Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης :  2827 /2019

Αριθμός κατάθεσης έφεσης: …/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Προϊστάμενo της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

ΣYNEΔPIAΣE δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Φεβρουαρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΚΚΑΛΩΝ: … του Ν., κάτοικος …, που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Γεώργιου ΣΟΥΜΕΛΑ (Α.Μ. … του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ: 1) Η εταιρεία με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στην Μ. Λ. και εκπροσωπείται νόμιμα στην Ελλάδα από την … που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Νικολάου ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ (Α.M. … του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ), δυνάμει του από 23.4.2018 πληρεξουσίου εγγράφου του νομίμου εκπροσώπου της, Π. Π., με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του.

2) Η εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει κατά το καταστατικό της στην Μ. Λ., είναι νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα (Ν. 89/67 και A.N. 378/68), και διατηρεί γραφεία στην Β. Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου Νικολάου ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ (Α.Μ. … του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ), δυνάμει του από 23.4.2018 πληρεξουσίου εγγράφου του νομίμου εκπροσώπου της, Π. Π., με θεώρηση του γνησίου της υπογραφής του.

3) …, κάτοικος  …… Αττικής, ως νόμιμος εκπρόσωπος, διευθυντής και διαχειριστής της δεύτερης εναγομένης-εφεσίβλητης, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, ήταν απών.

Ο εκκαλών ζητά να γίνει δεκτή η από 24-9-2018 έφεση του (ΓΑΚ – ΕΑΚ : …/2018) κατά της υπ’ αριθμ. 80/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία προσδιορίστηκε για να δικαστεί για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς του και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται  στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Φέρεται προς συζήτηση η από 24-9-2018 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ : …/2018) κατά της υπ’ αριθμ. 80/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 591 επ. 621, 622 ΚΠολΔ όπως ισχύουν μετά τον Ν. 4335/2015, σε συνδυασμό με άρθρο 82 ΚΙΝΔ), η οποία ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα  495  παρ. 1 και 2, 513 παρ. 1, 516, 517, παρ. 1 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, για την άσκηση της οποίας, ως αφορώσας εργατική διαφορά, δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρο 495§4 ΚΠολΔ), καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις 14/9/2018 (βλ. επισημείωση στο επιδοθέν αντίγραφο της απόφασης Δικαστικής Επιμελήτριας Πειραιώς, Α.  Α.) και η έφεση κατατέθηκε στις 27-9-2018 αρμοδίως κατά το άρθρο 51 Ν. 2172/1993, αφού το αίτημα της αγωγής αφορά αμοιβή από παροχή εργασίας σε πλοίο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω η βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της εφέσεως. Η δήλωση βίαιης διακοπής της δίκης που έγινε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο των δύο πρώτων εναγομένων, καθώς και με τις προτάσεις των τελευταίων, γνωστοποιώντας τον θάνατο του τρίτου εναγόμενου – απλού ομοδίκου τους δεν επιφέρει την διακοπή της δίκης στην προκείμενη περίπτωση, καθώς η γνωστοποίηση γίνεται από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη και εν προκειμένω (επί θανάτου) από τους καθολικούς διαδόχους του αποβιώσαντος (ΑΠ 6/2019, Νομος) ή και από αυτόν που ήταν κατά τη στιγμή που επήλθε ο λόγος της διακοπής πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου, στο πρόσωπο του οποίου επήλθε ο λόγος αυτός (ΑΠ 816/2015, Νομος) ή από τον αναγκαίο ομόδικο του, όχι όμως από τον αντίδικο ή τον απλό ομόδικο του αποβιώσαντος, όπως εν προκειμένω οι γνωστοποιούντες το διακοπτικό γεγονός (ΑΠ 1729/2017, Νομος). Συνεπώς, η μη γνωστοποίηση της διακοπής της δίκης κατά ένα εκ των περιοριστικώς ανωτέρω αναφερομένων τρόπων δεν έχει συνέπειες στην παρούσα δίκη, ως προελέχθη (ΕφΑθ 3533/1993, ΑρχΝ 1994.415, βλ. Μακρίδου σε Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, άρθρο 287, αριθμ. 3 και εκτενώς επί μη προσήκουσας γνωστοποίησης προκειμένου για αποβιώσαντα διάδικο Παϊσίδου, Η διακοπή και η επανάληψη της δίκης κατά τον ΚΠολΔ, 2001, σελ. 293 επ. και τις εκεί παραπομπές) ούτε αναπληρώνεται από τη γνώση του περιστατικού (ΕφΑθ 2732/1987, ΕλλΔνη 1988.326). Επομένως, η υπόθεση θα εκδικαστεί ωσεί παρόντος του τρίτου εφεσίβλητου (άρθρο 524§4 ΚΠολΔ), ο οποίος κλήθηκε εμπροθέσμως και νομίμως στη συζήτηση της (βλ. υπ’ αριθμ. 8698Δ΄/11-12-2018 έκθεση επίδοσης Δικ. Επιμελητή Εφετείου Πειραιώς ………………

ΙΙ. Από το άρθρο 75 ΚΙΝΔ προκύπτει ότι παρεπόμενο της λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης του ναυτικού αποτελεί η καταβολή αποζημίωσης από τον πλοιοκτήτη στο ναυτικό, διάταξη που ρυθμίζει εξαντλητικά το πότε αυτή οφείλεται στο ναυτικό. Η αποζημίωση απολύσεως δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, αλλά ο τόκος άρχεται από της οχλήσεως και κατά πάσα περίπτωση από της επιδόσεως της αγωγής (ΕφΠειρ 19/2016, Νομος, ΕφΠειρ 53/2013, Νομος, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009.102, αντίθετα ΜΠρΠειρ 47/1994, ΤΝΠ ΔΣΑ, Κοροτζής, ΝαυτΔ Ι, σ. 383). Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 341 και 345 παρ. 1 του ΑΚ προκύπτει, ότι, όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής, σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, δικαιούται να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή, εκτός αν για την εκπλήρωση της παροχής έχει συμφωνηθεί ορισμένη ημέρα, οπότε ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής ή αν για την εκπλήρωση της παροχής έχει ταχθεί ορισμένη προθεσμία από την καταγγελία, οπότε ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος όταν, αφού γίνει η καταγγελία, παρέλθει η προθεσμία. Όχληση είναι η πρόσκληση του δανειστή προς τον οφειλέτη να εκτελέσει την παροχή. Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, η ακριβής, ορισμένη και σαφής κατά το περιεχόμενο της προς τον οφειλέτη όχληση του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλής του, δηλαδή εκείνη από την οποία προκύπτει, πέραν από το χρόνο στον οποίο αναφέρεται, και το είδος αλλά και η ακριβής ποσότητα της παροχής, καθιστά τον τελευταίο υπερήμερο, με συνέπεια, εκτός των άλλων, ο δανειστής να έχει το δικαίωμα από τη διάταξη του άρθρου 345 εδ. α΄ του ΑΚ να ζητήσει τον οριζόμενο με το νόμο ή τη δικαιοπραξία τόκο υπερημερίας. Η εν λόγω όχληση δεν είναι ορισμένη και σαφής, ούτε επιφέρει τα κατά τα άρθρα 340 και 345 του ΑΚ πιο πάνω έννομα αποτελέσματα, όταν δεν αναφέρεται στο πραγματικό καθ’ ύψος οφειλόμενο ποσό, η περί του οποίου ανακρίβεια δεν είναι τόσο μικρή, ώστε κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 288 του ΑΚ να ισχύσει για το μικρότερο ποσό που πράγματι οφείλεται, ιδιαίτερα δε όταν η ταυτότητα του τελευταίου δεν προκύπτει ούτε και από τα υπόλοιπα στοιχεία της ενοχής (ΑΠ 751/2017, Νομος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321 παρ.1, 323, 349, 350, 352 και 356 ΑΚ συνάγεται ότι ο δανειστής γίνεται υπερήμερος, αν δεν αποδεχθεί την προσφερόμενη παροχή, εφόσον αυτή είναι πραγματική και προσήκουσα, δηλαδή προσφέρεται ό,τι οφείλεται στον προσήκοντα τόπο και χρόνο. Εξάλλου, όπως συνάγεται από τα άρθρα 316, 416, 427 και 431 ΑΚ, για να επέλθει απόσβεση της ενοχής με δημόσια κατάθεση της παροχής πρέπει, αφενός να υπάρχει νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί την κατάθεση, τέτοιος δε είναι και η υπερημερία του δανειστή και αφετέρου η κατάθεση να έχει ως αντικείμενο ακριβώς την οφειλόμενη παροχή, διότι, αν αυτή έχει ως αντικείμενο άλλη παροχή ή ολιγότερο της οφειλομένης, ισοδυναμεί προς μερική καταβολή, στην οποία δεν δικαιούται ο οφειλέτης και ως εκ τούτου δεν επιφέρει τη μερική απόσβεση της ενοχής κατά το κατατεθέν μέρος, εκτός αν συναινεί σε αυτό ο δανειστής (ΑΠ 146/1997, ΝοΒ 1998.1058). Εντούτοις, αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 316 ΑΚ, όταν η απόρριψη από τον δανειστή της μερικής εκπλήρωσης αντίκειται στην καλή πίστη (288 ΑΚ) ή παρίσταται καταχρηστική. Ιδίως τούτο ισχύει όταν το απομένον υπόλοιπο της παροχής είναι ασήμαντο και επουσιώδες ή όταν επί χρηματικού χρέους ουδέν καλώς εννοούμενο συμφέρον του δανειστή διακυβεύεται ως προς το υπόλοιπο της παροχής (Μπαλής, ΕνοχΔ, § 37, αριθμ. 8, σ. 138, Λιτζερόπουλος, ΣτοιχΕνοχΔ, § 121, σ. 205, Ζέπος, ΕρμΑΚ, άρθρο 316, αριθμ.7, Κρητικός σε Γεωργιάδη/Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 316, αριθμ.12, Κατράς, Αγωγές, Αιτήσεις & Ενστάσεις του Ενοχικού Δικαίου Αστικού Κώδικα, § 6, αριθμ.3, σελ. 152. Πρβλ. για προϋποθέσεις και περιπτωσιολογία και Βαλτούδη, Ζητήματα μερικής μη εκπλήρωσης της παροχής στο ιδιωτικό δίκαιο, ΕλλΔνη 2015, σ. 648 επ.). Τέλος, η καταβολή με επιφύλαξη δεν παύει να αποτελεί εξόφληση της υποχρέωσης του οφειλέτη, δεν βλάπτει τον δανειστή και, επομένως, αυτός δεν δικαιούται να αρνηθεί την υπό επιφύλαξη παροχή, αλλιώς περιέρχεται σε υπερημερία δανειστή. Για τον οφειλέτη η επιφύλαξη σημαίνει διατήρηση αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη ή το ύψος του χρέους του, με την έννοια ότι η καταβολή δεν αποτελεί ομολογία της οφειλής του και, εφόσον αποδείξει ότι κατέβαλε αχρεωστήτως, μπορεί να αναζητήσει τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του δανειστή, οπότε δεν μπορεί να αντιταχθεί εναντίον του ένσταση από τα άρθρα 905§1 και 906 ΑΚ (Καποδίστριας, ΕρμΑΚ, άρθρο 416, αριθμ. 46, Σταθόπουλος, Γεν ΕνοχΔ, 2004, § 18, αριθμ. 38, Κατράς, ο.π., § 78, σ. 1546 – 1547).

ΙΙΙ. Με την με την από 9-03-2017 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ : …/../10-03-2017 αγωγή, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, επικαλούμενος λύση της σύμβασης εργασίας του ως Α΄ μηχανικού στο υπό ελληνική σημαία (κατά τη ναυτολόγηση του) φορτηγό πλοίο “…”, 76.602 τόνων DW, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, με διαχειριστή τη δεύτερη εταιρία, που συνήφθη στα γραφεία της δεύτερης εναγομένης στις 5.7.2016, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής είναι ο τρίτος εναγόμενος, και με συμφωνηθέν εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό και ρήτρα αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Πειραιά, με αρχικές συμβατικές μηνιαίες αποδοχές 10.903,79 ευρώ (που υπερέβαιναν τις ελάχιστες νόμιμες προβλεπόμενες στη Συλλογική Σύμβαση Ποντοπόρων για φορτηγά πλοία άνω των 4.500 DW τόνων) και από τον Οκτώβριο του 2016 ποσού 11.323,79 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύονται αυτές στο αγωγικό δικόγραφο, αιτήθηκε την καταβολή εις ολόκληρον από τους εναγομένους της νόμιμης αποζημιώσης απόλυσης του υπό τις ειδικότερα εκεί εκτιθέμενες συνθήκες και εν τέλει λόγω αλλαγής σημαίας του πλοίου, που έλαβε χώρα στην Onahama Ιαπωνίας ποσού 17.601,74 ευρώ (11.323,79 : 30 Χ 45 = 16.985,69 ευρώ πλέον ημερήσιας αποζημίωσης τροφοδοσίας κατ’ άρθρο 15 ΥΑ 3525.1.2/01/2011, ΦΕΚ Β΄123/9-2-2011 13,69 ευρώ Χ 45 ημέρες= 616,05 ευρώ) εντόκως από την επομένη ημέρα της καταγγελίας της σύμβασης ναυτολόγησης του, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής του, ευθυνόμενων των εναγομένων εις ολόκληρον, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή ως προς το κύριο αίτημα της και νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος, απέρριψε αυτή στην ουσία της, δεχόμενη την ένσταση εξοφλήσεως που προέβαλαν οι εναγόμενοι, επικαλούμενοι την εξώδικη προσφορά του ποσού των 17.601,74 ευρώ για κεφάλαιο, του ποσού των 109,95 ευρώ για τόκους και ποσού 504,71 ευρώ για δικαστική δαπάνη, που απόκρουσε ο ενάγων (θεωρώντας αυτή ως μη προσήκουσα). Επι του τελευταίου ζητήματος, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως αόριστη την αντένσταση περί απόκρουσης του ανωτέρω προσφερθέντος ποσού λόγω μη προσήκουσας καταβολής που προέβαλε ο εναγόμενος, αναφορικά με τους ισχυρισμούς του τελευταίου ότι η μη καταβολή του ποσού των τόκων από την επομένη της απολύσεως του, αντί του προσφερθέντος για το εν λόγω κονδύλιο που αφορούσε τόκους από της επιδόσεως της αγωγής. Ακόμη, απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την ίδια αντένσταση κατά το σκέλος αυτής που αφορούσε τον ισχυρισμό του ενάγοντος ότι η προσφορά δεν ήταν κατά νόμο η προσήκουσα, διότι οι εναγόμενοι προσφέροντας τα ανωτέρω ποσά αμφισβήτησαν τη βασιμότητα της αξίωσης του ενάγοντος. Επίσης, απέρριψε ως νόμω αβάσιμη την ίδια αντένσταση, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ότι οι εναγόμενοι όφειλαν να καταβάλουν ποσό 20% επί του αγωγικού αιτήματος, σύμφωνα με το εργολαβικό που είχε συνταχθεί μεταξύ του ενάγοντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου του και, τέλος, ως ουσία αβάσιμους τους ισχυρισμούς του ενάγοντος ότι η εν λόγω προσφορά έγινε προς απόσυρση της καταγγελίας του κατά του πλοιάρχου του πλοίου για ανάρμοστη συμπεριφορά, ως γεγονότων αδιάφορων για το προσήκον ή μη της επικαλούμενης εκ μέρους των εναγομένων καταβολής. Επέβαλε δε τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων σε βάρος του ενάγοντος λόγω της ήττας του. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών με τους λόγους της εφέσεως του που συνίστανται, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτών, ο πρώτος περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων και εσφαλμένης εφαρμογής των ΑΚ 316, 349, 416, 427 και 431 ΑΚ, ως προς την παραδοχή της ένστασης εξόφλησης των εναγομένων και την απόρριψη σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα της αντένστασης του ως αόριστης και ως νόμω και ουσία αβάσιμης (πλην του σκέλους της αντένστασης του περί καταβολής ποσού δικηγορικής αμοιβής 20% επί του αγωγικού αιτήματος, ως προς την οποία δεν παραπονείται με την έφεση του ούτε επανέφερε με τις προτάσεις του) και με τον δεύτερο λόγο εφέσεως περί εσφαλμένης κατανομής της δικαστικής δαπάνης. Ζητά δε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης με σκοπό την αποδοχή της αγωγής στο σύνολο της. Εν προκειμένω, καθώς η επίδικη διαφορά εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Στην εν λόγω περίπτωση εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη αλλά και το δικαιο της χώρας που κατοικεί ο τρίτος εναγόμενος – εκκαλών, αλλά και η έδρα της διαχειρίστριας εταιρίας του πλοίου δεύτερης εναγομένης – εφεσίβλητης, επιπλέον δε ως το δίκαιο με την οποία συνδέεται η σύμβαση εργασίας στενότερα (άρθρα 3 και 8 παρ. 2β Κανονισμού «Ρώμη Ι», ο οποίος δεν θίγει, κατά τη ρητή του πρόβλεψη τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ούτε τις αναγκαστικού δικαίου προστατευτικές διατάξεις για τον εργαζόμενο – βλ. Παπασιώπη-Πασιά σε Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ΄έκδοση, σελ. 307, 323, Κοροτζή, ΝαυτΔ Ι, σελ. 250 – 252 υπό την ισχύ της Σύμβασης «Ρώμη Ι»).

IV. Από την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος που περιέχεται στα πρακτικά της εκκαλουμένης και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν και τα οποία χρησιμεύουν για άμεση απόδειξη και για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού επιτρέπεται το εμμάρτυρο, εκ των σε ξένη γλώσσα συντεταγμένων νομίμως μεταφρασμένων στην ελληνική γλώσσα, λαμβανομένων υπ’ όψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα εξής : Ο ενάγων προσλήφθηκε από την δεύτερη εναγομένη στις 5.7.2016 ως Α΄ μηχανικός στο υπό ελληνική σημαία (κατά τη ναυτολόγηση του) φορτηγό πλοίο “…”, 76.602 τόνων DW, πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, με διαχειριστή την δεύτερη εταιρία, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής είναι ο τρίτος εναγόμενος, με αρχικές συμβατικές μηνιαίες αποδοχές 10.903,79 ευρώ και με τους ειδικότερους όρους που αναφέρονται στην από 5.7.2016 σύμβαση ναυτολόγησης του, εγγραφείς στο ναυτολόγιο του πλοίου στις 7.7.2016. Από τον Οκτώβριο δε του 2016, η εργασιακή του σύμβαση τροποποιήθηκε ως προς τις μηνιαίες αποδοχές του, που έκτοτε αυξήθηκαν, οριζόμενες έκτοτε στο ποσό των 11.323,79 ευρώ. Στις 21.11.2016 το ανωτέρω πλοίο διαγράφηκε από το νηολόγιο Πειραιώς και, ευρισκόμενο στην Onahama Ιαπωνίας, ύψωσε τη σημαία των νήσων Μάρσαλ. Συνεπώς, η σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος λύθηκε εκ του λόγου αυτού αυτοδικαίως, χωρίς να καταρτιστεί νέα σύμβαση εργασίας, διότι ο ενάγων δήλωσε ότι δεν επιθυμούσε να συνεχίσει να εργάζεται στο εν λόγω πλοίο υπό νέα σημαία. Επομένως, ο ενάγων ως εκ της λύσεως της συμβάσεως του για τον προεκτεθέντα λόγο δικαιούται αποζημίωσης, υπολογιζόμενης ως εκ του λιμένος που ευρίσκετο το πλοίο κατά τη μεταβολή της σημαίας του, σύμφωνα με το άρθρο 76§2 ΚΙΝΔ, σε ποσό 17.601,74 ευρώ (11.323,79 : 30 Χ 45 = 16.985,69 ευρώ πλέον ημερήσιας αποζημίωσης τροφοδοσίας κατ’ άρθρο 15 ΥΑ 3525.1.2/01/2011, ΦΕΚ Β΄123/9-2-2011 13,69 ευρώ Χ 45 ημέρες= 616,05 ευρώ). Οι εναγόμενοι στις 21.4.2017, ήτοι μετά την κοινοποίηση του αγωγικού δικογράφου προσέφεραν στο ενάγοντα τα ακόλουθα ποσά, δηλώνοντας ότι προσφέρουν αυτά όχι γιατί αναγνωρίζουν την οφειλή τους, αλλά «στο πλαίσιο της καλής πίστης και συνεργασίας με τους ναυτικούς που απασχολούνται στα πλοία τους», χωρίς όμως της διατύπωση επιφύλαξης αναζήτησης εκ μέρους τους των προσφερθέντων ποσών και χωρίς να αμφισβητήσουν ειδικά την αιτία της οφειλής, ήτοι την υποχρέωση τους για καταβολή της αποζημίωσης λόγω αλλαγής σημαίας του πλοίου (βλ. την από 20.4.2017 εξώδικη δήλωση τους κοινοποιηθείσα στον ενάγοντα στις 21-4-2017, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. …4.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς, Ι. Α.). Συγκεκριμένα, οι εναγόμενοι προσέφεραν : α) το ποσό των 17.601,74 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί στο αιτούμενο αγωγικό κεφάλαιο, β) το ποσό των 129,36 ευρώ για νόμιμους τόκους του κεφαλαίου από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ημερομηνία προσφοράς, και γ) το ποσό των 504,71 ευρώ για δικαστική δαπάνη υπολογιζόμενη σε ποσοστό 2% επί του αντικειμένου της αγωγής (352,03 ευρώ), πλέον ΦΠΑ 24% (84,48 ευρώ), πλέον 68,20 ευρώ για έξοδα επίδοσης. Ως προς τα ποσά που προσφέρθηκαν, δεδομένου ότι οι εναγόμενοι προσέφεραν για τόκους ποσό μεγαλύτερο των 97,89 ευρώ (υπολογιζόμενο με 7,25% επιτόκιο υπερημερίας, αφού οι εναγόμενοι αναγνώρισαν ανεπιφύλακτα την οφειλή τους – άρθρο 346 εδ.γ΄ ΑΚ), η προσφορά του ποσού αυτού ήταν η προσήκουσα, καθώς μάλιστα υπερέβαινε και αυτό το ποσό για τόκους επιδικίας (120,44 ευρώ). Λόγω δε προηγούμενης αναγγελίας εργολαβικού δίκης – εκχώρησης μεταξύ του ενάγοντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου του, τα ανωτέρω ποσά επιμερίστηκαν και προσφέρθηκε μαζί με την ως άνω εξώδικη δήλωση στον ενάγοντα το ποσό των 14.573,12 ευρώ δυνάμει της με αριθμό …/20.4.2017 επιταγής της τράπεζας Alpha Bank σε διαταγή του ενάγοντος και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος, Γεώργιο Σουμελά, το ποσό των 3.643,28 ευρώ δυνάμει της με αριθμό …/20.4.2017 επιταγής του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος. Ωστόσο, ο ενάγων αρνήθηκε να παραλάβει τις ανωτέρω επιταγές, ισχυριζόμενος ότι η καταβολή δεν ήταν προσήκουσα, πρωτίστως διότι ως έναρξη τοκοφορίας υπολόγισε την επομένη της επίδοσης της αγωγής και όχι την επομένη της απολύσεως του, αλλά και λόγω της αντιδικίας του με τον καπετάνιο του πλοίου (βλ. ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος σε πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης). Ακολούθως, στις 10.5.2017 οι εναγόμενοι προέβησαν σε παρακατάθεση των ανωτέρω ποσών επ’ ονόματι του ενάγοντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (βλ. υπ’ αριθμ. … και … γραμμάτια παρακατάθεσης ΤΠΔ), όπως είχαν προαναγγείλει με την προεκτεθείσα εξώδικη δήλωση τους. Συνεπώς, η απόκρουση εκ μέρους του ενάγοντος της προσφερθείσας κατά την επικαλούμενη διάταξη της ΑΚ 316 ήταν μη νόμιμη και αυτός έκτοτε περιήλθε σε υπερημερία δανειστή, μετά δε την παρακατάθεση των οφειλομένων ποσών επήλθε απόσβεση της ενοχής κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό ΙΙ) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού. Οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος ότι η προαναφερθείσα διατύπωση συνιστούσε λόγο απόκρουσης της παροχής το μεν ελέγχεται ως ουσία αβάσιμος, αφού επιφύλαξη αναζήτησης των προσφερθέντων ποσών και ρητής αμφισβήτησης της αιτίας της οφειλής των εναγομένων δεν διατυπώθηκε εκ μέρους τους κατά τα προεκτιθέμενα, σε κάθε περίπτωση δε ελέγχεται ως νόμω αβάσιμος, διότι η καταβολή με επιφύλαξη δεν παύει να αποτελεί εξόφληση της υποχρέωσης του οφειλέτη και δεν βλάπτει τον δανειστή και επομένως αυτός δεν δικαιούται να αρνηθεί την υπό επιφύλαξη παροχή, αλλιώς περιέρχεται σε υπερημερία δανειστή, κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό ΙΙ) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού. Η αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο είναι νόμιμη κατά το αίτημα της περί επιδίκασης του αιτούμενου ποσού αποζημίωσης, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 68 περ. β΄, 75, 76§2 του ΚΙΝΔ, σε συνδυασμό µε την από 8-11-2010 Σ.Σ.Ε. Πληρωµάτων Φορτηγών Πλοίων 4.500 TDW και άνω, που κυρώθηκε µε την υπ’ αριθµ. 3525.1.2/01/2011 απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄123/9-2-2011), ισχύει από 1-1-2010 και είναι αυτοδικαίως εφαρµοστέα στην ένδικη σύµβαση ναυτικής εργασίας (άρθρα 83 εδ. α’ ΚΙΝΔ και 1 παρ. 1,3 και 5 παρ. 1 του α.ν. 3276/1944 «περί συλλογικών συµβάσεων εν τη ναυτική εργασία») αφού δεν έχει επηρεαστεί από την κατάργηση των διατάξεων του ν. 1876/1990 στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας, διότι οι διατάξεις αυτές δεν ίσχυαν ουδέποτε στις συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ΜΕφΠειρ 321/2019, http://www.efeteio-peir.gr), πλην όμως, ως προς το παρεπόμενο αίτημα της περί επιδίκασης τόκων από την επομένη της απολύσεως του ενάγοντος η αγωγή είναι απορριπτέα μη νόμιμη, καθώς ελλείψει δήλης ημέρας η αποζημίωση απόλυσης επιδικάζεται από της οχλήσεως και σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αγωγής, κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό ΙΙ) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού. Όπως προεκτέθηκε, από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου ο ενάγων και ήδη εκκαλών ουδόλως επικαλέστηκε συγκεκριμένη ειδική και κατά ποσό όχληση των εναγομένων για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης του, αλλά επικαλέστηκε την ύπαρξη κατά νόμο δήλης ημέρας (βλ. σελ. 5 αγωγής του). Με το εφετήριο του δε (σελ. 9) επικαλείται ως όχληση των εναγομένων επιπλέον την ιδιόγραφη σημείωση του στον τελευταίο λογαριασμό μισθοδοσίας ίσχυριζόμενος ότι εκεί ανέγραψε τη φράση «με επιφύλαξη παντός δικαιώματος (sic) μετά κ την Αποβολή Σημαίας Ελληνικής σύμφωνα με τα άρθρα 68 & 75 Σ.Σ.Ε. (υπογραφή)», ισχυρισμός που είναι το μεν απαράδεκτος ως ανεπίτρεπτη μεταβολή (προσθήκη) επί της ιστορικής βάσης της αγωγής (άρθρο 526 ΚΠολΔ – βλ. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, αριθμ. 1844, Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρο 526, αριθμ.3, Αθ.Πανταζόπουλο σε Οικονόμου, Η έφεση, άρθρο 526, αριθμ. 3), το δε μη νόμιμος ως όχληση, αφού η επικαλούμενη φράση δεν συνιστά ακριβή, ορισμένη και σαφή κατά το περιεχόμενο της προς τον οφειλέτη όχληση του δανειστή προς εκπλήρωση της οφειλής του, δηλαδή εκείνη από την οποία προκύπτει πέραν από το χρόνο στον οποίο αναφέρεται, και το είδος αλλά και η ακριβής ποσότητα της παροχής κατά τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό ΙΙ) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού. Αντίθετα, η αγωγή ως προς το επικουρικό της αίτημα περί επιδίκασης τόκων από την επομένη της επίδοσης της αγωγής είναι νόμιμη κατά τα άρθρα 341, 345, 346, 361 ΑΚ. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε νόμιμη την αγωγή ως προς το κονδύλιο των τόκων και απέρριψε αυτό εν τέλει ως ουσία αβάσιμο δεχόμενο την ένσταση εξόφλησης, απορρίπτοντας την αντένσταση του ενάγοντος περί απόκρουσης του προσφερθέντος ποσού των τόκων ως μη προσήκουσας, ορθώς έκρινε, έστω και με εσφαλμένη εν μέρει αιτιολογία και επομένως, οι τα αντίθετα υποστηρίζοντες λόγοι της εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, οι δε αιτιολογίες της εκκαλούμενης αντικαθίστανται από εκείνες της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), καθώς το δεδικασμένο της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως νόμω αβάσιμη είναι ίδιο με το δεδικασμένο της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, διότι αποκλείεται εξίσου η ευδοκίμηση της αγωγής, και επομένως εφαρμόζεται εν προκειμένω το άρθρο 534 ΚΠολΔ (ΑΠ 1253/2005, Δ 2006.1028 με παρατηρήσεις Μπέη, Κεραμεύς, Ουσιαστικόν δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, 1967, σελ. 161, σημ. 172, Κονδύλης, Το δεδικασμένο, β΄έκδ., σελ. 354, Νίκας, ΠολΔ ΙΙΙ, σελ. 283, ο ίδιος, Το έννομο συμφέρον, 1981, σελ. 194, σημ. 24, Μακρίδου, Η διάκριση απαράδεκτης και νόμω αβάσιμης αγωγής στα πλαίσια της αοριστίας, Αρμ. 1995, σελ. 294, Κολοτούρος, «Reformatio in pejus» στο δεύτερο βαθμό πολιτικής δικαιοδοσίας, Δ 1994, σελ. 296, Αθ.Πανταζόπουλος, ο.π., άρθρο 534, αριθμ. 7). Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί έφεση και να καταδικαστεί ο εκκαλών στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των δύο πρώτων εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, λόγω της ερημοδικίας του τρίτου εφεσίβλητου, θα πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από αυτόν (άρθρα 501, 502 παρ.1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.-

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας από τον τρίτο εφεσίβλητο στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200€).-

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα των δύο πρώτων εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια ογδόντα (380) ευρώ.-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 12.8.2019.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ