ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης : 2826/2019
Αριθμός κατάθεσης έφεσης: …/2017
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Προϊστάμενo της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Φεβρουαρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ: Η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “….” (ΑΦΜ …) που εδρεύει στη Ν. Σ. Αττικής (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολική διάδοχος μετά από συγχώνευση με απορρόφηση της αρχικώς εκκαλούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία « ….» που παραστάθηκε στο ακροατήριο βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ του πληρεξουσίου δικηγόρου Χρήστου ΠΛΕΓΚΑ με A.Μ. … του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΣ: …, κάτοικος … Ζακύνθου, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Μιχάλη ΝΤΑΛΑΚΟΥ με A.Μ. … του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ.
Η εκκαλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-6-2017 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο …/20-6-2017 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ προσδιορισμού : …/2017) κατά της υπ’ αριθμ. 360/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία προσδιορίστηκε για να δικαστεί για την δικάσιμο της 10ης.10.2017, οπότε αναβλήθηκε για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Φέρεται προς συζήτηση μετ’ αναβολή από τη δικάσιμο της 10ης.10.2017 η από 20-6-2017 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο …/20-6-2017 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ προσδιορισμού : …/2017) κατά της υπ’ αριθμ. 360/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, η οποία ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 παρ. 1 2, και 3, 513 παρ. 1, 516, 517 παρ. 1 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, αφού η εκκαλούμενη επιδόθηκε στην εκκαλούσα στις 2/6/2017 (βλ. σχετική επισημείωση στο σώμα του επιδοθέντος αντιγράφου αυτής της Δικαστικής Επιμελήτριας Πειραιώς, Α. Α.) και η κατάθεση της εφέσεως έγινε στις 20-6-2017 με ταυτόχρονη κατάθεση του ηλεκτρονικού παραβόλου …/2017 ποσού 75 ευρώ. Εισάγεται δε αρμοδίως στο Δικαστήριο, αφού πρόκειται για έφεση επί απόφασης που αφορά καταβολή θαλάσσιας ασφαλιστικής αποζημίωσης με ρήτρα δικαιοδοσίας περιεχόμενη στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο των δικαστηρίων του Πειραιά κατά το άρθρο 51 §§1γ΄, 3 Βθ΄ Ν. 2172/1993 και τα άρθρα 42§1, 43 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω η βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της εφέσεως, απορριπτομένων των ισχυρισμών της εκκαλούσας περί μη νόμιμης επαναφοράς των ισχυρισμών του εφεσίβλητου, λόγω επικαλούμενης ενσωμάτωσης στις δευτεροβάθμιες προτάσεις των πρωτοβάθμιων προτάσεων του εφεσίβλητου, το μεν διότι δεν πρόκειται για ενσωμάτωση των πρωτοβάθμιων προτάσεων, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 224/2016, Νομος), το δε διότι η επαναφορά δεν αφορά τους αγωγικούς ισχυρισμούς (ΑΠ 1417/2002, Νομος), ούτε εκείνους που συνιστούν απλώς γενική ή ανεπτυγμένη άρνηση της ιστορικής βάσης της επιθετικής πράξης, όπως αγωγής, ένστασης αντένστασης (ΑΠ 1208/1994, ΕΕΝ 1995.709, Μακρίδου σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 240 αριθμ.2), όπως στην προκείμενη περίπτωση.
ΙΙ. Με την από 27.11.2012 και με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης …/19.12.2015 αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι είναι ιδιοκτήτης του επαγγελματικού τουριστικού σκάφους με την ονομασία «…» που εκτελεί περιηγητικούς πλόες, το οποίο ήταν ασφαλισμένο στην εναγομένη και αρχικώς εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «….» για όλους τους θαλάσσιους κινδύνους, ενσωματώνοντας στην αγωγή ολόκληρο το ασφαλιστήριο συμβόλαιο αποτελούμενο από δύο σελίδες και τους κάτωθι αναφερόμενους όρους του Ινστιτούτου του Λονδίνου στην ελληνική. Ότι κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή τόπο και χρόνο, το σκάφος αυτό προσέκρουσε σε μισοβυθισμένο αντικείμενο με αποτέλεσμα να υποστεί υλικές ζημίες στο γυάλινο κάτω μέρος του, στον άξονα, στο πόδι και στην προπέλα. Ότι ο ενάγων, ως πλοιοκτήτης τούτου, ανήγγειλε τη ζημία του σκάφους του στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρία ανερχομένη σε 10.448,38 ευρώ αφαιρουμένου από αυτήν ποσού 484,00 ευρώ που προβλέπεται ως «εκπιπτόμενο», πλην όμως η εναγομένη αρνείται να του καταβάλει το ποσό αυτό ως ασφαλιστική αποζημίωση. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, ζήτησε, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να υποχρεωθεί η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία να του καταβάλει 9.964,38 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και τη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία, αφού έκρινε ότι αυτή ασκήθηκε αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 14 παρ.1 α΄, 42§1, 43 ΚΠολΔ) σύμφωνα με ρητό όρο στην ασφαλιστική σύμβαση για αρμοδιότητα των Δικαστηρίων Πειραιά και έκρινε αυτή ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στα άρθρα 1επ. ν. 2496/1997 «περί ασφαλιστικής σύμβασης», 914, 297, 298, 346 ΑΚ, 176, 907, 908§1, ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις του Marine Insurance Act 1906, καθώς και τις ρήτρες του Ινστιτούτου για ασφάλιση σκαφών αναψυχής της 1-11-1985, ως δικαίου που έχει συμφωνηθεί ως εφαρμοστέο μεταξύ των διαδίκων, δέχθηκε κατά ένα μέρος αυτή (επιδικάζοντας μικρότερα ποσά των αιτηθέντων για όλες τις περιγραφόμενες στην αγωγή ζημίες) και υποχρέωσε την εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα να καταβάλει στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο το ποσό των 6.765,50 ευρώ με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, κήρυξε την απόφαση προσωρινώς εκτελεστή μέχρι του ποσού των 2.500 ευρώ και επιδίκασε τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της εναγόμενης. Κατά της αποφάσεως αυτής και κατά το μέρος που η αγωγή έγινε δεκτή σε βάρος της, παραπονείται η αρχικώς εκκαλούσα ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «….», τη δίκη της οποίας συνεχίζει η οιονεί καθολική διάδοχος αυτής μετά από συγχώνευση με απορρόφηση ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία “….” κατόπιν της υπ’αριθμ. …/2-1-2018 απόφασης της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή καταχωρηθείσα στο ΓΕΜΗ με αριθμό …/2-1-2018, με την παραδεκτώς κατ’ άρθρο 224 και 526 ΚΠολΔ διορθωθείσα ως προς τον αριθμό της εκκαλουμένης σε ένα σημείο του δικογράφου, ήτοι ως προς προφανή παραδρομή της (ΕφΑθ 2665/1970, Αρμ 1971.149, Μαργαρίτης σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, ΕρμΚΠολΔ, Ι, άρθρο 526, αριθμ. 3, Αθ.Πανταζόπουλος σε Οικονόμου, Η έφεση, άρθρο 526, αριθμ. 4) έφεση της και τους λόγους αυτής που, κατ’ εκτίμηση αυτών, ανάγονται ο πρώτος (υπό Α΄ και Β΄στο εφετήριο) σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τους κινδύνους που κάλυπτε το ασφαλιστήριο του σκάφους και την μη κάλυψη του κινδύνου για τον οποίο επιδικάστηκε η αποζημίωση, ο δεύτερος λόγος περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ειδικά ως προς το αιτούμενο κονδύλιο των 1.800 ευρώ για την θραύση των υαλοπινάκων του σκάφους εκ της επικαλούμενης πρόσκρουσης σε επιπλέον στην θάλασσα αντικείμενο, ο τρίτος λόγος εφέσεως περί εσφαλμένης μη κήρυξης απαραδέκτου λόγω απαγορευμένης κατ’ άρθρο 224 ΚΠολΔ μεταβολής της βάσης της αγωγής, ως εκ της επίκλησης εκ μέρους του ενάγοντος το πρώτον με τις προτάσεις του, ισχυρισμού περί πρόσκρουσης του σκάφους σε ύφαλο ή σε ζημιά προκληθείσα από αμελή συμπεριφορά του καπετάνιου του σκάφους που καλύπτονται από τους IYC. Ζητεί δε την εξαφάνισή της εκκαλουμένης με σκοπό την απόρριψη της αγωγής στο σύνολο της. Επίσης, η ενάγουσα με τις προτάσεις της υποβάλλει παραδεκτώς κατ’ άρθρο 525§3 ΚΠολΔ αίτημα επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, ισχυριζόμενη ότι μετά την κοινοποίηση αντιγράφου εξ απογράφου ά εκτελεστού της εκκαλουμένης μετ’ επιταγής εκτέλεσης στις 14-9-2017, συμμορφούμενη εκουσίως με το διατακτικό της τελευταίας, κατέβαλε τα ειδικά αναφερόμενα ποσα και εν συνόλω το ποσό των 2.969,40 ευρώ και αιτείται την καταβολή του τελευταίου ποσού εντόκως από της καταβολής στον ενάγοντα, άλλως από της συζητήσεως της εφέσεως. Το κύριο αίτημα της εν λόγω αίτησης είναι νόμιμο κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 και 940 του ΚΠολΔ, καθώς αν το δικαστήριο δεχτεί την ανακοπή ή την έφεση οριστικά και κατ’ ουσία και απορρίψει, ολικά ή εν μέρει, την αγωγή, την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε (έστω και εκουσίως), διατάσσει, αν ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρισκόταν πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Όμως, το παρεπόμενο περί τόκων αίτημα είναι νόμιμο μόνο για το χρονικό διάστημα από της επιδόσεως της απόφασης του Δικαστηρίου (εφετείου), διότι, αν η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση συνίσταται στην απόδοση χρημάτων, το ποσό αποδίδεται με αίτηση του δικαιούχου με τους τόκους από τον χρόνο επίδοσης, στον αντίδικο του δικαιουμένου σε επαναφορά, της απόφασης που ανατρέπει την απόφαση που εκτελέστηκε, αφού από τότε καθίσταται υπερήμερος, κατά το άρθρο 340 του ΑΚ, διότι ο γενεσιουργός λόγος της εναντίον του απαιτήσεως για την απόδοση του ποσού αυτού είναι η εξαφάνιση της απόφασης που εκτελέστηκε (ΟλΑΠ 5/2001 ΕλλΔνη 2001.379, ΑΠ 1195/2018, Νομος), απορριπτομένων των αιτημάτων της εκκαλούσας περί καταβολής του ανωτέρω ποσού εντόκως από της καταβολής στον ενάγοντα, άλλως από της συζητήσεως της εφέσεως.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), οι συμβάσεις ασφάλισης που καλύπτουν μεγάλους κινδύνους, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 στοιχείο δ΄ της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973 «περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητος πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής, και την άσκηση αυτής», διέπονται από το δίκαιο που έχουν επιλέξει τα μέρη σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού. Σύμφωνα δε με το προαναφερόμενο στοιχείο δ΄ του άρθρου 5 της ως άνω Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 της Δεύτερης Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988 «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ», μεγάλοι κίνδυνοι είναι μεταξύ άλλων οι κίνδυνοι που κατατάσσονται στον κλάδο 6 του σημείου Α του παραρτήματος της Πρώτης Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (στον οποίο υπάγονται τα πλοία, και συγκεκριμένα τα ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη) και αφορούν κάθε ζημία την οποία υφίστανται ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σκάφη. Περαιτέρω, το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο της θαλάσσιας ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο «περί θαλάσσιας ναυτικής ασφάλισης του 1906», γνωστό με την ονομασία “Marine Insurance Act 1906” (Μ.I.A. 1906), το οποίο τροποποιήθηκε με το νόμο “Insurance Act 2015”, που τέθηκε σε ισχύ 18 μήνες από την ψήφιση του στις 12.2.2015 (ήτοι για περιπτώσεις που έλαβαν χώρα μετά τις 12.8.2016 – βλ. 23.2 αυτού πλην τροποποιήσεων Section 3 του “Rights Against the Insurers” – βλ. 23.3), καθώς και στο κοινό δίκαιο (common law), εφόσον οι διατάξεις τούτου δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ανωτέρω νόμου και στην αγγλική πρακτική (English practice) και ερμηνεύεται από τα αγγλικά δικαστήρια και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου σε συνάρτηση και με τις σχετικές ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής “Institute yachts clauses” από 1.11.1985. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο. Κατά τον “Marine Insurance Act 1906” (Μ.I.A. 1906) προβλέπεται ότι: Άρθρο 1. “Η σύμβαση ναυτικής ασφάλισης αποτελεί σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο, κατά τρόπο και σε έκταση που συμφωνείται με αυτήν κατά θαλασσίων κινδύνων, δηλαδή των κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια“. Ορισμός «θαλάσσιας περιπέτειας» : Άρθρο 3§2 : «Ειδικότερα υπάρχει θαλάσσια περιπέτεια όπου (α) Οποιοδήποτε πλοίο, πράγματα ή άλλα κινητά εκτίθενται σε θαλάσσιους κινδύνους. Αυτή η περιουσία αναφέρεται σε αυτό το Νόμο ως «ασφαλίσιμη περιουσία»…. Ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος: Άρθρο 5. “1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου, ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. 2. Ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ` αυτή και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου, ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του, ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό“. Αποτιμημένο ασφαλιστήριο: Αρθρο 27. “1. Το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. 2. Αποτιμημένο ασφαλιστήριο είναι το ασφαλιστήριο το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος. 3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εν απουσία απάτης, η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίωσης του πράγματος για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας“. Καλυπτόμενες και εξαιρούμενες (ζημίες) απώλειες: Άρθρο 55. “1. Περιλαμβανόμενες και εξαιρούμενες απώλειες. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εκτός αν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, αλλά σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια/ζημιά μη προκληθείσα αιτιωδώς από ασφαλισμένο κίνδυνο. 2α. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενέργειας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου, αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμα και εάν η απώλεια δεν θα είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος“. Μερική και ολική απώλεια: Άρθρο 56. “1. Η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική, είτε μερική, οποιαδήποτε άλλη απώλεια πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. ” Έκταση της ευθύνης του ασφαλιστή για απώλεια: Άρθρο 67. “1. Το ποσό το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια κάτω από το ασφαλιστήριο με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημίωσης“. Περαιτέρω, στην ρήτρα 9 των “Institute yachts clauses” από 1.11.1985 ορίζεται ότι “ΚΙΝΔΥΝΟΙ – Υποκείμενοι πάντοτε στις εξαιρέσεις αυτής της ασφάλισης : 9.1 Η ασφάλιση αυτή καλύπτει απώλεια ή ζημία στο ασφαλισμένο αντικείμενο, η οποία προκαλείται από 9.1.1. κινδύνους της θάλασσας, των ποταμών, των λιμνών ή άλλων πλεύσιμων υδάτων“. Για την ασφάλιση των σκαφών αναψυχής οι διεθνώς εν χρήσει όροι είναι έντυποι του Ινστιτούτου για Σκάφη Αναψυχής, υπό την κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1/11/1985. Η δια των όρων τούτων περιεχόμενη ασφαλιστική κάλυψη δεν είναι κατά παντός κινδύνου (All risks), αλλά κατά συγκεκριμένων μόνο κατηγοριών κινδύνου, που απαριθμούνται αυτοτελώς και περιοριστικώς. Μεταξύ των ασφαλιζομένων κινδύνων περιλαμβάνονται και οι θαλάσσιοι κίνδυνοι (Perils of the seas-ρήτρα 9.1.1), ήτοι οι κίνδυνοι οι οποίοι έχουν σχέση με την πλεύση του ασφαλισμένου πλοίου στην θάλασσα. Ο όρος “Perils of the sea” δεν καλύπτει παν ατύχημα ή συμβάν, το οποίο δυνατόν να επισυμβεί στη θάλασσα. Πρέπει να είναι κίνδυνος εξ αιτίας της θαλάσσης. Η κατηγορία αυτή περικλείει κάθε είδους ναυτικά ατυχήματα πλοίων (ναυάγιο, βύθιση, προσάραξη κ.λπ.) όπως και κάθε είδους ζημία που προκλήθηκε στο πλοίο από επιζήμια ενέργεια της θάλασσας, πλην της συνήθους φθοράς εκ του ταξιδιού ή εκ της ενεργείας ή αμέλειας του ασφαλισμένου ως άμεσου αιτίου. Ο όρος αναφέρεται μόνο σε τυχαία (απρόοπτα) περιστατικά (συμβάντα, ατυχήματα) εξ αιτίας της θαλάσσης και δεν περιλαμβάνει την κανονική ενέργεια των ανέμων και των κυμάτων. Πρέπει, δηλαδή, να είναι ένας κίνδυνος απρόβλεπτος και ένα αποτρέψιμο ατύχημα, όχι ένα προβλέψιμο και αναπόφευκτο αποτέλεσμα και πρέπει να είναι εξ αιτίας της θαλάσσης, όχι απλώς επί της θαλάσσης (“but it is clear that there must be a peril, an unforseen and inevitable result and it must be of the seas, not mevely on the seas” βλ. απόφαση Xantho, 12 APP Cas, σελ. 509, Templeman on MARINE Insurance 6th edit P. 134, πρβλ. ΕφΠειρ 727/2014, Νομος). Τέλος, από τις ανωτέρω διατάξεις του Μ.Ι.Α. 1906 που δεν προσκρούουν στην αγγλική πρακτική και στους “Institute yachts clauses 1.11.1985” συνάγεται ότι τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή απέναντι του ασφαλισμένου καθορίζει κατ’ αρχήν το ασφαλιστήριο ή τα ενσωματωμένα σε αυτό έγγραφα ή εκείνα στα οποία αναφέρεται το ασφαλιστήριο. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφόσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (από δόλια ενέργεια) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος. Επίσης, εάν το ασφαλιστήριο δεν ορίζει διαφορετικά, ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για φυσιολογική φθορά, φυσιολογική διαρροή και ζημία, ροπή προς ζημία, ή λόγω της φύσεως του αντικειμένου της ασφαλίσεως ή για οποιαδήποτε άλλη ζημία που αιτιωδώς προκαλείται από αρουραίους ή τρωκτικά ή για οποιονδήποτε άλλη βλάβη στις μηχανές που δεν προκαλείται αιτιωδώς από θαλάσσιους κινδύνους (καλυπτόμενες και εξαιρούμενες ζημίες ή απώλειες – άρθρο 55 παρ. 1 και 3 Μ.Ι.Α. 1906). Έτι ειδικότερα, κατά την προαναφερομένη διάταξη, ο ασφαλιστής είναι υπόχρεος για κάθε ζημία ή απώλεια, που εγγύτερη αιτία έχει αυτή, για την οποία υπάρχει ασφαλισμένος κίνδυνος. Δηλαδή, για τη θεμελίωση της εν λόγω ευθύνης του ασφαλιστή πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ζημιογόνου γεγονότος, ήτοι του ασφαλισμένου κινδύνου, και της προξενηθείσας ζημίας, κατ’ εφαρμογή του κανόνος «causa proxima non remota spectatur». Κατά συνέπεια, η ζημία πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της εγγυτέρας (proxima) προς αυτήν κειμένης αιτίας (causa), η οποία να αποτελεί ασφαλισμένο κίνδυνο (σχετ. με την έννοια της causa proxima από τους ερμηνευτές του αγγλικού ασφαλιστικού δικαίου και την απολύτως κρατούσα άποψη στη νομολογία των αγγλικών Δικαστηρίων : E.R Ηardy Ivamy, “Chalmers’ Marine Insurance Act 1906” υπό το άρθρο 55, σελ. 78, Templeman on Marine Insurance – Its principles and practice – 6th edition, σ. 190 – 191). Περαιτέρω, η μεν σύγκρουση (collision) νοείται μεταξύ πλοίων (βλ. όμοια στο ελληνικό δίκαιο για τη διαφοροποίησης υλικής επαφής του πλοίου με άλλο πλοίο – που καλείται «σύγκρουση» – και της υλικής επαφής με άλλο αντικείμενο ΠολΠρΠειρ 1625/1999, Νομος, ΜΠρΠειρ 5509/2000, Νομος, Καμβύση, Ιδιωτ. Ναυτ. Δίκαιο εκδ. 1982, σελ. 620-621), η δε σύγκρουση/πρόσκρουση σε άλλα αντικείμενα θα πρέπει να έχει ασφαλιστεί ειδικώς, όπως η πρόσκρουση στις περιπτώσεις που αναφέρει η ρήτρα 9.1.5 IYC και άλλες παρόμοιες σε συναφή νομοθετήματα (π.χ. ρήτρα 4.1.7 IVCH – βλ. F.Rose, Marine Insurance Law and Practice, σελ. 307, 314) ή η ρήτρα “ελεύθερη μερικής αβαρίας” με την οποία καλύπτονται και οι κίνδυνοι από πρόσκρουση σε ξένο σώμα (ΕφΑθ 11771/1988, ΕΝαυτΔ 1991.177). Ειδικότερα δε κατά την ρήτρα 9.1.5 Ασφάλισης Θαλαμηγών Σκαφών (Institute Yacht Clause 1/11/85), η ασφαλιστική κάλυψη αφορά μόνο «πρόσκρουση με τον εξοπλισμό ή τις εγκαταστάσεις του λιμανιού ή της αποβάθρας με οποιαδήποτε χερσαία μεταφορικά μέσα, αεροσκάφη ή παρόμοια αντικείμενα, ή αντικείμενα τα οποία πέφτουν από αυτά». Τέλος, αν το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων υπερημερίας ερείδεται στην επικαλούμενη σύμβαση ασφάλισης θα κριθεί κατά το αγγλικό δίκαιο, ήτοι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 35Α του Νόμου Supreme Court Act του 1981 (ονομαζόμενη πλέον “Senior Courts Act”), κατά την οποία το Δικαστήριο, εάν δεν υπάρχει συμβατική ρύθμιση και εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα, μπορεί να επιδικάσει τόκους σε ποσοστό που θεωρεί δίκαιο, στο σύνολο ή μέρος της οφειλής και για το όλο ή μέρος του χρονικού διαστήματος από της ημερομηνίας της απώλειας ή βλάβης και μέχρι της εκδόσεως της αποφάσεως. Το σύνηθες στην πρακτική των αγγλικών Δικαστηρίων είναι να επιδικάζονται τόκοι από την ημερομηνία που τα χρήματα έπρεπε να έχουν καταβληθεί, επιδικάζεται δε συνήθως το εμπορικό επιτόκιο, δηλαδή το επιτόκιο, το οποίο ο ενάγων θα πλήρωνε για να δανειστεί χρήματα (ΠολΠρΠειρ 5046/2012, ΕΝαυτΔ 2012.289, ΠολΠρΠειρ 1336/1990, ΕΝαυτΔ 19.6, ΠολΠρΠειρ 1545/1980, ΕΝαυτΔ 9.124). Προκειμένου όμως, περί των τόκων επιδικίας, που αρχίζουν από το χρόνο ασκήσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση του ποσού που θα επιδικασθεί, αυτοί κρίνονται κατά το δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου (lex fori), ήτοι επί αγωγής ασκηθείσας σε ελληνικά δικαστήρια κατά το ελληνικό δίκαιο (άρθρο 346 ΑΚ – ΠολΠρΠειρ 5046/2012, ΕΝαυτΔ 2012.289, ΠολΠρΠειρ 1336/1990, ΕΝαυτΔ 19.6).
IV. Από την προσήκουσα εκτίμηση της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρα απόδειξης Ν. Π. και της ενόρκου καταθέσεως της μάρτυρος ανταπόδειξης Ε. Ρ., οι οποίες εκτιμώνται καθ’ αυτές και σε συνδυασμό προς τα λοιπά αποδεικτικά μέσα κατά τον λόγο γνώσεως και τον βαθμό αξιοπιστίας τους και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν και τα οποία χρησιμεύουν για άμεση απόδειξη και για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αφού επιτρέπεται το εμμάρτυρο, λαμβανομένων υπ’ όψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, από όλα τα μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενα έγγραφα εκ των εις ξένη γλώσσα συντεταγμένων νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα, από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε και την προσκομιζόμενη με επιμέλεια της εναγομένης ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη της εταιρίας …, εκτιμώμενης κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ ως ιδιωτικής γνωμοδότησης αποδείχθηκαν τα εξής : O ενάγων και ήδη εφεσίβλητος είναι πλοιοκτήτης του επαγγελματικού τουριστικού σκάφους «…», έτους κατασκευής 1996, νηολογίου Πειραιά με αριθμό …, κατασκευασμένου από πλαστικό και με 4 υαλοπίνακες τοποθετημένους σε τμήμα της γάστρας για την παρατήρηση του βυθού, το οποίο ελλιμενίζεται στο λιμάνι του Πόρτο Ρώμα Ζακύνθου και με το οποίο ο ενάγων εκτελεί περιηγητικούς πλόες περί τη Ζάκυνθο. Το εν λόγω τουριστικό σκάφος κατά τη χρονική περίοδο από 27-5-2010 έως 27-11-2010 ήταν ασφαλισμένο στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρία δυνάμει του υπ’ αριθμ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου ανανέωσης, αφενός για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη για σωματικές βλάβες και για υλικές ζημίες, καθώς και για πρόκληση θαλάσσιας ρύπανσης, και αφετέρου για την περίπτωση επέλευσης ασφαλιστέου κινδύνου στο σκάφος και στις μηχανές του. Μεταξύ των συμβαλλομένων συμφωνήθηκε για τις ίδιες ζημιές ως εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο, που εν προκειμέν είναι ο ΜΙΑ 1906 [ως εκ του χρόνου του επίδικου συμβάντος που είναι προηγούμενο της 12ης.8.2016, καθώς έκτοτε ισχύει ο “Insurance Act 2015”, κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό ΙΙΙ) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού] και οι Ρήτρες Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής του Ινστιτούτου του Λονδίνου (Institute Yacht Clauses 1-11-85) με διαγραφή των όρων 3.2, 5, 11 και 19 αυτών και οι Ρήτρες Ασφάλισης Περί Ταχύπλοων Σκαφών του Ινστιτούτου του Λονδίνου (Institute Yacht Clauses 1-11-85) με διαγραφή των όρων 4 και 5 αυτών. Μεταξύ των όρων που περιλαμβάνονται στις εφαρμοζόμενες ρήτρες ασφάλισης σκαφών αναψυχής του Ινστιτούτου του Λονδίνου είναι η ασφάλιση του σκάφους για πρόσκρουση αυτου με τον εξοπλισμό ή τις εγκαταστάσεις του λιμανιού ή της αποβάθρας με οποιαδήποτε χερσαία μεταφορικά μέσα, αεροσκάφη ή παρόμοια αντικείμενα, ή αντικείμενα τα οποία πέφτουν από αυτά, ήτοι περιοριστικώς ως προς τον συγκεκριμένο κίνδυνο (πρόσκρουση) στις περιπτώσεις που αναφέρονται στη ρήτρα και μόνο. Στο ίδιο πνεύμα και με όμοιο ρυθμιστικό περιεχόμενο ορίζεται στις ρήτρες ασφάλισης περί ταχύπλοων σκαφών ότι η απώλεια ή η ζημιά της μηχανής και των συνδέσεων της, του πηδαλίου, του εξωτερικού στηρίγματος του ελικοφόρου άξονα, της προπέλας, του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού και των μπαταριών του σκάφους καλύπτεται μόνο για συγκεκριμένους κινδύνους και δη για ημιβύθιση σαν αποτέλεσμα κακοκαιρίας, κλοπή, πυρκαγιά και κατά την τοποθέτηση τους κατά τους εκεί ειδικότερα αναφερόμενους όρους και, τέλος, στην περίπτωση που το σκάφος προσάραξε, βυθίστηκε, κάηκε ή έπιασε φωτιά ή συγκρούστηκε με άλλο πλοίο ή ήρθε σε επαφή με άλλο πλοίο, προκυμαία ή προβλήτα. Ως χρήση του σκάφους συμφωνήθηκε η τουριστική και ως ασφαλιζόμενη αξία του σκάφους το ποσό των 44.020 ευρώ. Η τουριστική χρήση δε του επίδικου σκάφους και η δυνατότητα αυτού ή μη να αναπτύξει εν τοις πράγμασι την ταχύτητα που αναπτύσσει ένα ταχύπλοο σκάφος είναι αδιάφορο για το κύρος της συμφωνίας των μερών ως προς το εφαρμοστέο δίκαιο μεταξύ τους και δη τις ρήτρες περί ταχύπλοων σκαφών, όπως είναι αδιάφορη η χρήση του σκάφους για επαγγελματική χρήση, αναφορικά με τις Ρήτρες Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής και το αν θα αναπτύξουν αυτές ισχύ, εφόσον οι συμβαλλόμενοι τις επέλεξαν και μάλιστα ειδικώς εξαιρώντας συγκεκριμένες από αυτές. Στις 15-6-2010 και περί ώρα 9.15 π.μ. ο ενάγων απέπλευσε από το λιμάνι Πόρτο Ρώπα Ζακύνθου για τουριστική περιήγηση προς τον Λαγανά Ζακύνθου με 17 ενήλικους επιβαίνοντες και επτά παιδιά. Κατά την επιστροφή του και ενώ το σκάφος βρισκόταν στο ανατολικό μέρος του ακρωτηρίου «Γεράκι», προσέκρουσε σε (βράχο) ύφαλο με αποτέλεσμα το σκάφος του να υποστεί υλικές ζημίες στον άξονα, στο πόδι και στην προπέλα. Ειδικότερα, σύμφωνα και με το προσκομιζόμενο έγγραφο εκ μέρους του ενάγοντος του μηχανικού Σ. Β. που επισκεύασε την προπέλα (μόνο για εφεδρική χρήση), η πρόσκρουση ήταν σφοδρή, καθώς τα δύο φτερά της προπέλας είχαν διπλώσει και ήταν αδύνατη η επαναφορά τους, ενώ τμήμα του ποδιού αυτής αποκόπηκε. Οι φθορές αυτές κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας στην ανοικτή θάλασσα είναι συμβατές μόνο με πρόσκρουση σε βράχο (ύφαλο) και όχι σε μισοβυθισμένο βαρέλι στην θάλασσα που επιπλέει σε αυτή, το οποίο ως επιπλέον και επομένως κινούμενο στη θάλασσα αντικείμενο, θα προκαλούσε στην χειρότερη περίπτωση απλή στρέβλωση των βλαφθέντων τμημάτων του σκάφους σε περίπτωση επαφής του τελευταίου με αυτό. Εξάλλου, και ο ίδιος ο ενάγων, τόσο στην δήλωση του προς την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, όσο και στο ημερολόγιο του πλοίου κάνει λόγο «για δυνατό θόρυβο που πιθανόν να προήλθε είτε από κτύπημα σε βράχο ή ίσως από μισοβυθισμένο βαρέλι». Επίσης, οι ισχυρισμοί του ενάγοντος περί ραγίσματος των τριών υαλοπίνακων του σκάφους πέραν των προεκτεθέντων κινητήριων τμημάτων του από την ανωτέρω πρόσκρουση ελέγχεται ως ουσία αβάσιμος, καθώς η πρόσκρουση σε βράχο θα επέφερε τη θραύση και όχι το ράγισμα των υαλοπίνακων, ενώ δεν παρατηρήθηκαν ίχνη πρόσκρουσης στην υπόλοιπη γάστρα του σκάφους, γεγονός ασύμβατο με την επικαλούμενη πρόσκρουση (βλ. και φωτογραφίες σκάφους, καθώς και την ανωτέρω ιδιωτική γνωμοδότηση). Μετά την παραπάνω πρόσκρουση, ο ενάγων αντικατέστησε την προπέλα με την εφεδρική και επέστρεψε στο λιμένα Πόρτο Ρώμα, όπου και αποβιβάστηκαν οι επιβάτες του σκάφους. Ακολούθως, προέβη σε επισκευή της προπέλας με προσωρινό χαρακτήρα, αφού δεν ήταν δυνατή ζυγοστάθμιση της, λόγω αδυναμίας πλήρους επαναφοράς αυτής στην πρό της πρόσκρουσης κατάσταση. Μετά δε την ως άνω επισκευή και την επιθεώρηση του σκάφους από τον Νηογνώμονα, ο ενάγων συνέχισε τους περιηγητικούς πλόες, καθώς του επετράπη αυτό από το Λιμεναρχείο Ζακύνθου μετά από προσκόμιση βεβαίωσης αξιοπλοϊας. Εντούτοις, ως εκ των δύο ανωτέρω όρων στις συμφωνηθείσες ως εφαρμοστέες ρητρες που προαναφέρθηκαν, το σκάφος ήταν ασφαλισμένο περιοριστικώς ως προς τον συγκεκριμένο κίνδυνο (πρόσκρουση) για πρόσκρουση αυτου με τον εξοπλισμό ή τις εγκαταστάσεις του λιμανιού ή της αποβάθρας με οποιαδήποτε χερσαία μεταφορικά μέσα, αεροσκάφη ή παρόμοια αντικείμενα, ή αντικείμενα τα οποία πέφτουν από αυτά η δε απώλεια ή η ζημιά της μηχανής και των συνδέσεων της, του πηδαλίου, του εξωτερικού στηρίγματος του ελικοφόρου άξονα, της προπέλας, του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού και των μπαταριών του σκάφους καλύπτεται μόνο για συγκεκριμένους κινδύνους και δη για ημιβύθιση σαν αποτέλεσμα κακοκαιρίας, κλοπή, πυρκαγια και κατά την τοποθέτηση κατά τους εκεί ειδικότερα αναφερόμενους όρους και, τέλος, στην περίπτωση που το σκάφος προσάραξε, βυθίστηκε, κάηκε ή έπιασε φωτιά ή συγκρούστηκε με άλλο πλοίο ή ήρθε σε επαφή με άλλο πλοίο, προκυμαία ή προβλήτα και όχι για πρόσκρουση του σκάφους σε βράχο σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό ΙΙΙ) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού. Η δε επίκληση αμελούς συμπεριφοράς εκ μέρους του καπετάνιου του πλοίου από τον ενάγοντα το πρώτον με τις προτάσεις του συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού πρόκειται για επίκληση άλλου ασφαλισμένου κινδύνου που ουδόλως αναφέρεται (έστω και διηγηματικώς) στο αγωγικό δικόγραφο, καθώς εκεί ουδεμία αναφορά γίνεται στους χειρισμούς του καπετάνιου του σκάφους – πλοιοκτήτη αναφορικά με το επίδικο συμβάν έως το σημείο της πρόσκρουσης του και, επομένως, ουδεμία αναφορά γίνεται σε αμελή συμπεριφορά του, η οποία επισύρει την εφαρμογή άλλου κανόνα δικαίου περί κάλυψης διαφορετικού ασφαλιστικού κινδύνου (υπό 9.2 Ρητρών του Ινστιτούτου Ασφάλισης Σκαφών Αναψυχής), ήτοι πρόκειται, με άλλα λόγια, περί προσθήκης νέων πραγματικών περιστατικών που κατατείνουν στην προβολή δεύτερης βάσης δίπλα στην αρχική κατά παράβαση του άρθρου 224 ΚΠολΔ και όχι για συμπλήρωση υπάρχουσας ιστορικής βάσης, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος με τις προτάσεις του (ΑΠ 804/2005, Νομος, ΕφΠειρ 1071/1999, ΔΕΕ 2001.408, βλ. εκτενώς για την διάκριση Άνθιμο, Η μεταβολή της βάσης της αγωγής στην πολιτική δίκη, 2012, σελ. 113 επ. με περαιτέρω παραπομπές). Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ανωτέρω ναυτικό ατύχημα και ιδίως ως προς τους ασφαλιστικούς κινδύνους που κάλυπτε το επίδικο ασφαλιστήριο και εσφαλμένα εφάρμοσε τις ανωτέρω συμφωνηθείσες ως εφαρμοστέες διατάξεις του αγγλικού δικαίου, καθώς και του άρθρου 224 ΚΠολΔ, και, επομένως, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι τρεις πρώτοι λόγοι εφέσεως ως βάσιμοι στην ουσία τους, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το μέρος που μεταβιβάστηκε στο Δικαστήριο και αφού κρατηθεί η υπόθεση, πρέπει να απορριφθεί η από 27.11.2012 και με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης …/19.12.2015 αγωγή του ενάγοντος – εφεσίβλητου και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό, ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε στη γραμματεία του Ειρηνοδικείου κατά την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ). Τέλος, από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την εκκαλούσα εξοφλητική απόδειξη του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσίβλητου, ενεργούντος για λογαριασμό του τελευταίου, προκύπτει ότι μετά την κοινοποίηση αντιγράφου εξ απογράφου ά εκτελεστού της εκκαλουμένης μετά της από 29.5.2017 επιταγής, η εκκαλούσα κατέβαλε στον εφεσίβλητο στις 14-9-2017, συμμορφούμενη με το διατακτικό της εκκαλουμένης για κεφάλαιο ποσό 2.500 ευρώ (ποσό για το οποίο κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή), για τέλη απογράφου ποσό 126 ευρώ, για έξοδα σύνταξης επιταγής 280 ευρώ, για έξοδα παραγγελίας προς επίδοση 20 ευρώ και για έξοδα επίδοσης 43,40 ευρώ, ήτοι κατέβαλε σε εκτέλεση της εκκαλουμένης και κατά το ποσό που αυτή ήταν προσωρινά εκτελεστή το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών (2.500 + 126 + 280 + 20 + 43,40 = 2.969,40€), η οποία, όμως με την παρούσα απόφαση εξαφανίστηκε, απορριπτομένης της αγωγής τελεσιδίκως. Κατά συνέπεια, πρέπει να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να καταβάλει εντόκως από την επομένη της επιδόσεως της απόφασης του Δικαστηρίου (εφετείου), γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος της εκκαλούσας περί επαναφοράς.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.-
Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 360/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.-
Κρατά και δικάζει επί της από 27.11.2012 και με γενικό – ειδικό αριθμό κατάθεσης …/19.12.2015 αγωγής.-
Απορρίπτει την αγωγή.-
Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου που μνημονεύεται στο σκεπτικό στην εκκαλούσα.-
Δέχεται εν μέρει την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.-
Διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν, πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε.-
Υποχρεώνει τον εφεσίβλητο να καταβάλει στην εκκαλούσα το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών (2.969,40€), εντόκως από την επομένη της επιδόσεως της απόφασης του Δικαστηρίου.-
Καταδικάζει τον εφεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία το Δικαστήριο ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ.-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 12.8.2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ