Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

  

Αριθμός Απόφασης  2848 /2019

(Γενικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: …/2017)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης κλήσης: …/2017)

(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: …/2015)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: …/2015)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TAKTΙΚΗ ΔIAΔIKAΣIA

            ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

            ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό την 9η Ιανουαρίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως …/2015 και …/2015 αγωγή καταβολής τελών ελλιμενισμού πλοίου, που επαναφέρεται προς συζήτηση με την υπ’ αριθ. καταθέσεως …/2017 και …/2017 κλήση της ενάγουσας, μεταξύ:

           ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «….», εδρεύουσας στον ……… ….., νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ … της ΔΥΟ ΦΑΕ Πειραιά, η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νικολάου Λύγουρη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), που κατέθεσε προτάσεις.

.           ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στο … Αττικής, επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία δεν παραστάθηκε με δικηγόρο στη δίκη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ούτε κατέθεσε προτάσεις.

Η ενάγουσα άσκησε την από 29-12-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως …/2015 και …/2015 αγωγή της, η οποία είχε κατατεθεί στις 30-12-2015 στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου Πειραιά και είχε προσδιοριστεί στη δικάσιμο της 8-3-2017, κατά την οποία συζητήθηκε και επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 404/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκασή της, και η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση προκειμένου να εκδοθεί οριστική απόφαση με την υπ’ αριθ. καταθέσεως …/2017 και …/2017 κλήση της ενάγουσας, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 6-10-2017 και προσδιορίστηκε στη δικάσιμο της 9-1-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου της τακτικής διαδικασίας με αύξοντα αριθμό 8, ζητεί δε η ενάγουσα να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει στην αγωγή και τις προτάσεις που κατέθεσε.

              ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ, και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η μεν ενάγουσα παραστάθηκε κατά τα προαναφερόμενα, κατέθεσε προτάσεις και ζήτησε όσα εκθέτει στην αγωγή της, η δε εναγομένη δεν παραστάθηκε στη δίκη.

MEΛETHΣE TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TOΝ  NOMO

              Νομίμως εισάγεται με την από 4-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως …/2017 και …/2017 κλήση της ενάγουσας προς συζήτηση στην παρούσα δικάσιμο της 9-1-2018 για την έκδοση οριστικής απόφασης η από 29-12-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως …/2015 και …/2015 αγωγή της, η οποία είχε κατατεθεί στις 30-12-2015 και είχε προσδιοριστεί στη δικάσιμο της 8-3-2017, κατά την οποία συζητήθηκε και επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 404/2017 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προς εκδίκασή της, με την τακτική διαδικασία.

Από τις υπ’ αριθ. …΄/31-12-2105 και …/31-10-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Β. Π., που νομίμως προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση από 29-12-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως …/2015 και …/2015 αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτησή της για τη δικάσιμο της 8-3-2017 και μετά την έκδοση της υπ’ αριθ. 404/2017 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά που κήρυξε εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η οποία επαναφέρεται με την από 4-10-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως …/2017 και …/2017 κλήση της ενάγουσας προς συζήτηση στην παρούσα δικάσιμο της 9-1-2018, επιδόθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εναγόμενη, με θυροκόλληση στην έδρα της, μπροστά στη μάρτυρα Ά. Δ., κάτοικο Αθηνών, επί της οδού …, αριθ…….. και επακολούθησε η εγχείρηση ακριβούς αντιγράφου της αγωγής στον Προϊστάμενο του Α.Τ. Ψυχικού Αττικής και δη στον Αξιωματικό Υπηρεσίας, καθώς και η ταχυδρόμηση έγγραφης ειδοποίησης σχετικής με τη θυροκολληθείσα ως άνω κλήση επί της αγωγής, με την παράδοσή της στον αρμόδιο υπάλληλο του αρμοδίου ταχυδρομείου Κ. Φ. (άρθρα 110, 122, 123, 124, 125,  126 παρ.1 περ.γ΄, 127 παρ.1, 128 παρ.1, 2, 3, 4, 129, 228, 229, 230, 591 §1α΄ ΚΠολΔ). Όμως, η εναγομένη, παρότι νομίμως κι εμπροθέσμως κλήθηκε, δεν εμφανίσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στη δίκη, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση. Συνεπώς, πρέπει η υπόθεση να συζητηθεί ερήμην της (ΚΠολΔ 271§§ 1-2β, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-7-2011). Ωστόσο, το Δικαστήριο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (ΚΠολΔ 591 §1α, 649 §2).

Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 31Α παρ.5 και 6 του Ν.2160/1993, όπως η παρ.6 αντικαταστάθηκε με την παρ.6α της υποπαρ.ΣΤ15 της παρ.ΣΤ του άρθρου πρώτου του Ν.4254/2014 (Α΄ 85/7.4.2014), η παρ.5 καταργήθηκε  με την παρ.6β της υποπαρ.ΣΤ15 της παρ.ΣΤ του άρθρου πρώτου του Ν.4254/2014 (Α΄ 85/7.4.2014), όπως προστέθηκε με την παρ.3 το άρθρο 38 του Ν. 3105/2003 (Α΄ 29/10.2.2003) και ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 161 του Ν.4070/2012 (Α΄ 82/10.4.2012) και η παρ.5 του αντικαταστάθηκε με την παρ.3 του άρθρου 11 του Ν.4179/2013 (ΦΕΚ Α’ 175/8.8.2013) ορίζεται ότι «1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Πολιτισμού και Τουρισμού και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, θεσπίζεται Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων. Ο Κανονισμός έχει εφαρμογή σε όλες τις μαρίνες, στις ζώνες αγκυροβολίου και στα καταφύγια τουριστικών σκαφών ανεξάρτητα από τον φορέα διαχείρισής τους (δημόσιο ή ιδιωτικό) και από τον χρόνο έναρξης λειτουργίας τους. 2. Με τον Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων ρυθμίζονται θέματα λειτουργίας και ασφάλειας των λιμένων αυτών, όπως: α. Τα μέτρα ασφαλείας και προστασίας από πυρκαγιά, ρύπανση και κάθε άλλο κίνδυνο εντός της ζώνης του λιμένα που δεν είναι δυνατόν να αποτραπεί με την επίδειξη της δέουσας, κατά τα συναλλακτικά ήθη, επιμέλειας. β. Η προστασία περιβάλλοντος, καθαριότητα και ευταξία του λιμένα. γ. Οι πέραν της καταβολής της αξίας των τιμολογίων υποχρεώσεις και ευθύνες των ιδιοκτητών των ελλιμενιζόμενων σκαφών και όσων κάνουν χρήση των εξυπηρετήσεων του τουριστικού λιμένα. δ. Ο είσπλους και έκπλους των σκαφών, η αγκυροβολία, πρυμνοδέτηση ή πλαγιοδέτηση αυτών, καθώς και η κατάληψη θέσης και η παραμονή αυτών στον τουριστικό λιμένα. ε. Η κίνηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, φορτηγών και επιβατηγών αυτοκινήτων, καθώς και λοιπών τροχοφόρων εντός του τουριστικού λιμένα. στ. Οι παρεχόμενες ευκολίες και εξυπηρετήσεις των σκαφών. ζ. Κάθε άλλο θέμα σχετικό με την ασφάλεια, προστασία και την εύρυθμη λειτουργία των τουριστικών λιμένων. 3. Στους παραβάτες των κανονισμών λειτουργίας των τουριστικών λιμένων επιβάλλονται από την αρμόδια λιμενική αρχή, ανεξάρτητα από άλλες κυρώσεις που μπορεί να προβλέπονται, οι κυρώσεις του άρθρου 157 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου. (Ν.Δ.187/1973, Α’ 261). 4. Μετά την έκδοση της άδειας λειτουργίας ο φορέας διαχείρισης υποβάλλει στη Γενική Γραμματεία Τουρισμού Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας του Τουριστικού Λιμένα. Με αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εγκρίνονται οι Ειδικοί Κανονισμοί για ένα έκαστο από τους λιμένες της παραγράφου 1. Οι εγκριτικές αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου εκδίδονται εντός ενός μηνός από την υποβολή των Ειδικών Κανονισμών στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού. Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου του πιο πάνω χρονικού διαστήματος οι Ειδικοί Κανονισμοί τεκμαίρονται εγκεκριμένοι. Οι κανονισμοί αυτοί ρυθμίζουν τους ειδικούς όρους λειτουργίας και εκμετάλλευσης κάθε τουριστικού λιμένα και ιδίως τα εξής θέματα: α. Την οργάνωση της διοίκησης, τη στελέχωση και τις ειδικές συνθήκες λειτουργίας του τουριστικού λιμένα. β. Τον σαφή προσδιορισμό των ορίων της ζώνης (χερσαίας και θαλάσσιας) του λιμένα. γ. Το μέγεθος (ελάχιστο-μέγιστο) κατά μονάδα και τον αριθμό κατά κατηγορία σκάφους, καθώς και τον συνολικό αριθμό των σκαφών, που μπορούν να ελλιμενιστούν. δ. Τον τρόπο διαθέσεως των θέσεων ελλιμενισμού των σκαφών στο λιμένα και το σύστημα αγκυροβολίας τους. ε. Τις παρεχόμενες υπηρεσίες και εξυπηρετήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εξυπηρετήσεων ατόμων με αναπηρία. στ. Τα μέτρα ασφάλειας και προστασίας των σκαφών και των χρηστών του λιμένα. ζ. Η διάταξη κυκλοφορίας, στάσης και στάθμευσης τροχοφόρων και της αντίστοιχης σήμανσης εντός του τουριστικού λιμένα κατ’ αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. η. Κάθε άλλο θέμα σχετικό με την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία του λιμένα. [5. παραλείπεται ως μη ισχύουσα]…6. Οι Ειδικοί Κανονισμοί των τουριστικών λιμένων καταρτίζονται από τους φορείς διαχείρισης και υποβάλλονται στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού για έγκριση σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 4 και 5.» 7. Όσοι κάνουν χρήση των τουριστικών λιμένων που προβλέπονται στην παράγραφο 1 υπόκεινται στους ελέγχους που προβλέπουν οι κείμενες διατάξεις για τις ζώνες των λιμένων (λιμενικούς, τελωνειακούς και λοιπούς ελέγχους).». Επίσης, κατά το άρθρο 29 του Ν.2160/1993, ως η παρ.1 όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 156 του Ν.4070/2012 (Α΄ 82/10.4.2012) και η παρ.6 όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.1 του άρθρου 157 του Ν.4070/2012 (Α΄ 82/10.4.2012 – το τρίτο εδάφιο της παρ.1 του παρόντος όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Ν.4276/2014 (ΦΕΚ Α΄155/30.7.2014-Κεφάλαιο Γ’ Δημιουργία και λειτουργία τουριστικών λιμένων), ορίζεται ότι «1. «Τουριστικός λιμένας» σκαφών αναψυχής είναι ο χερσαίος και θαλάσσιος χώρος που προορίζεται κατά κύριο λόγο για/και υποστηρίζει λειτουργικά τον ελλιμενισμό σκαφών αναψυχής και ναυταθλητισμού. Οι τουριστικοί λιμένες διακρίνονται σε μαρίνες, καταφύγια και αγκυροβόλια. «Μαρίνα» είναι ο τουριστικός λιμένας που διαθέτει χερσαίες και θαλάσσιες εγκαταστάσεις και υποδομές προδιαγραφών που ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 31, για την εξυπηρέτηση των σκαφών αναψυχής και των χρηστών τους…» 3. Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται η φράση “φορέας διαχειριστικού τουριστικού λιμένα” νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου το οποίο έχει αναλάβει με σύμβαση μετά του Δημοσίου «ή μετά της «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρία»» «ή εκ του νόμου» την κατασκευή, λειτουργία και εκμετάλλευση τουριστικού λιμένα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.». Επιπλέον, κατά το άρθρο 33 του Ν.2160/1993 ορίζεται ότι «το παρόν άρθρο όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 162 του Ν.4070/2012 (Α΄ 82/10.4.2012). Το τρίτο εδάφιο της παρ.1 του παρόντος καταργήθηκε με την παρ.1β του άρθρου 51 του Ν.4276/2014 (ΦΕΚ Α΄155/30.7.2014). «1. Ο φορέας διαχείρισης τουριστικού λιμένα δικαιούται να παραχωρεί σε τρίτους διαρκή ή πολυετή ενοχικά δικαιώματα είτε για επιχειρηματικές δραστηριότητες σε σκάφη αναψυχής που ελλιμενίζονται εντός της ζώνης του τουριστικού λιμένα είτε για την εκμετάλλευση των εγκαταστάσεων της χερσαίας ζώνης του (ιδίως μίσθωση ή παραχώρηση εκμετάλλευσης εστιατορίων, μπαρ, τουριστικών καταλυμάτων, οικιών, διαμερισμάτων, σταθμού ανεφοδιασμού) είτε τέλος για επιχειρηματικές δραστηριότητες στο σύνολο του τουριστικού λιμένα. Κατά τα λοιπά ισχύει ο Ν.1652/1986 (Α΄ 167). Περαιτέρω, σύμφωνα με την κοινή Υ.Α. Τ /9803 /5-9-2003 (ΦΕΚ Β  1323/2003) του Υφυπουργού Ανάπτυξης και του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκρίθηκε ο Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, ο οποίος στο άρθρο 2 παρ.3 ορίζει ότι «Για τις παρεχόμενες ευκολίες εξυπηρέτησης των τουριστικών λιμένων προς τα ελλιμενιζόμενα σε αυτούς σκάφους, ο φορέας διαχείρισης κάθε τουριστικού λιμένα, εισπράττει από τους υπόχρεους τα ανάλογα δικαιώματα» και στην παρ.4 του ίδιου άρθρου ότι «υπόχρεος προς καταβολή είναι ο πλοιοκτήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους ο οποίος ευθύνεται και εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης». Στην παρ.1 του άρθρου 9  προβλέπεται δε ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης θα ισχύουν οι νόμιμοι τόκοι υπερημερίας. Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. …/2008 απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης (ΦΕΚ …/Β/28-7-2008) θεσπίστηκε ο Ειδικός Κανονισμός  της …, ο οποίος αφορά τους ειδικούς όρους λειτουργίας και εκμετάλλευσης της μαρίνας, ο οποίος προβλέπει ομοίως, μεταξύ άλλων ότι για τις παρεχόμενες ευκολίες και εξυπηρετήσεις προς τα ελλιμενιζόμενα σκάφη εισπράττονται ανάλογες χρεώσεις ελλιμενισμού και άλλα δικαιώματα οι οποίες χρεώσεις είναι αυτές του τιμοκαταλόγου ελλιμενισμού (άρθρο 4.1) και ότι υπόχρεοι  προς καταβολή συγκεκριμένων δικαιωμάτων ελλιμενισμού είναι ο πλοιοκτήτης ή νόμιμος εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους, που ευθύνεται εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης (άρθρο 4.5). Τέλος με την υπ’ αριθ. …/2011 απόφαση του Υφυπουργού Τουρισμού και Πολιτισμού (ΦΕΚ Β’ …/16-3-2011) εγκρίθηκαν τα τέλη ελλιμενισμού των ετών 2011, 2012 , 2013 έως 7-4-2014, ενώ με την υποπερίπτωση 6α της υποπαραγράφου 15 της παραγράφου ΣΤ του άρθρου 1 του Ν.4254/2014 καταργήθηκαν έκτοτε (από τις 7-4-2014) οι εγκριτικές υπουργικές αποφάσεις που αφορούν σε τιμολόγια ελλιμενισμού.

ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 14 παρ.1 περ.β΄, 16 αριθ.1 και 647επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με τον Ν.4335/2015, συνάγεται ότι το μονομελές πρωτοδικείο είναι αρμόδιο (εφόσον λόγω ύψους συμφωνημένου μηνιαίου μισθώματος δεν είναι αρμόδιο το ειρηνοδικείο), να δικάσει κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 591, 647, 648 έως 661 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν πριν την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015), κάθε μισθωτική διαφορά, ήτοι τις κύριες ή παρεπόμενες διαφορές από σύμβαση μίσθωσης κάθε είδους πράγματος ή άλλου προσοδοφόρου αντικειμένου ή από επίμορτη αγροληψία, ήτοι και τις διαφορές του άρθρου 601 ΑΚ, εφόσον σε όλες τις περιπτώσεις το συμφωνημένο μηνιαίο μίσθωμα υπερβαίνει τα εξακόσια (600) ευρώ. Σύμφωνα με το άρθρο 574 ΑΚ, με τη σύμβαση μίσθωσης ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα. Σε περίπτωση μη καταβολής του οφειλόμενου μισθώματος από τον μισθωτή, ο εκμισθωτής δικαιούται να ζητήσει με αγωγή την καταβολή του. Η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών είναι σύμβα­ση μίσθωσης ακίνητου διεπόμενη από τις περί μισθώ­σεως διατάξεις του ΑΚ (ΕφΑθ 10868/1988 ΑρχΝ 1989.426, ΔΕΚ 428/2002 ΤΝΠ Νόμος) και από τον Γενικό Κανονι­σμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθ. Τ/9803/5.9.2003 Κοινή Απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας, εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν.3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄29/10.2.2003) και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β` 1323/16.9.2003), έχων, επομένως, ισχύ νόμου (ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011,220), οι δε από αυτήν απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ.1 εδ.β΄, 16 αριθ.1 και 29 παρ.1 ΚΠολΔ, αρμόδιο δικαστήριο κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 648επ. και ήδη 614-620 ΚΠολΔ. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 574, 595 και 596 ΑΚ προκύπτει ότι ο μισθωτής υποχρεούται να καταβάλει το μίσθωμα που συμφωνήθηκε από την παράδοση σ’ αυτόν της χρήσεως του πράγματος, εφόσον έχει τη δυνατότητα χρήσεως αυτού, ανεξαρτήτως αν πράγματι το χρησιμοποιεί (ΑΠ 585/1997 ΕλλΔνη 39.112, ΕφΛαρ 95/2012 Δικογραφία 2012.494, ΕφΠειρ 481 /2001 ΕΔΠ 2003.352, βλ. Κ.Καυκά, Ενοχικόν Δίκαιον, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Ειδικόν Μέρος, τόμος Α, 1955, άρθρο 596, παρ.2, σελ.269). Ως μίσθωμα, η καθυστέρηση κα­ταβολής του οποίου ιδρύει για τον εκμισθωτή όλα τα δικαιώματα που του παρέχονται και από την καθυ­στέρηση του μισθώματος, θεωρείται και η αναλογία των κοινοχρήστων δαπανών που βαρύνουν το μίσθιο, εφόσον ο μισθωτής έχει με τη μισθωτική σύμβαση αναλάβει, μεταξύ άλλων συναφών υποχρεώσεων, την υποχρέωση να καταβάλει και την αναλογία αυτή (ΑΠ 902/1996 ΕλλΔνη 1997.108, ΕφΠειρ (Τμ.Ναυτ.Διαφ.) 126/2017 ΔΕΕ 2017.801, ΕφΑθ 8882/2006 ΕλλΔνη 2008.283, ΕφΑθ 8813/2002 ΕλλΔνη 45.1502, ΕφΑθ 2988/2001 ΕλλΔνη 42.1402, βλ. Κατρά Ι., Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2007, παρ.7, σελ.83).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ.2 ΚΠολΔ, ως ίσχυε πριν από τον Ν.4335/2015, αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάσσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται, εκτός και αν είναι καθ’ ύλην αναρμόδιο οπότε παραπέμπει υποχρεωτικώς στο αρμόδιο καθ’ ύλην δικαστήριο, το οποίο θα εφαρμόσει και την προσήκουσα δικαιοδοσία (βλ. Σινανιώτη, Ειδικές Διαδικασίες, 2008, γ΄ έκδ., 6). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η δικαστική διαταγή για την εκδίκαση της υπόθεσης με την προσήκουσα διαδικασία, δεν παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση προς εκδίκαση με την αρμόζουσα διαδικασία, αλλά παρέχει την ευχέρεια στο δικαστήριο να παραπέμψει την υπόθεση ή να την κρατήσει και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, εφόσον βεβαίως δεν επιβάλλεται από άλλη δικονομική αρχή της καλόπιστης διεξαγωγής της η παραπομπή σε ιδιαίτερη συζήτηση, για προπαρασκευή των διαδίκων, εκτός εάν η τήρηση της προσήκουσας διαδικασίας συνοδεύεται και από αντίστοιχη υπαγωγή της διαφοράς σε άλλο δικαστήριο ή εφαρμογή διαφορετικών δικονομικών κανόνων, όπως λ.χ η τήρηση προδικασίας, που απαιτεί η διαδικασία κατά την οποία πρέπει να εκδικασθεί η υπόθεση. Η έννοια της διατάξεως αυτής, κατά την κρατούσα άποψη, είναι ότι το δικαστήριο υποχρεούται να διακρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει εφαρμόζοντας τη διαδικασία, που αρμόζει με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, υπό την προϋπόθεση ότι τηρήθηκαν οι δικονομικοί κανόνες της διαδικασίας αυτής (ΜονΠρΘηβ 67/2016 ΤΝΠ Νόμος). Το δικαστήριο πρέπει να ερευνά το περιεχόμενο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο για να κρίνει αν η διαδικασία στην οποία έχει εισαχθεί καλύπτει τις προϋποθέσεις της διαδικασίας που πρέπει να εφαρμοστεί, οπότε σε καταφατική περίπτωση προβαίνει σε εφαρμογή της και εκδικάζει την υπόθεση με την προσήκουσα διαδικασία ακόμη και μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, κατά την έκδοση της απόφασης. Η διαφορά ως προς την εγγραφή στο πινάκιο δεν ασκεί έννομη επιρροή, αφού αυτή απαιτείται μόνο για την ολοκλήρωση του προσδιορισμού της δικασίμου (ΑΠ 315/1972 ΑρχΝ 23.1641, ΕφΑθ 5501/2008 ΕλλΔνη 2009. 599, ΕφΔωδ 17/2007 Νόμος, ΕφΠατρ 157/2002 ΑχαΝομ 2003/256, ΕφΑθ 1999/2000 ΕΔΠ 2002.182, ΕφΑθ 7006/1993 ΕλλΔνη 35.1115, ΕφΑθ 3537/1992 ΝοΒ 40.891, βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, άρθρο 591, τόμος Γ, σελ.743, αριθ.8, Ποδηματά σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 591, αρ.10, Σινανιώτη, ό.π., 7). Εξάλλου, σύμφωνα δε με το άρθρο 591 παρ.6 ΚΠολΔ, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015) και εφαρμόζεται σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, για τα κατατιθέμενα από τις 1-1-2016 ένδικα μέσα και αγωγές, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις αν η υπόθεση δεν υπάγεται στη διαδικασία κατά την οποία έχει εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διατάσσει την εκδίκαση της υπόθεσης κατά τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία δικάζεται. Η διάταξη έχει εφαρμογή, όχι μόνον όταν η υπόθεση εισήχθη εσφαλμένα σε διάφορη ειδική διαδικασία, αλλά και όταν εισήχθη στην τακτική διαδικασία, ενώ υπάγεται σε κάποια ειδική ή αντιστρόφως. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαστήριο έχει την ευχέρεια είτε κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει με την προσήκουσα διαδικασία, με γνώμονα την αρχή της οικονομίας της δίκης, εφόσον βεβαίως έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις της προσήκουσας διαδικασίας και δη όσον αφορά την προδικασία (τήρηση προθεσμιών επιδόσεως, κατάθεσης προτάσεων κλπ), τις οποίες δύναται το δικαστήριο να ελέγξει και αυτεπαγγέλτως, είτε, εάν δεν έχουν τηρηθεί οι ως άνω προϋποθέσεις, να την παραπέμψει προς εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο θα δικάσει κατά την προσήκουσα διαδικασία (ΕφΔωδ 17/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 157/2002 ΑχαΝομ 2003.256, ΕφΑθ 1999/2000 ΕπΔικΠολ 2002.182, ΠολΠρΤρικ 57/2017 ΕλλΔνη 2017.1528, ΜονΠρΘεσ 1295/2018 ΕλλΔνη 2018.850, ΜονΠρΛαμ 113/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΛαρ 224/2012 Δικ/φια 2013.378, ΜονΠρΤρικ 70/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΘηβ 67/2016 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, άρθρο 591, τ.Γ, σελ.743, αριθ.8). Οι νέες ρυθμίσεις του Ν.4335/2015 μεγαλώνουν την απόσταση μεταξύ της τακτικής διαδικα­σίας και των ειδικών διαδικασιών, καθώς εισάγεται ένας διαφορετικός τρόπος ως προς την άσκηση της αγωγής στην τακτική. Η προδικασία διαφοροποιείται σημαντικά και έτσι δημιουργούνται στεγανά μεταξύ των δύο διαδι­κασιών. Κι αυτό διότι, ενώ στην τακτική διαδικασία εισήχθη το σύστημα της καταθέσεως και επιδόσεως του δικο­γράφου της αγωγής εντός τριάντα ημερών από την κατά­θεση, χωρίς να ακολουθεί κλήτευση των διαδίκων (άρθρο 215 ΚΠολΔ), στις ειδικές διαδικασίες διατηρείται ο παλαιός τρόπος άσκησης της αγωγής, με την κατάθεσή της και κλήτευση των διαδίκων τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση (ΚΠολΔ 591 §1 εδ.α΄). Καθίσταται πλέον φανερό, ότι είναι αδύνατη η εφαρμογή της κρατούσας μέχρι σήμερα νομολογίας ως προς την εφαρμογή από το δικαστήριο της προσήκουσας αντί της εσφαλμένης δια­δικασίας κατά την οποία εισήχθη η αγωγή. Η εσφαλμένη εισαγωγή μίας υπόθεσης της τακτικής διαδικασίας προς εκδίκαση κατά τις διατάξεις των ειδικών διαδικασιών μετά τον Ν.4335/2015, αφού σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οδηγεί στην παράκαμψη της αυστηρής προδικασίας, που προβλέπεται στο πλαίσιο της νέας τακτικής διαδικασίας (βλ. ως προς τούτο ήδη Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονο­μίας μετά το Ν. 4335/2015, σελ.11-16, Γιαννόπουλο, Οι ειδι­κές διαδικασίες του ΚΠολΔ μετά τον Ν.4335/2015, ΕΠολΔ 2015.453επ., Δ.Μπαμπινιώτη, Η ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατά τον νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ΕΠολΔ 2014.222επ., Κυρ.Οικονόμου, Οι ειδικές διαδικασίες κατά τον ΚΠολΔ, ΕλλΔνη 2016.34επ. με επιμέρους διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο υλοποίησης της εν λόγω λύσης και ιδίως τον τρόπο περαι­τέρω προώθησης της οικείας διαδικασίας). Οι διαφαινόμενες πιθανές λύσεις είναι τρεις, ήτοι α) η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης (βλ. έτσι σε Μακρίδου/ Απαλαγάκη/Διαμαντόπουλο, Πολιτική Δικονομία, 2016, σελ.12), β) η διακράτηση της υπόθεσης προς εκδίκαση κατά την προσήκουσα, νέα τακτική διαδι­κασία, με άμεση εφαρμογή της από το δικαστήριο, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 591 § 6 ΚΠολΔ, ή γ) η παραπομπή της εισαχθείσας κατά την ειδική διαδικασία υπόθεσης προς εκδίκαση με τη νέα τακτική διαδικασία, με μη οριστική απόφαση του δικαστηρίου (βλ. έτσι Μακρίδου, Ειδικές διαδικασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονο­μίας μετά τον Ν.4335/2015, σελ.11-16). Παρά τις σχε­τικές αρχικές αμφιταλαντεύσεις, κρατεί πλέον στις δημοσιευθείσες επί του θέματος μελέτες η άποψη ότι ως ορθότερη θα πρέπει να προκριθεί η τρίτη εκ των ως άνω λύσεων, ως λύση μη χείρων και κατά τούτο μόνο βέλ­τιστη. Ειδικότερα, η υπό στοιχ.β΄ λύση είναι προδήλως αδύνατο να εφαρμοσθεί. Οι διαφορετικοί κανόνες που διέπουν μετά τον Ν.4335/2015 την προπαρασκευή της συζήτη­σης δημιουργούν αδιέξοδα και δεν καταλείπουν περιθώ­ρια στο δικαστήριο να κρατήσει και να δικάσει τη διαφορά με την κατάλληλη διαδικασία (βλ. Μακρίδου, Ειδικές διαδι­κασίες στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας μετά τον Ν.4335/2015, σελ.13). Και η υπό στοιχ.α΄ λύση, όμως, δεν είναι δυνατό να γίνει αποδεκτή, επειδή η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης προσκρούει ως θέση στο ανυπέρβλητο εμπόδιο ότι μεταχειρίζεται εν τέλει τη διαδι­κασία εκδίκασης μίας υπόθεσης ως διαδικαστική προϋ­πόθεση της δίκης, θέση η οποία έχει αποδοκιμαστεί από ετών στη νομολογία (βλ. και ΑΠ 1227/1983 ΕλλΔνη 1984.352 ως προς το ότι η απόρριψη της αγωγής ως απαράδε­κτης λόγω εισαγωγής της με εσφαλμένη διαδικασία ελέγ­χεται αναιρετικά κατ’ άρθρο … αριθ.14, καθώς και εν γένει ΕφΛαρ 352/2004 Δικογραφία 2005.73, ΕφΑθ 131/2008 ΕλλΔνη 2009. 853, ΕφΑθ 426/2002 ΑρχΝ 2003.716, ΕφΛαρ 158/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 2492/2001 Αρμ 2002.67, ΕφΘεσ 2295/1996 Αρμ 1996.1095, ΜονΠρΘεσ 15438/2015 ΕΠολΔ 2016.300, ΜονΠρΑθ 7025/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΑρτ 31/1994 Αρμ 1995.63 ως προς το ότι κατά το παλαιό άρθρο 591 §2 ΚΠολΔ, που σημειωτέον είχε όμοιο περιεχόμενο με το νέο άρθρο 591 § 6 ΚΠολΔ, αν η υπόθεση δεν υπαγόταν στη διαδικασία, κατά την οποία είχε εισαχθεί, το δικαστήριο αποφαινόταν γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και διέταζε την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την προσήκουσα διαδικασία και αν μεν, πέραν της ακαταλληλότητας της διαδικασίας, το δικαστή­ριο ήταν και καθ’ ύλην αναρμόδιο, παρέπεμπε υποχρεω­τικά την υπόθεση ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, το οποίο και εφάρμοζε την προσήκουσα διαδικασία, αν δε, δεν ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο, είχε τη διακριτική ευχέρεια, διατάζοντας την εκδίκαση της διαφοράς κατά την αρμόζουσα διαδικασία, είτε να εφαρμόσει αμέσως τις διατάξεις της διαδικασίας αυτής και να εκδώσει, χάριν οικονομίας της δίκης, μία ενιαία απόφαση που περιλάμβανε τόσο την ως άνω διάταξη, όσο και την επί της ουσίας κρίση, είτε να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλη συνεδρίασή του, προκειμένου να εφαρμοσθεί η προσήκουσα διαδικασία, ως ιδία θα συνέβαινε, στην περίπτωση που, ενόψει των δια­φορετικών ρυθμίσεων της εφαρμοστέας διαδικασίας, καθίστατο ανεπιεικής για τους διαδίκους η άμεση εφαρ­μογή της, λόγω έλλειψης κατάλληλης προπαρασκευής) και τη θεωρία (βλ. Πλεύρη σε Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠολΔ, επιμ.Απαλαγάκη, τ.II, 4η έκδ., σελ.1582, Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠολΔ, τ.II, υπό το άρθρο 591, στον αριθ.§11, Σινανιώτη, Ειδικές δια­δικασίες κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, γ΄ έκδ., 2008, σελ.7-8). Συνεπώς, στην περίπτωση που μία υπό­θεση εσφαλμένα εισάγεται με ειδική διαδικασία, αντί της νέας τακτικής, η υπόθεση πρέπει να παραπέμπεται με μη οριστική απόφαση, για να εκδικαστεί κατά την προσή­κουσα νέα, τακτική διαδικασία. Η υπόθεση θα πρέπει να επαναφερθεί προς συζήτηση με κλήση. Ευχερής παρίσταται η εφαρμογή του άρθρου 591 § 6 ΚΠολΔ στην περίπτωση της εσφαλμένης εισαγωγής της υπόθεσης κατά την τακτική διαδικασία, ενώ υπαγόταν σε κάποια από τις ειδικές διαδικασίες. Το δικαστήριο θα εκδώσει μη οριστική απόφαση, κατά τα άρθρα 237 §6 και 46 ΚΠολΔ, αναβάλλοντας την έκδοση απόφασης και παραπέμποντας την υπόθεση προς συζήτηση κατά την προσήκουσα διαδικασία, όπου και θα εισαχθεί στη συνέχεια με κλήση. Στη νέα συζήτηση οι προτάσεις θα κατατεθούν επί της έδρας, σύμφωνα με το άρθρο 591§1 περ.γ΄ ΚΠολΔ, και θα εφαρμοστούν οι αντίστοιχες διαδικαστικές ρυθμίσεις. Τα δικόγραφα, που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της προδικασίας του άρθρου 237 ΚΠολΔ, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, αφού υποβλήθηκαν ενόψει άλλης συζήτησης, οι ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν όμως στο στάδιο της δίκης, η οποία διεξήχθη κατά την τακτική διαδικασία, θα μπορούν να ληφθούν υπόψη δεδομένου ότι λήφθηκαν στο πλαίσιο της ίδιας δίκης. Η αξίωση για επί­δοση της αγωγής εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της δεν είναι δυνατό στην περίπτωση αυτή να εφαρμο­σθεί. Η επίδοση της αγωγής εντός τριάντα ημερών από την κατάθεση, εξάλλου, εντάσσεται εν τέλει σε ένα σύστημα αυστηρής προδικασίας, με σκοπό την ταχεία προπαρασκευή της συζήτησης σε ένα σαφώς προδιαγε­γραμμένο πλαίσιο. Η επίδοση εντός τριάντα ημερών απο­σκοπεί στο πλαίσιο αυτό στην έγκαιρη ενημέρωση του αντιδίκου, λαμβανομένου υπόψη ότι οι 100 (ή 130) ημέρες προς κατάθεση των προτάσεων αφετηριάζονται στον χρόνο κατάθεσης της αγωγής, ανεξαρτήτως του χρόνου επίδοσης. Τούτη η στόχευση εκ των πραγμάτων τίθεται εκποδών στην περίπτωση της έκδοσης παραπεμπτικής απόφασης για εκδίκαση κατά την προσήκουσα διαδικα­σία. Ο αντίδικος, επί υποστατής και έγκυρης τουλάχιστον επίδοσης, θα έχει ήδη ενημερωθεί για την ύπαρξη σε βάρος του σχετικής αγωγής. Το ζήτημα, συνεπώς, δεν είναι η εκ νέου ενημέρωσή του, αλλά ο προσδιορισμός ενός σαφούς αφετήριου γεγονότος για τη δυνατότητα τήρησης των προθεσμιών του άρθρου 237 ΚΠολΔ. Εν προκειμένω, άλλωστε, η δια­δικασία που ήρξατο με την αρχική άσκηση της αγωγής εξακολουθεί να υφίσταται και δεν οικοδομείται μία εκ θεμε­λίων νέα διαδικασία επί τη βάσει μίας νέας αγωγής. Ως λύση που προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια και προβλεψιμότητα αναφορικά με τον υπολογισμό των οικείων προθε­σμιών, πρέπει να προκριθεί αυτή του υπολογισμού τους (των 100 ή 130 ημερών για την κατάθεση προτάσεων κ.ο.κ.) από την κατάθεση της κλήσης. Στη νέα τακτική διαδικασία, σε όσες περιπτώσεις προβλέπεται η υποβολή κλήσης προς συζήτηση, προβλέπεται και σχετική προθεσμία (βλ. π.χ. άρθρο 260 §2 ΚΠολΔ ως προς την υποχρέωση κλήσης του αντιδίκου εντός τριάντα ημερών από τη ματαίωση της συζήτησης ή την πρόβλεψη του άρθρου 254 § 2 ΚΠολΔ ως προς την πρόβλεψη επίδοσης τριάντα ημέρες πριν από την επαναλαμβανόμενη συζήτηση). Πρόβλεψη για τον χρόνο επίδοσης της κλήσης μετά από παραπεμπτική απόφαση δεν υφίσταται (βλ. σχετικώς Μακρίδου, ό.π., σελ.15-16), συμπεριλαμβανομένης και της περίπτωσης κατά­θεσης κλήσης μετά από έκδοση οριστικής, παραπεμπτι­κής απόφασης λόγω αναρμοδιότητας, δεδομένου ότι κατά τα λοιπά η διάταξη του άρθρου 228 ΚΠολΔ δεν εφαρμόζε­ται στη νέα τακτική διαδικασία (βλ. ως προς τούτο αντί άλλων Μπαλογιάννη/Ρεντούλη, Ερμηνεία κατ’ άρθρο ΚΠολΔ, επιμ.Απαλαγάκη, 4η έκδ., 2016, τ.I, υπό το άρθρο 228, στον αριθ.περ.1, σελ.700). Όπως και στην τελευταία αυτή περίπτωση της έκδοσης παραπεμπτικής απόφασης λόγω αναρμοδιότητας, σημαντικός κι ανυπέρβλητα ανα­γκαίος λόγος για την υποχρέωση κατάθεσης της κλήσης εντός συγκεκριμένης προθεσμίας από την έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης δεν υφίσταται (πρβλ., ωστόσο, και Μακρίδου, ό.π., σελ.15). Ελλείψει, συνεπώς, σχετικής ρύθμισης, το ζήτημα θα πρέπει να αφεθεί στη γενικότερη αρχή της προώθησης της δίκης με πρωτοβουλία των διαδίκων, με κατάθεση της κλήσης από τον επιμελέστερο των διαδίκων σε όχι αυστηρό χρονικό πλαίσιο, πολλώ δε μάλ­λον που τέτοιο δεν προβλέπεται εν γένει επί παραπεμπτι­κών αποφάσεων (βλ. αντί άλλων Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτι­κής Δικονομίας, β` έκδ., 2016, σελ.262-264 ως προς τις εκφάνσεις της εν λόγω αρχής και τις ρωγμές που υπέστη με την υιοθέτηση του Ν.4335/2015). Μετά την κατάθεση της κλήσης, ωστόσο, η διαδικασία τροχειοδρομείται και πάλι στην κανονικότητα της νέας τακτικής διαδικασίας, που απαιτεί την αυστηρή τήρηση προθεσμιών για την περαιτέρω προώθησή της. Για τους ίδιους λόγους, που απαιτείται κατά το άρθρο 215 § 2 ΚΠολΔ η επίδοση της αγωγής εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της, ήτοι για την ενημέρωση του αντιδίκου και την παροχή του ανα­γκαίου χρόνου προς προπαρασκευή της άμυνάς του, για τους ίδιους λόγους και η επίδοση της κλήσης θα πρέπει να λάβει χώρα εντός τριάντα ημερών από την κατάθεσή της, κατ’ ανάλογη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 215 § 2 ΚΠολΔ (βλ. και Μακρίδου, ό.π., σελ.16), ανεξάρτητα από το αν καλών είναι ο ενάγων ή ο εναγόμενος.Για τους ίδιους λόγους, μάλιστα, η εκκίνηση των προθεσμιών του άρθρου 237 ΚΠολΔ, θα πρέπει να έχει ως αφετήριο σημείο, το χρονικό σημείο της κατάθε­σης της κλήσης. Συνεπώς, οι προτάσεις θα πρέπει να κατατεθούν εντός προθεσμίας 100 (ή 130) ημερών από την κατάθεση της κλήσης, αν δε η κλήση επιδοθεί κατά την τριακοστή ημέρα από την κατάθεσή της, ο αντίδικος του καλούντος θα διαθέτει μικρότερη προθεσμία για την προε­τοιμασία του (βλ. ad hoc ΠολΠρΘεσ 12935/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΤρικ 57/2017 ΕλλΔνη 2017.1528). Τέλος, στο ειδικό Τμήμα Ναυτικών Διαφορών που συστάθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιά με βάση το άρθρο 51 παρ.1, 2 και 3 του Ν.2172/1993, εκδικάζονται οι ναυτικές διαφορές, που είναι οι ιδιωτικές διαφορές οι οποίες πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου, καθώς επίσης και τη χρησιμοποίηση λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ’ αυτό και που προσδιορίζονται μεν, ορισμένες από αυτές, αλλά κατά τρόπο απλώς ενδεικτικό και όχι περιοριστικό (51 παρ.3 Β του Ν.2172/1993). Εξάλλου, η διατύπωση στην παράγραφο 3Α του άρθρου 51 είναι ευρύτατη. Αναφέρεται σε όλες τις ιδιωτικές διαφορές οι οποίες πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου κλπ. Ο όρος «πηγάζουν» παραπέμπει στις ανωτέρω πράξεις ως συμβάντα του κοινωνικού βίου, από τα οποία πηγάζουν άμεσα ή έμμεσα ναυτικές διαφορές. Δεν έχει σημασία ποια είναι η νομική βάση της αξίωσης της οποίας ζητείται δικαστική προστασία, αρκεί για τη δικαστική εκτίμηση της διαφοράς ότι πρέπει να κριθούν και ζητήματα τα οποία συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις και απαιτούν εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες του θαλασσίου εμπορίου, του πλοίου και της ναυτιλίας και μπορεί να προέρχονται από σύμβαση, εταιρική σχέση, αδίκημα ή εκ του νόμου. Συνεπώς, οποιαδήποτε και αν είναι η νομική βάση της διαφοράς, εφόσον η διαφορά αυτή πηγάζει υπό την ευρύτατη έννοια, η οποία εκτέθηκε ανωτέρω ή έχει ως αιτία ένα από τα νομικά γεγονότα που απαριθμούνται στην παρ.3Β του άρθρου 51 του Ν.2172/1993, η διαφορά αυτή αποκτά χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς και υπάγεται στην αρμοδιότητα των Ναυτικών Τμημάτων των Δικαστηρίων του Πειραιά και πρέπει να εκδικασθεί από αυτά, ώστε να κριθεί από δικαστή με αντίληψη των ιδιαιτεροτήτων των εν λόγω διαφορών και δυνατότητα να κρίνει και τις υπόλοιπες διαστάσεις της διαφοράς (ΕφΠειρ 253/2016 ΤΝΠ Νόμος, με παραπομπές σε θεωρία).

Με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι δυνάμει της από 23-12-2002 σύμβασης μίσθωσης και παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του Τ. Λ. Ζ. μίσθωσε από την εταιρεία με την επωνυμία «…» (που έχει ήδη μετονομαστεί σε «…» τον   Ζ. και ανέλαβε τη διαχείριση και εκμετάλλευσή του από την 01.01.2003 και για σαράντα έτη υπό τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που διαλαμβάνονται σε αυτήν. Ότι με το άρθρο 28.1-2 της σύμβασης αυτής η εκμισθώτρια εταιρεία εκχώρησε στην ενάγουσα τις απαιτήσεις της που αφορούν στην καταβολή από 1-1-2003 των τελών ελλιμενισμού όλων των σκαφών που περιγράφονται στο παράρτημα Χ της σύμβασης καθώς και τις απαιτήσεις της κατά των μισθωτών για την καταβολή από 1-1-2003 των οφειλόμενων μισθωμάτων δυνάμει των σχετικών μισθωτικών συμβάσεων των χώρων και καταστημάτων που περιγράφονται στο παράρτημα V της ίδιας σύμβασης. Ότι μεταξύ των σκαφών που ελλιμενίζονταν στο … συμπεριλαμβανόταν και το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό σκάφος αναψυχής με το όνομα «…», νηολογημένο στο λιμάνι του Πειραιά, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή,  το οποίο ανήκε στην εναγομένη κατά κυριότητα μέχρι την 19-5-2010, οπότε και εκπλειστηριάστηκε. Ότι δυνάμει της από 3-7-2008 σύμβαση ελλιμενισμού του σκάφους αυτού που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης, συμφωνήθηκε η χρήση των εγκαταστάσεων του Τ. Λ. Ζ. για αόριστο χρονικό διάστημα από το σκάφος, αποδεχόμενη η εναγομένη τους συμβατικούς όρους της μίσθωσης αυτής, έναντι συμφωνηθέντων μηνιαίων τελών ελλιμενισμού καταβλητέων εκ μέρους της τελευταίας, ποσού 1297 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως και 31-12-2010, εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός, δυνάμει του υπ’ αριθ. …../15-10-2009 πρακτικού-απόφασης του ΔΣ της ενάγουσα εταιρείας. Ότι παρότι η ενάγουσα παρείχε στο σκάφος της εναγομένης σύμφωνα με τις συμβατικές υποχρεώσεις της υπηρεσίες ελλιμενισμού καθώς και υδροδότηση και ηλεκτροδότηση κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως και 19-5-2010, εντούτοις η εναγομένη αρνήθηκε να της καταβάλει στον προσήκοντα χρόνο τα οφειλόμενα κατά τα συμφωνηθέντα τέλη ελλιμενισμού τα οποία ανέρχονται για το ως άνω χρονικό διάστημα στο συνολικό ποσό των 6.009,37 ευρώ, και εξακολουθεί να αρνείται παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας, η δε καθυστέρηση των οφειλόμενων αυτών επιτείνει τη ζημία της καθότι θα δυσχεράνει την ικανοποίησή της λόγω της αφερεγγυότητας της ενάγουσας. Με αυτό το ιστορικό, ζητεί η ενάγουσα να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το συνολικό χρηματικό ποσό των 6.009,37 ευρώ, νομιμοτόκως από τότε που έκαστο επιμέρους κονδύλι ήταν καταβλητέο κατά τα συμφωνηθέντα, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση αυτή προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης για την παρούσα δίκη.

Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή ερείδεται, κατ’ ορθή εκτίμηση του περιεχομένου της, σε αξιώσεις που απορρέουν από καταρτισθείσα σύμβαση μίσθωσης με προέχοντα χαρακτήρα αυτό της μίσθωσης (άρθρα 574επ. ΑΚ), διότι, κατά τα επικαλούμενα στο αγωγικό δικόγραφο, τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν με την εν λόγω σύμβαση ελλιμενισμού πρωτίστως στην παραχώρηση της χρήσης του χώρου της … για τον ελλιμενισμό του σκάφους «…» κυριότητας της εναγομένης …. ως βασική υποχρέωση της ενάγουσας και όχι στη φύλαξη αυτού (σκάφους) ή την παροχή επιπρόσθετων υπηρεσιών εκ μέρους της (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011. 220, ΕφΑθ 10868/1988 ΑρχΝ 1989. 426), γεγονός που συνάδει σε σύμβαση μίσθωσης χώρου της …, και όχι στην παροχή υπηρεσιών προς το σκάφος, η δε ηλεκτροδότηση και υδροδότηση αυτού συνιστούσαν παρακολουθηματικές και παρεπόμενες υπηρεσίες προς τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης χώρου, χωρίς να αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της ως μισθωτικής σχέσης, συμπεριλαμβάνονται στο συμβατικό πλαίσιο αυτής, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση της κοινής μίσθωσης κατοικίας του Αστικού Κώδικα αναφορικά με την οφειλή του μισθώματος, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οφειλές του μισθωτή από αντίστοιχες αιτίες λ.χ. ηλεκτρικό ρεύμα, νερό, κοινόχρηστα, που δεν ανατρέπουν τη φύση της έννομης συμβατικής σχέσης, ως μίσθωσης ιδιωτικού δικαίου, από τις διατάξεις και μόνο της οποίας αναζητούνται από τον εκμισθωτή και μόνον οι εν λόγω οφειλές για τις αντίστοιχες παροχές του στο μίσθιο χώρο προς τον μισθωτή (βλ. και ΟλΑΠ 470/1983 ΝοΒ 1984.74, ΣτΕ 14/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΔΕΚ 428/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 126/2017 ΔΕΕ 2017.801, ΕφΠειρ 303/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 234/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 585/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 155/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 847/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 77/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 734/2013 ΔΕΕ 2014.984, ΕφΠειρ 605/2010 ΔΕΕ 2011.220, ΔΕφΠειρ 1169/1991 ΔΔίκη 1992.137, ΕφΑθ 10868/1988 ΑρχΝ 1989.426). Επομένως, εσφαλμένα εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία, καθώς πρόκειται για μισθωτική διαφορά, που έχει ως αναγκαία ιστορική αιτία τη σύμβαση της μίσθωσης, διεπόμενη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ (ΕφΑθ 685/2012 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης), σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, ενώ πρέπει να εκδικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των άρθρων 591, 647επ. ΚΠολΔ (ΕφΠειρ 605/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 10868/1988 ΑρχΝομ 1989.426), όπως ισχύουν πριν την τροποποίησή τους και δη την κατάργηση και αντικατάστασή τους από τις διατάξεις των άρθρων 614 και 615-620 ΚΠολΔ με τον Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 για όσα δικόγραφα κατατέθηκαν έκτοτε, από δε το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, με βάση το ύψος του συμφωνημένου μισθώματος, που υπερβαίνει κατά τα ανωτέρω το ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως (άρθρο 14 παρ.1β, 2 ΚΠολΔ, ΕφΠειρ 30/2011 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Στην προκείμενη περίπτωση εσφαλμένως εισήχθη με την τακτική διαδικασία η υπόθεση, ενώ έπρεπε να είχε εισαχθεί με την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο κρατεί το ίδιο την υπόθεση και διατάσσει αυτεπαγγέλτως κατ’ άρθρο 591 § 2 ΚΠολΔ, την εκδίκαση της με την προσήκουσα ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, κατά τις διατάξεις των άρθρων 647επ. ΚΠολΔ, με γνώμονα την οικονομία της δίκης και με δεδομένο ότι τηρήθηκαν οι δικονομικοί κανόνες της διαδικασίας αυτής, καθόσον δε η κρινόμενη αγωγή έχει κατατεθεί πριν την 1-1-2016 που άρχισε να ισχύει ο Ν.4335/2015 (ΕφΑθ 131/2008 ΕλλΔνη 2009.853, ΕφΔωδ 17/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠατρ 157/2002 ΑχαΝομ 2003.256, ΕφΑθ 1999/2000 ΕΔΠ 2002.182, ΕφΠειρ 996/1994 ΕλλΔνη 1996.386, ΜονΠρΘεσ 1295/2018, ΜονΠρΘηβ 67/2016 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω δε, η υπό κρίση αγωγή, παραδεκτώς και αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.1β΄-2, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του Ν.3994/2011, ΦΕΚ Α 165/25.7.2011, 16 αριθ.1, 25 παρ.2, 29 παρ.1, 33, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, παρ.2 εδ.α΄, παρ.3 Α και Β περ.ε΄, παρ.4, παρ.5 του Ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου που θα τη δικάσει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 591 παρ.2 ΚΠολΔ (ως ίσχυε πριν τον Ν.4335/2015) με την προσήκουσα ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών των διατάξεων των άρθρων 647επ. ΚΠολΔ (648 έως 661 ΚΠολΔ, ως ίσχυαν πριν τον Ν.4335/2015), ενόψει του ότι προσκομίστηκαν από την ενάγουσα το γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Πειραιώς και το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις του που καταβλήθηκε εκ μέρους της για το αντικείμενο της αγωγής, έχοντος και δικαιοδοσία προς εκδίκασή της ως πολιτικό δικαστήριο ένεκα της φύσης της ένδικης διαφοράς ως ιδιωτικού δικαίου, αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενου τούτου (ΑΠ 998/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 303/2016 ΤΝΠ Νόμος), δεδομένου ότι το επικαλούμενο μηνιαίο συμφωνηθέν μίσθωμα υπερβαίνει το ποσό των 600 ευρώ καθόσον δε στην έννοια αυτού συμπεριλαμβάνονται κατά την πάγια νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων και οι οφειλές του μισθωτή από ηλεκτροδότηση και υδροδότηση (ΕφΠειρ 155/2015, ΕφΠειρ 847/2014 ΤΝΠ Νόμος), ήτοι δεν υπολογίζονται χωριστά τα οφειλόμενα αυτά ποσά, κατά τρόπο ώστε να μεταβάλουν την υλική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και δεν ασκούν έννομη επιρροή στον καθορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητάς του κατ’ άρθρο 14 ΚΠολΔ, η δε συζήτηση διεξάγεται προφορικά (άρθρο 591 παρ.2 ΚΠολΔ), με κατάθεση των προτάσεων και προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων των διαδίκων κατά τη συζήτηση, καθώς και ανάπτυξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών τους προφορικά στο ακροατήριο με καταχώριση στα πρακτικά της δίκης (άρθρο 591 παρ.1 β΄-γ΄-δ΄ ΚΠολΔ, ως ισχύει πριν τον Ν.4335/2015 από 1-1-2016). Περαιτέρω δε, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη (ΚΠολΔ 216), διαλαμβάνοντας όλα τα αναγκαία στοιχεία του ορισμένου για την επιδίκαση των αιτηθέντων, και νόμιμη τυγχάνει, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 200, 288, 340, 341, 345, 346, 361, 574, 595 ΑΚ, 4 παρ. 1 και 5 του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας του Τ. Λ. Ζ., που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. …/2008 απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης (ΦΕΚ …/Β/28.7.2008), 68, 907, 908 παρ.1 στοιχ.στ΄, 910 αριθ.2, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, καθώς και στις διατάξεις της υπ’ αριθ. …/2011 Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ Β …/16-3-2011). Επομένως, πρέπει, η υπό κρίση αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα αποδείξεως, που εξετάσθηκε νόμιμα από την ενάγουσα κατά τη συζήτηση της κρινόμενης αγωγής στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Πειραιά και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθ.404/2017 απόφασή του πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, καθότι η υπόθεση δικάστηκε ερήμην της εναγομένης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου- καθώς και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, για μερικά των οποίων γίνεται ειδικότερη μνεία στη συνέχεια, χωρίς ωστόσο να παραλείπεται η συνεκτίμηση κανενός από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 23-12-2002 συμβάσεως μισθώσεως και παραχώρησης δικαιωμάτων εκμετάλλευσης του Τ. Λ. Ζ., η ενάγουσα μίσθωσε από την εταιρεία με την επωνυμία «….» (ήδη μετονομασθείσα ως «….») τον   …… και ανέλαβε τη διαχείριση και εκμετάλλευσή του από την 1-1-2003 και για σαράντα (40) έτη·. Σύμφωνα με τα άρθρα 28.1 και 28.2 της ως άνω συμβάσεως η εκμισθώτρια εταιρεία εκχώρησε στην ενάγουσα τις απαιτήσεις της για την καταβολή από 1-1-2003 των τελών ελλιμενισμού όλων των σκαφών που περιγράφονται στο παράρτημα Χ της σύμβασης και τις απαιτήσεις της κατά των μισθωτών για την καταβολή από 1-1-2003 των μισθωμάτων που οφείλουν οι τελευταίοι δυνάμει των αντίστοιχων συμβάσεων μίσθωσης που περιγράφονται στο παράρτημα V της σύμβασης. Περαιτέρω, η ενάγουσα στις 3-7-2008 κατήρτισε με την εναγομένη, ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής (….) σύμβαση ελλιμενισμού στον   Ζ. του ανήκοντος κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή στην εναγόμενη υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής με το όνομα «…», υπ’ αριθ. … νηολογίου Πειραιώς, μήκους 22,98 μ., πλάτους 6,10 μ., βυθίσματος 1,80 μ., ολικής χωρητικότητας 109,20 κόρων και καθαρής χωρητικότητας 88,23 κόρων. Σε εκτέλεση της συμβάσεως αυτής και κατ’ εφαρμογή του Ν.2160/1993, του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. Τ/9803/5-9-2003 Κ.Υ.Α. των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 1323/16-9-2003), του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας του Τ. Λ. Ζ., που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. …/2008 απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης (ΦΕΚ …/Β/28-7-2008) και της υπ’ αριθ. …/2011 απόφασης του Υφυπουργού Τουρισμού και Πολιτισμού (ΦΕΚ Β’ …/16-3-2011), η ενάγουσα παρείχε στο ως άνω σκάφος της εναγομένης κατά τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, υπηρεσίες ελλιμενισμού από την 1-1-2010 έως τη 19-5-2010, οπότε και εκπλειστηριάστηκε το σκάφος και έπαψε να ανήκει πλέον στην κυριότητά της, και τα μηνιαία τέλη ελλιμενισμού του σκάφους, τα οποία ήταν καταβλητέα τοις μετρητοίς εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα καθορίστηκαν σύμφωνα με το τιμολόγιο του Τ. Λ. Ζ. και τις διαστάσεις του σκάφους, δυνάμει του υπ’ αριθ. ../15-10-2009 πρακτικού αποφάσεως του ΔΣ της ενάγουσας εταιρείας, στο ποσό των 1.297 ευρώ συμμπεριλαμβανομένου αναλογούντος Φ.Π.Α. 23 %  για το χρονικό διάστημα  από 1-1-2010 έως 31-12-2010 και συγκεκριμένα μέχρι τις 19-5-2010, για τους προδιαλαμβανόμενους λόγους. Περαιτέρω, παρότι η ενάγουσα τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις και παρείχε αδιακώλυτο ελλιμενισμό του σκάφους της εναγομένης και τη χρήση των λοιπών υπηρεσιών ελλιμενισμού εκ μέρους της, η εναγομένη, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας, ευθυνόμενη για την καταβολή των τελών ελλιμενισμού, δεν της έχει εξοφλήσει τα αντιστοιχούντα για το χρονικό διάστημα από την 1-1-2010 έως και 19-5-2010 σχετικά τέλη ελλιμενισμού συνολικού ποσού 6.009,37 ευρώ, όπως τα επιμέρους ποσά προσδιορίζονται ανά χρονικά διαστήματα και για τα οποία η ενάγουσα εξέδωσε τις κάτωθι αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, που παρέλαβε ανεπιφύλακτα η εναγομένη, ήτοι (1.297 ευρώ x 4 μήνες =) 5.188 ευρώ + (1.297 ευρώ : 30 ημέρες = 43,23 ευρώ x 19 ημέρες = ) 821,37 ευρώ = 6.009,37 ευρώ, όπως αποδεικνύεται από τις υπ’ αριθ. 44581/2-2-2010, 45043/3-3-2010, 45462/6-4-2010, 46248/26-5-2010 και 46249/26-5-2010, αντιστοίχως, αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, που εξέδωσε η ενάγουσα στο όνομα της εναγομένης για τη φορολογική και λογιστική τακτοποίηση των παρεχόμενων στο σκάφος τη υπηρεσιών της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα από την ανωτέρω αιτία το συνολικό ποσό των 6.009,37 ευρώ, που αντιστοιχεί στο σύνολο των οφειλομένων τελών ελλιμενισμού για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο, Μάρτιο, Απρίλιο και Μάιο (έως τις 19 του μηνός) του έτους 2010, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα με βάση την επίδικη σύμβαση μίσθωσης. Επομένως, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ως άνω συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων εννέα ευρώ και τριάντα επτά λεπτών του ευρώ (6.009,37 €), νομιμοτόκως από την επομένη που κάθε επιμέρους ποσό ήταν καταβλητέο ως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, σύμφωνα με το μεταξύ τους επίδικο μισθωτήριο συμφωνητικό, ήτοι από την 6η ημέρα εκάστου μηνός ελλιμενισμού για έκαστη μηνιαία οφειλή τελών ελλιμενισμού ποσού 1.297 ευρώ, κατά το χρονικό διάσημα από Ιανουάριο έως και Απρίλιο του έτους 2010 και ποσού 821,37 ευρώ για τον μήνα Μάιο (έως τις 19 του μηνός) του έτους 2010 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (ΕφΠειρ 234/2016, ΕφΠειρ 585/2015 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω δε, η απόφαση αυτή πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή στο σύνολό της, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης, προκειμένου  να αποφευχθεί σημαντική ζημία της ενάγουσας, από ενδεχόμενη καθυστέρηση της εκτέλεσής της, ενόψει της παλαιότητας της οφειλής της εναγομένης προς αυτήν (από το έτος 2010), ενώ επιπλέον εκτιμάται ότι με βάση τα αποδειχθέντα ως άνω πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τα γνωστά διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (ΚΠολΔ 336 παρ.4), από τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην οικεία συναλλακτική αγορά, με τις καθυστερήσεις πληρωμών στο εμπόριο και στις εν γένει οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, καθυστέρηση στην εκτέλεση της παρούσας απόφασης κατά το επιδικασθέν ποσό υπέρ της ενάγουσας, μέχρι την τελεσίδικη δικαστική κρίση επ’ αυτής, μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην επιχειρηματική λειτουργία της και αδυναμία της να ανταποκριθεί σε τυχόν ανειλημμένες οικονομικές της υποχρεώσεις (πληρωμές προσωπικού της εταιρείας, εργασίες συντήρησης, ανάπτυξης και εκμετάλλευσης του Τ. Λ. Ζ. κλπ.), ενώ η εναγομένη που ερημοδικεί ουδόλως ανταπέδειξε αντίστοιχη δική της αδυναμία πληρωμής ή κίνδυνο για την προσωπική και οικονομική της κατάσταση από την εξόφληση της επιδικασθείσας σε βάρος της οφειλής προς τη δικαιούχο και νικήσασα διάδικο ενάγουσα, ένεκα και της φύσης των επίδικων αξιώσεων της ενάγουσας από εμπορικές διαφορές και επειδή πρόκειται άλλωστε και για μισθώματα από τέλη ελλιμενισμού μικρού συνολικού ποσού (άρθρο 908  παρ.1 περ.στ΄ και 910 παρ.2 ΚΠολΔ). Επιπλέον, πρέπει η εναγομένη, λόγω της ήττας της και της αντίστοιχης νίκης της ενάγουσας (άρθρα 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63 παρ.1 (ι) α΄, 68 παρ.1, 84 παρ.1 του Ν.4194/2013/Κώδικας Δικηγόρων), να καταδικαστεί στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας στην παρούσα δίκης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης, κατά παραδοχή και του σχετικού αιτήματός της. Τέλος, πρέπει να καθοριστεί το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της απολιπομένης εναγομένης κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2, 653 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

              ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εναγομένης,

            ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της απολιπομένης εναγομένης κατά της απόφασης αυτής, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εκδίκαση της υπόθεσης κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 έως 661 ΚΠολΔ, ως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από τον Ν.4335/2015, από 1-1-2016).

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων εννέα ευρώ και τριάντα επτά λεπτών του ευρώ (6.009,37 €), νομιμοτόκως από την επομένη που κάθε επιμέρους ποσό ήταν καταβλητέο ως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, σύμφωνα με το σύμφωνα με το μεταξύ τους επίδικο μισθωτήριο συμφωνητικό, ήτοι από την 6η ημέρα εκάστου μηνός ελλιμενισμού για έκαστη μηνιαία οφειλή τελών ελλιμενισμού ποσού 1.297 ευρώ, κατά το χρονικό διάσημα από Ιανουάριο έως και Απρίλιο του έτους 2010 και ποσού 821,37 ευρώ για τον μήνα Μάιο (έως τις 19 του μηνός) του έτους 2010 και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

           ΚΗΡΥΣΣΕΙ προσωρινώς εκτελεστή την απόφαση για το σύνολο του επιδικασθέντος ως άνω ποσού υπέρ της ενάγουσας.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην πληρωμή του συνόλου της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας για την παρούσα δίκη, την οποία καθορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €).

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις     -8-2019.

                      Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ