ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης : 2915/2019
Αριθμός κατάθεσης έφεσης: …/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Προϊστάμενo της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Σαχίνη Χρυσούλα.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Μαρτίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΕΚΚΑΛΩΝ : … του …, ναυτικός ΕΝ, κάτοικος Κ. Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο ΚΟΝΤΟΣΕΑ ΑΝΝΑ (Α.Μ. … του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗ : Η εταιρία με την επωνυμία « ….» που εδρεύει στα Χ. της Κρήτης και διατηρεί γραφεία στον Π….., και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΤΑΜΑΤΕΛΟΠΟΥΛΟΥ (Α.Μ. … του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ).
Ο εκκαλών ζητεί να γίνει δεκτή η από 20-12-2017 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο: …/2018) με ΓΑΚ – ΕΑΚ προσδιορισμού …/2018 κατά της υπ’ αριθμ. 23/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία προσδιορίστηκε για να δικαστεί για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Φέρεται προς συζήτηση από 20-12-2017 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο: …/2018) με ΓΑΚ – ΕΑΚ προσδιορισμού …/2018 κατά της υπ’ αριθμ. 23/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 663 επ. ΚΠολΔ όπως ίσχυαν, ως εκ του χρόνου κατάθεσης της αγωγής, σε συνδυασμό με άρθρο 82 ΚΙΝΔ), η οποία ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 513 παρ. 1, 516, 517, παρ. 1 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, για την άσκηση της οποίας ως αφορώσας εργατική διαφορά δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρο 495§4 ΚΠολΔ), εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται επίδοση της εκκαλουμένης αρμοδίως κατά το άρθρο 51 Ν. 2172/1993, αφού το αίτημα της αγωγής αφορά αμοιβή από παροχή εργασίας σε πλοίο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω η βασιμότητα των προβαλλομένων λόγων της εφέσεως.
Με την με την από 22-12-2013 και με ΓΑΚ-ΕΑΚ : …/27-12-2013 αγωγή του, ο ενάγων ισχυρίστηκε ότι μεταξύ του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος και της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης εταιρίας καταρτίστηκε στον Πειραιά άτυπα σύμβαση ναυτικής εργασίας στις 30.10.2012 σε εκτέλεση της οποίας προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο λιμάνι της Πάτρας, με την ειδικότητα του B’ Μηχανικού, επί του υπό Ελληνική σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου «…» (αρ. νηολογίου Χανίων …..), κοχ 27239, tDW 5339 και ΔΔΣ SZQW, σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες του ελληνικού δικαίου και της οικείας και κάθε φορά ισχύουσας ΣΣΕ πληρωμάτων των Μεσογειακών Τουριστικών Πλοίων. ‘Οτι στο ανωτέρω πλοίο παρείχε τις υπηρεσίες του έως τις 21.12.2012, οπότε απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει», σύμφωνα με την εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο, πλην όμως στην πραγματικότητα απολύθηκε λόγω αναξιοπλοΐας του πλοίου εξαιτίας βλαβών που υπέστη αυτό από πυρκαγιά που ξέσπασε. Ότι κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ήταν ναυτολογημένος στο ως άνω πλοίο, κατόπιν εντολής του πλοιάρχου και των ανωτέρω του, εργαζόταν τουλάχιστον κατά μέσο όρο επί 12 ώρες ημερησίως κατά τις καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και Αργίες, απασχολούμενος σε τρεις διαφορετικές βάρδιες. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη – με προσωρινά εκτελεστή απόφαση – να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 6.367,08 ευρώ, που αφορά απαιτήσεις του από δεδουλευμένες αποδοχές, υπερωριακή αμοιβή κατά τα Σάββατα και τις αργίες, κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, από αποζημίωση αδείας και αποζημίωση απόλυσης, νομιμοτόκως από της απολύσεως του (21.12.2012), άλλως από της κοινοποιήσεως της αγωγής και μέχρι την οριστική εξόφληση και να καταδικαστεί η εναγομένη στην δικαστική του δαπάνη Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία αφού έκρινε ότι αυτή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη καθ’ όλα τα αιτήματά της, κατά τις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 57 και 84 του ΚΙΝΔ, 341 παρ. 1, 345, 346, 361, 648, 653, 655, 659, 680 ΑΚ σε συνδυασμό προς τις σχετικές διατάξεις και τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Τουριστικων Πλοίων του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. Y.A. 3525.10/01/2010 (Φ.Ε.Κ. B΄ 1743/5.11.2010), 907 και 908 παρ. 1ε’ και 176 του ΚΠολΔ δέχθηκε αυτή εν μέρει και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει εντόκως από την επομένη της ημερομηνίας απόλυσης του (21.12.2012) το ποσό των 96,92 ευρώ, κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή και καταδίκασε την εναγόμενη σε καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο εκκαλών με τους λόγους της εφέσεως του, που κατ’ εκτίμηση αυτών συνίστανται σε έναν, περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ως προς τις υπερωρίες που εργάστηκε και εσφαλμένου μαθηματικού υπολογισμού των αποδοχών που του οφείλονται και ως προς την αιτία απόλυσης του και συνακόλουθα την υποχρέωση της εναγομένης σε καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης σε αντίθεση με τα όσα δέχθηκε η εκκαλούμενη. Ζητά δε την εξαφάνισή της εκκαλουμένης, κατά το μέρος που απέρριψε την αγωγή της, με σκοπό την αποδοχή της αγωγής στο σύνολο της και την επιδίκαση της δικαστικής δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Εν προκειμένω, καθώς η επίδικη διαφορά εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Στην εν λόγω περίπτωση εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη αλλά και το δικαιο της χώρας που κατοικεί ο ενάγων – εκκαλών, αλλά και η έδρα της πλοιοκτήτριας εταιρίας του πλοίου, εναγομένης – εφεσίβλητης, επιπλέον δε ως το δίκαιο με την οποία συνδέεται η σύμβαση εργασίας στενότερα (άρθρα 3 και 8 παρ. 2β Κανονισμού «Ρώμη Ι», ο οποίος δεν θίγει, κατά τη ρητή του πρόβλεψη τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ούτε τις αναγκαστικού δικαίου προστατευτικές διατάξεις για τον εργαζόμενο – βλ. Παπασιώπη-Πασιά σε Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ΄έκδοση, σελ. 307, 323, Κοροτζή, ΝαυτΔ Ι, σελ. 250 – 252 υπό την ισχύ της Σύμβασης «Ρώμη Ι»). Ενόψει αυτών, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, κατά τις διατάξεις των άρθρων 53, 54, 57, 69 α΄ και 75 του ΚΙΝΔ, 345, 346, 361, 648, 653, 655, 659, 680 ΑΚ σε συνδυασμό προς τις σχετικές διατάξεις και τις διατάξεις της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Μεσογειακών Τουριστικων Πλοίων του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. Y.A. 3525.10/01/2010 (Φ.Ε.Κ. B΄ 1743/5.11.2010), και είναι αυτοδικαίως εφαρµοστέα στην ένδικη σύµβαση ναυτικής εργασίας (άρθρα 83 εδ. α΄ ΚΙΝΔ και 1 παρ. 1,3 και 5 παρ. 1 του α.ν. 3276/1944 «περί συλλογικών συµβάσεων εν τη ναυτική εργασία») αφού δεν έχει επηρεαστεί από την κατάργηση των διατάξεων του ν. 1876/1990 στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας, διότι οι διατάξεις αυτές δεν ίσχυαν ουδέποτε στις συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ΜΕφΠειρ 321/2019, http://www.efeteio-peir.gr), πλην του αγωγικού αιτήματος για καταβολή τόκων από την επομένη της ημερομηνίας απόλυσης του (21.12.2012) που εσφαλμένως κρίθηκε ως νόμιμο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς από το άρθρο 75 ΚΙΝΔ προκύπτει ότι παρεπόμενο της λύσης της σύμβασης ναυτολόγησης του ναυτικού αποτελεί η καταβολή αποζημίωσης από τον πλοιοκτήτη στο ναυτικό, διάταξη που ρυθμίζει εξαντλητικά το πότε αυτή οφείλεται στο ναυτικό, καθώς δε η αποζημίωση απολύσεως δεν θεωρείται μισθός και δεν υφίσταται ως προς αυτή δήλη ημέρα καταβολής, ο τόκος άρχεται από της οχλήσεως και κατά πάσα περίπτωση από της επιδόσεως της αγωγής, όπως εν προκειμένω (ΕφΠειρ 19/2016, Νομος, ΕφΠειρ 53/2013, Νομος, ΕφΠειρ 283/2009, ΕΝαυτΔ 2009.102, αντίθετα ΜΠρΠειρ 47/1994, ΤΝΠ ΔΣΑ, Κοροτζής, ΝαυτΔ Ι, σελ. 383). Περαιτέρω, από τις υπ’ αριθμ. …/5-9-2014 και …/9-10-2015 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά του Δ. Σ. και του Κ. Π. αντίστοιχα, που ελήφθησαν μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων (βλ. τις υπ’ αριθμ. …΄/3-9-2014 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά Α. Α. και την υπ’ αριθμ. … /7-10-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Δ. Κ., αντίστοιχα), και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν και τα οποία χρησιμεύουν για άμεση απόδειξη και για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αφού επιτρέπεται το εμμάρτυρο, (οι διάδικοι δεν εξέτασαν μάρτυρές ενώπιον του πρωτοβάθμιου ούτε και του παρόντος Δικαστηρίου), λαμβανομένων υπ’ όψη και των διδαγμάτων της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα εξής : Δυνάμει άτυπης σύμβασης ναυτικής εργασίας που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων ναυτολογήθηκε στις 30.10.2012 στο λιμάνι της Πάτρας, με την ειδικότητα του Β’ Μηχανικού, επί του υπό Ελληνική σημαία επιβατηγού-οχηματαγωγού πλοίου «…», tDW 5339, κοχ 27239 με αριθμο νηολογίου Χανίων .., πλοιοκτησίας της εναγομένης και έναντι αμοιβής σύμφωνης με τους όρους και τις συμφωνίες του Ελληνικού Δικαίου και της οικείας και ισχύουσας ΣΣΕ Πληρωμάτων των Μεσογειακών τουριστικών Πλοίων. Το εν λόγω πλοίο εκτελούσε τακτικά το δρομολόγιο από Πάτρα προς Βενετία με ενδιάμεσες προσεγγίσεις στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας και της Κέρκυρας. Κατά τη ναυτολόγηση του ενάγοντος ως προσωπικό μηχανής του πληρώματος του ανωτέρου πλοίου εργάζονταν ως πλήρωμα στη μηχανή του σκάφους ένας μηχανικός Α΄, ένας μηχανικός Α/Β, δύο μηχανικοί Β΄, ένα μηχανικός Γ΄, ένας προΐστάμενος ηλεκτρολόγος, ένας ηλεκτρολόγος Β’, ένας βοηθός ηλεκτρολόγος, τρεις μηχανοδηγοί Α΄, ένα μηχανοδηγός Β΄ και δύο καθαριστές μηχανής, ήτοι συνολικά δεκατέσσερα (14) άτομα. O ενάγων, απασχολούνταν καθημερινά με ανατιθεμένα σε αυτόν καθήκοντα συναφή με την ειδικότητά του, στις μηχανές του πλοίου εντός του μηχανοστασίου σε εργασίες συντήρησης και επισκευής αυτών. Όπως προελέχθη, ο ενάγων είχε συμφωνηθεί να αμείβεται κατα τους όρους της ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Μεσογειακών Τουριστικων Πλοίων του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. Y.A. 3525.10/01/2010 (Φ.Ε.Κ. B’ 1743/5.11.2010) και είναι εφαρμοστέα στην επίδικη ναυτολόγηση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Δυνάμει αυτής ο ενάγων δικαιούτο να λαμβάνει ως μηνιαίο μισθό το ποσό των 3.177,82 ευρώ (μισθ. Ενεργ. 1574,66 + Κυρ. 346,42 + ειδ. Επιδ. B’ μηχανικού 213,56 + επιδ. για εξτρα εργασ. 151,24 + επιδ. αδειας 852,70 + επιδ. βαρειας και ανθ.εργασίας 21,24), ενώ όπως ορθώς έκρινε ως προς το σημείο αυτό και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αντίτιμο τροφής δεν αποδείχτηκε ότι δικαιούται ο εκκαλών, διότι το πλοίο διέθετε μαγειρείο και ήταν ναυτολογημένο αντίστοιχο προσωπικό μαγειρείου, ώστε η τροφή παρεχόταν παρασκευασμένη σε είδος. Ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα που το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε το παραπάνω δρομολόγιο, απασχολούνταν στις ανωτέρω εργασίες πέραν του νομίμου ωραρίου, υπερωριακώς (ήτοι, πέραν του οχταώρου τις καθημερινές και τις Κυριακές και καθόλη της διάρκεια της εργασίας του κατά τα Σάββατα και τις αργίες), ως προκύπτει και από μηνιαίως χρηματικό ποσό 1.500 ευρώ που εδίδετο παγίως για υπερωρίες, με τον όρο ότι ακόμη και στην περίπτωση που ο ενάγων δεν θα διενεργούσε συνολικά εντός του μηνός υπερωρίες αντίστοιχης αξίας κατά νόμο, το υπολοιπόμενο ποσό θα παρεχόταν στον εργαζόμενο ως οικειοθελής παροχή, ως είθισται επί πληρωμάτων πλοίων (βλ. μεταξύ άλλων και τον προσκομιζόμενο λογαριασμό μισθοδοσίας). Με άλλα λόγια, υπήρχε συμφωνία αμοιβής του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό, που στη ναυτική πρακτική ονομάζεται «κλειστός» και στον οποίο περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε (ΑΠ 1700/1998, ΕΝαυτΔ 1999.465, ΑΠ 1013/2003 ΕΝαυτΔ 2003.345, ΕφΠειρ 50/2016, Νομος). Σημειώνεται ότι, όπως ορθώς κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι αδιάφορη η διατύπωση ή μη επιφύλαξης κατά την είσπραξη του μισθού και την υπογραφή της σχετικής βεβαίωσης είσπραξης προκειμένου περί νομίμων αποδοχών, καθώς από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 του Ν. 2112/1920 και 8 παρ. 4 του ΝΔ 4020/1959 συνάγεται αρχή του εργατικού δικαίου κατά την οποία κάθε παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα λήψης των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλης εκ της εργασίας αυτού παροχής, οπωσδήποτε και αν έλαβε χώρα, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 857/2018, Νομος, ΑΠ 843/2002, ΕλλΔνη 2002.1659, Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο Ι, 2006, σελ. 742 – 743). Ο ενάγων απασχολούνταν στο ανωτέρω πλοίο 12 ώρες ημερησίως τις καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και τις αργίες, ενόψει και της ειδικότητας με την οποία απασχολούνταν και της διαρκούς ανάγκης επίβλεψης και άμεσης επιδόρθωσης τυχόν βλαβών στις μηχανές του πλοίου και, πλέον συγκεκριμένα, πραγματοποιούσε 2 βάρδιες των 4 ωρών έκαστη, ενώ απασχολούνταν και τέσσερις ώρες επιπλέον νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης προκειμένου να εκτελέσει τα ανωτέρω καθήκοντά του, ενόψει και του γεγονότος ότι στο πλοίο με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ανάγκες απασχολούνταν 4 μηχανικοί-αξιωματικοί του πληρώματος μηχανής, όπως ορθώς εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά ως προς το σημείο αυτό η εκκαλούμενη απόφαση. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι στις 19.11.2012 και ενώ το πλοίο βρισκόταν εν πλω και κατευθυνόταν προς το λιμάνι της Πάτρας, ξέσπασε πυρκαγιά στο γκαράζ του πλοίου και δη σε μεταφερόμενο φορτηγό όχημα, η οποία επεκτάθηκε και σε άλλα οχήματα, με αποτέλεσμα την πρόκληση εκτεταμένων ζημιών στο πλοίο, το οποίο κρίθηκε αναξιόπλοο για όλο το χρονικό διάστημα των επισκευών επ’ αυτού, το οποίο στις 25.11.2012 μεταφέρθηκε στο λιμάνι της Σύρου. Συνεπεία του γεγονότος αυτού, το πλοίο παρέμεινε ακινητοποιημένο στο εκεί ναυπηγείο για επισκευή έως το τέλος του μηνός Ιουλίου 2013. Κατα το διάστημα που παρέμεινε στο ναυπηγείο, το πλήρωμα ως είχε εξακολούθησε να απασχολείται έως την 22.12.2012 σε εργασίες επισκευής και συντήρησης με ωράριο 8 π.μ. έως 5 μ.μ, χωρίς βάρδιες, αφού εκ του γεγονότος ότι το πλοίο ήταν ακινητοποιημένο τούτο δεν ήταν απαραίτητο, ήτοι το προσωπικό απασχολούνταν, εργαζόμενοι από κοινού, επί εννέα ώρες κατα τις καθημερινές, ήτοι μία ώρα πλέον του νομίμου ωραρίου του, ενώ μετα τις 5 μ.μ. τις εργασίες συνέχιζαν μόνο τα εξωτερικά ναυπηγοεπισκευαστικά συνεργεία, ενώ την ημέρα του Σαββάτου απασχολούνταν από τις 8 π.μ έως τις 12 μ.μ, οπότε συνέχιζαν τις εργασίες τα εξωτερικά συνεργεία, ενώ τις Κυριακές απασχολούνταν μόνο τα τελευταία, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (βλ. σχετικά τα προσκομιζόμενα αντίγραφα του ημερολογίου γέφυρας και). Συνεπώς κατά το χρονικό διάστημα από 25.11.2012 ως 21.12.2012, ο ενάγων απασχολήθηκε με το ως άνω ωράριο (από 8 π.μ. έως 5 μ.μ) και άρα μία (1) επιπλέον ώρα νόμιμης υπερωριακής απασχόλησης, εκ των οποίων μία (1) ημέρα ήταν αργία (6.12.2012, εορτή Αγίου Νικολάου – βλ. άρθρο ανωτέρω ΣΣΕ). Ενόψει των παραπάνω, ο ενάγων εδικαιούτο για αμοιβή υπερωριακής εργασίας τα ακόλουθα ποσά: 1) Μισθολογική Περίοδος από 30.10.2012 έως και 24.11.2012 (κατά την οποία εφαρμοστέα είναι η προαναφερόμενη ΣΣΝΕ έτους 2010): Α) αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τα Σάββατα: Κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα ο ενάγων εργάστηκε προς κάλυψη των αναγκών του πλοίου και εκτέλεση απάντων των καθηκόντων του ως μηχανικός B΄ επί 12 ώρες την ημέρα για 4 Σάββατα, ήτοι συνολικά εργάστηκε 4 ημέρες επί 12 ώρες = 48 ώρες Χ 13,65 ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 50% βλ. και Κοροτζή, ο.π., σελ. 318 – 319) = 655,20 ευρώ. B) Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές και Κυριακές: Κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, ο ενάγων εργαζόταν κατά τις καθημερινές και Κυριακές επί 12 ώρες την ημέρα και ως εκ τούτου πραγματοποιούσε 4 ώρες υπερωρίες την ημέρα. Αναλυτικότερα, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα εργάστηκε 19 καθημερινές και 3 Κυριακές και εν συνόλω 22 ημέρες X 4 ώρες υπερωριακής εργασίας = 88 ώρες X 11,38 ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 25% βλ. και Κοροτζή, ΝαυτΔ Ι, σελ. 318 – 319)=1.001,44 ευρώ. Μισθολογική Περίοδος από 25.11.2012 έως 22.12.2012 (κατά την οποία εφαρμοστέα είναι η προαναφερόμενη ΣΣΝΕ έτους 2010): Α) Αμοιβή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές: Κατά το προαναφερόμενο χρονικό γων εργάστηκε προς κάλυψη των αναγκών του πλοίου και εκτέλεση καθηκόντων του ως μηχανικός B΄ επί 9 ώρες την ημέρα για 19 καθημερινές, ήτοι συνολικά εργάστηκε 19 ημέρες επί 1 ώρα = 19 ώρες X 11,38 ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 25°/ο) = 216,22 ευρώ και 1 ώρα κατά την εορτή του Αγίου Νικολάου, για την οποία δικαιούται ποσό 13,65 ευρώ (προσαύξηση ωρομισθίου κατά 50% βλ. και Κοροτζή, ο.π., σελ. 318 – 319) Κατα συνέπεια, για τις ως άνω αιτίες ο ενάγων δικαιούται συνολικά το ποσό των (655,20 + 1.001,44 + 216,22 + 13,65 =) 1.886,51 ευρώ και όχι 1.884,24 ευρώ, που έκρινε η εκκαλούσα. Κατά συνέπεια, για το σύνολο της ναυτολόγησης του έπρεπε να λάβει για νόμιμες αποδοχές του το ποσό των (3.177,82 + 1.886,51=)5,064,33 ευρώ, και όχι το ποσό των 5.402,29, που λόγω εσφαλμένου μαθηματικού υπολογισμού έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Εντούτοις, ο ενάγων λόγω του ως άνω συμβατικώς καθορισμένου ποσού για υπερωρίες που κατά τα προεκτεθέντα είχε συμφωνηθεί να καταβάλλεται ανεξάρτητα από το εάν ο ενάγων θα πραγματοποιούσε αυτές ή όχι, ορθώς του καταβλήθηκε το τελευταίο ποσό (συμβατικός μισθός) και ουδέν επιπλέον του οφείλεται. Περαιτέρω, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ισχυρίστηκε ότι δικαιούται να λάβει αποζημίωση απόλυσης λόγω λύσης της εργασιακής του σύμβασης με καταγγελία από τον πλοίαρχο λόγω της ανικανότητας του πλοίου προς πλου, εξαιτίας του προαναφερόμενου ατυχήματος που κατέστησε το πλοίο αναξιόπλοο για χρονικό διάστημα πέραν των οκτώ μηνών, πλην όμως, όπως ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς το εν λόγω κονδύλιο, στο ναυτικό του φυλλάδιο αναφέρεται ότι ο εκκαλών απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει», όπως και άλλων μελών του πληρώματος, οι οποίοι ζήτησαν από τον πλοίαρχο την αμοιβαία συναινέσει απόλυση τους, εξαιτίας της ανικανότητας του πλοίου προς πλου και της παραμονής του σε ακινησία για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα στο ναυπηγείο της Σύρου. Ας σημειωθεί ότι ο ενάγων ουδόλως προκύπτει ότι προέβη σε κάποια διαμαρτυρία ως προς την εν λόγω αναγραφή, παρότι πρόκειται για πεπειραμένο ναυτικό που γνωρίζει τη σημασία της εν λόγω αναγραφής και επομένως οι σχετικοί ισχυρισμοί του περί μονομερούς καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του που διατυπώθηκαν όψιμα με την ανωτέρω αγωγή του ελέγχονται ως ουσία αβάσιμοι. Επομένως, καθώς με την κρινόμενη έφεση δεν μεταβιβάστηκε το σύνολο της η αγωγική απαίτηση, ούτε ασκήθηκε αντίθετη έφεση ή αντέφεση από την εφεσίβλητη για το ποσό που η αξίωση του εκκαλούντος έγινε δεκτή, πρέπει να απορριφθεί η έφεση (άρθρο 536 ΚΠολΔ), καθώς στην προκείμενη περίπτωση επί εξαφάνισης της απόφασης ή αντικατάστασης των αιτιολογιών καθίσταται χείρονα η θέση του εκκαλούντος τόσο ως προς την κύρια απαίτηση και το ποσό αυτής που εν τέλει επιδικάστηκε όσο και ως προς την τοκοφορία του (ΑΠ 1065/2009, ΝοΒ 2009.2392, ΑΠ 1798/2008, Ισοκράτης, Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 537, αριθμ.8, Τσαντίνης σε Οικονόμου, Η έφεση, αριθμ. 13). Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-
Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.-
Καταδικάζει τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 14.8.2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ