Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

 

Αριθμός απόφασης        3496/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

                Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο την 17η Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Eταιρίας με την επωνυμία … , που εδρεύει στη Λ. Κ.  … , Λ. Α. Μ.  205) και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Θεόδωρος Μητράκος (ΑΜΔΣΑ … ), δυνάμει του από …  ειδικού πληρεξουσίου, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, στο οποίο το γνήσιο της υπογραφής των νόμιμων εκπροσώπων της βεβαιώθηκε από αρμόδια αρχή και φέρει επισημείωση (apostille) της Σύμβασης της Χάγης της 5ης.10.1961, και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …  γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία … , που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη Λ.  (… ), έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα (Λ. Β. Σ.  33 – Α. ), σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/1975 και Ν. 814/1978, και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Εταιρίας με την επωνυμία … , που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη Μ.,  πραγματικά όμως εδρεύει στην Αθήνα (Λ. Β. Σ.  …..) και εκπροσωπείται νόμιμα, και 3) Εταιρίας με την … , που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη Λ. , πραγματικά όμως εδρεύει στην Αθήνα (Λ. Β. Σ.  . …..και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες δεν κατέθεσαν προτάσεις, ούτε εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 12.12.2018 με Γ.Α.Κ. …  και με Ε.Α.Κ. …  αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 17.12.2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 11.09.2019 πράξη ορισμού Δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

                Από τις υπ’ αριθ. …  και …  εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, Ν. Κ. , τις οποίες προσάγει με επίκληση η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της αγωγής, με έκθεση κατάθεσης δικογράφου, πράξη με την οποία ορίζεται η προθεσμία κατάθεσης των προτάσεων, παραγγελία προς επίδοση, και κλήση για παράσταση στη δικάσιμο που θα οριζόταν, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις εναγόμενες (άρθρα 122 παρ. 1, 123, 128 παρ. 4, 129, 215 παρ. 2 ΚΠολΔ), η δε εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευσή τους (άρθρο 237 παρ. 4 εδ. ε΄ ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για τις εν λόγω επιδόσεις δεν έχει σημασία ο τόπος ο οποίος, κατά το καταστατικό, φέρεται ως έδρα των παραπάνω εναγόμενων εταιριών, αλλά ο τόπος της εργασίας ή της κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου, το οποίο δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της καταστατικής έδρας της εταιρίας. Συνεπώς, νόμιμα διενεργήθηκε η επίδοση της αγωγής στην Αθήνα επί της Λεωφόρου Βασ. Σοφίας αριθ. 33,  δηλαδή στη διεύθυνση όπου, όπως αναγράφεται στις προτάσεις της ενάγουσας, βρίσκεται η πραγματική έδρα των εναγόμενων (πρβλ. ΕΠ 151/2016 ΤΝΠ NOMOS). Οι τελευταίες δεν έλαβαν κανονικά μέρος στη δίκη, καθώς δεν κατέθεσαν προτάσεις, και, επομένως, πρέπει να δικαστούν ερήμην (άρθρα 115,  271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ).

Με την αγωγή εκτίθεται ότι η εδρεύουσα στη Λ. Κ.  ενάγουσα εταιρία δραστηριοποιείται στον τομέα του εφοδιασμού πλοίων με ανταλλακτικά μηχανών. Ότι κατά τον Ιούνιο και Ιούλιο έτους 2017 σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που καταρτίσθηκαν μεταξύ της μη διαδίκου εδρεύουσας στην Κ.  εταιρίας με την επωνυμία …  και της πρώτης εναγόμενης, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη Μονρόβια Λ. ς και πραγματικά στην Αθήνα, όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο με βάση τις διατάξεις του Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/1975, και Ν. 814/1978, η οποία, κατά την κατάρτιση των συμβάσεων ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη Μάλτα και πραγματικά στην Αθήνα, η …  πώλησε στη δεύτερη εναγόμενη και παρέδωσε στο πλοίο της … » τα περιγραφόμενα κατά κωδικό, είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος, ανταλλακτικά, εκδοθέντων των ακόλουθων τιμολογίων: 1) του υπ’ αριθ. …  τιμολογίου, συνολικής αξίας (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων συσκευασίας) 8.392,45 δολλαρίων ΗΠΑ, 2) του υπ’ αριθ. …  τιμολογίου, συνολικής αξίας (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων συσκευασίας και μεταφοράς) 14.308 δολλαρίων ΗΠΑ, 3) του υπ’ αριθ. …  τιμολογίου, συνολικής αξίας (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων συσκευασίας) 2.794,69 δολλαρίων ΗΠΑ, και 4) του υπ’ αριθ. …  τιμολογίου, συνολικής αξίας (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων συσκευασίας) 7.605 δολλαρίων ΗΠΑ. Ότι με την αναφερόμενη στο δικόγραφο σύμβαση η ως άνω μη διάδικος – πωλήτρια εταιρία μεταβίβασε στην ενάγουσα την απαίτησή της από τις συμβάσεις πώλησης, για τις οποίες εκδόθηκαν τα παραπάνω τιμολόγια, η οποία (απαίτηση), κατόπιν αφαίρεσης των ποσών των 1.306,69 δολλαρίων ΗΠΑ  και 2.500 δολλαρίων ΗΠΑ, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το αγωγικό δικόγραφο, ανέρχεται σε [(8.392,45 + 14.308 + 2.794,69 + 7.605 =) 33.100,14 δολλάρια ΗΠΑ – (1.306,69 + 2.500 =) 3.806,69 δολλάρια ΗΠΑ =] 29.293,45 δολλάρια ΗΠΑ. Ότι, περαιτέρω, τον Σεπτέμβριο 2017 σε εκτέλεση σύμβασης πώλησης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγόμενης, διά της πρώτης εναγόμενης, η οποία κατά την κατάρτισή της ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης, η ενάγουσα πώλησε στη δεύτερη εναγόμενη και παρέδωσε στο πλοίο της … » τα περιγραφόμενα κατά κωδικό, είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος, ανταλλακτικά, εκδοθέντος του υπ’ αριθ. …  τιμολογίου, συνολικής αξίας (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων συσκευασίας) 1.532,50 δολλαρίων ΗΠΑ. Ότι τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο 2017 σε εκτέλεση διαδοχικών συμβάσεων πώλησης που καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας και της τρίτης εναγόμενης, που εδρεύει κατά το καταστατικό της στη Λ.  και πραγματικά στην Αθήνα, διά της πρώτης εναγόμενης, η οποία κατά την κατάρτιση των συμβάσεων ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της τρίτης εναγόμενης, η ενάγουσα πώλησε στην τρίτη εναγόμενη και παρέδωσε στο πλοίο της …  τα περιγραφόμενα κατά κωδικό, είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος, ανταλλακτικά, εκδοθέντων των ακόλουθων τιμολογίων, συνολικής αξίας (795,97 + 383,80 + 130,20 + 1.008,50 =) 2.318,47 δολλαρίων ΗΠΑ, και, συγκεκριμένα: 1) του υπ’ αριθ. …  τιμολογίου, συνολικής αξίας 795,97 δολλαρίων ΗΠΑ, 2) του υπ’ αριθ. …  τιμολογίου, συνολικής αξίας (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων συσκευασίας και μεταφοράς) 383,80 δολλαρίων ΗΠΑ, 3) του υπ’ αριθ. …  τιμολογίου, συνολικής αξίας (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων συσκευασίας) 130,20 δολλαρίων ΗΠΑ, και 4) του υπ’ αριθ. …  τιμολογίου, συνολικής αξίας (συμπεριλαμβανομένων των εξόδων συσκευασίας και μεταφοράς) 1.008,50 δολλαρίων ΗΠΑ. Ότι κατά την κατάρτιση των συμβάσεων πώλησης, που καταρτίσθηκαν για λογαριασμό της δεύτερης και της τρίτης των εναγόμενων από την πρώτη εναγόμενη, η τελευταία ανέλαβε την εις ολόκληρον ευθύνη για την πληρωμή του τιμήματος.  Με βάση το ιστορικό, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, επικαλούμενη αφενός ότι με την ιδιότητα της εκδοχέα δικαιούται να επιδιώξει την είσπραξη του οφειλόμενου από τη δεύτερη εναγόμενη ποσού των 29.293,45 δολλαρίων ΗΠΑ, αφετέρου ότι η ως άνω αντίδικός της της οφείλει λόγω πώλησης το επιπλέον ποσό των 1.532,50 δολλαρίων ΗΠΑ, καθώς και ότι η τρίτη εναγόμενη εξακολουθεί να της οφείλει, λόγω πώλησης, το συνολικό ποσό των  2.318,47 δολλαρίων ΗΠΑ, η ενάγουσα αιτείται, κυρίως κατά τις διατάξεις περί εκχώρησης απαίτησης και πώλησης και, επικουρικά, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού: Α) Να υποχρεωθούν η πρώτη και η δεύτερη των εναγόμενων, εις ολόκληρον η καθεμία, να της καταβάλουν το ισόποσο σε ευρώ των (29.293,45 + 1.532,50 =) 30.825,95 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, και Β) Να υποχρεωθούν η πρώτη και η τρίτη των εναγόμενων, εις ολόκληρον η καθεμία, να της καταβάλουν το ισόποσο σε ευρώ των 2.318,47 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, και τα παραπάνω αναφερόμενα (υπό τα στοιχεία Α και Β) ποσά νομιμότοκα από τη δήλη μέρα πληρωμής κάθε επιμέρους ποσού, δηλαδή από την παρέλευση 60 ημερών από την έκδοση κάθε τιμολογίου, άλλως από την όχληση των εναγόμενων την 06.12.2017, άλλως από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση. Επίσης, η ενάγουσα αιτείται να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια αιτήματα, η αγωγή, με την οποία παραδεκτά σωρεύονται αιτήσεις περισσότερων προσώπων που συνδέονται με δεσμό απλής ομοδικίας (άρθρο 74 αριθ. 2 ΚΠολΔ), και με την οποία εισάγεται ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο, και λειτουργικά αρμόδιο [άρθρα 10 ΑΚ, 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 2, 3Α, 3Β περ. ι’ Ν. 2172/1993, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς]. Συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης υπόθεσης, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 62 παρ. 1, 63 παρ. 1 περ. β’, 66 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», λόγω της, κατά τα ιστορούμενα, πραγματικής έδρας των εναγόμενων στην Αθήνα. Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 17.12.2018, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στις εναγόμενες την 19.12.2018 (Βλ. τις προαναφερόμενες υπ’ αριθ. …  και …  εκθέσεις επίδοσης). Εξάλλου, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, διότι με την αγωγή εισάγεται προς δικαστική επίλυση ιδιωτική διαφορά που πηγάζει από έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, όπως προαναφέρθηκε. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Α) Αναφορικά με τις συμβάσεις πώλησης, οι οποίες, κατά τα ιστορούμενα, καταρτίσθηκαν μεταξύ της ενάγουσας, της δεύτερης και της τρίτης των εναγόμενων, διά της πρώτης εναγόμενης – διαχειρίστριας εταιρίας, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας με την οποία οι ένδικες συμβάσεις συνδέονται προδήλως στενότερα. Και τούτο διότι, με βάση τα ιστορούμενα, η δεύτερη και τρίτη των εναγόμενων έχουν πραγματική έδρα στην Αθήνα, όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο, με βάση τις διατάξεις του Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/1975, και Ν. 814/1978, η πρώτη εναγόμενη – διαχειρίστρια εταιρία, η οποία από το εγκατεστημένο στην Ελλάδα γραφείο της προέβαινε στις σχετικές παραγγελίες για την αγορά των πωληθέντων ανταλλακτικών, μέσω της αντιπροσώπου της ενάγουσας στην Ελλάδα, εταιρίας με την επωνυμία …  Β) Το επιμέρους ζήτημα της αντιπροσώπευσης της ενάγουσας και της δεύτερης και τρίτης των εναγόμενων κατά την κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων πώλησης, το οποίο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Ρώμη Ι, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ζ’, ρυθμίζεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία, για την οποία του χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με την γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ NOMOS). Επομένως, το εν λόγω ζήτημα διέπεται εν προκειμένω από το ελληνικό δίκαιο, διότι, με βάση τα ιστορούμενα, οι προτάσεις και οι σχετικές αποδοχές για την κατάρτιση των ένδικων συμβάσεων έλαβαν χώρα στην Αθήνα. Γ) Αναφορικά με την αντικειμενικά σωρευόμενη βάση της ευθύνης της δεύτερης εναγόμενης έναντι της ενάγουσας λόγω εκχώρησης απαίτησης από τη μη διάδικο στην παρούσα δίκη εταιρία με την επωνυμία … , εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι, επίσης, το ελληνικό, με βάση το άρθρο 14 παρ. 2 του Κανονισμού Ρώμη Ι, ως το δίκαιο που διέπει την απαίτηση, καθώς, με βάση τα ιστορούμενα, η απαίτηση που αποτελεί το αντικείμενο της εκχώρησης πηγάζει από συμβάσεις πώλησης που καταρτίσθηκαν μεταξύ της μη διαδίκου εταιρίας …  και της δεύτερης εναγόμενης, διά της πρώτης εναγόμενης – διαχειρίστριας εταιρίας, ως προς τις οποίες εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του Κανονισμού Ρώμη Ι, ως το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέονται προδήλως στενότερα. Και τούτο διότι, όπως προαναφέρθηκε, η δεύτερη εναγόμενη έχει πραγματική έδρα στην Αθήνα, όπου έχει εγκαταστήσει γραφείο, με βάση τις διατάξεις του Α.Ν. 378/1968, Ν. 27/1975, και Ν. 814/1978, η πρώτη εναγόμενη – διαχειρίστρια εταιρία, η οποία από το εγκατεστημένο στην Ελλάδα γραφείο της προέβη στις σχετικές παραγγελίες για την αγορά των πωληθέντων ανταλλακτικών. Δ) Αναφορικά με την εις ολόκληρον ευθύνη της πρώτης εναγόμενης λόγω σωρευτικής αναδοχής χρέους εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, με βάση το άρθρο 4 παρ. 2 του Κανονισμού Ρώμη Ι, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία το συμβαλλόμενο μέρος που οφείλει να εκπληρώσει την χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, εν προκειμένω η πρώτη εναγόμενη, έχει τη συνήθη διαμονή του, κατά την έννοια του άρθρου 19 παρ. 1 του ίδιου Κανονισμού. Ε) Η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι ερευνητέα με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 10 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» («Ρώμη ΙΙ»), ως το δίκαιο της χώρας που διέπει την ενοχή που απορρέει από τις συμβάσεις πώλησης και σωρευτικής αναδοχής χρέους, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Με βάση λοιπόν το ελληνικό δικονομικό και ουσιαστικό δίκαιο, η αγωγή, ως προς τις αντικειμενικά σωρευόμενες κύριες βάσεις της (άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ), είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 211, 291, 292 εδ. α’, 341 εδ. α’, 345, 346, 455, 460, 462, 477, 481, 513, 526 ΑΚ, 176, 907, 908 περ. στ’ ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι η ενάγουσα δύναται να επιδιώξει δικαστικά την είσπραξη της εκχωρούμενης απαίτησης από την πρώτη και τη δεύτερη των εναγόμενων, καθώς η επίδοση της κρινόμενης αγωγής ισοδυναμεί με την αναγκαία, κατά το άρθρο 460 ΑΚ, αναγγελία (Βλ. ΕΑ 416/2018 ΤΝΠ NOMOS, ΕΘ ΕπισκΕΔ 2014.591). Ωστόσο, μη νόμιμη και απορριπτέα είναι η βάση της αγωγής από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 παρ. 1 ΚΠολΔ), διότι αυτή δεν θεμελιώνεται σε πρόσθετα ή διαφορετικά πραγματικά περιστατικά από εκείνα στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή κατά τις κύριες βάσεις της (Βλ. ΑΠ 449/2014 ΤΝΠ NOMOS). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των κύριων βάσεών της, εφόσον για το αντικείμενό της καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (Βλ. το υπ’ αριθ. …  e-παράβολο, σε συνδυασμό με την από 04.04.2019 απόδειξη διεθνούς συναλλαγής της τράπεζας E. C. , και το από 05.04.2019 ηλεκτρονικό μήνυμα πληρωμής e-παραβόλου).

Καθότι δεν υπάρχει ένσταση κατά της αγωγής που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και η ομολογία για τα γεγονότα που αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο είναι επιτρεπτή, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί τεκμαίρονται ομολογημένοι από τις εναγόμενες, λόγω της ερημοδικίας τους (άρθρο 271 παρ. 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, και Α) Να υποχρεωθούν η πρώτη και η δεύτερη των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία, το ισόποσο σε ευρώ των τριάντα χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι πέντε δολλαρίων ΗΠΑ και ενενήντα πέντε σεντς (30.825,95), με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμότοκα ως προς κάθε επιμέρους ποσό από την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του αντίστοιχου τιμολογίου μέχρι την εξόφληση, και Β) Να υποχρεωθούν η πρώτη και η τρίτη των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία, το ισόποσο σε ευρώ των δύο χιλιάδων τριακοσίων δεκαοκτώ δολλαρίων ΗΠΑ και σαράντα επτά σεντς (2.318,47), με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμότοκα ως προς κάθε επιμέρους ποσό από την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του αντίστοιχου τιμολογίου μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το παρεπόμενο αίτημα προσωρινής εκτελεστότητας πρέπει να γίνει δεκτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, διότι πρόκειται για εμπορική διαφορά και κρίνεται ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα (άρθρο 908 παρ. 1 περ. στ’ ΚΠολΔ). Εξάλλου, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση που οι εναγόμενες ασκήσουν ανακοπή ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει οι εναγόμενες, λόγω της ήττας τους, να καταδικαστούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρα 176, 180 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i (α), 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

                ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγόμενων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη και τη δεύτερη των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία, το ισόποσο σε ευρώ των τριάντα χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι πέντε δολλαρίων ΗΠΑ και ενενήντα πέντε σεντς (30.825,95), με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμότοκα ως προς κάθε επιμέρους ποσό από την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του αντίστοιχου τιμολογίου μέχρι την εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη και την τρίτη των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον η καθεμία, το ισόποσο σε ευρώ των δύο χιλιάδων τριακοσίων δεκαοκτώ δολλαρίων ΗΠΑ και σαράντα επτά σεντς (2.318,47), με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, νομιμότοκα ως προς κάθε επιμέρους ποσό από την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του αντίστοιχου τιμολογίου μέχρι την εξόφληση.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις παραπάνω καταψηφιστικές διατάξεις της.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη και τη δεύτερη των εναγόμενων στην εις ολόκληρον πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατόν εξήντα (1.160) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη και την τρίτη των εναγόμενων στην εις ολόκληρον πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 21.10.2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ