Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης

2825/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΓΑΚ – ΕΑΚ κλήσης: …

Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Φεβρουαρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΝΑΓΩΝ – ΚΑΛΩΝ: Κ. … του Χ.,  Χ. Κ., για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Μαρία ΤΣΑΡΜΠΟΥ με Α.Μ ……. του Δ.Σ. ΧΑΝΙΩΝ δυνάμει του από 21.11.2018 ιδιωτικού πληρεξουσίου εγγράφου με θεωρημένο το γνήσιο της υπογραφής του εξουσιοδοτούντος και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ – ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ: 1) Η ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία … που εδρεύει στην Κ. Α., για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος ΑΡΓΥΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ με Α.Μ. … του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ δυνάμει του υπ’ αριθμ. … πληρεξουσίου εγγράφου Συμβολαιογράφου Αθηνών Σωτηρίου Γεωργίου Ματσανιώτη των νομίμων εκπροσώπων αυτής, Ι. Κ.  Γ. Β., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Ο ενάγων – καλών επαναφέρει προς συζήτηση με την ΓΑΚ – ΕΑΚ … κλήση του την από 25-6-2016 αγωγή του που κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης δικογράφου … μετά την υπ’ αριθμ. 4308/2017 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών που παρέπεμψε την υπόθεση στο Δικαστήριο λόγω αναρμοδιότητας και ζητεί να γίνει δεκτή, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 28-1-2019 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής», διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού. Σύμφωνα δε με το προαναφερόμενο στοιχείο δ΄ του άρθρου 5 της ως άνω Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 της Δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ», μεγάλοι κίνδυνοι είναι μεταξύ άλλων οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στον κλάδο 6 του σημείου Α του παραρτήματος της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (στον οποίο υπάγονται τα πλοία, και συγκεκριμένα τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη) και αφορούν κάθε ζημία την οποία υφίστανται ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη. Περαιτέρω, το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία “… το οποίο τροποποιήθηκε με το νόμο … που τέθηκε σε ισχύ 18 μήνες από την ψήφιση του στις 12.2.2015 (ήτοι για περιπτώσεις που έλαβαν χώρα μετά τις 12.8.2016 – βλ. 23.2 αυτού πλην τροποποιήσεων Section 3 του “Rights Against the Insurers” – βλ. 23.3),  καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις τούτου δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις σχετικές  ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής “Institute yachts clauses” από 1.11.1985. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο. Κατά τον …) προβλέπεται ότι: Άρθρο 1. “Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν κατά θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή των κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια“. Ορισμός «θαλάσσιας περιπέτειας» : Άρθρο 3§2 : «Ειδικότερα υπάρχει θαλάσσια περιπέτεια όπου (α) Οποιοδήποτε πλοίο, πράγματα ή άλλα κινητά εκτίθενται σε θαλάσσιους κινδύνους. Αυτή η περιουσία αναφέρεται σε αυτό το Νόμο ως «ασφαλίσιμη περιουσία»…. Ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος:  Άρθρο 5. “1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου, ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. 2. Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ` αυτή και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου, ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του, ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό“. Αποτιμημένο ασφαλιστήριο:  Αρθρο 27. “1. Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. 2. Αποτιμημένο ασφαλιστήριο είναι το ασφαλιστήριο το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος. 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εν απουσία απάτης, η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίωσης του πράγματος για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας“. Καλυπτόμενες και εξαιρούμενες (ζημίες) απώλειες: Άρθρο 55. “1. Περιλαμβανόμενες και εξαιρούμενες απώλειες. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εκτός αν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια/ζημιά μη προκληθείσα αιτιωδώς από ασφαλισμένο κίνδυνο. 2α. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενέργειας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου, αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμα και εάν η απώλεια δεν θα είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος“.  Μερική και ολική απώλεια:  Άρθρο 56. “1. Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική, είτε μερική, οποιαδήποτε άλλη απώλεια πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. ” Έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή για απώλεια:  Άρθρο 67. “1. Το ποσό το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια κάτω από το ασφαλιστήριο με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημίωσης“. Περαιτέρω, στην ρήτρα 9 των “Institute yachts clauses” από 1.11.1985 ορίζεται ότι “ΚΙΝΔΥΝΟΙ – Υποκείμενοι πάντοτε στις εξαιρέσεις αυτής της ασφάλισης : 9.1 Η ασφάλιση αυτή καλύπτει απώλεια ή ζημία στο ασφαλισμένο αντικείμενο, η οποία προκαλείται από 9.1.1. κινδύνους της θάλασσας, των ποταμών, των λιμνών ή άλλων πλεύσιμων υδάτων“. Η γενική έκφραση “εναντίον κινδύνων θαλάσσης” δεν περιλαμβάνει έναν απλό κίνδυνο, αλλά μια κατηγορία κινδύνων ακαθόριστης έκτασης. Η κατηγορία αυτή περικλείει κάθε είδους ναυτικά ατυχήματα πλοίων (ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη κ.λπ.) όπως και κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε στο πλοίο από επιζήμια ενέργεια της θάλασσας, πλην της συνήθους φθοράς εκ του ταξιδιού ή εκ της ενεργείας ή αμέλειας του ασφαλισμένου ως άμεσου αιτίου. Τέλος, από τις ανωτέρω διατάξεις του Μ.Ι.Α. 1906 που δεν προσκρούουν στην αγγλική πρακτική και στους “Institute yachts clauses 1.11.1985” συνάγεται ότι τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή απέναντι του ασφαλισμένου καθορίζει κατ’ αρχήν το ασφαλιστήριο ή τα ενσωματωμένα σε αυτό έγγραφα ή εκείνα στα οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφ’ όσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (από δόλια ενέργεια) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος. Επίσης, εάν το ασφαλιστήριο δεν ορίζει διαφορετικά, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για φυσιολογική φθορά, φυσιολογική διαρροή και ζημία, ροπή προς ζημία, ή λόγω της φύσεως του αντικειμένου της ασφαλίσεως ή για οποιαδήποτε άλλη ζημία που αιτιωδώς προκαλείται από αρουραίους ή τρωκτικά ή για οποιονδήποτε άλλη βλάβη στις μηχανές που δεν προκαλείται αιτιωδώς από θαλάσσιους κινδύνους (καλυπτόμενες και εξαιρούμενες ζημίες ή απώλειες – άρθρο 55 παρ. 1 και 3 Μ.Ι.Α. 1906). Ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνος «causa proxima non remota spectatur». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων : E.R Ηardy Ivamy, “Chalmers’ Marine Insurance Act 1906” υπό το άρθρο 55, σελ. 78, Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σ. 190 – 191). Γενικώς, όπου ο κίνδυνος περιγράφει μία αιτία, ως επί θαλασσίων κινδύνων (Perils of the sea), εναπόκειται στον ασφαλισμένο να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία, η αξιούμενη βάσει ενός ασφαλιστηρίου συμβολαίου, οφείλετο σε ένα ασφαλισμένο κίνδυνο. Εάν ο ασφαλισμένος προβάλλει επαρκή αποδεικτικά μέσα για να αποδείξει ότι η απώλεια ή η ζημία πιθανόν προκλήθηκε από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά ο ασφαλιστής διατυπώνει μια εναλλακτική θεωρία ως προς την αιτία, το ζήτημα θα αποφασισθεί βάσει των πιθανοτήτων και για να επιτύχει ο διάδικος, ο οποίος φέρει το βάρος της αποδείξεως, πρέπει να αποδείξει ότι υπάρχει μία υπερέχουσα πιθανότητα (Preponderance of propability), η οποία στηρίζει την υπόθεση του. Αυτός δεν οφείλει να αποκλείσει όλες τις πιθανότητες των ισχυρισμών της άλλης πλευράς, απλώς πρέπει ν` αποδείξει ότι η δική του περίπτωση στηρίζεται σε μία υπερέχουσα πιθανότητα (ΕφΠειρ 358/2007, Νομος, ΕφΠειρ 227/2014, Νομος). Περαιτέρω, η μεν σύγκρουση (collision) νοείται μεταξύ πλοίων (βλ. όμοια στο ελληνικό δίκαιο για τη διαφοροποίησης υλικής επαφής του πλοίου με άλλο πλοίο – που καλείται «σύγκρουση» – και υλικής επαφής με άλλο αντικείμενο ΠολΠρΠειρ 1625/1999, Νομος, ΜΠρΠειρ 5509/2000, Νομος, Καμβύση, Ιδιωτ. Ναυτ. Δίκαιο, 1982, σελ. 620-621), η δε σύγκρουση/πρόσκρουση σε άλλα αντικείμενα θα πρέπει να έχει ασφαλιστεί ειδικώς, όπως η πρόσκρουση στις περιπτώσεις που αναφέρει η ρήτρα 9.1.5 IYC και άλλες παρόμοιες σε συναφή νομοθετήματα (π.χ. ρήτρα 4.1.7 IVCH – βλ. F.Rose, Marine Insurance Law and Practice, σελ. 307, 314), ή η ρήτρα “ελεύθερη μερικής αβαρίας” με την οποία καλύπτονται και οι κίνδυνοι από πρόσκρουση σε ξένο σώμα (ΕφΑθ 11771/1988, ΕΝαυτΔ 1991.177). Κατά δε την ρήτρα 9.1.5 Ασφάλισης Θαλαμηγών Σκαφών (Institute Yacht Clause 1/11/85), η ασφαλιστική κάλυψη αφορά μόνο «πρόσκρουση με τον εξοπλισμό ή τις εγκαταστάσεις του λιμανιού ή της αποβάθρας με οποιαδήποτε χερσαία μεταφορικά μέσα, αεροσκάφη ή παρόμοια αντικείμενα, ή αντικείμενα τα οποία πέφτουν από αυτά». Περαιτέρω, το αγγλικό δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση, είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, η δεύτερη δε ομάδα κανόνων προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφαλίσεως διακρίνονται δε ειδικότερα 1) στους κανόνες των άρθρων 18 έως 21 ΜΙΑ 1906, που αφορούν τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί της συμβάσεως (to avoid the contract) στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη και 2) των κανόνων περί WARRANTIES των άρθρων 33 επoμ., ΜIA 1906, των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης από την ασφαλιστική σύμβαση. Η απόδειξη της ως άνω παραβιάσεως βαρύνει τον ασφαλιστή. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 33 επ. ΜΙΑ, η χρησιμοποιουμένη στις ασφαλιστικές συμβάσεις λέξη “εγγύηση” (warranty) σημαίνει υποσχετική εγγύηση και υποδηλώνει συμβατική δέσμευση, με βάση την οποία ο ασφαλισμένος είτε αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμβεί ή να μη συμβεί ένα συγκεκριμένο γεγονός ή να πληρωθεί ένας όρος είτε βεβαιώνει ή αρνείται την ύπαρξη ορισμένων γεγονότων [παρ. 33(1)]. Η “εγγύηση”, όπως ανωτέρω ορίσθηκε αποτελεί προϋπόθεση (condition), ισχύος της ασφαλιστικής συμβάσεως, με την οποία πρέπει να συμμορφώνεται ο ασφαλισμένος. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του με τον όρο αυτό και εφόσον α) δεν υπάρχει αντίθετη πρόβλεψη στο ασφαλιστήριο ή β) παραίτηση του ασφαλιστή από το δικαίωμα επικλήσεως της μη συμμορφώσεως, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της ευθύνης προς αποζημίωση (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 996/1999, ΕφΠειρ 981/2002, Στυλιανέα, Αι δηλώσεις εγγυήσεως (WARRANTIES) εις την Ναυτικήν Ασφάλισιν, EΝΔ 4, 55). Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 20 ΜΙA, η αθέτηση όρων της συμβάσεως ασφαλίσεως σχετικά με ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου δίνουν το δικαίωμα στον ασφαλιστή να αποφύγει να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις ή να την θεωρήσει εξ αρχής άκυρη. Και τούτο διότι, ο ΜΙΑ 1905, με ρητή διάταξη (παρ. 17) καθόρισε ότι, η σύμβαση θαλάσσιας ασφαλίσεως ως είναι σύμβαση, η οποία στηρίζεται στην υπέρτατη καλή πίστη και αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από το ένα μέρος η σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί από το άλλο μέρος. Η υπέρτατη καλή πίστη που προβλέπεται ως άνω, έχει την έννοια ότι οι πληροφορίες που παρέχονται, κατά τη σύναψη της συμβάσεως, πρέπει να είναι απολύτως ειλικρινείς. Αυτό δικαιολογείται από τη φύση της συμβάσεως, από το γεγονός δηλαδή ότι ο ασφαλιστής προκειμένου να προβεί σε ασφάλιση βασίζεται αποκλειστικά στον ασφαλιζόμενο, ο οποίος είναι ο μόνος που εκ των πραγμάτων μπορεί να γνωρίζει την κατάσταση της ασφαλιζόμενης περιουσίας και να του παράσχει τις πληροφορίες τις σχετιζόμενες με τη φύση και το χαρακτήρα του κινδύνoυ που αναλαμβάνει για να κρίνει αν θα αναλάβει ή όχι την ασφάλιση. Αν ένα συγκεκριμένο περιστατικό το οποίο δεν αποκαλύφθηκε είναι ουσιώδες ή όχι είναι ζήτημα πραγματικό. Το βάρος αποδείξεως βαρύνει εκείνον που επικαλείται τη μη αποκάλυψη, όπως κατωτέρω εκτίθεται. Στην περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλιστής διόρισε ένα πραγματογνώμονα να επιθεωρήσει το προς ασφάλιση πλοίο, τότε όλα τα στοιχεία και οι πληροφορίες που εξέθεσε ο πραγματογνώμονας – ιδιαίτερα αν λειτουργούσε ως αντιπρόσωπος – στον ασφαλιστή λογίζονται σε γνώση του τελευταίου ακόμα και αν δεν τα είχε αναφέρει στην πρόταση ασφάλισης ο ασφαλισμένος [Joel v. Law Union & Crown Insurance Co. (1908) ΚΒ 863]. Συνεπώς, ανεξαρτήτως της πηγής γνώσεως ουσιωδών και στοιχείων, ο ασφαλιστής θεωρείται ότι τελεί σε γνώση και δεν μπορεί να καταγγείλει ή να ισχυρισθεί ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης, επειδή δεν αποτέλεσε την πηγή πληροφόρησης ο ίδιος ο ασφαλισμένος. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 39 ΜΙΑ ο ασφαλισμένος εγγυάται (warrants) ότι το πλοίο, κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης είναι αξιόπλοο. Ένα πλοίο θεωρείται αξιόπλοο, όταν είναι ικανό να αντιμετωπίσει από κάθε άποψη τους συνήθεις κινδύνους της θάλασσας (άρθρ. 39 ΜΙΑ). Το αξιόπλοο του πλοίου σχετίζεται άμεσα και με τα άτομα που αποτελούν το πλήρωμα του, ως προς την ικανότητα τους να ανταπεξέλθουν στις αντιξοότητες του ταξιδιού. Το αξιόπλοο αποτελεί στοιχείο πραγματικό και δεν είναι σε άμεση συνάφεια με τις τυπικές προϋποθέσεις που απαιτεί ο νόμος για κάθε τύπο πλοίου. Σε περίπτωση αθετήσεως του όρου εγγυήσεως αξιοπλοΐας από τη μεριά του ασφαλισμένου, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται σε αποζημίωση οποιασδήποτε απώλειας η οποία έλαβε χώρα κατά το χρονικό διάστημα που το πλοίο δεν πληρούσε τα κριτήρια αξιοπλοΐας. Σε σχέση με ασφαλιστικές συμβάσεις πλοίων ορισμένου χρόνου (time policy) όπως είναι οι συμβάσεις πλοίων αναψυχής, το άρθρο 39 (5) ΜIA ορίζει ότι δεν ισχύει η εγγύηση αξιοπλοΐας για το πλοίο για όλη τη διάρκεια ισχύος της συμβάσεως, αλλά μόνο όταν, σε γνώση του ασφαλισμένου, το πλοίο καταπλέει ενώ δεν είναι σε αξιόπλοη κατάσταση. Στην περίπτωση αυτή ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για την καταβολή αποζημιώσεως, δηλαδή για ζημία ή απώλεια που επήλθε λόγω του αναξιόπλοου του πλοίου. Κατά συνέπεια, αναφορικά με τις ασφαλιστικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, για να απαλλαγεί ο ασφαλιστής λόγω της αναξιοπλοΐας του πλοίου, πρέπει να αποδείξει ότι α) ο ασφαλισμένος γνώριζε το αναξιόπλοο του πλοίου κατά το χρόνο του πλου από το λιμένα και β) υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και του αναξιόπλοου (Ο` May on Marine Insyrance, 1993, p. 84). Η ως άνω απαλλαγή επέρχεται μόνο όταν ο ασφαλιστής αποδείξει ότι το πλοίο δεν ήταν σε αξιόπλοη κατάσταση κατά τη χρονική στιγμή του πλου, από το λιμένα. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση ξαφνικής εισροής ύδατος και βύθισης του πλοίου λόγω αναξιοπλοΐας (“unseaworthiness”) του σκάφους, χωρίς την επίδραση θαλασσίου κινδύνου κατά την παραπάνω έννοια (βλ. αποφάσεις Merchants Trading Co v Universal Marine Insurance Co (1870) CP 431, CA Samuel v Dumas (1924) 18 LlL Rep 211, HL). Επιπροσθέτως, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται των υποχρεώσεων του στην περίπτωση που αποδείξει ότι ο ασφαλισμένος, παραβιάζοντας την αρχή της υπέρτατης καλής πίστης, είτε απέκρυψε ουσιώδη στοιχεία όσον αφορά το αντικείμενο της ασφάλισης, είτε προέβη σε ανακριβείς δηλώσεις σχετικά με αυτό. Το βάρος αποδείξεως της αποκρύψεως (non disclosure) ουσιωδών στοιχείων βαρύνει τον ασφαλιστή, ο οποίος, πρέπει να αποδείξει ότι α) το ουσιώδες στοιχείο υπήρχε κατά την περίοδο της συνάψεως της συμβάσεως, β) το γνώριζε ο ασφαλισμένος, γ) το εν λόγω στοιχείο αποκρύφθηκε και δ) η απόκρυψη του στοιχείου λειτούργησε παρελκυστικά και παρέσυρε τον ασφαλιστή στη σύναψη ασφαλιστικής συμβάσεως με τους συμφωνημένους συγκεκριμένους όρους. Επίσης, κατά τα προεκτεθέντα, ο ασφαλιστής φέρει το βάρος αποδείξεως για ανακριβείς δηλώσεις του ασφαλισμένου που τον παρέσυραν στη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως. Ακόμη, το άρθρο 18 (2) ΜΙΑ θεσπίζει το κριτήριο του “συνετού ασφαλιστή”, σύμφωνα με το οποίο ο ασφαλιστής πρέπει να επικαλεστεί γεγονότα που να αποδεικνύουν ότι ένας συνετός ασφαλιστής αν γνώριζε τα αληθή και το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων, τότε δεν θα αναλάμβανε τον κίνδυνο ή ακόμη και αν τον αναλάμβανε θα καθόριζε διαφορετικό ασφάλιστρο. (βλ. σχετ. με αριθμό Πρωτ. 508/03/410 2004 Νομική Πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, που εκδόθηκε σε εκτέλεση της Εφ. Πειρ. 525/2003, Clarke: The Law of Insurance Contracts, para 23-3Β, Virginia Louise Murray Βarrister of the Middle Temple: Γνωμοδότηση επί του περιεχομένου του Αγγλικού ουσιαστικού δικαίου, αναφορικά με τη θαλάσσια ασφάλιση πλοίου αναψυχής, κατόπιν της Εφ. Πειρ. 525/2003, βλ. σχετικά ΕφΠειρ 1141/2004, Αρμ 2005.1761). Tο δικαίωμα ακυρώσεως δύναται να ασκηθεί κατά πάντα χρόνο, μετά την λήξη της ασφαλιστικής περιόδου εισέτι, εφόσον δε ασκηθεί, έχει αναδρομική ισχύ, υπό την έννοια ότι η ασφαλιστική σύμβαση θεωρείται ως μη γενομένη εξ αρχής (βλ. Arnould`s Law of Marine Insurance 16(tm) ed (1981), σελ. 438 και ΕφΠειρ 890/2003 ΕΝΔ 31.372) και γεννάται υποχρέωση των συμβαλλομένων μερών προς επιστροφή των εκατέρωθεν παροχών, εκτός εάν συντρέχει περίπτωση εξαπατήσεως ή δολίας παραπλανήσεως, οπότε το βλαπτόμενο μέρος δικαιούται να παρακρατήσει την παροχή του ετέρου (άρθρο 84 ΜΙΑ 1906). Τις ίδιες ακριβώς συνέπειες (ακυρώσιμη ασφαλιστική σύμβαση), έχει η εκ μέρους του ασφαλισμένου παράλειψη ανακοινώσεως στον ασφαλιστή ουσιωδών περιστατικών κατά τις διαπραγματεύσεις προ της καταρτίσεως της ασφαλιστικής συμβάσεως (αρθρ. 18 ΜΙΑ 1906), ως και η εκ μέρους αυτού πραγματοποίηση ανακριβών δηλώσεων (representations) προς τον ασφαλιστή (αρθρ. 20 ΜΙΑ 1906). Στις δύο παραπάνω περιπτώσεις το δικαίωμα ακυρώσεως του ασφαλιστηρίου γεννάται αποκλειστικώς και μόνο στο πρόσωπο του ασφαλιστού και όχι στο πρόσωπο αμφοτέρων των συμβαλλομένων μερών, εφόσον ο ασφαλισμένος δεν δύναται να προτείνει ακυρότητα της συμβάσεως εξ αιτίας δικής του παράνομης συμπεριφοράς. Ειδικότερα, η υπό της άνω διατάξεως του άρθρου 18 [2] επιβαλλομένη υποχρέωση στον ασφαλιζόμενο να ανακοινώσει [αναγγείλει/αποκαλύψει – disclose] οποιοδήποτε περιστατικό του είναι γνωστό τον θέτει προ διλήμματος, υπό την έννοια ότι πρέπει να αποφασίσει τι είδους πληροφορίες που έχουν σχέση με τον κίνδυνο οφείλει να αποκαλύψει. Κατά τη νομολογία δε των αγγλικών δικαστηρίων, η υπερασφάλιση (over valuation) του πλοίου ή του φορτίου εμπίπτει στο ρυθμιστικό περιεχόμενο της εν λόγω διάταξης, καθώς προκαλεί από μόνη της υποψίες και καθιστά τον ασφαλισμένο λιγότερο επιμελή στην επιλογή του πλοίου και του πληρώματος και ελαχιστοποιεί τις προσπάθειες του για διάσωση του πλοίου ή περιορισμό της ζημίας επί επέλευσης του κινδύνου νοούμενης ως αξίας ασφάλισης εκείνης που απαιτείται για την αντικατάσταση του πλοίου και όχι η τιμή αγοράς αυτού [βλ.  Ionides v Pender (1874) LR9 QB.531, 537, 538, Herring  v Jansson and others (1895) 1 Com Cas 177, Gooding v White (1913) 29 TLR 312], δεν αρκεί όμως, με την εξαίρεση της απάτης, μόνη η υπερασφάλιση, αλλά θα πρέπει η τελευταία να είναι τέτοια, ώστε εάν τη γνώριζε ο συνετός ασφαλιστής θα είχε επηρεαστεί η βούληση του ως προς την ασφάλιση του κινδύνου ή το ασφάλιστρο [Berger and Light Diffusers Pty Ltd v Pollock (1973) 2 Lloyd’s Rep.442, βλ. για τις αποφάσεις αυτές S.Hodges, Cases and Materials on Marine Insurance Law, σελ. 193 – 200, E.R Hardy Ivamy, Chalmers’ Marine Insurance Act 1906, 10th edition,  σελ. 26 – 32, βλ. επίσης ΑΠ 1657/2006 ΕπισκΕΔ 2006.1065, ΕφΘεσ 660/2013, ΕπισκΕΔ 2013.699, ΕφΠειρ 9/2009, ΕΝΔ 2009.123, ΕφΠειρ 6/2008, Νομος).

Με την υπό κρίση αγωγή o ενάγων εκθέτει ότι ήταν ιδιοκτήτης πλαστικού μηχανοκίνητου ερασιτεχνικού αλιευτικού σκάφους … μήκους 6,32 μέτρων με εξωλέμβια μηχανή 225 HP, νηολογημένου στο Λιμεναρχείο Χανίων, για το οποίο του είχε χορηγηθεί άδεια ερασιτεχνικής αλιείας για το χρονικό διάστημα 2011-2012. Ότι στις 21.9.2012 και ενώ βρισκόταν για ψάρεμα με το σκάφος του στη θαλάσσια περιοχή Κολυμβαρίου Χανίων Κρήτης, διαπίστωσε περί ώρα 19.40 μεγάλη εισροή υδάτων, καθώς και βραχυκύκλωμα, με αποτέλεσμα το σκάφος να πλέει ακυβέρνητο και βυθιζόμενο. Ότι αμέσως ειδοποίησε το Λιμεναρχείο Χανίων για την κατάσταση κινδύνου που διέτρεχε, εξέπεμψε σήμα κινδύνου και, εν συνεχεία, έπεσε στην θάλασσα μαζί με τους άλλους δύο συνεπιβαίνοντες στο σκάφος. Οτι συνεπεία του αναλυτικά αναφερόμενου στην αγωγή ατυχήματος, το σκάφος του αναποδογύρισε και παρέμεινε μισοβυθισμένο έως την επόμενη ημέρα (22.9.2012), οπότε στις 18.15 της ίδιας ημέρας βυθίστηκε εντελώς, σε βάθος 120 μέτρων, παρά τις πολύωρες προσπάθειες για ρυμούλκησή του, εξαιτίας των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν, συνεπεία δε της βύθισης του σκάφους του προέβη στις 1.10.2012 σε διαγραφή του από το βιβλίο του Γραφείου Λεμβολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Χανίων. Ότι η αιτία του εν λόγω ατυχήματος, ήταν η πρόσκρουση του σκάφους του σε αντικείμενο που επέπλεε, κι ότι δυνάμει του υπ’ αριθμ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου κλάδου σκαφών αναψυχής που συνήψε με την εναγόμενη, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση να τον αποζημιώσει για τις ζημίες του έναντι μερικής ή ολικής καταστροφής του σκάφους του από την επέλευση των καλυπτόμενων κινδύνων, καθώς και την κάλυψη της έναντι τρίτων αστικής ευθύνης του από ζημιές που προκαλούνται κατά την εκτέλεση πλόων του εν λόγω σκάφους. Ότι σύμφωνα με την σύμβαση ασφάλισης το όριο ευθύνης της εναγόμενης για ίδιες ζημίες ανερχόταν στο ποσό των 28.000 ευρώ, ενώ αρμόδια για την επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς των συμβαλλόμενων συμφωνήθηκε να είναι τα δικαστήρια του Πειραιά. Ότι αμέσως ενημέρωσε την εναγόμενη για την απώλεια του σκάφους υπό τις προπεριγραφείσες συνθήκες, ζητώντας την καταβολή, σύμφωνα με τους όρους του ισχύοντος ασφαλιστηρίου συμβολαίου, της προβλεπόμενης, για τον κίνδυνο επέλευσης ιδίας ζημίας, ασφαλιστικής αποζημίωσης, που ανερχόταν στο ποσό των 28.000 ευρώ επί του οποίου λόγω της βύθισης του δεν διενεργήθηκε πραγματογνωμοσύνη από την εναγόμενη κι ότι δυνάμει της από 6.12.2012 εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης – διαμαρτυρίας του, που επέδωσε στην εναγόμενη στις 13.12.2012 διαμαρτυρήθηκε για την αντισυμβατική και παράνομη συμπεριφορά της, προσκαλώντας την να του καταβάλει την συμφωνηθείσα ασφαλιστική αποζημίωση, ποσού 28.000 ευρώ, εντός 15 ημερών από την επίδοση της ως άνω εξωδίκου δηλώσεώς του, η οποία, όμως, ουδέν του κατέβαλε παρά τις σχετικές διαβεβαιώσεις των προστηθέντων της, ενώ του πρότεινε συμβιβαστικά την καταβολή του ποσού των 10.000 ευρώ. Ότι είχε αγοράσει μεταχειρισμένο το σκάφος του στις 14.4.2011, ήτοι 17 μήνες πριν από το επίδικο συμβάν, αντί συνολικού τιμήματος 8.480 ευρώ, ενώ η αξία του (σκάφους και μηχανών) κατά τον χρόνο της βύθισής του ανερχόταν στο ποσό των 8.056 ευρώ, λαμβανομένης υπόψη της μικρής μείωσης της αξίας του, λόγω παλαιότητας, κατά ποσοστό 5%. Ότι εξαιτίας της βύθισης του σκάφους του έχει υποστεί ζημία συνολικού ποσού 2.600 ευρώ, συνιστάμενη στά απωλεσθέντα εισοδήματα ποσού 200 ευρώ μηνιαίως από την αλίευση ψαριών, οστρακοειδών κ.λ.π, για χρονικό διάστημα 13 μηνών (από 21.6.2012 έως 21.7.2013) που θα αποκόμιζε κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων. Ότι εξαιτίας της αδράνειας της εναγόμενης αναφορικά με την αποκατάσταση της υλικής ζημίας του, και του εμπαιγμού που έχει αντιμετωπίσει εδώ και τέσσερα περίπου χρόνια, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, έχει υποστεί ηθική βλάβη. Ότι λόγω της παράνομης και υπαίτιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγόμενης πρέπει να του καταβληθεί ως εύλογη χρηματική αποζημίωση το ποσό των 5.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητά να υποχρεωθεί η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία να του καταβάλει, δυνάμει της σύμβασης ασφάλισης, το ποσό των 28.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, άλλως από την επίδοση της από 6.12.2012 εξώδικης δήλωσης – πρόσκλησης – διαμαρτυρίας από τις 13.12.2012, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής του, άλλως, το συνολικό ποσό των 10.656 ευρώ, ήτοι ποσό 8.056 ευρώ για την υλική ζημιά που υπέστη, καθώς και το ποσό των 2.600 ευρώ για τα διαφυγόντα κέρδη του, νομιμοτόκως από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου, άλλως από τις 13.12.2012, άλλως από της επίδοση της αγωγής, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το ποσό των 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης του, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και την καταδίκη της εναγομένης στα δικαστικά του έξοδα.

Η αγωγή αυτή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του καθ’ ύλην, κατά τόπον και λειτουργικώς αρμοδίου Δικαστηρίου κατόπιν παραπομπής της υπόθεσης με την υπ’ αριθμ. 4308/2017 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών λόγω κατά τόπον αναρμοδιότητας (άρθρα 7,8,9, 10,14§2, 22, 42, 46 ΚΠολΔ και 51§§1,2,3Β περ.θ΄ Ν. 2172/1993) και συζητείται κατά την τακτική διαδικασία. Με όρο του επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, το  οποίο προσκομίζουν με επίκληση αμφότεροι οι διάδικοι, έχουν οι διάδικοι συμφωνήσει να διέπεται η ασφαλιστική τους σχέση ως προς τις καλύψεις του ίδιου του σκάφους και του εξοπλισμού του από το αγγλικό δίκαιο και πρακτική και τους γνωστούς στη διεθνή ασφαλιστική αγορά όρους ασφάλισης σκαφών αναψυχής «Ιnstitute yachts clauses» από 1.11.1985 (όπως συνηθίζεται στις συμβάσεις ασφάλισης από θαλάσσιους κινδύνους), ρήτρα που είναι νόμιμη κατά το άρθρο 7§2 του Κανονισμού «Ρώμη Ι» σε συνδυασμό με άρθρο 3 αυτού, καθώς πρόκειται για ασφαλιστική σύμβαση ζημιών θαλάσσιου σκάφους που είναι ασφαλιστική σύμβαση «μεγάλου κινδύνου», κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού, ενώ για τις ζημιές έναντι των τρίτων συμφωνήθηκε η εφαρμογή του ελληνικού δικαίου. Το Δικαστήριο αναζήτησε και βρήκε με δικές του ενέργειες το εφαρμοστέο δίκαιο και δεν απαιτείται να διαταχθεί κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ η απόδειξη του περιεχομένου του, το οποίο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Αντίθετα, ως προς την κάλυψη αστικής ευθύνης έναντι τρίτων εφαρμοστέο (σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στο ίδιο ασφαλιστήριο) είναι το ελληνικό δίκαιο, ομοίως δε για την επικαλούμενη από αδικοπραξία βάση της αγωγής. Η αγωγή, για την οποία καταβλήθηκε το αναλογούν δικαστικό ένσημο (βλ. προσκομιζόμενο ηλεκτρονικό παράβολο … ποσού 296,58 ευρώ), είναι ορισμένη, ως προς το αίτημά της περί θετικής ζημίας ποσού 28.000 ευρώ και επικουρικώς του ποσού των 8.056 ευρώ, απορριπτομένων των ισχυρισμών της εναγομένης περί μη αναφοράς των κινδύνων που κάλυπτε η επικαλούμενη ασφαλιστική σύμβαση, αφού ο ενάγων διατείνεται στο αγωγικό του δικόγραφο ότι η ασφαλιστική του κάλυψη αφορούσε όλους τους κινδύνους, οι δε σχετικοί ισχυρισμοί της εναγομένης περί μη κάλυψης του συγκεκριμένου κινδύνου (επιπλέον αντικείμενο) από τον οποίο επήλθε η βύθιση του πλοίου συνιστά άρνηση της αγωγής. Όμως, ως προς το κονδύλι περί αποθετικής ζημίας η αγωγή είναι απορριπτέα ως αόριστη, διότι δεν αρκεί η αφηρημένη των ως άνω εκφράσεων του άρθρου 298 ΑΚ, ούτε του συνολικώς φερομένου ως διαφυγόντος κέρδους, αλλά απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των συγκεκριμένων περιστατικών, περιστάσεων και μέτρων, που καθιστούσαν πιθανό το κέρδος ως προς τα επί μέρους κονδύλια, καθώς και ιδιαίτερη επίκληση των κονδυλίων αυτών, ώστε να μπορεί να διαταχθεί απόδειξη (ΟλΑΠ 20/1992, ΝοΒ 1993.85), δεδομένου ότι στο υπό κρίση αγωγικό δικόγραφο αναφέρονται μόνο τα μηνιαία κέρδη του ενάγοντος από αλιεία, χωρίς αναφορά α) συγκεκριμένων στοιχείων από τα οποία προκύπτουν τα κέρδη από την αλίευση (μέση ποσότητα αλιευμάτων κατά είδος και τιμή αυτών), ούτε β) ποια τα έξοδα για την αλίευση τους, ώστε, αφαιρουμένων των τελευταίων, να προκύπτουν τα καθαρά κέρδη. Εξάλλου, το ίδιο αίτημα ως εκ της επικαλούμενης σύμβασης ασφαλίσεως είναι μη νόμιμο, αφού το επικαλούμενο -ασφαλιστήριο συμβόλαιο κάλυπτε κινδύνους απώλειας του σκάφους και όχι αποθετική ζημία (βλ. άρθρα 10, 67 ΜΙΑ και στο ελληνικό δίκαιο άρθρο 259 ΚΙΝΔ, Κοροτζή, ΝαυτΔ ΙΙΙ, σελ. 526). Περαιτέρω, η αγωγή, ως προς το αίτημά της περί θετικής ζημίας ποσού 28.000 ευρώ και επικουρικώς του ποσού των 8.056 ευρώ είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 1, 3§2, 5, 27, 55§1, 56 ΜΙΑ 1906 [ως εκ του χρόνου του επίδικου συμβάντος που είναι προηγούμενο της 12ης.8.2016, καθώς έκτοτε ισχύει ο … κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού] και 9.1.1 της ρήτρας IYC, ενώ τα εκτιθέμενα στην αγωγή περιστατικά (αδράνεια εναγομένης για μεγάλο χρονικό διάστημα, διαδοχική αναζήτηση πληροφοριών για το συμβάν – αντιγράφων ποινικής δικογραφίας, συνομιλιών και συμβιβαστικής πρότασης, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του ενάγοντος για καταβολή του ποσού των 28.000 ευρώ) δεν συνιστούν, και αληθή υποτιθέμενα, αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ, διότι ο ενάγων δεν επικαλείται ενέργεια που καθ’ εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ (ΑΠ 1028/2015, Νομος, ΑΠ 1354/2015, ΕλλΔνη 2016.736) και, επομένως, ελλείψει αδικοπραξίας (ή άλλης προσβολής της προσωπικότητας κατά τα άρθρα 57 και 58 ΑΚ) το αίτημα περί ηθικής βλάβης είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο. Επίσης, ως προς το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων υπερημερίας, αυτό, αφού ερείδεται στην επικαλούμενη σύμβαση ασφάλισης θα κριθεί κατά το αγγλικό δίκαιο, ήτοι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35Α του Νόμου Supreme Court Act του 1981 (ονομαζόμενη πλέον “Senior Courts Act”), κατά την οποία το Δικαστήριο, εάν δεν υπάρχει συμβατική ρύθμιση και εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, μπορεί να επιδικάσει τόκους σε ποσοστό που θεωρεί δίκαιο, στο σύνολο ή μέρος της οφειλής και για το όλο ή μέρος του χρονικού διαστήματος από της ημερομηνίας της απώλειας ή βλάβης και μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως. Το σύνηθες στην πρακτική των αγγλικών Δικαστηρίων είναι να επιδικάζονται τόκοι από την ημερομηνία που τα χρήματα έπρεπε να έχουν καταβληθεί, επιδικάζεται δε συνήθως το εμπορικό επιτόκιο, δηλαδή το επιτόκιο, το οποίο ο ενάγων θα πλήρωνε για να δανειστεί χρήματα (ΠολΠρΠειρ 5046/2012, ΕΝαυτΔ 2012.289, ΠολΠρΠειρ 1336/1990, ΕΝαυτΔ 19.6, ΠολΠρΠειρ 1545/1980, ΕΝαυτΔ 9.124). Ως προς το επιτόκιο, ενόψει του ότι η ένδικη οφειλή είναι εκπεφρασμένη στην Ελλάδα και του χρόνου που θα κριθεί αν θα επιδικαστούν τόκοι, αυτοί θα επιδικαστούν κατά την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπολογιζόμενοι από την ημερομηνία απώλειας του ασφαλισμένου πράγματος, αν και μπορεί να αναγνωριστεί μία σύντομη περίοδος χάριτος για τις έρευνες του ασφαλιστή, ενώ λαμβάνεται υπόψη και η καθυστέρηση του ασφαλισμένου (Adcock v Co-Operative Insurance Society Ltd, 2000, Lloyd’s Rer IR.657, βλ. Merkin, Marine Insurance Legislation, σελ.67). Πρέπει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω αναφέρονται στο ουσιαστικό δίκαιο, στο οποίο περιλαμβάνονται και οι τόκοι υπερημερίας, προκειμένου όμως, περί των τόκων επιδικίας, που αρχίζουν από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori) και στην προκειμένη περίπτωση, κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 346 ΑΚ – ΠολΠρΠειρ 5046/2012, ΕΝαυτΔ 2012.289, ΠολΠρΠειρ 1336/1990, ΕΝαυτΔ 19.6). Επομένως, το αίτημα της αγωγής για επιδίκαση τόκων από την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου συνεπαγόμενη την ολική απώλεια του ασφαλισμένου σκάφους είναι νόμιμο κατά το εφαρμοζόμενο αγγλικό δίκαιο σύμφωνα με τα αμέσως προεκτεθέντα, μη νόμιμο το επικουρικό αίτημα για επιδίκαση τόκων από την επικαλούμενη όχληση, κατά το ίδιο δίκαιο, ενώ είναι νόμιμο το έτι επικουρικό αίτημα περί επιδίκασης τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, κρινόμενο κατά το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα. Η εναγόμενη αρνείται την αγωγή ισχυριζόμενη ειδικότερα ότι κάλυπτε κατά την ρήτρα 9.1.5 Ασφάλισης Θαλαμηγών Σκαφών (Institute Yacht Clause 1/11/85) μόνο «πρόσκρουση με τον εξοπλισμό ή τις εγκαταστάσεις του λιμανιού ή της αποβάθρας με οποιαδήποτε χερσαία μεταφορικά μέσα, αεροσκάφη ή παρόμοια αντικείμενα, ή αντικείμενα τα οποία πέφτουν από αυτά», ισχυρισμός ο οποίος είναι νόμιμος διότι η μεν σύγκρουση (collision) νοείται μεταξύ πλοίων, η δε σύγκρουση/πρόσκρουση σε άλλα αντικείμενα θα πρέπει να έχει ασφαλιστεί ειδικώς, όπως η πρόσκρουση στις περιπτώσεις που αναφέρει η επικαλούμενη ρήτρα 9.1.5 IYC και άλλες παρόμοιες σε συναφή νομοθετήματα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού. Περαιτέρω, η εναγόμενη παραδεκτώς με τις προτάσεις της επικαλείται υπαναχώρηση της από την ασφαλιστική σύμβαση, λόγω παράβασης της υπέρτατης καλής πίστης κατά το προσυμβατικό στάδιο, εξαιτίας παράλειψης ανακοίνωσης της πραγματικής αξίας του σκάφους (8.000 ευρώ) και δη του τιμήματος αγοράς αυτού και δήλωσης διογκωμένης αξίας αυτού κατά 250% (28.000 ευρώ), η οποία είναι νόμιμη κατά το εφαρμοζόμενο αγγλικό δίκαιο [άρθρα 17, 18 και 20 MIA 1906, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας περί υπερασφάλισης κατά τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με άρθρο 84 ίδιου νομοθετήματος περί μη υποχρέωσης επιστροφής του ασφάλιστρου επί εξαπάτησης ή παράβασης νόμου εκ μέρους του ασφαλισμένου]. Περαιτέρω, η εναγόμενη παραδεκτώς με τις προτάσεις της επικαλείται παράβαση των εγγυητικών όρων της ασφαλιστικής σύμβασης κατά το εφαρμοζόμενο αγγλικό δίκαιο (warranties) και εντεύθεν απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικής αποζημίωσης, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων δεν τελούσε σε συμμόρφωση με τις αμέσως κατωτέρω αναφερόμενες περί αξιοπλοΐας διατάξεις που προβλέπουν διαμόρφωση του σκάφους με ισχυρό κέλυφος, φρεάτια απορροής ύδατος και εφοδιασμό του σκάφους με αντλίες απάντλησης ύδατος στο επίδικο σκάφος έχοντας καταστήσει αυτό αναξιόπλοο και που, παρά ταύτα, απέπλευσε την ημέρα του ιστορούμενου συμβάντος βύθισης του, αμελή συμπεριφορά που αποτέλεσε την εγγύτατη αιτία του επίδικου συμβάντος, ένσταση που είναι νόμιμη (άρθρο 39§§5 ΜΙΑ 1906), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην (πρώτη) μείζονα σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού σε συνδυασμό και με την υπ’ αριθμ. 4841/Φ7β/52 Κοινή Υπουργική Απόφαση Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας σε συμμόρφωση προς τις διατάξεις της Οδηγίας 94/25 ΕΚ του Συμβουλίου της 16ης Ιουνίου 1994, το οποίο εφαρμόζεται εν προκειμένω, ως ελληνικό δίκαιο λόγω της σημαίας του πλοίου, αφού αφορά κανονισμούς ασφαλείας που έχουν χαρακτήρα δημοσίου δικαίου,  και πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της. Περαιτέρω, η εναγόμενη, επικαλούμενη ότι το επίδικο σκάφος είχε ασφαλιστεί, σύμφωνα με το ισχύον ασφαλιστήριο, για χρήση του ως σκάφους ιδιωτικής αναψυχής, κατά τον επικαλούμενο όρο 3.2 IYC, και, παρά ταύτα, χρήση αυτού για επαγγελματική αλιεία όπως συνομολογείται σε εξώδικη δήλωση του ενάγοντος, κατά την εναγομένη, επικαλείται απαλλαγή από την υποχρέωση της για καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, ένσταση που είναι νόμιμη κατά τα άρθρα 33, 35 ΜΙΑ 1906, 3.2 IYC, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας περί των warranties (βλ. Hardy Ivamy, ο.π., σελ. 54 – 55), και πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της. Τέλος, η εναγόμενη προβάλλει παραδεκτώς με τις προτάσεις της ένσταση για χρήση του ασφαλισμένου σκάφους εκ μέρους του ενάγοντος για επαγγελματική αλιεία με παράνομη διάθεση των προϊόντων αυτής στο εμπόριο κατά παράβαση του άρθρου 1§7 του ΠΔ 373/1985 περί ερασιτεχνικής αλιείας, ήτοι ναυτική αποστολή για μη νόμιμο σκοπό, η οποία είναι νόμιμη σύμφωνα με το άρθρο 41 MIA 1906, το οποίο προβλέπει ως εξυπακουόμενη εγγύηση τη νομιμότητα της ναυτικής αποστολής, η αθέτηση του οποίου, ανεξαρτήτως αιτιώδους συνάφειας προς την επέλευση της ζημίας ή την επίταση του κινδύνου, ελευθερώνει τον ασφαλιστή της ασφαλιστικής ευθύνης (ΑΠ 1584/2011 ΕΝαυτΔ 2012.45, ΕφΠειρ 603/2012, ΕΝαυτΔ 2013.57) και, επομένως, πρέπει να εξεταστεί στην ουσία της, δεδομένου ότι ο ενάγων αρνείται αυτή και όλες τις προεκτεθείσες ενστάσεις της εναγομένης.

Από όλα τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα εκ των σε ξένη γλώσσα συντεταγμένων νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα και από την συνεκτίμηση των προσκομιζόμενων μετ’ επικλήσεως αφενός υπ’ αριθμ. … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Χανίων ένορκης βεβαίωσης του Σ. Λ., ληφθείσα κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. υπ’ αριθμ. … έκθεση επίδοσης Δικ. Επιμελητή Εφετείου Αθηνών Ε. Λ.) και, αφετέρου,  υπ’ αριθμ. … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού ένορκης βεβαίωσης του Ν. Π. και υπ’ αριθμ. … ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού ένορκης βεβαίωσης της Α. Π. αμφότερες ληφθείσες κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως του ενάγοντος (βλ. υπ’ αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης Δικ. Επιμελητή Εφετείου Πειραιώς Δ. Ρ.), από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν κατά την ποινική προδικασία (ΑΠ 288/1971, ΝοΒ, 1971, 876, Τέντες σε Κεραμεύς/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ άρθρο 339, αριθμ. 11), και από όλες τις φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Ο ενάγων συνήψε με έναρξη ισχύος στις 26.9.2012 σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης έναντι των τρίτων και ιδίων ζημιών με την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία (αριθμ. ασφαλιστηρίου …) για το υπό ελληνική σημαία με το όνομα … του οποίου ήταν πλοιοκτήτης, με διάρκεια έως τις 7/7/2012, εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο και τις Ρήτρες Ασφάλισης Θαλαμηγών του Ινστιτούτου του Λονδίνου (Institute Yacht Clauses 1-11-85) με διαγραφή των όρων 5.1, 11 και 19.3.2 αυτών. Η ως ασφαλιστική σύμβαση ανανεώθηκε κατά τη λήξη της μέχρι τις 7.7.2013, όπως προβλεπόταν στο συμβόλαιο και συνομολογείται από τους διαδίκους. Μεταξύ των όρων που περιλαμβάνονται στις εφαρμοζόμενες ρήτρες IYC είναι η ασφάλιση του σκάφους για πρόσκρουση αυτού με τον εξοπλισμό ή τις εγκαταστάσεις του λιμανιού ή της αποβάθρας με οποιαδήποτε χερσαία μεταφορικά μέσα, αεροσκάφη ή παρόμοια αντικείμενα, ή αντικείμενα τα οποία πέφτουν από αυτά. Ως χρήση του σκάφους συμφωνήθηκε η ιδιωτική και ως ασφαλιζόμενη αξία του σκάφους το ποσό των 28.000 ευρώ. Εντούτοις, ο ενάγων είχε αγοράσει το εν λόγω σκάφος από τον Αντώνιο Κορκίδη στις 14.4.2011 αντί τιμήματος 8.000 ευρώ, ποσό στο οποίο ανερχόταν και η πραγματική αξία του, όπως συνομολογείται και από τον ενάγοντα στην αγωγή του, χωρίς να γνωστοποιήσει το γεγονός αυτό (αγορά του σκάφους με το προεκτεθέν τίμημα) στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία πριν την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης ούτε και πριν την ανανέωση της, γεγονός που ο ενάγων δεν αρνείται ούτε με την προσθήκη των προτάσεων του, ανεξαρτήτως της γενικής άρνησης εκ μέρους του της σχετικής ένστασης ένεκα υπερσφάλισης. Το σκάφος «…» ήταν πολυεστερικό ταχύπλοο σκάφος αναψυχής μήκους 6,32 μέτρων, πλάτους 2,50 μέτρων, ύψους 1,97 μέτρων, κινούμενο με εξωλέμβια μηχανή 225 ίππων, έτους ναυπήγησης 2006, νηολογημένου στο Λιμεναρχείο Χανίων με αριθμό 351, για το οποίο είχε χορηγηθεί στον ενάγοντα η υπ’ αριθμ. 9013 από 14-4-2011 άδεια ερασιτεχνικής αλιείας ισχύουσα έως 15-6-2019 και θεωρηθείσα στις 15-6-2011. Σύμφωνα με τον κατασκευαστή (A.Hellas – Ακτοτεχνική Α.Ε.) του εν λόγω σκάφους (τύπου “Macedonia 23 WA”) η γάστρα του εν λόγω σκάφους είναι ενισχυμένη με δύο διαμήκεις δοκούς και δύο νομείς (φρακτές) που ανεξαρτητοποιούν τα διαμερίσματα των υφάλων του. Στις 21-09-2012 ο ενάγων μαζί με τον αδελφό του, Θ. Λ., και τον Σ. Λ. απέπλευσαν με το εν λόγω σκάφος στις 16.00 π.μ. από τον λιμένα Κολυμβαρίου για αλιεία στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή Κολυμβαρίου στον κόλπο Χανίων Κρήτης. Αφού συναντήθηκαν στον κόλπο «Μενιές» με τον Ι. Π., ιδιοκτήτη του φουσκωτού σκάφους Μ.», στο οποίο επέβαινε και ο Γ. Α. και ήπιαν όλοι μαζί καφέ, στις 18:30 οι τρεις επιβαίνοντες στο σκάφος «…» κινήθηκαν ανατολικά για 5 μίλια και ξεκίνησαν το ψάρεμα με σύρτη, που απαιτεί κίνηση του σκάφους με μικρή ταχύτητα. Στην ευρύτερη περιοχή έπνεαν δυτικοί άνεμοι 4-5 με ριπές ισχυροί 6, στρεφόμενοι σταδιακά σε ανατολικών διευθύνσεων. Στις 19:40 ο ενάγων αντιλήφθηκε ότι το σκάφος δεν ανταποκρινόταν στους χειρισμούς του και διαπίστωσε μεγάλη εισροή υδάτων στο σκάφος. Τότε, ειδοποίησε τηλεφωνικώς τις λιμενικές αρχές και το Κεντρικό Λιμεναρχείο Χανίων έδωσε αμέσως εντολή στο Πλωτό Περιπολικό 15 του Λιμενικού Σώματος που έπλεε στην ευρύτερη περιοχή να μεταβεί στο σημείο. Πριν από τις λιμενικές αρχές όμως, στο σημείο κατέφθασε ο ιδιοκτήτης του φουσκωτού σκάφους Μ.», Ι. Π., ο οποίος ψάρευε σε απόσταση 3-4 μιλίων και όταν είδε τρεις φωτοβολίδες που έριξαν οι τρεις ναυαγοί, κινήθηκε προς αυτούς και τους περισυνέλεξε από τη θάλασσα, οι οποίοι κολυμπούσαν στη θάλασσα φορώντας τα σωσίβια τους, αφού το σκάφος του ενάγοντος είχε εντωμεταξύ ήδη αναποδογυρίσει και έπλεε μισοβυθισμένο, με ορατό μόνο το κάτω μέρος της πλώρης και χωρίς να είναι εμφανές το όνομα του και άλλα διακριτικά στοιχεία αυτού. Στις 20:18 το Πλωτό Περιπολικό 15 του Λιμενικού Σώματος κατέφθασε στο σημείο και αφού διαπίστωσε ότι οι ναυαγοί είχαν ήδη περισυλλεγεί και ήταν καλά στην υγεία τους κι ότι δεν υπήρχε θαλάσσια ρύπανση από το σκάφος του ενάγοντος επιχείρησε ανεπιτυχώς ρυμούλκυση του και αποχώρησε μετά από δύο ώρες. Όπως δήλωσε ο ενάγων στις λιμενικές αρχές, η μη ρύπανση οφείλεται στην μικρή ποσότητα καυσίμων που είχε στις δεξαμενές του, ενώ ο τελευταίος και οι λοιποί επιβαίνοντες στο σκάφος του ενάγοντος αναφέρουν ότι κατά την πορεία τους από τον κόλπό στις «Μενιές» άκουσαν ένα κτύπημα στο σκάφος, στο οποίο δεν έδωσαν σημασία, εξ αυτού δε αποδίδουν την βύθιση του σκάφους σε πρόσκρουση του «…» σε επιπλέον στην θάλασσα αντικείμενο. Εντούτοις, από την ως άνω όλως ασαφή αναφορά τους ουδόλως προκύπτει η βύθιση του σκάφους εκ της αιτίας αυτής σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι οποιοδήποτε ρήγμα (που δεν διαπιστώθηκε στο ορατό τμήμα της πλώρης από τις λιμενικές αρχές ή κάποιον άλλο μάρτυρα ή τον ενάγοντα) θα προκαλούσε εισροή ύδατος σε μέρος της γάστρας του σκάφους ως εκ της προπεριγραφείσας κατασκευής του τελευταίου και δεν θα προκαλούσε την βύθιση του και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, ουδόλως προέκυψε ότι η ως άνω επαφή του ασφαλισμένου σκάφους στο άγνωστο επιπλέον αντικείμενο εμπίπτει στον περιοριστικά και ειδικά ασφαλισμένο κίνδυνο από «πρόσκρουση με τον εξοπλισμό ή τις εγκαταστάσεις του λιμανιού ή της αποβάθρας με οποιαδήποτε χερσαία μεταφορικά μέσα, αεροσκάφη ή παρόμοια αντικείμενα, ή αντικείμενα τα οποία πέφτουν από αυτά» ως εκ των ιστορούμενων συνθηκών του ατυχήματος και από τον ίδιο των ενάγοντα. Σε κάθε περίπτωση δε, όπως συνομολογείται στην αγωγή, το σκάφος ασφαλίστηκε, σύμφωνα με αναληθή δήλωση του ενάγοντος για την αξία του στο ποσό των 28.000 ευρώ, ενώ ο ίδιος το είχε αγοράσει πρόσφατα αντί τιμήματος 8.000 ευρώ, αποκρύπτοντας την εν λόγω αγορά και το τίμημα αυτής που είναι το ασφαλέστερο κριτήριο για τον καθορισμό της ασφαλιστικής του αξίας και που στην προκείμενη περίπτωση ανταποκρινόταν στην αληθινή του εμπορική αξία. Ας σημειωθεί ότι ο ενάγων με την προσθήκη του επικαλείται μεν αγορά εξοπλισμού, χωρίς όμως να περιγράφει ειδικά αυτόν και σε αντίθεση με τα ιστορούμενα στην αγωγή και το επικουρικό αγωγικό του αίτημα, υπολογίζοντας τη ζημία του στο ανωτέρω ποσό και όχι στο ποσό των 28.000 ευρώ. Η παρασιώπηση του γεγονότος αυτού (αγορά ασφαλισμένου σκάφους με τίμημα 8.000 ευρώ) επηρέασε την απόφαση της εναγομένης για την κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου, το ύψος του ασφαλίσματος, αλλά και του ασφάλιστρου, κυρίως λόγω των σοβαρών κινδύνων που δημιουργεί η υπερασφάλιση στον ασφαλιστή και, επομένως, νομίμως υπαναχώρησε η εναγόμενη από την ασφαλιστική σύμβαση ένεκα της συνομολογούμενης υπερσφάλισης, κατά τα άρθρα 17, 18, 20 MIA 1906, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού. Κατά συνέπεια, η εναγόμενη απαλάσσεται από την ασφαλιστική κάλυψη του υπερσφαλισθέντος σκάφους σε κάθε περίπτωση, γενομένης δεκτής και κατ’ ουσίαν της εν λόγω ένστασης της εναγομένης. Μετά δε την απόρριψη της αγωγής και (κατ’ επάλληλη αιτιολογία) κατά παραδοχή της προαναφερθείσας ενστάσεως, παρέλκει η εξέταση των λοιπών ενστάσεων που η εναγόμενη προέβαλε. Συνεπώς, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος, λογω της ήττας του, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-

Απορρίπτει την αγωγή.-

Καταδικάζει τον ενάγοντα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800 €).-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 12.8.2019.

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ