ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3573/2019
(αριθμ. έκθ. κατάθ. αγωγής …)
(αριθμ. έκθ. κατάθ. κλήσης …)
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη και Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Φεβρουαρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας – ενάγουσας: της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στην …….Λ. Κ. . …. Β., με ΑΦΜ …, η οποία εκπροσωπείται νόμιμα από τον Ειδικό Εκκαθαριστή αυτής ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «… και τον διακριτικό τίτλο «… η οποία εδρεύει στην Α., Λ. Κ. ……με ΑΦΜ … ως ειδικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «… η οποία μετονομάσθηκε σε «…» δυνάμει του ΦΕΚ …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος Αθηνών Χρήστος Πήλιος (ΑΜ/ΔΣΑ …) δυνάμει της από 10-10-2018 ειδικής εξουσιοδότησης και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Των καθ’ ων η κλήση – εναγομένων: 1) της εταιρείας με την επωνυμία … η οποία εδρεύει τυπικά στη Β., Μ. (…), στην πραγματικότητα όμως στον …….Α. Μ. …..νομίμως εκπροσωπουμένης, με νομίμως διορισμένο αντίκλητο αυτής τον κ. Α. Π., δικηγόρο, κάτοικο……, Ν. ……..) της εταιρείας με την επωνυμία … η οποία εδρεύει στη Δ. Λ. (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα δυνάμει των Νόμων 89/67, 378/68, 27/75 και 814/79, στον ……..Α. Μ. ….., με νομίμως διορισμένο αντίκλητο αυτής τον κ. Α. Π., δικηγόρο, κάτοικο……. Ν. . …..και 3) Γ. Λ. Π., Ε. Α., 5, με νομίμως διορισμένο αντίκλητο αυτού τον κ. Α. Π., δικηγόρο, κάτοικο……, Ν. . ….. για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Αθηνών Δέσποινα Μοσχοπούλου (ΑΜ/ΔΣΑ …) δυνάμει των από 18-10-2018 και 19-10-2018 δικαστικών πληρεξουσίων και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 22-11-2016 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …, η οποία συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 28ης-04-2017 κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 5702/2017 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας το Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ήδη με την από 05-06-2018 και με γενικό αριθμό κατάθεσης … και αριθμό κατάθεσης δικογράφου … κλήση και κατά μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 22-01-2018 πράξης ορισμού δικαστή και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.
Κατά την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, μετά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, η υπόθεση συζητήθηκε κατ’ άρθρο 237 παρ.4 εδ. ζ ΚΠολΔ, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 05-06-2018 και με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. … κλήση της καλούσας – ενάγουσας, η οποία προσδιορίστηκε κατά τα άρθρα 237 και 238 ΚΠολΔ, ως ισχύουν, να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, νομίμως επαναφέρεται προς συζήτηση και έκδοση οριστικής απόφασης η από 22-11-2016 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. …, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 28ης-04-2017, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η υπ’ αριθμ. 5702/2017 μη οριστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας το Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 361, 806-809 Α.Κ. και 216 παρ. 1 ΚΠολ, ουσιώδη στοιχεία της συμβάσεως δανείου, τα οποία πρέπει τα αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής περί αποδόσεως του για το ορισμένο αυτής, είναι α) μεταβίβαση της κυριότητας χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων από τον δανειστή στον οφειλέτη, με αποκλειστικό σκοπό την χρησιμοποίησή τους και μάλιστα την ανάλωση τους από τον δεύτερο και β) συμφωνία των ανωτέρω περί αποδόσεως άλλων πραγμάτων της ιδίας ποιότητος. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Για το ορισμένο της αγωγής σποδόσεως του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012, ΑΠ 992/2010, ΑΠ 847/2009 Τρ.Ν.Πλ. Νόμος). Τα άνω στοιχεία και μόνο είναι αναγκαία για τη στήριξή της αγωγής προς απόδοση του δανείου. Ο σκοπός χρησιμοποιήσεως του δανείσματος και δη με εξουσία αναλώσεώς του από τον δανειζόμενο, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του δανείου, νοείται όμως γενικά και αφηρημένα και όχι ως ο σκοπός για τον οποίο ο δανειζόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός, όχι μόνο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο του δανείου αλλά, κατά κανόνα, δεν έχει καμία νομική σημασία, (ΑΠ 1802/2007 Τρ.Ν.Πλ. Νόμος). Δεν είνα δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχείο αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στον δανειστή προς εξασφάλισή του (ΑΠ 402/2012, 889/2010, ΑΠ 663/2010 ΤΝΠ Νόμος).
Κατά το άρθρο 249 ΚΠολΔ, «αν η διάγνωση της διαφοράς εξαρτάται ολικά ή εν μέρει από την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας έννομης σχέσης ή την ακυρότητα ή τη διάρρηξη μιας δικαιοπραξίας που συνιστά αντικείμενο άλλης δίκης εκκρεμούς, σε πολιτικό ή διοικητικό δικαστήριο ή από ζήτημα που πρόκειται να κριθεί ή κρίνεται από διοικητική αρχή, το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί τελεσίδικα ή αμετάκλητα η άλλη δίκη ή εωσότου εκδοθεί από τη διοικητική αρχή απόφαση που δεν θα μπορεί να προσβληθεί». Παρά τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, η οποία αναφέρεται σε αναβολή της συζήτησης, πρόκειται ενταύθα περί αναστολής της δίκης. Από τη διατύπωση και την έννοια της διάταξης αυτής, που έχει θεσπιστεί για να αποφεύγεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και για την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης σχετικά με το ίδιο ζήτημα ή από άλλο λόγο, ώστε να επιτευχθεί η ορθή εκτίμηση της διαφοράς και η κατά ταυτόσημο τρόπο επίλυση αυτής ή αξίωσης που γενεσιουργό αιτία έχουν την (ήδη παραλλήλως κρινόμενη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή διοικητικής αρχής) διαφορά αυτή και εντεύθεν να διασφαλιστεί το κύρος της δικαιοσύνης, αλλά και για την οικονομία της δίκης, εκεί όπου δεν βοηθάει η ένσταση της εκκρεμοδικίας, προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει την αναστολή ή να προχωρήσει περαιτέρω στην έρευνα της διαφοράς, όταν για το ίδιο θέμα υπάρχει άλλη πολιτική δίκη εκκρεμής ενώπιον του ίδιου ή άλλου δικαστηρίου, ανεξαρτήτως βαθμού, μεταξύ των αυτών ή διαφόρων προσώπων (ΕφΔωδ 26/2011 στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 673/2009, ΕφΑΔ 2009.826, ΕφΑΘ 909/2008, ΕφΑΔ 2009.321, ΠΠρΘεσ 4116/2014, Αρμ 2016.2098).
Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι δυνάμει της υπ’ αριθμ. … δανειακής σύμβασης που συνήψε η πρώην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία … της οποίας η ίδια (ενάγουσα) είναι νόμιμη διάδοχος με την πρώτη εναγομένη εταιρεία και τη μη διάδικο εταιρεία με την επωνυμία «… χορηγήθηκε στις 21-01-2011 έντοκο δάνειο συνολικού ποσού έντοκο δάνειο συνολικού ποσού 11.000.000 δολαρίων Η.Π.Α πενταετούς διαρκείας, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που αναφέρονταν στη δανειακή σύμβαση, με σκοπό τη χρηματοδότηση μέρους του τιμήματος αγοράς και συγκεκριμένα ποσοστού 81,5% της εκτιμηθείσας αξίας του φορτηγού πλοίου υπό την ονομασία …», (πρώην …»), το οποίο και αγοράστηκε από την πρώτη εξ’ αυτών εταιρεία με την επωνυμία …» και νηολογήθηκε στην κυριότητά της, υπό σημαία Μάλτας, έχοντας ΚΟΧ … και ΚΚΧ …, με αριθμό IΜΟ … και Δ.Δ.Σ. …. Ότι το δάνειο συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε είκοσι (20) τριμηνιαίες δόσεις, καταβλητέες εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών, με έναρξη στις 30-04-2011 και λήξη στις 31-01-2016, ενώ το ύψος του ποσού εκάστης εκ των τεσσάρων (4) πρώτων δόσεων, ορίστηκε στο ποσό των 750.000 δολαρίων ΗΠΑ Ότι την καλή εκτέλεση των όρων της ανωτέρω δανειακής σύμβασης, εγγυήθηκαν η δεύτερη των εναγομένων, υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια του ανωτέρω αγορασθέντος πλοίου, καθώς και ο τρίτος εξ’ αυτών, υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της διαχειρίστριας, δυνάμει των από 21-01-2011 και 24-01-2011 συμβάσεων εγγυήσεως, που καταρτίστηκαν, αντίστοιχα, μεταξύ αυτών και της δανείστριας τράπεζας. Ότι εν συνεχεία, δυνάμει της από 14 Οκτωβρίου 2011 πρώτης πρόσθετης τροποποιητικής πράξης της ανωτέρω υπ’ αριθμ. … δανειακής σύμβασης, που καταρτίστηκε μεταξύ της δανείστριας τράπεζας και των ως άνω δανειοληπτριών εταιρειών, συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων να πραγματοποιηθεί προπληρωμή μέρους του δανείου και συγκεκριμένα να καταβληθεί στην τράπεζα το ποσό των 3.250.000 δολαρίων Η.Π.Α με σκοπό, αφενός να απομειωθεί το μέχρι τότε οφειλόμενο στην τράπεζα ποσό των 9.500.000 δολαρίων Η.Π.Α και αφετέρου να αποδεσμευθεί η εκ των δανειοληπτριών εταιρειών …», καθώς και το υπό ιδιοκτησία της πλοίο υπό την ονομασία «…» από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις τους απέρρεαν από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση. Ότι μετά τα ανωτέρω, η συνολική οφειλή των εναγομένων την 19η Δεκεμβρίου 2013 ανήλθε στο ποσό των 6.781.068,03 δολάρια Η.Π.Α, όπως αυτό αναλύεται στης αγωγή. Ότι λόγω υπερημερίας των εναγομένων ως προς την αποπληρωμή των οφειλόμενων δόσεων, η δανείστρια τράπεζα προέβη στις 19-12-2013 στο κλείσιμο κάθε στηριζόμενου στη δανειακή σύμβαση λογαριασμού και μετέφερε το συνολικό οφειλόμενο ποσό, ανερχόμενο την ημέρα εκείνη στο ποσό των 6.781.068,03 δολαρίων ΗΠΑ σε οριστική καθυστέρηση. Ότι εν συνεχεία, δυνάμει της από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης τρόπου αποπληρωμής ληξιπρόθεσμης οφειλής από την δανειακή σύμβαση, οι εναγόμενοι αναγνώρισαν και αποδέχτηκαν ανεπιφύλακτα το απορρέον από την υπ’ αριθμ. … δανειακή σύμβαση εις βάρος τους χρεωστικό υπόλοιπο, το οποίο την 19η-12-2014 ανερχόταν συνολικά στο ποσό των 6.969.845,23 δολάρια ΗΠΑ και ανέλαβαν την υποχρέωση να προβούν στην αποπληρωμή του εντός πέντε (5) ετών, σε είκοσι συνεχείς τριμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, οι τέσσερις πρώτες ποσού 50.000 δολαρίων ΗΠΑ, οι επόμενες τέσσερις ποσού 150.000 δολαρίων ΗΠΑ, οι επόμενες δώδεκα ποσού 342.500 δολαρίων ΗΠΑ και μία τελευταία ποσού 2.059.845,23 δολαρίων ΗΠΑ πληρωτέα στη λήξη της ρύθμισης, ταυτόχρονα με την 20η δόση. Ότι την πλήρη και ακριβόχρονη τήρηση του συνόλου των υποχρεώσεων δυνάμει της ανωτέρω πρόσθετης πράξης ρύθμισης και μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης αυτού επιβεβαίωσαν ότι εγγυώνται οι δεύτερη και τρίτος των εναγομένων δυνάμει των από 19-12-2014 αντιστοίχως, επιβεβαιώσεων εγγυήσεών τους. Ότι εν συνεχεία δυνάμει του από 29-04-2015 αιτήματος των εναγομένων, οι τελευταίοι ζήτησαν κι έλαβαν τη συναίνεση της τράπεζας, προκειμένου να προβούν στην πώληση του ανωτέρω αγορασθέντος από την πρώτη εξ’ αυτών πλοίου …» με άρση της υποθήκης, έναντι τιμήματος 1.668.438,08 δολαρίων Η.Π.Α, και με το τίμημα αυτό που θα εισέπρατταν, να προβούν σε προπληρωμή μέρους του δανείου. Ότι άμεσα, αφού εισπράχθηκε το τίμημα της αγοραπωλησίας του ανωτέρω ενυπόθηκου πλοίου, η τράπεζα ενημέρωσε τους εναγόμενους, ότι αποπληρώθηκε ολοσχερώς η από 19-06-2015 ληξιπρόθεσμη δόση ποσού 127.267,80 δολαρίων ΗΠΑ και ότι το υπόλοιπο ποσό των 1.541.170,28 δολαρίων ΗΠΑ οδηγήθηκε σε αναλογική μείωση (προπληρωμή) των δόσεων του δανείου. Ότι ωστόσο οι εναγόμενοι κατέστησαν υπερήμεροι ως προς την αποπληρωμή των δόσεων, όπως αυτές καθορίστηκαν με την πρόσθετη ως άνω πράξη ρύθμισης, η οποία καταγγέλθηκε από τη δανείστρια τράπεζα δυνάμει της από 13-07-2016 εξώδικης καταγγελίας – πρόσκλησης και δήλωσης, που επιδόθηκε στους εναγομένους στις 18-07-2016. Ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της οι εναγόμενοι μέχρι σήμερα δεν έχουν προβεί στην εξόφληση της οφειλής τους. Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι έχει καταστεί ειδική διάδοχος της πιστούχου εταιρείας, η οποία αφού μετονομάσθηκε σε … στη θέση της υπεισήλθε η ενάγουσα δυνάμει του υπ’ αριθ. … ΦΕΚ, η οποία αφού τέθηκε σε καθεστώς εξυγίανσης με την υπ’ αριθ. 7/3/18-1-2013 απόφασης της Επιτροπής Μέτρων Εξυγίανσης της Τράπεζας της Ελλάδος 7/3/18-1-2013 δυνάμει της υπ’ αριθμ. 2124/Β.95/18.1.2013 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η δε ενάγουσα διατήρησε την επίδικη αξίωση, δεδομένου ότι κατά το χρόνο έκδοσης της οι πιστολήπτες ήταν ήδη υπερήμεροι. Για τους λόγους αυτούς και ζητεί, όπως το αίτημα της αγωγής παραδεκτά περιορίσθηκε σε εν μέρει αναγνωριστικό κατ’ άρθρα 297 ΚΠολΔ, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 1.222.335 δολαρίων ΗΠΑ, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν το ισάξιο σε ευρώ ποσό των 4.383.311,30 δολαρίων ΗΠΑ, όλα δε τα ανωτέρω με βάση την ισοτιμία των δυο νομισμάτων κατά την ημερομηνία πληρωμής, άλλως το ισόποσο σε ευρώ ποσό κατά το χρόνο σύνταξης της αγωγής, ήτοι 5.273.916,93 ευρώ (1 ευρώ=1.0629 δολάρια ΗΠΑ), άλλως με βάση την ισοτιμία κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση της. Επίσης ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με αυτό το ιστορικό και αιτήματα η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 1, 7, 9, 10, 13, 14 και 18, 41, 42, 43 ΚΠολΔ, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς – άρθρο 51§§1 και 3Β΄ περ. ιε΄ του ν. 2172/1993), λόγω της ύπαρξης ρήτρας παρέκτασης που θεμελιώνει την συντρέχουσα δωσιδικία του Δικαστηρίου τούτου. Ειδικότερα, ως προς τα ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας και της κατά τόπον αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, πρέπει να σημειωθεί, ότι τα διάδικα μέρη, βάσει ρητού όρου (υπ’ αριθμ. 12) που περιελήφθη στη συναφθείσα μεταξύ αυτών από 19-12-2014 πρόσθετη πράξη αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλής, καθόρισαν ως δικαστήρια για τις ανακύπτουσες μεταξύ τους μελλοντικές διαφορές από την πράξη αυτή τα δικαστήρια του Πειραιά. Επίσης, εφαρμοστέο στην ένδικη περίπτωση, που εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας, τυγχάνει το ελληνικό δίκαιο, κατ’ άρθρο 25 ΑΚ, εφόσον τα διάδικα μέρη με τον ίδιο ως άνω όρο της από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης αναγνώρισης και ρύθμισης οφειλής, καθόρισαν ως εφαρμοστέο δίκαιο για τις ανακύπτουσες μεταξύ τους μελλοντικές διαφορές από την πράξη αυτή, το ελληνικό δίκαιο. Περαιτέρω η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας και νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 361, 340, 341, 345, 346, ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 47 και 64-67 του Ν.Δ. “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών” της 17.7/14.8.1923 και 176, 907, 908 ΚΠολΔ. Επομένως, η αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι η ενάγουσα κατέβαλε το προς ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες αυτού προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθμ. … Σειρά VI τύπου Β διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. … Αθηνών).
Σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της έκδοσης διαταγής πληρωμής, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ’ αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Συνεπώς, η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι, σε περίπτωση δυσχέρειας του οφειλέτη της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την δανειακή σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ’ αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους δανειακής σύμβασης, προπάντων όταν ο πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ’ αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011 Α΄ Δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η καταγγελία, η οποία είναι μονομερής δικαιοπρακτική δήλωση βούλησης που απευθύνεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να γίνει και από πληρεξούσιο, οπότε έχει εφαρμογή και το άρθ. 226 του ΑΚ κατά το οποίο, μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου είναι άκυρη αν αυτός προς τον οποίο γίνεται την αποκρούσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Από την τελευταία αυτή διάταξη, προκύπτει ότι εκείνος προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση διά της οποίας συντελείται μονομερής δικαιοπραξία ή οιονεί δικαιοπραξία εκ μέρους προσώπου που φέρεται ως αντιπρόσωπος άλλου, μπορεί, εφόσον δεν του επιδεικνύεται πληρεξούσιο έγγραφο, να την αποκρούσει, για τον λόγο αυτό, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Στην περίπτωση αυτή, δηλαδή της απόκρουσης της δήλωσης χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, η επιχειρούμενη πράξη είναι άκυρη. Η ακυρότητα είναι απόλυτη, δεν θεραπεύεται με μεταγενέστερη έγκριση και επέρχεται ανεξάρτητα από το αν ο φερόμενος ως πληρεξούσιος είχε ή όχι την πληρεξουσιότητα, για να επέλθουν δε, τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα της πράξης και μάλιστα ex nunc πρέπει αυτή να επιχειρηθεί εκ νέου εγκύρως. Το πρόσωπο, εξάλλου, προς το οποίο απευθύνεται η δήλωση την αποκρούει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση αν ενεργήσει εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις. Σε περίπτωση που το ως άνω πρόσωπο δεν πράξει τούτο, δηλαδή δεν ενεργήσει εντός των ως άνω χρονικών ορίων, η μονομερής δικαιοπραξία που επιχειρείται προς άλλον χωρίς επίδειξη του πληρεξουσίου είναι ισχυρή, αν υπάρχει πληρεξουσιότητα ή επακολούθησε έγκριση. Σημειωτέον ότι η απόκρουση πρέπει να δηλώνεται ότι γίνεται για τον λόγο της μη επίδειξης του πληρεξουσίου εγγράφου και της συνεπεία αυτής της παράλειψης αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη πληρεξουσιότητας και δεν αρκεί η επίκληση άλλων λόγω ακυρότητας της δικαιοπραξίας, ούτε επιφύλαξη για το κύρος της (Β,Βαθρακοκοίλης ΕΡΝΟΜΑΚ τομ.Α` 2001, άρθ. 226, σελ. 938-939, ΑΠ 139/2016, ΕφΠειρ 354/2014, ΕφΠειρ 294/2010 ΤΝΠ Νόμος, πρβλ. ΕφΠατρ 694/2008 ΑΧΑΝΟΜ 2009.354. βλ. ΠΠρΘεσ 7635/2006 ΤΝΠ Νόμος).
Οι εναγόμενοι αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή και περαιτέρω ισχυρίζονται, κατ’ εκτίμηση των ισχυρισμών τους, ότι η ενάγουσα άσκησε καταχρηστικά την επίδικη αξίωσή της, για το λόγο ότι, δυνάμει του από 29-04-2015 αιτήματός τους, οι ίδιοι ζήτησαν κι έλαβαν τη συναίνεση της τράπεζας, προκειμένου να προβούν στην πώληση του ανωτέρω αγορασθέντος από την πρώτη εξ’ αυτών πλοίου …» με άρση της υποθήκης, έναντι τιμήματος 1.668.438,08 δολαρίων Η.Π.Α, και με το τίμημα αυτό που θα εισέπρατταν, να προβούν σε προπληρωμή μέρους του δανείου. Ότι σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, οι ίδιοι πράγματι πώλησαν το εν λόγω πλοίο έναντι του ανωτέρω ποσού του τιμήματος εκ 1.668.438,08 δολαρίων Η.Π.Α και ακολούθως στις 02-07-2015 κατέβαλαν το εν λόγω ποσό στην εναγομένη προς μερική πρόωρη αποπληρωμή των δόσεων του δανείου. Ότι ωστόσο η ενάγουσα, ενεργώντας κακόπιστα και αντισυμβατικά, αντί να καταλογίσει το ανωτέρω καταβληθέν ποσό των 1.668.438,08 δολαρίων Η.Π.Α στις πρώτες κατά σειρά δόσεις της από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης (αρχής γενομένης από την πρώτη δόση της 19ης-03-2015, ποσού 50.000 δολαρίων Η.Π.Α, κ.ο.κ) ή έστω σε τμήμα του κεφαλαίου, αλλά κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τους για νέο πίνακα χρεολυτικών δόσεων, εκείνη καταλόγισε μέρος μόνο του καταβληθέντος ποσού εκ 127.267,80 δολαρίων Η.Π.Α στη δόση του lουνίου του 2015, το δε υπόλοιπο ποσό των 1.541.170,28 δολαρίων ΗΠΑ καταλόγισε σε τμήμα του κεφαλαίου, χωρίς ωστόσο να περιέλθει σε συμφωνία μαζί τους για νέο πίνακα χρεολυτικών δόσεων, επικαλούμενη δήθεν την αρχική δανειακή σύμβαση, η οποία ωστόσο είχε τροποποιηθεί τόσο από την από 14-10-2011 πρώτη συμπληρωματική σύμβαση, όσο και με τη μεταγενέστερη αυτής από 19-12-2014 πρόσθετη πράξη αυτής. Ότι εν συνεχεία η ενάγουσα, με την από 13-07-2016 εξώδικη δήλωσή της, την οποία κοινοποίησε σ’ αυτούς στις 18-07-2016 προέβη σε καταγγελία της ανωτέρω από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης, επικαλούμενη δήθεν υπερημερία τους για ποσό 567.951,28 δολ. Η.Π.Α, που αντιστοιχούσε στις από 19-09-2015, 19-12-2015, 19-03-2016 και 19-06-2016 τοκοχρεολυτικές δόσεις, ποσών 102.263,32, 98.149,85, 177.845,07 και 178.540,82 δολαρίων Η.Π.Α, αντίστοιχα, πλέον τόκων υπερημερίας και εξόδων, ποσού 11.152,22 δολαρίων Η.Π.Α και απαιτώντας από αυτούς να της καταβάλουν ολόκληρο το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου, εκ ποσού 5.604.643,41 δολαρίων Η.Π.Α πλέον τόκων και εξόδων. Ότι εάν η ενάγουσα είχε καταλογίσει, ως όφειλε, το ανωτέρω καταβληθέν ποσό της προπληρωμής εκ 1.668.438,08 δολαρίων Η.Π.Α στις αρχικές δόσεις της ανωτέρω από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης, τότε κατά το χρόνο της καταγγελίας της πράξης αυτής, δεν θα υπήρχε ληξιπρόθεσμη οφειλή τους, και ως εκ τούτου η ενάγουσα παράνομα και αντισυμβατικά κατήγγειλε την εν λόγω πρόσθετη πράξη ρύθμισης, αφού κατά το χρόνο της καταγγελίας δεν υφίστατο υπερημερία τους, οι δε ανωτέρω επικαλούμενες από την ενάγουσα ληξιπρόθεσμες δόσεις των 567.951,28 δολαρίων Η.Π.Α δεν προκύπτουν από κανένα συμφωνηθέντα μεταξύ τους πίνακα χρεολυτικών δόσεων, αλλά έχουν καθοριστεί αυθαίρετα και μονομερώς από αυτήν, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τους. Ότι επιπλέον η ενάγουσα καταχρηστικά κατήγγειλε την ίδια ως άνω πρόσθετη πράξη ρύθμισης, ενεργώντας καθ’ υπέρβαση των ορίων που τάσσει το άρθρο 281 ΑΚ., τα οποία επιβάλλουν την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών για τα συμφέροντα των πελατών τους, λόγω και της ιδιαίτερης σχέσης εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται μεταξύ τους, καθώς και την υποχρέωση των τραπεζών να ανέχονται απόκλιση από τα συμφωνηθέντα και εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως στην προκειμένη περίπτωση, που πρόκειται για προσωρινή αδυναμία, εντασσόμενη στα πλαίσια της γενικότερης δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας που τα τελευταία χρόνια έχει πλήξει την ελληνική οικονομία, και όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του οφειλέτη, πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για τον δανειστή. Ο ισχυρισμός αυτός των εναγομένων είναι νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο υπογράφων την εξώδικη δήλωση καταγγελίας της σύμβασης δανείου δικηγόρος δεν είχε την απαιτούμενη ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας και ότι επίσης δεν τους συγκοινοποιήθηκε σχετικό έγγραφο νομιμοποίησης/πληρεξούσιο για την επιχείρηση εκ μέρους της τράπεζας της εν θέματι καταγγελίας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι νόμιμος, ερειδόμενος στις εκτιθέμενες στην ως άνω μείζονα σκέψη διατάξεις, πρέπει ως εκ τούτου να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.
Από όλα γενικά και χωρίς εξαίρεση τα έγγραφα που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικώς κατωτέρω, δίχως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική κρίση της ένδικης διαφοράς, όπως επίσης και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: δυνάμει της υπ’ αριθμ. … δανειακής σύμβασης, η οποία συνήφθη μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «… Α. Τ. Ε.» ως δανείστριας αφενός και αφετέρου της πρώτης εναγομένης εταιρείας «…» και της μη διαδίκου εταιρείας … ως δανειοληπτριών, η ανωτέρω τράπεζα χορήγησε στις 27-01-2011 έντοκο δάνειο συνολικού ποσού 11.000.000 δολαρίων Η.Π.Α πενταετούς διαρκείας, με σκοπό τη χρηματοδότηση μέρους του τιμήματος αγοράς και συγκεκριμένα ποσοστού 81,5% της εκτιμηθείσας αξίας του φορτηγού πλοίου υπό την ονομασία …», (πρώην …»), το οποίο και πράγματι αγοράστηκε’ από την πρώτη εναγομένη εταιρεία υπό την επωνυμία …» και νηολογήθηκε στην κυριότητά της, υπό σημαία Μάλτας, έχοντας ΚΟΧ … και ΚΚΧ …, με αριθμό ΙΜΟ … και Δ.Δ.Σ. …. Το δάνειο συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε είκοσι (20) τριμηνιαίες δόσεις, καταβλητέες εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών, με έναρξη στις 30-04-2011 και λήξη στις 31-01-2016, και δη τέσσερις (4) ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ποσού 750.000 δολαρίων Η.Π.Α εκάστη, ακολουθούμενες από τέσσερις (4) επόμενες ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ποσού 550.000 δολαρίων Η.Π.Α εκάστη, ακολουθούμενες από οκτώ (8) επόμενες ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ποσού 300.000 δολαρίων Η.Π.Α εκάστη και μιας ακόμα δόσεως (balloon instalment) ποσού 1.500.000 δολαρίων Η.Π.Α πληρωτέας ταυτοχρόνως με την 16η τριμηνιαία διαδοχική δόση, ακολουθούμενες από τέσσερις (4) επόμενες ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ποσού 200.000 δολαρίων Η.Π.Α. και μιας ακόμα δόσεως (balloon instalment) ποσού 1.100.000 δολαρίων ΗΠΑ, πληρωτέας ταυτοχρόνως με την 20η και τελευταία ως άνω τριμηνιαία διαδοχική δόση των 200.000 δολαρίων ΗΠΑ και όλα τα ανωτέρω ποσά εντόκως, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στη σύμβαση. Επιπλέον, προς εξασφάλιση της δανείστριας τράπεζας για την εκπλήρωση εκ μέρους των δανειοληπτριών εταιρειών, των απορρεουσών από τη δανειακή σύμβαση οικονομικών τους υποχρεώσεων, χορηγήθηκαν σ’ αυτήν από τις δανειολήπτριες, μεταξύ άλλων, α) δύο πρώτης τάξεως ναυτικές υποθήκες, και δη μία επί του ανωτέρω αγορασθέντος από την πρώτη εξ’ αυτών (δανειοληπτριών) φορτηγού πλοίου υπό την ονομασία …» και δεύτερη επί του ανήκοντος στην κυριότητα της δεύτερης εξ’ αυτών εταιρείας …», πλοίου «…», β) εκχωρήσεις ναύλων και εισοδημάτων των ανωτέρω πλοίων, γ) εκχωρήσεις ασφαλειών και αποζημιώσεων επί των ανωτέρω πλοίων, δ) ενέχυρο επί λογαριασμών και ε) ασφάλιση ενυπόθηκου δανειστή. Εξάλλου, την πλήρη και ακριβόχρονη τήρηση του συνόλου των υποχρεώσεων των δανειοληπτριών εταιριών από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση, εγγυήθηκαν ευθυνόμενοι ως αυτοφειλέτες, αφενός η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία «…», υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστρια του ανωτέρω αγορασθέντος πλοίου …», αφετέρου ο τρίτος ενάγων, υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω διαχειρίστριας εταιρείας, δυνάμει των από 21-01-2011 και 24-01-2011 συμβάσεων εγγυήσεως, που καταρτίστηκαν, αντίστοιχα, μεταξύ της δανείστριας τράπεζας και των ανωτέρω εναγομένων. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 14-10-2011 πρώτης συμπληρωματικής σύμβασης της ανωτέρω υπ’ αριθμ. … αρχικής σύμβασης δανείου, που καταρτίστηκε μεταξύ της ανωτέρω δανείστριας τράπεζας και των δανειοληπτριών εταιρειών, συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων μερών να πραγματοποιηθεί προπληρωμή μέρους του δανείου και συγκεκριμένα να καταβληθεί στην τράπεζα το ποσό των 3.250.000 δολαρίων Η.Π.Α με σκοπό, αφενός να απομειωθεί το μέχρι τότε οφειλόμενο στην τράπεζα ποσό των 9.500.000 δολαρίων Η.Π.Α και αφετέρου να αποδεσμευθεί η ανωτέρω δανειολήπτρια εταιρεία …», καθώς και το προαναφερόμενο υπό ιδιοκτησία της ενυπόθηκο πλοίο υπό την ονομασία «…» από οποιεσδήποτε υποχρεώσεις τους απέρρεαν από την ανωτέρω δανειακή σύμβαση. Επίσης, με την ίδια συμπληρωματική σύμβαση ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η αποπληρωμή του μέχρι τότε οφειλόμενου ποσού των 9.500.000 δολαρίων Η.Π.Α θα γινόταν σε είκοσι (20) δόσεις και δη με την προπληρωμή του ποσού των 3.250.000 δολαρίων Η.Π.Α κατά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της συμπληρωματικής σύμβασης, ακολουθούμενης από τέσσερις (4) ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ποσού 275.000 δολαρίων Η.Π.Α η καθεμία, ακολουθούμενες από δέκα έξι (16) ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις ποσού 230.000 δολαρίων Η.Π.Α η καθεμία και τέλος μιας δόσεως ποσού 1.470.000 δολαρίων Η.Π.Α (balloon instalment) πληρωτέας ταυτοχρόνως με την 20η δόση κατά την ημερομηνία λήξεως του δανείου. Ομοίως την καλή τήρηση των όρων και της ανωτέρω από 14-10-2011 πρώτης συμπληρωματικής σύμβασης, εγγυήθηκαν η δεύτερη και ο τρίτος των εναγομένων, υπό τις παραπάνω ιδιότητές τους, δυνάμει των από 14-10-2011 συμβάσεων εγγυήσεως – πράξεων επιβεβαίωσης, που καταρτίστηκαν μεταξύ αυτών και της ανωτέρω δανείστριας τράπεζας. Εν συνεχεία στις 17-12-2011 η ανωτέρω δανείστρια τράπεζα «… Α. Τ. Ε.» τέθηκε υπό ειδική εκκαθάριση, κατ’ αρθρ. 68 Ν. 3601/2007, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία αυτής, μεταξύ των οποίων και η απαίτησή της έναντι των εναγομένων από την ένδικη δανειακή σύμβαση, μεταβιβάστηκαν στην ενάγουσα εταιρεία …, η οποία τέθηκε επίσης υπό ειδική εκκαθάριση, βάσει του ανωτέρω Ν. 3601/2007, στις 18-01-2013.εκκαθαριστής δε αυτής ορίστηκε, ήδη από την 05η-04-2016. η εταιρεία …. Εξάλλου, ήδη από τα τέλη του έτους 2011, οι εναγόμενοι άρχισαν να επιδεικνύουν ασυνέπεια ως προς την εκπλήρωση των απορρεουσών από την ένδικη δανειακή σύμβαση οικονομικών τους υποχρεώσεων, καθυστερώντας να καταβάλουν στην ενάγουσα, ως διάδοχο της αρχικής δανείστριας τράπεζας «….», τις οφειλόμενες δόσεις μετά των αναλογούντων συμβατικών τόκων, του χρονικού διαστήματος από 27-01-2012 έως και 25-10-2013, συνολικού ποσού 2:781.068,03 δολαρίων ΗΠA, καθώς και τους τόκους υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 14-10-2011 έως και 18-12-2013, συνολικού ποσού 226.584,89 δολ Η.Π.Α. Για τον λόγο αυτό η ενάγουσα στις 19-12-2013, προέβη στο κλείσιμο κάθε εξυπηρετούντος τη σύμβαση τραπεζικού λογαριασμού και στη μεταφορά του ανεξόφλητου υπολοίπου, ανερχομένου τότε στο ποσό των 6.781.068,03 δολαρίων Η.Π.Α, σε οριστική καθυστέρηση, ενώ η ίδια (ενάγουσα) στις 03-02-2014, με την από 30-01-2014 εξώδικη δήλωσή της, την οποία κοινοποίησε στους ενάγοντες κατά την ανωτέρω ημερομηνία (03-02-2014), προέβη σε καταγγελία της ένδικης δανειακής σύμβασης, καλώντας ταυτόχρονα τους εναγόμενους υπό τις ανωτέρω ιδιότητές τους να της καταβάλουν ολόκληρο το ανωτέρω ανεξόφλητο ποσό του δανείου. Οι εναγόμενοι έκαναν προσπάθειες για διευθέτηση του χρέους τους, καταβάλλοντας στην ενάγουσα, έναντι της οφειλής τους, μηνιαίως το ποσό των 30.000 δολαρίων Η.Π.Α για τους μήνες από Ιανουάριο 2014 έως και Νοέμβριο 2014, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να κάνει εν τέλει δεκτή την πρότασή τους για ρύθμιση της οφειλής τους και να καταρτισθεί μεταξύ των διαδίκων η από 19-12-2014 πρόσθετη πράξη ρύθμισης, με την οποία, αφενός έγινε αναγνώριση, εκ μέρους των εναγομένων, του ύψους της μέχρι τότε υφιστάμενης οφειλής τους στο ποσό των 6.969.845,23 δολαρίων Η.Π.Α πλέον εξόδων, αφετέρου παρασχέθηκε διευκόλυνση στους εναγόμενους για την αποπληρωμή του χρέους τους, το οποίο συμφωνήθηκε να εξοφληθεί κατά τους ειδικότερους όρους της πρόσθετης αυτής πράξης και υπό την αίρεση ότι, πλην της υφιστάμενης υπερημερίας των εναγομένων, δεν θα υπήρχε εφεξής άλλο γεγονός υπερημερίας αυτών, στα πλαίσια της ίδιας δανειακής σύμβασης και των από 14-10-2011 και 19-12-2014 συμπληρωματικών αυτής πράξεων. Ειδικότερα, με την πρόσθετη αυτή πράξη ρύθμισης, συμφωνήθηκε ότι το ανωτέρω αναγνωρισθέν από τους εναγόμενους χρεωστικό υπόλοιπο του δανείου, εκ ποσού 6.969.845,23 δολαρίων Η.Π.Α, θα καταβαλλόταν σε είκοσι (20) συνεχείς τριμηνιαίες χρεολυτικές δόσεις, εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών, αρχής γενομένης από τις 19-03-2015 και λήξεως στις 19-12-2019 και ποσού της κάθε δόσης, 50.000 δολάρια Η.Π.Α για τις τέσσερις (4) πρώτες δόσεις, 150.000 δολαρίων Η.Π.Α για τις τέσσερις (4) επόμενες δόσεις από την 5η έως και την 8η δόση, 342.500 δολαρίων Η.Π.Α για τις δώδεκα (12) επόμενες δόσεις (από την 9η έως και την 20η δόση) και μίας τελευταίας δόσης ποσού 2.059.845,23 δολαρίων Η.Π.Α. καταβλητέας στη λήξη της ρύθμισης (balloon payment), ταυτόχρονα με την 20η δόση. Ακολούθως, τον lούνιο του 2015, οι εναγόμενοι έλαβαν τη συναίνεση της ενάγουσας, ώστε να προβούν στην πώληση του ανωτέρω αγορασθέντος από την πρώτη εξ’ αυτών πλοίου υπό την ονομασία …», έναντι τιμήματος ποσού 1.668.438,08 δολαρίων Η.Π.Α, και με το τίμημα αυτό που θα εισέπρατταν, να προβούν σε προπληρωμή μέρους της επίδικης οφειλής τους προς αυτήν (ενάγουσα). Σε εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, οι εναγόμενοι πράγματι πώλησαν το προαναφερόμενο πλοίο της κυριότητας της πρώτης εξ’ αυτών, στην αγοράστρια εταιρεία «Autumn Harvest Maritime Corp.», έναντι του ανωτέρω συμφωνηθέντος τιμήματος των 1.668.438,08 δολαρίων Η.Π.Α και ακολούθως στις 02-07-2015 κατέβαλαν το εν λόγω εισπραχθέν ποσό στην ενάγουσα, προς μερική πρόωρη αποπληρωμή της οφειλής τους από τη δανειακή σύμβαση. Ενόψει δε της καταβολής αυτής, η ενάγουσα με την υπ’ αριθμ. πρωτ. … επιστολή της προς τους εναγομένους, ενημέρωσε αυτούς ως προς τον τρόπο με τον οποίο καταλογίστηκε το ανωτέρω καταβληθέν ποσό των 1.668.438,08 δολαρίων Η.Π.Α στις οφειλόμενες δόσεις του δανείου, αναφέροντας ότι ποσό 127.267,80 δολαρίων Η.Π.Α είχε καταλογιστεί για την αποπληρωμή της ληξιπρόθεσμης δόσης της 19-06-2015, ενώ το υπόλοιπο ποσό εκ 1.541.170,28 δολαρίων Η.Π.Α είχε αχθεί σε αναλογική μείωση (προπληρωμή) των υπολοίπων ανεξόφλητων δόσεων του δανείου, σύμφωνα με σχετικό όρο (τον υπ’ αριθμ. 9.3.2) της αρχικής από 21-01-2011 δανειακής σύμβασης, οι οποίες (ανεξόφλητες δόσεις) διαμορφώνονταν πλέον ως ακολούθως: α) στο ποσό των 38.785,00 δολ. Η.Π.Α για καθεμία από τις από 19-09-2015 και 19-12-2015 οφειλόμενες δόσεις (3η και 4η δόσης της ανωτέρω από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης), αντί του ποσού των 50.000 δολαρίων Η.Π.Α που είχε αρχικά οριστεί ως οφειλόμενο ποσό για τις δόσεις αυτές, β) στο ποσό των 116.355,00 δολαρίων Η.Π.Α για καθεμία από τις από 19-03-2016, 19-06-2016, 19-09-2016 και 19-12-2016 οφειλόμενες δόσεις (5η έως και 8η δόσεις της ανωτέρω από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης), αντί του ποσού των 150.000 δολαρίων Η.Π.Α που είχε αρχικά οριστεί ως οφειλόμενο ποσό για τις δόσεις αυτές, γ) στο ποσό των 265.678,00 δολαρίων Η.Π.Α για καθεμία από τις από 19-03-2017, 19-06-2017, 19-09-2017, 19-12-2017, 19-03-2018, 19-06-2018, 19-09-2018, 19-12-2018, 19-03-2019, 19-06-2019 και 19-09-2019 οφειλόμενες δόσεις (9η έως και 20η δόσεις της ανωτέρω από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης) αντί του ποσού των 342.500 δολαρίων Η.Π.Α που είχε αρχικά οριστεί ως οφειλόμενο ποσό για τις δόσεις αυτές, και τέλος δ) στο ποσό των 1.863.226,95 δολαρίων Η.Π.Α για την από 19-12-2019 οφειλόμενη δόση (τελευταία δόση – balloon payment της ανωτέρω από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης], αντί του ποσού των 2.059.845,23 δολαρίω Η.Π.Α που είχε αρχικά οριστεί ως οφειλόμενο ποσό για την δόση αυτή. Επίσης, με την ίδια ως άνω υπ’ αριθμ. πρωτ. … επιστολή της προς τους εναγομένους, η ενάγουσα καλούσε αυτούς να της γνωστοποιήσουν νέες ασφάλειες που προτίθεντο να της χορηγήσουν προς εξασφάλιση του υπολοίπου ανεξόφλητου ποσού του δανείου εκ 5.328.674,95 δολαρίων Η.Π.Α, όπως άλλωστε οι ίδιοι είχαν ήδη ενημερωθεί από αυτήν και είχαν συμφωνήσει, προκειμένου να λάβουν τη συναίνεσή της για την πώληση του ανωτέρω ενυπόθηκου πλοίου …». Οι εναγόμενοι ωστόσο δεν ανταποκρίθηκαν στην ανωτέρω πρόσκληση της ενάγουσας για χορήγηση σ’ αυτήν νέων εξασφαλίσεων της οφειλής τους από τη δανειακή σύμβαση, ενώ ταυτόχρονα επέδειξαν νέα ασυνέπεια ως προς την εκπλήρωση των οικονομικών τους υποχρεώσεων από την ίδια σύμβαση, καθυστερώντας να καταβάλουν στην ενάγουσα τις ανωτέρω ορισθείσες, από 19-09-2015, 19-12-2015, 19-03-2016 και 19-06-2016 τοκοχρεολυτικές δόσεις (όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μετά την προπληρωμή του ως άνω ποσού των 1.668.438,08 δολαρίων Η.Π.Α), πλέον των αναλογούντων τόκων υπερημερίας και εξόδων, τα οποία ανήρχοντο στο συνολικό ποσό των 567.951,28 δολαρίων Η.Π.Α Μετά και τη νέα αθέτηση των συμβατικών τους υποχρεώσεων, οι εναγόμενοι επεδίωξαν να περιέλθουν με την ενάγουσα σε νέα συμφωνία διευθέτησης του χρέους τους, και με τις από 15-03-2016, 05-04-2016 και 02-06-2016 επιστολές τους προς την τελευταία, υπέβαλλαν σ’ αυτήν διαδοχικά νέες προτάσεις ως προς τον τρόπο ρύθμισης της οφειλής τους, ενώ παράλληλα προσφέρθηκαν να παράσχουν συναινετική προσημείωση υποθήκης σε ακίνητα ιδιοκτησίας του τρίτου εξ’ αυτών, προς εξασφάλιση του ανεξόφλητου ποσού του δανείου. Ωστόσο, η ενάγουσα με τις από 28-03-2016, 17-05-2016 και 05-07-2016 επιστολές της προς τους εναγόμενους, απέρριψε τις υποβληθείσες προτάσεις τους για διευθέτηση του χρέους τους, κρίνοντας αυτές ως μη ικανοποιητικές, ενώ επιπλέον απέρριψε και τις προσφερθείσες εκ μέρους τους εξασφαλίσεις της οφειλής τους, θεωρώντας αυτές ως ανεπαρκείς για να καλύψουν το ανεξόφλητο τμήμα του δανείου, ποσού 5.560.774,80 δολαρίων Η.Π.Α, ενόψει του ότι η αξία των παρασχεθέντων προς εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ακινήτων, εκτιμάτο από αυτήν μόλις στο ποσό των 2.000.000 δολαρίων Η.Π.Α. Εν τέλει, οι εναγόμενοι, σε μια ύστατη προσπάθειά τους για επίτευξη συμφωνίας διευθέτησης του χρέους τους, απηύθηναν στην ενάγουσα την από 08-07-2016 επιστολή τους, με την οποία εξέθεταν σ’ αυτήν την ύπαρξη οικονομικής τους δυσχέρειας, αλλά και την επίταση της οικονομικής αυτής δυσπραγίας από το αποτέλεσμα του ήδη διενεργηθέντος τότε βρετανικού δημοψηφίσματος, με το οποίο αποφασίστηκε η αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, και το οποίο είχε ως αποτέλεσμα να επέλθει αβεβαιότητα στον κλάδο της ναυτιλίας και συνακόλουθα να διακοπούν προσωρινά οι συζητήσεις τους με εφοπλιστές – υποψήφιους διαχειριστές των σκαφών τους για την ανάπτυξη μελλοντικών συνεργασιών, με αποτέλεσμα να επιζητούν και οι ίδιοι προθεσμία λίγων μηνών, ώστε να επανεκτιμήσουν τη νέα κατάσταση και να επανέλθουν με νέα επικαιροποιημένη οικονομική πρόταση διευθέτησης του χρέους τους, στην οποία θα εδύναντο να ανταποκριθούν. Ωστόσο, η ενάγουσα, θεωρώντας πλέον ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν σοβαρή πρόθεση ρύθμισης της οφειλής τους και ότι ακολουθούν παρελκυστική πρακτική, καθυστερώντας σκοπίμως την εξόφληση του χρέους τους, απέρριψε την ανωτέρω πρότασή τους για χορήγηση προθεσμίας χάριτος, και με την από 13-07-2016 εξώδικη δήλωσή της, την οποία κοινοποίησε στους εναγόμενους στις 18-07-2016, προέβη σε καταγγελία της ανωτέρω από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης και παράλληλα προσκάλεσε τους εναγόμενους να της καταβάλουν συνολικά το μέχρι τότε ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου, εκ ποσού 5.604.643,41 δολαρίων Η.Π.Α, πλέον τόκων και εξόδων, εντόκως από 13-07-2016 και μέχρις εξοφλήσεως. Οι εναγόμενοι με την από 05-08-2016 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία τους προς την ενάγουσα, την οποία κοινοποίησαν σ’ αυτήν στις 08-08-2016, διαμαρτυρήθηκαν σ’ αυτήν για την εκ μέρους της καταγγελία της ανωτέρω από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή επέδειξε παράνομη και αντισυμβατική συμπεριφορά και αντί να καταλογίσει το ανωτέρω καταβληθέν ποσό της προπληρωμής του δανείου εκ 1.668.438,08 δολαρίων Η.Π.Α στις πρώτες κατά σειρά δόσεις της ως άνω πρόσθετης πράξης ρύθμισης (αρχής γενομένης από την πρώτη δόση της 19-03-2015, ποσού 50.000 δολ. Η.Π.Α, κ.ο.κ) ή έστω σε τμήμα του κεφαλαίου, αλλά κατόπιν συμφωνίας μεταξύ τους για νέο πίνακα χρεολυτικών δόσεων, εκείνη καταλόγισε μέρος μόνο του καταβληθέντος ποσού εκ 127.267,80 δολαρίων Η.Π.Α στη δόση του lουνίου του 2015, το δε υπόλοιπο ποσό των 1.541.170,28 δολαρίων Η.Π.Α το καταλόγισε σε τμήμα του κεφαλαίου, χωρίς ωστόσο να περιέλθει μαζί τους σε συμφωνία για νέο πίνακα χρεολυτικών δόσεων, επικαλούμενη δήθεν την αρχική υπ’ αριθμ. … δανειακή σύμβαση, η οποία ωστόσο είχε τροποποιηθεί, τόσο με την ανωτέρω από 14-10-2011 πρώτη συμπληρωματική σύμβαση, όσο και με τη μεταγενέστερη αυτής από 19-12-2014 πρόσθετη πράξη ρύθμισης. Προς επίλυση της ανωτέρω διαφωνίας οι εδώ εναγόμενοι άσκησαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 07-10-2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης … αγωγή, με την οποία ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι η καταγγελία της από 19-12-2014 πρόσθετης πράξης ρύθμισης, που έλαβε χώρα με την προαναφερόμενη από 13-07-2016 δήλωση της ενάγουσας, είναι άκυρη και εξ απαρχής ανίσχυρη, μη παράγουσα έννομα αποτελέσματα, κυρίως λόγω μη περιέλευσης των εναγομένων σε κατάσταση υπερημερίας, άλλως λόγω αντίθεσής της προς την καλή πίστη, τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2782/2017 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της ανωτέρω πρωτοβάθμιας απόφασης, οι εδώ εναγόμενοι άσκησαν την υπ’ αριθμ. κατάθεσης … έφεσή τους ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους στο εφετήριο δικόγραφό τους λόγους. Ενόψει των ανωτέρω, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη που παρατίθεται στην αρχή της παρούσας, υφίσταται κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων και με σκοπό την αποφυγή μίας τέτοιας εκδοχής και την εναρμόνιση της δικαστικής κρίσης ως προς τα ίδια ζητήματα (δεδομένου ότι αντικείμενο της εκκρεμούς δευτεροβάθμιας δίκης αποτελεί, μεταξύ άλλων, η καταγγελία της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης και η ύπαρξη υπερημερίας των εναγομένων ως προς την εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων, τα οποία αποτελούν το πρώτο και αναγκαίο αντικείμενο απόδειξης και της παρούσας δίκης), κρίνεται αναγκαία, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 249 ΚΠολΔ, αυτεπαγγέλτως, αλλά και κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος των εναγομένων, η αναβολή της συζήτησης της προκείμενης δίκης κατ’ άρθρο 249 ΚΠολΔ, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα η δίκη που ανοίχθηκε με την άσκηση από τους εναγόμενους της υπ’ αριθμ. κατάθεσης. … αγωγής του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ήτοι μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Πειραιά επί της ασκηθείσας υπ’ αριθμ.καταθ. … έφεσης των εναγόμενων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την συζήτηση της κρινόμενης αγωγής, εωσότου περατωθεί τελεσίδικα η δίκη που ανοίχθηκε με την άσκηση από τους εναγομένους της υπ’ αριθμ. κατάθεσης … αγωγής τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ήτοι μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Πειραιά επί της ασκηθείσας υπ’ αριθμ. κατάθεσης … έφεσης των εναγομένων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις 17 -09-2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, με την παρουσία και της Γραμματέα της έδρας, στις -10-2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ