ρώμη Ι»). Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα Ε. Π., που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, από την κατάθεση του μάρτυρα Ε. Β. ενώπιον του Δικαστηρίου, από τις προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά την ποινική προδικασία και λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 288/1971, ΝοΒ, 1971, 876, Τέντες σε Κεραμεύς/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ άρθρο 339, αριθμ. 11) και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι εκ των σε ξένη γλώσσα συντεταγμένων νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι εναγόντες ναυτολογήθηκαν με συμβάσεις ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου στο λιμάνι της Πάτρας στο υπό κυπριακή σημαία πλοίο “….” πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία “…”, που καταρτίσθηκαν μεταξύ αυτών (εναγόντων) και της δεύτερης εναγομένης εταιρίας με την επωνυμία «…» η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος και διαχειρίστρια του πλοίου, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος είναι ο τρίτος εξ αυτών, ο οποίος ήταν και εν τοις πράγμασι ο εφοπλιστής του πλοίου ασκώντας για λογαριασμό του τη ναυτιλιακή επιχείρηση που συγκροτεί το πλοίο και ο οποίος εκτός από την απόλαυση των κερδών είχε επωμιστεί απεριόριστα και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του πλοίου, όπως ο ίδιος εξωδίκως ομολογεί, συμβαλλόμενος υπό την ιδιότητα του αυτή στον επικαλούμενο από τον ίδιο από 21-6-2012 εξώδικο συμβιβασμό και ο οποίος ήταν ο πραγματικός τους εργοδότης, σύμφωνα και με τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι προσλήφθηκαν στον ανωτέρω τόπο για εργασία στο ανωτέρω πλοίο ο πρώτος στις 29/6/2011 με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, ο δεύτερος με την ίδια ειδικότητα στις 29/6/2011, ο τρίτος με την ίδια ειδικότητα στις 28/7/2011, ο τέταρτος με την ίδια ειδικότητα στις 29/6/2011, ο όγδοος με την ίδια ειδικότητα στις 29/6/2011, ο δέκατος με την ίδια ειδικότητα στις 29/6/2011, ο ενδέκατος με την ίδια ειδικότητα στις 29/6/2011 και ο δωδέκατος των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων με την ίδια ειδικότητα στις 29/6/2011, ο πέμπτος ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την ειδικότητα του επίκουρου στις 31/8/2011, ο έκτος ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την ειδικότητα του ηλεκτρολόγου στις 31/8/2011, ο έβδομος ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την ειδικότητα του Α’ οικονομικού στις 29/6/2011 και ο ένατος ενάγων και ήδη εφεσίβλητος με την ειδικότητα του φροντιστή στις 29/6/2011, σύμφωνα με τούς όρους της εφαρμοζόμενης οικείας Συλλογικής Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών Τουριστικών Επιβατηγών Πλοίων και ειδικότερα τη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας Πληρωμάτων των Μεσογειακών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2010 (ΦΕΚ B΄ 1743/05.11.2010). Οι μηνιαίες αποδοχές τους καθορίζονταν από την προαναφερθείσα οικεία ΣΣΝΕ που εφαρμοζόταν στην εργασιακή τους σχέση (δεν προσκομίστηκαν συμβάσεις εργασίας για κανένα εκ των εφεσιβλήτων στο Δικαστήριο), ενώ δεν αποδείχτηκε ο επικαλούμενος στην αγωγή ως συμφωνηθείς αριθμός υπερωριών τους και γι’ αυτό δεν μπορεί να υπολογιστεί στις μηνιαίες αποδοχές τους. Άλλωστε, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο συμφωνητικό οι απαιτήσεις τους από υπερωριακή εργασία ήταν διαφορετικές ακόμα και για εκείνους με την ίδια ειδικότητα. Η πρώτη εκκαλούσα, ως διαχειρίστρια του πλοίου, εκτελούσα τις εντολές του εφοπλιστή του πλοίου (δεύτερου εκκαλούντος – τρίτου εναγομένου) είχε καταστεί υπερήμερη ως προς την καταβολή δεδουλευμένων αποδοχών τούς για χρονικό διάστημα έξι έως και οκτώ μηνών κατά περίπτωση με αποτέλεσμα οι εναγόμενοι να προβούν σε δήλωση επίσχεση εργασίας μέχρι της καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών τους, να καταθέσουν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων οι έξι πρώτοι από αυτούς και να εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 1837/2012 απόφαση του Δικαστηρίου που διέταξε την συντηρητική κατάσχεση του πλοίου μέχρι 120.000 ευρώ. Ακολούθως, οι ενάγοντες της παρούσας αγωγής μαζί με άλλους συναδέλφους τους, άσκησαν την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή τους με την διαδικασία των εργατικών διαφορών. Η τελευταία αγωγή δεν συζητήθηκε, καθώς οι διάδικοι εκείνης της δίκης, δώδεκα εκ των οποίων είναι διάδικοι και της παρούσας δίκης, συμβιβάστηκαν εξωδίκως με το από 21-6-2012 συμφωνητικό εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, δια του οποίου επήλθε συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς ως προς τις αξιούμενες από τους ενάγοντες και στην παρούσα δίκη με την αγωγή δεδουλευμένες αποδοχές τους (τακτικές και υπερωριακές), καθώς και για μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, χωρίς να είναι επίδικη ως προς τους ενάγοντες της παρούσας δίκης η αξιούμενη με την κρινόμενη αγωγή αποζημίωση απόλυσης, όπως προκύπτει από την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου … αγωγή τους (αίτημα για αξίωση αποζημίωσης λόγω απόλυσης είχε μόνο ο δέκατος τέταρτος ενάγων εκείνης της αγωγής, Σ. Α., που δεν είναι διάδικος της παρούσας δίκης). Περαιτέρω, ουδέν αναφέρεται στο ανωτέρω συμφωνητικό εξώδικου συμβιβασμού περί λύσης της σύμβασης εργασίας των εφεσίβλητων με τους εκκαλούντες. Μετά δε την είσπραξη των συμφωνηθέντων (κατά περιορισμό των αγωγικών) ποσών με την υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού (κατόπιν δανείου που έλαβε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος η πρώτη εκκαλούσα), προκειμένου να επιτραπεί ο απόπλους του κατασχεθέντος πλοίου οι ενάγοντες δήλωσαν προς τις λιμενικές αρχές ότι ουδεμία οφειλή υφίστατο από τους εναγόμενους, καθώς από την (μη εισέτι λυθείσα) σύμβαση εργασίας μετά από περιορισμό των επίδικων απαιτήσεων τους για τις ανωτέρω αιτίες (τακτικές – υπερωριακές αποδοχές, ασφαλιστικές εισφορές) που καταβλήθηκαν με την υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού, η δε σχετική δίκη καταργήθηκε με την υπογραφή της ίδιας ημερομηνίας (21-6-2012) παραίτησης από το δικόγραφο της παραπάνω αγωγής που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …. Μετά την υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού και συγκεκριμένα στις 23-6-2012, η δεύτερη των εναγομένων – πρώτη εκκαλούσα κατήγγειλε τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας των εναγόντων χωρίς υπαιτιότητα τους και χωρίς να τους καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση. Συνεπώς, οι σχετικοί ισχυρισμοί των εκκαλούντων περί απόσβεσης της συγκεκριμένης ενοχής (αποζημίωση λόγω απόλυσης) δια του ανωτέρω εξώδικου συμβιβασμού, άλλως λόγω εξόφλησης δι’ αυτού είναι απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι, καθώς ο εξώδικος συμβιβασμός και οι καταβολές σε εκτέλεση του δεν αφορούσαν την ένδικη αξίωση, αλλά οφειλές για άλλες αιτίες (από την τότε μη καταγγελεθείσα σύμβαση εργασίας δεδουλευμένους μισθούς, υπερωρίες, αναλογία εργοδότη σε ασφαλιστικές εισφοράς). Εξάλλου, η απαίτηση της παρούσας κατά τον χρόνο σύναψης της από 21-6-2012 συμφωνίας, δεν ήταν γεγενημένη, αφού η απόλυση των εφεσιβλήτων έλαβε χώρα μετά τη σύναψη του, ούτε και θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της σχετικής συμφωνίας, αφού σχετική συμφωνία για μελλοντικές απαιτήσεις του εργαζόμενου απαγορεύεται εκ του νόμου (ΑΠ 1077/1986, ΕΝαυτΔ 16.260, Κοροτζής, ο.π., σελ. 387). Ομοίως, απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη είναι και η ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος που προέβαλαν οι εκκαλούντες, διότι η εξώδικη επίλυση της διαφοράς αφορούσε απαιτήσεις από την μη λυθείσα σύμβαση εργασίας, ενώ η καταγγελία σύμβασης, έστω και ως μελλοντικό γεγονός, ουδόλως προέκυψε ότι είχε τεθεί υπόψη των εργαζομένων κατά την υπογραφή του ανωτέρω εξώδικου συμβιβασμού και, επομένως, η συμπεριφορά των εκκαλούντων ελέγχεται ως υπαγόμενη στην ΑΚ 281 λόγω αντίφασης με την προηγούμενη συμπεριφορά τους και όχι το αντίστροφο. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 72, 75 και 76 ΚΙΝΔ και την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ, οι ενάγοντες – εφεσίβλητοι δικαιούνται να λάβουν ως αποζημίωση απόλυσης από το πλοίο της εναγομένης, τις τακτικές αποδοχές τους 15ημερών. Αναλυτικότερα, οι μηνιαίες τακτικές αποδοχές τους κατά τον τελευταίο μήνα απασχόλησης τους ανέρχονταν για τους α) πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, όγδοο, δέκατο, ενδέκατο και δωδέκατο εξ αυτών στα εξής : για βασικό μισθό 1047,11 €+ επίδομα Κυριακών 230,36€ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 21,24€ + αναλογία αδείας -επ. αδείας 464,54€+ αντίτιμο τροφής 127,42€= 1.890,67 ευρώ και για 15 ημέρες το ποσό των 945,33 ευρώ, β) για τον πέμπτο εξ αυτών για βασικό μισθό 708,11€+ επίδομα Κυριακών 155,78€ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 21,24€ + αναλογία αδείας -επ. αδείας 314,14€ + αντίτιμο τροφής 127,42€ = 1.326,69 ευρώ και για 15 ημέρες 663,34 ευρώ, δ) για τον έκτο εξ αυτών οι μηνιαίες αποδοχές βάσει της ως άνω ΣΣΝΕ υπολογιζόμενα μειωμένα, όμως, σύμφωνα με τα αιτούμενα στην κρινομένη αγωγή (106 ΚΠολΔ) ήτοι για βασικό μισθό 1.574,66€ + επίδομα Κυριακών 346,42€ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 21,24€ + αναλογία αδείας – επ. αδείας 698,59€ + αντίτιμο τροφής 127,42€ = 2.768,36 ευρώ και για 15 ημέρες σε 1.384,18 ευρώ, ε) για τον έβδομο εξ αυτών για βασικό μισθό 1.574,68€ + επίδομα Κυριακών 346,43€ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 21,24€ + αναλογία αδείας – επ. αδείας 698,59€ + αντίτιμο τροφής 127,42€ = 2.768,36 ευρώ και για 15 ημέρες σε 1.384,18 ευρώ στ) για τον ένατο εξ αυτών για βασικό μισθό 1.856,11€ + επίδομα Κυριακών 408,34€ + επίδομα ανθυγιεινής εργασίας 147,37€ + αναλογία αδείας -επ. αδείας 839,21€ + αντίτιμο τροφής 127,42€ = 3.378,45 ευρώ και για 15 ημέρες σε 1689,22 ευρώ. Ως προς την ένσταση παραγραφής που προβάλλεται με τον τέταρτο λόγο έφεσης κατά 1§3 ν. 762/78, από την υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς … αποδείχθηκε ότι η αγωγή επιδόθηκε στον δεύτερο εκκαλούντα (Δ. Μ. Τ.) στις 3-12-2013, ήτοι προ της παρόδου έτους από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας στις 23-6-2012 αυτή είναι απορριπτέα ως προς τον δεύτερο εκκαλούντα που ενάγεται ως εφοπλιστής και αποδείχθηκε η ιδιότητα του αυτή, συνομολογούμενη ρητώς από τον ίδιο στο ανωτέρω συμφωνητικό εξώδικο συμβιβασμού, όπου συμβλήθηκε με τους εκκαλούντες με αυτή του την ιδιότητα. Ως προς την δεύτερη εκκαλούσα η ένσταση επίσης είναι απορριπτέα στην ουσία της, καθώς αποδείχθηκε ότι εργοδότης των εφεσιβλήτων ήταν ο τρίτος εναγόμενος, ως εφοπλιστής του πλοίου κατά τα προεκτιθέμενα, ο οποίος είναι κάτοικος Ελλάδας και, επομένως, η πρώτη εκκαλούσα (επίσης με έδρα την Ελλάδα) δεν διαχειριζόταν πλοίο του οποίου ο εργοδότης (πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής), δεν είχε μόνιμη κατοικία στην Ελλάδα ή ήταν αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία, κατά το άρθρο 1§1 ν. 762/78, ώστε για την άσκηση των επίδικων αξιώσεων αναπτύσσει ισχύ η διάταξη του άρθρου 289 αρ. 1 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (κ.ν. 3816/1958) περί ενιαύσιας παραγραφής και επομένως η κρινόμενη αγωγή που, σύμφωνα με όλους τους διαδίκους επιδόθηκε στην πρώτη εκκαλούσα στις 3-12-2013, ασκήθηκε πριν την πάροδο έτους από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας και εντεύθεν διακόπηκε, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας. Ενόψει αυτών, η κρινομένη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με τις ως άνω ιδιότητές τους ήτοι η πρώτη ως κύριος του πλοίου μέχρι την αξία αυτού (106§2 ΚΙΝΔ) και οι λοιποί εις ολόκληρον, να καταβάλουν στους πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, όγδοο, δέκατο, ενδέκατο και δωδέκατο των εναγόντων – εφεσιβλήτων το ποσό των 945,33 ευρώ, στον δεύτερο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 1.478,72 ευρώ, στον πέμπτο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 663,34 ευρώ, στον έκτο και έβδομο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 1.384,18 ευρώ στον ένατο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 1.689,22 ευρώ, με το νόμιμο τόκο (επιδικίας) από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας (24-6-2013). Συνεπώς, πρέπει να εξαφανιστεί η υπ’ αριθμ. 41/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, να κρατηθεί η από 11.9.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσίβλητων, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθούν η πρώτη ως κύριος του πλοίου μέχρι την αξία αυτού και οι λοιποί εις ολόκληρον, να καταβάλουν σε έκαστο των πρώτου, δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, όγδοου, δέκατου, ενδέκατου και δωδέκατου των εναγόντων – εφεσιβλήτων το ποσό των 945,33 ευρώ, στον δεύτερο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 1.478,72 ευρώ, στον πέμπτο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 663,34 ευρώ, σε έκαστο των έκτου και έβδομου ενάγοντα – εφεσίβλητου το ποσό των 1.384,18 ευρώ και στον ένατο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 1.689,22 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας (24-6-2013). Τέλος, πρέπει, δεδομένου ότι εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη ως προς τους εκκαλούντες (ΑΠ 521/2002, Δίκη 2003, 506, 625), να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος αυτών κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176, 180, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.-
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατά το τυπικό της μέρος και κατ’ ουσίαν.-
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 41/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.-
ΚΡΑΤΑ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από από 11.9.2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ….-
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.-
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη ως κύριο του πλοίου μέχρι την αξία αυτού και οι λοιποί εις ολόκληρον, να καταβάλουν σε έκαστο των πρώτου, δεύτερου, τρίτου, τέταρτου, όγδοου, δέκατου, ενδέκατου και δωδέκατου των εναγόντων – εφεσιβλήτων το ποσό των 945,33 ευρώ, στον δεύτερο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 1.478,72 ευρώ, στον πέμπτο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 663,34 ευρώ, σε έκαστο των έκτου και έβδομου ενάγοντα – εφεσίβλητου το ποσό των 1.384,18 ευρώ και στον ένατο ενάγοντα – εφεσίβλητο το ποσό των 1.689,22 ευρώ, , με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας (24-6-2013).
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα αμφότερων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων τα οποία ορίζει σε επτακόσια ευρώ (700€).-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ