ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 3658/2019
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη-Εισηγητή, Ελισσάβετ Σπυροπούλου, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Ελένη Χαριτοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 15-1-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), η οποία εδρεύει στο Γ…………… (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, στερούμενης ελληνικού ΑΦΜ και 2) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…), που εδρεύει στο Ι………… (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ …, για τις οποίες προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Νικόλαος Μαχαιριώτης.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), η οποία έχει καταστατική έδρα στη … (… στην πραγματικότητα δε στην Ελλάδα και δη στον Ά. Αττικής (οδός …) νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Φίλιππος Δίγκας, 2) Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στις νήσους Μ. (…), νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Ιωάννης Δημητριάδης, 3) Του αλληλασφαλιστικού οργανισμού με την επωνυμία «…» (…), που εδρεύει στο … (…) και διατηρεί γραφείο στο Λ. της Μ. Β. (…), νομίμως εκπροσωπουμένου, για τον οποίο προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015), χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Δευκαλίων Ρεδιάδης.
Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 30-4-2018 αγωγή τους η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2018, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η από 23.9.1910 Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», που κυρώθηκε με το ν. ΓΩΠΣΤ΄/1911, τυγχάνει εφαρμογής, σε περίπτωση σύγκρουσης πλοίων διαφορετικής εθνικότητας στα ελληνικά ύδατα, όταν τα συγκρουσθέντα πλοία φέρουν τη σημαία πολιτείας που συμβλήθηκε ή προσχώρησε σ’ αυτήν αργότερα (βλ. τη διάταξη του άρθρου 12 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης). Εάν ένα από τα εμπλεκόμενα στη σύγκρουση πλοία έχει εθνικότητα μη συμβαλλόμενου κράτους, εφαρμογή έχουν οι κανόνες του δικαίου που ορίζει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο του κράτους στο οποίο έχει εισαχθεί η δίκη, ή όταν η αγωγή έχει εισαχθεί ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου, το άρθρο 26 ΑΚ και ήδη το άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II)». Από τις διατάξεις της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης, που αναφέρονται στην ευθύνη των πλοίων προκειμένου περί συγκρούσεως αυτών, (ταυτόσημες ρυθμίσεις με αυτές των διατάξεων της 2-6 διαλαμβάνονται στις διατάξεις των αρ. 235-239 του ΚΙΝΔ), προκύπτει ότι η ευθύνη του πλοιοκτήτη ρυθμίζεται αποκλειστικά από τις ως άνω περί συγκρούσεως πλοίων διατάξεις και όχι από τις γενικές περί αδικοπραξίας διατάξεις, ενώ, αντιθέτως τα υπαίτια πρόσωπα ευθύνονται ατομικά με βάση τις γενικές περί αδικοπραξιών διατάξεις (ΕφΠειρ 1022/2006 Δημοσίευση Νόμος). Εξάλλου από τις διατάξεις των αρ. 2 και 3 της από 23.9.1910 προαναφερθείσας Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών, προκύπτει ότι επί συγκρούσεως πλοίων η ευθύνη και η προς αποζημίωση υποχρέωση ρυθμίζεται αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητας εκάστου πλοίου. Ειδικότερα σε περίπτωση κοινής υπαιτιότητας κάθε πλοίο αναλόγως του βαθμού υπαιτιότητας που το βαρύνει, ενώ εάν η σύγκρουση συνέβη από υπαιτιότητα ενός των πλοίων, τότε ο πλοιοκτήτης του καθίσταται υπόχρεος ν` αποκαταστήσει τις ζημίες, του άλλου πλοίου ή του φορτίου ή των προσώπων (βλ. ΑΠ 58/2003 ΕΝΔ 31, 43, ΕφΠειρ 682/2004 ΕΝΔ 32, 434, ΕφΠειρ 335/2003 ΕΝΔ 31, 187, ΕφΠειρ 739/2000 ΕΝΔ 29, 57). Εάν η σύγκρουση πλοίων συνέβη από τυχαίο γεγονός ή από ανώτερη βία ή εάν υπάρχει αμφιβολία για την αιτία της, τότε οι ζημίες βαρύνουν αυτούς που τις υπέστησαν. Υπαίτιο είναι το πλοίο, αν υπάρχει πταίσμα του πλοιοκτήτη και/ή των προστηθέντων του, είτε ως προς τον εξοπλισμό ή την κατάσταση του πλοίου, είτε ως προς τους χειρισμούς του ή την κίνησή του και την τήρηση των ως προς αυτά κανόνων, κανονισμών και συναλλακτικών ηθών, στα οποία ανήκουν και οι κανόνες της ναυτικής τέχνης (Λ. Γεωργακόπουλου, Ναυτικό Δίκαιο, σελ. 356-357, κατά την ερμηνεία ομοίου περιεχομένου διατάξεων του Κ.).
Με τις διατάξεις των εδαφίων α’ και β’ του άρθρου 479 ΑΚ, που ορίζουν ότι: «Αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζόμενων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει», εισάγεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών, κατά την έννοια του άρθρου 477 ΑΚ, και δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, δηλαδή ευθύνεται όχι απεριορίστως, αλλά μέχρι της αξίας των μεταβιβαζομένων στοιχείων (ευθύνη pro viribus, ήτοι ευθύνη δια της όλης ιδίας περιουσίας του αποκτώντος, αφού πρόκειται για σωρευτική ex lege αναδοχή χρέους – ΕφΠειρ 682/2004 ΕΝΔ 32 433, ΕφΠειρ 702/1994 ΕλλΔνη 36 677, Φ. Δωρής, Η νομική θέση των δανειστών του πλοίου σε περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας του, εις 1ο Διεθνές Συνέδριο Ναυτικού Δικαίου, Η Προστασία των Ναυτικών Δανειστών, Πειραιάς, 28 – 30 Μαΐου 1992, Πρακτικά και Εισηγήσεις, σ. 305 επ., Γ. Αρχανιωτάκης, Μεταβίβαση περιουσίας ή επιχείρησης – Ένταξη της ΑΚ 479 στο σύστημα προστασίας των δανειστών από την αφερεγγυότητα του οφειλέτη, 1997, σ. 335 επ.). Ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντος επέρχεται κατόπιν ένστασης αυτού, και δεν αποτελεί στοιχείο της κατ’ αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων (Βλ. ΑΠ 318/2008 ΕλλΔνη 2009.482). Συνέπεια όλων των προαναφερθέτων είναι ότι εφόσον ο αποκτών περιουσία ή επιχείρηση προσλαμβάνει τη θέση εις ολόκληρον υπόχρεου, δύναται, κατ’ επιλογή του ενάγοντος δανειστού, να εναχθεί είτε αυτοτελώς είτε συγχρόνως με τον μεταβιβάζοντα είτε διαδοχικώς (Κρητικός, εις ΕρμΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Τ. II, Γενικό Ενοχικό, 1979, υπό το άρθρο 479, αριθ. 41, Γ. Αρχανιωτάκης, όπ. π., σ. 347) και δεν δύναται να προβάλει ενστάσεις κατά του αποκτώντος που αφορούν τη σχέση του με αυτόν που μεταβίβασε (ΕφΠειρ 618/2003 δημ. Νόμος). Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε σε γνώση ότι του μεταβιβάστηκε όλη η περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (Βλ. ΑΠ 451/2012, ΑΠ 910/2010, 909/2010, ΑΠ 1384/2005, ΕΠ 545/2015, ΕΠ 94/2011, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην περίπτωση κατά την οποία μεταβιβάστηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει απ’ αυτήν την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (Βλ. ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕΠ 726/2010, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Ως «επιχείρηση» η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (Βλ. ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32.667, ΕΠ 545/2015, ό.π., ΕΠ 372/2014, ΕΠ 207/2011, ΕΠ 726/2010, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (Βλ. ΕΠ 726/2010, ό.π., όπου περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Από την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 25 εδ. β’ ΑΚ και 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I), ο οποίος εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πλην της Δανίας- σε συμβάσεις που συνάπτονται από την 17.12.2009 (άρθρο 28), και με βάση το άρθρο 2, έχει οικουμενική εφαρμογή, κατά την έννοια ότι μπορεί να οδηγήσει και στην εφαρμογή του δικαίου ενός κράτους, που δεν είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνάγεται ότι το εάν ο αποκτών από άλλον περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο καθίσταται συνυπόχρεος με τον μεταβιβάζοντα για χρέη της περιουσίας ή της επιχείρησης, διέπεται, ως ενοχική σχέση εκ του νόμου, από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα και αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών, οι οποίες συνεκτιμώνται ανάλογα με τη στενότητα ή χαλαρότητα προς την έννομη σχέση. Μεταξύ των συνδετικών στοιχείων που συγκροτούν τις ειδικές συνθήκες περιλαμβάνονται ο τόπος κατάρτισης και εκτέλεσης της σύμβασης, ο τόπος της επαγγελματικής δραστηριότητας των συμβληθέντων, και προκειμένου νομικών προσώπων η πραγματική έδρα τους, έστω και αν είναι διάφορη της καταστατικής. Η ως άνω ενοχική σχέση (ευθύνη) εκ του νόμου δεν διέπεται από το δίκαιο με βάση το οποίο κρίνεται η τυχόν υφιστάμενη υποσχετική σύμβαση περί μεταβίβασης της περιουσίας ή επιχείρησης (λ.χ. πώληση), που είναι κατ’ αρχήν, με βάση το άρθρο 3 του παραπάνω αναφερόμενου Κανονισμού το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (πρβλ. υπό τις αντίστοιχες διατάξεις της Σύμβασης Ρώμης 1980: ΑΠ 1908/2008 ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 676/2013 ΕΝΔ 2013.409, ΕΠ 23/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.715).
Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία εκθέτει ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Γ. ιδιωτικού σκάφους (θαλαμηγού) με το όνομα «…» που περιγράφεται σ’ αυτήν (αγωγή), το οποίο είχε ασφαλίσει έναντι κινδύνων απώλειας ή ζημίας στην δεύτερη ενάγουσα. Ότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία με καταστατική έδρα στη … και πραγματική στον Ά. Αττικής, είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Μ.ς ιδιωτικού σκάφους αναψυχής με το όνομα «…», το οποίο στις …-2017 περιήλθε δια μεταβιβάσεως στη πλοιοκτησία της δεύτερης εναγομένης αλλοδαπής εταιρείας. Ότι στις 7-10-2016 περί ώρα 20.00΄ και ενώ το ως άνω σκάφος της (ενάγουσας) ήταν ασφαλώς πρυμνοδετημένο στη μαρίνα του Πόρου, έχοντας παραλλήλως πρυμνοδετημένα, στα αριστερά του, με διάταξη από τα αριστερά προς τα δεξιά, το υπό αγγλική σημαία σκάφος «…» και στα δεξιά του το σκάφος «…», το πλοίο «…», που είχε πρυμνοδετήσει αριστερά του σκάφους «…» από υπαιτιότητα των προστηθέντων από την πρώτη εναγόμενη πλοιάρχου και μελών του πληρώματός του, που δεν είχαν λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την ασφαλή αγκυροβολία του, παρασυρμένο από ισχυρούς βόρειους/βορειοδυτικούς ανέμους, ξέσυρε τις άγκυρές του και επέπεσε επί της αριστερής πλευράς του πλοίου «…», το οποίο, με τη σειρά του, εξαιτίας της πίεσης που δέχθηκε, επέπεσε επί της αριστερής πλευράς του πλοίου «…». Ότι η υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης συνίσταται στο γεγονός ότι τόσο ο πλοίαρχος όσο και το πλήρωμα του σκάφους «…», αφενός δεν είχαν προβεί στην ασφαλή αγκυροβόληση του με την πόντιση ικανού εκτάματος αλυσίδας των αγκυρών, αφετέρου δεν προέβησαν σε διορθωτική κίνηση της θέσης πρυμνοδέτησης του θέτοντας σε λειτουργία τις μηχανές, παρέλειψαν δε να τοποθετήσουν ελαστικά μπαλόνια ή άλλου είδους προστατευτικά καλύμματα κατά μήκος της δεξιάς πλευράς του σκάφους, με αποτέλεσμα να προσκρούσει και να ασκήσει λόγω του μεγέθους του ιδιαίτερα ισχυρή πίεση επί της αριστερής πλευράς του σκάφους «…», το οποίο, υπό την πίεση που δέχθηκε, επέπεσε επί της αριστερής πλευράς του σκάφους της πρώτης ενάγουσας. Ότι από τις παραπάνω διαδοχικές προσκρούσεις, που προκλήθηκαν από αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης, υπό τις εκτιθέμενες στην αγωγή περιστάσεις, το σκάφος της ενάγουσας υπέστη τις αναφερόμενες στην αγωγή υλικές ζημίες για την αποκατάσταση των οποίων η πρώτη ενάγουσα κατέβαλε το ποσό των 17.500 ευρώ, η δε δεύτερη το ποσό των 414.369,93 ευρώ σε εκτέλεση των υποχρεώσεών της ως ασφαλίστριας. Ότι η δεύτερη ενάγουσα κατόπιν εκχωρήσεως των αξιώσεων της πρώτης ενάγουσας, υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ασφαλισμένης εταιρείας κατά των εναγομένων. Επίσης, η πρώτη ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατέβαλε για συναφείς δαπάνες, στις οποίες υποβλήθηκε για την επισκευή του σκάφους, που δεν καλύπτονται από τη σύμβαση ασφάλισης, το συνολικό ποσό των 98.299,13 ευρώ, το ποσό των 35.100 δολαρίων ΗΠΑ, καθώς και ότι υπέστη περαιτέρω περιουσιακή ζημία ύψους 525.000 λόγω της μείωσης της εμπορικής αξίας του επίδικου σκάφους σε ποσοστό 15%. Εκθέτει, περαιτέρω, ότι η δεύτερη εναγομένη αγόρασε το ζημιογόνο σκάφος στις …-2017 γνωρίζοντας ότι αποτελεί το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πρώτης εναγομένης καθώς και την ύπαρξης της απαίτησης της ενάγουσας και για το λόγο αυτό συνευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη μέχρι την αξία του πωληθέντος σκάφους. Ότι αντίστοιχα, η τρίτη εναγομένη υπό την ιδιότητα του αλληλασφαλιστικού οργανισμού παρέσχε εξωδίκως στις 4.10.2017 στις ενάγουσες ιδιωτική εγγυητική επιστολή, προς εξασφάλιση της απαιτήσεως τους για την καταβολή από τον ως άνω συνεταιρισμό οποιουδήποτε ποσού συμφωνηθεί μεταξύ της πρώτης ενάγουσας και της πρώτης εναγομένης ότι οφείλεται στην πρώτη ή κριθεί ότι οφείλεται σε αυτήν με τελεσίδικη απόφαση ελληνικού Δικαστηρίου μέχρι του ποσού των 850.000 ΕΥΡΩ, πλέον τόκων και εξόδων. Με βάση το ιστορικό αυτό η πρώτη ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματος, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων, ευθυνόμενων κατά τις διατάξεις περί συγκρούσεως της Διεθνούς Σύμβασης των Βρυξελλών της 23ης.10.1910 αλλά και του Κ.Ι.Ν.Δ, να καταβάλουν εις ολόκληρον έκαστη: α) ως αποζημίωση στην πρώτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των 803.299,13 ευρώ και όχι των 818.399,13 όπως λανθασμένα αναγράφεται στην αγωγή, το ποσό των 15.100 ευρώ από το κονδύλιο των 17.500 ευρώ που κατέβαλε η πρώτη ενάγουσα στην επισκευάστρια εταιρεία, δεδομένου ότι το συμποσούμενο ποσό που ζητεί υπολείπεται του αθροίσματος των κονδυλίων που περιέχονται στην αγωγή, καθώς και το ποσό των 35.100 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία που θα ισχύει κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας, άλλως κατά την ημερομηνία έκδοσης του αντίστοιχου τιμολογίου ήτοι 1/11/2017, άλλως κατά το χρόνο πληρωμής, διαφορετικά κατά τη σημερινή ισοτιμία, β) ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη η πρώτη ενάγουσα από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των προστηθέντων της πρώτης εναγομένης, το ποσό των 180.000 ευρώ και γ) ως αποζημίωση στη δεύτερη εναγομένη το ποσό των 414.466,93 ευρώ, το οποίο κατέβαλε στην επισκεύαστρια εταιρεία, καθώς και το ισόποσο σε ευρώ των 99.450 δολαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας, άλλως της έκδοσης των δύο τιμολογίων, ήτοι την 30/7/2017, άλλως με βάση την ισοτιμία κατά το χρόνο πληρωμής, άλλως με βάση τη σημερινή ισοτιμία, άπαντα τα κονδύλια νομιμοτόκως από την ημερομηνία πληρωμής εκάστου των κονδυλίων, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Τέλος, ζητούν να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς συζήτηση κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλη λόγω του αιτουμένου ποσού (άρθρα 9,10, 14 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) και κατά τόπον, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης, λόγω του γεγονότος ότι η ένδικη σύγκρουση έλαβε χώρα στη θαλάσσια περιοχή του λιμένος Πόρου (242 ΚΙΝΔ). Η κατά τόπον αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου ως προς την αξίωση της πρώτης ενάγουσας κατά της δεύτερης εναγομένης θεμελιώνεται στο άρθρο 33 εδ. 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή αρμόδιο είναι το δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος καταρτίσεως αυτής (δικαιοπραξίας), στην προκείμενη περίπτωση στον Πειραιά Αττικής (βλ. το από …-2017 έγγραφο πωλήσεως (bill of sale), δεδομένου ότι στη συντρέχουσα αυτή ειδική δωσιδικία (της δικαιοπραξίας ή συναλλάγματος) έχει γίνει όμως δεκτό ότι υπάγονται και οι απορρέουσες διαφορές από την εκ του νόμου ενοχή στη περίπτωση ασφαλιστικής υποκατάστασης, όπου την αναγκαστικώς από τον νόμο εκχωρούμενη στον (υποκαθιστάμενο) αποζημιώσαντα ασφαλιστή απαίτηση παρακολουθεί και το μη αυτοτελές διαδικαστικό δικαίωμα της εν λόγω ειδικής δωσιδικίας (ΑΠ 708/1997 Αρμ 1997. 1366, ΕφΑΘ 1203/1997 ΕλλΔικ 38. 871· contra Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, τεύχος Ι, 2003, σελ. 212). Επίσης, η δωσιδικία της δικαιοπραξίας καταλαμβάνει και την από το άρθρο 479 ΑΚ (εκ του νόμου) ενοχή (βλ. και ΑΠ 776/2003 ΕλλΔικ 46. 163, κατά την οποία οι διέποντες το χρέος του παλαιού οφειλέτη δικονομικοί κανόνες έχουν εφαρμογή και επί επιδιώξεως του κατά του σύμφωνα με το άρθρο 479 ΑΚ αναδεχθέντος τούτο νέου οφειλέτη). Για την αξίωση της δεύτερης ενάγουσας καθιδρύεται η κατά τόπον αρμοδιότητα του Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 242 ΚΙΝΔ κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης, ενώ κατά το μέρος που στρέφει την αγωγή της σε βάρος της δεύτερης εναγομένης με βάση τη δωσιδικία της δικαιοπραξίας, δεδομένου ότι δεν μεταβάλλεται η νομική φύση των αξιώσεων της πρώτης ενάγουσας στη θέση της οποίας υποκαταστάθηκε κατά την καταβολή του ασφαλίσματος και μετά την εκχώρηση τους. Σημειωτέον, ότι η συμφωνία παρέκτασης που περιλαμβάνεται στην σύμβαση ασφάλισης του επίδικου σκάφους, την οποία επικαλείται η δεύτερη εναγομένη, δυνάμει της οποίας καθίστανται αποκλειστικώς αρμόδια τα δικαστήρια του Ι., δεν ασκεί έννομη επιρροή διότι ως σύμβαση δεσμεύει μόνο τα μέρη που τη συνήψαν, ήτοι τα μέρη που συναίνεσαν κατά την κατάρτισή της σύμβασης ασφάλισης, δηλαδή τις ενάγουσες. Η συμφωνία αυτή έχει μόνο σχετική ενέργεια και παράγει έννομα αποτελέσματα μόνο στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Συνακόλουθα, το Δικαστήριο αυτό έχει ως προς τις δύο πρώτες των εναγομένων εταιρείες και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκειμένης διαφοράς (αρ. 3 παρ. 1 και 4 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 παρ. 2, 62, 63 παρ. 1 περ. γ΄ του Κανονισμού 1215/2012 (ΕΕ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις). Ως προς την τρίτη των εναγόμενων δεν καθιδρύεται διεθνής δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων δεδομένου ότι στην επίδικη σύμβαση έκδοσης εγγυητικής επιστολής, στην οποία ερείδεται η αξίωση των εναγουσών, έχει συμπεριληφθεί ρήτρα παρέκτασης με την οποία καθίστανται αποκλειστικώς αρμόδια τα αγγλικά δικαστήρια, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή η εξασφαλιστική αιτία για την οποία εκδόθηκε. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση και συγκεκριμένα από σύγκρουση πλοίων διαφορετικής εθνικότητας (βλ. Κρίσπη Ιδ. Διεθν. Δικ. Γεν. Μερ., παρ. 2), τίθεται θέμα εφαρμοστέου δικαίου που διέπει την επίδικη διαφορά. Σχετικά με το ζήτημα αυτό πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Στην περίπτωση σύγκρουσης πλοίων διαφόρου εθνικότητας παράγεται ενοχή από αδίκημα, η οποία – εφόσον όλες οι χώρες των οποίων την σημαία έχουν τα συγκρουσθέντα πλοία έχουν κυρώσει την από 23-9-1910 Διεθνή Σύμβαση των Βρυξελλών «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων», όπως εν προκειμένω, διέπεται από την ως άνω Σύμβαση και συμπληρωματικά εφαρμόζονται κατ’ άρθρο 26 Α.Κ. οι διατάξεις του δικαίου της πολιτείας στα χωρικά ύδατα της οποίας έγινε η σύγκρουση (Εφ.Πειρ. 335/2003, ό.α, Εφ.Πειρ. 1252/1998, Ε.Ν.Δ. 26, 424, Γεωργιάδη-Σταθοπούλου, Ερμ.Α.Κ, υπ’ άρθρ. 26, παρ. 6), ήτοι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της πολιτείας στα χωρικά ύδατα της οποίας έγινε η σύγκρουση. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις της ως άνω Σύμβασης καθώς και με βάση το ελληνικό δίκαιο η αγωγή των εναγουσών σε βάρος της πρώτης εναγομένης είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων1, 3, 6, 12 εδ. β’, 15 της προαναφερθείσας διεθνούς σύμβασης των Βρυξελλών σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 345, 346, 70 και 176 Κ.Πολ.Δ. οι οποίες εφαρμόζονται συμπληρωματικά ως lex fori. Τούτο διότι η ανωτέρω σύμβαση δεν περιέχει ρυθμίσεις αναφορικά με το είδος και την έκταση της αποζημιώσεως. Μη νόμιμη ωστόσο κρίνεται η αξίωση για την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της πρώτης ενάγουσας διότι αν και από την διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 920 ΑΚ σαφώς συνάγεται ότι τέτοιου είδους βλάβη μπορεί να υποστεί και το νομικό πρόσωπο, πλην, όμως η αξίωση αυτή, δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα, σε ενδιάθετο αίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μια συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση, την οποία και πρέπει να αποδεικνύει το νομικό πρόσωπο. Ως εκ τούτου, η αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης καθιδρύεται πρωτογενώς υπέρ του νομικού προσώπου εφόσον από την αδικοπραξία, που τελείται εις βάρος του, αποδεικνύεται ότι πλήττεται η εμπορική του πίστη και δραστηριότητα, το κύρος, η φήμη του ή το εμπορικό του μέλλον (ΟλΑΠ 402/1981 ΠΧ ΛΑ 664, ΕΑ 249/2007 ΕλλΔνη 2008/927, ΕΑ 302/2006 ΔΕΕ 2006.513, ΕφΘεσ 1735/1993 ΕλλΔνη 1994.676, 1419/2010 ΠΠΡ ΑΘ) στοιχεία τα οποία δεν εκτίθενται στην αγωγή. Αντιθέτως, η ενάγουσα θεμελιώνει τη σχετική αξίωση στην ζημία που υπέστη το περιουσιακό της στοιχείο χωρίς να εκθέτει την βλάβη που αυτή επέφερε στην εμπορική της πίστη, το κύρος και τη φήμη της. Επίσης, μη νόμιμο είναι το παρεπόμενο αίτημα καταβολής τόκων από το χρόνο έκδοσης των τιμολογίων, διότι στις αξιώσεις που θεμελιώνονται στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, απαιτείται προηγούμενη όχληση του υπόχρεου. Περαιτέρω, η αξίωση των εναγουσών κατά της δεύτερης εναγομένης, διέπεται ως ενοχική σχέση εκ του νόμου, από το δίκαιο που, εκ του συνόλου των ειδικών συνθηκών, συνδέεται στενότερα με αυτή τη σχέση και εντεύθεν αρμόζει σ’ αυτή με βάση την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 25 εδ. β’ ΑΚ και 4 παρ. 4 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη I). Μεταξύ των συνδετικών στοιχείων που συγκροτούν τις ειδικές συνθήκες περιλαμβάνονται ο τόπος κατάρτισης και εκτέλεσης της σύμβασης, ο τόπος της επαγγελματικής δραστηριότητας των συμβληθέντων, και προκειμένου νομικών προσώπων η πραγματική έδρα τους, έστω και αν είναι διάφορη της καταστατικής. Η ως άνω ενοχική σχέση (ευθύνη) εκ του νόμου δεν διέπεται από το δίκαιο με βάση το οποίο κρίνεται η τυχόν υφιστάμενη υποσχετική σύμβαση περί μεταβίβασης της περιουσίας ή επιχείρησης (λ.χ. πώληση), που είναι κατ’ αρχήν, με βάση το άρθρο 3 του παραπάνω αναφερόμενου Κανονισμού το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (πρβλ. υπό τις αντίστοιχες διατάξεις της Σύμβασης Ρώμης 1980: ΑΠ 1908/2008 ΤΝΠ NOMOS, ΕΠ 676/2013 ΕΝΔ 2013.409, ΕΠ 23/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.715). Επομένως, σύμφωνα με τα αναπτυχθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η δεύτερη εναγόμενη ευθύνεται σωρευτικά με την μεταβιβάσασα εταιρία – πρώτη εναγόμενη για την ένδικη οφειλή της τελευταίας προς την ενάγουσα και μέχρι της ως άνω αξίας του μεταβιβασθέντος πλοίου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ, αφού το ελληνικό δίκαιο εφαρμόζεται στην κρινόμενη περίπτωση, λόγω των αναφερομένων παρακάτω ειδικότερων συντρεχουσών συνθηκών. Ειδικότερα, μεταξύ της πρώτης εναγομένης εταιρίας, που έχει την καταστατική της έδρα στην … και πραγματική στον Π…….. και της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, η οποία έχει καταστατική έδρα στις νήσους Μ., συνήφθη, στις …-2017 στον Πειραιά, σύμβαση μεταβίβασης, λόγω πώλησης του ενδίκου, υπό σημαία Γ., πλοίου. Οι ως άνω συμβληθείσες εναγόμενες συμφώνησαν με τη μεταξύ τους υποσχετική σύμβαση (ενοχική) μεταβιβάσεως του εν λόγω πλοίου την εφαρμογή, όπως ισχυρίζονται, αλλοδαπού δικαίου και δη του αγγλικού, στους κανόνες του οποίου δεν περιλαμβάνεται διάταξη όμοια με αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Εδώ, όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι η συμφωνία αυτή είναι χωρίς έννομη επιρροή, στην προκειμένη περίπτωση, διότι αυτή, όπως παραπάνω αναφέρεται, ρυθμίζει μόνο τις μεταξύ των εναγομένων εταιρειών σχέσεις (για την ερμηνεία και εφαρμογή της συμβάσεως πωλήσεως του πλοίου και μόνο) και δεν μπορεί, σύμφωνα με τα όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη της παρούσας αποφάσεως να προβληθεί τούτο κατά της, μη συμβληθείσας (τρίτης) πρώτης ενάγουσας. Ακόμη, ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι το πλοίο είχε πριν και μετά τη μεταβίβασή του σημαία Μ.ς και κατά συνέπεια πρέπει να εφαρμοσθεί το δίκαιο της σημαίας του στην ένδικη διαφορά, ως το αρμόζον εξ όλων των ειδικών συνθηκών, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού ο σύνδεσμος του πλοίου με τη σημαία της Μ.ς είναι χαλαρός και δεν θεωρείται επαρκής, εν προκειμένω, για να θεμελιώσει το δίκαιο αυτό ως το αρμόζον από όλες τις «ειδικές συνθήκες» και να εφαρμοσθεί στη συγκεκριμένη υπόθεση. Η σημαία δε της Μ.ς, σημειωτέον, συγκαταλέγεται στις σημαίες ευκολίας. Ύστερα, λοιπόν, από τα παραπάνω, πρέπει να ερευνηθεί η συνδρομή, εν προκειμένω, των ειδικότερων συνθηκών, υπό την εκτιθέμενη στη μείζονα σκέψη έννοια. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, εν προκειμένω, ότι η πραγματική έδρα της πρώτης εναγομένης εταιρείας βρίσκεται στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον Ά. Αττικής, όπου λαμβάνονται όλες οι κρίσιμες για την διοίκηση και διαχείρισή της αποφάσεις. Επιπλέον, η σύμβαση πώλησης που καταρτίσθηκε στην Ελλάδα, υπογράφηκε από τον Π. Β. ως μόνο διευθυντή του υποκασταστήματος που διατηρούσε στην Ελλάδα η πρώτη εναγομένη εταιρεία και κατατέθηκε αυθημερόν στην συμβολαιογράφο Πειραιώς Μαρία Νάκου. Ενόψει, λοιπόν, όλων όσων παραπάνω αναφέρθηκαν και ιδίως της πραγματικής έδρας της πρώτης εναγομένης, του γεγονότος ότι τα διοικούντα και εκπροσωπούντα αυτήν φυσικά πρόσωπα είναι Έλληνες εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, του τόπου λήψης των σχετικών με τη διοίκηση αυτών αποφάσεων και του τόπου κατάρτισης της σύμβασης πώλησης, το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο όλων των ανωτέρω ειδικών συνθηκών και πρέπει να εφαρμοσθεί, στην προκειμένη περίπτωση, είναι το ελληνικό, το οποίο συνδέεται στενότερα με την ένδικη ενοχή. Περαιτέρω, ως προς την νομιμοποίηση της δεύτερης ενάγουσας εφαρμοστέο κρίνεται το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση ασφάλισης και εκχώρησης δυνάμει της οποία υποκαταστάθηκε στις αξιώσεις της πρώτης ενάγουσας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, υπάρχει ρητή συμβατική υπαγωγή της ένδικης ασφαλιστικής σύμβασης στις διατάξεις και ρυθμίσεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου. Το σχετικό με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – M.I.A. 1906»), στο Κοινό Δίκαιο (Common Law), εφόσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική Πρακτική (English Practice), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια (νομολογία) και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, περί σκαφών αναψυχής, γνωστές υπό την κωδική ονομασία “Institute Yacht Clauses 1.11.1985”, οι οποίες με ρητή πρόβλεψη ενσωματώθηκαν στο κύριο σώμα του μεταξύ των διαδίκων καταρτισθέντος ασφαλιστηρίου, και αποτέλεσαν περιεχόμενο και αναπόσπαστο τμήμα αυτού. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο (βλ.σχετ. ΕφΠειρ 519/2016 ΔΕΕ 2017.548). Ειδικότερα, το Αγγλικό Δίκαιο της ναυτικής ασφάλισης περιέχεται κωδικοποιημένο στον Αγγλικό Νόμο περί θαλάσσιας Ναυτικής Ασφαλίσεως του 1906 (Marine Insurance Act 1906) οι δε διατάξεις του, ερμηνευόμενες και εμπλουτιζόμενες διαρκώς υπό της Νομολογίας των Αγγλικών Δικαστηρίων (case Law) και τους Αγγλους συγγραφείς και ερμηνευτές του Δικαίου (Authorities) ισχύουν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Οι διατάξεις του ως άνω Αγγλικού Νόμου (ΜΙΑ 1906), έχουν εφαρμογή σε κάθε περίπτωση ασφάλισης πλοίων ή πλωτών ναυπηγημάτων ή θαλασσίων μέσων αδιακρίτως μεγέθους, τύπου και προορισμού, περιλαμβανομένων και των θαλαμηγών πλοίων και των σκαφών αναψυχής. Αποτελεί διεθνή συναλλακτική συνήθεια στον κλάδο ασφάλισης πλοίων, σκαφών και φορτίων να διέπεται η ασφάλιση, πέραν των διατάξεων του ανωτέρω εφαρμοστέου νόμου, και από έντυπους κωδικοποιημένους όρους ασφάλισης εκπονημένους κατά κανόνα από τον συλλογικό φορέα των Αγγλων Ασφαλιστών, που εδρεύει στο Λονδίνο με την επωνυμία Ινστιτούτο Ασφαλιστών του Λονδίνου (Institute of London Underwriters). Σε περίπτωση σύμβασης ναυτικής ασφάλισης, διεπομένης από το Αγγλικό Δίκαιο, αυτή ερμηνεύεται βάσει των διατάξεων του περί ναυτικής ασφάλισης νόμου, του κοινού δικαίου και της Αγγλικής πρακτικής, σε συνδυασμό προς τους εκάστοτε εντύπους όρους ασφάλισης του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών, οι οποίοι προσιδιάζουν στο ασφαλιζόμενο αντικείμενο και κατά τη συμφωνία των μερών ενσωματώνονται στο ασφαλιστήριο. Για την περίπτωση ασφάλισης θαλαμηγών σκαφών η ασφάλιση σχεδόν κατά κανόνα παρέχεται βάσει των όρων της Ρήτρας Θαλαμηγών σκαφών του Ινστιτούτου με την Κωδική ονομασία Institute Yacht Clauses 1-11-1985 (ΕφΠειρ 232/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2011.204). Τέλος, το ζήτημα της αυτοδίκαιης ή μη υποκατάστασης του ασφαλιστή με την καταβολή του ασφαλίσματος στα δικαιώματα του ασφαλισμένου κατά του προξενήσαντος την ζημία τρίτου, εκ του οποίου εξαρτάται και το της νομιμοποίησης ή μη δικαίωμα του ασφαλιστή να στραφεί κατά του υπαίτιου της ζημίας για το διαφέρον, κρίνεται κατά το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση. Από την παράγραφο 79 του νόμου περί θαλάσσιας ασφάλισης του 1906 (Marine Insurance Act 1906) προκύπτει ότι η υποκατάσταση (subrogation) συνίσταται στο δικαίωμα του ασφαλιστή να ασκήσει προς ίδιο συμφέρον όλα τα δικαιώματα και μέσα ένδικης προστασίας, τα οποία έχει ο ασφαλισμένος έναντι του ζημιώσαντος τρίτου σε σχέση προς το ασφαλισμένο αντικείμενο. Το δικαίωμα υποκατάστασης ανακύπτει από τότε που ο ασφαλιστής θα καταβάλει στον ασφαλισμένο το ποσό της αποζημίωσης. Έχει δε τη δυνατότητα να ζητήσει δια της αγωγής του όλο το καλύπτον τη ζημία ποσό, ανεξαρτήτως αν έχει πληρώσει λιγότερα στον ασφαλισμένο. Δικαιούται, όμως, να κρατήσει μόνο το ποσό το οποίο έχει πράγματι καταβάλει. Το υπόλοιπο ανήκει στον ασφαλισμένο, εκτός αν αυτός εκχώρησε στον ασφαλιστή τα δικαιώματά του ή υπήρχε εξ αρχής διαφορετική συμφωνία. Επομένως, ο ασφαλισμένος έχει καθήκον να μην προβεί σε ενέργειες που δύνανται να βλάψουν τα δικαιώματα του ασφαλιστή. Έτσι δε δύναται να συμβιβαστεί ή να ζητήσει ένδικη προστασία χωρίς τη συναίνεση του ασφαλιστή. Στο πλαίσιο του αγγλικού δικονομικού δικαίου, σε αντίθεση με τη ρύθμιση που εισάγει η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 Ν. 2496/1997 (ταυτόσημη κατά περιεχόμενο με την προϊσχύσασα ρύθμιση του άρθρου 210 ΕμπΝ), η οποία ορίζει ότι, σε περίπτωση καταβολής του ασφαλίσματος, ο ασφαλιστής υποκαθίσταται αυτοδικαίως στις έναντι του τρίτου ζημιώσαντος αξιώσεις του ασφαλισμένου στην έκταση του ασφαλίσματος που κατέβαλε, προβλέπεται ότι ο θεσμός της υποκατάστασης του καταβάλλοντος την ασφαλιστική αποζημίωση ασφαλιστή λειτουργεί μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων (ασφαλιστή και ασφαλιζομένου) και όχι έναντι τρίτων και επί ασφαλιστικής υποκατάστασης η αγωγή κατά του υπόχρεου τρίτου δε δύναται να ασκηθεί επ’ονόματι του ασφαλιστή, παρά μόνον αν έχει γίνει εκ μέρους του ασφαλισμένου εκχώρηση των δικαιωμάτων του. Άλλως ο ασφαλιστής ασκεί την αγωγή επ’ονόματι του ασφαλισμένου, ο οποίος δε μπορεί να αρνηθεί τη συναίνεσή του σε αυτό. Σε περίπτωση εκχώρησης (assignment of claim), η θέση του ασφαλιστή διαφοροποιείται και δικαιούται να ασκήσει την κατά του τρίτου αγωγή επ’ονόματί του. Σε κάθε περίπτωση ο ασφαλιστής νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει, είτε επ’ονόματι του ασφαλισμένου είτε ιδίω ονόματι, αναλόγως της περίπτωσης, αγωγή κατά του υπόχρεου τρίτου μόνο αν πράγματι κατέβαλε στον ασφαλισμένο την αποζημίωση και μέχρι του ποσού της καταβολής. Τα ανωτέρω αποδίδουν ενδοτικό δίκαιο και ισχύουν εφόσον τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει άλλως (ΑΠ 276/1982 ΕΕμπΔ 33(1982), 419, ΕφΠειρ 7/2015, ΕφΠειρ 320/2013 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι η υπό κρίση αγωγή διαλαμβάνει αυτοτελή αγωγική βάση, στηριζομένη σε απαίτηση της ζημιωθείσας ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας εταιρείας έναντι των προξενήσαντων τη ζημία τρίτων, ασκούμενη από την ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία λόγω ασφαλιστικής υποκατάστασης της τελευταίας στα δικαιώματα της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας εταιρείας, το ζήτημα της νομιμότητας της υποκαταστάσεως του ασφαλιστή – με την καταβολή του ασφαλίσματος – στα δικαιώματα του ασφαλισμένου, κατά του προξενήσαντος την ζημία τρίτου, εκ του οποίου εξαρτάται και το της νομιμοποιήσεως ή μη δικαίωμα του ασφαλιστή να στραφεί κατά του υπαίτιου της ζημίας για το διαφέρον, θα πρέπει να κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση ήτοι σύμφωνα με το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο. Περαιτέρω, δεδομένου ότι σύμφωνα με το ιστορικό της αγωγής και έτσι όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των επικαλούμενων και προσκομιζόμενων αποδείξεων εισπράξεως της ασφαλισμένης πλοιοκτήτριας εταιρείας, υπογεγραμμένων από το νόμιμο εκπρόσωπο αυτής, η τελευταία εκχωρεί στην ενάγουσα κάθε σχετιζόμενη με τις αναφερόμενες στις αποδείξεις ζημίες αξίωσή της εναντίον όποιου ήθελε αποδειχθεί υπαίτιος στην πρόκληση των ζημιών αυτών, καθ’ όσον η εκχωρηθείσα απαίτηση διέπεται από το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, πληρούται η τιθέμενη από η διάταξη του άρθρου 79 του «Marine Insurance Act 1906», προϋπόθεση της συμβατικής εκχωρήσεως της επιδίκου απαιτήσεως στην δεύτερη ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία κατά την εκ μέρους της καταβολή του ασφαλίσματος, έτσι ώστε να μην περιορίζεται η λειτουργία της υποκαταστάσεως στις μεταξύ των συμβαλλομένων (ασφαλιστή και ασφαλισμένου) αλλά να επεκτείνεται και έναντι των τρίτων, συνεπώς δε, η ενάγουσα νομιμοποιείται ενεργητικώς ως προς τη άσκηση της υπό κρίσιν αγωγής, η οποία είναι περαιτέρω νόμιμη, στηριζομένη τόσο στις προαναφερόμενες διατάξεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου, όσο και στις διατάξεις των άρθρων 235 επ., 241 ΚΙΝΔ και 297, 298, 346 και 914 ΑΚ καθώς και σε εκείνες των άρθρων 907, 908 και 176 ΚΠολΔ. Κατόπιν τούτων πρέπει η αγωγή να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Η πρώτη εναγομένη με τις προτάσεις της – όπως το σύνολο των διαλαμβανομένων σ’ αυτές ισχυρισμών της εκτιμώνται προσηκόντως υπό του Δικαστηρίου τούτου – αρνείται κατ’ αρχήν αιτιολογημένα τα συγκροτούντα την ιστορική βάση της αγωγής πραγματικά περιστατικά προβάλλει εν συνεχεία τον ισχυρισμό ότι η ένδικη σύγκρουση των πλοίων οφειλόταν σε λόγο ανωτέρας βίας και συγκεκριμένα ότι οι άγκυρες του σκάφους της ξέσυραν λόγω των απρόβλεπτων ακραίων καιρικών φαινομένων που επικρατούσαν κατά το χρόνο του επίδικου συμβάντος. κατά την στιγμή του επίδικου συμβάντος έπνεαν άνεμοι τέτοιας εντάσεως που. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης τυγχάνει νόμιμος (ένσταση) και στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 2 της διεθνούς σύμβασης των Βρυξελλών της 23 Σεπτεμβρίου του έτους 1910 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών επί συγκρούσεως πλοίων» κυρωθείσης δια του νόμου ΓΩΠΣΤ/1911. Αντίστοιχα, η δεύτερη εναγομένη με τις προτάσεις της αρνείται την αγωγή, ισχυρίζεται δε ότι ούτε η ίδια ούτε τα πληρεξούσια πρόσωπα που την εκπροσώπησαν καθ’ ολη τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, της αγοραπωλησίας και μεταβίβασης του σκάφους … γνώριζαν ότι αυτό αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας (πρώτης εναγομένης) και ότι είχαν γεννηθεί οι επίδικες αξιώσεις ήδη κατά τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Τέλος, ισχυρίζεται ότι η αγωγή ασκείται καταχρηστικά δεδομένου ότι οι αξιώσεις εξασφαλίζονται με την έκδοση της εγγυητικής επιστολής εκ μέρους του τρίτου εναγομένου. Ο ισχυρισμός αυτός που συνιστά την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι το ευεργέτημα της διζήσεως εφαρμόζεται μόνο στα πλαίσια της σύμβασης εγγύησης και όχι στη περίπτωση εναγωγής πλειόνων προσώπων του ενός υπέγγυων για την ικανοποίηση μιας αξίωσης.
Από τα έγγραφα που προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι υπ’ αριθ. … ένορκες βεβαιώσεις που συντάχθηκαν με επιμέλεια των εναγουσών – χωρίς την παρουσία των εναγομένων – ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Άννας – Κλαυδίας Εράσμου, διότι δεν πληρούται η απαιτούμενη, από τη διάταξη του άρθρου 422 ΚΠολΔ, προϋπόθεση της προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων τους (424 ΚΠολΔ), καθώς και λόγω της ασάφειας των σχετικών κλητεύσεων, αφού σ’ αυτές προσδιορίζονται περισσότεροι χρόνοι για την εξέταση των μαρτύρων, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο (βλ. την υπ’ αριθ. …, την υπ’ αριθ. …, καθώς και τις υπ’ αριθ. …/28-9-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Ι. και Α. Π. αντίστοιχα), ΑΠ 1321/2014, ΑΠ 275/2013 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος), εξάλλου στην περίπτωση της ένορκης βεβαίωσης του …, προσδιορίσθηκε η λήψη της σε χρόνο που υπερβαίνει τα 15΄ λεπτά που αποτελούν την εύλογη ανοχή αναμονής (ΑΠ 1709/2005 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος), από την υπ’ αριθ. ../22-10-2018 ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε με επιμέλεια της πρώτης εναγομένης κατόπιν νόμιμης κλήτευσης των αντιδίκων (βλ. την υπ’ αριθ. …/17-10-2018 ένορκη βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Μ. Γ.), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη ενάγουσα αλλοδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα το Γ. τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Γ. ιδιωτικού σκάφους αναψυχής (θαλαμηγού) με το όνομα «…», τύπου ΑΖΙΜUT 84, μήκους 23,95 μ., πλάτους 6,20 μ., ναυπηγηθέντος το έτος 2015, με αριθμό νηολογίου …, το οποίο είχε ασφαλίσει δυνάμει του υπ’ αριθ. … ασφαλιστηρίου έναντι κινδύνων απώλειας ή ζημίας (hull and machinery) για το χρονικό διάστημα ασφαλίσεως από 14-6-2016 έως 13-7-2017 στην δεύτερη ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία που εδρεύει στο Ι.. Στις 7-10-2016 και περί ώρα 16:00 το σκάφος της πρώτης ενάγουσας κατέπλευσε στο λιμάνι του Πόρου και πρυμνοδέτησε στη δυτική πλευρά του σε απόσταση 80 περίπου μέτρων από την προβλήτα με τέσσερις πρυμναίους κάβους, έχοντας παραλλήλως πρυμνοδετημένα, στα αριστερά του, με διάταξη από τα αριστερά προς τα δεξιά, το υπό αγγλική σημαία σκάφος «…» και στα δεξιά του το σκάφος «…». Τις μεσημβρινές ώρες της ίδιας ημέρας, το πλοίο «…» πλοιοκτησίας της πρώτης εναγομένης εταιρείας που φέρεται να εδρεύει στη Μ., στην πραγματικότητα όμως στον Ά. Αττικής, απέπλευσε από τη μαρίνα Βουλιαγμένης με προορισμό τον Πόρο, όπου και κατέπλευσε περί ώρα 17:30, αγκυροβολώντας στον Ρωσικό κόλπο. Λόγω της πρόβλεψης της Ε.Μ.Υ. περί επιτάσεως των επικρατούντων ανέμων στην περιοχή, το σκάφος «…» απέπλευσε από τον Ρωσικό κόλπο και κατευθύνθηκε για μεγαλύτερη ασφάλεια στο λιμένα του Πόρου όπου πόντισε τις άγκυρες του πρυμνοδετώντας αριστερά του σκάφους «…» σε απόσταση 10 μ. από το τελευταίο. Περί ώρα 21.00 της 7ης-10-2016 άρχισαν να πνέουν στην περιοχή του Αργοσαρωνικού δυτικοί βορειοδυτικοί άνεμοι εντάσεως 7-8 μποφόρ, με ριπές που έφθασαν και τα 9 μποφόρ. Περί ώρα 9:30 οι κάβοι, με τους οποίους ήταν προσδεδεμένο με την προβλήτα το σκάφος “…” έσπασαν και άρχισαν να ξεσύρουν οι άγκυρες του, με αποτέλεσμα να παρασυρθεί από τον άνεμο προς το πλοίο «…» με το οποίο συγκρούστηκε πλευρικά. Εν συνεχεία, λόγω της πρόσκρουσης και της σύμπτυξης των δύο πλοίων πλευρικά, το σκάφος «…» λόγω της πίεσης που δέχθηκε μετακινήθηκε με τη σειρά του υπό γωνία προς το σκάφος «…», ενώ η πλώρη του πρώτου ενήργησε ως σημείο περιστροφής για το σκάφος …, το οποίο λόγω των πλευρικών ανέμων παρασύρθηκε υπό γωνία προς τη πλώρη του σκάφους «…». Καθώς συνέχιζε να κινείται η πλώρη και η δεξιά πλευρά του σκάφους «…» συγκρούσθηκε με την πλώρη του σκάφους «…». Κατά την προσπάθεια του πληρώματος του σκάφους «…» να το απομακρύνει από την προβλήτα, η δεξιά προπέλα στην πρύμνη του μπλέχτηκε με την καδένα της δεξιάς άγκυρας του σκάφους «…» αποκόπτωντάς την, με αποτέλεσμα το σκάφος αυτό να παρασυρθεί από τον άνεμο και να επιπέσει στο σκάφος «…». Κατά την απομάκρυνση του σκάφους «…» από την προβλήτα και στην προσπάθεια να πλεύσει σε καλύτερη θέση σε σχέση με τον άνεμο προσέκρουσε η δεξιά πρυμναία πλευρά του με την αριστερή πρωραία πλευρά του σκάφους «…». Με βάση τα όσα εκτέθηκαν αποκλειστική υπαιτιότητα για την σύγκρουση των παραπάνω σκαφών φέρει το σκάφος της πρώτης εναγομένης “…”. Ειδικότερα, αποδείχτηκε ότι, οι προστηθέντες από την πρώτη εναγομένη, πλοίαρχος και πλήρωμα, που επέβαιναν στο σκάφος «…», αν και είχαν ενημερωθεί εγκαίρως από την Ε.Μ.Υ., με δελτία προαναγγελίας επιδείνωσης του καιρού με επίταση της έντασης των ανέμων και την εμφάνιση καταιγίδας στη θαλάσσια περιοχή του Αργοσαρωνικού, εντούτοις παρέλειψαν να προβούν στις επιβαλλόμενες, από τους κανόνες της ναυτικής τέχνης, ενέργειες, ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση των σκαφών. Συγκεκριμένα αποδείχτηκε ότι παρέλειψαν να προσδέσουν ασφαλώς το σκάφος … και ειδικότερα, ο πλοίαρχος του, δεν επέδειξε την αναγκαία επιμέλεια για την έγκαιρη, πριν δηλαδή από την επίταση των ανέμων ασφαλή αγκυροβόληση του. Πρέπει να σημειωθεί ότι εφόσον το σκάφος … είχε προβεί στη αγκυροβολία και με τις δύο άγκυρες, όπως προκύπτει από το ημερολόγιο του πλοίου, θα έπρεπε ο πλοίαρχος πριν πρυμνοδετήσει στο συγκεκριμένο σημείο του λιμένα, να υπολογίσει προηγουμένως το μήκος του εκτάματος που απαιτείται, με βάση τις αναμενόμενες καιρικές συνθήκες σε συνδυασμό με το μήκος του πλοίου, που αποτελεί την ακτίνα ασφαλείας του πιθανού κύκλου περιστροφής του αγκυροβολημένου πλοίου στη περίπτωση μετάπτωσης του ανέμου. Συνεπώς, εφόσον η Ε.Μ.Υ. είχε προβλέψει την επίταση των ανέμων καθώς και την εμφάνιση καταιγίδας, ο πλοίαρχος του ζημιογόνου σκάφους όφειλε να ποντίσει μεγάλο μήκος εκτάματος, προκείμενου να μην ξεσύρουν οι άγκυρες, γεγονός το οποίο εμπεριείχε το κίνδυνο επικίνδυνης προσέγγισης με το παραπλεύρως αγκυροβολημένο πλοίο (…). Σημειώνεται ότι οι ισχυροί πλευρικοί άνεμοι με ριπές πολύ ισχυρής έντασης επιφέρουν μεταβαλλόμενη τάση στα σχοινιά πρόσδεσης, με αποτέλεσμα την ελαφρά μετακίνηση του πλοίου κατά το εγκάρσιο και συνεπαγόμενες μικρές μετακινήσεις των κάβων. Συνεπώς, ο πλοίαρχος του σκάφους … δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την ασφαλή αγκυροβολία του σχέση με τα παρακείμενα πρυμνοδετημένα σκάφη, δεδομένου ότι δεν τήρησε ικανή απόσταση από τα άλλα σκάφη ώστε να μην έλθει σε επαφή με αυτά σε περίπτωση περιστροφής, δηλαδή δεν πρυμνοδέτησε κοντά σε σκάφη του ιδίου μεγέθους, ώστε η ταχύτητα περιστροφής και η τροχιά που θα διέγραφε να είναι περίπου ίδιες. Πρέπει να σημειωθεί ότι τα σκάφη που έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια υφάλων αλλά και μικρότερη επιφάνεια εξάλων, όπως το σκάφος …, περιστρέφουν με πιο αργούς ρυθμούς όταν φυσάει και όταν αλλάζει η κατεύθυνση του κυματισμού. Ο πλοίαρχος του σκάφους γνώριζε ότι λόγω του περιορισμένου χώρου στο σημείο αγκυροβολίας του, ήταν υποχρεωμένος είτε να μειώσει την ακτίνα περιστροφής του σκάφους, αφήνοντας μικρότερο έκταμα με κίνδυνο να ξεσύρουν οι άγκυρες είτε να αφήσει μεγαλύτερο μήκος εκτάματος με κίνδυνο να περιστρέψει το σκάφος και να προσκρούσει στα παρακείμενα σκάφη. Επομένως, η μοναδική ενδεδειγμένη ενέργεια με βάση του κανόνες της ναυτικής τέχνης, ήταν να αγκυροβολίσει σε μεγαλύτερη απόσταση από την προβλήτα, προκειμένου να μπορέσει να ποντίσει το απαραίτητο μήκος εκτάματος και να διαθέτει τον απαραίτητο χώρο περιστροφής του χωρίς να προσκρούσει σε παρακείμενα σκάφη. Το μήκος του επίδικου σκάφους, το οποίο ήταν υπερδιπλάσιο από τα λοιπά πρυνοδετημένα σκάφη σε συνδυασμό με την μικρή απόσταση (10 μ.) που υπήρχε με το σκάφος …, καταδεικνύει ότι ο πλοίαρχος του … είχε ποντίσει μικρότερο μήκος εκτάματος από εκείνο, που κατά τη συνήθη ναυτική τακτική απαιτείτο προκειμένου να μειώσει το κίνδυνο περιστροφής του, με αποτέλεσμα να ξεσύρουν οι άγκυρες, να σπάσουν οι κάβοι και να παρασυρθεί προς το σκάφος …. Πρέπει να σημειωθεί ότι στο ημερολόγιο του πλοίου δεν αναγράφεται το μήκος του εκτάματος που είχε ποντισθεί καθώς και ο τρόπος που είχε δέσει την πρύμνη του με κάβο στην ξηρά. Επίσης, το γεγονός ότι τα λοιπά σκάφη που είχαν αγκυροβολήσει παραπλεύρως του ζημιογόνου (…, …, …, …), αν και δέχθηκαν την ίδια ένταση ανέμων, δεν παρασύρθηκαν παρά το γεγονός ότι λόγω του μικρότερου μεγέθους διέθεταν μεγαλύτερη επιφάνεια εξάλων επιβεβαιώνει τον αγωγικό ισχυρισμό ότι η πρώτη εναγομένη δεν είχε λάβει τα κατάλληλα μέτρα ασφαλούς αγκυροβολίας του σκάφους. Οι καιρικές συνθήκες που επικράτησαν στη θαλάσσια περιοχή του Αργοσαρωνικού, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (βραδινές ώρες της 7ης.10.2016), κατά το οποίο έπνεαν μεγάλης έντασης άνεμοι με ριπές που έφθαναν τα οκτώ (8) με εννέα (9) μποφόρ, ήταν πρωτοφανείς για την εν λόγω περιοχή, στην οποία, κατά τις «Ναυτιλιακές Οδηγίες» της Υδρογραφικής Υπηρεσίας, που προσκομίζονται με επίκληση, δεν παρατηρούνται θύελλες και κακοκαιρίες. Όμως, η ένταση και η πράγματι δυσμενής επίταση των καιρικών φαινομένων που σημειώθηκε, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, δεν συνιστά από μόνη της, όπως προαναφέρθηκε, περίπτωση «ανώτερης βίας» κατά το άρθρο 2 της Διεθνούς Σύμβασης Βρυξελλών, αλλά, απαιτείται, επί πλέον, οι εξαιρετικές και ακραίες αυτές καιρικές συνθήκες να ήταν αιφνίδιες και απρόβλεπτες και κυρίως να ήταν τέτοιας έντασης, ώστε το ζημιογόνο αποτέλεσμα να μην μπορούσε να αποφευχθεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, κάτι που δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον, αν και η σφοδρή κακοκαιρία είχε προαναγγελθεί, η πρώτη εναγομένη και οι προστηθέντες από αυτήν πλοίαρχος και το πλήρωμα, που επέβαιναν στο σκάφος, δεν έλαβαν κάποιο πρόσθετο μέτρο, από τα ανωτέρω αναφερόμενα, προς αποφυγή της σύγκρουσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το αναλυτικό δελτίο καιρού που εξέδωσε η Ε.Μ.Υ. για τον Σαρωνικό κόλπο την 7η-10-2016: α) στις 10:00 π.μ. επικρατούσαν νότιοι νοτιοανατολικοί άνεμοι εντάσεως 4-5 μποφόρ, οι οποίοι γρήγορα θα μετατρέπονταν σε νότιους νοτιοδυτικούς εντάσεως 5-6 μποφόρ και αργότερα σε δυτικούς – βορειοδυτικούς εντάσεως 4 μποφόρ, β) στις 16:00 μ.μ. επικρατούσαν άνεμοι νότιοι νοτιοδυτικοί εντάσεως 5-6 μποφόρ οι οποίοι θα έφθαναν πολύ γρήγορα τα 6-7 μποφόρ και θα μετατρέπονταν σε αργότερα σε δυτικούς βορειοδυτικούς εντάσεως 4-5 μποφόρ, προβλέποντας πιθανή καταιγίδα, γ) στις 22:00 της ίδιας ημέρας επικρατούσαν άνεμοι νότιοι νοτιοδυτικοί εντάσεως 6-7 μποφόρ, οι οποίοι γρήγορα θα μετατρέπονταν σε βόρειους βορειοδυτικούς εντάσεως 4-5 μποφόρ, ενώ είχε αρχίσει ήδη η καταιγίδα. Εξάλλου, περίπτωση ανωτέρας βίας είναι δυνατόν να συνιστά η ορμητικότητα του ανέμου ή του ρεύματος που εμποδίζει το πλοίο να κυβερνηθεί, εάν αυτή, όμως, εκδηλωθεί κατά τρόπο που δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί ούτε να αποτραπεί, ακόμα και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, έτσι ώστε το αποτέλεσμα να αποβαίνει αναπόφευκτο. Διότι, αν αποτελεί επίταση υφιστάμενων δυσμενών καιρικών συνθηκών ή εάν προϋπήρχε τις ενάρξεως της εκτελέσεως του χειρισμού, κατά τη διάρκεια του οποίου επήλθε η σύγκρουση ή εάν το ρεύμα του αέρος επαναλαμβάνεται περιοδικώς καθ’ ορισμένη ώρα, ή είχε προαναγγελθεί ή από ορισμένες ατμοσφαιρικές ενδείξεις προβλέπεται η καταιγίδα και ο πλοίαρχος δεν λαμβάνει εγκαίρως τις προφυλάξεις που υπαγορεύει η ναυτική πείρα για την αποφυγή ή εξουδετέρωση του κινδύνου, επακολουθήσασα σύγκρουση παύει να είναι τυχαία και καθίσταται υπαίτιος δοθέντος ότι το απρόβλεπτο προηγείται του αναπόφευκτου. Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Ε.Μ.Υ. είχε προβλέψει την επιδείνωση του καιρού τις βραδυνές ώρες της 7ης-10-2016 με επίταση των ανέμων και την εμφάνιση καταιγίδας στην περιοχή του Αργοσαρωνικού, δεν συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας με τη μορφή που εκτέθηκε. Περαιτέρω, συνέπεια της προπεριγραφείσας πρόσκρουσης του σκάφους της πρώτης ενάγουσας με τα παρακείμενα σκάφη και την προβλήτα, σύμφωνα με την 2-8-2017 ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε με δαπάνη της τελευταίας, προκλήθηκαν οι ακόλουθες ζημίες: 1) Ο καθρέπτης της δεξιάς πρυµναίας πλευράς του σκάφους υπέστη θραύση σε επιφάνεια περίπου ενός (1) τετρ. μέτρου, με αποτέλεσμα την πλήρη διάτρηση του κύτους αυτού στην συγκεκριμένη περιοχή, 2) Η μεταλλική (εξ αλουμινίου) ηλεκτρούδραυλική πλατφόρµα κολύμβησης υπέστη λύγισμα και στρέβλωση, δηλαδή πλαστική παραμόρφωση σε μεγάλο βαθμό στην πίσω δεξιά γωνία της. Η δομή της πλατφόρμας στο εν λόγω τµήμα υπέστη εκτεταµένη ζηµιά ενώ τεμάχια των σανίδων από ξύλο τικ με τα οποία αυτή ήταν επιστρωμένη έχουν σπάσει. Επίσης, η πλατφόρμα κολύμβησης στο σύνολό της υπέστη επιπλέον σοβαρή απώλεια ευθύγραμμισης µε σπασµένα υποστηρίγµατα έχουσα υποστεί, συνεπεία της ασκηθείσης κατά την σύγκρουση πίεσης, ανύψωση από την µία πλευρά της και χαμήλωμα από την άλλη. 3) Η δοµή της γάστρας (έξαλα) του σκάφους στην αριστερή πρωραία πλευρά της υπέστη εκτεταµένες ζημίες και ρωγµώσεις σε µήκος περίπου πέντε (5) µ. και πλάτος δύο (2) μ.. Το άκρο της πλώρης του σκάφους που αφορά ένα εξειδικευµένο «τμήμα» συνδεδεµένο µε την συγκεκριμένη δοµή υπέστη ρήξη και αποκόλληση των ενώσεων του και στις δύο πλευρές. Σοβαρές ζηµιές των εξάλων της γάστρας προς το εµπρόσθιο τµήµα αφορούν ολοκληρωτική θραύση (σπάσιμο) του κελύφους και διάτρηση τούτου σε μήκος περίπου δύο (2) μ. Οι εν λόγω ζημίες αφορούν τρεις διαφορετικές σχετικά μεγάλες περιοχές. Σοβαρή ζηµία της γάστρας στα έξαλα και στο παραπέτο περίπου στο μέσον του σκάφους και προς το πρυμναίο τµήµα (περιοχή πλαϊνής πόρτας) με εκτεταμένα σπασίµατα και ρωγµές στην δομή του ενισχυµένου πολυεστέρα (ΟΚΡ) συνολικού µήκους περί τα τέσσερα (4) μετρα. Η δοµή του παραπέτου στο εµπρόσθιο αλλά και οπίσθιο τµήμα του στην αριστερή πλευρά του στην περιοχή του ανοίγματος της πόρτας, έσπασε και αποκολλήθηκε από την παρακείμενη δομή και σύνδεση της γάστρας στο επίπεδο του καταστρώματος. Το πίσω μέρος του κύτους (γάστρας) του ανοίγματος πρόσδεσης υπέστη θραύση (σπάσιμο) σε μήκος περίπου ενός (1) μ., με ρήγματα και σοβαρές ζημίες στον ενισχυμένο πολυεστέρα (6ΚΡ). Διάφορα εκτεταμένα και πυκνά σηµάδια, γρατζουνιές και ξυσίματα διεπιστώθησαν στα υπέρ την ίσαλο γραμµή (έξαλα) της γάστρας από εµπρός μέχρι πίσω ή καθ’ όλο το µήκος της αριστερής πλευράς. 4) Το τμήμα της δεξιάς πλευράς της γάστρας υπέστη από την σύγκρουση γρατζουνιές και ξυσίµατα στα έξαλα της γάστρας και δη περί το μέσον του σκάφους. 5) Ο μεταλλικός προφυλακτήρας της γάστρας στην πλώρη του σκάφους αποκολλήθηκε πλήρως και υπέστη στρέβλωση στην εµπροσθία αριστερή πλευρά του. Αντίστοιχα ο µεταλλικός προφυλακτήρας στην πίσω πλευρά της γάστρας έχει υποστεί ζημία και αποκολληθεί. 6) Το εμπρόσθιο μεγάλων διαστάσεων παράθυρο στην αριστερή πλευρά της γάστρας υπέστη διάτρηση και ολική θραύση, όπως και το ενισχυτικό πλαίσιο αυτού. 7) Τα προστατευτικά (έναντι πρόσκρουσης) της γάστρας από ενισχυμένο πολυεστέρα πλησίον του καθρέπτη της πρύμνης υπέστησαν βαθιές εκδορές και ξυσίματα και κατά τόπους θραύση σε σχετικά μικρό βαθμό. 8) Το πρωραίο κιγκλίδωµα υπέστη στρέβλωση και ζηµίες στην αριστερή πλευρά του, σε µήκος περίπου έντεκα (11) µέτρων. Επιπλέον τα μεταλλικά πλαίσια των ανοιγμάτων των κάβων αγκυροβολίων, αποκολλήθηκαν σε µεγάλο βαθμό. Επίσης τα κιγκλιδώματα (ρέλια) υπέστησαν οξεία στρέβλωση και αποκόλληση στην αριστερή πλευρά περί το μέσον του σκάφους και προς το εμπρόσθιο τμήµα αυτού. 9) Η δομική ενίσχυση στήριξης της υπερκατασκευής με την κολώνα στην πίσω αριστερή πλευρά υπέστη ζηµίες, εν είδει εκτεταμένων ρωγμώσεων εν διασπορά στο κατώτερο επίπεδο τµήμα της, καθώς επίσης και σε κατακόρυφη κατεύθυνση, ενώ το εν λόγω τµήμα (περιοχή) υπέστη δομική αποσύνδεση από το παραπέτο και το άνω τμήμα της γάστρας. 10) Τεμάχια των μαρμάρων στην αριστερή πλευρά, σε πολλά τμήματα της τουαλέτας, υπέστησαν ρωγµές. 11) Το αριστερό πρυμναίο βίντζι υπέστη εκτεταμένη ζημία από στρέβλωση και μερική αποκόλληση εξαιτίας των υπερβολικών φορτίων πίεσης που ασκήθηκαν σε αυτό και στους κάβους πρόσδεσης, κατά την διάρκεια του περιστατικού. 12) Η πόρτα παραπέτου στην αριστερή πλευρά του κυρίως καταστρώματος συνεπεία της συγκρούσεως αποσπάστηκε από την θέση της και απωλέσθη πέφτοντας στην θάλασσα. 13) Το ξύλινο ενισχυτικό μέλος προσαρµοσµένο κατά μήκος της περιμέτρου των άκρων του καθρέπτη (αριστερά και δεξιά) (μήκους περίπου ενός μέτρου σε κάθε πλευρά) απεσπάσθη και απωλέσθη, ενώ ένα τεμάχιο έπρεπε να προσαρμοσθεί σε κάθε πλευρά και να ενσωματωθεί με την υπάρχουσα δομή και τα ενισχυτικά μέλη της περιοχής. Εν συνεχεία, η πρώτη ενάγουσα, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι σκάφος ήταν νεότευκτο (ναυπηγήθηκε το 2015) και τελούσε εν ισχύ η εγγύηση καλής λειτουργίας του, επέλεξε να πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες εργασίες επισκευής του η κατασκευάστρια του σκάφους εταιρεία με την επωνυμία «ΑΖIMUT BENETI SPA», στα ναυπηγεία της, τα οποία ευρίσκονται στην πόλη Βιαρέτζιο της Ιταλίας. Οι εν λόγω επισκευές διήρκεσαν, συμπεριλαμβανοµένων των προκαταρκτικών επιθεωρήσεων και δοκιµών µετά την ολοκλήρωσή τους, περίπου έξι (6) µήνες, ήτοι από τον Φεβρουάριο µέχρι και τον Ιούλιο 2017. Το εργολαβικό αντάλλαγμα που καταβλήθηκε για τις επισκευή των ζημιών ανήλθε στο συνολικό ποσό των 410.000 ευρώ και περιελάμβανε τη δαπάνη προμήθειας των απαραιτήτων υλικών, εξαρτηµάτων, ανταλλακτικών, παραρτημάτων κ.λπ., την αµοιβή των εργασιών επισκευής καθώς και των παρεσχηθησοµένων συναφών υπηρεσιών (βλ. την οικονομική προσφορά της κατασκευάστριας εταιρείας του σκάφους, σχετ. 25 που προσκομίζουν οι ενάγουσες). Επίσης, εκτελέσθηκαν επιπλέον εργασίες που δεν είχαν συμπεριληφθεί στο συμφωνηθέν εργολαβικό αντάλλαγμα συνολικού ύψους 16.869,93 ευρώ που αφορούσαν την επισκευή εργάτη πρύμνης έναντι κόστους 3.150 ευρώ, την συμπληρωματική εργασία αντικατάστασης μέρους του παραπέτου έναντι κόστους 3.000 ευρώ, την κατασκευή εµπρόσθιας έξω θύρας (παραπέτου αριστερά) έναντι κόστους 9.000 ευρώ, τις δαπάνες μίσθωσης γερανού από το ναυπηγείο ύψους 600 ευρώ, καθώς και τη δαπάνη ελλιμενισμού του σκάφους στο Βιαρέτζιο Ιταλίας από 7 μέχρι 12 Ιουλίου 2017 κόστους 1.119,93 συνολικά ευρώ. Αντιθέτως, οι εργασίες στίλβωσης ανοξείδωτων μερών έναντι κόστους 5.000 ευρώ, δεν είναι συναφείς με τις ζημίες που προκλήθηκαν κατά το επίδικο συμβάν. Συνακόλουθα το συνολικό κόστος αποκατάστασης των ενδίκων ζημιών ανήλθε στο ποσό των 426.869,93 ευρώ. Οι ανωτέρω δαπάνες συνιστούν θετικές ζημίες της πρώτης ενάγουσας, που συνδέονται αιτιωδώς με την ένδικη σύγκρουση, ως περαιτέρω συνέπειες αυτής, καθώς ήταν αναγκαίες για την διαπίστωση των ζημιών του και την αποκατάσταση τους. Επίσης, η ανάθεση των επισκευών αυτών στο ναυπηγείο του κατασκευαστή, δεν αποτελεί μέτρο υπερβολικής προνοίας, ώστε να επιβάλλεται να περιορισθεί η αποζημίωση της στο ποσό το οποίο θα κατέβαλε εάν προσέφευγε σε συνεργείο της ημεδαπής, αλλά πράξη συνετούς διαχείρισης των ιδίων πραγμάτων Εξ άλλου, σκοπός της αποζημιώσεως κατά την διάταξη του άρθρου 297 ΑΚ είναι η επαναφορά των πραγμάτων στην προ του ατυχήματος υφισταμένη κατάσταση με βάση την αρχή της ατομικότητας του δικαιούχου της αποζημίωσης. Επομένως, η αποζημίωση προσδιορίζεται βάσει της συγκεκριμένης ζημίας όσο μεγάλης αξίας δύναται να είναι αυτή., ούτε ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος εκ μέρους του ζημιωθέντος. Ο υπόχρεως εις αποζημίωση υποχρεούται να αποκαταστήσει την ζημία, έστω και εάν αυτή πραγματοποιούμενη τυχόν στην Ελλάδα θα εκόοτιζε λιγότερο. Η ευχέρεια αυτή του ζημιωθέντος δεν αποτελεί κατάχρηση του δικαιώματος προς αποζημίωση του, εφ` όσον αυτή πρέπει, κατ` αρχάς, να του καλύπτει όλη την ζημία (βλ. Κρητικού Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα παραγρ. 733, 771, 772, 807). Ούτε δύναται να τεθεί εν προκειμένω ζήτημα προκλήσεως υπερβολικών εξόδων εξ οικείου πταίσματος της εναγούσας, εφόσον διά της αναθέσεως των επισκευών στην κατασκευάστρια εταιρεία του επίδικου σκάφους δεν υπερέβη τα εκ της καλής πίστεως των συναλλακτικών ηθών και του οικονομικού σκοπού επιβαλλόμενα όρια, αλλά ενήργησε επί τη βάσει των υπό του νόμου παρεχομένων δικαιωμάτων και ευχερειών για την εντελή ικανοποίηση του δικαιώματος αποζημιώσεως, συμφώνως και προς τα εκτεθέντα στην μείζονα σκέψη. Εξ άλλου, εξ ουδενός αποδεικτικού στοιχείου προέκυψε ότι η ενάγουσα προέβη στην επιλογή του ως άνω συνεργείου για να αυξήσει το ύψος της αντίστοιχης υποχρέωσης της εναγομένης προς αποκατάσταση των ζημιών, ούτε ότι τα προαναφερθέντα κοστολόγια ήταν ανακριβή (“ύπερτιμολογημένα”). Από την παραπάνω συνολική δαπάνη, μέρος αυτής ανερχομένη στο ποσό των 12.403,93 ευρώ (426.869,93-414.466), καταβλήθηκε στο ναυπηγείο από την πρώτη ενάγουσα (βλ. την από 13-7-2017 εντολή πληρωμής με δικαιούχο την εργολήπτρια εταιρεία, σχετ. 28 που προσκομίζει με επίκληση η ενάγουσα), το υπόλοιπο δε ταύτης ανερχόμενο στο συνολικό ποσό 414.466 ευρώ, καταβλήθηκε από την δεύτερη ενάγουσα υπό την ιδιότητά της ασφαλιστρίας του εν λόγω σκάφους (βλ. τις από 15-2-2017, 14-6-2017, και 18-7-2017 αποστολές εμβασμάτων, σχετ. υπ’ αριθ. 9α,9β,9γ που προσκομίζουν οι ενάγουσες). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με το από 14-7-2017 ιδιωτικό έγγραφο η πρώτη ενάγουσα εκχώρησε στην δεύτερη ενάγουσα κάθε απαίτηση αποζημίωσης που έχει κατά παντός υπαιτίου για την ανωτέρω ζημία μέχρι του ποσού των 414.466 ευρώ. Η εκχώρηση αυτή αναγγέλθηκε στις εναγόμενες με την άσκηση της υπό κρίση αγωγής. Επομένως, συνεπεία της καταβολής αποζημίωσης και της εκχώρησης που επακολούθησε, η δεύτερη ενάγουσα υποκαταστάθηκε, κατά την παράγραφο 79 του νόμου περί θαλάσσιας ασφαλίσεως του 1906 (Marine Insurance Act), στα δικαιώματα του ασφαλισμένου της κατά παντός υπαιτίου κατά το καταβληθέν ποσό των 414.466 ευρώ αναφορικά με τη θετική ζημία, που ο τελευταίος υπέστη για να αποκαταστήσει τις ζημίες του σκάφους του. Επιπλέον η πρώτη ενάγουσα στα πλαίσια των προαναφεροµένων επισκευαστικών εργασιών υποβλήθηκε σε πρόσθετες συναφείς δαπάνες, οι οποίες δεν συμπεριλήφθηκαν στην ασφαλιστική αποζημίωση και συγκεκριμένα κατέβαλε για δαπάνες ελλιµενισμού στο Βιαρέτζιο Ιταλίας για το χρονικό διάστημα από 16/01 μέχρι 26/02/2017 ήτοι για σύνολο 42 ημερών προς 83 ευρώ ημερησίως, 3.486 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 22% ύψους 766,92 ευρώ, δηλαδή συνολικά 4.252,92 ευρώ. Πρέπει να σημειωθεί τα ποσό αυτό δεν είχε συμπεριληφθεί στο συμφωνηθέν εργολαβικό αντάλλαγμα, αλλά αντιθέτως η εταιρεία που ανέλαβε την επισκευή στον οικονομική της προσφορά ανέφερε την κατ’ αποκοπή αξία των σχετικών υπηρεσιών. Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την από 2-8-2017 ιδιωτική πραγματογνωμοσύνη της εταιρείας «…» (βλ. σχετ. 6, σελ. 30 επ., που προσκομίζουν οι ενάγουσες) που πραγματοποιήθηκε με δαπάνη των εναγουσών, δεν έπρεπε να καταβληθούν στην επισκευάστρια εταιρεία έξοδα για την παροχή υπηρεσιών του ναυπηγείου, όπως παροχή ηλεκτρικού ρεύματος συνολικά 1.985 κιλοβατωρών 516,10 ευρώ (ήτοι 1.985 Χ 0,26 ευρώ ανά κιλοβατώρα), για κατανάλωση πόσιμου ύδατος, για την αποκομιδή, μεταφορά και απόρριψη απορριμάτων, καθόσον η επιπλέον χρέωση του δικαιολογείται μόνο στην περίπτωση που συμμετάσχει στην επισκευή εργολάβος του πλοιοκτήτη ανεξάρτητος με το ναυπηγείο. Συνεπώς, το σχετικό κονδύλιο κρίνεται απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο. Επίσης, το συνολικό ποσό των 6.150,27 ευρώ που ζητεί η πρώτη ενάγουσα για δαπάνη ελλιμενισμού στην Μαρίνα Ζέας Πειραιά, επί διάστημα τριών μηνών ήτοι από τον Οκτώβριο 2016 μέχρι και τον Δεκέμβριο 2016, δεν αποτελεί ζημία, δεδομένου ότι το ποσό αυτό θα κατέβαλε για τον ελλιμενισμό του σκάφους ακόμη και αν δεν είχε μεσολαβήσει το επίδικο ζημιογόνο συμβάν. Πρέπει, περαιτέρω, να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο και το κονδύλιο των 27.918 ευρώ (ήτοι 21.150 λίτρα Χ 1,32 €) που αφορά το κόστος των καυσίμων που κατανάλωσε το εν λόγω σκάφος κατά την πλεύση του από τον Πειραιά στο Βιαρέτζιο Ιταλίας και αντιστρόφως, όπου πραγματοποιήθηκαν οι επισκευές στο ναυπηγείο που διατηρεί η κατασκευάστρια εταιρεία του σκάφους, δεδομένου ότι αφενός δεν προσκομίζεται το τιμολόγιο αγοράς των καυσίμων παρά μόνο η από 17-7-2017 επιστολή υπενθύμισης των οφειλών της πλοιοκτήτριας εταιρείας προς την εταιρεία «Η. Y. Μ» που είχε αναλάβει την διαχείριση του έργου επισκευής του σκάφους κατά τον επίδικο χρόνο, αφετέρου δεν προσκομίζει η ενάγουσα κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, πέραν της υπ’ αριθ. …/2018 ένορκης βεβαίωσης, από το οποίο να προκύπτει το είδος του καυσίμου που απαιτείτο καθώς η μέση τιμή αγοράς στην περιοχή της Ελλάδας. Επίσης, το ποσό των 33.480 ευρώ για αμοιβή των επιθεωρητών της εταιρείας με την επωνυμία «ΥES LTD» αναφορικά με τις παρασχεθείσες υπηρεσίες 4 επιθεωρήσεων του σκάφους στον Πόρο και Πειραιά προς διαπίστωση της φύσης και της έκτασης των ζημιών, την συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις με την κατασκευάστρια εταιρεία, την επίβλεψη των επισκευών στις εγκαταστάσεις της κατασκευάστριας εταιρείας στις 26/4, 1/6, 16/6, 22/6, 28/6, 11/7/2017, όπως τα επιμέρους κόστη αναλύονται στο από 11-8-2017 τιμολόγιο της εταιρείας αυτής, αφορά δαπάνη την οποία πραγματοποίησε η δεύτερη ενάγουσα και όχι η πλοιοκτήτρια εταιρεία. Ειδικότερα, στην από 2-7-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης αναφέρονται ως εντολείς η δεύτερη ενάγουσα ασφαλιστική εταιρεία. Συνεπώς, το σχετικό κονδύλιο όφειλε να το αναζητήσει η δεύτερη ενάγουσα και όχι η πρώτη, διότι δεν αποτελεί δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε η τελευταία ούτε εξάλλου αποδεικνύεται ότι κατέβαλε το σχετικό ποσό στην ασφαλιστική εταιρεία. Περαιτέρω, η πρώτη ενάγουσα δαπάνησε το ποσό των 30,000 δολ.ΗΠΑ πλέον ΦΠΑ ποσού 5,100 και εν συνόλω ποσό 35.100 δολ. ΗΠΑ, για παροχή νομικών υπηρεσιών της ισραηλινής δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία «…» παρασχεθείσες στα πλαίσια της ενασχόλησης της με το ζήτημα των διαπραγματεύσεων με τους εκπροσώπους και πληρεξουσίους δικηγόρους του τρίτου των εναγομένων στην Μεγάλη Βρετανία, για επανειλημμένες συναντήσεις και συνεργασίες της μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της πρώτης ενάγουσας εν Ελλάδι, για συλλογή και αξιολόγηση του περιεχομένου των απαραιτήτων εγγράφων και λοιπού αποδεικτικού υλικού προκειμένου να συνταχθεί η παρούσα αγωγή, για επαφές με τους ασφαλιστές, μάρτυρες κ.λπ., σύμφωνα με το υπ, αριθ. …/1.11.2017 τιμολόγιο της εν λόγω εταιρείας. Επίσης, για την αµοιβή του επιβλέποντος για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας τις επισκευές μηχανικού της εταιρείας «…», συμπεριλαμβανομένων του κόστους των αεροπορικών εισιτηρίων, της δαπάνης ξενοδοχειασμού, διατροφής και συναφών μετακινήσεων του, καθώς και των αντίστοιχων δαπανών για δύο μέλη του πληρώματος των οποίων η παρουσία στο σκάφος κατά την διάρκειαν των επισκευών ήταν συχνάκις επιβεβλημένη, κατέβαλε το συνολικό ποσό των 19.060 ευρώ και συγκεκριμένα: α) το ποσό των 3.995 ευρώ σύμφωνα με το από 27 Ιαν. 2017 τιμολόγιο της εν λόγω εταιρείας, στο οποίον περιλαμβάνονται αμοιβή διαχείρισης, σε μηνιαία βάση ποσού 2.000 ευρώ πλέον ποσού 25 ευρώ ως προμήθεια τραπέζης, επιπλέον δε ποσό 1.970 ευρώ για αεροπορικά εισιτήρια και λοιπά έξοδα ταξιδίου καθώς και δαπάνες διαβίωσης (ξενοδοχειασµός, σίτιση, κ.λπ.), εν συνόλω ποσό 3.995 (ήτοι 2.000 + 25 + 1.970 ευρώ), β) Ποσό 2.436 ευρώ σύμφωνα με το από 25/4/2017 τιμολόγιο της παραπάνω εταιρείας, στο οποίο περιλαμβάνεται αμοιβή της εν λόγω εταιρείας για επίβλεψη ποσού 2.000 ευρώ, προμήθεια τραπέζης ευρώ 25, δαπάνη ταξιδίου και διαµονής ευρώ 411 και εν συνόλω ευρώ 2.436 (ήτοι 2.000 + 25 + 411 ευρώ), γ) Ποσόν ευρώ 2.325 σύμφωνα με το από 2 Αυγ. 2017 τιµολόγιο της προαναφερόµενης εταιρείας, στο οποίο περιλαμβάνεται ποσόν ευρώ 2.000 ως συµφωνηθείσα µηνιαία αμοιβή επίβλεψης, ποσόν ευρώ 25 ως τραπεζική προμήθεια και ποσόν ευρώ 300 για δαπάνη ταξιδίου και διαβίωσης, και εν συνόλω ευρώ 2.325 (ήτοι 2.000 + 25 + 300 ευρώ), το ποσό των 2.025 σύµφωνα με το από 4 Φεβρουαρίου 2017 τιμολόγιο της εν λόγω εταιρείας, στο οποίο περιλαμβάνεται η συµφωνηθείσα πάγια μηνιαία αμοιβή επίβλεψης ευρώ 2.000, πλέον τραπεζικής προμήθειας ευρώ 25 και εν συνόλω ευρώ 2.025 (ήτοι 2.000 + 25 ευρώ), ε) το ποσό των 3.279 ευρώ σύμφωνα με το από 25 Μαΐου 2017 τιμολόγιο της προαναφερόμενης εταιρείας, στο οποίο περιλαμβάνεται ποσό ευρώ 2.000 ως πάγια μηνιαία αμοιβή για την επίβλεψη των επισκευών, ευρώ 25 ως τραπεζική προμήθεια και ποσό ευρώ 1.254 για δαπάνη ταξιδίου και διατροφής και διαμονής, και εν συνόλω ευρώ 3.279 (ήτοι 2.000 + 25 + 1.254 ευρώ), στ) το ποσό των 2.875 ευρώ σύμφωνα με το από 1η Μαρτίου τιμολόγιο της ως άνω εταιρείας, στο οποίο περιλαμβάνεται η προαναφερόμενη πάγια µηνιαία αμοιβή για επίβλεψη της πορείας των επισκευών ποσού ευρώ 2.000, επιπλεον ποσό ευρώ 25 ως προμήθεια τραπέζης, καθώς και ποσόν ευρώ 850 για δαπάνη ταξιδίου, διατροφής και διαµονής, και εν συνόλω ευρώ 2.875 (ήτοι 2.000 + 25 + 875 ευρώ), ζ) το Ποσό των ευρώ 2.125 σύμφωνα με το από 28/5/2017 τιμολόγιο της εν λόγω εταιρείας, στο οποίο περιλαμβάνεται η προαναφερόµενη πάγια μηνιαία αμοιβή ποσού ευρώ 2.000, ποσόν ευρώ 25 ως τραπεζική προμήθεια και ποσό ευρώ 100 ως δαπάνη ταξιδίου και διατροφής ήτοι εν συνόλω ποσόν ευρώ 2.125 (ήτοι 2.000 + 25 + 100 ευρώ). Για αεροπορικά εισιτήρια, δαπάνες ξενοδοχειασμού, σίτισης και συναφών μετακινήσεων των υπαλλήλων της εταιρείας «…» (F. και G.) με σκοπό την επίβλεψη των εργασιών επισκευής, από Τελ Αβίβ προς Πίζα Ιταλίας μέσω Κωνσταντινούπολης την 25/7/2017 και επιστροφής στο Τελ Αβίβ Ι. την 27/7/2017, καθώς επίσης και την 27/4/2017 μέσω Ρώμης και επιστροφής την 29/4/2017 στο Τελ Αβίβ παρομοίως δε την 31/5/2017 και επιστροφής στο Τελ Αβίβ την 1-2/6/2017 και του πλοιάρχου του σκάφους από Ισραήλ ή Νταλαμάν Τουρκίας προς Βιαρέτζιο µε επιστροφή προκειµένου να επιβλέψει την πρόοδο των επισκευών και να συνεργαστεί µε τα επισκευαστικά συνεργεία, όποτε αυτό εκρίνετο απαραίτητο, για δαπάνες αποναυτολόγησης δύο µελών του πληρώματος του σκάφους, καθώς και αεροπορικών εισιτηρίων για την μετά την αποναυτολόγησή τους επιστροφή τους στο Μποντρούμ της Τουρκίας και στην Οδησσό Μολδαβίας αντίστοιχα, καθώς και άλλες συναφείς δαπάνες µετακίνησης, λοιπές συναφείς υπηρεσίες, εργασίες και συναφή έξοδα και δαπάνες αιτιωδώς συνδεόμενες με το εν λόγω περιστατικό, κατέβαλε κατά το χρονικό διάστημα από 9/10 μέχρι 26/12/2016 στην εταιρεία πρακτορείας σκαφών αναψυχής με την επωνυµία «K. Y.) το συνολικό ποσό των 3.379 ευρώ αναλυόµενο ως εξής: α) Ποσό Ευρώ 90,00 για την διευθέτηση ταξιδιωτικών διατυπώσεων άφιξης. β) Ποσό Ευρώ 90,00 για διευθέτηση ταξιδιωτικών διατυπώσεων αναχώρησης, γ) Ποσό Ευρώ 455 για δαπάνη αεροπορικού εισιτηρίου της από την Πίζα, Ιταλίας στο Μποντρούµ της Τουρκίας, δ) Ποσόν Ευρώ 150 για διεκπεραίωση των εγγράφων και διατυπώσεων της αποναυτολόγησης της, ε) Ποσόν Ευρώ 92 για διεκπεραίωση διαδικασίας έκδοσης άδειας παραμονής (βίζας), στ) Ποσό 150 Ευρώ για διεκπεραίωση διατυπώσεων και διαδικασίας για την αποναυτολόγησης, ζ) Ποσό Ευρώ 92 για έκδοση άδειας παραµονής (βίζας), η) Για κόµιστρο ταξί από το λιμάνι Ζέας στο αεροδρόµιο («Ελ. Βενιζέλος») ποσόν Ευρώ 50,00, η) Ποσό Ευρώ 465 για έκδοση αεροπορικού εισιτηρίου μέλους του πληρώματος του σκάφους από Πίζα Ιταλίας προς Οδησσό, ι) Ποσό Ευρώ 150 για διεκπεραίωση διατυπώσεων για την αποναυτολόγηση του πλοιάρχου, κ) Ποσό Ευρώ 92, για διεκπεραίωση ενεργειών/διατυπώσεων της έκδοσης άδειας παραµονής (βίζας) του πλοιάρχου, λ) Ποσό Ευρώ 249, για έκδοση αεροπορικού εισιτηρίου του πλοιάρχου από Πίζα Ιταλίας προς το αεροδρόμιο της Τουρκίας, μ) Ποσό Ευρώ 50,00 για κόµιστρα ταξί από το αεροδρόµιο στο λιμάνι Ζέας (Πειραιάς), ν) Ποσόν Ευρώ 150 για διεκπεραίωση διαδικασίας ναυτολόγησης, ξ) Ποσόν Ευρώ 1.054 για αμοιβή πρακτόρευσης, ήτοι ποσόν Ευρώ 850 + Φ.Π.Α. 24%. Αντιθέτως, δεν αποτελεί ζημία η δαπάνη ελλιμενισµού στην Μαρίνα Ζέας από 9 µέχρι 25/12/2016, καθώς και η δαπάνη για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος/ύδατος για τρεις μήνες, δεδομένου ότι τα ποσά αυτά θα τα κατέβαλε για τον ελλιμενισμό του σκάφους σε μαρίνα ανεξαρτήτως του ζημιογόνου συμβάντος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η αξία του επίδικου σκάφους με τα ειδικότερα χαρακτηριστικά που ανωτέρω αναφέρθηκαν ανερχόταν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, την ημέρα επίδικου συμβάντος στο ποσό των 3.000.000 ευρώ, που ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο, λαμβανομένων υπόψη του χρόνου ναυπήγησης του το έτος 2015 στην Iταλία, επιπρόσθετα δε της μείωσης της εμπορικής αξίας των σκαφών μετά την παρέλευση δύο ετών από τη ναυπήγηση του. Μετά τις ως άνω εργασίες και παρά την επιμελημένη επισκευή του από την κατασκευάστρια εταιρεία, εξαιτίας της φύσης και της έκτασης των ανωτέρω ζημιών, που υπέστη, μειώθηκε η, κατά το χρόνο εκείνο, αγοραστική του αξία, κατά την έννοια της εμπορικής υπαξίας, που συνίσταται στη μείωση της αξίας πώλησής του, λόγω της παρατηρούμενης στις συναλλαγές απροθυμίας για την αγορά σκαφών που έχουν πάθει παρόμοιες δομικές βλάβες και ειδικότερα λόγω της υποψίας ως προς την ύπαρξη κρυφών ελαττωμάτων, δυναμένων να εμφανιστούν αργότερα κατά τη χρησιμοποίησή του, όσο και κατά την έννοια της τεχνικής υπαξίας, λόγω των ζημιών που προκλήθηκαν σε αυτήν, οι οποίες μπορούν να διαπιστωθούν με ευχέρεια από οποιονδήποτε έμπειρο αγοραστή, κατά ποσοστό 10% ανερχόμενο στο ποσό των 250.000 ευρώ, το οποίο οφείλεται στην πρώτη ενάγουσα, γενομένης δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης της ένστασης συνυπολογισμού της ωφέλειας που αποκόμισε η ενάγουσα από τις επισκευές, συνιστάμενη στο κόστος της αναγκαίας συντήρησης τους σκάφους (ηλικίας δύο ετών) την οποία θα πραγματοποιούσε η ενάγουσα σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του ζημιογόνου συμβάντος. Περαιτέρω, η δεύτερη ενάγουσα διεκδικεί την καταβολή του συνολικού ποσού των 99.450 δολαρίων ΗΠΑ το οποίο ισχυρίζεται ότι κατέβαλε ως αμοιβή των νομικών υπηρεσιών του δικηγορικού γραφείου με την επωνυμία «I. O.», με έδρα το Τελ Αβίβ σχετικά με το ένδικο περιστατικό. Ωστόσο, η ως άνω δικηγορική εταιρεία, όπως ήδη εκτέθηκε, έχει εισπράξει το ποσό των 35.100 δολαρίων ΗΠΑ από την πρώτη ενάγουσα για την παροχή νομικών υπηρεσιών και κατά συνέπεια οι σχετικές δαπάνες πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμες, λόγω του γεγονότος ότι πραγματοποιήθηκαν από υπερβολική πρόνοια και δεν αποτελούν πράξη συνετής διαχείρισης ίδιων πραγμάτων. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη στις 7-3-2017 κατήρτισε στην Ελλάδα με την δεύτερη εναγομένη μνημόνιο συμφωνίας δυνάμει του οποίου υπογράφηκε στον Πειραιά στις …-2017 η σύμβαση πώλησης του ζημιογόνου σκάφους. Η πρώτη εναγομένη μεταβίβασε το ως άνω σκάφος ως σύνολο περιουσίας στην δεύτερη εναγομένη, η οποία γνώριζε, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ότι αυτό ήταν το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο. Συνεπώς, σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 479 ΑΚ η δεύτερη εναγομένη- αγοράστρια του ζημιογόνου πλοίου ευθύνεται σε ολόκληρο με την πρώτη, μέχρι την αξία του σκάφους κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Κατόπιν τούτων πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρον ευθυνόμενες, στην πρώτη ενάγουσα ως αποζημίωση για την αποκατάσταση των θετικών ζημιών που υπέστη το συνολικό ποσό των διακοσίων ογδόντα εννέα χιλιάδων ενενήντα πέντε ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (289.095,85), καθώς και το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των τριάντα πέντε χιλιάδων εκατό (35.100) δολαρίων Η.Π.Α., με την επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, καθώς και στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των τετρακοσίων δέκα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα έξι (414.466) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση τους. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του τρίτου εναγομένου πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εναγουσών λόγω της ήττας τους, καθώς επίσης μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών σε βάρος των πρώτων δύο εναγόμενων κατά το μέρος της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς το τρίτο εναγόμενο.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του τρίτου εναγομένου σε βάρος των εναγουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (4.500) ως προς τη πρώτη ενάγουσα και στο ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων είκοσι ευρώ (6.220) ως προς τη δεύτερη ενάγουσα.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς τις πρώτες δύο εναγόμενες.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν, εις ολόκληρο έκαστη, στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των διακοσίων ογδόντα εννέα χιλιάδων ενενήντα πέντε ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (289.095,85), καθώς και το σε ευρώ ισάξιο του ποσού των τριάντα πέντε χιλιάδων εκατό (35.100) δολαρίων Η.Π.Α., με την επίσημη ισοτιμία ευρώ – δολαρίου Η.Π.Α. κατά το χρόνο της πληρωμής, καθώς και στην δεύτερη ενάγουσα το ποσό των τετρακοσίων δέκα τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα έξι (414.466) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση τους.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της πρώτης ενάγουσας ύψους επτά χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (7.500), καθώς και της δεύτερης ενάγουσας ύψους δέκα χιλιάδων τριακοσίων εξήντα ευρώ (10.360) ευρώ σε βάρος των δύο πρώτων εναγομένων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στο Πειραιά στις
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 07-11-2019.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ