ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3572/2019
(αριθμ. έκθ. κατάθ. αγωγής …/2016)
(αριθμ. έκθ. κατάθ. κλήσης …/2018)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη και Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Φεβρουαρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας – ενάγουσας: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Α., Λ. Κ. αριθμ. … και Β., με ΑΦΜ …, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Ειδικό Εκκαθαριστή αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «….», η οποία εδρεύει στην Α., …, με ΑΦΜ …, ως ειδικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία μετονομάσθηκε σε «…» δυνάμει του …/17-12-2011, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αθηνών Χρήστος Πήλιος (ΑΜ/ΔΣΑ …) δυνάμει της από 10-10-2018 ειδικής εξουσιοδότησης και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των καθ’ ων η κλήση – εναγομένων: 1) της εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει τυπικά στις Ν. Μ. (…), στην πραγματικότητα όμως στη Ν. Ε., οδός …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με νομίμως διορισμένο αντίκλητο αυτής τον κ. …, δικηγόρο, κάτοικο Π…………., οδός …, 2) της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει τυπικά στη Λ. της Κ., …, στην πραγματικότητα όμως στη Ν. Ε., οδός …, νομίμως εκπροσωπουμένης, με νομίμως διορισμένο αντίκλητο αυτής τον κ. …, δικηγόρο, κάτοικο Π………, οδός …, 3) της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη Δ., οδός Α. , νομίμως εκπροσωπουμένης, με νομίμως διορισμένο αντίκλητο αυτής τον κ. …, δικηγόρο, κάτοικο Π………., οδός …, 4) Δ. Ζ. Λ. του …, κατοίκου …, οδός …, με νομίμως διορισμένο αντίκλητο αυτού τον κ. …, δικηγόρο, κάτοικο Π……., οδός … και 5) Μ. Ρ. του Δ., κατοίκου …, οδός …, με νομίμως διορισμένο αντίκλητο αυτής τον κ. …, δικηγόρο, κάτοικο Π…………., οδός …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Αθηνών Δέσποινα Μοσχοπούλου (ΑΜ/ΔΣΑ …) δυνάμει των από 10-10-2018 και 02-10-2018 δικαστικών πληρεξουσίων και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 22-11-2016 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2016 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2016, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 28ης-04-2017 κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 5701/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας το Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ήδη με την από 05-06-2018 και με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2018 κλήση και κατά μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 22-01-2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 05-09-2018 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …/06-06-2018 κλήση της καλούσας – ενάγουσας, η οποία προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση και έκδοση οριστικής απόφασης η από 22-11-2016 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …/24-11-2016, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 28ης-04-2017, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 5701/2017 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας το Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 806-809 Α.Κ. και 216 παρ. 1 ΚΠολ, ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως δανείου, τα οποία πρέπει τα αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής περί αποδόσεώς του για το ορισμένο αυτής, είναι α) μεταβίβαση της κυριότητας χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωση τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί αποδόσεως άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητος. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Για το ορισμένο της αγωγής σποδόσεως του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012, ΑΠ 992/2010, ΑΠ 847/2009 Τρ.Ν.Πλ. Νόμος). Τα άνω στοιχεία και μόνο είναι αναγκαία για τη στήριξή της αγωγής προς απόδοση του δανείου. Ο σκοπός χρησιμοποιήσεως του δανείσματος και δη με εξουσία αναλώσεώς του από τον δανειζόμενο, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του δονείου, νοείται όμως γενικά και αφηρημένα και όχι ως ο σκοπός για τον οποίο ο δανειζόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός, όχι μόνο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο του δανείου αλλά, κατά κανόνα, δεν έχει καμία νομική σημασία, (ΑΠ 1802/2007 Τρ.Ν.Πλ. Νόμος). Δεν είνα δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής. 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχείο αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στον δανειστή προς εξασφάλισή του (ΑΠ 402/2012, 889/2010, ΑΠ 663/2010 ΤΝΠ Νόμος)
Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει της από 10-03-2011 δανειακής σύμβασης που συνήψε η πρώην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…», της οποίας η ίδια (ενάγουσα) είναι νόμιμη διάδοχος με την πρώτη εναγομένη εταιρεία, χορηγήθηκε στην τελευταία έντοκο δάνειο συνολικού ποσού 1.100.000 δολαρίων Η.Π.Α., δεκαετούς διάρκειας και με τους ειδικότερους όρους που εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, με σκοπό τη διευκόλυνσή της αναφορικά με τη χρηματοδότηση της συμμετοχής της δια ιδίων κεφαλαίων στη ναυτιλιακή αγορά. Ότι την πλήρη και ακριβόχρονη τήρηση του συνόλου των υποχρεώσεων της πρώτης εναγομένης, που απέρρεαν από την ανωτέρω σύμβαση, εγγυήθηκαν οι λοιποί εναγόμενοι δυνάμει της από 10-03-2011 σύμβασης εγγύησης. Ότι λόγω υπερημερίας των εναγομένων ως προς την αποπληρωμή των οφειλόμενων δόσεων, η δανείστρια τράπεζα προέβη στις 24-01-2014 στο κλείσιμο κάθε στηριζόμενου στη δανειακή σύμβαση λογαριασμού και μετέφερε το συνολικό οφειλόμενο ποσό, ανερχόμενο την ημέρα εκείνη στο ποσό των 1.103.608,18 δολαρίων ΗΠΑ σε οριστική καθυστέρηση. Ότι εν συνεχεία, δυνάμει της από 07-10-2014 πρόσθετης πράξης αναγνώρισης και ρύθμισης τρόπου αποπληρωμής ληξιπρόθεσμης οφειλής από την από 10-03-2011 σύμβαση χορήγησης δανείου, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων μερών, οι εναγόμενοι αναγνώρισαν και αποδέχτηκαν ανεπιφύλακτα το απορρέον από τη δανειακή σύμβαση εις βάρος τους χρεωστικό υπόλοιπο και ανέλαβαν την υποχρέωση να προβούν στην αποπληρωμή του, η μεν πρώτη εναγομένη ως πρωτοφειλέτρια, οι δε λοιποί ως εγγυητές, κατά τους προβλεπόμενους εκεί όρους. Ότι ωστόσο οι εναγόμενοι κατέστησαν υπερήμεροι ως προς την αποπληρωμή των δόσεων, όπως αυτές καθορίστηκαν με την πρόσθετη ως άνω πράξη, η οποία καταγγέλθηκε από τη δανείστρια τράπεζα δυνάμει της από 26-08-2016 εξώδικης καταγγελίας – πρόσκλησης και δήλωσης, που επιδόθηκε στους εναγομένους στις 30-08-2016. Ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της οι εναγόμενοι μέχρι σήμερα δεν έχουν προβεί στην εξόφληση της οφειλής τους. Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι έχει καταστεί ειδική διάδοχος της πιστούχου εταιρείας, η οποία αφού μετονομάσθηκε σε «….», στη θέση της υπεισήλθε η ενάγουσα δυνάμει του υπ’ αριθ. …/17-12-2011 ΦΕΚ, η οποία αφού τέθηκε σε καθεστώς εξυγίανσης με την υπ’ αριθ. …/18-1-2013 απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος …/18-1-2013 δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/18.1.2013 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, η δε ενάγουσα διατήρησε την επίδικη αξίωση, δεδομένου ότι κατά το χρόνο έκδοσης της οι πιστολήπτες ήταν ήδη υπερήμεροι. Για τους λόγους αυτούς ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 1.120.917,17 δολαρίων ΗΠΑ με βάση την ισοτιμία των δυο νομισμάτων κατά την ημερομηνία πληρωμής, άλλως το ισόποσο σε ευρώ ποσό κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής, ήτοι 1.054.583,85 ευρώ (1 ευρώ=1.0629 δολάρια ΗΠΑ), άλλως με βάση την ισοτιμία κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση του. Επίσης ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην κατανολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13, 14 και 18, 41, 42, 43 ΚΠολΔ, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς – άρθρο 51§§1 και 3Β΄ περ. ιε΄ του ν. 2172/1993), λόγω της ύπαρξης ρήτρας παρέκτασης που θεμελιώνει την συντρέχουσα δωσιδικία του Δικαστηρίου τούτου. Ειδικότερα, ως προς τα ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας και της κατά τόπον αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, πρέπει να σημειωθεί, ότι τα διάδικα μέρη, βάσει ρητού όρου (υπ’ αριθμ. 11) που περιελήφθη στη συναφθείσα μεταξύ αυτών από 07-10-2014 πρόσθετη πράξη αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλής, καθόρισαν ως δικαστήρια για τις ανακύπτουσες μεταξύ τους μελλοντικές διαφορές από την πράξη αυτή τα δικαστήρια του Πειραιά. Επίσης, εφαρμοστέο στην ένδικη περίπτωση, που εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας, τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, κατ’ άρθρο 25 ΑΚ, εφόσον τα διάδικα μέρη με τον ίδιο ως άνω όρο της από 07-10-2014 πρόσθετης πράξης αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλής, καθόρισαν ως εφαρμοστέο δίκαιο για τις ανακύπτουσες μεταξύ τους μελλοντικές διαφορές από την πράξη αυτή, το ελληνικό δίκαιο. Περαιτέρω η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας και νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 361, 340, 341, 345, 346, ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 47 και 64-67 του Ν.Δ. “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών” της 17.7/14.8.1923 και 176, 907, 908 ΚΠολΔ. Επομένως, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι η ενάγουσα κατέβαλε το προς ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες αυτού προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθμ. 13901741 Σειρά VI τύπου Β διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. ΙΓ΄ Αθηνών).
Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της έκδοσης διαταγής πληρωμής, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Συνεπώς, η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του οφειλέτη της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την δανειακή σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους δανειακής σύμβασης, προπάντων όταν ο πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011 Α΄ Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, η καταγγελία, η οποία είναι μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης που απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε έχει εφαρμογή και το άρθ. 226 του ΑΚ κατά το οποίο, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη αν αυτός προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση διά της οποίας συντελείται μονομερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία εκ μέρους προσώπου που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου, μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει, για τον λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της δήλωσης χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε, τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξης και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Το πρόσωπο, εξάλλου, προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις. Σε περίτπωση που το ως άνω πρόσωπο δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση. Σημειωτέον ότι η απόκρουση πρέπει να δηλώνεται ότι γίνεται για τον λόγο της μη επίδειξης του πληρεξουσίου εγγράφου και της συνεπεία αυτής της παράλειψης αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη πληρεξουσιότητας και δεν αρκεί η επίκληση άλλων λόγω ακυρότητας της δικαιοπραξίας, ούτε επιφύλαξη για το κύρος της (Β,Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ τομ.Α` 2001, άρθ. 226, σελ. 938-939, ΑΠ 139/2016, ΕφΠειρ 354/2014, ΕφΠειρ 294/2010 ΤΝΠ Νόμος, πρβλ. ΕφΠατρ 694/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009.354. βλ. ΠΠρΘεσ 7635/2006 ΤΝΠ Νόμος).
Οι εναγόμενοι αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή και περαιτέρω ισχυρίζονται, κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών τους, ότι η ενάγουσα άσκησε καταχρηστικά την επίδικη αξίωσή της, για το λόγο ότι, μετά τη σύναψη της από 07-10-2014 πρόσθετης πράξης αναγνώρισης και ρύθμισης της οφειλής τους, εξαιτίας και της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, οι ίδιοι βρίσκονταν σε αδυναμία να αποπληρώσουν την απορρέουσα από την ανωτέρω πρόσθετη πράξη οφειλή της με τους προβλεπόμενους σε αυτήν όρους, κατέβαλαν ωστόσο στο πλαίσιο αυτής το ποσό των 100.000 ευρώ κατά το χρονικό διάστημα από 07-11-2014 έως 05-11-2015. Ότι παράλληλα βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις με τη δανείστρια τράπεζα, προκειμένου να βρεθεί ένας βιώσιμος γι’ αυτούς τρόπος αποπληρωμής της οφειλής τους, υπέβαλαν μάλιστα την από 04-03-2016 πρότασή τους προς αυτήν και απέστειλαν τα επικαιροποιημένα στοιχεία που η τελευταία τους ζήτησε, αλλά και την από 12-04-2016 νέα πρότασή τους, η οποία περιείχε τους όρους βιώσιμους γι’ αυτούς όρους αποπληρωμής της οφειλής. Ότι ενώ έτσι είχαν τα πράγματα και οι συζητήσεις συνεχίζονταν με αποστολή στοιχείων και προτάσεων εκατέρωθεν, η ενάγουσα, όλως αιφνιδιαστικά, τους κοινοποίησε την από 26-08-2016 καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Ότι η κατά τα ανωτέρω συμπεριφορά της ενάγουσας είναι καταχρηστική και αντίκειται στα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, καθώς μάλιστα τους είχε εύλογα δημιουργηθεί η πεποίθηση, ότι δεν πρόκειται η τελευταία να προβεί σε καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης, αλλά ούτε ότι είχε συμφέρον να πράξει τούτο, δοθέντος μάλιστα ότι οι εξασφαλίσεις που είχε λάβει από τους ίδιους (ενέχυρο σε λογαριασμούς της δανειολήπτριας, προσημειώσεις υποθήκης σε ακίνητα των εγγυητών), υπερκάλυπταν την αξία του χορηγηθέντος δανείου. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων είναι νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο υπογράφων την εξώδικη δήλωση καταγγελίας της σύμβασης δανείου δικηγόρος δεν είχε την απαιτούμενη ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας και ότι επίσης δεν τους συγκοινοποιήθηκε σχετικό έγγραφο νομιμοποίησης/πληρεξούσιο για την επιχείρηση εκ μέρους της τράπεζας της εν θέματι καταγγελίας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, ερειδόμενος στις εκτιθέμενες στην ως άνω μείζονα σκέψη διατάξεις, πρέπει ως εκ τούτου να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.
Από όλα γενικά και χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, όπως επίσης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: δυνάμει της από 10-03-2011 δανειακής σύμβασης, η οποία συνήφθη μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…» ως δανείστριας και της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «….» ως δανειολήπτριας, η ως άνω τράπεζα χορήγησε στη δανειολήπτρια έντοκο δάνειο δεκαετούς διάρκειας συνολικού ποσού 1.100.000 δολαρίων ΗΠΑ, σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες που εκτίθενται στη δανειακή σύμβαση, με σκοπό τη διευκόλυνση της δανειολήπτριας εταιρείας αναφορικά με τη χρηματοδότηση της συμμετοχής της δια ιδίων κεφαλαίων στη ναυτιλιακή αγορά. Το δάνειο συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε 40 ίσες διαδοχικές τριμηνιαίες δόσεις, ανερχομένων στο ποσό των 18.000 δολαρίων ΗΠΑ, ακολουθούμενες από μία τελευταία δόση, ανερχόμενη στο ποσό των 380.000 δολαρίων ΗΠΑ, πληρωτέα ταυτόχρονα με την τεσσαρακοστή δόση την τελική ημερομηνία αποπληρωμής. Το ύψος του επιτοκίου συμφωνήθηκε ότι θα είναι το επιτόκιο ανά έτος καθοριζόμενο από την τράπεζα, το οποίο θα ισούται με το άθροισμα του περιθωρίου και του Libor, εκτός εάν υπάρχει ένα συμφωνηθέν επιτόκιο, στην οποία περίπτωση θα είναι το επιτόκιο ανά έτος καθοριζόμενο από την τράπεζα και θα ισούται με το άθροισμα του περιθωρίου και του συμφωνηθέντος επιτοκίου. Την πλήρη και ακριβόχρονη τήρηση του συνόλου των υποχρεώσεων της δανειολήπτριας εταιρείας από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση, εγγυήθηκαν οι δεύτερη έως πέμπτη των εναγομένων δυνάμει των από 10-03-2011 (τεσσάρων) συμβάσεων εγγύησης. Ακολούθως, η δεύτερη των εναγομένων παραχώρησε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1363/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προσημείωση υποθήκης υπέρ της δανείστριας τράπεζας επί οριζοντίων ιδιοκτησιών κυριότητάς της σε πολυώροφη οικοδομή επί οικοπέδου κειμένου στο Μαρούσι Αττικής για το ποσό των 480.000 δολαρίων ΗΠΑ και η τρίτη των εναγομένων παραχώρησε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1425/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προσημείωση υποθήκης υπέρ της δανείστριας τράπεζας επί οριζοντίων ιδιοκτησιών κυριότητάς της σε πολυώροφη οικοδομή επί οικοπέδου κειμένου στο Δήμο Κηφισιάς Αττικής για το ποσό των 900.000 δολαρίων ΗΠΑ. Επιπλέον χορηγήθηκε προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του δανείου ενέχυρο επί λογαριασμών της δανειολήπτριας δυνάμει της από 16-03-2011 σύμβασης ενεχύρασης καταθέσεως, ενέχυρο και εκχώρηση απαιτήσεων επί των ασφαλιστικών αποζημιώσεων της δεύτερης εναγομένης, προερχομένων από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο του ακινήτου κυριότητάς της δυνάμει της από 10-03-2011 συμβάσεως ενεχύρου και εκχώρησης απαιτήσεων, καθώς και ενέχυρο και εκχώρηση απαιτήσεων επί των ασφαλιστικών αποζημιώσεων της τρίτης εναγομένης, προερχομένων από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο του ακινήτου κυριότητάς της δυνάμει της από 10-03-2011 συμβάσεως ενεχύρου και εκχώρησης απαιτήσεων. Ωστόσο οι εναγόμενοι δεν τήρησαν τα συμφωνηθέντα με την ως άνω σύμβαση δανείου και δεν κατέβαλαν τα συμφωνηθέντα δυνάμει αυτής ποσά των προβλεπόμενων δόσεων, με αποτέλεσμα κατά την 23η-01-2014, να υπάρχει ανεξόφλητη οφειλή προς την τράπεζα ύψους 95.606,07 δολαρίων ΗΠΑ. Εν τω μεταξύ, την δανείστρια ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “…” διαδέχθηκε κατά το άρθρο 63 Ν. 3601/2007 και δυνάμει του ΦΕΚ Β΄ …/17.12.2011 η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “…”, ενώ δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/18-01-2013 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών συστήθηκε μεταβατικό πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία “…” και έλαβε άδεια λειτουργίας δυνάμει της από 18-01-2013 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος. Εν συνεχεία δε με την από 18-01-2013 απόφαση της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος (…) ανακλήθηκε η άδεια του ανωτέρω πιστωτικού ιδρύματος και τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 68 Ν. 3601/2007 και επιτρέπεται πλέον να διενεργεί μόνο πράξεις που υπηρετούν το σκοπό της εκκαθάρισης. Εκκαθαριστής διορίσθηκε αρχικά η Μ. Μ., η οποία ακολούθως αντικαταστάθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. …/1/4.04.2016 απόφασης της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος (Συνεδρίαση ΕΠΑΘ …/1/4.04.2016 ΦΕΚ Β΄ 925/5.04.2016) από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο ««….». Η ως άνω υπουργική απόφαση προσδιορίζει μεταξύ των μη μεταβιβαζομένων προς το “…” περιουσιακών στοιχείων, ήτοι αυτών που παραμένουν στην εταιρεία “…”, τις έννομες σχέσεις της τραπεζικής εταιρείας πριν τη θέση αυτής σε ειδική εκκαθάριση έναντι πελατών της από δανειακές ή άλλου είδους πιστοδοτικές συμβάσεις κλπ, οι οποίες αφορούν οφειλές και εφόσον ο πιστούχος βρίσκεται σε υπερημερία άνω των 90 ημερών και το συνολικό ποσό της καθυστέρησης υπερβαίνει το 2% της συνολικής εναπομείνασας οφειλής. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η ενάγουσα νομιμοποιείτο ενεργητικά στην καταγγελία της δανειακής σύμβασης και την 24η-01-2014 προέβη στο κλείσιμο κάθε στηριζόμενου στη δανειακή σύμβαση λογαριασμού και μετέφερε το συνολικό οφειλόμενο ποσό, ανερχόμενο σε 1.103.608,18 δολάρια ΗΠΑ σε οριστική καθυστέρηση. Περί της ανωτέρω καταγγελίας οι εναγόμενοι ειδοποιήθηκαν με την από 11-04-2014 Εξωδίκου Καταγγελίας – Πρόσκλησης και Δήλωσης, επιδοθείσα σε αυτούς δυνάμει των υπ’ αριθμ. …΄/14-04-2014 εκθέσεων επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …. Κατόπιν τούτων και μετά από συμφωνία των διαδίκων, η οποία επιτεύχθηκε κατόπιν εκατέρωθεν προτάσεων και αντιπροτάσεων, όπως αυτές αποτυπώνονται στην προσκομιζόμενη μεταξύ των διαδίκων αλληλογραφία, καταρτίσθηκε η από 07-10-2014 πρόσθετη πράξη αναγνώρισης και ρύθμισης τρόπου αποπληρωμής ληξιπρόθεσμης οφειλής από την από 10-03-2011 σύμβαση χορήγησης δανείου. Με τη σύμβαση αυτή, η πρώτη εναγομένη οφειλέτρια εταιρεία αναγνώρισε και αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα, ότι το χρεωστικό σε βάρος της υπόλοιπο έναντι της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 1.124.464,11 δολάρια ΗΠΑ πλέον τόκων κι εξόδων κι ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί στην αποπληρωμή της εντός προθεσμίας 5 ετών, σε 60 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, εκ των οποίων οι πρώτες 12 θα ανέρχονταν στο ποσό των 7.500 δολαρίων ΗΠΑ, οι επόμενες 12 στο ποσό των 10.500 δολαρίων ΗΠΑ, οι επόμενες 12 στο ποσό των 15.500 δολαρίων ΗΠΑ, οι επόμενες 12 στο ποσό των 20.500 δολαρίων ΗΠΑ, οι επόμενες 12 στο ποσό των 25.500 δολαρίων ΗΠΑ και μία τελευταία δόση εξόφλησης του υπολοίπου του δανείσματος κατά κεφάλαιο, τόκους κι έξοδα. Την πλήρη κι ακριβόχρονη τήρηση του συνόλου των υποχρεώσεων της πρώτης εναγομένης, που απορρέουν από την από 07-10-2014 πρόσθετη πράξη και μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης επιβεβαίωσαν ότι εγγυώνται οι λοιποί εναγόμενοι, δυνάμει των με ίδια ημερομηνία επιμέρους πράξεων Επιβεβαίωσης Εγγύησης. Κατά τους πρώτους μήνες μετά την υπογραφή της ως πρόσθετης πράξης, η πρώτη εναγομένη εκπλήρωνε κανονικά τις αναληφθείσες υποχρεώσεις της καταβάλλοντας μάλιστα τις πρώτες 11 δόσεις ποσού 7.500 δολαρίων ΗΠΑ εκάστη. Ωστόσο κατά τον Δεκέμβριο του έτους 2015 η πρώτη εναγομένη εκπλήρωσε πλημμελώς τη συμβατική της υποχρέωση, καταβάλλοντας μέρος της συμφωνηθείσας δόσης και εν συνεχεία από τον Ιανουάριο του 2016 και μέχρι τον Αύγουστο του 2016 δεν κατέβαλε τις οφειλόμενες οχτώ δόσεις του δανείου εκ ποσού 10.500 δολαρίων ΗΠΑ έκαστη πλέον των αναλογούντων συμβατικών τόκων ποσού 2.825,77 δολαρίων ΗΠΑ και τόκων υπερημερίας περιόδου 07-08-2016 έως 25-08-2016 ποσού 2.741,51 δολαρίων ΗΠΑ, ήτοι η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή ανήλθε στο ποσό των 89.574,05 δολάρια ΗΠΑ. Η ενάγουσα ήδη με την από 16-11-2015 επιστολή της ενημέρωσε τους εναγόμενους περί της ανακύψασας καθυστέρησης στην καταβολή των δόσεων. Οι εναγόμενοι απάντησαν με την από 08-01-2016 εξώδικη δήλωση και πρόσκλησή τους, με την οποία αφενός μεν εξέφραζαν προς την ενάγουσα την έκπληξή τους για την ανωτέρω όχλησή της, δοθέντος, ότι μέχρι τούδε δεν είχε συμπληρωθεί το χρονικό διάστημα των 90 ημερών, που κατά το άρθρο 4.3 της ανωτέρω πρόσθετης πράξης θα έδινε στην ενάγουσα το δικαίωμα να θεωρήσει το σύνολο της απαίτησης ληξιπρόθεσμο κι απαιτητό, αφετέρου δε, επικαλούμενοι τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση και τα αρνητικά αποτελέσματα της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας πρότειναν στην ενάγουσα την κατάρτιση μίας νέας ρύθμισης, κατά την οποία θα αποπλήρωναν το ποσό των 200.000 δολαρίων ΗΠΑ σε ορίζοντα δεκαετίας μέσω μηνιαίων τοκοχρεωλυτικών δόσεων, ενώ το υπόλοιπο οφειλόμενο εκ του δανείου ποσό θα εξοφλείτο εφάπαξ μαζί με την καταβολή της τελευταίας από τις ως άνω αναφερόμενες τοκοχρεωλυτικές δόσεις (μετά την πάροδο της δεκαετίας) χωρίς να αποφέρει τόκο. Στην εξώδικη αυτή δήλωση η ενάγουσα απάντησε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. …/13-01-2016 επιστολή της, με την οποία επισήμανε αφενός στους εναγόμενους ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο ανερχόταν κατά την 17η-01-2016 στο ποσό των 21.137,62 δολάρια ΗΠΑ και αφετέρου (επεσήμανε στους αντισυμβαλλόμενούς της) ότι προκειμένου να συζητηθούν τυχόν προϋποθέσεις για την εκ νέου ρύθμιση της οφειλής, θα έπρεπε αφενός να εξοφληθεί η υφιστάμενη ληξιπρόθεσμη οφειλή και αφετέρου να της προσκομισθούν πρόσφατα αναλυτικά οικονομικά στοιχεία της πρωτοφειλέτριας και των εγγυητών, από τα οποία να προκύπτει η αδυναμία τήρησης των υφιστάμενων δόσεων. Οι εναγόμενοι απάντησαν με την από 04-03-2016 επιστολή τους, στην οποία ουσιαστικά επανέλαβαν την πρόταση που είχαν διατυπώσει στην από 08-01-2016 εξώδικη δήλωσή τους. Η ενάγουσα ενέμεινε στη θέση της περί εξόφλησης των ήδη ληξιπρόθεσμων οφειλών, προκειμένου να συζητηθεί μια νέα ρύθμιση και επεσήμανε ότι ήδη οφείλονταν τέσσερις τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Η τράπεζα επανήλθε με την από 08-03-2016 επιστολή της, με την οποία ομοίως επανέλαβε τις κατά τα ανωτέρω διατυπωθείσες θέσεις της. Οι εναγόμενοι απέστειλαν κάποια εκ των αιτηθέντων οικονομικών τους στοιχείων και την 09η-03-2016 δήλωσαν με σχετική επιστολή τους στην ενάγουσα ότι δεδομένων των υφιστάμενων οικονομικών συνθηκών είναι αδύνατη η εξόφληση του συνόλου της μέχρι τότε ληξιπρόθεσμης οφειλής τους, ωστόσο κατέβαλαν προσπάθειες προκειμένου να πληρώσουν μία δόση ποσού 10.500 δολαρίων ΗΠΑ εντός του επόμενο0υ μήνα και πριν την υπογραφή της επικαιροποιημένης πράξης ρύθμισης. Η ενάγουσα απέστειλε την 29η-03-2016 επιστολή της, δυνάμει της οποίας γνωστοποιούσε στους εναγόμενους ότι δεν δύναται να αποδεχτεί την πρότασή τους και ότι αν δεν προβούν άμεσα στην ανόρθωση και άρση κάθε γεγονότος υπερημερίας ή στην υποβολή νέου αιτήματος για ρύθμιση της συνολικής τους οφειλής, ανερχομένης στο ποσό των 1.106.654,39 δολαρίων ΗΠΑ πλέον τόκων και εξόδων, το οποίο (αίτημα) να δύναται να αξιολογηθεί σύμφωνα με τις οικείες νομοθετικές διατάξεις και τον Κανονισμό της Εκκαθάρισης, παράλληλα με την εξόφληση μίας εκ των ληξιπρόθεσμων δόσεων, θα προβεί στην καταγγελία και στην ανατροπή της πρόσθετης πράξης ρύθμισης, σύμφωνα με τους όρους της, καθώς και σε κάθε απαιτούμενη ενέργεια για την αναγκαστική είσπραξη της συνολικής απαιτήσεώς της, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη σύμβαση δανείου, το σύνολο των εξασφαλιστικών συμβάσεων και τον νόμο. Κατόπιν τούτων, οι εναγόμενοι επανήλθαν με την από 13-04-2016 νέα πρότασή τους για την αναδιάρθρωση του δανείου, σύμφωνα με την οποία ο χρόνος αποπληρωμής επιμηκυνόταν σε ορίζοντα δεκαετίας, με επιτόκιο Libor από 0,50 έως 3%, σύμφωνα με τον επισυναπτόμενο ενδεικτικό πίνακα, κατά τον οποίο στο προτεινόμενο διάστημα θα αποπληρωνόταν το ποσό των 500.000 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ το υπόλοιπο εκ ποσού 573.000 δολαρίων ΗΠΑ θα αποπληρωνόταν με την τελευταία μηνιαία δόση στη λήξη της δεκαετίας. Εν συνεχεία, οι εναγόμενοι απέστειλαν την από 19-05-2016 επιστολή τους, με την οποία δήλωναν στην ενάγουσα ότι κατέβαλαν το ποσό των 10.500 ευρώ και ανέμεναν την αποδοχή της ανωτέρω πρότασής τους, αιτούμενοι μάλιστα, όπως η συνολική μηνιαία δόση τουλάχιστον για χρονικό διάστημα 3 ετών, να είναι συμβατή με τις οικονομικές τους δυνατότητες. Μετά ταύτα και εφόσον τα διάδικα μέρη δεν κατάφεραν να εξεύρουν μία κοινώς αποδεκτή λύση για τη ρύθμιση των οφειλομένων από τη σύμβαση δανείου, η ενάγουσα προέβη στην καταγγελία της από 07-10-2014 πρόσθετης πράξης αναγνώρισης και ρύθμισης αποπληρωμής ληξιπρόθεσμης οφειλής από την από 10-03-2011 σύμβαση χορήγησης δανείου, σύμφωνα με τον όρο 4.3 αυτής, δυνάμει της από 26-08-2016 εξώδικης καταγγελίας – πρόσκλησης και δήλωσης, που επιδόθηκε στους εναγομένους με τις υπ’ αριθμ. …΄/30-08-2016 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ν. Γ. και κάλεσε αυτούς να καταβάλουν το συνολικό ποσό των 1.120.675,34 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ έως τις 21-11-2016, το οφειλόμενο εκ του δανείου ποσό, κατόπιν χρεώσεων εξόδων κατά των εναγομένων, ανήλθε στο ποσό των 1.120.917,17 δολαρίων ΗΠΑ, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα αποσπάσματα εκ των μηχανογραφικώς τηρουμένων βιβλίων της, τα οποία οι εναγόμενοι δεν αμφισβητούν ειδικά. Τούτων δοθέντων, αποδεικνύεται ότι η καταγγελία της δανειακής σύμβασης και της πρόσθετης πράξης αυτής από την ενάγουσα ήταν σύννομη, καθώς οι εναγόμενοι είχαν, κατά τον χρόνο της καταγγελίας, ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους 89.574,05 δολαρίων, οι οποίες αντιστοιχούσαν, σύμφωνα με την πρόσθετη πράξη ρύθμισης της οφειλής, σε μέρος της δόσης του μηνός Δεκεμβρίου 2015 εκ ποσού 6,77 δολαρίων ΗΠΑ, στη δόση του μηνός Ιανουαρίου 2016 ποσού 10.500 δολαρίων ΗΠΑ, στη δόση του μηνός Φεβρουαρίου 2016 ποσού 10.500 δολαρίων ΗΠΑ, στη δόση του μηνός Μαρτίου 2016 ποσού 10.500 δολαρίων ΗΠΑ, στη δόση του μηνός Απριλίου 2016 ποσού 10.500 δολαρίων ΗΠΑ, στη δόση του μηνός Μαΐου 2016 ποσού 10.500 δολαρίων ΗΠΑ, στη δόση του μηνός Ιουνίου 2016 ποσού 10.500 δολαρίων ΗΠΑ, στη δόση του μηνός Ιουλίου 2016 ποσού 10.500 δολαρίων ΗΠΑ και στη δόση του μηνός Αυγούστου 2016 ποσού 10.500 δολαρίων ΗΠΑ, πλέον αναλογούντων συμβατικών τόκων ποσού 2.825,77 δολαρίων ΗΠΑ και πλέον εξόδων και τόκων υπερημερίας ποσού 2.741,51 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ κατά τον όρο 4.3 της ως άνω από 07-10-2014 πρόσθετης πράξης αναγνώρισης και ρύθμισης αποπληρωμής ληξιπρόθεσμης οφειλής «στην περίπτωση καθυστερήσεως πληρωμής οποιουδήποτε ληξιπροθέσμως οφειλομένου ποσού, άνω των 90 ημερών, η τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα να θεωρήσει ότι η παρούσα συμφωνία ανατρέπεται και διατηρεί το δικαίωμά της, κατόπιν ενημερώσεως του οφειλέτη, να θεωρήσει ως εφεξής καταργούμενα είτε μερικά από τα ως άνω προνόμια είτε το σύνολο της ανωτέρω ευνοϊκής για τον οφειλέτη συμφωνίας και να καταγγείλει την παρούσα ρύθμιση, με άμεση συνέπεια να καθίσταται αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το χρέος, όπως αυτό θα έχει εν τω μεταξύ διαμορφωθεί μέχρι την ημέρα καθυστερήσεως, σύμφωνα με τους όρους της παρούσας πρόσθετης πράξης», κατά δε την ημερομηνία καταγγελίας της πρόσθετης πράξης, η καθυστέρηση πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλομένων ποσών υπερέβαινε κατά πολύ τις 90 ημέρες. Εξάλλου, ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι η εναγομένη καταχρηστικά προέβη στην καταγγελία της ανωτέρω πρόσθετης πράξης ρύθμισης, δήθεν διότι παραβίασε την αυξημένη ευθύνη και την υποχρέωση πρόνοιας που υπέχει απέναντί τους ως πελάτες της, αρνούμενη να επιδείξει ανοχή στην εύλογη καθυστέρησή τους, προς εκπλήρωση των δανειακών τους υποχρεώσεων, οφειλόμενη στην πρόσκαιρη αδυναμία τους, με αποτέλεσμα να περιέλθουν αυτοί σε οικονομικό αδιέξοδο, χωρίς ουσιαστικό όφελος για την ίδια, τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος. Και τούτο διότι έλλειψη συμφέροντος εκ μέρους της δανείστριας τράπεζας δεν μπορεί να υπάρχει όταν αυτή αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα βάσει ρητού όρου (όπως εν προκειμένω) της σύμβασης, να εισπράξει την απαίτησή της, διακόπτοντας παράλληλα την πίστωση των οφειλετών της, με σκοπό να αποτρέψει και τη διόγκωση του χρέους της – ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενοι, δανειολήπτρια και εγγυητές, είχαν επιδείξει ασυνέπεια ως προς την εκπλήρωση των συμβατικών τους υποχρεώσεων ήδη για χρονικό διάστημα εννέα περίπου μηνών πριν την καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους της εναγομένης, εφόσον ήδη από τον Δεκέμβριο του 2015 είχαν πάψει να καταβάλουν συστηματικά τις οφειλόμενες δόσεις προς εξυπηρέτηση του δανείου και δεδομένου ότι οι ίδιοι είχαν καταστεί υπερήμεροι και σε προγενέστερο χρονικό διάστημα (τέλη του έτους 2011), γεγονός που, ως προελέχθη, είχε ως συνέπεια την καταγγελία εκ μέρους της εναγομένης, της ανωτέρω από 07-10-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνον αυτή (δανείστρια) μπορεί να αποφασίζει, εκτός βέβαια αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει προφανής υπέρβαση, στοιχείο όμως που δεν προκύπτει εν προκειμένω από το προσκομιζόμενο αποδεικτικό υλικό (βλ. ΑΠ 1742/2004, ΕφΛαρ 298/2008 δημ. «ΝΟΜΟΣ»). Άλλωστε, το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της ενάγουσας επέφερε τυχόν βλάβη στους εναγόμενους, δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ., όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, περίπτωση, ωστόσο, που δεν συντρέχει εν προκειμένω, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα. Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι η ενάγουσα δεν αρνήθηκε τη νέα διευθέτηση της οφειλής των εναγομένων, επιδεικνύοντας αδιαλλαξία και μη ανεκτική στάση στην οικονομική τους δυσχέρεια, όπως οι εναγόμενοι αβάσιμα ισχυρίζονται, αλλά απεναντίας μετά και την παρέλευση ενενήντα (90) ημερών από την γνωστοποίηση στους εναγόμενους του γεγονότος της υπερημερίας τους – χρονικό σημείο κατά το οποίο η εναγομένη θα μπορούσε, βάσει του ανωτέρω υπ’ αριθμ. 4.3 όρου της πρόσθετης πράξης ρύθμισης, να έχει προβεί στην καταγγελία της πράξης αυτής, η ίδια ως προελέχθη, εξακολούθησε να βρίσκεται σε επικοινωνία με τους εναγόμενους, ανταλλάσσοντας μαζί τους επιστολές, με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας για νέα διευθέτηση του χρέους τους, προσκαλώντας τους ταυτόχρονα να άρουν την υπερημερία τους, με την καταβολή έστω μίας από τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του δανείου. Ωστόσο οι εναγόμενοι δεν ανταποκρίθηκαν στην ανωτέρω πρόσκληση της ενάγουσας και δεν εξόφλησαν, έστω μέρος, των ληξιπρόθεσμων δόσεων του δανείου, ούτε παρείχαν νέες επαρκείς εξασφαλίσεις του χρέους τους, αλλά και επιπλέον δεν υπέβαλλαν στην εναγομένη ικανοποιητικές και ρεαλιστικές προτάσεις για ρύθμιση της οφειλής τους. Επίσης, οι εναγόμενοι αόριστα ισχυρίζονται, ότι ο κλάδος στον οποίο δραστηριοποιούνται, ήτοι η αγορά ακινήτων, έχει εξαιτίας της οικονομικής κρίσης πληγεί ιδιαιτέρως, δημιουργώντας στους ίδιους αδυναμία εκπλήρωσης των συμβατικών τους υποχρεώσεων, χωρίς ωστόσο να εκθέτουν με λεπτομέρεια ειδικότερα στοιχεία, όπως ποιο ακριβώς ήταν το εύρος της δραστηριότητάς τους και τα κέρδη που επιτύγχαναν προ κρίσης και πως αυτά τα μεγέθη διαφοροποιήθηκαν επί τα χείρω, μεσούσης της κρίσης. Με δεδομένο ακόμη, ότι το επίδικο δάνειο ελήφθη από τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας «με σκοπό τη διευκόλυνση της δανειολήπτριας εταιρείας αναφορικά με τη χρηματοδότηση της συμμετοχής της δια ιδίων κεφαλαίων στη ναυτιλιακή αγορά», οι εναγόμενοι δεν εκθέτουν πως τελικά εξελίχθηκε η χρηματοδοτηθείσα από την ενάγουσα δραστηριότητά τους στην αγορά αυτή, προκειμένου να κριθεί από το Δικαστήριο, εάν πράγματι βρίσκονταν σε πλήρη και απόλυτη αδυναμία εξυπηρέτησης της δανειακής σύμβασης. Ενόψει αυτών, η άσκηση του δικαιώματος της εναγομένης να καταγγείλει την από 07-10-2014 πρόσθετη πράξη αναγνώρισης και ρύθμισης αποπληρωμής ληξιπρόθεσμης οφειλής, με την από 26-08-2016 εξώδικη δήλωσή της προς τους εναγόμενους, μετά την άπρακτη πάροδο του ανωτέρω χρονικού διαστήματος των εννέα μηνών από την παύση εξυπηρέτησης των δόσεων του δανείου εκ μέρους των εναγομένων, κείται εντός των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος για τον οποίο θεσπίσθηκε. Οι εναγόμενοι ισχυρίζονται επιπλέον, ότι η εν θέματι καταγγελία είναι άκυρη, για το λόγο ότι υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγομένης, χωρίς ωστόσο να προκύπτει η πληρεξουσιότητά του. Ο ισχυρισμός αυτός ωστόσο θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, πρέπει η απόκρουση της δήλωσης (καταγγελία) να γίνει από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, υπό την έννοια ότι, το ως άνω πρόσωπο οφείλει να ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις, ενώ σε περίπτωση που δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον (εν προκειμένω η καταγγελία) χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή. Στην υπό κρίση περίπτωση οι εναγόμενοι δεν προέβαλαν την έλλειψη πληρεξουσιότητας από τον υπογράφοντα την καταγγελία δικηγόρο εγκαίρως, παρότι αυτή έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 2016 και παρότι ήταν δυνατή η επικοινωνία μεταξύ των διαδίκων μερών, αλλά αντιθέτως πρότειναν τον ισχυρισμό αυτόν πρώτη φορά με τις προτάσεις τους, οι οποίες κατατέθηκαν την 15η-10-2018 ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, εκφεύγοντας έτσι των ορίων που επιβάλλονται από τις ειδικότερες περιστάσεις της υπόθεσης, ως εκ τούτων δε η εν λόγω δήλωση κατέστη ισχυρή.
Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση αγωγή να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το σε ευρώ ισάξιο κατά τον χρόνο πληρωμής του ποσού των δολαρίων ΗΠΑ ενός εκατομμυρίου εκατόν είκοσι χιλιάδων εννιακοσίων δεκαεπτά και δεκαεπτά λεπτών, με βάση την ισοτιμία ευρώ – δολαρίων ΗΠΑ κατά την ημερομηνία πληρωμής, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παρούσα απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, γιατί δεν συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι και η ενάγουσα δεν επικαλείται, ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να της προκαλέσει σημαντική ζημία. Τέλος τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγομένων λόγω της ήττας τους κατόπιν σχετικού αιτήματός της (άρθρο 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος στην ενάγουσα το σε ευρώ ισάξιο κατά τον χρόνο πληρωμής του ποσού των δολαρίων ΗΠΑ ενός εκατομμυρίου εκατόν είκοσι χιλιάδων εννιακοσίων δεκαεπτά ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (1.120.917,17), με βάση την ισοτιμία ευρώ – δολαρίων ΗΠΑ κατά την ημερομηνία πληρωμής, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των είκοσι δύο χιλιάδων πεντακοσίων (22.500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 17 -09-2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, με την παρουσία και της Γραμματέα της έδρας, στις -10-2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ