ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 2524/2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ …)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ειδική Διαδικασία Περιουσιακών Διαφορών
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Νοεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) Γ. Μ., κατοίκου Κ., Σ. αριθ. 7, Τ.Κ…., με ΑΦΜ …, 2) Κ. Μ., κατοίκου ομοίως, με ΑΦΜ …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Χριστίνα Γενναδοπούλου του Μιχάλη (ΑΜ/ΔΣΠ …, κάτοικο …….. Κ. . 130, που κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία … που εδρεύει Λ. Α., διά του γραφείου της που βρίσκεται στην πλατεία … αριθ. 8, Λ. … Α., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Άρη Γεωργιάδη του Γ. (ΑΜ/ΔΣΑ …), κάτοικο Αθήνας, οδός Δημοκρίτου αριθ. 6, που κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 11.9.2018 με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδικό αριθμό κατάθεσης … ανακοπή τους, που προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη ανακοπή οι ανακόπτοντες ζητούν να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους στο δικόγραφο λόγους, η υπ’ αριθ… διαταγή πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώνονται να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή, εις ολόκληρον ο καθένας, το ισόποσο σε ευρώ ποσό των 150.000 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία κατά τον χρόνο της πληρωμής, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της τελευταίας προερχόμενη από την από 14.7.2011 σύμβαση δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας και της εδρεύουσας στη Λιβερία εταιρείας με την επωνυμία … όπως αυτή τροποποιήθηκε από τις από 6.4.2012 και 6.6.2014 τροποποιητικές / συμπληρωματικές συμβάσεις, την εξόφληση του οποίου ανέλαβαν οι ανακόπτοντες με τις από 14.7.2011 συμβάσεις «προσωπικής εγγύησης». Με αυτό το περιεχόμενο, η κρινόμενη ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον εισάγεται (βλ. άρθρα 625 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με το οποίο η ανακοπή απευθύνεται στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο του τόπου έκδοσης της διαταγής πληρωμής, σε συνδυασμό με το άρθρο 584 ΚΠολΔ και το άρθρο 51 παρ. 1α΄, 2, 3Α – Β περ. ε΄ του Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς) για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, ενόψει του ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο κατάθεσης της ανακοπής (11.9.2018) η ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ/ευρώ ήταν ≈1,157, ώστε το ισόποσο σε ευρώ του επιδικασθέντος με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ποσού κατά τον παραπάνω χρόνο να ανέρχεται σε (150.000 : 1,157 =) 129.645,63 ευρώ, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 221 παρ. 1 περ. β΄, 614 επ., 632 παρ. 1 εδ. α΄, 632 παρ. 2 τελ. εδ. ΚΠολΔ). Εξάλλου, το παρόν Δικαστήριο έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 25 – 27 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που εφαρμόζεται άμεσα και δεσμευτικά σε όλα τα κράτη μέλη από τις 10.1.2015 (άρθρο 81 ΚανΒρ Ια), όπως αναλυτικά εκτίθεται κατωτέρω, σε σχέση με τον 6ο λόγο ανακοπής (πρβλ. και άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, η ως άνω ανακοπή έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός δεκαπέντε εργασίμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής στους ανακόπτοντες και τον αντίκλητο αυτών δικηγόρο, ορισθέντα με τις προαναφερθείσες συμβάσεις εγγύησης [όρος 7.04(b)], κατ’ άρθρο 142 παρ. 4 ΚΠολΔ, Εμμανουήλ Εγγλέζο, την 31η.7.2018, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 147 παρ. 2 ΚΠολΔ, το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία, μεταξύ άλλων, του άρθρου 632 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. τις υπ’ αριθ. … και … αντίστοιχα εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Α. Κ., που νόμιμα επικαλείται και προσκομίζει η καθ’ ης η ανακοπή), και η υπό κρίση ανακοπή επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 12.9.2018 (βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Ν. Ζ., που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι ανακόπτοντες). Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το θέμα αυτό και δεδομένου ότι στην περίπτωση που υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων να δικάζουν διεθνείς ιδιωτικές διαφορές, περιέχουσες στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμόζεται στο δικονομικό πεδίο αποκλειστικά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, ενώ στο ουσιαστικό πεδίο, το δίκαιο που υποδεικνύεται ότι πρέπει να εφαρμοστεί από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (ΑΠ 1551/2003 ΕλλΔνη 2004.422, ΕφΑθ 5419/2007 ΕφΑΔ 2008.956), κρίνεται ότι ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσίαν, οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της ανακοπής (ΕφΑθ 5009/1987 ΕλλΔνη 29.1218) εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΑθ 5419/2007 ό.π., ΜΠρΚαβ 440/2011 ΕΝαυτΔ 2011.189) και ως προς τη διερεύνηση της βασιμότητας των ενστάσεων που θεμελιώνονται στο ουσιαστικό δίκαιο εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, το οποίο ρητά επέλεξαν οι αντισυμβαλλόμενοι να διέπει την έννομη σχέση τους σύμφωνα με τις από 14.7.2011 συμβάσεις εγγύησης (όρος 7.01), σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), που αντικατέστησε τη Σύμβαση της Ρώμης της 19.6.1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία είχε κυρωθεί στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, και εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009, όπως εν προκειμένω. Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Ι. Από τον συνδυασμό των άρθρων 221 παρ.1α και 222 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μια από τις συνέπειες της ασκήσεως της αγωγής είναι και η εκκρεμοδικία, που σημαίνει ότι με την άσκηση της αγωγής υπάρχει δίκη εκκρεμής, η οποία παρεμποδίζει τη διεξαγωγή μιας νέας, επόμενης δίκης, ίδιας με την αρχική. Και τούτο διότι σκοπός του νομοθέτη είναι να αποφευχθεί η αδικαιολόγητη σπατάλη του χρόνου των διαδίκων και του Δικαστηρίου, καθώς και τα αδικαιολόγητα δικαστικά έξοδα. Επιπλέον, η ταυτόχρονη διεξαγωγή της δίκης σε διαφορετικά δικαστήρια ενέχει τον κίνδυνο έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και κλονισμού του κύρους της δικαιοσύνης. Έτσι, το άρθρο 222 ΚΠολΔ ορίζει ότι μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν μπορεί να ανοιχθεί νέα δίκη ανάμεσα στους διαδίκους, που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα και η οποία έχει ως αντικείμενο την ίδια επίδικη διαφορά. Αν μάλιστα συμβεί κάτι τέτοιο, η δεύτερη δίκη πρέπει να ανασταλεί και αυτεπαγγέλτως. Συνεπώς, οι προϋποθέσεις που τάσσει ο νόμος για την ύπαρξη εκκρεμοδικίας είναι: α) εκκρεμής δίκη, β) ταυτότητα διαδίκων και γ) ταυτότητα διαφοράς. Ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση της εκκρεμοδικίας, δηλαδή την ταυτότητα των διαδίκων, αυτή υπάρχει όταν και στην επόμενη δίκη εμφανίζονται ακριβώς οι ίδιοι διάδικοι, χωρίς να ενδιαφέρει αν εναλλάσσεται η θέση του ενάγοντος και του εναγομένου. Κρίσιμο δηλαδή είναι το πρόσωπο στο όνομα του οποίου ή κατά του οποίου αιτείται η έννομη προστασία και το ότι παρίστανται με την ίδια ιδιότητα στην επόμενη δίκη οι ίδιοι διάδικοι. Ταυτότητα διαφοράς υφίσταται εφόσον υπάρχει ταυτότητα της ιστορικής βάσης και του αιτήματος της αγωγής, ενώ νομολογιακά έχει παγιωθεί η άποψη ότι πρέπει να υπάρχει και ταυτότητα νομικής βάσης (ΕφΛαρ 62/2001 Δικογραφία 2001.82). Αναφορικά όμως με την ταυτότητα της νομικής βάσης, γίνεται επίσης δεκτό ότι ταυτότητα διαφοράς και συνεπώς εκκρεμοδικία υπάρχει όχι μόνο όταν τα αντικείμενα των δύο δικών είναι απολύτως όμοια, αλλά και όταν το αντικείμενο της δεύτερης δίκης περιέχεται στο αντικείμενο της πρώτης (Νίκας, Η ένσταση εκκρεμοδικίας στην Πολιτική Δίκη, σελ. 200-202). Περαιτέρω, η υποβολή αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής, ως μη επιφέρουσα εκκρεμοδικία, δεν εμποδίζει την άσκηση τακτικής αγωγής για την ίδια χρηματική αξίωση (ΜΠρΠειρ 1657/2008 ΕφΑΔ 2008.823). Αντίθετα, η εκκρεμοδικία από την άσκηση τακτικής αγωγής καθιστά απαράδεκτη την εκδίκαση της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής και η διαταγή που εκδόθηκε ακυρώνεται με ανακοπή (ΠΠρΒερ 528/1983 ΝοΒ 1984.1575, ΜΠρΘεσ 12259/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΑθ 1607/2006 ΝοΒ 2006.1517, ΜΠρΠειρ 834/1993 Αρμ 1995.900), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις της εκκρεμοδικίας. Αν, ωστόσο, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας εκ της αγωγής ως προς μέρος μόνον μεγαλύτερης αξιώσεως, ασκηθεί δεύτερη αγωγή ως προς το υπόλοιπο μέρος αξιώσεως, δεν προσκόπτει η συζήτηση της δεύτερης αγωγής σε εκκρεμοδικία που είχε δημιουργηθεί από την πρώτη, δοθέντος ότι οι αποφάσεις που θα εκδοθούν σχετικώς θ’ αφορούν χωριστά αντικείμενα [Μπέης, ΠολΔ (1974), σελ. 1006-1007· πρβλ. Βαθρακοκοίλη Β., ΚΠολΔ (1994), υπό το άρθρο 221 §86: Αν ο δικαιούχος αποζημίωσης από αδικοπραξία ασκήσει αγωγή για μέρος μόνο αυτής, μόνο για το μέρος αυτής δημιουργείται εκκρεμοδικία, με παραπομπή στην ΑΠ 1460/1990 ΕΕΝ 1991.620]. Τέλος, η εκκρεμοδικία που δημιουργείται με την κατάθεση της αγωγής διαρκεί στον πρώτο βαθμό εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση και αναβιώνει με την άσκηση εφέσεως κατά της τελευταίας, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, στο δεύτερο δε βαθμό δικαιοδοσίας διαρκεί εωσότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της εφέσεως (βλ. ΑΠ 1048/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι η καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία έχει ασκήσει ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εναντίον τους την από 26.10.2017 με γενικό αριθμό κατάθεσης … και με ειδικό αριθμό κατάθεσης … αγωγή της, η οποία επιδόθηκε σ’ αυτούς την 2α.11.2017, συζητήθηκε δε κατά τη δικάσιμο της 27ης.3.2018 και αναμένεται η έκδοση απόφασης. Ότι με την ως άνω αγωγή, η ήδη καθ’ ης η ανακοπή ζητά από έκαστο την καταβολή ποσού 300.000 δολ. ΗΠΑ, ήτοι μέρους του συνολικά οφειλόμενου ποσού ύψους 1.255.219,85 δολ. ΗΠΑ που, κατά τους ισχυρισμούς της, τής οφείλουν οι ήδη ανακόπτοντες δυνάμει των από 14.7.2011 συμβάσεων εγγύησης που συνήψαν με αυτήν προς εξασφάλιση της προαναφερθείσας από 14.7.2011 σύμβασης δανείου (…”). Ότι, συνεπώς, δεδομένου ότι η αγωγή της καθ’ ης η ανακοπή προηγείται χρονικά της κατάθεσης της αίτησης για την έκδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, εκκρεμεί δε μεταξύ των ίδιων διαδίκων και για την ίδια διαφορά, υπάρχει εκκρεμοδικία μεταξύ των δύο δικών και, συνακόλουθα, ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός της ανακοπής κρίνεται νόμιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 221 παρ.1α και 222 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η καθ’ ης η ανακοπή τραπεζική εταιρεία άσκησε κατά των ανακοπτόντων την από 26.10.2017 με αρ. κατάθεσης …/… αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 27ης.3.2018. Με την αγωγή αυτή η ενάγουσα ζητούσε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, υπό την ιδιότητά τους ως εγγυητών της από 14.7.2011 σύμβασης δανείου που είχε καταρτίσει η ενάγουσα με την εδρεύουσα στη Μονροβία της Λιβερίας ναυτιλιακή εταιρεία με την επωνυμία … δυνάμει ταυθήμερων συμβάσεων εγγύησης, το ισόποσο σε ευρώ, κατά το χρόνο εξόφλησης, ποσό των 300.000 δολ. ΗΠΑ, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον έκαστος, ως μέρος της απορρέουσας από τις ως άνω συμβάσεις εγγύησης απαίτησής της, που ανερχόταν στο συνολικό ύψος των 1.255.219,85 δολ. ΗΠΑ, το ανωτέρω δε ποσό νομιμοτόκως από τις 6.9.2017, ήτοι την επομένη της επίδοσης της καταγγελίας του δανείου, άλλως και επικουρικά από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 4211/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που την έκανε δεκτή και υποχρέωσε τους εναγόμενους – ήδη ανακόπτοντες εις ολόκληρο έκαστο να καταβάλουν στην ενάγουσα (καθ’ ης) το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο της εξόφλησης ποσό των 300.000 δολ. ΗΠΑ, με το νόμιμο τόκο από τις 6.9.2017 μέχρι την εξόφληση. Κατά της ως άνω απόφασης έχει ασκηθεί η από 22.11.2018 έφεση των εναγομένων ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, που έχει λάβει αριθμό κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά … και δεν προκύπτει να έχει προσδιοριστεί προς συζήτηση, έχει, συνεπώς, αναβιώσει η εκκρεμοδικία της ως άνω αγωγής με την άσκηση της έφεσης. Περαιτέρω, δυνάμει της προσβαλλόμενης με αριθμό … διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι καθ’ ων η αίτηση και ήδη ανακόπτοντες διετάχθησαν να καταβάλουν στην αιτούσα τραπεζική εταιρεία το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο της εξόφλησης ποσό των 150.000 δολ. ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων, για απαίτηση της τράπεζας απορρέουσα από τις ίδιες ως άνω συμβάσεις εγγύησης των ήδη ανακοπτόντων προς αποπληρωμή του δανείου …”. Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το αντικείμενο της ως άνω αγωγής δεν συμπίπτει με το αντικείμενο της παρούσας δίκης, αφού αφού αυτές αφορούν σε διαφορετικά μέρη της συνολικής αξιώσεως της καθ’ ης η ανακοπής τράπεζας, ανερχόμενης, όπως προαναφέρθηκε, στο ύψος των 1.255.219,85 δολ. ΗΠΑ. Τα αιτούμενα κονδύλια δεν ταυτίζονται ούτε εν μέρει, ακόμη δε και το άθροισμά τους υπολείπεται της συνολικής απαίτησης της τράπεζας. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι με την ως άνω αγωγή της η τελευταία επιφυλάχθηκε ρητώς ως προς την επιδίωξη είσπραξης της υπόλοιπης απαίτησής της με κάθε νόμιμο μέσο, περιλαμβανομένης και της έκδοσης διαταγής πληρωμής. Κατά συνέπεια, δεν πληρούται η προϋπόθεση της ταυτότητας του αντικειμένου των δύο δικών που έχουν ανοιγεί μεταξύ των διαδίκων, σύμφωνα και με τ’ ανωτέρω εκτιθέμενα στη νομική σκέψη, που απαιτείται προκειμένου να υφίσταται η αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της εκκρεμοδικίας από την προηγούμενη άσκηση αγωγής, και ο πρώτος λόγος ανακοπής τυγχάνει ουσία αβάσιμος και απορριπτέος.
ΙΙ. Από τα άρθρα 623, 626 παρ. 2 στοιχ. γ και 3, 630 στοιχ. δ,ε και 631 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωµής, η οποία αποτελεί µόνον εκτελεστό τίτλο και δεν τυγχάνει δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογικού, αρκεί πλην άλλων στοιχείων να εµπεριέχει απλώς την αιτία της πληρωµής, ήτοι να προσδιορίζεται έστω και συνοπτικά το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία απορρέει η απαίτηση, δίχως να δηµιουργείται αµφιβολία ως προς την αιτία της πληρωµής, και δεν απαιτείται να περιγράφονται τα πραγµατικά περιστατικά τα οποία συνιστούν την αιτία. Περιέχει δε η εκδιδόμενη διαταγή το κατά το άρθρο 630 στοιχ. δ του ΚΠολΔ απαιτούμενο στοιχείο της αιτίας της πληρωμής όταν περιλαμβάνει, και χωρίς έστω και νομικό χαρακτηρισμό της απαιτήσεως, έκθεση περιστατικών που εξατομικεύουν την αποδεικνυόμενη, εγγράφως, απαίτηση για την οποία η διαταγή εκδίδεται, ούτως ώστε να προκύπτει ο λόγος της αντίστοιχης οφειλής (ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 1991.62, ΠΠρΘεσ 8628/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εποµένως, επί διαταγής πληρωµής, που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου από σύµβαση αλληλόχρεου ή ανοικτού λογαριασµού ή σύµβασης έκδοσης πιστωτικού δελτίου ή δανειακής σύµβασης μετά τραπέζης, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόµενο χρηµατικό ποσό αποτελεί το χρεωστικό υπόλοιπο εις βάρος του οφειλέτη, δίχως να απαιτείται η πλήρης αναφορά της κίνησης των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασµού κίνησης της σύµβασης. Αντιστοίχως, με την αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωµής αρκεί να αναφέρεται η σύµβαση µεταξύ των διαδίκων, η συµφωνία περί αναγωγής των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο απόδειξης της απαίτησης και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιµο ή η καταγγελία της σύµβασης και το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασµα κίνησης του λογαριασµού από την έναρξή του ή από την τελευταία αναγνώριση έως το οριστικό κλείσιµο, δίχως να είναι ανάγκη να εµπεριέχονται στο περιεχόµενο της αίτησης τα επιµέρους κονδύλια χρεωπιστώσεων του λογαριασµού κίνησης, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνηµµένο επί της αίτησης αντίγραφο ή απόσπασµα του λογαριασµού, ανεξαρτήτως του ότι ο αιτούµενος την έκδοση της διαταγής πληρωµής δύναται να επιδιώξει µέρος µόνον της χρηµατικής απαίτησης ή µέρος µόνον των τόκων, δίχως να απαιτείται αιτιολογία γι’ αυτή την επιλογή (βλ. ΑΠ 1512/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 192/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1432/1998 ΕλλΔνη 1999.91, ΑΠ 1215/1995 ΕΕμπΔ 1996.287, ΑΠ 1106/1994 ΕλλΔνη 1997.1075 και ΕφΑθ 1646/2006 ΕλλΔνη 2007.627). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας (ΑΠ 1684/1998 ΕλλΔνη 1999.92, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327), μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ίδιου Κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Γι’ αυτό το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 ΚΠολΔ) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (ΕφΠειρ 37/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- πρβλ. ΕφΑθ 227/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5900/2006 ό.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915 και 916 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση με βάση εκτελεστό τίτλο, όπως, κατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ, είναι και η διαταγή πληρωμής, αν από τον τίτλο δεν προκύπτει το βέβαιο και εκκαθαρισμένο της απαιτήσεως. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση όταν από τον τίτλο προκύπτει κατά ποσόν και ποιόν, είναι δε εκκαθαρισμένη η χρηματική απαίτηση όταν το ποσό αυτής δεν είναι ακριβώς καθορισμένο, αλλά μπορεί να εξευρεθεί με τη διενέργεια μαθηματικών πράξεων (ΑΠ 1543/2014 ΧρΙΔ 2015.203). Η απαίτηση του δανειστή πρέπει να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, εναπόκειται δε στον οφειλέτη, όταν εκδόθηκε σε βάρος του διαταγή πληρωμής ή επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση προς είσπραξη χρηματικών απαιτήσεων, με ανακοπή του, κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ ή αντίστοιχα κατά το 933 ΚΠολΔ, να ισχυριστεί και αποδείξει ότι το ποσό της απαίτησης, όπως αυτή προσδιορίζεται από την Τράπεζα, δεν είναι εκείνο που προκύπτει ως οφειλόμενο και δεν οφείλεται κανένα ποσό ή οφείλεται μικρότερο εκείνου που δηλώνει η Τράπεζα. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους, όπως αυτός επιτρεπτώς εκτιμάται από το Δικαστήριο τούτο, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ισχυριζόμενοι ότι δεν αποδεικνύεται εξ εγγράφων η νομική θεμελίωση της απαίτησης της καθ’ ης ούτε η εγκυρότητα της από 11.8.2017 καταγγελίας της δανειακής σύμβασης, ενόψει και του ότι είχε συμφωνηθεί ως ορισμένου χρόνου, με ημερομηνία λήξης προγενέστερη της καταγγελίας και συγκεκριμένα στις 14.7.2016, καθώς και ότι δεν προκύπτει ούτε το επιτόκιο υπερημερίας ούτε το οφειλόμενο ποσό τόκων και δη για το χρονικό διάστημα μετά τον Σεπτέμβριο 2014, οπότε υπήρξε η τελευταία καταβολή δόσης, ιδίως δε μετά τη λήξη της σύμβασης δανείου. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι κατά το πρώτο σκέλος του νόμω αβάσιμος και απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, για την έκδοση διαταγής πληρωμής δεν απαιτείται νομικός χαρακτηρισμός της απαίτησης για την οποία αυτή ζητείται, αλλά αρκεί να εκτίθενται συνοπτικά τα περιστατικά εκείνα που εξατομικεύουν την αποδεικνυόμενη εγγράφως απαίτηση για την οποία η διαταγή εκδίδεται, ούτως ώστε να προκύπτει ο λόγος της αντίστοιχης οφειλής, εν προκειμένω δε από τα εκτιθέμενα στην ανακοπή προκύπτει ότι επαρκώς εκτίθενται στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αλλά και στην ίδια τη διαταγή πληρωμής τόσο η κύρια σύμβαση δανείου όσο και οι επίδικες συμβάσεις εγγύησης και η εξέλιξη αυτών, ενώ προσκομίζονται και τα σχετικά έγγραφα προς απόδειξη της απαίτησης της καθ’ ης τράπεζας. Κατά το δεύτερο σκέλος του, ο υπό κρίση λόγος της ανακοπής είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού οι ανακόπτοντες δεν μνημονεύουν ποιο είναι το ποσό της επιδικασθείσας με τη διαταγή πληρωμής σε βάρος τους απαίτησης που αντιστοιχεί σε μη οφειλόμενους κατά την εκτίμησή τους τόκους. Εξάλλου, δεν απαιτείται να αναφέρεται στην αίτηση, με βάση τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, το επιτόκιο, είτε συμβατικό είτε νόμιμο, αλλά επαφίεται στον ανακόπτοντα να αμφισβητήσει συγκεκριμένο κονδύλιο (που εν προκειμένω, σημειωτέον, οι ανακόπτοντες ουδόλως πράττουν). Κοντολογίς, με τον δεύτερο λόγο ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του, δεν προσβάλλεται κανένα συγκεκριμένο κονδύλιο, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό ποσό της απαίτησης που αναγράφεται στην προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής, παρά μόνον προτείνεται μία γενική και ασαφής αμφισβήτηση της απαίτησης.ΙΙΙ. Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν αποδεικνύεται το αγγλικό δίκαιο, το οποίο ορίστηκε εφαρμοστέο με το άρθρο 22 της Συμβάσεως «…, περαιτέρω δε ότι, επειδή δεν αποδείχθηκε η εγκυρότητα της εν λόγω δανειακής (κύριας) συμβάσεως, δεν προκύπτει η εγκυρότητα και των παρεπόμενων αυτής συμβάσεων εγγύησης, επί των οποίων στηρίχθηκε η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, ως κάτωθι: Με τον όρο 22.01 της από 14.7.2011 δανειακής σύμβασης που καταρτίστηκε στον Πειραιά μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας ως «δανείζουσας» και της αλλοδαπής (λιβεριανής) εταιρείας με την επωνυμία … ορίστηκε ως εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο [«Η παρούσα σύμβαση διέπεται και έχει συνταχθεί σύμφωνα με το Αγγλικό Δίκαιο»]. Με τον όρο 7.01, ωστόσο, των ταυθήμερων συμβάσεων προσωπικής εγγύησης που συνήφθησαν μεταξύ της ιδίας τράπεζας και των ήδη ανακοπτόντων, συμφωνήθηκε ότι: «Η εγγύηση αυτή θα διέπεται και θα ερμηνεύεται σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο». Άλλωστε, στο κείμενο των συμβάσεων εγγύησης γίνεται αναφορά σε διατάξεις του ελληνικού ΑΚ, λ.χ. με τον όρο 4.04(e) αυτών, σύμφωνα με τον οποίο «ο εγγυητής με την παρούσα ρητά παραιτείται από όλα τα δικαιώματα του εγγυητή, άμυνες, αντιρρήσεις ή ενστάσεις (εφόσον υφίστανται), οι οποίες δίδονται ή μπορούν να δοθούν σε έναν εγγυητή από οποιοδήποτε νόμο, περιλαμβανομένων ενδεικτικά εκείνων που προβλέπονται από τα άρθρα 853, 855, 856, 858, 861, 862, 863, 866, 867 και 868 του ελληνικού Αστικού Κώδικα (ή οποιαδήποτε επαναψήφιση ή τροποποίηση αυτών) και επιβεβαιώνει την ευθύνη του στο βαθμό που προβλέπεται στο άρθρο 854 του ελληνικού Αστικού Κώδικα». Συνεπώς, επειδή η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, στρεφόμενη κατά των εγγυητών της δανειακής συμβάσεως …”, στηρίχθηκε στις εν λόγω συμβάσεις εγγύησης, δεν ήταν απαραίτητη η προσκόμιση του αγγλικού δικαίου για την έκδοσή της, καθόσον οι αντισυμβαλλόμενοι είχαν ρητά επιλέξει, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), που αντικατέστησε τη Σύμβαση της Ρώμης της 19.6.1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία είχε κυρωθεί στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988, και εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009, όπως εν προκειμένω, ως διέπον τη μεταξύ τους σύμβαση δίκαιο, το ελληνικό, το οποίο συνεπώς διέπει το ζήτημα τόσο της εκπλήρωσης όσο και της μη εκπλήρωσης, ολικής ή μερικής, των ενοχών αυτών. Εξάλλου, η σύμβαση εγγύησης, αν και παρεπόμενη σύμβαση, δεν διέπεται κατ’ ανάγκη από το δίκαιο που διέπει την κύρια ενοχή, ήτοι εν προκειμένω από το αγγλικό δίκαιο που διέπει την από 14.7.2011 σύμβαση δανείου σύμφωνα με τον όρο 22.01 αυτής, αλλά έχει τη δική της lex obligationis, που καθορίζεται από τις διατάξεις του προαναφερόμενου Κανονισμού (βλ. σχετ. ΠΠρΠειρ 4211/2018 αδημ. στο νομικό τύπο, καθώς και Βρέλλη Σπ., Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο (1988), σελ. 129επ., για τις διάφορες απόψεις που υποστηρίζονται σχετικά και για την ορθότερη, κατά τον ίδιο, άποψη ότι η lex fideiussionis προσδιορίζεται αυτοτελώς μέσω του σχετικού κανόνα συγκρούσεως, κατά το δίκαιο δε αυτής θα κριθούν η έκταση της ευθύνης του εγγυητή, οι ενστάσεις που έχει ο εγγυητής κατά του δανειστή και η απόσβεση της εγγυήσεως). Σημειωτέον δε ότι οι ανακόπτοντες δεν προβάλλουν κάποιον λόγο ακυρότητας της κύριας συμβάσεως, που θα είχε ως συνέπεια να τεθεί σε εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 850 εδ. 1 ΑΚ περί ακυρότητας και των παρεπόμενων συμβάσεων εγγύησης.IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ «Ο εγγυητής ελευθερώνεται, εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη». Η διάταξη αυτή, που ρυθμίζει περίπτωση ελευθέρωσης του εγγυητή, είναι ενδοτικού δικαίου (ΟλΑΠ 6/2000 ΕλλΔνη 2000.337). Προϋποθέσεις εφαρμογής της είναι: α. η υπαίτια ματαίωση της ικανοποίησης του δανειστή από τον οφειλέτη, που μπορεί να οφείλεται λ.χ. είτε στο γεγονός ότι ο πρωτοφειλέτης περιήλθε σε άλλη πραγματική ή νομική κατάσταση, η οποία αποκλείει την εκπλήρωση της οφειλής του, είτε στο ότι κατέστη εν γένει αναξιόχρεος, β. πταίσμα του δανειστή και γ. αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στο πταίσμα του δανειστή και την αδυναμία ικανοποίησής του, για τη θεμελίωση δε της προϋπόθεσης αυτής απαιτείται να εκτιμηθεί η δυνατότητα ικανοποίησης του δανειστή σε ποικίλα χρονικά σημεία, όπως λ.χ. το χρονικό σημείο επέλευσης της υπερημερίας του πρωτοφειλέτη και το χρονικό σημείο απώλειας ή μείωσης της αξίας των περιουσιακών του στοιχείων (Καραγκουνίδης σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 862 αριθ. 5-12). Την υπαίτια αυτή συμπεριφορά του δανειστή οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει ο εγγυητής, ο οποίος για την απαλλαγή του προβάλλει ισχυρισμό ελευθερώσεώς του (ΑΠ 1296/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, μπορεί, με αντίθετη εκ των προτέρων συμφωνία, να παραιτηθεί ο εγγυητής από την ελευθέρωσή του, αλλά μόνο για την περίπτωση που η ικανοποίηση του δανειστή ήθελε καταστεί αδύνατη από ελαφρά αμέλειά του, διότι σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειάς του η σχετική συμφωνία θα προσέκρουε στη διάταξη του άρθρου 332 παρ. 1 ΑΚ και θα ήταν άκυρη κατ’ ΑΚ 174 (ΟλΑΠ 6/2000 ό.π.· Γεωργιάδης, Η εξασφάλιση των Πιστώσεων, παρ. 3 αριθ. 186). Όταν, όμως, η ρήτρα που απαλλάσσει τον δανειστή από τις συνέπειες που έχει το πταίσμα του κατά την ΑΚ 862 περιέχεται σε όρο σύμβασης ο οποίος δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης [πρβλ. άρθρο 2 παρ. 1 και 10 Ν. 2251/1994 (ως η παρ. 10 είχε πριν αναριθμηθεί σε παρ. 9 και αντικατασταθεί με το άρθρο 101 παρ. 2 Ν. 4512/2018)], τότε η οικεία ρήτρα είναι άκυρη και κατά το σκέλος της που καταλαμβάνει την ελαφρά αμέλεια (ΑΚ 332 παρ. 2 εδ. β΄, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 3043/2002· Καραγκουνίδης ό.π., 862 αριθ. 19). Τέλος, εφόσον στον Αστικό Κώδικα δεν έχει περιληφθεί ορισμός της βαρείας αμέλειας, στο δικαστήριο εναπόκειται να κρίνει, εκτιμώντας τις περιστάσεις, πότε η αμέλεια φέρει τη μορφή εκείνης της βαρείας (ΑΠ 1296/2017 ό.π.).Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. α΄ του Ν. 2251/1994 «προστασία καταναλωτών», όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 2 του Ν. 3587/2007 (ΦΕΚ Α΄ 152/10.7.2007), «Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος νόμου νοούνται: α) Καταναλωτής κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του». Με τη διάταξη του ως άνω άρθρου του Ν. 2251/1994, ακόμα και όπως αυτή ίσχυε πριν την ως άνω αντικατάστασή της, διευρύνθηκε ο κύκλος των προσώπων στα οποία παρέχεται η προβλεπόμενη από τον ως άνω νόμο προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε, και στα οποία παρείχε προστασία ο προϊσχύσας Ν. 1961/1991. Τούτο δε διότι σύμφωνα με το άρθρο 2 περ. β΄ της Οδηγίας, «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες», ενώ, σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Ν. 1961/1991, «καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλλαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών». H διευρυμένη αυτή έννοια του «καταναλωτή» δεν προκύπτει μόνο από το γράμμα του νόμου αλλά και από την ίδια τη ρητώς εκπεφρασμένη βούληση του Έλληνα νομοθέτη να παράσχει προστασία σε έναν ευρύ κύκλο προσώπων. Στην εισηγητική έκθεση του Ν. 2251/2994 επισημαίνεται ειδικότερα «Άρθρο πρώτο: Γενικές διατάξεις … H παράγραφος 4 ορίζει τον καταναλωτή και τον προμηθευτή. Οι νομοθετικοί ορισμοί είναι ευρύτατοι, ώστε να οριοθετούν την έκταση εφαρμογής ενός νόμου που αποβλέπει σε πραγματική ρύθμιση της ύλης του. Όπως παρατηρήθηκε, οι αντίστοιχοι ορισμοί του Ν. 1961/1991 απέκλειαν από την προστασία του νόμου ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών και στερούσαν από οποιαδήποτε δυνατότητα εφαρμογής ολόκληρα κεφάλαια του νόμου. Με τους ορισμούς που προτείνονται, ο νόμος αποκτά πλήρη δυνατότητα εφαρμογής όπου υπάρχει αντίστοιχη νομοθετική ρυθμιστική ανάγκη». Σε σύγκριση, συνεπώς, με την οριοθέτηση της έννοιας του «καταναλωτή» από το άρθρο 2 περ. β΄ της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ αλλά και προς την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 1961/1991, ο νέος ορισμός διευρύνει το καθ’ υποκείμενα πεδίο εφαρμογής των εν λόγω προστατευτικών κανόνων, ώστε να παρέχεται η προβλεπόμενη στο νόμο προστασία και στον έμπορο και στον επαγγελματία, όταν αυτός είναι ο τελικός αποδέκτης της παροχής, χωρίς μάλιστα να έχει σημασία αν αυτός είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο και αν δρα προσωπικά ή επαγγελματικά, αν δηλαδή η εν λόγω παροχή ικανοποιεί επαγγελματικές ή μη ανάγκες του. Βασική σκέψη για την αναδιατύπωση του ορισμού ήταν ότι και οι έμποροι ή άλλοι επαγγελματίες μπορούν να βρεθούν στην ίδια μειονεκτική θέση, που βρίσκεται και οποιοσδήποτε άλλος λόγω διαπραγματευτικής υπεροχής του αντισυμβαλλομένου του, γνωσιολογικού ελλείμματος και πληροφοριακής ασυμμετρίας. Ο γενικός αυτός ορισμός έχει ενιαία εφαρμογή σε όλες τις προστατευτικές ρυθμίσεις του νόμου, εκτός από τις περιπτώσεις που ο ίδιος ο νομοθέτης, με ειδικότερες ρυθμίσεις του, περιορίζει το εύρος του υποκειμένου της προστασίας. Τέτοιου είδους περιορισμοί του εύρους του υποκειμένου της προστασίας τίθενται με ειδικότερες διατάξεις του Ν. 2251/1994, στις οποίες αναφέρεται η επιφύλαξη στην αρχή του ορισμού του άρθρου 1 παρ. 4 στ. α (π.χ. άρθρα 3 στοιχ. 1, για τις συμβάσεις μεταξύ ενός προμηθευτή και ενός καταναλωτή κατ’ ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/83/ΕΕ σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, 4α παρ. 1 στοιχ. δ΄, για την εμπορία από απόσταση χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, 9α στοιχ. α΄ για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, που περιορίζουν την προστασία στα φυσικά πρόσωπα που δρουν εκτός επαγγελματικής τους δραστηριότητας), καθώς και με διατάξεις άλλων νομοθετημάτων που περιέχουν ειδικούς ορισμούς, για τους δικούς τους κάθε φορά σκοπούς, του «καταναλωτή» (π.χ. άρθρα 3 παρ. 17 του Ν. 2238/1995 για την ιδιωτική τηλεόραση, 2 στοιχ. 4 του π.δ. 339/1996 για τα οργανωμένα ταξίδια και τις οργανωμένες διακοπές και περιηγήσεις, 1 στοιχ. ε΄ του π.δ. 131/2003 για το ηλεκτρονικό εμπόριο, 3 στοιχ. α΄ της ΚΥΑ Ζ1-699/2010 για την καταναλωτική πίστη κ.λπ.). Ο γενικός (ευρύτατος) ορισμός του άρθρου 1 παρ. 4 στοιχ. α΄ του Ν. 2251/1994 θα ισχύει, συνεπώς, καταρχήν εκεί όπου δεν υπάρχει ειδικός ορισμός, και επομένως και για την εκτίμηση της καταχρηστικότητας ή μη των γενικών όρων συναλλαγών (άρθρο 2 Ν. 2251/1994). Εξάλλου, η αποσαφήνιση του εύρους της νομοθετικής έννοιας του «καταναλωτή» είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη, αφού αποτελεί την προκριματικού χαρακτήρα ερμηνευτική και υπαγωγική διεργασία για την εφαρμογή ή μη εν συνεχεία του πλέγματος των διατάξεων, που προϋποθέτουν ως δεδομένη σε προγενέστερο στάδιο την ιδιότητα του καταναλωτή. Μετά από διακυμάνσεις της νομολογίας ως προς τον κύκλο προσώπων που εμπίπτουν στην έννοια του «καταναλωτή» κατά τον Ν. 2251 /1994 και, ειδικότερα, σχετικά με το εάν την ιδιότητα αυτή φέρει και απολαμβάνει της σχετικής προστασίας το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες (κυρίως πιστωτικού ιδρύματος) για την ικανοποίηση των επαγγελματικών και όχι των ιδιωτικών του αναγκών, εκδόθηκε η με αριθμό 13/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, κατά την οποία, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων. Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η διεύρυνση αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω Οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυτής, που ορίζει ότι «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή», επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει σ’ αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών ΓΟΣ και υπέρ προσώπων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β της άνω Οδηγίας (για τη δυνατότητα αυτή διεύρυνσης από τον εθνικό νομοθέτη βλ. ΔΕΚ αποφ. 14.3.1991, υποθ. C-361/1989 De Pinto). Έτσι, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του καταναλωτή στην παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, Οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεσή του (κοινοτικού νομοθέτη) ήταν να διατυπώσει με τη συγκεκριμένη Οδηγία κατώτατους (ελάχιστους) όρους προστασίας (βλ. ομοίως κατ’ αποτέλεσμα και ΑΠ 891/2013 ΧρΙΔ 2013.741, ΑΠ 1343/2012 ΧρΙΔ 2013.107, ΑΠ 733/2011 ΕΕμπΔ 2011.819, ΑΠ 1001/2010 ΝοΒ 2010.2275, ΕφΑθ 2780/2014 ΔΕΕ 2014.847, ΕφΑθ 63/2012 Αρμ 2013.293, ΕφΑθ 4547/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6151/2011 Αρμ 2013.757, ΕφΠειρ 72/2011 ΔΕΕ 2011.701· βλ. επίσης Δωρή. Ο χαρακτηρισμός αντισυμβαλλομένων τραπεζών ως καταναλωτών ως προϋπόθεση για την προστασία τους από τους καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών, ΝοΒ 2004.729 επ., πρβλ. και Ελ. Αλεξανδρίδου, Ο τροποποιημένος νόμος για την προστασία του καταναλωτή από τη σκοπιά ενός εμπορικολόγου, ΝοΒ 2007.1493 επ.). Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών, με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή, που επιτυγχάνεται με το Ν. 2251/1994, και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α΄ του Ν. 2251/1994 αναφορικά με την έννοια του «καταναλωτή», δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι υπάγονται στην προστασία του Ν. 2251/1994 όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών (ΟλΑΠ 13/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, η σύναψη τραπεζικής συναλλαγής απο μικροέμπορο ή μικροεπαγγελματία, ακόμη και από μικρή επιχείρηση, μπορεί να παρουσιάζει σε μια συγκεκριμένη περίπτωση και αυτή τα βασικά τυπολογικά χαρακτηριστικά της καταναλωτικής συναλλαγής (διαπραγματευτική ανισότητα, πληροφοριακή ασυμμετρία) που δικαιολογούν την προστασία του καταναλωτή, ενώ δικαιολογημένη θα είναι η εφαρμογή της προστασίας και στην περίπτωση που ο καταναλωτής είναι μεν οικονομικά ισχυρότερος απο τον προμηθευτή, δεν είναι όμως γνώστης του αντικείμενου της συναλλαγής του προμηθευτή. Εξάλλου, μέχρι την αντικατάσταση του Ν. 2251/1994 με το Ν. 3587/2007, δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του ιταρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ίδιας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη (ΟλΑΠ 13/2015 ό.π„ βλ. και ΑΠ 1343/2012 ό.π., AΠ 733/2011 ό.π., ΕφΘεσ 459/2011 ΕπισκΕΔ 2011.535, ΕφΘεσ 2788/2009 ΕπισκΕΔ 2010.196, ΕφΑθ 730/2005 ΕπισκΕΔ 2005.741). Μετά την αντικατάσταση του άρθρου 1 παρ. 4 περ. α΄ υποπ. ββ΄ του Ν. 2251/1994 με το άρθρο 1 παρ. 5 Ν. 3587/2007, δεν τίθεται θέμα ερμηνείας στις περιπτώσεις στις οποίες τυγχάνει εφαρμογής η ως άνω διάταξη, όπως αυτή αντικαταστάθηκε, αφού ρητά εντάσσεται στο προστατευτικό πεδίο του Ν. 2251/1994 και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή (όπως η έννοια αυτού ανωτέρω προσδιορίσθηκε), εφόσον, όμως, δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ενώ δηλαδή για τον καταναλωτή υιοθετείται το κριτήριο του «τελικού αποδέκτη», για τον εγγυητή ο νόμος ακολουθεί το κριτήριο του συνδέσμου με την επαγγελματική ή επιχειρηματική δράση, που μάλιστα για ένα νομικό πρόσωπο θα είναι περίπου αναγκαίο (βλ. Ελ. Αλεξανδρίδου, Ο τροποποιημένος νόμος για την προστασία του καταναλωτή από τη σκοπιά ενός εμπορικολόγου, ό.π., υποσημ.5). Συνεπώς, θα είναι μεν δυνατόν ο καταναλωτής να ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δράσης, για να προστατευθεί όμως ο εγγυητής θα πρέπει η εγγύηση γι’ αυτόν να μένει έξω από τη δράση αυτή (ΟΛΑΠ 13/2015 ό.π„ ΕφΑθ 302/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσ 3236/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ με περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία).Με τον τέταρτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης η ανακοπή δανείστρια τράπεζα από βαριά αμέλεια κατέστησε αναξιόχρεη την πρωτοφειλέτρια εταιρεία … διότι, αν και γνώριζε τις σοβαρές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε η τελευταία λόγω της ναυτιλιακής κρίσης, οι οποίες, άλλωστε, είχαν οδηγήσει και στην υπογραφή της Πρώτης Τροποποιητικής Σύμβασης, εντούτοις δεν συγκατατέθηκε έγκαιρα στην πώληση του πλοίου στις αρχές του έτους 2013 αντί τιμήματος τουλάχιστον 3.100.000 δολ. ΗΠΑ, αίροντας ταυτόχρονα την επ’ αυτού υποθήκη της, οπότε και θα εξοφλείτο πλήρως το επίδικο δάνειο. Ότι, αντίθετα, όταν η ενάγουσα συγκατατέθηκε ενάμισι περίπου έτος μετά στην πώληση του εν λόγω πλοίου, το οποίο και πωλήθηκε τελικά το δεύτερο εξάμηνο του έτους 2014, η εξόφληση του δανείου είχε καταστεί αδύνατη λόγω της μεγάλης πτώσης της αξίας του. Ότι, επομένως, η άρνηση της καθ’ ης μέχρι τότε να πωληθεί το πλοίο και η αδιαφορία που επέδειξε σχετικά κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και παρά το γεγονός ότι στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα είχε λάβει επιπλέον εξασφαλίσεις της επίδικης οφειλής, όπως και η μη αποδοχή από μέρους της, χρονικής παράτασης της δανειακής σύμβασης ή χορήγησης περιόδου χάριτος ως προς την εξόφληση των δόσεων ή / και των τόκων αυτού, την κατέστησαν αποκλειστικά υπαίτια, ως έχουσα βαριά αμέλεια, στην αδυναμία ικανοποίησής της από τη δανειζόμενη – πρωτοφειλέτρια εταιρεία, με συνέπεια αυτοί (ανακόπτοντες) να πρέπει να ελευθερωθούν ως εγγυητές. Ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει νόμω βάσιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις του άρθρου 862 ΑΚ, με τη σημείωση ότι οι ανακόπτοντες, ως συμβαλλόμενοι στη σύμβαση εγγύησης, δεν είναι τελικοί αποδέκτες των προσφερόμενων από την καθ’ ης υπηρεσιών και, συνεπώς, δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 στοιχ. α ως άνω νόμου 2251/1994. Περαιτέρω, επειδή συμβλήθηκαν με την καθ’ ης ως εγγυητές της πρωτοφειλέτριας αλλοδαπής εταιρείας, ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες και ενεργώντας στα πλαίσια της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, καθώς δραστηριοποιούνται οικογενειακά στον χώρο της ναυτιλίας, παρείχαν δε τις εν λόγω εγγυήσεις για την προώθηση και εξυπηρέτηση των επαγγελματικών τους σκοπών που ήταν προφανώς άρρηκτα συνδεδεμένοι με την πορεία των εταιρικών υποθέσεων, αφού απέβλεπαν στα κέρδη που θα απέφερε στη δανειολήπτρια εταιρεία το δάνειο, η επαγγελματική τους πορεία και κατάσταση δεν τους εντάσσει στους ασθενείς συμβαλλόμενους που χρήζουν προστασίας κατά τις διατάξεις του Ν. 2251/1994, ως ισχύει (άρθρο 1 παρ. 4 περ. α΄ υποπ. ββ΄). Επομένως, δεν εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο του προαναφερόμενου νόμου, την εφαρμογή των διατάξεων του οποίου αλυσιτελώς επικαλούνται με τον εξεταζόμενο λόγο ανακοπής. Κατά τα λοιπά, πρέπει αυτός να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατόπιν της από 20.6.2018 υπ’ αριθ. … αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας εκδόθηκε η … διαταγή πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εις βάρος των ανακοπτόντων Γ. και Κ. Μ., με την οποία διατάχθηκαν οι τελευταίοι, ως εγγυητές, να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ισόποσο σε ευρώ κατά το χρόνο της εξόφλησης ποσό των 150.000 δολ. ΗΠΑ, ως μέρος οφειλόμενου υπόλοιπου στην τράπεζα ποσού 1.255.219,85 δολ. ΗΠΑ από δάνειο που αυτή είχε χορηγήσει στην πιστούχο εταιρεία … … υπό την εγγύηση των ανακοπτόντων. Συγκεκριμένα, δυνάμει της από 14.7.2011 δανειακής σύμβασης που καταρτίστηκε μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας, διά του τότε καταστήματός της στην Ακτή Μιαούλη στον Πειραιά, και της ως άνω δανειζόμενης αλλοδαπής (λιβεριανής) εταιρείας, χορηγήθηκε στην τελευταία αυθημερόν δάνειο ποσού 3.200.000 δολ. ΗΠΑ, προς τον σκοπό χρηματοδότησης μέρους του κόστους απόκτησης του υπό σημαία Μάλτας πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου «… Το εν λόγω πλοίο αποκτήθηκε αντί τιμήματος 5.400.000 δολ. ΗΠΑ στα τέλη Ιανουαρίου 2011 από Κορεάτες πλοιοκτήτες. Η διάρκεια του δανείου συμφωνήθηκε πενταετής, σύμφωνα δε με τον όρο 6 της σύμβασης η δανειζόμενη δεσμεύθηκε να το αποπληρώσει σε είκοσι (20) ισόποσες τριμηνιαίες διαδοχικές δόσεις ύψους 125.000 δολ. ΗΠΑ εκάστης, πλην της τελευταίας (20ής), το ύψος της οποίας συμφωνήθηκε σε 825.000 δολ. ΗΠΑ, αποτελούμενης από μία δόση αποπληρωμής 125.000 δολ. ΗΠΑ και μία καταβολή δόσης “balloon” ποσού 700.000 δολ. ΗΠΑ, ενώ ο τόκος συμφωνήθηκε με επιτόκιο που θα προέκυπτε από το άθροισμα του εφαρμοστέου περιθωρίου (2,80%) πλέον του Libor για τη συγκεκριμένη περίοδο εκτοκισμού (όρος 7.03). Προκειμένου να εκταμιευθεί το δάνειο και μεταξύ άλλων εξασφαλίσεων που έλαβε η καθ’ ης, οι ήδη ανακόπτοντες κατήρτισαν με αυτήν τις από 14.7.2011 συμβάσεις «προσωπικής εγγύησης», με τις οποίες «εγγυήθηκαν ανεπιφύλακτα και ανέκκλητα προς την τράπεζα την κατάλληλη και εμπρόθεσμη πληρωμή από τη δανειζόμενη κάθε χρηματικού ποσού», παραιτούμενοι από την ένσταση διζήσεως και τις απορρέουσες από τα άρθρα 853, 855, 856, 858, 861, 862, 863, 866, 867 και 868 ΑΚ ενστάσεις και δικαιώματα του εγγυητή (όροι 2, 4.01 και 4.04 συμβάσεων εγγύησης), ευθυνόμενοι έκαστος εξ αυτών εις ολόκληρον έναντι της καθ’ ης τράπεζας ως πρωτοφειλέτης με την πιστούχο και μεταξύ τους. Εξάλλου, με τον όρο 10 της δανειακής σύμβασης προβλέφθηκαν ως «γεγονότα αθέτησης» της συμβάσεως, μεταξύ άλλων, η μη πληρωμή δόσεως ή / και τόκου, οπότε το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου θα καθίστατο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Περαιτέρω, με την από 6.4.2012 Προσθήκη με αριθμό 1 στην ως άνω δανειακή σύμβαση, η οποία καταρτίσθηκε μεταξύ των ως άνω δανείζουσας και δανειζόμενης, καθώς και της διαχειρίστριας, συμβληθείσας ως εταιρικής εγγυήτριας, αλλοδαπής λιβεριανής εταιρείας με την επωνυμία …», συμφερόντων των υιών του πρώτου ανακόπτοντος, ήτοι του δεύτερου εξ αυτών και του Χ. Μ., η πιστούχος αναγνώρισε ως οφειλόμενο δυνάμει της δανειακής συμβάσεως ποσό αυτό των 2.950.000 δολ. ΗΠΑ, κατόπιν δε αιτήματός της (πιστούχου) η τράπεζα συναίνεσε στην παράταση της πληρωμής των επόμενων τεσσάρων (4) προγραμματισμένων συνεχών τριμηνιαίων δόσεων, οφειλομένων στις 14.4.2012, 14.7.2012, 14.10.2012 και 14.1.2013, συνολικού ποσού 500.000 δολ. ΗΠΑ, προκειμένου αυτές να καταβληθούν με τη δόση “balloon”, καταβλητέα στις 14.7.2016. Σε εξασφάλιση των ανωτέρω, στην εν λόγω τροποποιητική / συμπληρωματική σύμβαση συνεβλήθη ως εκχωρήτρια η αλλοδαπή λιβεριανή εταιρεία με την επωνυμία … συμφερόντων των ανακοπτόντων, η οποία ενεχυρίασε προς όφελος της δανείστριας τράπεζας ένα -κατατεθειμένο σε λογαριασμό τηρούμενο στην τελευταία- ποσό 500.000 δολ. ΗΠΑ (ενεχυριασμένο ποσό). Περαιτέρω, δυνάμει της από 28.5.2012 επιστολής γνωστοποιήσεως της δανείστριας τράπεζας προς τη δανειζόμενη και τους εξασφαλιστικούς συμβαλλόμενους, κατά τα ανωτέρω, η ήδη καθ’ ης τους γνωστοποίησε ότι το δανείζον κατάστημά της είχε αλλάξει και ότι από 28.5.2012 είχε μεταφερθεί στο υποκατάστημά της στο Ευρωπαϊκό Εταιρικό & Δομημένο Τραπεζικό Κέντρο, στην πλατεία … αριθ. 8, στο Λ. του Ηνωμένου Βασιλείου. Κατόπιν δε νεότερου αιτήματος της πιστούχου, καταρτίσθηκε η από 6.6.2014 Προσθήκη με αριθμό 2 στην ως άνω δανειακή σύμβαση, στην οποία συνεβλήθησαν, πέραν της δανείζουσας και της δανειζόμενης, των προσωπικών εγγυητών και της παλαιάς εταιρικής εγγυήτριας (…»), και η αλλοδαπή λιβεριανή εταιρεία με την επωνυμία «… ως νέα εταιρική εγγυήτρια. Με την εν λόγω τροποποιητική / συμπληρωματική σύμβαση συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του δανείου, το υπόλοιπο του οποίου ανερχόταν τη δεδομένη στιγμή, όπως αναγνώρισε και η πιστούχος, στο ποσό των 2.515.000 δολ. ΗΠΑ, σε έντεκα (11) συνεχείς τριμηνιαίες δόσεις αποπληρωμής, αρχής γενομένης την 14η.1.2014, εκ των οποίων οι δύο πρώτες ποσού 30.000 δολ. ΗΠΑ εκάστη, οι δύο επόμενες ποσού 50.000 δολ. ΗΠΑ εκάστη και οι επτά τελευταίες ποσού 125.000 δολ. ΗΠΑ εκάστη, πλέον μίας μεγάλης δόσης (“balloon”) 1.540.000 δολ. ΗΠΑ, καταβλητέας με την τελευταία (11η) δόση αποπληρωμής, ήτοι στην τελική ημερομηνία λήξης (14.7.2016), δεσμεύθηκε δε η δανείστρια τράπεζα ν’ απόσχει από την καταγγελία του δανείου εξαιτίας της αδυναμίας της δανειζόμενης να τηρήσει τους μέχρι τότε ισχύοντες όρους του δανείου, όπως είχαν τροποποιηθεί με την προαναφερθείσα Προσθήκη υπ’ αριθ. 1. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση που οποιοσδήποτε από τους προσωπικούς εγγυητές και ήδη ανακόπτοντες πωλούσε οποιαδήποτε ακίνητη περιουσία του στην Ουκρανία μέχρι το τέλος Οκτωβρίου του έτους 2014, οι οφειλόμενες εντός της εν λόγω χρονικής περιόδου δόσεις αποπληρωμής θα αυξάνονταν σε 125.000 δολ. ΗΠΑ εκάστη. Εξάλλου, στην από 14.7.2011 δανειακή σύμβαση προστέθηκε, δυνάμει της από 6.6.2014 Προσθήκης με αριθμό 2, νέος όρος με αριθμό 10.01 (δδ), σύμφωνα με τον οποίο προστέθηκε ως γεγονός αθέτησης η μη καταβολή στη δανείστρια τράπεζα από την αλλοδαπή λιβεριανή εταιρεία με την επωνυμία … οποιουδήποτε οφειλόμενου και πληρωτέου ποσού δυνάμει της από 8.4.2008 καταρτισθείσας μεταξύ αυτής … και της τράπεζας δανειακής σύμβασης. Η διασύνδεση αυτή της πιστούχου εταιρείας με τη …, επίσης συμφερόντων των ανακοπτόντων, εξηγείται από το γεγονός ότι, στα πλαίσια των πολυετών ναυτιλιακών δραστηριοτήτων των τελευταίων, και η εν λόγω εταιρεία είχε χρηματοδοτηθεί από την καθ’ ης τράπεζα για την απόκτηση πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου … Άλλωστε η τελευταία ανέλαβε επίσης με την Προσθήκη (2) να πωλήσει το πλοίο αυτό εντός έξι (6) μηνών υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που είχαν συμφωνηθεί, άλλως με τίμημα ίσο ή μεγαλύτερο του ανεξόφλητου χρέους το συντομότερο δυνατό. Ο συσχετισμός (cross-collateralization) των δύο δανείων (…” και …”) αποσκοπούσε προφανώς στην εξυπηρέτηση αμφοτέρων των δανείων, καθόσον ήδη είχαν παρουσιαστεί σημαντικές δυσχέρειες στην αποπληρωμή τους, παρά το γεγονός ότι είχε προηγηθεί η δανειακή διευκόλυνση του δανείου «… με την ανωτέρω Προσθήκη (1), οφείλονταν δε αυτές τόσο στη ναυτιλιακή κρίση όσο και -κυρίως- στις εσφαλμένες επενδυτικές επιλογές των ανακοπτόντων, εκτός ναυτιλίας, και δη στην απόκτηση ακίνητης περιουσίας στην Ουκρανία, την απόκτηση ελικοπτέρων και ακινήτου στη Μύκονο. Τα εν λόγω πλοία, τα οποία είχαν μειωμένες τιμές ναύλων ήδη από το έτος 2008, κατά το έτος 2012 λειτουργούσαν με ζημίες, όπως προκύπτει από το από 12.6.2012 σημείωμα πίστωσης. Τα ανωτέρω συνομολογεί ο πρώτος ανακόπτων Γ. Μ. στην από 18.9.2013 επιστολή του προς το στέλεχος της καθ’ ης Κατερίνα Ελευθερίου, όπου αναφέρεται στην απόκτηση των δύο πλοίων «ως μία καταστροφική επένδυση», που τελικά συνετέλεσε στη δραματική μείωση των σε μετρητά κεφαλαίων του. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με αποσπάσματα λογαριασμών του στην ελβετική τράπεζα Pictet που είχε επιδείξει ο πρώτος ανακόπτων κατά τον μήνα Μάρτιο 2012 στον Προϊστάμενο του Ναυτιλιακού Τμήματος της καθ’ ης τράπεζας, διέθετε ρευστότητα της τάξης των 20.000.000 δολ. ΗΠΑ, στη δε καθ’ ης κατά τον χρόνο εκείνο διατηρούσε ενεχυριασμένες καταθέσεις ύψους 2,2 εκατομμυρίων δολ. ΗΠΑ, καθώς και διαθέσιμα κεφάλαια συνολικής αξίας 270.000 δολ. ΗΠΑ, τα οποία, ωστόσο, υπολείπονταν των 700.000 δολ. ΗΠΑ, τα οποία είχε δεσμευθεί ότι θα τηρούσε σε αυτήν. Στην απόφαση αγοράς του πλοίου … ο πρώτος ανακόπτων ωθήθηκε από την άποψή του ότι η ναυτιλία θα ανέκαμπτε, κατόπιν και σχετικής πρότασης των ναυλωτών του πλοίου … η καθ’ ης τράπεζα, ωστόσο, δεν ήταν αισιόδοξη για την πορεία των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων του και χρηματοδότησε την αγορά του επίδικου πλοίου στηριζόμενη στην προαναφερθείσα οικονομική του επιφάνεια, που εξασφάλιζε, κατά την εκτίμηση των στελεχών της, τη συνεπή εξυπηρέτηση και έγκαιρη αποπληρωμή του δανείου, χωρίς ουδέποτε να τον παρακινήσει σε αυτήν την επιχειρηματική κίνηση. Όταν μάλιστα τής ζητήθηκε από τους ανακόπτοντες να χρηματοδοτήσει την αγορά και τρίτου πλοίου, του «Sexta» (πρώην «Ocean Star»), η τελευταία αρνήθηκε, οπότε οι ανακόπτοντες αναζήτησαν και έλαβαν χρηματοδότηση από άλλο πιστωτικό ίδρυμα (Eurobank), θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό θα εξυπηρετούσαν και τα προαναφερθέντα δάνεια προς την καθ’ ης τράπεζα. Τούτο δεν κατέστη δυνατό, παρά τις προαναφερθείσες τροποποιήσεις των αρχικών, ελευθέρως συμφωνηθέντων όρων του δανείου κατά τη διάρκεια ισχύος του προς την κατεύθυνση της ποσοτικής και χρονικής διευκόλυνσης αποπληρωμής του κατά κεφάλαιο και τόκους, ως προς τους οποίους μάλιστα τόκους αποδείχθηκε ότι, ενώ είχε συμφωνηθεί ως επιτόκιο το LIBOR προσαυξημένο κατά 2,80% (εφαρμοστέο περιθώριο), εντούτοις η καθ’ ης χρέωνε το δάνειο με συνολικό επιτόκιο μικρότερο του 1%. Παρόλ’ αυτά, η δανειολήπτρια εταιρεία δεν προέβη σε οποιαδήποτε καταβολή έναντι των ληξιπρόθεσμων δόσεων του δανείου μετά τις 8 Σεπτεμβρίου 2014, όπως προκύπτει από το από 11.8.2017 απόσπασμα του τηρούμενου με στοιχεία 1083568752/FCN7465 δανειακού λογαριασμού, με συνέπεια στις 11.8.2017, οπότε η καθ’ ης η ανακοπή κατήγγειλε το επίδικο δάνειο (βλ. σχετικά και τις από 4.9.2017 εκθέσεις επίδοσης στους ανακόπτοντες της καταγγελίας), κατόπιν επί μακρόν διαπραγματεύσεων μεταξύ των ανακοπτόντων και της τελευταίας, με σκοπό την περαιτέρω αναδιάρθρωση – μείωση των δανειακών υποχρεώσεων της πιστούχου εταιρείας, και για τα δύο δάνεια (…”, …”), οι οποίες απέβησαν άκαρπες, το ανεξόφλητο υπόλοιπό του ν’ ανέρχεται στο ποσό των 1.255.219,85 δολ. ΗΠΑ, κατόπιν της ενδιαμέσως (στις 20.6.2014) είσπραξης από αυτήν ποσού 502.013,38 δολ. ΗΠΑ, το οποίο είχε ήδη ενεχυριασθεί υπέρ της με την Προσθήκη (1) και τηρούνταν γι’ αυτόν το σκοπό σε λογαριασμό της εταιρείας … κατά τα ανωτέρω, και της καταβολής ποσού 790.500,85 δολ. ΗΠΑ στις 8.9.2014 εκ της πώλησης του πλοίου …”, του υπολοίπου τιμήματος χρησιμοποιουμένου για την κάλυψη υποχρεώσεων των ανακοπτόντων στη ναυτιλιακή αγορά. Συγκεκριμένα, το πλοίο αυτό πωλήθηκε στην εταιρεία “BYO LTD” αντί «καθαρού» τιμήματος 1.054.000 δολ. ΗΠΑ, αφαιρουμένου, από το συμφωνηθέν με τους αγοραστές τίμημα 1.100.000 δολ. ΗΠΑ, ποσού 11.000 δολ. ΗΠΑ για προμήθεια και 35.000 δολ. ΗΠΑ για καύσιμα / λιπαντικά. Η πώληση του φορτηγού πλοίου «… στις 8.9.2014 και όχι σε προγενέστερο χρονικό σημείο εντός του έτους 2013, οπότε θα επιτυγχανόταν υψηλότερο τίμημα, κατά την εκτίμηση των ανακοπτόντων, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί ν’ αποδοθεί σε αδιαφορία της καθ’ ης η ανακοπή, η οποία, σημειωτέον, είχε συμφέρον για την πώλησή του σε υψηλό τίμημα, ώστε να ικανοποιήσει την απαίτησή της στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, η καθ’ ης εξαρχής συναίνεσε ανεπιφύλακτα στην πώλησή του (όπως και του πλοίου …”). Όπως, όμως, εμφαντικά επεσήμαινε ο πρώτος ανακόπτων στην από 18.9.2013 επιστολή του προς την Κατερίνα Ελευθερίου, Ανώτερη Διευθύντρια Σχέσεων στο ναυτιλιακό τμήμα της καθ’ ης η ανακοπή, «είμεθα αφοσιωμένοι στη διατήρηση των ναυτιλιακών επιχειρήσεών μας και στην κατεύθυνση αυτή […] προχωρήσαμε στην απόκτηση του πλοίου Sexta πρώην Ocean Star, το οποίο πιστεύουμε ότι θα λύσει εν καιρώ τα προβλήματα ρευστότητάς μας και θα επιτρέψει στην εταιρεία να συνεχίσει να επιπλέει». Καταδεικνύεται έτσι ότι σ’ εκείνο το χρονικό σημείο δεν υπήρξε σοβαρή πρόθεση των ανακοπτόντων να μεταβιβάσουν τα δύο αδελφά φορτηγά πλοία προκειμένου να εξυπηρετήσουν τα δάνεια …” και …”, αλλά αντίθετα επεδίωκαν ν’ αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν μέσω της επέκτασης των ναυτιλιακών τους δραστηριοτήτων, μη διστάζοντας να λάβουν και νέο δάνειο από έτερο τραπεζικό – πιστωτικό ίδρυμα για να χρηματοδοτήσουν την αγορά (νέου) πλοίου, το συνολικό κόστος του οποίου, περιλαμβανομένων των απαιτούμενων επισκευών, έφτασε περίπου στο ποσό των 5,5 εκ. δολ. ΗΠΑ. Ήδη από τη συνάντηση των ανακοπτόντων με την ως άνω Κατερίνα Ελευθερίου και έτερο στέλεχος – σύμβουλο της καθ’ ης τράπεζας ονόματι Gordon Whitson στις 23.9.2013 στα γραφεία της “Medlink” στην Κηφισιά ο τελευταίος προέκρινε την πώληση τουλάχιστον ενός από τα πλοία σε οποιαδήποτε τιμή άνω των «καθαρών χρεών» (ήτοι του υπολοίπου του δανείου αφαιρουμένων των ενεχυριασθέντων μετρητών) των 2,4 εκ. δολ. ΗΠΑ, που ήταν χαμηλότερη της αξίας τους, όπως αυτή είχε εκτιμηθεί για το πλοίο …” στο ποσό των 3,3 εκ. δολ. ΗΠΑ, με τους ανακόπτοντες να μην έχουν αντίρρηση για την πώληση, εφόσον, όμως, το τίμημα ήταν υψηλότερο. Αυτά επισημαίνονται στη σχετική αναφορά του Gordon Whitson προς την Κατερίνα Ελευθερίου, όπου, ωστόσο, διατυπώνεται επιφύλαξη για την εκτίμηση της αξίας του πλοίου στο υψηλό τίμημα των 3,3 εκ. δολ. ΗΠΑ, ελλείψει σοβαρών αγοραστών. Εξάλλου, και η από 10.4.2013 εκτίμηση της αξίας του πλοίου … στο ποσό των 3,1 εκ. δολ. ΗΠΑ από την εταιρεία “TOEPFER TRANSPORT GmbH” διατυπώνεται με επιφύλαξη, χωρίς να έχει διενεργηθεί επιθεώρηση αυτού και των αρχείων του νηογνώμονά του. Περαιτέρω, το γεγονός ότι τη Διαχείριση Σχέσεων της καθ’ ης τράπεζας ανέλαβε στα τέλη Σεπτεμβρίου 2013 ο Δημήτρης Θεοδώρου από τον μέχρι τότε Σύμβουλο της καθ’ ης και συνεργαζόμενο στα πλαίσια αυτά με τους ανακόπτοντες Gordon Whitson δεν συνετέλεσε στην καθυστέρηση μεταβίβασης του επίδικου πλοίου, η οποία οφειλόταν στην έλλειψη σοβαρής πρόθεσης των υποψήφιων αγοραστών να προχωρήσουν στην αγορά του επίδικου πλοίου. Άλλωστε η μεταφορά του δανείου στο κατάστημα της καθ’ ης τράπεζας στο Λ. είχε λάβει χώρα σε χρόνο κατά πολύ προγενέστερο των συζητήσεων περί πωλήσεως του πλοίου … ως τρόπου αποπληρωμής (μέρους) του επίδικου δανείου, και δη τον Μάιο 2012. Σημειώνεται ότι τα ακριβή στοιχεία των υποψήφιων αγοραστών και οι ειδικότεροι όροι μεταβίβασης του πλοίου δεν προκύπτουν από κανένα από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα των ανακοπτόντων, ιδίως τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που αντήλλασσαν με τα στελέχη της καθ’ ης τράπεζας επιδιώκοντας ουσιαστικά μείωση του οφειλόμενου ποσού και καθυστέρηση αποπληρωμής του, ούτε, άλλωστε, κατέθεσαν περί τούτου με σαφήνεια οι μάρτυρες των ανακοπτόντων στις προσκοζόμενες ένορκες βεβαιώσεις τους, που ελήφθησαν στα πλαίσια άλλης δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4211/2018 απόφαση του πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Συγκεκριμένα ο ορκωτός ελεγκτής – λογιστής Αντώνης Χαραλαμπίδης καταθέτει για το επίδικο πλοίο, εκτιμώντας τις λειτουργικές του ζημίες κατά τη διάρκεια της εκμετάλλευσής του (31.1.2011-8.9.2014) και τις ζημίες από την πώλησή του στο συνολικό ποσό των 8.227.653 δολ. ΗΠΑ, χωρίς, ωστόσο, ν’ αναφέρει τίποτα για υπαιτιότητα της τράπεζας. Ο δε μεσίτης πλοίων Κωνσταντίνος Θεοδωρακάκος καταθέτει ότι ήδη από το έτος 2013 υπήρξε ενδιαφέρον για την αγορά του πλοίου, αναφέρεται δε ειδικά στις αλλοδαπές εταιρείες XUNDA και ΟΡΙΟΝ, στην αναλυτική, ωστόσο, αλληλογραφία που προσκομίζεται ιδίως μεταξύ του πρώτου ανακόπτοντος και της καθ’ ης δεν γίνεται καμία αναφορά από αυτόν στις εν λόγω εταιρείες. Ακόμη και μετά την υπογραφή ΜΟΑ (Συμφωνητικού Πώλησης) με Τούρκο αγοραστή για το πλοίο …, στα μέσα Ιουλίου 2014, δεν είχαν συμφωνηθεί οι λεπτομέρειες για «το κλείσιμο της αγοραπωλησίας», όπως έχει καταγραφεί στην από 30.7.2014 επιστολή της καθ’ ης τράπεζας προς τους ανακόπτοντες. Ομοίως, δεν μπορεί ν’ αποδοθεί οποιαδήποτε υπαιτιότητα στην τράπεζα από το γεγονός της μη άρσης της εγγραφείσας υπέρ της υποθήκης επί του πλοίου σε χρόνο προγενέστερο της μεταβίβασής του, καθόσον η άρση υποθήκης ενόψει μεταβίβασης γίνεται κατά πάγια τραπεζική πρακτική ταυτόχρονα με την καταβολή του τιμήματος πώλησης. Επομένως, δεν θα μπορούσε ο σύμβουλος της καθ’ ης Gordon Whitson να δεσμευθεί στην άρση της εγγραφείσας υποθήκης ήδη από τον Σεπτέμβριο 2013 και προτού καν ευρεθεί αγοραστής του πλοίου. Σε κάθε περίπτωση, η επιθυμία της καθ’ ης τράπεζας, όπως αυτή εκφράζεται με την από 27.6.2014 επιστολή των στελεχών της Ελένης Καλλαντζή και Δημήτρη Θεοδώρου, να επιλυθούν εκκρεμή θέματα πριν την εξάλειψη της υποθήκης, όπως ο τρόπος και ο χρόνος αποπληρωμής των δόσεων του δανείου μετά την πώληση του … και μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή του, είναι απολύτως εύλογη και αναμενόμενη. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός των ανακοπτόντων ότι η συμπεριφορά της καθ’ ης κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της καταγγελίας του ένδικου δανείου υπήρξε αντισυμβατική και αντίθετη στην καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη. Ειδικότερα, η καθ’ ης τράπεζα παρείχε κατά τη διάρκεια ισχύος του δανείου διευκολύνσεις αποπληρωμής του, με τις δύο τροποποιητικές / συμπληρωματικές συμβάσεις αυτού, και μάλιστα σε συνθήκες μειωμένης ρευστότητας και εσφαλμένων επιχειρηματικών επιλογών της πιστούχου εταιρείας και των ανακοπτόντων, η περαιτέρω δε απροσδιόριστη χρονικά αναστολή καταβολής των δόσεων του δανείου κατά κεφάλαιο και τόκους, η οποία σε κάθε περίπτωση δε συνηθίζεται στην τραπεζική πρακτική, θα απέβαινε με βεβαιότητα επιζήμια για την καθ’ ης τράπεζα, η οποία, σημειωτέον, κατά τη χορήγηση του δανείου είχε συμφωνήσει σε συγκεκριμένους όρους και δεν υποχρεούνταν ν’ αποδεχθεί έτι περαιτέρω τροποποίησή τους κατόπιν αιτήματος των ανακοπτόντων, οι πρόσθετες εξασφαλίσεις δε που είχε λάβει αφορούσαν στις τροποποιήσεις που είχε ήδη αποδεχθεί και όχι και σε τυχόν μεταγενέστερες αυτών. Ειδικότερα, ο πρώτος ανακόπτων με την από 25.9.2015 επιστολή του προς το στέλεχος της καθ’ ης Δημήτριο Θεοδώρου πρότεινε τον περιορισμό της συνολικής οφειλής αμφοτέρων των εταιρείων συμφερόντων του, απορρέουσας τόσο από την επίδικη δανειακή σύμβαση όσο και από την από 8.4.2008 δανειακή σύμβαση της καθ’ ης με τη … … στο ποσό των 320.000 δολ. ΗΠΑ, η πρόταση αυτή, ωστόσο, απορρίφθηκε με την από 10.12.2015 απάντηση της τράπεζας διότι κρίθηκε ασύμφορη, καθόσον το συνολικό ανεξόφλητο ποσό από τις δανειακές συμβάσεις ανερχόταν στο ποσό των 2.562.430,39 δολ. ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων από τις 9.9.2014. Στην ίδια ως άνω έγγραφη απάντηση της καθ’ ης, προτάθηκαν από την τελευταία, διά των διευθυντικών στελεχών της του Τομέα διαχείρισης δανείων Ελένης Καλλαντζή και Δημήτρη Θεοδώρου, δύο τρόποι αναδιάρθρωσης – μείωσης αμφοτέρων των δανείων και συνολικής εξόφλησής τους: α) με την πληρωμή στην τράπεζα ποσού δολ. ΗΠΑ 450.000 σε τρεις μηνιαίες δόσεις ποσού εκάστης 150.000 δολ. ΗΠΑ, υπό την προϋπόθεση ότι η πληρωμή εκάστης δε θα πραγματοποιούνταν μετά την 29η.1.2016, την 29η.2.2016 και την 31η.3.2016 αντίστοιχα, άλλως β) με την πληρωμή στην τράπεζα ποσού δολ. ΗΠΑ 600.000 σε έξι μηνιαίες δόσεις ποσού εκάστης 100.000 δολ. ΗΠΑ, υπό την προϋπόθεση ότι η πληρωμή εκάστης δε θα πραγματοποιούνταν μετά την 29η.1.2016, την 29η.2.2016, την 31η.3.2016, την 29η.4.2016, την 29η.5.2016 και την 31η.6.2016, αντίστοιχα· αμφότερες, ωστόσο, οι εναλλακτικές δεν έγιναν αποδεκτές από τον πρώτο ανακόπτοντα, αν και θα οδηγούσαν στη διαγραφή χρέους 1.962.430,39 ή 2.112.430,39 δολ. ΗΠΑ αντιστοίχως. Από κανένα στοιχείο, άλλωστε, δεν αποδείχθηκε ότι είχε προηγηθεί άτυπη συμφωνία μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών σχετικά με τον τρόπο αποπληρωμής των οφειλόμενων ποσών κατά τον μήνα Δεκέμβριο του 2014, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες. Αντίθετα, την ημέρα εκείνη με την ταυθήμερη επιστολή του πρώτου ανακόπτοντος είχε διατυπωθεί πρότασή του να παράσχει στην καθ’ ης τράπεζα δύο γραμμάτια (promissory notes) συνολικού ποσού 320.000 δολ. ΗΠΑ, το ένα για τον Σεπτέμβριο 2015 ποσού 170.000 δολ. ΗΠΑ και το άλλο για τον Σεπτέμβριο 2016 ποσού 150.000 δολ. ΗΠΑ, με τη διαβεβαίωση ότι, στην περίπτωση που ο εν λόγω ανακόπτων επιτύγχανε να πουλήσει την ακίνητη περιουσία που διέθετε στην Ουκρανία, θα προεξοφλούσε τις προαναφερθείσες δόσεις καταβάλλοντας το ισόποσο αυτών. Ωστόσο, επί της πρότασης αυτής ουδέποτε υπήρξε συμφωνία των εμπλεκομένων μερών. Εν τέλει, η από 22.9.2017 πρόταση των ανακοπτόντων για την ολοσχερή εξόφληση των απαιτήσεων της καθ’ ης τράπεζας από τις δανειακές συμβάσεις που είχε καταρτίσει με τις εταιρείες … MARINE SA” και … ΜARINE SA”, με την καταβολή ποσού 10.000 δολ. ΗΠΑ στις 31.10.2017, 31.12.2017, 28.2.2018, 30.4.2018, 30.6.2018, 30.9.2018 και 31.10.2018, αντίστοιχα, 50.000 δολ. ΗΠΑ στις 28.2.2019 και 80.000 δολ. ΗΠΑ στις 31.10.2019, ήτοι συνολικά 200.000 δολ. ΗΠΑ, καταβλητέων με τις ανωτέρω δόσεις, απορρίφθηκε από την καθ’ ης με την από 2.10.2017 επιστολή του πληρεξούσιου δικηγόρου της Άρη Γεωργιάδη, καθόσον τα ποσά που προτάθηκε να καταβληθούν κρίθηκαν ιδιαιτέρως ανεπαρκή σε σχέση με το οφειλόμενο ποσό των 2.562.430,39 δολ. ΗΠΑ, πλέον τόκων και εξόδων. Επομένως, επειδή δεν αποδείχθηκε, με βάση τα ανωτέρω, ότι η αδυναμία ικανοποίησης της καθ’ ης η ανακοπή από την πρωτοφειλέτρια εταιρεία υπήρξε απότοκος πταίσματος αυτής, η ένσταση ελευθερώσεως που προτείνουν οι ανακόπτοντες με τον υπό κρίση τέταρτο λόγο ανακοπής τους τυγχάνει κατ’ ουσίαν αβάσιμος και πρέπει ν’ απορριφθεί.
V. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «δικαίωμα» νοείται αυτό που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, θεωρείται δε ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου και μάλιστα εύλογα, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 7/2002, ΑΠ 1225/2017, ΑΠ 553/2017, ΑΠ 206/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 1472/2004, ΕφΑθ 327/2018, ΕφΘεσ 473/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πέμπτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης άσκησε το δικαίωμά της κατά τρόπο καταχρηστικό, καθόσον αυτή υπήρξε αποκλειστικός χρηματοδότης των ναυτιλιακών δραστηριοτήτων του πρώτου ανακόπτοντος ήδη από το έτος 1999, έχοντας αναπτύξει μαζί του σχέση εμπιστοσύνης και στενής συνεργασίας, ιδιαιτέρως επωφελούς γι’ αμφοτέρους, περαιτέρω δε η ίδια κατέστησε αναξιόχρεη τη … μη συγκατατιθέμενη έγκαιρα στην πώληση του πλοίου … και μη δεχόμενη να παράσχει περίοδο χάριτος και παράταση του χρόνου αποπληρωμής του από 14.7.2011 δανείου, ενώ μάλιστα είχε λάβει προεξοφλητικά το ποσό των 502.013 δολ. ΗΠΑ από τη «FUTURE STAR» στις 20.6.2014, καθώς και το ποσό των 790.500 και 9.499,15 δολ. ΗΠΑ από την πώληση του πλοίου, το ποσό δε της υπερήμερης οφειλής τόκων είναι μόλις 16.410,74 δολ. ΗΠΑ, ενώ έχουν καταβληθεί σε εξόφληση του κεφαλαίου του δανείου 1.987.013 δολ. ΗΠΑ και των τόκων 251.657 δολ. ΗΠΑ, ήτοι συνολικά 2.238.670 δολ. ΗΠΑ. Ότι η καταγγελία της εν λόγω δανειακής σύμβασης ήταν καταχρηστική για τον πρόσθετο λόγο ότι η καθ’ ης γνώριζε πως ο πρώτος των ανακοπτόντων ζημιώθηκε κατά το συνολικό ποσό των 8.227.653 δολ. ΗΠΑ από την εκμετάλλευση και την πώληση του πλοίου …, πλην όμως επέλεξε να μην ωθήσει την εταιρεία στην πτώχευση ούτε στον πλειστηριασμό του πλοίου. Ότι περαιτέρω η έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής υπήρξε καταχρηστική, καθόσον τον Σεπτέμβριο του 2017, λίγες ημέρες μετά τη γνωστοποίηση σ’ αυτούς της από 11.8.2017 καταγγελίας της δανειακής σύμβασης, υπέβαλαν διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους πρόταση εξόφλησης των απαιτήσεων της καθ’ ης συνολικά από τα δάνεια «… και … η οποία απορρίφθηκε τον Οκτώβριο 2017 και λίγες ημέρες μετά η καθ’ ης διεκδίκησε δικαστικά τα οφειλόμενα, ασκώντας σε βάρος της αγωγές και για τα δύο δάνεια, από τα ανωτέρω δε, διαφαίνεται η προσχηματικότητα των συνομιλιών και εν γένει επικοινωνιών με την καθ’ ης στα πλαίσια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, ενώ οι αποφάσεις ήσαν ήδη ειλημμένες, αποσκοπούσε δε η καθ’ ης στην οικονομική καταστροφή των ανακοπτόντων, καθόσον ουδέποτε αντιπρότεινε οποιαδήποτε ρεαλιστική λύση, δεδομένων των συνθηκών. Ότι, τέλος, η καθ’ ης προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ενόσω ο πρώτος ανακόπτων νοσηλευόταν αντιμετωπίζοντας σοβαρό πρόβλημα υγείας, αδιαφορώντας για την υγεία του αλλά και για το μέλλον ενός νέου επιχειρηματία, του δεύτερου ανακόπτοντος, που απειλείται από την αναφορά του στη βάση δεδομένων «Τειρεσίας». Ο λόγος αυτός της ανακοπής, με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης να καταγγείλει την επίδικη δανειακή σύμβαση και να επιδιώξει την είσπραξη της αξίωσής της σε βάρος των ανακοπτόντων εγγυητών, είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος, καθόσον τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 ΑΚ, ήτοι δεν συνεπάγονται από μόνα τους υπέρβαση -και δη προφανή- των ορίων που θέτουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, κατά τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ενόψει και του ότι οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται ότι η καθ’ ης δημιούργησε σ’ αυτούς την πεποίθηση πως δεν πρόκειται να ασκήσει το απορρέον από το νόμο και την επίδικη σύμβαση δικαίωμά της εναντίον τους. Το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση η άσκηση του επίδικου δικαιώματος της καθ’ ης επέφερε τυχόν βλάβη στους ανακόπτοντες δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, περί της ανυπαρξίας του οποίου (συμφέροντος) οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Άλλωστε, έλλειψη συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, να εισπράξει την απαίτησή του διακόπτοντας παράλληλα την πίστωση του οφειλέτη, με σκοπό να αποτρέψει και τη διόγκωση του χρέους του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτός μπορεί να αποφασίζει, εντάσσεται στις αντικειμενικά προβλέψιμες από τον αντισυμβαλλόμενο συναλλακτικές δυνατότητες του ασκούντος το δικαίωμα και δεν είναι άσχετο προς το καλώς εννοούμενο συμφέρον της επιχείρησής του, ενώ και η τυχόν επωφελής για τα συμφέροντά του συμπεριφορά του άλλου μέρους δεν καθιστά την καταγγελία του καταχρηστική, αφού η συμπεριφορά αυτή του αντισυμβαλλομένου εντάσσεται στο πλαίσιο της επιβαλλόμενης από το νόμο (άρθρο 288 ΑΚ) καλόπιστης απ’ αυτόν εκπλήρωσης της παροχής του (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 12 και 13/2004, ΑΠ 533/2016, ΑΠ 852/2015, ΑΠ 1472/2004, ΠΠρΘεσ 8628/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠειρ 4211/2018 αδημ. στο νομικό τύπο, προσκομ.), εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση, στοιχείο που ομοίως δεν προκύπτει εν προκειμένω από τα ανωτέρω ιστορούμενα, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη του γεγονότος ότι η επίδικη σύμβαση δανείου είχε ήδη λήξει από τις 14.7.2016, ήτοι σε χρόνο κατά πολύ προγενέστερο της έκδοσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής.
VI. Α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 του Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΚανΒρ Ια), αν τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν συνάψει μια έγκυρη συμφωνία παρεκτάσως, το Δικαστήριο που ορίζεται με τη συμφωνία αποκτά αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία, εκτός και αν οι δυο πλευρές προέβλεψαν κάτι διαφορετικό. Ευνοείται, συνεπώς, η υπόδειξη Δικαστηρίου που καθίσταται αποκλειστικά αρμόδιο, χωρίς να αποκλείεται και η συντρέχουσα δωσιδικία του οριζόμενου Δικαστηρίου. Η συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας παραμερίζει τον γενικό κανόνα της δωσιδικίας της κατοικίας του εναγόμενου του άρθρου 4 καθώς και τις ειδικές δωσιδικίες των άρθρων 7 – 9 ΚανΒρ Ια και γι’ αυτό οι προϋποθέσεις, στις οποίες υπάγεται το κύρος της, πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά. Συγγενής προς το άρθρο 25 διάταξη είναι και το άρθρο 26 ΚανΒρ Ια, το οποίο αναφέρεται στη σιωπηρή παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας («αδιαμαρτύρητη συμμετοχή στη διαδικασία») και επιτυγχάνει τα ίδια με το άρθρο 25 ΚανΒρ Ια αποτελέσματα, ακολουθώντας πολύ απλούστερη οδό. Εξάλλου, τα μέρη καταλήγουν σε συμφωνίες παρεκτάσεως λόγω των πλεονεκτημάτων που εξασφαλίζονται μέσω των συμφωνιών επιλογής δικαστηρίου. Το κυριότερο πλεονέκτημα μιας συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας είναι η ασφάλεια του δικαίου, η απαλλαγή από την επίπονη και με αβέβαιη κατάληξη αναζήτηση του διεθνώς αρμόδιου δικαστηρίου, η απομάκρυνση των κινδύνων από το forum shopping ή από τη μετακίνηση της κατοικίας / έδρας των διαδίκων (forum fixing). Επιπλέον εξασφαλίζεται η εύκολη πρόσβαση σε δικαστήρια ενδεχομένως εξειδικευμένα για το είδος της αναφυόμενης διαφοράς, τα οποία απονέμουν δικαιοσύνη ταχύτερα, σε οικείο για τους διαδίκους νομικό περιβάλλον, η εφαρμογή προβλέψιμου ουσιαστικού δικαίου επί της διαφοράς, η εύκολη αναγνώριση και εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως (συμπεριλαμβανομένων των διαταγών πληρωμής – βλ. άρθρο 2 παρ. 1 α Καν 1215/2012) που θα προκύψει κ.λπ. Περαιτέρω, πέραν του απαιτούμενου για μια έγκυρη συμφωνία παρεκτάσεως τύπου, ο οποίος δεν είναι απλώς αποδεικτικό, αλλά συστατικό της συμφωνίας στοιχείο, σε σχέση με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις καταρτίσεως της συμφωνίας παρεκτάσεως, απαιτείται πρώτον ταύτιση των βουλήσεων των δύο πλευρών και δεύτερον ακριβής προσδιορισμός του αντικειμένου της συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας. Η παρέκταση πρέπει να αναφέρεται σε συγκεκριμένη έννομη σχέση, ήτοι να προκύπτουν, έστω και ερμηνευτικά, τόσο τα αντικειμενικά όσο και τα υποκειμενικά της όρια. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός συγκεκριμένης έννομης σχέσεως στο πλαίσιο του ΚανΒρ Ια περιορίζει το εύρος της συμφωνίας παρεκτάσεως μόνο σε όσες διαφορές ανάγονται στην έννομη σχέση επ’ ευκαιρία της οποίας συνάπτεται η ρήτρα. Σκοπό έχει να προφυλάξει το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη από αιφνιδιασμούς λόγω της υπαγωγής σε ορισμένο δικαστήριο όλων των διαφορών που τυχόν θα ανακύψουν στο πλαίσιο των σχέσεών του με τον αντισυμβαλλόμενό του, εάν αυτές ανάγονται σε άλλες σχέσεις πλην εκείνης για την οποία συμφωνήθηκε η παρέκταση. Κατά την κατάρτιση της συμφωνίας παρεκτάσεως απαιτείται να καθορίζεται ποιες ακριβώς έννομες σχέσεις υπάγονται σ’ αυτήν. Εάν η διαφορά είναι ήδη γεγεννημένη, η εξειδίκευση της έννομης σχέσεως δεν προκαλεί σοβαρά ζητήματα. Διαφορετικά, προκειμένου να προσδιορισθούν τα αντικειμενικά όρια μιας συμφωνίας παρεκτάσεως, τα εθνικά δικαστήρια θα χρειαστεί να ερμηνεύσουν όρους όπως «all actions under this document» ή «agreement» ή «contract» κ.λπ., πράγμα που δεν είναι πάντοτε εύκολο. Συγκεκριμένη έννομη σχέση υπάρχει όταν π.χ. υπάγονται σε συμφωνία παρεκτάσεως όλες οι διαφορές από μια σύμβαση πωλήσεως ή διανομής ή δανείου κ.ά. Ρήτρα, όμως, που υπάγει σε παρέκταση όλες τις διαφορές που θα προκύψουν γενικώς από τις οικονομικές σχέσεις των δυο πλευρών είναι υπερβολικά αόριστη και δεν δεσμεύει. Εξάλλου, αν συμφωνηθεί απλώς η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων μιας χώρας, την κατά τόπον αρμοδιότητα αναλαμβάνει να υποδείξει το εσωτερικό δικονομικό δίκαιο της χώρας αυτής. Η συμφωνία παρεκτάσεως μπορεί ακόμη να ορίζει ως αρμόδια για την υπόθεση τα δικαστήρια τα οποία έχουν ήδη εκ του νόμου διεθνή δικαιοδοσία γι’ αυτήν. Τέλος, προκειμένου να γίνει δεκτή από το οριζόμενο δικαστήριο ρήτρα παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, πρέπει να συντρέχουν οι όροι του άρθρου 25 ΚανΒρ Ια, να έχει τηρηθεί ο αναγκαίος, ανάλογα με την περίσταση, τύπος και επιπλέον η ρήτρα να μην είναι από άποψη ουσιαστική άκυρη (null and void στην αγγλική εκδοχή του ΚανΒρ Ια). Νεωτερισμό του ΚανΒρ Ια αποτελεί η ρητή διευκρίνιση ότι ο έλεγχος της ουσιαστικής ισχύος της συμφωνίας παρεκτάσεως θα γίνει δυνάμει του δικαίου του «οικείου κράτους μέλους». Σύμφωνα με την 20η αιτιολογική σκέψη του Κανονισμού, το «οικείο κράτος μέλος» είναι το κράτος μέλος του δικαστηρίου που ορίζει η συμφωνία, όχι το κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο δικάζων δικαστής, η δε παραπομπή στο εθνικό δίκαιο γίνεται όχι μόνο στο ουσιαστικό του δίκαιο, αλλά και στο ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του συγκεκριμένου κράτους (βλ. σχετ. Νίκα/Σαχπεκίδου, ΕυρΠολΔ, 25 αριθ. 4 επ., 11, 40, 54, 71 επ., 83). Β. Η διάταξη του άρθρου 625 ΚΠολΔ, ενώ κατανέμει την προς έκδοση διαταγής πληρωμής καθ’ ύλην αρμοδιότητα μεταξύ ειρηνοδίκη και δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, δεν διαλαμβάνει σχετικώς περί της κατά τόπον αρμοδιότητας. Συνεπώς, η κατά τόπον αρμοδιότητα ρυθμίζεται κατά τις γενικές διατάξεις και χωρεί και συμφωνία περί παρέκτασης αρμοδιότητας [Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Ποδηματά), ΚΠολΔ ΙΙ (2000) 625, αριθ. 2 επ.). Η έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας του δικαστή που εκδίδει τη διαταγή πληρωμής δύναται να επιφέρει μετά από ανακοπή την ακύρωση της παρά τούτο εκδοθείσης διαταγής πληρωμής (ΑΠ 497/1993 ΕΕΝ 1994.330). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 42, 43, 44 ΚΠολΔ προκύπτει ότι επί διαφορών, ακόμη και μελλοντικών, που έχουν περιουσιακό αντικείμενο, τακτικό δικαστήριο που δεν είναι αρμόδιο είναι δυνατόν να καταστεί αρμόδιο, εάν υπάρχει έγγραφος συμφωνία των διαδίκων και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές (ΕφΑθ 2138/1993, ΕλλΔνη 1994.443). Η περί παρέκτασης συμφωνία είναι δυνατό να διατυπούται στο αποδεικτικό της απαίτησης έγγραφο ή στο σώμα του αξιογράφου βάσει του οποίου εκδίδεται η διαταγή πληρωμής, χωρίς να αποκλείεται η περί παρέκτασης συμφωνία να αποδεικνύεται εξ ετέρου συνυποβαλλόμενου εις τον δικαστή εγγράφου, διότι η δικονομική αυτή σύμβαση δεν είναι περί των δικαιωμάτων που πηγάζουν εκ του τίτλου αλλά πρόσθετη. Η περί παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας συμφωνία δεσμεύει οπωσδήποτε τους απευθείας συμβαλλομένους (ΕφΘεσ 1312/2017 ΕλλΔνη 2018.465, ΕφΔωδ 154/2015 ΤΝΠ Νόμος). Σημειώνεται ότι τα άρθρα 42-44 ΚΠολΔ, αναφερόμενα στην παρέκταση αρμοδιότητας, αλλά και διεθνούς δικαιοδοσίας, εισάγουν εν μέρει όμοιες και εν μέρει διαφορετικές προς τον ΚανΒρ Ια διατάξεις, με βασικό κοινό σημείο τη θεμελίωση αποκλειστικής αρμοδιότητας μέσω της παρεκτάσεως, αν κάτι διαφορετικό δεν προκύπτει από τη συμφωνία των διαδίκων (άρθρο 44 ΚΠολΔ). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 626 παρ. 3 και 630 ΚΠολΔ συνάγεται ότι μεταξύ των στοιχείων που πρέπει να περιέχονται στη διαταγή πληρωμής δεν περιλαμβάνονται και τα θεμελιωτικά της αρμοδιότητας του εκδίδοντος αυτήν δικαστού στοιχεία, η συνδρομή των οποίων ερευνάται προ της εκδόσεως και η έλλειψη των οποίων δύναται να επιφέρει μετά από άσκηση ανακοπής την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, ανεξαρτήτως του αν τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η αναρμοδιότητα είχαν τεθεί υπόψη του εκδόντος την ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής δικαστού και τα παρείδε ή δεν του ετέθησαν πλην όμως εστερείτο τοπικής αρμοδιότητας να επιληφθεί (ΑΠ 497/1993, ΕφΔωδ 154/2015 ό.π.).
Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έκτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε αναρμοδίως και ως εκ τούτου πρέπει ν’ ακυρωθεί, καθόσον με τον όρο 7.02 της σύμβασης εγγύησης συμφωνήθηκε η μη αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Λ.υ Α.ς για την περίπτωση εναγωγής των εγγυητών από την καθ’ ης τράπεζα, ενώ με τον όρο 7.04 συμφωνήθηκε η δυνατότητα εναγωγής τους, προς το συμφέρον της τράπεζας, και ενώπιον του ναυτικού τμήματος του δικαστηρίου του Πειραιά, παραιτούμενων των εγγυητών από του δικαιώματος προβολής ένστασης αναρμοδιότητας, δε συμφωνήθηκε, όμως, ούτε και προκύπτει από τις συμβάσεις εγγύησης η δυνατότητα της καθ’ ης τράπεζας να προβεί σε έκδοση διαταγής πληρωμής στην Ελλάδα, άλλως και σε κάθε περίπτωση το δικαστήριο Πειραιά ήταν αναρμόδιο προς τούτο. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι νόμω βάσιμος, ερειδόμενος στις αναφερόμενες στη μείζονα πρόταση νομικές διατάξεις, πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Από την εκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για να χρησιμεύσουν ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τον όρο 7.02 των από 14.7.2011 συμβάσεων «προσωπικής εγγύησης» που καταρτίσθηκαν μεταξύ της καθ’ ης τράπεζας και των ανακοπτόντων ως εγγυητών, οι τελευταίοι υποβλήθηκαν, για το αποκλειστικό όφελος της τράπεζας, ανέκκλητα, στη μη αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανώτερου Δικαστηρίου (High Court) του Λ.υ Α.ς. Περαιτέρω συμφωνήθηκαν, με τον όρο 7.04, τα εξής: «(a) τίποτα δεν θα περιορίζει το δικαίωμα της τράπεζας να ξεκινήσει διαδικασίες αναφορικά με την εγγύηση αυτή εναντίον του εγγυητή σε οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας, είτε σωρευτικά είτε όχι, και να ασκεί κάθε δικαίωμα θα έχει τυχόν η τράπεζα (είτε υπό το δίκαιο οποιασδήποτε χώρας, διεθνούς συμβάσεως ή άλλως) αναφορικά με τις διαδικασίες αυτές, επιδόσεις, την αναγνώριση ή εκτέλεση μίας δικαστικής απόφασης ή οποιοδήποτε συναφές ή σχετιζόμενο ζήτημα σε οποιαδήποτε τέτοια άλλη δικαιοδοσία. (b) Περαιτέρω και χωρίς να θίγονται τα ανωτέρω, εάν η δανείζουσα αποφασίσει ότι οποιαδήποτε τέτοια διαδικασία θα έπρεπε να ξεκινήσει στην Ελλάδα είτε σύμφωνα με το Άρθρο 22 και/ή το Άρθρο 33 του ελληνικού νόμου Πολιτικής Δικονομίας, ο Εγγυητής διά της παρούσης συμφωνεί στην αρμοδιότητα του Ναυτικού Δικαστηρίου του Πειραιά και παραιτείται από οποιεσδήποτε αντιρρήσεις σχετικά με τη διαδικασία ή οποιαδήποτε αξίωση αναφορικά με την ακαταλληλότητα του forum και διορίζει τον … αντίκλητό του για την επίδοση ενδίκων διαδικασιών για λογαριασμό του στη δικαιοδοσία αυτή». Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι στην παρούσα υπόθεση, που παρουσιάζει διασυνοριακά στοιχεία, οι διάδικοι είχαν συμπεριλάβει στις από 14.7.2011 συμβάσεις εγγύησης έγκυρη συμφωνία παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας και κατά τόπον αρμοδιότητας υπέρ του Ανώτατου Δικαστηρίου (High Court) του Λ.υ Α.ς, η οποία ήταν μη αποκλειστική και παράλληλα εγκαθίδρυε συντρέχουσα διεθνή δικαιοδοσία και κατά τόπον αρμοδιότητα των δικαστηρίων του Πειραιά. Σημειώνεται ότι στον Πειραιά καταρτίστηκαν οι προαναφερθείσες συμβάσεις εγγύησης, εξ ου και η αναφορά στον προαναφερθέντα όρο στο άρθρο 33 του ΚΠολΔ, το δε Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Δικαστηρίου αυτού έχει αρμοδιότητα προς εκδίκαση των διαφορών ναυτικής φύσεως, όπως η προκείμενη, εκ του νόμου (άρθρο 51 παρ. 1α΄, 2 εδ. α΄, 3Α – Β περ. ε΄ του Ν. 2172/1993). Άλλωστε, η συνομολόγηση των ανωτέρω ρητρών προς όφελος της τράπεζας, όπως ρητά αναφέρεται, δεν τις καθιστά μη νόμιμες (βλ. σχετ. σε Νίκα/Σαχπεκίδου, ό.π., 25 αριθ. 155). Περαιτέρω, όπως συνομολογήθηκε ειδικά, η παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας και κατά τόπον αρμοδιότητας αφορούσε όλες τις ενώπιον δικαστηρίων διαδικασίες αναφορικά με τη σύμβαση εγγύησης σε βάρος των εγγυητών, ήτοι δεν περιοριζόταν στην άσκηση αγωγής και την επ’ αυτής εκδοθησόμενη δικαστική απόφαση, αλλά περιελάμβανε και την αίτηση και έκδοση διαταγής πληρωμής, η οποία, άλλωστε, συνιστά εκτελεστό τίτλο και άγει στην ικανοποίηση της δανείζουσας τράπεζας με την είσπραξη της απαίτησής της σε βάρος των ανακοπτόντων. Τούτο προκύπτει από την ευρύτητα των χρησιμοποιούμενων όρων στο κείμενο της σύμβασης, καθώς γίνεται λόγος γενικά για «δικαίωμα της τράπεζας να ξεκινήσει διαδικασίες αναφορικά με την εγγύηση», «να ασκεί κάθε δικαίωμα τυχόν θα έχει η τράπεζα» [7.04(a)], και για «οποιαδήποτε τέτοια διαδικασία [που] θα έπρεπε να ξεκινήσει στην Ελλάδα» [7.04(b)]. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ο απαιτούμενος, με βάση τις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις, συγκεκριμένος προσδιορισμός της έννομης σχέσης στην οποία αφορά η συμφωνία παρέκτασης, ενώ από κανένα σημείο της εν λόγω ρήτρας δεν προκύπτει παραίτηση της καθ’ ης τράπεζας από το δικαίωμά της να αιτηθεί την έκδοση διαταγής πληρωμής σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων και δη ενώπιον των δικαστηρίων του Πειραιά. Συνεπώς, ο σχετικός με το ζήτημα αυτό έκτος λόγος ανακοπής είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
VII. Με τον έβδομο λόγο της υπό κρίση ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι ο τηρηθείς από την καθ’ ης προς εξυπηρέτηση του δανείου λογαριασμός, που προσκομίσθηκε κατά την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής προς απόδειξη της απαίτησής της, σύμφωνα με τον όρο 17.01 της δανειακής σύμβασης και τον όρο 4.01 (g) των συμβάσεων εγγύησης, δε διακρίνει ανάμεσα σε κεφάλαιο και τόκους (συμβατικούς ή / και υπερημερίας), ότι σ’ αυτόν έχουν ενσωματωθεί τόκοι αντισυμβατικά υπολογισθέντες και καταλογισθέντες ανά μήνα, με άγνωστο επιτόκιο, οι οποίοι κεφαλαιοποιήθηκαν, χωρίς την ύπαρξη προηγούμενης σχετικής συμφωνίας μεταξύ των αντισυμβαλλομένων, και ανατοκίσθηκαν, με συνέπεια το μη εκκαθαρισμένο της απαίτησης της καθ’ ης. Περαιτέρω, με τον συναφή όγδοο λόγο της υπό κρίση ανακοπής οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής διότι με αυτήν διετάχθησαν να καταβάλουν στην καθ’ ης εις ολόκληρον το ισόποσο σε ευρώ κατά τον χρόνο πληρωμής ποσό των 150.000 δολ. ΗΠΑ, κατόπιν περιορισμού της απαίτησής της από την επίδικη σύμβαση δανείου, ύψους 1.255.219,85 δολ. ΗΠΑ, χωρίς να διευκρινίζεται αν ο περιορισμός αυτός αφορά σε κεφάλαιο ή σε τόκους, το ποσό δε αυτό των 150.000 δολ. ΗΠΑ διετάχθησαν να καταβάλουν εντόκως νομίμως από την 6.9.2017, ήτοι την επομένη της επίδοσης της καταγγελίας της δανειακής σύμβασης, με συνέπεια να υφίσταται παράνομος ανατοκισμός, κατά παράβαση του άρθρου 296 ΑΚ. Οι λόγοι αυτοί της υπό κρίση ανακοπής είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας, αφού οι ανακόπτοντες αρκούνται σε μία γενική και αόριστη αμφισβήτηση της ορθότητας του υπολογισμού των οφειλών τους και δεν αναφέρουν επακριβώς τα επιπλέον ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα και ποιο τελικά είναι το ποσό που από τα κονδύλια αυτά οφείλουν, ώστε να κριθεί η βασιμότητα των εν λόγω ισχυρισμών τους και, σε καταφατική περίπτωση, να αφαιρεθούν αυτά από το ποσό της απαίτησης που αναγράφεται στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, δεδομένου ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα του αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της (ΕφΠειρ 37/2016, ΕφΠειρ 403/2015, ΕφΠειρ 401/2015 και ΕφΠειρ 627/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι οι ανακόπτοντες, προς συμπλήρωση των λόγων της ένδικης ανακοπής, απαραδέκτως ισχυρίζονται το πρώτον με την προσθήκη – αντίκρουση στις προτάσεις τους ότι η καθ’ ης στερούνταν εννόμου συμφέροντος προς υποβολή της αίτησης και εν τέλει την έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής, καθόσον είχε ήδη επιλέξει ν’ ασκήσει αγωγή σε βάρος τους που είχε ήδη συζητηθεί, επομένως δεν έχρηζε οποιασδήποτε δικαστικής προστασίας, η δε μείωση του αιτούμενου με την αγωγή της ποσού όφειλε να είχε γίνει συνειδητά, με συγκεκριμένα κριτήρια, και όχι προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να αιτηθεί αυτή εν συνεχεία την έκδοση διαταγής πληρωμής για μικρότερο ποσό. Και τούτο διότι ο ως άνω ισχυρισμός αποτελεί νέο λόγο ανακοπής, ο οποίος, εφόσον δεν είχε συμπεριληφθεί στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν μπορεί να προταθεί από τους ανακόπτοντες για πρώτη φορά κατά τρόπο διάφορο του οριζόμενου στο άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β του ΚΠολΔ, προς συμπλήρωση των λόγων της ανακοπής τους (ΑΠ 241/2010 και ΑΠ 1043/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 925/2002 ΔΕΕ 2002.1260).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου ανακοπής προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση ανακοπή κατά τις προαναφερόμενες κατά περίπτωση αιτιολογίες της παρούσας και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ… διαταγή πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ης η ανακοπή πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ανακοπτόντων, λόγω της ήττας τους, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματός της [άρθρα 176, 180 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i α), 65, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013)], σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ την υπ’ αριθ… διαταγή πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ανακόπτοντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθ’ ης η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων (3.200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ