Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

  3618/2019

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη και Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 09 Απριλίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ – ΑΣΚΟΥΝΤΩΝ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: 1) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «….», η οποία εδρεύει στη Μ. Λ., … και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία είναι εγκατεστημένη στον Π……. Αττικής, οδός …, σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967 και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ … και 3) Κ. Κ. του Α., κατοίκου Π……………Αττικής, οδός …, με ΑΦΜ …, οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου Αθηνών Μαρίας Δρακοπούλου (ΑΜΔΣΑ …), η οποία κατέθεσε προτάσεις.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Α., οδός … και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ …, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αθηνών Παναγιώτη Φακοντή (ΑΜΔΣΑ 29…).

Οι καλούντες – ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής ζητούν να γίνει δεκτή η από 24-07-2018 ανακοπή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2018 και οι από 25-09-2018 πρόσθετοι λόγοι αυτής, οι οποίοι κατατέθηκαν στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2018 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2018, αμφότερα δε τα δικόγραφα προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο της 12ης-10-2018, ότε και συζητήθηκαν, εκδοθείσας επ’ αυτών της υπ’ αριθμ. …/2018 απόφασης, δυνάμει της οποίας παραπέμφθηκαν να συζητηθούν στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών. Εν συνεχεία, η υπόθεση επανήλθε με την από 27-01-2019 κλήση, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης …/2019 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2019, η συζήτηση της οποίας προσδιορίσθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της ανακοπής, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται για συζήτηση: Α) η από 24-07-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…/2018 ανακοπή Β) οι από 25-09-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/…/2018 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. …/2018 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας παραπέμφθηκαν να εκδικασθούν από το αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών. Τα ανωτέρω ένδικα βοηθήματα, τα οποία είναι εκκρεμή ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, σύμφωνα με τα άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ, είναι συναφή μεταξύ τους, υπάγονται στο ίδιο είδος διαδικασίας (τακτική διαδικασία με τις αποκλίσεις των διατάξεων των άρθρων 643 και 591 §1 περ. α’ ΚΠολΔ), καθώς οι πρόσθετοι λόγοι έχουν παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με το κύριο δικόγραφο της ανακοπής και, συνεπώς, πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, καθώς, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και μειώνονται τα δικαστικά έξοδα. Εξάλλου, οι νέοι λόγοι ανακοπής δεν συνθέτουν ιδιαίτερη υπόθεση από αυτήν της ανακοπής, αλλά στηρίζουν πρόσθετα το αίτημα ανακοπής, για τη συζήτηση της οποίας κάθε μέρος των διαδίκων υποχρεούται, κατά τη διάταξη της τρίτης παραγράφου του άρθρου 115 του ΚΠολΔ, να υποβάλει ένα μόνο δικόγραφο προτάσεων για την ανακοπή (βλ. ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 32.62, ΜΠρΡοδ 90/2006 Αρμ 2008.602 και Στ. Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 3η έκδοση, σελ. 292 επ.).

Με την υπό κρίση ανακοπή, καθώς και με τους κρινόμενους πρόσθετους λόγους ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής ζητούν, για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτουν σε καθένα από τα δικόγραφα να ακυρωθεί η με αριθμό …/2018 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε ύστερα από αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή – οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, και με την οποία υποχρεώθηκαν να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το ποσό των 500.000 δολαρίων ΗΠΑ, στο ισάξιό τους σε ευρώ, με την επίσημη ισοτιμία δολαρίων ΗΠΑ / ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής τους, πλέον τόκων υπερημερίας, από τη μεταξύ της πρώτης των ανακοπτόντων, ως δανειολήπτριας, καταρτισθείσα σύμβαση ναυτικού δανείου για την αγορά πλοίου, καθώς και από τις καταρτισθείσες με τη δεύτερη και τον τρίτο των ανακοπτόντων αντίστοιχες συμβάσεις εγγυήσεως. Τέλος, ζητούν να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή – πρόσθετοι λόγοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο, η υπό κρίση ανακοπή καθώς και οι συναφείς πρόσθετοι λόγοι παραδεκτά ασκούνται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 632 παρ. 1, 18 παρ. 1 ΚΠολΔ) για να δικαστούν κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο έχει και διεθνή δικαιοδοσία για την εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς (άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 60 παρ. 1 και 24 αριθ. 5 του Κανονισμού 1215/2012 του Συμβουλίου της 12.12.2012 «Για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», πρβλ. άρθρο 3 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες – ασκούντες πρόσθετους λόγους ανακοπής την 04η-07-2018 (βλ. την από 04-07-2018 επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Π. Α. επί του δικογράφου της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής), ενώ αντίγραφο της υπό κρίση ανακοπής επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή στις 25-07-2018 (βλ. την υπ’ αριθμ. …/25-07-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Α. Δ.), ήτοι εντός της νόμιμης δεκαπενθήμερης προθεσμίας (άρθρο 632 παρ.2 εδ α ΚΠολΔ), ενώ εμπρόθεσμα ασκήθηκαν και οι υπό κρίση πρόσθετοι λόγοι ανακοπής που προβλήθηκαν με το από 25-09-2018 ιδιαίτερο δικόγραφο των ανακοπτόντων – ασκούντων πρόσθετους λόγους ανακοπής, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου την 26η-09-2018 και επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή – οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής στις 28-09-2018 (βλ. τη με αριθμό …΄/28-09-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών, Α. Δ.), ήτοι πλέον των οκτώ ημερών πριν από τη συζήτηση της παραπάνω ανακοπής κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση, δηλαδή σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το θέμα αυτό και δεδομένου ότι στην περίπτωση που υφίσταται διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών δικαστηρίων να δικάζουν διεθνείς ιδιωτικές διαφορές, περιέχουσες στοιχεία αλλοδαπότητας, εφαρμόζεται στο δικονομικό πεδίο αποκλειστικά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, ενώ στο ουσιαστικό πεδίο, το δίκαιο που υποδεικνύεται ότι πρέπει να εφαρμοστεί από τις διατάξεις του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (ΑΠ 1551/2003 ΕλλΔνη 2004.422, ΕφΑθ 5419/2007 ΕφΑΔ 2008.956), κρίνεται ότι ως προς τη διερεύνηση των διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έγκυρη έναρξη, διεξαγωγή της δίκης και έκδοση απόφασης κατ’ ουσίαν, οι οποίες εξετάζονται πριν τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της ανακοπής (ΕφΑθ 5009/1987 ΕλλΔνη 29.1218) εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό δίκαιο (lex fori), το δίκαιο δηλαδή της έδρας του Δικαστηρίου που δικάζει (ΕφΑθ 5419/2007 ό.π., ΜΠρΚαβ 440/2011 ΕΝαυτΔ 2011.189), ως προς τη διερεύνηση των θεμάτων που αφορούν τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης εφαρμοστέο είναι επίσης το ελληνικό δίκαιο (lex fori), ενόψει του ότι η αναγκαστική εκτέλεση λαμβάνει χώρα εντός ελληνικού χώρου (Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις, Τόμ. Α΄, παρ. 7, σ. 45) και ως προς τη διερεύνηση της βασιμότητας των ενστάσεων που θεμελιώνονται στο ουσιαστικό δίκαιο εφαρμοστέο είναι ομοίως το ελληνικό δίκαιο, το οποίο ρητά επέλεξαν οι αντισυμβαλλόμενοι να διέπει την έννομη σχέση τους από την ένδικη από 16-07-2008 σύμβαση δανείου (όρος 21.1 αυτής), σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 της Σύμβασης της Ρώμης της 19.6.1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», που κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν. 1792/1988 [βλ. και άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), που αντικατέστησε την άνω Σύμβαση της Ρώμης και εφαρμόζεται σε συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17.12.2009]. Συνεπώς, η ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής πρέπει να  ερευνηθούν περαιτέρω και ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους (άρθρο 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1, 216 παρ. 1 και 2, 117 και 118 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν, ο μεν καθ’ ου η ανακοπή, να αμυνθεί κατά αυτής, το δε δικαστήριο, να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας (ΕφΑθ 5900/2006, ΔΕΕ 2007, σελ. 327), μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις, που απαιτούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ενστάσεις (ΕφΑθ 1159/2012, ΔΕΕ 2012, σελ. 676). Για αυτό δε το λόγο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 του ΚΠολΔ) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος. Η άρνηση δε, εκ μέρους του οφειλέτη της απαίτησης, είναι αόριστη εάν δεν περιέχει ισχυρισμούς, που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, διότι δεν αρκεί η γενική αμφισβήτησή τους (ΕφΑθ 5900/2006, ΔΕΕ 2007, σελ. 327).

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, όπως εκτιμάται το δικόγραφο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής ισχυριζόμενοι ότι το άρθρο της ένδικης σύμβασης, το οποίο προβλέπει ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει το άρθρο 2§6 Ν. 2251/1995 και δυνάμει του οποίου η καθ’ ης τράπεζα διέσπασε τεχνητά και κατ’ αποκλεισμό των δικαιολογημένων προσδοκιών τους ως καταναλωτών, το χρονικό διάστημα (έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, τους δημιούργησε μια πρόσθετη επιβάρυνση, αφού το κεφάλαιο πλέον (όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση το έτος 360 ημερών) για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με κατά 1,3889% περισσότερους τόκους. Ότι με το να υπολογίζεται, όμως, το επιτόκιο σε 360 ημέρες, οι ίδιοι, ως καταναλωτές, δεν πληροφορούνταν το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 243 §3 ΑΚ. Ότι, άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα κατ’ επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/ΕΚ, που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ 21-178/13-2-2001 (ΦΕΚ Β’ 255/08-03-2001) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον κατ’ αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου (βλ. ΑΠ 430/2005 ΕλλΔικ 46.802). Ότι με τον υπολογισμό αυτό στον οποίο προχώρησε η καθ’ ης η ανακοπή, η απαίτησή της καθίσταται μη εκκαθαρισμένη. Ο ισχυρισμός αυτός είναι πρωτίστως αόριστος και απορριπτέος, εφόσον δεν προσδιορίζεται κατά ποιο ποσό συγκεκριμένα επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση εξαιτίας του υπολογισμού αυτού. Σε κάθε δε περίπτωση δεν είναι παράνομος ο εν λόγω υπολογισμός και ο αντίστοιχος λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, εφόσον δεν εκτίθεται ότι το επιπλέον επιτασσόμενο (αορίστως) ετησίως ποσό, προστιθέμενο στον συμβατικό τόκο, υπερβαίνει το ανώτατο θεμιτό ποσοστό τόκου και ποιο είναι αυτό, ώστε να κριθεί ότι δεν οφείλεται ως προς το επιπλέον, κατά το άρθρο 294 ΑΚ, αλλά και ενόψει του ότι έτος 360 ημερών προβλέπεται για ρύθμιση των τόκων σε σχέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων. Ειδικότερα, κατόπιν του άρθρου 3§1 Ν. 2842/2000, περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ, σύμφωνα με το οποίο οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) που προβλέπεται σε υφιστάμενες νομικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 1103/97, αντικαθίστανται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνεται υπόψη, ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών, προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360. Το ίδιο εφαρμόζεται ως προς τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, κατόπιν της πράξης 30/14-2000 (ΦΕΚ Α` 43/00) του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, κατά την οποία, το συνολικό ποσό της υποχρεωτικής κατάθεσης κάθε πιστωτικού ιδρύματος θα τηρείται εντόκως. Οι τόκοι λογίζονται με βάση το έτος 360 ημερών. Και ναι μεν με την ΚΥΑ ΦΙ- 983/7.21.3.1991 άρθρο 14 εδ. δ` (ΦΕΚ Β` 172/91), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5§3 α` της ΚΥΑ ΖΙ-17818/13.2.9/32001 (ΦΕΚ Β’ 255/2001), οι οποίες εκδόθηκαν προς εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με την κοινοτική οδηγία 87/103/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 90/88/ΕΟΚ και τη σύσταση 97/489 της επιτροπής της Ε.Ε., καθιερώνεται διάρκεια έτους 365 ημερών, 52 εβδομάδων και ίσων μ` αυτές 12 μηνών στην καταναλωτική πίστη (βλ. ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460), πλην όμως η ρύθμιση αυτή αφορά τις συναλλαγές που γίνονται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και ιδίως στις σχέσεις μεταξύ του εκδότη και κατόχου πιστωτικής κάρτας (βλ. ΕφΑθ 3791/2009 αδημ.).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 626, 630 και 631 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και όχι δικαστική απόφαση και επομένως δεν είναι αναγκαίο να έχει πλήρες αιτιολογικό για να είναι έγκυρη, αρκεί να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που προβλέπονται στις περιπτώσεις α, β, ε και στ του άρθρου 630 ΚΠολΔ (ονοματεπώνυμο του δικαστή που την εκδίδει, ονοματεπώνυμο εκείνου που ζητεί την έκδόση της και του καθ` ου η αίτηση, διευθύνσεις κατοικίας των τελευταίων κ.λπ.), το ποσό των χρημάτων που πρέπει να καταβληθεί, καθώς και την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση, έστω και συνοπτικά, αρκεί να μη δημιουργείται αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενο της ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν είναι απαραίτητο να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή (βλ. ΑΠ 1094/2006 αδημ., ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 1991.62, ΕφΘεσ 110/2008 ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2008.740, ΕΑ 4784/2007 ΔΕΕ 2008.206, ΕΑ 5065/2007 ΕΦΑΔ 2008.972, ΕφΛαρ 361/2007 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ2007.330, ΕφΛαρ 114/2007 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2007.241). Επομένως, επί διαταγής πληρωμής με την οποία ειδικότερα διατάσσεται ο οφειλέτης να πληρώσει, ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο αποτελεί χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού που τηρήθηκε, στα πλαίσια σύμβασης χορήγησης τοκοχρεωλυτικού δανείου αρκεί για την πληρότητα της, να αναφέρεται σ` αυτήν, η κατάρτιση της σύμβασης, το κλείσιμο του λογαριασμού, ότι το ποσό που διατάσσειαι ο καθ` ου να πληρώσει αποτελεί το εις βάρος του οφειλέτη υπόλοιπο καθώς και να καθόριζονται τα έγγραφα από τα οποία αποδεικνύονται τα ανωτέρω (σχετ. ΑΠ 405/2001 ΧρΙΔ 1,537, ΑΠ 1432/1998 ΕλλΔνη 40.92, ΑΠ 1215/1995 ΕλλΔνη 38.1793, ΑΠ 1106/1994 ΕλλΔνη 38.1075, ΕΑ 4784/2007 ΔΕΕ 2008.206, ΕΑ 5065/2007 ΕΦΑΔ 2008.972). Δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327, Εφ. Λαρίσης 452/2014).

Mε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής τους και κατ` εκτίμηση του περιεχομένου του, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι τυγχάνει ακυρωτέα η διαταγή πληρωμής, καθώς, σύμφωνα με αυτήν υποχρεούνται να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το ποσό των 500.000 δολαρίων ΗΠΑ στο ισάξιό τους σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής τους, εντόκως, από την επομένη ημερομηνία της επίδοσης της καταγγελίας της σύμβασης και του κλεισίματος του λογαριασμού, ήτοι από την 03-10-2017 και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων. Ότι ωστόσο με αυτό το περιεχόμενο, τόσο η αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή όσο και η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής είναι αόριστες, καθόσον δεν αναφέρεται το ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει με σαφήνεια το ύψος της απαίτησης, η οποία επιδικάσθηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού τα στοιχεία που επικαλούνται οι ανακόπτοντες, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν αποτελούν απαραίτητα κατά το νόμο στοιχεία της διαταγής πληρωμής. Τούτο δε διότι, για το ορισμένο της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής, δεν είναι αναγκαία η αναφορά του ποσού που θα προκύψει από τον εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας μέχρι την πλήρη εξόφληση, το οποίο άλλωστε θα προκύψει κατά την εξόφληση της απαίτησης της καθ’ ης. Άλλωστε, εφόσον στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής έχει γίνει ο διαχωρισμός της οφειλής των ανακοπτόντων κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, η τελευταία παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στους τελευταίους (ανακόπτοντες) να ισχυρισθούν και να αποδείξουν την απόσβεση της απαίτησης της καθ’ ης ή την ανακρίβεια των επιμέρους κονδυλίων ή τον ενδεχόμενο εσφαλμένο υπολογισμό ή παράνομο εκτοκισμό, περαιτέρω δε, δεδομένου ότι ζητούνται μόνο τόκοι υπερημερίας και όχι τόκοι εκ του κεφαλαίου και σύμφωνα και με τα αναφερθέντα στην ως άνω μείζονα πρόταση, η παράλειψη καθορισμού του τρόπου υπολογισμού τους και του συνολικού ποσού αυτών δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής, αφού ο υπολογισμός τους μπορεί να γίνει με απλές μαθηματικές πράξεις με βάση γνωστά δεδομένα, όπως το ποσοστό (επιτόκιο) υπερημερίας, που ορίζεται ενιαία για συγκεκριμένη χρονική περίοδο από το νόμο, το κεφάλαιο, την έναρξη της τοκοφορίας και τη διάρκεια του χρέους.

Kατά το άρθρο 4 παρ/φοι 1 και 2 του α.ν. 362 της 4/4.6.1945, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ΕισΝ αυτού «πάσα δικαιοπραξία έγγραφος ή προφορική εξ ης πηγάζουν αξιώσεις ή υποχρεώσεις προς καταβολήν τιμήματος ή μισθώματος πράγματος ή αμοιβής πάσης φύσεως υπηρεσιών ή έργου υπέρ προσώπου διαμένοντος εν Ελλάδι δύναται να συνομολογήται μόνον εις δραχμάς. Η ρήτρα εν δικαιοπραξία δι’ ης, παρά την διάταξιν της προηγουμένης παραγράφου, συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις εν Ελλάδι εις χρυσόν, χρυσά νομίσματα ή συνάλλαγμα, ή εις δραχμάς μεν ων όμως το ποσόν αφίεται να προσδιορισθή εκ της τιμής του χρυσού ή των χρυσών νομισμάτων ή του συναλλάγματος ή του τιμαρίθμου, είναι άκυρος. Εν τη περιπτώσει ταύτη, το αρμόδιον δικαστήριον προσδιορίζει κατά την κρίσιν αγαθού ανδρός την δικαίαν αντιπαροχήν, ήτις όμως δεν δύναται να είναι ανώτερα του εις δραχμάς ισαξίου του εν τη ρήτρα αναφερομένου ποσού χρυσού, χρυσών νομισμάτων ή συναλλάγματος επί τη βάσει της κατά το άρθρο 2 του παρόντος νομίμου τιμής αυτών κατά την ημέραν της συνομολογήσεως της δικαιοπραξίας, εφ’ όσον και το ούτω προκύπτον ποσόν εις δραχμάς δεν ήθελε θεωρηθή ως υπέρογκον». Οι διατάξεις αυτές έχουν, κατά τη διασταλτική τους ερμηνεία, εφαρμογή σε κάθε εν ζωή, δικαιοπραξία, με την οποία συνομολογούνται αξιώσεις και υποχρεώσεις σε χρυσό ή ξένο νόμισμα, επομένως και σε σύμβαση δανείου, ως και σε περίπτωση αφηρημένης υποσχέσεως ή αναγνωρίσεως χρέους. Μερική απόκλιση του προαναφερόμενου απαγορευτικού κανόνα, αποβλέποντας στην προστασία του εθνικού νομίσματος, απετέλεσε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, η μεταγενέστερη διάταξη της παρ. 7 της 267/9.4.1953 Πράξεως Υπουργικού Συμβουλίου, που κυρώθηκε με το ν. 2415/1953, στην οποία ορίζεται ότι «από της ισχύος της παρούσης επιτρέπεται η μεταξύ φυσικών ή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, πλην των Τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, συνομολόγησις δανείων με την ρήτρα δολαρίου ή άλλου ξένου νομίσματος, εξαιρέσει των χρυσών νομισμάτων. Νοείται ότι η πληρωμή των εκ των δανείων τούτων υποχρεώσεων ενεργείται δια της καταβολής του οφειλομένου ποσού επί τη βάσει της επισήμου τιμής του ξένου συναλλάγματος κατά` την ημέραν της εξοφλήσεως». Έτσι με τη διάταξη αυτή, επιτράπηκε κατ’ εξαίρεση και μόνο προκειμένου περί συμβάσεων δανείου, η συνομολόγηση της ρήτρας σε ξένο νόμισμα (συνάλλαγμα), πλην χρυσού, κατά την οποία συμφωνείται η αυτουσία καταβολή ορισμένης ποσότητας ξένων νομισμάτων. Η ρήτρα αυτή διαφοροποιείται από τη ρήτρα σε αξία ξένου νομίσματος ή συναλλάγματος, σύμφωνα με την οποία η καταβολή γίνεται σε δραχμές και ο οφειλέτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει σε δραχμές και πάλι αλλά κατά την τρέχουσα αξία που θα έχει το ξένο νόμισμα κατά το χρόνο της πληρωμής (βλ. ΟλΑΠ 21/1990 ΕλλΔνη 1990.811). Περαιτέρω, με την υπ’ αριθμ. 142/13-11-1978 ΠΥΣ εγκρίθηκε η κατά την υπ’ αριθ. 187/19-10-1978 συνεδρίαση της Νομισματικής Επιτροπής {Υποεπίτροπής Πιστώσεων), ληφθείσα απόφαση, με την οποία επιτράπηκε εκ μέρους των τραπεζών, χορήγηση πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων σε ξένο νόμισμα, σε ημεδαπές ή αλλοδαπές ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Επακολούθησε η έκδοση της με αριθμόν 1976 της 19/25-9-1991 Πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, στον οποίο, ας σημειωθεί, είχαν μεταβιβαστεί οι αρμοδιότητες της Νομισματικής Επιτροπής και των υποεπιτροπών της (άρθρο 1 του ν. 1266/1982), με την οποία επιτράπηκε ο δανεισμός σε συνάλλαγμα, ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων. Επιπλέον, με την υπ’ αριθ. 537/1993 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία συμπλήρωσε την ΠΔ/ΤΕ 1976/19-9-1991, διευκρινίστηκε ότι επιτρεπόταν ο δανεισμός σε συνάλλαγμα φυσικών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου από τις εμπορικές και κτηματικές τράπεζες, στο πλαίσιο της πιο πάνω Πράξης, για την κατασκευή, επισκευή και αγορά ακινήτων στην Ελλάδα, που προορίζονταν για ιδιόχρηση ως κατοικίες ή εκμετάλλευση. Τέλος, με την υπ’ αριθμ. 2325 της 2/11-8-1994 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθμ. 2342 της 24/29-11-1994 πράξη του ίδιου και η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο του ΠΔ 96/1993 «Περί προσαρμογής της Ελληνικής Νομοθεσίας, στις διατάξεις της Οδηγίας αριθμ. 88/361/ΕΟΚ και της οδηγίες αριθμ. 92/122/ΕΟΚ, σχετικά με την «κίνηση κεφαλαίων», περιορίστηκε ακόμη περισσότερο η αρχή της απαγορεύσεως συνάψεως τραπεζικών δανείων σε ξένο νόμισμα. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω ΠΔ/ΤΕ, επιτράπηκε χωρίς περιορισμούς, η χρηματοδότηση σε συνάλλαγμα, φυσικών και νομικών προσώπων. Μάλιστα, στο άρθρο 1 του πρώτου κεφαλαίου αυτής ορίζεται ότι «η διάρκεια, η τυχόν περίοδος ανανέωσης ή παράτασης των δανείων που συνάπτονται από την έναρξη ισχύος της παρούσας Πράξης, το επιτόκιο και οι λοιποί όροι, καθορίζονται ελεύθερα μεταξύ των συναλλασσομένων μερών» (βλ. ΑΠ 2196/2009, ΧΡΙΔ 2011, 105, ΕφΑΘ 91/2004, ΔΕΕ 2004, 427, ΕπισκΕμπΔ 2005, 104). Επακολούθησε ο Ν. 2842/2000, με τον οποίο αντικαταστάθηκε η δραχμή με το Ευρώ, με την εισαγωγή του ως ενιαίου Ευρωπαϊκού νομίσματος σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και την εντεύθεν ομαλοποίηση της οικονομικής καταστάσεως στην Ελλάδα, με παράλληλη κατάργηση με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 αυτού της προϊσχύουσας εξαιρετικής νομοθεσίας και γενικά κάθε διατάξεως που απαγορεύει τη συνομολόγηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων στην Ελλάδα σε συνάλλαγμα, χρυσό ή χρυσά νομίσματα (βλ. ΑΠ 2196/2009 ΧρΙΔ 2011.105). Επιπλέον, στο άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932 ορίζεται ότι: «1. Αι πάσης φύσεως εις συνάλλαγμα οφειλαί αι πληρωτέοι εν Ελλάδι εξοφλούνται εις δραχμάς επί τη τρεχούση τιμή της ημέρας της εξοφλήσεως. Επί τη ούτη τιμή αποδίδονται και οι εις συνάλλαγμα παρά τραπέζης καταθέσεις, πλην των καταθέσεων των ανηκουσών εις μονίμως κατοικούντος εν τη αλλοδαπή προ της ισχύος να αποδίδωνται εις αυτούσιον συνάλλαγμα». Από την προαναφερόμενη διάταξη, που διατηρήθηκε σε ισχύ μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 291 και 292 ΑΚ, συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή. Με την αντικατάσταση, δε, της δραχμής ως εθνικού νομίσματος από το ευρώ, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξόφλησης. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στο νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημίωσης από αδικοπραξία που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο (βλ. ΑΠ 678/2010, ΑΠ 698/2006, AΠ 1347/1997, ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 145/2011 ΠειρΝομ 2011.194). Έτσι, μετά το Ν. 2842/2000, την καθιέρωση του ενιαίου νομίσματος, την κατάργηση των νομισματικών περιορισμών και των λοιπών μέτρων ελέγχου συναλλάγματος και την ελεύθερη πλέον συνομολόγηση σε ξένο νόμισμα, επί μεν οικειοθελούς εκπλήρωσης της ενοχής, ενόψει και της διαζευκτικής ευχέρειας που παρέχει το άρθρο 291 ΑΚ, το 6 παρ. 1 του Ν. 5422/1932 έχει ενδοτικό χαρακτήρα και δεν διαφέρει πλέον ουσιωδώς από την ΑΚ 291, με την έννοια ότι ο οφειλέτης, αν δεν συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό, καταβάλλει είτε σε ημεδαπό είτε σε αλλοδαπό νόμισμα, επί, δε, άσκηση της αξίωσης του δανειστή και επιδίκαση συγκεκριμένης οφειλής, το δικαστήριο ελλείψει αντίθετης συμφωνίας, δεν θα επιδικάσει αλλοδαπό νόμισμα, αλλά το ισάξιό του σε ευρώ κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής (βλ. Γ. Ιατράκη, Η εκπλήρωση της χρηματικής παροχής με ξένο νόμισμα, ΧρΙΔ 2011.566).

Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται, ότι το οφειλόμενο ποσό που διατάσσονται να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή δεν είναι ορισμένο, αλλά εξαρτάται από το ύψος της ισοτιμίας μεταξύ των δύο νομισμάτων σε απροσδιόριστο χρόνο, η οποία συναρτάται άμεσα με άλλους αστάθμητους παράγοντες, όπως η πορείες της οικονομίας των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και της παγκόσμιας οικονομίας. Ο λόγος αυτός ωστόσο είναι μη νόμιμος, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, καθώς, δυνάμει  της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ, σε περίπτωση που συμφωνηθεί νόμιμα παροχή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής, ενασκώντας την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί και το δικαστήριο να του επιδικάσει το ισάξιό του σε ευρώ κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής, η δε ανωτέρω συμφωνία δεν καθιστά εν προκειμένω την απαίτηση της καθ’ ης ανεκκαθάριστη. Πρέπει επομένως ο εν θέματι λόγος να απορριφθεί.

Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο ανακοπής και κατ’ εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι δυνάμει της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής διατάσσονται να καταβάλουν στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 500.000 δολαρίων ΗΠΑ εντόκως (με το συμβατικό επιτόκιο προσαυξημένο με το εκάστοτε από τον νόμο ποσοστό, ανερχόμενο σήμερα σε 2,5 εκατοστιαίες μονάδες), από την επομένη ημερομηνία της επίδοσης της καταγγελίας της σύμβασης και του κλεισίματος του λογαριασμού, ήτοι από την 03-10-2017 και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων. Ότι ωστόσο στην ένδικη σύμβαση και στον υπ’ αριθμ. 4.6 όρο αυτής προβλέφθηκε ότι «η δανειζόμενη θα οφείλει τόκο υπερημερίας με ετήσιο επιτόκιο υπολογιζόμενο ως το άθροισμα α) του δείκτη αναφοράς επιτοκίου για περίοδο που θα επιλέξει η τράπεζα κατά τη διακριτική της ευχέρεια του αυτού ποσού και νομίσματος με το εκάστοτε οφειλόμενο ποσό β) του περιθωρίου και γ) δύο εκατοστιαίων μονάδων (2%), από την ημέρα κατά την οποία το ποσό αυτό θα ήταν πληρωτέο μέχρι την ημερομηνία της πλήρους και πραγματικής πληρωμής του, χωρίς καμία ειδοποίηση της δανειζομένης. Ότι επομένως εσφαλμένως επιδικάσθηκε στην καθ’ ης με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής η απαίτηση εντόκως, υπολογιζόμενων των τόκων με επιτόκιο υπερημερίας, ανερχόμενο στο συμβατικό επιτόκιο, προσαυξημένο κατά 2,5%. O λόγος αυτός είναι μεν νόμιμος, ερειδόμενος στη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, προβάλλεται όμως αλυσιτελώς, καθώς από την επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, προκύπτει ότι το ποσοστό της προσαύξησης των τόκων υπερημερίας αναγράφεται ορθώς στο σκεπτικό της εν θέματι διαταγής πληρωμής και ανερχόμενο σε 2%, στο διατακτικό δε αναγράφεται, εκ προφανούς παραδρομής ότι το ανωτέρω ποσοστό ανέρχεται σε 2,5 ποσοστιαίες μονάδες (2,5%). Η ανωτέρω λανθασμένη αναγραφή δεν επιδρά στο εκκαθαρισμένο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, πρέπει επομένως ο υπό κρίση πρόσθετος λόγος να απορριφθεί.

Με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της ανακοπής τους οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η καθ’ ης, παρά τις σχετικές απαγορεύσεις που προβλέπονται στις αναφερόμενες Πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος περί μη επιβολής προμήθειας σε δάνεια, των οποίων το επιτόκιο καθορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα και σε πάσης φύσεως χορηγήσεις, εντούτοις τους επιβάρυνε επανειλημμένως με προμήθειες σημαντικού ύψους και δη: προμήθεια ύψους 60.000 δολαρίων ΗΠΑ, όπως προκύπτει από τον όρο 13.1 της επίδικης δανειακής σύμβασης, ποσό 34.174,81 δολάρια ΗΠΑ, όπως προκύπτει από τον όρο 5.6 της από 29-06-2011 τροποποιητικής πράξης της δανειακής σύμβασης, ποσό 15.000 δολάρια ΗΠΑ, όπως προκύπτει από τον όρο 5.5 της από 25-06-2012 τροποποιητικής πράξης της δανειακής σύμβασης και ποσό 10.000 δολάρια ΗΠΑ, όπως προκύπτει από τον όρο 5.5 της από 10-10-2014 τροποποιητικής πράξης της δανειακής σύμβασης, ήτοι συνολικά τους επιβάρυνε παρανόμως με προμήθειες συνολικού ύψους 119.174,81 ευρώ. Ο λόγος αυτός, έτσι όπως παρατίθεται, τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθ’ όσον, σύμφωνα και με όσα αναλυτικά διαλαμβάνονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν αμφισβητείται συγκεκριμένο κονδύλιο της απαίτησης και για συγκεκριμένους λόγους, ούτε αναφέρεται ποιο είναι, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, το ποσό, το οποίο η καθ’ ης η ανακοπή τους χρέωσε παράνομα και εάν αυτό το ποσό διαφοροποιείται από το επιδικασθέν με την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής ποσό. Αντιθέτως, οι ανακόπτοντες παραθέτουν τα ποσά που η καθ’ ης φέρεται να τους χρέωσε κατόπιν συμφωνίας τους και βάσει των αναφερόμενων όρων της σύμβασης, χωρίς να εκθέτουν εάν πράγματι αυτές οι χρεώσεις ενσωματώθηκαν στην επίδικη απαίτηση και σε ποιες ημερομηνίες οι εν λόγω χρεώσεις έλαβαν χώρα, δοθέντος μάλιστα, ότι από την επισκόπηση των αποσπασμάτων εκ των μηχανογραφικώς τηρουμένων βιβλίων, που η καθ’ ης η ανακοπή προσκόμισε για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, δεν υφίστανται οι ανωτέρω χρεώσεις στους λογαριασμούς των δανειολήπτριας. Πρέπει επομένως και ο εν θέματι λόγος να απορριφθεί.

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, μη απομένοντος άλλου λόγου ανακοπής εκ του άρθρου 632 ΚΠολΔ προς εξέταση, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση ανακοπή στο σύνολό της και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ανακοπτόντων λόγω της ήττας τους και λόγω σχετικού αιτήματος της καθ’ ης η ανακοπή (άρθρα 176, 180 και 191 §2 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

Απορρίπτει την ανακοπή.

Επικυρώνει την υπ’ αριθμ. …/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επιβάλλει σε βάρος των ανακοπτόντων τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης, τα οποίο ορίζει στο ποσό των επτά χιλιάδων πεντακοσίων (7.500) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά, στις    29-10-2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αυτών, με την παρουσία και της Γραμματέα της έδρας, στις       4 – 11-2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ