ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
3569 / 2019
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.: … αγωγή)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη–Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις 7 Μαϊου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Της ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «… που εδρεύει στην Κ. (Λ.Σ. …….. ), με Α.Φ.Μ. : …, νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Χριστίνα Σφαέλου (ΑΜ ΔΣΠ: … και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας Ζακύνθου με την επωνυμία … που εδρεύει στη Ζάκυνθο ( Β. .56), με ΑΦΜ : …, νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Μαρία Δαμίγου (ΑΜ ΔΣΠ: …) και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 22-11-2018 με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. : … αγωγή της, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω αναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 70 ΚΠολΔ όποιος έχει έννομο συμφέρον ν’ αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κάποιας έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή. Από την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη προκύπτει ότι μπορεί να αναγνωρισθεί κατόπιν αγωγής η ύπαρξη ή ανυπαρξία έννομης σχέσης, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει προς τούτο έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση νοείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο (ή πράγμα) που ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο και συνεπάγεται ή έχει ως περιεχόμενο της ένα τουλάχιστον δικαίωμα ή μία υποχρέωση είτε δέσμη δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων. Εξάλλου, το έννομο συμφέρον, που επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία στην αναγνωριστική αγωγή και αποτελεί ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού της, μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό και εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις. Θεωρείται υφιστάμενο, στην περίπτωση που η αβεβαιότητα δεν προκύπτει από αυτά τα πράγματα, όταν από την συμπεριφορά του εναγομένου ή τρίτου δημιουργείται αντικειμενικά αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία ορισμένης έννομης σχέσης του ενάγοντος, η οποία (αβεβαιότητα) προκαλεί, άμεσα ή έμμεσα, κινδύνους για τα συμφέροντα του, για την αποτροπή των οποίων η επιδιωκόμενη αναγνωριστική απόφαση αποτελεί πρόσφορο μέσο (ΑΠ 856/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, αποστολή του Δικαστηρίου είναι η επίλυση διαφορών με την απαγγελία εννόμων συνεπειών και, στην περίπτωση της αναγνωριστικής αγωγής, η αναγνώριση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και όχι απλών στοιχείων που οδηγούν στη θεμελίωση αυτών ή αξιολογικές κρίσεις, όπως είναι, ειδικότερα, η υπαιτιότητα κατά την (μη) εκπλήρωση της σύμβασης και, γενικότερα, η αντισυμβατική συμπεριφορά, που δεν συνιστά έννομη σχέση και, συνεπώς, η διαπίστωσή της δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυτοτελούς αναγνωριστικής αγωγής (ή αυτοτελούς αναγνωριστικού αιτήματος) αλλά μόνο μέρος της ιστορικής βάσης αγωγής, με την οποία ζητείται η διάγνωση και καταψήφιση κάποιας αμφίβολης ( ΠΠΑ 10616/1975 Δ 6.569, βλ. και Κεραμέως, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο – Γενικό Μέρος, 1986, παρ. 59 και εκεί αναλυτικές παραπομπές σε θεωρία και νομολογία, Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή ανάλυση κατ’ άρθρο, τ. Α’, 1996, υπό το άρθρο 70, παρ. 124, ΚΕΡΑΜΕΥΣ/ΚΟΝΔΥΛΗΣ /ΝΙΚΑΣ, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΠΟΛΔ, Τόμος Ι, άρθρο 70, σελ. 153, παρ. 1).
II. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στον λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης. Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί ν’ αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο Εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνη) (βλ. ΑΠ 689/2013, ΕΝΔ 2013/ 183, ΧρΙΔ 2013/688,ΕφΠειρ 64/2018 TΝΠ ΝΟΜΟΣ).Πλέον συγκεκριμένα, από την ίδια διάταξη προκύπτει ότι η κοινή δήλωση του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, δεδομένου ότι για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται μεν απεριόριστα ο εφοπλιστής, υπέγγυο, όμως, για την ικανοποίησή τους παραμένει και το πλοίο, με αποτέλεσμα και ο κύριός του να υπέχει παράλληλη, αυτοτελή, ενοχική, πραγματοπαγή και περιορισμένη ευθύνη (ΑΠ 689/2013, όπ., ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νομολογία, Α. Αντάπασης, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [511], Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος δεύτερος, 2005, άρθρο 106, αρ. 2, σελ. 81). Η δημοσιοποίηση της παραχώρησης της εκμετάλλευσης του πλοίου απαιτείται να γίνει με κοινή δήλωση του κυρίου του και του εφοπλιστή, επειδή ο νόμος δεν απαιτεί αυτή να συνοδεύεται από το έγγραφο από το οποίο προκύπτει το δικαίωμα του εφοπλιστή προς εκμετάλλευσή του αλλά αντιθέτως επιτρέπει να μην καθίστανται γνωστοί στους τρίτους οι όροι με τους οποίους συμφωνήθηκε η παραχώρηση αυτή (Κ. Ρόκας, Ναυτικόν Δίκαιον, 1968, § 42, σελ. 161). Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκτός από την ανάληψη του εφοπλισμού, στις ίδιες διατυπώσεις δημοσιότητας (κοινή δήλωση των μερών καταχωριζόμενη στο νηολόγιο) υπόκειται και η παύση του (Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 489, ο ίδιος, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 2009, σελ. 460). Σημειωτέον όμως ότι η παύση ή μη του εφοπλισμού είναι ανεξάρτητη από την τύχη της συμβάσεως που συνιστά την υποκείμενη αιτία του, με αποτέλεσμα η εξακολούθηση της εμφάνισης του εφοπλισμού στο νηολόγιο λόγω μη τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας της παύσης του να μην επιδρά στο κύρος της καταγγελίας της ναύλωσης και να μην εξουδετερώνει τα αποτελέσματά της Ο εφοπλισμός δεν αποτελεί σύμβαση αλλά πραγματική κατάσταση, που δημιουργείται από το γεγονός της εκμετάλλευσης του πλοίου από τον μη κύριο στο όνομά του (Λ. Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 19, ΙΙ 1, σελ. 127). Το δικαίωμα δε του εφοπλιστή να χρησιμοποιεί το πλοίο μπορεί να στηρίζεται είτε σε πραγματική κατάσταση (λ.χ. χρήση αλλότριου πλοίου από κακόπιστο νομέα) είτε σε ορισμένη έννομη σχέση, η οποία συνδέει τον κύριο του πλοίου με αυτόν είτε εμπράγματη (λ.χ. σύσταση επικαρπίας επί του πλοίου) είτε ενοχική, όπως συμβαίνει με τη σύμβαση ναυλώσεως «γυμνού» πλοίου, δυνάμει της οποίας ο εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρονικό διάστημα πλοίο της ιδιοκτησίας του κατάλληλο μεν προς θαλασσοπλοΐα αλλά χωρίς πλήρωμα και εφόδια ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό. Ο ναυλωτής γυμνού πλοίου (bare boat charterer και charterer by demise) είναι πάντοτε εφοπλιστής, επειδή όσο διαρκεί η σύμβαση έχει την κατοχή και τον πλήρη έλεγχο της εκμετάλλευσης του πλοίου (Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 131 132, σελ. 68 επομ). Στα πλαίσια του συμβατικού δεσμού ο μισθωτής (ναυλωτής) δικαιούται να χρησιμοποιεί το πλοίο στο όνομά του και για λογαριασμό του, έχει όμως την υποχρέωση να καταβάλει στο συμφωνημένο χρόνο το μίσθωμα, διαφορετικά ο κύριος του πλοίου, εκμισθωτής (εκναυλωτής) δικαιούται να καταγγείλει κατά το άρθρο 597 ΑΚ τη σύμβαση και να αξιώσει αποζημίωση. Το δικαίωμα της καταγγελίας είναι διαπλαστικό και ασκείται με άτυπη, μονομερή, απευθυντέα και ληψιδεή δήλωση βουλήσεως του καταγγέλλοντος, η νομική ενέργεια της οποίας επέρχεται αφότου περιέλθει στον αποδέκτη της, προς τον οποίο απευθύνεται (άρθρο 167 ΑΚ). Μετά το χρονικό εκείνο σημείο η καταγγελία δεν είναι δυνατό να ανακληθεί μονομερώς (ΤριμΕφΠειρ. 440/2012, Δνη 2014/495, ΤριμΕφΑθ. 654/2012, ΔΕΕ 2012/491, ΕφΘεσ. 1372/2008, Αρμ. 2009/1172), εκτός αν προηγουμένως ή ταυτόχρονα με αυτή περιήλθε στο λήπτη η ανάκλησή της (άρθρο 168 ΑΚ). Δυνατή πάντως παραμένει η συμβατική άρση των συνεπειών της καταγγελίας, κατόπιν και μεταγενέστερης ακόμα της λήξης της μίσθωσης, ρητής ή σιωπηρής, συμφωνίας των μερών, που στα πλαίσια της συμβατικής τους ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ) συγκατατίθενται αμοιβαία στην ανάκληση της, με αποτέλεσμα η καταγγελία να θεωρείται πλέον ως μη γενόμενη (ΑΠ 1076/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1487/2006, Δνη 2006/1424, ΑΠ 1473/2003, ΑρχΝ 2004/252, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τόμος Ι, 2004, § 27, ΙΙΙ, αρ. 10, σελ. 380, υποσημ. 12, Ι. Κατράς, Αστικές και νέες εμπορικές μισθώσεις, 2016, § 30, σελ. 323, ο ίδιος, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2009, § 45, Α.2, σελ. 248, Δ. Ζερδελής, Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2002, αρ. 51 -53, σελ. 27 29, Ι. Καρακατσάνης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος, ΙΙ, 1997, εισαγ. παρατ. στα άρθρα 416 , 454, αρ. 16, σελ. 453, Ι. Καποδίστριας, ΕρμΑΚ, εισ. αρθ. 416 , 454, αρ. 33). Κατά την αντίθετη άποψη (ΑΠ 359/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 55/2015, ΔΕΕ 2015/1149, που, όμως, αφορούν σε καταγγελία σύμβασης εξαρτημένης εργασίας), μετά την επέλευση των διαπλαστικών αποτελεσμάτων της καταγγελίας δεν είναι σύννομη η άρση τους ούτε με συμφωνία των συμβαλλομένων αλλά δυνατή είναι μόνον η σύναψη νέας μίσθωσης (ΤριμΕφΛαρ. 243/2015, Δικογραφία 2015/658) με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο (Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο ΙΙ, 2013, § 136, ΙΙ, αρ. 15, σελ. 174) και με αναδρομική ενέργεια (Π. Φίλιος, Μίσθωση ακινήτου για επαγγελματική στέγη, 2011, § 83 Α, αρ. 4, σελ. 192) ή και χωρίς τέτοια ισχύ (Χ. Παπαδάκης, Αγωγές απόδοσης μισθίου, 2006, αρ. 2423).
ΙIΙ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 218 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. στο ίδιο δικόγραφο της αγωγής μπορούν να ενωθούν περισσότερες αιτήσεις του ίδιου ενάγοντος κατά του ίδιου εναγομένου, οι οποίες πηγάζουν από την ίδια ή διαφορετική αιτία, αφορούν το ίδιο ή διαφορετικό αντικείμενο και στηρίζονται στον ίδιο ή διαφορετικό λόγο, εφόσον συντρέχουν οι αναφερόμενες στο ίδιο άρθρο προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων είναι η υπαγωγή τους στο ίδιο είδος διαδικασίας, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, αν ενωθούν περισσότερες αιτήσεις χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, διατάσσεται, ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως, ο χωρισμός και στην περίπτωση καθ’ ύλην ή κατά τόπον αναρμοδιότητας, εφαρμόζονται τα άρθρα 46 και 47 ΚΠολΔ. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει σαφώς, ότι αν στο ίδιο δικόγραφο αγωγής ενωθούν περισσότερες αιτήσεις, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1, του άρθρου 218 Κ.Πολ.Δ., η τοιαύτη σώρευση αγωγών δεν επάγεται απαράδεκτο ή ακυρότητα (ΑΠ 1987/2008 ΕλλΔνη 2010.755, ΑΠ 14/2007, ΑΠ 631/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αλλά απλώς διατάσσεται ύστερα από αίτηση ή και αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός και εάν το δικαστήριο είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αναρμόδιο, παραπέμπει την ή τις αγωγές στο καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο (ΑΠ 25/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Μη επιτρεπτή σώρευση λοιπόν υπάρχει όταν η μια αιτίαση υπάγεται στην τακτική διαδικασία και η έτερη στην εκουσία , στην οποία σημειωτέον δεν είναι, ούτε επιτρέπεται να είναι αντικείμενο της δίκης η δεσμευτική διάγνωση ιδιωτικών δικαιωμάτων, αλλά σκοπός αυτής είναι η λήψη ρυθμιστικών μέτρων (πχ η διόρθωση ληξιαρχικών πράξεων κ.α), αλλά συνίσταται στη διάπλαση ορισμένης έννομης σχέσης, καθώς και στη σιωπηρή αυθεντική διάγνωση της διάπλασης αυτής, χωρίς προηγούμενη αυθεντική αναγνώριση ιδιωτικού δικαιώματος όχι δηλαδή η δεσμευτική διάγνωση της ισχύος ή μη ισχύος κάποιου ιδιωτικού δικαιώματος (ΑΠ 1358/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙV. Τέλος, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας υπάγεται και η ασκούμενη κατά το άρθρο 791 του ΚΠολΔ αίτηση περί άρσεως της εκκρεμότητας που δημιουργείται από την άρνηση του Νηολόγου να προβεί σε αιτηθείσα ενέργεια .Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 791 παρ. 1 του ΚΠολΔ: «όποιος τηρεί δημόσια βιβλία στα οποία καταχωρίζονται πράξεις ή αποφάσεις που έχουν σχέση με τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιωμάτων ιδιωτικού δικαίου ή εγγράφονται ή εξαλείφονται κατασχέσεις ή εγγράφονται αγωγές ή ανακοπές ή γίνονται σημειώσεις για αυτές, αν αρνείται να ενεργήσει όπως του ζητείται, οφείλει το αργότερο μέσα στην επόμενη από την υποβολή της αίτησης ημέρα να σημειώσει περιληπτικά στο σχετικό βιβλίο την άρνηση του και τους λόγους της», ενώ, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου: «Η εκκρεμότητα που δημιουργείται με την άρνηση αίρεται με απόφαση του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει εκείνος που τηρεί τα βιβλία, με αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον». Η προκείμενη διάταξη εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, προκειμένου περί εξάλειψης κατασχέσεων κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 791 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΜΠρΑθ 4717/1986 ΝοΒ 1987.216, ΜΠρΠειρ 331/1987 ΕλλΔνη 1988.195). Ο έλεγχος του Δικαστηρίου, προκειμένου να προβεί στη σχετική διαταγή, αφορά ιδίως στο σύννομο της άρνησης (ΕφΑθ 325/2001 ΕλλΔνη 2001.1400, ΜΠρΚαρδ 16/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας, Αρβανιτάκης ΚΠολΔ ΙΙ 2000 791 αριθ. 3-4). Αντικείμενο, δηλαδή, της δίκης επί της ανωτέρω αίτησης είναι η άρση της εκκρεμότητας που προκαλείται από την άρνηση του τηρούντα τα δημόσια βιβλία να προβεί στην καταχώριση, όπως ακριβώς αυτή του ζητήθηκε (ΕφΘεσ 1399/2009 Αρμ 2010.693). Κατά την ειδικώτερη δε διάταξη του άρθρου 37 του Β.Δ. 10/17.7.1910: «εάν ο τηρών το νηολόγιον ήθελεν αρνηθή εγγραφήν τινα ένεκα ουσιωδεστάτων ελλείψεων εν τοις εγγράφοις του αιτούντος την εγγραφήν, οφείλει να σύνταξη έκθεσιν, είτε εν τω βιβλίω εκθέσεων, εν τοις κεντρικοίς λιμεναρχείοις, είτε εν ιδίω φύλλω χάρτου, εν ταις λοιπαίς λιμενικαίς Αρχαίς. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται το άρθρον 19 του παρόντος». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει σαφώς ότι ο Νηολόγος μπορεί να αρνηθεί την καταχώρηση στα οικεία βιβλία, αλλά δεν έχει εξουσία να εξετάσει τη νομιμότητα, το κύρος και την ουσιαστική ή μη βασιμότητα των προσκομιζόμενων προς μεταγραφή νομικών πράξεων και να αρνηθεί την καταχώρηση τους, περιοριζόμενος μόνο στον έλεγχο των τυπικών στοιχείων της δικαιοπραξίας και της προσκομιδής ή μη των απαραίτητων για τη μεταγραφή της πράξης εγγράφων και λοιπών στοιχείων. Τέτοιος ουσιαστικός έλεγχος του περιεχομένου των ως άνω πράξεων θα ήταν επιβεβλημένος μόνο εάν η στο νηολόγιο εγγραφή του πλοίου, πέραν του πληροφοριακού της χαρακτήρα και του γεγονότος ότι είναι απαραίτητη, είχε και δημιουργικό του δικαιώματος αποτέλεσμα (βλ. και ΕφΠειρ 348/1980 ΕΝΔ 8.265, Γνωμοδ. Ράμμου-Τσιριντάνη ΝοΒ 17.148).Περαιτέρω, η ασκούμενη κατά το άρθρο 791 του ΚΠολΔ αίτηση περί άρσεως της εκκρεμότητας που δημιουργείται από την άρνηση του Νηολόγου να προβεί σε αιτηθείσα ενέργεια, δεν απαιτείται να απευθύνεται κατά συγκεκριμένου προσώπου, δεδομένου ότι στη δικαιοδοσία αυτή δεν υφίστανται διάδικοι, υπό την έννοια της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 19 και 37 του Β.Δ. 10/17.7.1910, 2 και 3 του Π.Δ. 21/1979, 13 του Ν.Δ. 4201/1961, 1 του Ν.Δ. 2998/1954, 85 παρ. 1 του Π.Δ. 611/1977, 2 του ΚΙΝΔ 1345 του ΑΚ και 105 του ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι ο Νηολόγος, που τηρεί σε κάθε λιμενική αρχή τα νηολόγια και ναυτικά υποθηκολόγια, κατά την άσκηση της νόμιμης δικαιοδοσίας του, ενεργεί αυτοτελώς, κατ’ ιδίαν κρίση, χωρίς εξάρτηση από την εκτελεστική εξουσία και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να εκτελεί τις διαταγές της προϊσταμένης αυτού διοικητικής αρχής (βλ. και Π. Λύκου: Νηολόγια-Ναυτ. Υποθηκολόγια, σελ. 14).
Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της, εκθέτει ότι η ίδια ασχολείται με την εκμετάλλευση πλοίων και η εναγομένη είναι κυρία του Ε/Γ/-Ο/Γ/ πλοίου με το όνομα «… με αριθμό νηολογίου Πειραιά … Ότι η ίδια (η ενάγουσα) ανέλαβε τον εφοπλισμό του ως άνω πλοίου δυνάμει της από 22-12-2015 σύμβασης παραχώρησης και ανάληψης εκμετάλλευσης πλοίου (σύμβαση εφοπλισμού) που υπέγραψε με την εναγομένη κυρία αυτού, διαρκείας από τις 16-12-2015 έως τις 31-10-2016, κατεχωρηθείσας της σχετικής δήλωσης στο Νηολόγιο Πειραιά και στο έγγραφο εθνικότητας πλοίου και ομοίως καταχωρήθηκε στις 1-2-2016 η δήλωση παράτασης της σύμβασης εφοπλισμού μέχρι τις 31-10-2021 Ότι στις 7-3-2018 κατά την εκτέλεση του δρομολογίου Κυλλήνης προς Ζάκυνθο το ως άνω πλοίο υπέστη την αναφερόμενη στην αγωγή αναλυτικώς βλάβη (κραδασμούς), εξαιτίας της οποίας σταμάτησε τα δρομολόγιά του και μετά από επιθεώρησή του επειδή δεν κατέστη δυνατή η εύρεση της αιτίας της βλάβης του μεταφέρθηκε στη δεξαμενή του ΟΛΠ στον Πειραιά, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα (ενν. το χρόνο σύνταξης της υπό κρίση αγωγής) και δη στην επισκευαστική ζώνη της Δραπετσώνας χωρίς να έχει αποκατασταθεί η βλάβη του. Ότι (η ενάγουσα) έχει δηλώσει στην εναγομένη προφορικώς και εξωδίκως με τις από 18-5-2018, 18-6-2018 και 30-7-2018 εξώδικες δηλώσεις της την άρνησή της να προβεί στην αποκατάσταση της βλάβης του πλοίου , την οποία (αποκατάσταση)θεωρεί αμφιβόλου αποτελέσματος και δυσβάστακτη οικονομικά για την ίδια, και σε κάθε περίπτωση ότι δεν φέρει η ίδια ευθύνη για την πρόκλησή της και την αποκατάστασή της αλλά η εναγομένη ως κυρία το πλοίου, στην οποία αποδίδει παραβίαση ουσιωδών όρων της από 22-12-2015 σύμβασης εφοπλισμού για τους ειδικότερους λόγους που εκθέτει στην αγωγή. Τέλος, ότι η εναγομένη με την από 7-5-2018 εξώδικη δήλωσή της της δήλωσε ότι καταγγέλλει τη μεταξύ τους σύμβαση ναύλωσης, δήλωση την οποία απεδέχθη η ίδια (ενάγουσα) ως εφοπλίστρια και κάλεσε επανειλημμένως την εναγομένη κυρία να προβούν στην από κοινού έγγραφη δήλωση στο Νηολόγιο Πειραιά προκειμένου να παύσει η σχέση εφοπλισμού και η εναγομένη να παραλάβει το πλοίο κυριότητάς της κι επιπλέον της επέδωσε και σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης του εφοπλισμού προσκαλώντας την να παρασταθούν από κοινού στο Νηολόγο. Ότι η εναγομένη δεν προσήλθε ενώπιον του Νηολόγου Πειραιά προκειμένου να προβεί στην κοινή δήλωση παύσης του εφοπλισμού του ενδίκου πλοίου, παρά μόνο επέδωσε μονομερώς σε αυτόν στις 25-5-2018 την από 7-5-2018 εξώδικη δήλωσή της με την οποία είχε καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση εξοπλισμού αιτούμενη την καταχώρησή της στα οικεία βιβλία, αίτημα το οποίο ο Νηολόγος με την υπ’αριθμ. … έκθεσή του απέρριψε. Επικαλούμενη ότι υπέχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί ότι έχει λυθεί η σύμβαση εφοπλισμού με την εναγομένη διότι το πλοίο κυριότητας αυτής παραμένει στον εφοπλισμό της (ενάγουσας) και την καθιστά υπεύθυνη για τη συντήρηση, τη φύλαξή του κι όλα τα έξοδά του και παρότι η εναγομένη κυρία κατήγγειλε τη σύμβαση εφοπλισμού επομένως η βούλησή της περί λύσης της σχέσης του εφοπλισμού είναι βεβαία και οριστική, πλήν όμως αρνείται όλως καταχρηστικά να προσέλθει στο Νηολόγιο Πειραιά ώστε να προβούν στην από κοινού δήλωση περί λύσης της σύμβασης εφοπλισμού όπως απαιτεί αναλογικώς εφαρμοζόμενο το άρθρο 105 Κ.Ι.Ν.Δ., με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζητεί : 1) Να αναγνωρισθεί ότι η από 22-12-2015 σύμβαση εφοπλισμού έχει λυθεί, 2) Να διαταχθεί ο Νηολόγος Πειραιά να καταχωρήσει στη μερίδα του …, την παύση της από 16-12-2015 δήλωσης εφοπλισμού όπως αυτή παρατάθηκε με την από 1-2-2016 παράταση δήλωσης εφοπλισμού και 3) Να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας oι πληρεξούσιoι δικηγόροι των διαδίκων προσκόμισαν το από 13-3-2019 πληρεξούσιο έγγραφο και το υπ’αριθμ. … πληρεξούσιο έγγραφο προς τους παραστάντες δικηγόρους τους κατά το άρθρο 96 και 237 παρ.1 ΚΠολΔ, ως ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και τα υπ’αριθμ. Α 263403 και Α259640 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΠ (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) και για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται τέλος δικαστικού ενσήμου λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα της, καθ’ό μέρος αφορά το πρώτο (αναγνωριστικό της) αίτημα παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αρμοδίως καθ’ ύλην (άρθρα 1,7,8,9, 14 παρ.2, ως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και 18 παρ. 1 ΚΠολΔ). και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2, και 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και με τις διατάξεις των άρθρων 221 παρ. 1 στοιχ. β΄, 45 ΚΠολΔ και 72 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), πλήν όμως είναι απορριπτέα ως προς αυτό ως απαράδεκτη σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας ελλείψει εννόμου συμφέροντος της ενάγουσας. Ειδικότερα, η λύση της σύμβασης εφοπλισμού λόγω της καταγγελίας δεν τελεί σε αβεβαιότητα, αντιθέτως, αυτή συνομολογείται άνευ άλλου από την ίδια την εναγομένη, που άλλωστε προέβη σε αυτή και αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον της (άρθρο 352 ΚΠολΔ) ,έγινε αποδεκτή από την ενάγουσα, παρότι δεν ήταν αναγκαίο και η αποδοχή της εναγομένης αναμφίβολα εκδηλώνεται με το περιεχόμενο του πρώτου αιτήματος της ένδικης αγωγής. Επίσης δεδομένου ότι η σύμβαση εφοπλισμού λύνεται με την ως άνω καταγγελία μόνον για το μέλλον (ex nunc), ενώ διατηρείται ισχυρή για τον προηγούμενο χρόνο, διατηρούνται τα τυχόν δικαιώματα των συμβληθέντων μέχρι το σημείο εκείνο (ex nunc) και δεν επηρεάζεται το κύρος της σύμβασης συνεπώς δεν αίρεται τυχόν ευθύνη της ενάγουσας εκ της συμβάσεως εφοπλισμού εκτός αν υπήρχε συμβατική άρση των συνεπειών της καταγγελίας, που δεν επικαλείται εν προκειμένω η ενάγουσα. Έτι περαιτέρω έννομο συμφέρον της ενάγουσας για την αιτούμενη αναγνώριση αυτή καθ’ό μέτρο αυτή κατατείνει στην καταχώρησή της στο οικείο νηολόγιο, ομοίως δεν μπορεί να θεμελιωθεί ως μέρος της ιστορικής βάσης αγωγής, με την οποία ζητείται η διάγνωση και καταψήφιση κάποιας αμφίβολης αξίωσης της ενάγουσας, γιατί σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσα η παύση ή μη του εφοπλισμού είναι ανεξάρτητη από την τύχη της συμβάσεως που συνιστά την υποκείμενη αιτία του, με αποτέλεσμα η εξακολούθηση της εμφάνισης του εφοπλισμού στο νηολόγιο λόγω μη τήρησης των διατυπώσεων δημοσιότητας της παύσης του να μην επιδρά στο κύρος της καταγγελίας της ναύλωσης και να μην εξουδετερώνει τα αποτελέσματά της. Περαιτέρω, όσον αφορά το δεύτερο αγωγικό αίτημα, ήτοι να διαταχθεί ο Νηολόγος Πειραιά να καταχωρήσει στη μερίδα του …, την παύση της από 16-12-2015 δήλωσης εφοπλισμού όπως αυτή παρατάθηκε με την από 1-2-2016 παράταση δήλωσης εφοπλισμού, αυτό εκτός του ότι απαραδέκτως κατά τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία III και IV νομικές σκέψεις της παρούσας σωρεύεται αντικειμενικώς κατά το άρθρο 218 ΚΠολΔ με το πρώτο αίτημα της ένδικης αγωγής, καθώς αποτελεί αίτημα που στηρίζεται στο άρθρο 791 ΚΠολΔ και εκδικάζεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία,σε κάθε περίπτωση τυγχάνει νόμω αβάσιμο αφενός γιατί ελλείπει η αναγκαία προϋπόθεση της δημοσιότητας και της από κοινού έγγραφης δήλωσης της ενάγουσας εφοπλίστριας και της εναγομένης κυρίας του πλοίου κατά το άρθρο 105 ΚΙΝΔ αναλογικώς εφαρμοζομένου προκειμένου να καταχωρηθεί η παύση του εφοπλισμού στο νηολόγιο , αφετέρου διότι προϋποθέτει άρνηση του νηολόγου να προβεί σε καταχώρηση, στον οποίο πρέπει να κατατεθούν όλα τα νόμιμα δικαιολογητικά μεταξύ των οποίων η από κοινού έγγραφη δήλωση των διαδίκων.Σε κάθε περίπτωση τυγχάνει μη νόμιμο καθώς, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 19 και 37 του Β.Δ. 10/17.7.1910, 2 και 3 του Π.Δ.21/1979, 13 του Ν.Δ. 4201/1961, 1 του Ν.Δ. 2998/1954, 85 παρ. 1 του Π.Δ. 611/1977, 2 του ΚΙΝΔ 1345 του ΑΚ και 105 του ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι ο Νηολόγος, που τηρεί σε κάθε λιμενική αρχή τα νηολόγια και ναυτικά υποθηκολόγια, κατά την άσκηση της νόμιμης δικαιοδοσίας του, ενεργεί αυτοτελώς, κατ ιδίαν κρίση, χωρίς εξάρτηση από την εκτελεστική εξουσία και χωρίς να είναι υποχρεωμένος να εκτελεί τις διαταγές της προϊσταμένης αυτού διοικητικής αρχής (βλ. και Π. Λύκου: Νηολόγια-Ναυτ. Υποθηκολόγια, σελ. 14). Τέλος, το εν λόγω αίτημα είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο ακόμη και αν εκτιμηθεί ως αίτημα βασιζόμενο στο άρθρο 946 (αξίωση για αυτοπρόσωπη επιχείρηση πράξης) ή στο άρθρο 949 ΚΠολΔ (καταδίκη σε δήλωση βούλησης), που υπάγονται στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης και προϋποθέτουν την ύπαρξη καταψηφιστικής αγωγής, κι όχι αναγνωριστικής, όπως εν προκειμένω. Ενόψει όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινομένη αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της. Λόγω δε της απόρριψης της ένδικης αγωγής, υπό τις προπαρατεθείσες διακρίσεις, τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος της ως βασίμου στην ουσία του, βαρύνουν την ενάγουσα λόγω της ήττας της και θα επιδικασθούν ακόμη και αν δεν υποβάλλεται ειδικός προς τούτο κατάλογος (άρθρα 176, 189 αρ. 1, 191 παρ 2 ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθρα 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 του ΚωδΔικ-Ν. 4194/2013, ΦΕΚ Α’ 208/27-9- 2013, όπως τροποποιήθηκε με Ν 4205/2013), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την αγωγή.
Καταδικάζει την εναγομένη στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων ευρώ (1.000 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις 15-10-2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια και έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά,στις ……………2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ