ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2688/2019
(ΓΑΚ/ΕΑΚ …)
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, και από τη Γραμματέα Σοφία Δέδε.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις 27 Νοεμβρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ EKKAΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στον Π………, οδός …, και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, για την οποία εμφανίστηκε στο Δικαστήριο ο νόμιμος εκπρόσωπός της … με την πληρεξούσια δικηγόρο Γαρουφαλιά Δάρρα του Ανδρέα (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικο Π………, οδός …, που κατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Α. Ζ. του Δ., κατοίκου Π…….., οδός …), με ΑΦΜ …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στέφανο Λύρα του Μενελάου (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικο Π…….., …, βάσει δήλωσης κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, που προκατέθεσε προτάσεις και προσκόμισε το Νο … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών & ενσήμων ΔΣΠ.
Ο εφεσίβλητος ζήτησε να γίνει δεκτή η από 2.9.2014 υπ’ αριθ. κατάθεσης … αγωγή του που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 180/2015 απόφασή του, δικάζοντας ερήμην της εναγόμενης, δέχτηκε την αγωγή. Ήδη η εκκαλούσα με την από 15.2.2016 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Πειραιά υπ’ αριθ. κατάθεσης … και στη συνέχεια στο Πρωτοδικείο Πειραιά προς προσδιορισμό δικασίμου υπ’ αριθ. κατάθεσης …, προσδιορίστηκε για τις 18.10.2016 και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή. Κατά τη δικάσιμο εκείνη το Δικαστήριο ανέβαλε τη συζήτηση της υπόθεσης για την παραπάνω δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο παραστάθηκε μόνο η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας – εναγόμενης και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις της. Αντίθετα, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου – ενάγοντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση, που έγινε σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 (όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015, και εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 άρθρου ένατου παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και 528 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), προκύπτει ότι ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάσθηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης (ΑΠ 829/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1015/2005 ΕλλΔνη 2005.1101) και αναδικάζεται η υπόθεση από το Εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου νέα συζήτηση της υποθέσεως, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως είχε δικαίωμα να προτείνει, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (528 ΚΠολΔ). Εξάλλου, στην περίπτωση αυτή δεν έχει εφαρμογή το (νέο) άρθρο 237 ΚΠολΔ, αλλά οι προτάσεις κατατίθενται έως την έναρξη της συζήτησης και η προσθήκη εντός του τριημέρου, όπως ισχύει και στην περίπτωση της κατ’ αντιμωλία διεξαγωγής της πρωτοβάθμιας δίκης στις ειδικές διαδικασίες [βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ (ερμηνευτικό συμπλήρωμα μετά το Ν. 4335/2015), 524 αριθ. 2]. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων ότι δεν θα παρασταθούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Η ως άνω δε απαγόρευση της παράστασης με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάσθηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παρασταθεί κανονικά στον πρώτο βαθμό. Τούτο σαφώς προκύπτει από τις προαναφερόμενες διατάξεις, γιατί διαφορετικά, χωρίς δηλαδή την πραγματική παράσταση όλων των διαδίκων, προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακρόασης και κατ’ αντιδικία συζήτησης της υπόθεσης για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1040/2013 ΧρΙΔ 2014.128, ΑΠ 280/2012 ΝοΒ 2013.132, ΑΠ 251/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 158/2010 ΕλλΔνη 2011.1386, ΑΠ 1368/2008 ΕλλΔνη 2011.454, ΕφΠειρ 210/2016 και ΕφΠειρ 708/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2646/2011 ΕφΑΔ 2011.1066). Εάν ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι’ αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του Ν. 3994/2011. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Επί της από 2.9.2014 (με αριθ. έκθ. κατάθ. …) αγωγής του ενάγοντος Α. Ζ. (ήδη εφεσίβλητου) εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 180/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, με την οποία η ως άνω αγωγή έγινε δεκτή. Η ως άνω απόφαση εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, 82 ΚΙΝΔ), ερήμην της εναγόμενης, ήτοι της εδρεύουσας στον Πειραιά και νόμιμα εκπροσωπούμενης εταιρείας με την επωνυμία «…». Κατά της πρωτόδικης αυτής απόφασης η εναγόμενη άσκησε, στις 17.2.2016, την υπό κρίση από 15.2.2016 έφεση, συζήτηση της οποίας ορίσθηκε αρχικά η 18η.10.2016, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης (27.11.2018). Κατά την ως άνω τελευταία δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε νομίμως από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο εφεσίβλητος παραστάθηκε με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώ για την εκκαλούσα εμφανίστηκε ο νόμιμος εκπρόσωπός της … (βλ. σχετ. την από 4.4.2017 υπ’ αριθ. …/2016 βεβαίωση του Τμήματος Ναυτιλιακών Εταιρειών – Υπηρεσία Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών), μετά της πληρεξουσίας της δικηγόρου. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στην ως άνω νομική σκέψη, στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, είναι υποχρεωτική ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η προφορική συζήτηση της υπόθεσης και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, εφόσον ο εφεσίβλητος, ο οποίος επέσπευσε τη συζήτηση, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. …/7.6.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς Κ. Κ., σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 παρ. 1 εδ. α΄ του ΚΠολΔ (βλ. σχετ. ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005.558), δεν μετέχει κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, πρέπει να δικασθεί ερήμην, η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών. Περαιτέρω, η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 2, 498, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 περ. α, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 4335/2015, ενόψει του άνω χρόνου άσκησης της έφεσης, εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, που με επιμέλεια του εφεσιβλήτου – ενάγοντος πραγματοποιήθηκε στις 18.1.2016, όπως επικαλείται η εκκαλούσα με την έφεσή της και δεν αμφισβητείται από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 3994/2011, σε συνδ. με το άρθρο 51 παρ. 1γ Ν. 2172/1993). Επισημαίνεται ότι, αν και η έφεση ασκήθηκε μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 4055/2012, δεν χρειάζεται για το παραδεκτό της η κατάθεση παραβόλου σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, που είχε προστεθεί με τον ανωτέρω νόμο, ήδη δε με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, λόγω της φύσεως της διαφοράς ως εργατικής. Επομένως, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά και κατ’ ουσίαν δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση, να κρατηθεί η υπόθεση, να εκδικασθεί κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο και να εξετασθεί η προαναφερόμενη αγωγή ως προς το παραδεκτό, τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 591 παρ. 7, 614 παρ. 3 και 621 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τον Ν. 4335/2015).ΙΙ. Με την ένδικη από 2.9.2014 (αριθμ. έκθ. κατ. …) αγωγή, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος επικαλέσθηκε τα ακόλουθα: Ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που κατάρτισε στον Πειραιά την 7η.3.2013 με την εναγόμενη, ήδη εκκαλούσα, νομίμως εκπροσωπουμένη, πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου με το όνομα «…», υπ’ αριθ. νηολογίου Πειραιά …, προσλήφθηκε για να εργασθεί στο ως άνω πλοίο με την ειδικότητα του Α΄ μηχανικού, αντί συνολικών μηνιαίων «κλειστών» αποδοχών 3.000 ευρώ, κατά τα λοιπά δε συμφωνήθηκε εφαρμοστέα η εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού. Ότι απασχολήθηκε στο ανωτέρω πλοίο κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες ώρες ημερησίως, ως υπεύθυνος για τη συντήρηση και καλή λειτουργία των μηχανών και των λοιπών εγκαταστάσεων του μηχανοστασίου, καθώς και των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων του πλοίου, μέχρι την 31.12.2013, οπότε απολύθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας λόγω κλεισίματος ναυτολογίου. Ότι διατηρεί κατά της εναγομένης αξιώσεις για δεδουλευμένες αποδοχές, αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα και τις αργίες, τις καθημερινές και τις Κυριακές, αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2013 και αποζημίωση απόλυσης. Με βάση τα παραπάνω ζήτησε, κυρίως μεν με βάση τη σύμβαση ναυτικής εργασίας, επικουρικά δε με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 17.601,28 ευρώ για τις ανωτέρω αιτίες, όπως λεπτομερώς ανέλυσε αυτό, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απολύσεώς του (31.12.2013), άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, που εκδόθηκε ερήμην της εναγόμενης, δέχθηκε την αγωγή ως και ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 17.601,28 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της απόλυσής του (31.12.2013), κήρυξε δε την απόφαση εν μέρει προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 6.000 ευρώ. Κατ’ αυτής η εναγόμενη άσκησε την ένδικη έφεσή της, όπως αυτή διορθώθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της εκκαλούσας και με τις προτάσεις της, με την οποία ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή νομικούς και πραγματικούς λόγους, την εξαφάνιση άλλως μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης προς τον σκοπό απόρριψης της σε βάρος της αγωγής.
ΙΙΙ. Α. Η συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται να αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΕ 2003.331, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ΕΝαυτΔ 2013.208, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝαυτΔ 2009.283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝαυτΔ 2008.284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝαυτΔ 2008.106). Η έννοια του «κλειστού» μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη άλλου ειδικού καθορισμού τους, ενώ το τυχόν καταβαλλόμενο επιμίσθιο πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό (ΕφΠειρ 50/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝαυτΔ 2009.267, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝαυτΔ 2009.276). Άλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1089/1987 ΕΝαυτΔ 1988.114, ΕφΠειρ 50/2016 ό.π., ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝαυτΔ 2010.39, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝαυτΔ 2009.276). Πρέπει να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο «κλειστός» μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία περί της έννοιας των βουλήσεων που δηλώθηκαν, αν δηλαδή περιλαμβάνονται ή όχι σε αυτόν ορισμένες από τις νόμιμες απαιτήσεις του ναυτικού, ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης, κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, δηλαδή, όπως απαιτεί η καλή πίστη λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 1214/2010 ΕφΑΔ 2010.1322, ΑΠ 1746/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 142/2003 ΕλλΔνη 2003.1305, ΑΠ 737/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1700/1998 ΕΝαυτΔ 1999.465, ΜονΕφΠειρ 361/2013 ό.π., ΕφΠειρ 670/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 457/2000 ΔΕΕ 2000.895). Περαιτέρω, αντικείμενο της αξιώσεως, άρα και της δίκης για αποδοχές μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμο κρατήσεις υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών, όπως π.χ. Ι.Κ.Α., Ν.Α.Τ., (άρθρα 26 παρ. 5 Α.Ν. 1846/1951, 84 παρ. 1 και 8 Π.Δ. 913/1978), φόρος μισθωτών υπηρεσιών κ.λπ., τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού. Επομένως, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και οι δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών και δεν καθίσταται αόριστο το δικόγραφο της αγωγής, αν δεν καθορίζεται σ’ αυτό ότι οι καταβολές αυτές αφορούν καθαρά ή ακαθάριστα ποσά (ΑΠ 2126/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρέπει να σημειωθεί, ειδικότερα, ότι τα ποσά, τα οποία έχει παρακρατήσει ο πλοιοκτήτης από τον μισθό του ναυτικού, προκειμένου να αποδώσει προς το Ν.Α.Τ. (άρθρο 84 παρ. 1 και 8 Π.Δ. 913/1978 περί κωδικοποιήσεως των διατάξεων περί N.A.T.), αποτελούν μέρος των αποδοχών του τελευταίου και θεμελιώνουν ένσταση καταβολής κατά το άρθρο 416 ΑΚ αποσβεστική κατά το οικείο ποσό των αξιώσεων του ναυτικού προς καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών (ΑΠ 1678/2007, ΑΠ 1046/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 335/2008 ΕΝαυτΔ 2008.287). Ειδικότερα, το άρθρο 84 παρ. 1 του ως άνω Π.Δ., που αφορά τις υπέρ Ν.Α.Τ. τακτικές εισφορές, ορίζει: «… 1. Οι ναυτικοί, μέλη συγκεκροτημένων πληρωμάτων ελληνικών πλοίων και αντιστοίχως οι πλοιοκτήται τούτων, καταβάλλουν τακτικάς μηνιαίας εισφοράς ως ακολούθως: α) Των πλοίων τα οποία έχουν ολική χωρητικότητα μέχρι και 26 κόρους οι μεν ναυτικοί 6% επί του μηνιαίου μισθού τους, οι δε πλοιοκτήτες 9% επί του ως άνω μισθού…» (ΜονΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 185/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, σύμφωνα με την εγκύκλιο του Υπουργείου Οικονομικών (Πολ. 1084/8.4.2015), με την οποία δίνονται διευκρινίσεις όσον αφορά στην παρακράτηση φόρου (βλ. Ν. 4172/2013), στους Αξιωματικούς Ε.Ν. παρακρατείται φόρος 15% και στα κατώτερα πληρώματα φόρος 10% επί του συνόλου των αποδοχών τους για τις υπηρεσίες που έχουν παράσχει σε εμπορικά πλοία. Τέλος, στο άρθρο 13 της υπ’ αριθ. 3525.1.6/01/2013 (ΦΕΚ Β΄ 2146/30.8.2013) Υ.Α., με την οποία κυρώθηκε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού, προβλέπεται ότι: «2. Οι νόμιμες εισφορές και κρατήσεις υπέρ των Ταμείων Ασφάλισης και Προνοίας κ.λπ. που αναλογούν στους ναυτικούς βαρύνουν αυτούς και παρακρατούνται από τον μισθό τους», στο δε άρθρο 26 προβλέπεται ότι: «1. Οι πλοίαρχοι των πλοίων που αφορά η παρούσα ΣΣΕ κατά την εξόφληση των αποδοχών των ναυτικών παρακρατούν από τα μέλη του πληρώματός τους που συμφωνούν να καταβάλουν στην ΠΝΟ τη μηνιαία συνδρομή τους …». Β. Περαιτέρω, με την υπ’ αριθ. 3525.1.6/01/2013 (ΦΕΚ Β΄ 2146/30.8.2013) Υ.Α., κυρώθηκε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού, η οποία ισχύει αναδρομικά από την 1.2.2013, λήγει την 31.1.2014 (άρθρο 29) και ορίζει: α) στο άρθρο 1 παρ. 2 αυτής ότι ο βασικός μισθός του ναυτολογούμενου ως Μηχανικού ΜΕΚ είναι 1.878,04 ευρώ (μισθός ενεργείας : 1.539,38 ευρώ + επίδομα Κυριακών : 338,66 ευρώ) και ότι καταβάλλονται επιπλέον του ως άνω μισθού και τα λοιπά από τη Σύμβαση προβλεπόμενα (αντίτιμο τροφής, υπερωρίες, δώρα εορτών, επίδομα αδείας κ.λπ.), β) στο άρθρο 1 παρ. 6 αυτής ότι στον ναυτολογούμενο ως υπεύθυνο μηχανικό επί του πλοίου καταβάλλεται μηνιαίο τεχνικό επίδομα 38,93 ευρώ και στο άρθρο 1 παρ. 7 αυτής ότι στα πληρώματα των πλοίων χορηγείται μηνιαίο επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 19,37 ευρώ, γ) στο άρθρο 3 αυτής ότι το μηνιαίο αντίτιμο τροφής για κάθε ναυτικό ορίζεται στο ποσό των 387,17 ευρώ, δ) στο άρθρο 5 αυτής ότι ο ναυτικός δικαιούται αδείας ίσης προς (3,50) ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας του και η άδεια χορηγείται το μήνα που ο ναυτικός συμπληρώνει ένα χρόνο υπηρεσίας εκτός αν η εργασιακή σχέση λυθεί προ της συμπλήρωσης του έτους (παρ. 1), ότι η αποζημίωση της άδειας υπολογίζεται επί του βασικού μισθού του άρθρου 1 της Σύμβασης, όταν δε χορηγείται πράγματι η άδεια και διανύεται εκτός του πλοίου καταβάλλεται και αντίτιμο τροφής, το δε ημερομίσθιο για την αποζημίωση της άδειας υπολογίζεται στο 1/22 του βασικού μισθού (παρ. 2), ε) στο άρθρο 6 αυτής ότι οι ώρες εργασίας ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ ώρες ανά 24ωρο από τη Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή θεωρούνται σαν ημέρες αργίας (παρ. 1), ότι για κάθε εργασία που εκτελείται από το ναυτικό πέραν του ως άνω καθοριζόμενου ωραρίου καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή η οποία υπολογίζεται ίση προς το 1/173 του μηνιαίου μισθού ενεργείας, όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 1, για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, προσαυξημένου για το πρώτο τετράωρο κατά ποσοστό (25%) είκοσι πέντε τοις εκατό και για το δεύτερο τετράωρο κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%), ότι η εργασία του Σαββάτου και αργιών αμείβεται υπερωριακώς, δηλαδή οι πρώτες τέσσερις ώρες με προσαύξηση 25% και οι επόμενες διπλές (παρ. 1 και 2) και ότι ο υπολογισμός του ημερομισθίου για την εφαρμογή του άρθρου αυτού γίνεται με βάση το 1/22 του μηνιαίου μισθού ενεργείας (παρ. 5), στ) στο άρθρο 8 αυτής ότι χορηγείται επίδομα άδειας στους ναυτικούς που έχουν ένα χρόνο τουλάχιστον υπηρεσία (παρ. 1), ότι το επίδομα αυτό υπολογίζεται επί του μισθού ενεργείας και ισούται με τις αποδοχές ημίσεως μισθού επί τη συμπληρώσει ενός έτους επί του αυτού πλοίου ή των πλοίων του αυτού πλοιοκτήτη και ότι επί υπηρεσίας μικρότερης του έτους, καταβάλλεται ανάλογο ποσοστό επί του επιδόματος αυτού (παρ. 2), ζ) στο άρθρο 10 καθορίζονται δεκαέξι (16) θρησκευτικές εορτές που θεωρούνται ημέρες αργίας. Γ. Σύμφωνα με το άρθρο 72 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολογήσεως μπορεί κατά πάντα χρόνο να λυθεί με καταγγελία από τον πλοίαρχο, ο οποίος δεν υποχρεούται να τηρήσει προθεσμία καταγγελίας. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 75 παρ. 2 εδ. β ΚΙΝΔ, στην περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως κατά το άρθρο 72 ΚΙΝΔ ο ναυτικός δικαιούται αποζημίωση, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού. Σύμφωνα δε με το άρθρο 76 εδ. α ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δεκαπέντε (15) ημερών. Η κατ’ άρθρο 75 παρ. 2 ΚΙΝΔ προβλεπόμενη αποζημίωση του ναυτικού σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασής του από τον πλοίαρχο, κατ’ άρθρο 72 ΚΙΝΔ, τελεί μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η καταγγελία δεν δικαιολογείται από παράπτωμα του ναυτικού και δεν απαιτεί κάποια υπαιτιότητα του πλοιάρχου (ΕφΠειρ 458/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 719/2006 ΕΝαυτΔ 2006.355). Δ. Από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η αίτηση επίδειξης εγγράφων, πρέπει: α) να αναφέρεται ότι το έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του αντιδίκου κατά τον χρόνο της δίκης, αφού τούτο αποτελεί προϋπόθεση της υποχρέωσης για επίδειξη και δεν αρκεί ότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ο διάδικος μπορεί ή πρέπει να κατέχει το έγγραφο αυτό, β) να προσδιορίζει σαφώς το έγγραφο και να περιγράφει με ακρίβεια το περιεχόμενό του ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο της απόδειξης και γ) να εκθέτει περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του [ΑΠ 43/2013, ΑΠ 658/2010, ΑΠ 2095/2009, ΑΠ 1402/2008, ΑΠ 681/2007, ΑΠ 1045/2004, ΑΠ 953/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1071/2000 ΕλλΔνη 2001.402, ΑΠ 1023/1992 ΔΕΝ 1993.82, ΑΠ 1494/1987 ΕΕργΔ 1988.1123, ΕφΑθ 673/2009 ΕλλΔνη 2009.1474· Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Τέντες) ΚΠολΔ Ι (2000) 450 αριθ. 3, 451 αριθ. 4].
IV. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντος, που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από την εκτίμηση της ανωμοτί κατάθεσης του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης, που εξετάσθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, μη λαμβανομένης ωστόσο υπόψη της προσκομιζόμενης προς ανταπόδειξη του περιεχομένου των από 23.11.2018 προτάσεων του αντιδίκου της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όπως επικαλείται με την προσθήκη των προτάσεών της, υπ’ αριθ. …/18 ένορκης βεβαίωσης του Α. Κ. του Πέτρου, που δόθηκε στις 30.11.2018 και ώρα 9:30 ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, μετά από κλήτευση του εφεσιβλήτου στις 27.11.2018, διότι δε χρησιμεύει για την αντίκρουση ισχυρισμών οι οποίοι προτάθηκαν το πρώτον με τις προτάσεις του αντιδίκου της στο Εφετείο, ενόψει και της ερημοδικίας του τελευταίου, με συνέπεια να μην αποτελεί υποστατό αποδεικτικό μέσο (βλ. σχετ. ΑΠ 66/2007 ΔΕΕ 2007.1230, ΑΠ 659/2007 ΝοΒ 2007.1823, ΕφΛαμ 22/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 3121/2009 ΕλλΔνη 2009.1494), καθώς και απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η εναγόμενη για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με άτυπη σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκε στις 7.3.2013 στον Πειραιά μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης εταιρείας, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία και με αριθμό νηολογίου Πειραιά … Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου «…», η δεύτερη προσέλαβε τον πρώτο ως Α΄ μηχανικό. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής ο ενάγων ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ως άνω πλοίο της εναγομένης αντί «κλειστών» καθαρών μηνιαίων αποδοχών ύψους 3.000 ευρώ. Με την ως άνω ειδικότητα ο εκκαλών εργάσθηκε συνεχώς από την παραπάνω χρονολογία μέχρι και την 31η.12.2013, οπότε και απολύθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας λόγω κλεισίματος ναυτολογίου. Ο ενάγων καθ’ όλο το διάστημα της ναυτολόγησής του ως Α΄ μηχανικός ήταν υπεύθυνος για τη συντήρηση και καλή λειτουργία των μηχανών και λοιπών εγκαταστάσεων του μηχανοστασίου, καθώς και των ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων του πλοίου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα το πλοίο της εναγομένης εκτελούσε δρομολόγια στην Πορθμειακή Γραμμή Αγία Μαρίνα – Νέα Στύρα, διάρκειας εκάστου πλου 45 περίπου λεπτών, πλην των χρονικών διαστημάτων 7.3.2013-2.4.2013, 15.4.2013-27.4.2013, 8.5.2013-10.5.2013, 14.5.2013-5.6.2013, 25.6.2013-27.6.2013, 5.7.2013-31.7.2013 και 2.9.2013-5.9.2013, κατά τα οποία το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια. Με το ως άνω πλοίο συμμετείχε η εναγόμενη εταιρεία στην «…» με έδρα Ν. Σ. και σκοπό την από κοινού εκμετάλλευση των πορθμειακών γραμμών Αγίας Μαρίνας – Νέων Στύρων και Αγίας Μαρίνας – Αλμυροπόταμου, με τις ναυτικές εταιρείες «…», «…» και «…» κατά ποσοστό συμμετοχής εκάστης 25%. Σύμφωνα με τα από 18.2.2013 και 7.8.2013 ιδιωτικά συμφωνητικά μεταξύ των ως άνω ναυτικών εταιρειών, νομίμως εκπροσωπουμένων, μελών της κοινοπραξίας, που τροποποίησαν το αρχικό από 7.12.2009 συμφωνητικό σύστασης της κοινοπραξίας, όλα τα πλοία, ήτοι το πλοίο «…» Ν.Π. … της ναυτικής εταιρείας «…», το πλοίο «…» Ν.Π. … της ναυτικής εταιρείας «…», το πλοίο «…» της εναγόμενης ναυτικής εταιρείας και το πλοίο «…» Ν.Π. … της ναυτικής εταιρείας «…», ήταν υποχρεωμένα να εκτελούν εκ περιτροπής ίσο αριθμό δρομολογίων και να παίρνουν ίσο αριθμό ρεπό σύμφωνα με το πρόγραμμα που καθοριζόταν από τον εκπρόσωπο της κοινοπραξίας, ο οποίος μπορούσε να το τροποποιεί αντικαθιστώντας το ένα πλοίο με άλλο (παράγραφος 9). Με βάση τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με το τηρούμενο από τον Πλοίαρχο βιβλίο υπερωριών και ιδιαίτερων αμοιβών που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η εναγόμενη, ο ενάγων, κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του επί του ανωτέρω πλοίου, απασχολήθηκε υπερωριακώς ως κατωτέρω αναλυτικά εκτίθεται, κατ’ εντολή του πλοιάρχου και εντός των πλαισίων της καλύτερης λειτουργίας των υπηρεσιών του πλοίου, πέραν του νομίμου ωραρίου του, γεγονός άλλωστε που συνομολογεί και η εναγομένη και ενισχύεται ιδιαίτερα από τους λογαριασμούς της μισθοδοσίας του που προσκομίζονται, από τους οποίους προκύπτει ότι στον ενάγοντα καταβάλλονταν χρηματικά ποσά για «υπερωρίες». Άλλωστε, αποδεικνύεται ότι τα δρομολόγια του πλοίου δεν ήταν σταθερά κάθε ημέρα, ενόψει και της προαναφερθείσας πρόβλεψης του ιδιωτικού συμφωνητικού της κοινοπραξίας περί εκ περιτροπής διενέργειας ίσου αριθμού δρομολογίων εκάστου συμμετέχοντος σ’ αυτήν πλοίου, ήτοι όταν ένα πλοίο εκτελούσε πρωινό δρομολόγιο (περίπου 6:30 – 13:30), την επόμενη εκτελούσε απογευματινό δρομολόγιο (περίπου 13:30 – 19:30) κ.ο.κ. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, ο ενάγων υπαγόταν στην τότε ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 3525.1.6/01/2013 (ΦΕΚ Β΄ 2146/30.8.2013) Υ.Α. και η οποία ρυθμίζει τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων που εργάζονται στα πλοία Πορθμεία και Οχηματαγωγά που εκτελούν τοπικές διαπορθμεύσεις μεταξύ λιμένων εσωτερικού απόστασης μέχρι 30 ναυτικών μιλίων από αφετηρία μέχρι προορισμό. Με βάση αυτή, ο ενάγων εδικαιούτο μηνιαίως ως τακτικές αποδοχές το συνολικό ποσό των 2.731,62 ευρώ [μισθός ενεργείας 1.539,38 + επίδομα Κυριακών 338,66 + ειδικό επίδομα 38,93 + επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 19,37 + άδεια 298,78 (μισθός ενεργείας 1.539,38 + επίδομα Κυριακών 338,66 = 1.878,04 : 22 × 3,5 ημέρες = 298,78) + τροφή αδείας 45,19 + επίδομα αδείας 64,14 + αντίτιμο τροφής 387,17] και για το επίδικο χρονικό διάστημα από 7.3.2013 έως 31.3.2013, ήτοι για 25 ημέρες υπηρεσίας, εδικαιούτο το ποσό των (2.731,62 : 30 × 25 =) 2.276,35 ευρώ, έναντι του οποίου συνομολογεί καθ’ υποφοράν με την αγωγή του ότι έχει λάβει το ποσό των 1.250,04 ευρώ, με συνέπεια να δικαιούται για το μήνα αυτό το ποσό των (2.276,35 – 1.250,04 =) 1.026,31 ευρώ, τα οποία η εναγόμενη δεν του έχει καταβάλει, όπως αποδεικνύεται από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Σημειώνεται ότι η εναγόμενη δεν προσκομίζει μισθοδοτικό λογαριασμό του ενάγοντος μηνός Μαρτίου 2013 προς ανταπόδειξη του ανωτέρω αγωγικού ισχυρισμού, αν και τον επικαλείται με την έφεσή της, τα δε προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως παραστατικά κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό, στα οποία αναφέρθηκε και ο ανωμοτί εξετασθείς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου νόμιμος εκπρόσωπος της εναγόμενης, αφορούν σε μισθοδοσία άλλων μηνών. Ειδικότερα, τα δελτία κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο ενάγων στην τράπεζα «Eurobank» αφορούν στη μισθοδοσία των μηνών Ιουνίου έως και Δεκεμβρίου 2013, όπως προκύπτει και από τους προσκομιζόμενους μετ’ επικλήσεως μισθοδοτικούς λογαριασμούς του ενάγοντος των αντίστοιχων μηνών. Περαιτέρω, αμφισβήτηση εγείρεται εκ μέρους της εναγομένης ως προς την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της υπερωριακής του απασχόλησης και το ύψος της αξιούμενης, για την αιτία αυτή, απαίτησης και υποστηρίζεται ότι τα ποσά που κατέβαλε σε αυτόν για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, καλύπτουν πλήρως την υπερωριακή του απασχόληση. Σχετικά αποδεικνύεται ότι, βάσει των επικρατουσών συνθηκών και των ειδικών περιστάσεων κατά την απασχόλησή του επί του ως άνω πλοίου, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του, ως Α΄ μηχανικού, της αυξημένης ευθύνης και των αρμοδιοτήτων του, που δικαιολογούν τη συμφωνία μισθού ανώτερου των νόμιμων αποδοχών, σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης ενώπιον του ακροατήριου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αναφορικά με τις ώρες εργασίας του ενάγοντος, που δεν αντικρούσθηκε ειδικά από την ανωμοτί κατάθεση του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης, αυτός εργάστηκε σε ημερήσια βάση, τις ημέρες που το εν λόγω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, επί δέκα (10) ώρες κατά μέσο όρο, δηλαδή δύο (2) ώρες επιπλέον του νομίμου οκταώρου εργασίας του, πλην του μηνός Αυγούστου, κατά τη διάρκεια του οποίου ο ενάγων εργάστηκε σε ημερήσια βάση επί δώδεκα (12) ώρες κατά μέσο όρο. Επομένως, ο ενάγων εδικαιούτο για την υπερωριακή του εργασία κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, με τη σημείωση ότι η εναγόμενη δεν αμφισβητεί ειδικά τον αριθμό των ημερών απασχόλησής του (καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και αργίες), όπως εκτίθενται στην αγωγή, ούτε τον τρόπο υπολογισμού της υπερωριακής του αμοιβής, τα κάτωθι ποσά: α) Για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα, κατά το χρονικό διάστημα υπηρεσίας του επί του πλοίου από 3.4.2013 έως 14.4.2013, από 28.4.2013 έως 7.5.2013 και από 11.5.2013 έως 13.5.2013, από 6.6.2013 έως 24.6.2013, την 1.6.2013, από 28.6.2013 έως 4.7.2013, από 1.8.2013 έως 3.8.2013 και από 6.9.2013 έως 31.12.2013, οπότε εργάστηκε για 26 Σάββατα και 9 αργίες [1η Μαΐου, Μεγ. Παρασκευή (3/5), Αγ. Γεωργίου (6/5), Αναλήψεως (13/6), 28η Οκτωβρίου, Αγ. Νικολάου (6/12), 25/12 και 26/12], ήτοι για 35 ημέρες επί 4 ώρες = 140 ώρες επί 11,12 ευρώ/ώρα (μονή υπερωρία) = 1.556,8 ευρώ και 35 ημέρες επί 6 ώρες = 210 ώρες επί 17,80 ευρώ/ώρα (διπλή υπερωρία) = 3.738 ευρώ, και συνολικά το ποσό των (1.556,8 + 3.738 =) 5.294,8 ευρώ. Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 7.3.2013 έως 2.4.2013, από 15.4.2013 έως 27.4.2013, από 8.5.2013 έως 10.5.2013, από 14.5.2013 έως 5.6.2013, από 25.6.2013 έως 27.6.2013, από 5.7.2013 έως 31.7.2013 και από 2.9.2013 έως 5.9.2013, κατά τις οποίες στο πλοίο «…» εκτελούνταν εργασίες συντήρησης του μηχανοστασίου, εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 8 ώρες την ημέρα για 14 Σάββατα και 2 αργίες [Καθ. Δευτέρα (18/3) και 25η Μαρτίου], ήτοι συνολικά εργάσθηκε για 16 ημέρες × 4 ώρες = 64 ώρες × 11,12 ευρώ ανά ώρα (μονή υπερωρία) = 711,68 ευρώ και 16 ημέρες × 4 ώρες = 64 ώρες × 17,80 ευρώ ανά ώρα (διπλή υπερωρία) = 1.139,2 ευρώ, ήτοι συνολικά, για την ανωτέρω αιτία, εδικαιούτο το ποσό των (711,68 + 1.139,2 =) 1.850,88 ευρώ. Επιπλέον, κατά το χρονικό διάστημα υπηρεσίας του από 4.8.2013 έως 1.9.2013 εργάσθηκε κατά μέσο όρο επί 12 ώρες την ημέρα για 4 Σάββατα και 1 αργία (15/8), ήτοι για 5 ημέρες επί 4 ώρες = 20 ώρες επί 11,12 ευρώ/ώρα (μονή υπερωρία) = 222,4 ευρώ και 5 ημέρες επί 8 ώρες = 40 ώρες επί 17,80 ευρώ/ώρα (διπλή υπερωρία) = 712 ευρώ και συνολικά εδικαιούτο το ποσό των (222,4 + 712 =) 934,4 ευρώ. Συνεπώς, για υπερωριακή αμοιβή Σαββάτων και αργιών εδικαιούτο το ποσό των (5.294,8 + 1.850,88 + 934,4 =) 8.080,08 ευρώ. β) Για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές, κατά το χρονικό διάστημα υπηρεσίας του επί του πλοίου από 3.4.2013 έως 14.4.2013, από 28.4.2013 έως 7.5.2013 και από 11.5.2013 έως 13.5.2013, από 6.6.2013 έως 24.6.2013, την 1.6.2013, από 28.6.2013 έως 4.7.2013, από 1.8.2013 έως 3.8.2013 και από 6.9.2013 έως 31.12.2013, ήτοι για 111 ημέρες επί 2 ώρες υπερωριακής εργασίας = 222 ώρες επί 11,12 ευρώ/ώρα (μονή υπερωρία), εδικαιούτο το ποσό των 2.468,64 ευρώ. Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 4.8.2013 έως 31.8.2013, ήτοι για 19 καθημερινές, ο ενάγων εργαζόταν υπερωριακά κατά μέσο όρο 4 ώρες ημερησίως, δικαιούμενος για την αιτία αυτή το ποσό των (19 επί 4 επί 11,12 =) 845,12 ευρώ, εκ των οποίων ωστόσο αιτείται με την αγωγή του, λόγω εσφαλμένου υπολογισμού (19 ημέρες επί 2 ώρες υπερωριακής απασχόλησης ημερησίως αντί του ορθού 4), το ποσό των 422,56 ευρώ. Επομένως, ο ενάγων εδικαιούτο για υπερωριακή αμοιβή καθημερινών κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα το συνολικό ποσό των (2.468,64 + 422,56 =) 2.891,2 ευρώ. γ) Τέλος, για αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις Κυριακές κατά το χρονικό διάστημα υπηρεσίας του επί του πλοίου από 3.4.2013 έως 14.4.2013, από 28.4.2013 έως 7.5.2013, από 11.5.2013 έως 13.5.2013, από 6.6.2013 έως 24.6.2013, την 1.6.2013, από 28.6.2013 έως 4.7.2013, από 1.8.2013 έως 3.8.2013 και από 6.9.2013 έως 31.12.2013, καθώς και την 2.6.2013, ήτοι για 26 Κυριακές, εδικαιούτο το ποσό των (26 επί 2 ώρες επί 17,80 ευρώ/ώρα =) 925,6 ευρώ. Επίσης, κατά το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 4.8.2013 έως 1.9.2013, ήτοι για 5 Κυριακές, εδικαιούτο το ποσό των (5 επί 4 ώρες επί 17,80 ευρώ/ώρα =) 356 ευρώ. Επομένως, για υπερωριακή αμοιβή Κυριακών εδικαιούτο το ποσό των (925,6 + 356 =) 1.281,6 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα, ο ενάγων εδικαιούτο για την υπερωριακή του εργασία το συνολικό ποσό των (8.080,08 + 2.891,2 + 1.281,6 =) 12.252,88 ευρώ, οι οποίες δεν καλύπτονταν από τις συνολικές ακαθάριστες αποδοχές του, που ανέρχονταν, κατά τους ισχυρισμούς της εναγόμενης, στο ποσό των 4.200 ευρώ μηνιαίως, ώστε, μετά την αφαίρεση των παρακρατήσεων, ν’ αποδίδονται σ’ αυτόν καθαρές «κλειστές» αποδοχές ύψους 3.000 ευρώ, έναντι ακαθάριστων νόμιμων αποδοχών 2.731,62 ευρώ. Έναντι, ωστόσο, του ανωτέρω ποσού ο ενάγων έλαβε ως υπερωριακή αμοιβή, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους μετ’ επικλήσεως μισθοδοτικούς του λογαριασμούς μηνών Ιουνίου έως και Δεκεμβρίου 2013, σε συνδυασμό με τα τραπεζικά δελτία κατάθεσης, το συνολικό ποσό των (871,90 + 62,23 + 1.531,12 + 622,78 + 796,45 + 604,90 + 782,86 =) 5.272,24 ευρώ, το οποίο και πρέπει να καταλογιστεί, με συνέπεια, λόγω μερικής κάλυψης συμψηφιστικώς των εν λόγω ποσών, να του οφείλεται η ανακύπτουσα διαφορά, ποσού (12.252,88 – 5.272,24 =) 6.980,64 ευρώ. Σημειώνεται ότι η εναγόμενη δεν προσκομίζει τους μισθοδοτικούς λογαριασμούς του ενάγοντος για τους μήνες Μάρτιο έως και Μάιο 2013, προκειμένου ν’ αποδείξει την καταβολή σ’ αυτόν του «κλειστού» μισθού των 3.000 ευρώ μηνιαίως, συμπεριλαμβανομένων ποσών 213,52 και 996,36 ευρώ για υπερωριακή εργασία μηνών Απριλίου και Μαΐου 2013 αντιστοίχως, τους οποίους, ωστόσο, αναφέρει στην έφεσή της. Κατά τα λοιπά, σε σχέση με την προταθείσα ένσταση συμψηφισμού και κατά το μέρος αυτής που αφορά στο συνολικά καταβληθέν στον ενάγοντα ποσό των 5.050 ευρώ, που αναγράφεται στους μισθοδοτικούς του λογαριασμούς ως «δώρο (bonus)», δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού του ως άνω ποσού με τυχόν μελλοντική υπερωριακή αμοιβή, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, με ειδική συμφωνία περί καταλογισμού του, ενόψει και του ότι η ένδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας καταρτίστηκε ατύπως. Άλλωστε, από την ανωμοτί κατάθεση του νομίμου εκπροσώπου της εναγόμενης στο ακροατήριο του παρόντος δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν προέκυψε ότι κατά την άτυπη κατάρτιση της σύμβασης ναυτικής εργασίας προσδιορίστηκαν ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες αποδοχές οι οποίες θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς τον ενάγοντα. Η δυνατότητα συμψηφισμού του επιμισθίου αορίστως με «οποιεσδήποτε τυχόν μεταγενέστερες αξιώσεις του ναυτικού», με βάση και τις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, δεν δύναται να θεμελιώσει συμβατικό συμψηφισμό των από την εναγομένη εξ ελευθεριότητας χορηγούμενων προς τον ενάγοντα ποσών προς την οφειλόμενη από την πρώτη προς το δεύτερο αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Άλλωστε δεν υπήρξε σταθερή και τακτική ούτε πάγια καταβολή συγκεκριμένου χρηματικού ποσού ως «δώρου» στον ενάγοντα, καθόσον, όπως προκύπτει από τους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 2013 καταβλήθηκε για την αιτία αυτή το ποσό των 600 ευρώ αντιστοίχως, τον Αύγουστο δεν καταβλήθηκε «δώρο», ενώ τους επόμενους μήνες (Σεπτέμβριο έως και Δεκέμβριο 2013) το «δώρο» της πλοιοκτήτριας ανήλθε αντιστοίχως στα ποσά των 1.000, 800, 724,91 και 725 ευρώ. Επομένως, η προταθείσα ένσταση συμψηφισμού κατά το σκέλος αυτό τυγχάνει ουσία αβάσιμη και απορριπτέα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων εδικαιούτο για το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας του από 1.5.2013 έως 31.12.2013 να λάβει ως δώρο Χριστουγέννων το ποσό των 1.939,15 ευρώ, ήτοι το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του, ως ανωτέρω, πλην του αντιτίμου τροφής, σύμφωνα με το άρθρο 4 της ισχύουσας για την ειδικότητά του ΣΣΕ. Έναντι αυτού ο ενάγων έλαβε από την εναγομένη, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο με επίκληση από 20.12.2013 δελτίο κατάθεσης στην τράπεζα «Eurobank», το ποσό των 2.000 ευρώ, προσδιορίζεται δε η αιτία καταβολής του αναγραφόμενου ποσού, ως εξής: «… / ΔΩΡΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝ.». Μετά ταύτα, η προβληθείσα από την εναγομένη ένσταση περί αποσβέσεως της οφειλής της (άρθρο 416 του ΑΚ), η οποία αφορά το σχετικό κονδύλιο της αγωγής, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, με συνέπεια ο ενάγων να μη δικαιούται οποιοδήποτε ποσό για την αιτία αυτή. Τέλος, αποδείχθηκε ότι στις 31.12.2013 ο ενάγων αποναυτολογήθηκε στη Ραφήνα και η σύμβαση εργασίας του λύθηκε. Η εναγόμενη υποστηρίζει ότι η αποναυτολόγηση του ενάγοντος υπήρξε αποτέλεσμα αμοιβαίας συναίνεσης αυτού και του πλοιάρχου, τούτο δε αναγράφεται και στο ναυτικό του φυλλάδιο, του οποίου υποβάλλει με τις προτάσεις της αίτημα επίδειξης. Το αίτημα αυτό της εναγόμενης, σύμφωνα με τις ανωτέρω νομικές σκέψεις (υπό Δ.), τυγχάνει απορριπτέο ως αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, σύμφωνα με τα άρθρα 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθόσον η εναγόμενη δεν αναφέρει ότι το πιο πάνω έγγραφο βρίσκεται στην κατοχή του ενάγοντος, το οποίο αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά για να διαταχθεί η επίδειξη εγγράφου, αφού δεν αρκεί ότι κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων αυτός μπορεί ή πρέπει να κατέχει το έγγραφο αυτό. Ωστόσο, από την ένορκη εξέταση του μάρτυρα απόδειξης στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν αποδεικνύεται ο αγωγικός ισχυρισμός ότι ο λόγος καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος ήταν το κλείσιμο του ναυτολογίου, αφού αυτός δεν κατέθεσε τίποτα σχετικά με τον τρόπο λύσης της σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, από την ανωμοτί δε κατάθεση του νόμιμου εκπροσώπου της εναγόμενης στο ακροατήριο του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ο οποίος συγκεκριμένα ανέφερε ότι ο ενάγων απολύθηκε αμοιβαία συναινέσει προκειμένου να απασχοληθεί σε έτερο πλοίο («…»), πλοιοκτησίας εταιρείας – μέλους της κοινοπραξίας, στο οποίο και ναυτολογήθηκε τον Ιανουάριο 2013, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δεν απολύθηκε κατόπιν μονομερούς καταγγελίας από τον πλοίαρχο του επίδικου πλοίου. Επομένως, ο ενάγων δεν δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης και το σχετικό αγωγικό κονδύλιο τυγχάνει απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο.V. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η ένδικη αγωγή, η οποία είναι νόμιμη κατά την κύρια βάση της, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 60, 72, 75, 76, 84 ΚΙΝΔ, 648 επ., 653, 655, 680, 340, 341, 345, 346, 361 ΑΚ, 176 ΚΠολΔ, της υπ’ αριθ. 3525.1.6/01/2013 (ΦΕΚ Β΄ 2146/2013) Υ.Α. Ναυτιλίας και Αιγαίου, με την οποία κυρώθηκε η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού, και της με αριθμό 70109/8008 Υ.Α. Εμπορικής Ναυτιλίας της 14 Δεκεμβρίου 1981 / 7 Ιανουαρίου 1982 (ΦΕΚ Β΄ 1), πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των (1.026,31 + 6.980,64 =) 8.006,95 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της απόλυσής του (31.12.2013) και μέχρι την εξόφληση. Όσον αφορά το αίτημα της αγωγής περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής είναι πλέον άνευ αντικειμένου, ενώ, ενόψει της ερημοδικίας και της συνεπεία αυτής μη υποβολής σε δικαστική δαπάνη του εν μέρει νικήσαντος ενάγοντος στον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, καθώς και ελλείψει σχετικού αιτήματος (άρθρα 184, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), θα επιβληθεί μέρος της δικαστικής δαπάνης του σε βάρος της εναγόμενης, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας εκάστου (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (πρβλ. ΑΠ 985/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα (άρθρα 501, 502, 503 και 505 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εφεσιβλήτου – ενάγοντος.
ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την από 15.2.2016 έφεση κατά της 180/2015 οριστικής αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών).
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την παραπάνω απόφαση.
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 2.9.2014 (αρ. κατ. …) αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την ως άνω αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των οχτώ χιλιάδων έξι ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (8.006,95 €), με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της απόλυσής του (31.12.2013) και μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το οποίο ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ