Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)

 

 

Αριθμός απόφασης

2971/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :10772/5536/22-12-2016 έφεση)

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη, η οποία ορίσθηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Σπυριδούλα Βαλλιανάτου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 8η Ιανουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

            Της εκκαλούσας : Της εταιρείας με την επωνυμία «…» (….), με Α.Φ.Μ. : … Δ.Ο.Υ ΦΑΕ ΑΘΗΝΩΝ, που εδρεύει στην Α. (…), εκπροσωπείται νόμιμα και παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Αντώνιου Χοντου (Α.Μ. ΔΣΑ : …) βάσει δηλώσεως κατ’άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

             Του εφεσίβλητου : Γεώργιου Αγγελάκου του Παναγιώτη, κατοίκου  Π. Φ. Αττικής (οδός …), ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Σπυρίδωνα Μακρυδάκη (Α.Μ. ΔΣΑ : …).

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 17-11-2011 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ.: 6584/907/24-11-2011) αγωγή της κατά του εφεσιβλήτου και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμόν 434/2015 οριστική απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή. Ήδη η εκκαλούσα με την από 20-12-2016 (με Α.Κ. 175/22-12-2016 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεσή της προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση. Η έφεση αυτή κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :10772/5536/22-12-2016, προσδιορίσθηκε να συζητηθεί  αρχικά κατά τη δικάσιμοτης 7ης-2-2017, ότε ανεβλήθη για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν ως προαναφέρεται και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, κατέθεσε επί της έδρας τις προτάσεις του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

           Η εκκαλούσα άσκησε την από 20-12-2016 (με Α.Κ. 175/22-12-2016 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεσή της κατά της υπ΄αριθμόν 434/2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων κατά  την τακτική διαδικασία επί της από 17-11-2011 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ.: 6584/907/24-11-2011) αγωγής της κατά του εφεσιβλήτου και η οποία απέρριψε την αγωγή. Η ένδικη έφεση, ασκήθηκε νομότυπα με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη  απόφαση  και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1,511, 516 παρ.2, 517, 518 παρ.2,520 παρ.1 ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης  στην εκκαλούσα, που προσδιόρισε και την έφεση), κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 10772/5536/22-12-2016,  προσδιορίσθηκε να συζητηθεί  αρχικά κατά τη δικάσιμο της 7ης-2-2017, ότε ανεβλήθη για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο. Σημειωτέον ότι με την αγωγή της η ενάγουσα στρεφόμενη κατά του εναγομένου και διώκουσα την επιδίκαση από αυτόν σ’αυτήν, ως φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα Αλίμου χρηματικής απαίτησής της, συνολικού ποσού 8.713,91 ευρώ, πλέον τόκων, προερχομένης από τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα για την παροχή λοιπών διευκολύνσεων, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2008 έως 9-9-2011,  στο σκάφος αναψυχής …,  πλοιοκτησίας του εναγομένου-νυν εφεσίβλητου εισάγει μισθωτική διαφορά . Δεδομένου δε ότι κατά τη μεταβατική διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν. 4335/2015 «Οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591-645 εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές» σε συνδυασμό με το ότι η αγωγική απαίτηση για καταβολή του αιτουμένου χρηματικού ποσού, αφορά σε τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα για τις λοιπές παρεχόμενες στον τουριστικό λιμένα Αλίμου υπηρεσίες στο επίμαχο σκάφος αναψυχής, ως εκ τούτου, η ένδικη έφεση πρέπει, αφού  γίνει τυπικά δεκτή, να εκδικασθεί κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών (άρθρα 614  αρ.1 επ. του ΚΠολΔ)- καθότι θεμελιώνεται στις επικαλούμενες συμβάσεις ελλιμενισμού, οι οποίες αποτελούν συμβάσεις μίσθωσης ακινήτου, όπως θα αναφερθεί στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, και όχι κατά την τακτική διαδικασία, κατά την οποία η υπόθεση εισήχθη και εκδικάσθηκε στο σύνολό της από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (άρθρα 533 παρ. 1 ΚΠολΔ και 591 παρ.2 του ΚΠολΔ, βλ. σχετ.ΕφΠειρ 126/2014  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2159/2006 ΕλλΔνη 2007.263, ΕφΑθ 426/2002 ΑρχΝ 2003.716) χωρίς, για το λόγο αυτό, της εισαγωγής δηλαδή και εκδίκασης της αγωγής με εσφαλμένη διαδικασία, να διαταχθεί η εξαφάνιση της εκκαλουμένης, καθώς και η παραπομπή της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό. Εξάλλου η διαδικασία που πρέπει να εφαρμοσθεί κρίνεται από το Εφετείο αυτεπάγγελτα, χωρίς να έχει επίδραση η διαδικασία που εφαρμόσθηκε εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ΟλΑΠ 1482/1977, ΜονΕφΠειρ 500/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ) ενώ δεν είναι ανεκτό από το δίκαιο να μετακυλίεται στους διαδίκους το σφάλμα του δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση κατά την προσήκουσα διαδικασία, (βλ. επίσης περί τούτου ΜονΕφΠειρ 585/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως η ένδικη έφεση νόμιμα φέρεται στο Δικαστήριο αυτό προς εκδίκαση (άρθρο 19 ΚΠολΔ)κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών του άρθρου 614 επ.ΚΠολΔ αλλά πριν εξετασθεί περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, θα πρέπει να ερευνηθεί το παραδεκτό και η νομιμότητα της από 17-11-2011 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ.: 6584/907/24-11-2011) αγωγής, επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη, καθόσον το Εφετείο, ως εκ του μεταβιβαστικού, κατά την διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, αποτελέσματος της εφέσεως, έχει την εξουσία να ερευνά  και αυτεπαγγέλτως χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου, το ορισμένο της αγωγής, αρκεί να ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης και η απόρριψη της αγωγής, έστω για κακή εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1138/1993 Δνη 36.1052, ΕφΙωαν 62/2007, ΕφΠειρ 460/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η Έφεσις, 1986, σελ. 190, παρ. 610, 611).

Ι. Η σύμβαση ελλιμενισμού σκαφών σε τουριστικούς λιμένες (Μαρίνες) είναι σύμβαση μίσθωσης ακινήτου (ΔΕΚ 3.3.2005, C – 428/2002, Fonden Marselisborg Lystbadehavn κατά Skatteministeriet και Skatteministeriet κατά Fonden Marselisborg Lystbadehavn, σκέψη 36, Συλλογή 2005.Ι.1527, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και κατά τη νομική της φύση αποτελεί σύμβαση ενοχική, διαρκή και αμφοτεροβαρή, διεπόμενη από τις περί μισθώσεως διατάξεις του ΑΚ (ΕφΠειρ. 126/2017, ΔΕΕ 2017/801, ΜονΕφΠειρ. 585/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ. 734/2013, ΔΕΕ 2014/984, ΕφΑθ. 10868/1988, ΑρχΝ 1989/426) και από το Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας και έχει ισχύ νόμου (ΕφΠειρ. 605/2010, ΔΕΕ 2011/220, Μ. Μπάκαβου/Φ. Φωτόπουλος, Περί Λιμένων, Μαρίνες – Αγκυροβόλια – Τουριστικά – Αλιευτικά καταφύγια, 2017, σελ. 223), δεδομένου ότι εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 38 του Ν. 3105/2003 «Τουριστική εκπαίδευση και κατάρτιση, ρυθμίσεις για τον τουρισμό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 29/10.2.2003) και δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 1323/16.9.2003), οι δε από αυτήν απορρέουσες διαφορές εκδικάζονται από το δικαστήριο που είναι αρμόδιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 14 § 1 εδαφ. β, 16 αρ. 1 και 29 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993 και κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (ΜονΕφΠειρ. 847/2014, ΔΕΕ 2015/411) των άρθρων, πιο πριν 648 επομ. και ήδη, μετά την ισχύ του Ν. 4335/2015, 614 περ. 1 και 615 επομ. του ΚΠολΔ. Στις παραγράφους 1, 5 και 6 του άρθρου 31α (με τίτλο «Κανονισμοί λειτουργίας τουριστικών λιμένων»), το οποίο προστέθηκε στον ν. 2160/1993 με την παρ. 3 του άρθρου 38 του ν. 3105/2003 και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 161 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82), ορίζονται τα εξής: «1. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας θεσπίζεται Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων. Ο Κανονισμός έχει εφαρμογή σε όλους τους τουριστικούς λιμένες, στις ζώνες αγκυροβολίου, στα καταφύγια τουριστικών σκαφών και στους λιμένες ξενοδοχειακών μονάδων ανεξάρτητα από το φορέα διαχείρισης αυτών (δημόσιο ή ιδιωτικό) και από το χρόνο έναρξης λειτουργίας τους. 2…. 5. Με αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης που εκδίδονται μετά από γνώμη της Επιτροπής Τουριστικών Λιμένων που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εγκρίνονται τα τιμολόγια ελλιμενισμού και των λοιπών παρεχόμενων προς τα σκάφη υπηρεσιών από τους τουριστικούς λιμένες της παραγράφου 1. Για τον καθορισμό των τιμολογίων λαμβάνονται ιδίως υπόψη το μέγεθος των σκαφών σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, η διάρκεια ελλιμενισμού, η εποχή ελλιμενισμού, η κατηγορία των σκαφών και οι λοιπές παρεχόμενες από τον τουριστικό λιμένα εξυπηρετήσεις σύμφωνα με το επενδυτικό και εν γένει το επιχειρηματικό σχέδιο του φορέα διαχείρισης. 6. Οι Ειδικοί Κανονισμοί και τα Τιμολόγια των τουριστικών λιμένων καταρτίζονται από τους φορείς διαχείρισης και υποβάλλονται στο Υπουργείο Ανάπτυξης για έγκριση σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προηγούμενες παραγράφους». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 31 α παρ. 5 και 6 του Ν. 2160/1993  όπως η παρ. 6 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6α της υποπαρ. ΣΤ15 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α΄ 85/7.4.2014), η παρ. 5 καταργήθηκε  με την παρ. 6β της υποπαρ. ΣΤ15 της παρ. ΣΤ του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α΄ 85/7.4.2014) όπως προστέθηκε με την παρ. 3 το άρθρο 38 του ν. 3105/2003 (Α΄ 29/10.2.2003) και ως τίθεται το παρόν άρθρο ,μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 161 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82/10.4.2012) και η παρ. 5 του  τίθεται όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 4179/2013 (ΦΕΚ Α’ 175/8.8.2013) ορίζεται ότι «4. Μετά την έκδοση της άδειας λειτουργίας ο φορέας διαχείρισης υποβάλλει στη Γενική Γραμματεία Τουρισμού Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας του Τουριστικού Λιμένα. Με αποφάσεις του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εγκρίνονται οι Ειδικοί Κανονισμοί για ένα έκαστο από τους λιμένες της παραγράφου 1. Οι εγκριτικές αποφάσεις του προηγούμενου εδαφίου εκδίδονται εντός ενός μηνός από την υποβολή των Ειδικών Κανονισμών στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού. Σε περίπτωση άπρακτης παρόδου του πιο πάνω χρονικού διαστήματος οι Ειδικοί Κανονισμοί τεκμαίρονται εγκεκριμένοι. Οι κανονισμοί αυτοί ρυθμίζουν τους ειδικούς όρους λειτουργίας και εκμετάλλευσης κάθε τουριστικού λιμένα και ιδίως τα εξής θέματα».  Σύμφωνα δε με την κοινή Υ.Α. Τ /9803 /5-9-2003 (ΦΕΚ Β 1323/2003) του Υφυπουργού Ανάπτυξης και του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, εγκρίθηκε ο Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων  ο οποίος στο άρθρο 2 παρ.3 ορίζει ότι «Για τις παρεχόμενες ευκολίες εξυπηρέτησης των τουριστικών λιμένων προς τα ελλιμενιζόμενα σε αυτούς σκάφους, ο φορέας διαχείρισης κάθε τουριστικού λιμένα, εισπράττει από τους υπόχρεους τα ανάλογα δικαιώματα» και στην παρ.4 ου ίδιου άρθρου ότι «υπόχρεος προς καταβολή είναι ο πλοιοκτήτης ή ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους ο οποίος ευθύνεται και εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης». Επίσης στην παρ. 8 του άρθρου 31α του ν. 2160/1993, η οποία προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 5 του ν. 3270/2004 (Α’ 187), ορίζεται ότι «Τα τιμολόγια ελλιμενισμού και των λοιπών παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς και οι Ειδικοί Κανονισμοί Λειτουργίας των τουριστικών λιμένων που ανήκουν κατά διοίκηση και διαχείριση στην Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ ΑΕ), καταρτίζονται από το διοικητικό συμβούλιο του εκάστοτε, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 2160/1993, φορέα διαχείρισης και εγκρίνονται με απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως» (OλΣτΕ 2404/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και στην παρ. 1 του άρθρου 9  προβλέπεται ότι σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης  εξόφλησης θα ισχύουν οι νόμιμοι τόκοι υπερημερίας. Τέλος με την υπ’αριθμ. 1847/2012 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού (ΦΕΚ Β 133/3-2-2012) τροποποιήθηκε η προγενέστερη υπ’αριθμ. 1631/2007 απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού (ΦΕΚ Β 171/9-2-2007),καθορίστηκαν τα τιμολόγια των τελών ελλιμενισμού της Μαρίνας Αλίμου, ενώ με την υποπερίπτωση 6α της υποπαραγράφου 15 της παραγράφου ΣΤ του άρθρου 1 του ν.4254/2014 καταργήθηκαν έκτοτε (από τις 7-4-2014) οι εγκριτικές υπουργικές αποφάσεις που αφορούν σε τιμολόγια ελλιμενισμού. Περαιτέρω, για τη σύναψη της σύμβασης ελλιμενισμού οι, ειδικότερες των κοινών, διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ`αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης – Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Β` 1323/16.9.2003) προβλέπουν ότι «Η δυνατότητα ελλιμενισμού παρέχεται κατόπιν αποδοχής από το φορέα διαχείρισης [δηλαδή το νομικό πρόσωπο που έχει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του τουριστικού λιμένα] σχετικού αιτήματος και σύναψης σχετικής συμφωνίας κατά την οποία ο αιτών αποδέχεται τον παρόντα Κανονισμό, τον Ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας του τουριστικού λιμένα και το εγκεκριμένο τιμολόγιο αυτού» (άρθρο 7.2) και ότι «Η παραχώρηση, εκ μέρους του φορέα διαχείρισης τουριστικού λιμένα, του δικαιώματος ελλιμενισμού σκάφους, αποκτάται μόνο μετά από έγγραφη έγκριση του φορέα διαχείρισης, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τα προς τούτο απαραίτητα έγγραφα» (άρθρο 8.2). Αντικείμενο της σύμβασης που συνάπτεται είναι η έναντι ανταλλάγματος παραχώρηση του δικαιώματος ελλιμενισμού ενός σκάφους στον τουριστικό λιμένα (Μαρίνα) και η παροχή προς αυτό των υπηρεσιών, ευκολιών και εξυπηρετήσεων που αναφέρονται στο άρθρο 2.1 του Γενικού Κανονισμού, ενώ αντισυμβαλλόμενος του φορέα διαχείρισης είναι ο πλοιοκτήτης, ο κυβερνήτης, ο εκπρόσωπος ή ο χρήστης του σκάφους (σημεία 1 και 4 του άρθρου 8). Η σύμβαση καταρτίζεται εγγράφως και, καταρχήν, έχει ορισμένη διάρκεια, αφού η θέση ελλιμενισμού μπορεί να μισθώνεται είτε για ένα έτος είτε επί μηνιαίας βάσεως είτε ακόμη για βραχύτερη περίοδο, δηλαδή για μία ή και περισσότερες ημέρες (ΔΕΚ 3.3.2005, C – 428/2002, ο.π., σκέψεις 8 – 14), δύναται, όμως, μετά τη λήξη της ορισμένης διάρκειάς της να παραταθεί και με άτυπη ακόμα συμφωνία για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, εφόσον ο φορέας διαχείρισης εξακολουθεί να παρέχει τη δυνατότητα ελλιμενισμού του σκάφους στις εγκαταστάσεις του τουριστικού λιμένα και ο αντισυμβαλλόμενος εξακολουθεί να αποδέχεται τους όρους της λειτουργίας της Μαρίνας και το εγκεκριμένο τιμολόγιο για την παροχή των υπηρεσιών που απολαμβάνει. Το αντάλλαγμα που οφείλεται για την παραχώρηση στο σκάφος της χρήσης των εγκαταστάσεων του τουριστικού λιμένα, που καλείται τέλος ελλιμενισμού, αποτελεί αντικειμενικώς ουσιώδες στοιχείο (essentiale) της ομώνυμης σύμβασης και καθορίζεται βάσει τιμολογίου, το οποίο καταρτίζει ο φορέας διαχείρισης της Μαρίνας και εγκρίνεται με υπουργική απόφαση (άρθρο 2.3 εδαφ. β). Το τιμολόγιο αυτό καθορίζει το τέλος για κάθε ελλιμενιζόμενο σκάφος με κριτήρια το μέγεθός του σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, τη διάρκεια της σύμβασης, την εποχή του ελλιμενισμού, την κατηγορία του σκάφους και τις λοιπές παρεχόμενες από το λιμένα εξυπηρετήσεις (βλ. σχετ. Β. Κορμπή, Οι τουριστικοί λιμένες – Το θεσμικό πλαίσιο και η σχετική νομολογία, σε ΝοΒ 2004/1960 επομ. [1968]), η δε διοίκηση του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα νομιμοποιείται να προβαίνει σε εκπτώσεις όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν και το κρίνει απαραίτητο. Υπόχρεος για την καταβολή των τελών ελλιμενισμού και των λοιπών δικαιωμάτων του φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα είναι ο πλοιοκτήτης ή, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, και ο νόμιμος εκπρόσωπός του ατομικά, καθώς και ο χρήστης του σκάφους, που ευθύνεται εις ολόκληρον με τον πλοιοκτήτη ως πρωτοφειλέτης (άρθρο 2.4 του Γενικού Κανονισμού). Η ευθύνη των προσώπων αυτών για την καταβολή του συμφωνημένου μισθώματος ανακύπτει από την παράδοση της χρήσης του πράγματος και, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 574, 595 και 596 ΑΚ, εξακολουθεί καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που παραμένει υφιστάμενη η δυνατότητα της χρήσεώς του, ανεξαρτήτως αν ο μισθωτής χρησιμοποιεί πράγματι τη θέση ελλιμενισμού ή αν, για λόγους που αφορούν τον ίδιο, αδυνατεί ή δεν θέλει να τη χρησιμοποιήσει (ΑΠ 208/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1730/2013, ΧρΙΔ 2014/277, ΑΠ 2035/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 585/1997, Δνη 1998/112, ΤριμΕφΠειρ. 126/2017, ο.π., ΤριμΕφΛαρ. 95/2012, Δικογραφία 2012/494, ΕφΠειρ. 481/2001, ΕΔΠ 2003/352, Π. Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, ΙΙ, 2013, § 28.3, αρ. 18, σελ. 90 επομ., Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, Τόμος Ι, 2004, § 24, αρ. 34, σελ. 327, Κ. Καυκάς, Ενοχικόν Δίκαιον, Ερμηνεία κατ’ άρθρον, Ειδικόν Μέρος, τόμος Α, 1955, άρθρο 596, § 2, σελ. 269). Η υποχρέωση καταβολής του τέλους για θέση ελλιμενισμού, η οποία έπαυσε να χρησιμοποιείται, είναι συμβατική και προϋποθέτει ότι η συμφωνία από την οποία απορρέει εξακολουθεί να έχει υπόσταση και να παράγει ενοχή και τούτο συμβαίνει για όσο χρόνο εξακολουθεί η σύμπτωση της βουλήσεως των συμβαλλομένων επί όλων των ουσιωδών όρων της σύμβασης. Αν κατά τη διάρκειά της ανακύψει διαφωνία επί ουσιώδους όρου, όπως είναι το οφειλόμενο από τον πλοιοκτήτη τέλος ελλιμενισμού, η σύμβαση μπορεί να καταγγελθεί από αυτόν, που δικαιούται να εξοφλήσει τις μέχρι τότε οφειλές του και να αναχωρήσει οριστικά από τον τουριστικό λιμένα χωρίς να έχει στο εξής άλλη υποχρέωση, εφόσον τηρήσει τις ειδικότερες προϋποθέσεις που προβλέπονται στο Γενικό Κανονισμό και συγκεκριμένα εφόσον γνωστοποιήσει εγκαίρως και εγγράφως τις προθέσεις του στο φορέα διαχείρισης της Μαρίνας (άρθρο 8.9), οπότε η σύμβαση λύνεται αζημίως γι’ αμφότερα τα μέρη. Αν σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ορισμένης διάρκειας της αρχικής σύμβασης, που έχει πλέον καταστεί αορίστου χρόνου, η διαφωνία των μερών ως προς το ύψος του τέλους ελλιμενισμού διευθετηθεί με νέα συμφωνία τους, στην οποία οι συμβαλλόμενοι προσδώσουν περιορισμένη χρονική ισχύ, η αορίστου χρόνου σύμβαση ελλιμενισμού τρέπεται εφεξής σε ορισμένης διάρκειας και, αν κάτι άλλο δε συμφωνηθεί, λύνεται με την παρέλευση του χρόνου που συμφωνήθηκε, αφού έκτοτε επί ενός από τα essentialia negotii της συμβάσεως (του τέλους ελλιμενισμού) επανεπιβεβαιώνεται η σχετική και προσωρινώς αρθείσα διαφωνία των μερών και ανακύπτει διάσταση των βουλήσεών τους, που έχει ως αποτέλεσμα την ανυπαρξία συμβάσεως (negotium non existens, ΑΠ 882/2010, ΔΕΕ 2010/1210, ΜονΕφΠειρ 227/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ , Μ. Καράσης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Γενικές Αρχές, Τόμος Ιβ, δεύτερη έκδοση [2016], άρθρο 195, αρ. 5, σελ. 790, Κ. Παντελίδου, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2016, § 7, αρ. 90, σελ. 327, Δ. Κλαβανίδου, σε Δ. Παπαστερίου/Δ. Κλαβανίδου, Δίκαιο της δικαιοπραξίας, 2008, § 34, αρ. 3, σελ. 214, Α. Γαζής, γνμδ σε ΝοΒ 1999/202 επομ., Ι. Σπυριδάκης, Essentialia, naturalia, accidentalia negotii, NoB 1994/1 επομ.). Ενόψει των ανωτέρω, συνάγεται ότι το ζήτημα του καθορισμού του ανταλλάγματος, το οποίο στα πλαίσια της σύμβασης ελλιμενισμού του σκάφους του ο πλοιοκτήτης – μισθωτής οφείλει για την παραχώρηση της χρήσης των εγκαταστάσεων αυτού του λιμένα στον εκμεταλλευόμενο αυτές EOT, καθώς και στους νομίμους ειδικούς διαδόχους του (φορείς διαχείρισης του τουριστικού λιμένα) ως τέλος ελλιμενισμού , κατά διαχρονική νομοθετική επιλογή δεν αποτελεί αντικείμενο ατομικής μεταξύ των συμβαλλομένων διαπραγμάτευσης κατά την κατάρτιση της σχετικής σύμβασης αλλά καθορίζεται μονομερώς με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εκάστοτε φορέα διαχείρισης του τουριστικού λιμένα, που δεσμεύει τον αντισυμβαλλόμενο χρήστη των εγκαταστάσεων υπό την προϋπόθεση, όμως, της έγκρισής της με υπουργική απόφαση, αφού αποτελεί πράξη διαχείρισης κοινοχρήστου πράγματος κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας. Επίσης, από όλα όσα προαναφέρθηκαν επιβεβαιώνεται ότι το ύψος του επέχοντος θέση μισθώματος τέλους ελλιμενισμού σκάφους στις εγκαταστάσεις τουριστικού λιμένα καθορίζεται μονομερώς από τη διοίκηση του φορέα διαχείρισής του και δεσμεύει τον αντισυμβαλλόμενο μισθωτή εφόσον ο καθορισμός αυτός έχει εγκριθεί με υπουργική απόφαση ( ΑΠ 1424/2017, ΜονΕφΠειρ 500/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 126/2017 ΔΕΕ 2017.801).

          ΙΙ. Περαιτέρω, με το άρθρο 12 (παρ. 1) του ν. 2636/1998 (Α’ 198) συστήθηκε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «….», η οποία μετονομάστηκε αρχικώς σε «…» με το άρθρο 9 παρ. 4 του ν. 2837/2000 (Α’ 178), εν συνεχεία, με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 3270/2004 (Α’ 11), σε «….» (…), τελικά δε, με την υπ’ αριθμ. Δ6Α 1162069 ΕΞ/28.11. 2011 Κ.Υ.Α. (Β΄2779/2.12.2012), η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» ….) συγχωνεύθηκε με απορρόφησή της από την …. η οποία μετονομάσθηκε σε «Ε. Α. Δ. Α. Ε.» (….). Με την ίδια διάταξη του άρθρου 9 παρ. 4 του ν. 2837/2000 ορίστηκε ότι το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας (το οποίο, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ιδίου νόμου, είχε αναληφθεί εξ ολοκλήρου από τον Ε. Ο. Τ.), περιέρχεται στο Ελληνικό Δημόσιο, η συμμετοχή του οποίου στην εταιρεία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι κατώτερη από το 51% του μετοχικού κεφαλαίου. Σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 2636/1998, «Η εταιρία λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και διέπεται από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, όπως αυτός κάθε φορά ισχύει, πλην αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο». Σύμφωνα με το άρθρο 13 του ίδιου νόμου 2636/1998, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 9 παρ. 6 του ν. 2837/2000, σκοπός της εταιρείας «Ε. Τ. Α. Α.Ε..» είναι η διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση της περιουσίας και των επιχειρηματικών μονάδων του Ε.Ο.Τ., ως επιχειρηματικές δε μονάδες του Ε.Ο.Τ. νοούνται, μεταξύ άλλων, οι μονάδες των τουριστικών λιμένων, καταφυγίων και αγκυροβολίων τουριστικών σκαφών και των σταθμών θαλαμηγών, οι οποίες ανήκουν κατά κυριότητα στον Ε.Ο.Τ. ή τελούν υπό τη διοίκηση και διαχείριση αυτού ή έχουν μισθωθεί από αυτόν ή βρίσκονται στην εκμετάλλευσή του με οποιαδήποτε άλλη νομική μορφή. Εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 29 του ν. 2160/1993 (Α’ 118) όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 156 παρ. 1 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82), ορίζεται ότι «Τουριστικός λιμένας σκαφών αναψυχής (Μαρίνα) είναι ο χερσαίος και θαλάσσιος χώρος που προορίζεται κατά κύριο λόγο για την εξυπηρέτηση σκαφών αναψυχής, είτε για αγκυροβόλημα, είτε για μακροχρόνια ή παροδική χερσαία εναπόθεση, είτε για εξυπηρέτηση των διερχομένων σκαφών». Περαιτέρω, με την παρ. 3 του προαναφερθέντος άρθρου 29 του ν. 2160/1993, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 16 του άρθρου 39 του ν. 3105/2003 (Α’ 29/10.2.2003) και την παρ 4 του άρθρου 49 του ν. 3220/2004 (Α’ 15), προβλέφθηκε ότι «Όπου στον παρόντα νόμο αναφέρεται η φράση «φορέας διαχείρισης τουριστικού λιμένα» νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου το οποίο έχει αναλάβει με σύμβαση μετά του Δημοσίου ή μετά της «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Ανώνυμη Εταιρεία» ή εκ του νόμου την κατασκευή, λειτουργία και εκμετάλλευση τουριστικού λιμένα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου».

 ΙΙΙ. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ΄, 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 του ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων, α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου και β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης, που θεμελιώνεται επ’αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξης (βλ. ΑΠ 250/2011 ΕΕμπΔ 2011.591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011.1594, ΑΠ 1881/1987 ΕλλΔνη 29.1385). Επίσης, η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, με την έννοια της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας, δε μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή την παραπομπή στα διαλαμβανόμενα σε άλλα προσκομιζόμενα έγγραφα, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων. Μάλιστα, σε περίπτωση αμφιβολίας περί της πληρότητας ή όχι του δικογράφου, λογίζεται έγκυρη η αγωγή, εφόσον οι ελλείψεις του δικογράφου της δε δυσχεραίνουν την ανταπόδειξη (βλ. ΕφΠειρ 187/2005 ΕΝαυτΔ 2005.97, ΕφΠειρ 860/1997 ΕΝαυτΔ 26.9, Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ  άρθρο 216 αρ. 2-3). Ειδικότερα δε, όσον αφορά την θεμελίωση της αγωγής με την οποία ο εκμισθωτής ζητεί την καταβολή του μισθώματος (άρθρο 574 και 595 του ΑΚ), πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο (και να αποδεικνύονται), η σύμβαση μίσθωσης πράγματος και ειδικότερα ο τόπος και ο χρόνος σύναψης αυτής, οι συμβαλλόμενοι, το μίσθιο, το μίσθωμα και ο χρόνος καταβολής αυτού, καθώς και ο χρόνος διάρκειας της μίσθωσης, η γενομένη εκ μέρους του μισθωτή χρήση του μισθίου και η υπερημερία του μισθωτή περί την καταβολή του μισθώματος (ΑΠ 2035/2013 Α δημοσίευση ΤΝΠ NΟΜΟΣ). Εξάλλου όταν ο μισθωτής αναλαμβάνει και τις κοινόχρηστες δαπάνες με όρο στη σύμβαση, τότε η αναλογία θεωρείται μέρος του μισθώματος, ήτοι θεωρείται μίσθωμα εν ευρεία εννοία και εξομοιώνεται ως προς τις συνέπειες με τη μη καταβολή μισθώματος ( ΜονΕφΠειρ 847/2014  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδης Σύντομη Ερμηνεία ΑΚ, άρθρο 574 σελ.1127 ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την αγωγή της, επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση,  η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία εξέθετε ότι έχει δυνάμει των διατάξεων των ν. 2636/1998, 2837/2000, 3270/2004 και 3943/2011 τη διαχείριση και τη διοίκηση όλης της ακίνητης περιουσίας του ν.π.δ.δ. Ε.Ο.Τ. στην οποία περιλαμβάνεται και η μαρίνα Αλίμου που έχει ως σκοπό την εκμετάλλευση της θαλάσσιας και χερσαίας ζώνης του λιμένα δυνάμει των διατάξεων του Ν. 2160/1993. Ότι μεταξύ των σκαφών που ελλιμενίζονταν στη μαρίνα Αλίμου ελλιμενίστηκε ήδη από τις 22-11-1999 το υπό ελληνική σημαία σκάφος αναψυχής «…» με αριθμό νηολογίου Πειραιά : …, το οποίο ανήκει κατά πλοιοκτησία στον εναγόμενο και αναλυτικώς περιγράφεται στην αγωγή κατά τα ειδικότερα χαρακτηριστικά του. Εξιστορούσε ειδικότερα, ότι (η ενάγουσα) παραχώρησε δικαίωμα ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους στην προαναφερόμενη μαρίνα, καθώς και χρήσης των λοιπών παρεχομένων στο χώρο αυτό υπηρεσιών και διευκολύνσεων, αντί χρηματικού ανταλλάγματος, καθοριζομένου κάθε φορά από το Δ.Σ. του εκάστοτε φορέα διαχείρισης της μαρίνας και εγκρινομένου με την αναφερόμενη απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης, που αφορούν στο   επίδικο χρονικό διάστημα, δυνάμει της από 30-9-2001 συμβάσεως ελλιμενισμού, η οποία συνήφθη μεταξύ αυτής και του εναγομένου κατόπιν αιτήσεως του εναγομένου για το χρονικό διάστημα από 1-6-2001 εως 31-5-2002, η οποία (σύμβαση) ανανεώθηκε ετησίως για τα έτη 2002 εως και 2005 σύμφωνα με σχετική πρόβλεψη (όρος 3.2 της συμβάσεως) και ακολούθως ίσχυσε από τις 1-1-2006 έως τις 31-12-2006 με την από 8-4-2006 έγγραφη σύμβαση ελλιμενισμού και παρατάθηκε με μέχρι τις 9-9-2011 ότε λύθηκε η σύμβαση και διεκόπη ο ελλιμενισμός του σκάφους με πρωτοβουλία του εναγομένου. Ότι παρότι (η ενάγουσα) παρείχε κατά τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, υπηρεσίες ελλιμενισμού στο ως άνω σκάφος κι ο εναγόμενος έκανε αδιαλείπτως χρήση του δικαιώματος ελλιμενισμού και των λοιπών παρεχομένων υπηρεσιών, για τις οποίες εξεδόθησαν κατά το άρθρο 31 Α του Ν.2160/1993 ως ίσχυσε και τη υπ’αριθμ. 1631/2007 Υ.Α. Τουριστικής Ανάπτυξης (ΦΕΚ 171 Β/9-2-2007) τα αφορώσα το ένδικο χρονικό διάστημα τιμολόγια ελλιμενισμού και λοιπών παρεχόμενων υπηρεσιών του σκάφους, ο εναγόμενος δεν της κατέβαλε παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της,  τα αναλογούντα ανταλλάγματα για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες για το χρονικό διάστημα από  1-1-2008 έως και 9-9-2011, συνολικού ποσού  8.713,91 ευρώ, όπως τα επιμέρους ποσά αναφέρονται ανά μήνα στις συνημμένες στην αγωγή ως ενιαίο τμήμα αυτής (σε απλά αντίγραφα) χρεωστικές καρτέλες πελάτη . Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη κυρίως τη σύμβαση ελλιμενισμού και τις οικείες διατάξεις του νόμου, άλλως επικουρικώς κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, καθώς κατά το ποσό αυτό ο εναγόμενος κατά τους ισχυρισμούς της (ενάγουσας) ωφελήθηκε από τη χρήση της θέσης εναπόθεσης του σκάφους στο χώρο της μαρίνας και των λοιπών παροχών σε βάρος της δικής της περιουσίας, η ενάγουσα ζήτησε : 1) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 8.713,91 ευρώ, εντόκως από την επομένη ημέρα κάθε μήνα ελλιμενισμού, άλλως από την επίδοση της αγωγής και 2) να καταδικασθεί ο εναγόμενος στο σύνολο της  δικαστικής της δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’αριθμ.434 /2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, με την οποία, κρίθηκε ότι η αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας διότι δεν εμπεριέχει το ακριβές περιεχόμενο της σύμβασης (έργου όπως εκτιμά η εκκαλουμένη). Κατά της ανωτέρω απόφασης, με την υπό κρίση έφεσή της, παραπονείται η εκκαλούσα-ενάγουσα, έχοντας προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον, ως ηττηθείσα διάδικος, για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο του ένδικου μέσου και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δη των διατάξεων 216 ΚΠολΔ και 361 ΑΚ, από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί αοριστίας του δικογράφου της αγωγής, αφετέρου σε πλημμελή εκτίμηση των προσαχθεισών αποδείξεων (λόγος που δεν αφορά το παραδεκτό της αγωγής αλλά την ουσιαστική βασιμότητά της , στην εξέταση της οποίας όμως δεν προέβη η εκκαλουμένη), ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η εκ μέρους της ασκηθείσα αγωγή,να γίνει αυτή δεκτή καθ’ολοκληρίαν ως βάσιμη και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας. Οι λόγοι αυτοί της εφέσεως που αφορούν το ορισμένο της αγωγής, τυγχάνουν ορισμένοι και νόμιμοι και θα πρέπει να εξετασθούν περαιτέρω κατ’ουσίαν.

Ειδικότερα ο αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος σε κάθε περίπτωση ισχυρισμός της εκκαλούσας περί του ορισμένου της αγωγής , που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεως και στοιχειοθετεί παράπονο περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας του άρθρου 216 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, διότι σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στις νομικές σκέψεις της παρούσας και δη στην υπό στοιχείο ΙΙΙ εξ αυτών, προκύπτει ότι η ένδικη αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο που αφορά οφειλή απορρέουσα από σύμβαση ελλιμενισμού σκάφους, ήτοι μίσθωσης είναι πλήρως ορισμένη, αφού στο αγωγικό δικόγραφο αναγράφεται ο τόπος και ο χρόνος συνάψεως της σύμβασης, οι συμβαλλόμενοι, το μίσθιο (στην προκείμενη περίπτωση ο θαλάσσιος χώρος ελλιμενισμού του σκάφους στην Μαρίνα Αλίμου), ο χρόνος διάρκειας της μίσθωσης, η σιωπηρή ανανέωση αυτής μετά τη λήξη της, τα χαρακτηριστικά του σκάφους (και μάλιστα τα μέτρα ολικού μήκους αυτού, με βάση τα οποία προσδιορίζεται το χρηματικό αντάλλαγμα της χρήσης των εγκαταστάσεων του εν λόγω τουριστικού λιμένα Αλίμου, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί από το επιληφθέν της υπόθεσης δικαστήριο η νομιμότητα των μηνιαίων χρεώσεων της ενάγουσας, σύμφωνα με την επίσης παρατιθέμενη στο δικόγραφο ισχύουσα κατά το επίδικο διάστημα υπουργική απόφαση, με την οποία εγκρίθηκε η σχετική τιμολόγηση των τελών και δικαιωμάτων, όπως αυτά καταρτίζονται από το διοικητικό συμβούλιο της ενάγουσας- φορέως διαχείρισης της μαρίνας και υποβλήθηκαν ακολούθως προς έγκριση), καθώς και το μηνιαίο μίσθωμα, που δεν υπερβαίνει το ποσό των 600 ευρώ και προκύπτει από τις αναλυτικές καταστάσεις του σκάφους ανά μήνα, η γενόμενη εκ μέρους του εναγομένου χρήση του χώρου ελλιμενισμού καθώς και η υπερημερία του για την καταβολή των μισθωμάτων. Πλέον συγκεκριμένα  στην ένδικη αγωγή τα τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα για τις λοιπές παρεχόμενες υπηρεσίες, που επιβλήθηκαν κατά το επίδικο διάστημα (αλλά ως εκ περισσού και για το προγενέστερο χρονικό διάστημα από το έτος 2006), αναφέρονται στις συμπεριληφθείσες στο δικόγραφο ετήσιες καρτέλες πελάτη, στις οποίες αναλυτικά υπό μορφή κάθετων στηλών έχουν αποτυπωθεί ανά μήνα τα χρηματικά ποσά, που χρεώνονταν από την ενάγουσα για την αιτία αυτή (στη στήλη χρέωση), οι καταβολές του εναγομένου έναντι της οφειλής του (στη στήλη πίστωση), οι ημερομηνίες των χρεώσεων και καταβολών, το χρεωστικό υπόλοιπο, όπως είχε διαμορφωθεί ανά μήνα και ανά έτος του χρονικού αυτού διαστήματος, και, συνακόλουθα, το τελικά οφειλόμενο ποσό ως το άθροισμα των επιμέρους μηνιαίων χρεωστικών υπολοίπων, κατά τρόπον ώστε ουδεμία αμφιβολία να καταλείπεται ως προς το αιτούμενο με την αγωγή ποσό και ο εναγόμενος να είναι σε θέση να το αντικρούσει. Επομένως, για την πληρότητα και το ορισμένο του δικογράφου της αγωγής, που στηρίζεται στη σύμβαση ελλιμενισμού, γίνεται ειδική και σαφής μνεία όλων εκείνων των συγκεκριμένων γεγονότων, τα οποία μπορούν με νομική υπαγωγή, να παραγάγουν το επίδικο δικαίωμά της, και καλύπτουν όλες τις κατά νόμο προϋποθέσεις για τη γένεσή του, συγκροτώντας την ιστορική βάση της αγωγής, του ύψους του αιτουμένου μηνιαίου τέλους ελλιμενισμού του επίμαχου σκάφους για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα. Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να εξαχθεί από το ότι όπως αναφέρει η εκκαλουμένη την 1-1-2006 (που δεν αποτελεί επίδικο διάστημα) αναγράφεται στις χρεωστικές καρτέλες αντί για χρέωση ο όρος «πώληση», πολλώ δε μάλλον δεν τίθεται ζήτημα αοριστίας αλλά ουσιαστικής αβασιμότητας τινός αγωγικού κονδυλίου που δεν προκύπτει ο υπολογισμός του στις χρεωστικές καρτέλες, όπως του κονδυλίου-χρεωστικού υπολοίπου του έτους 2009 ύψους 9.253,68 ευρώ που πράγματι στην καρτέλα του έτους 2010 που επισυνήφθη στην αγωγή διαφοροποιείται και αναγράφεται σχετικώς το ποσό των 9.469,61 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του εσφαλμένως κατά την ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου απέρριψε την υπό κρίση αγωγή ως  αόριστη, απορριπτομένων ως αβασίμων των  αντιθέτων ισχυρισμών του εφεσιβλήτου και γενομένου δεκτού ως και κατ’ ουσίαν βάσιμου του σχετικού λόγου της υπό κρίσιν εφέσεως. Ως εκ τούτου θα πρέπει η υπό κρίσιν έφεση να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, κι αφού κρατηθεί να εκδικαστεί η αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 614 ΚΠολΔ, ως ισχύει από 1-1-2016 ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της. Ακολούθως, η ένδικη αγωγή-αφού απορριφθούν ως νόμω αβάσιμα : α) το παρεπόμενο αίτημα περί επιδίκασης τόκων υπερημερίας για τα οφειλόμενα σε μηνιαία βάση επιμέρους αγωγικά κονδύλια, που αφορούν σε τέλη ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους αναψυχής του αντίστοιχου μηνός, από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται όχληση του εναγομένου ούτε σχετικό όρο της μεταξύ τους σύμβασης  να της καταβάλει το οφειλόμενο για κάθε μήνα ποσό από τις συγκεκριμένες ημεροχρονολογίες, ούτε εκθέτει ότι αυτές συνιστούσαν δήλη ημέρα για την εκπλήρωση της υποχρέωσής του αυτής, καθώς και β) η σωρευομένη στο δικόγραφο κατά δικονομική επικουρικότητα για τη θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσης και ασκείται μόνο όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις άσκησης αγωγής από σύμβαση ή από αδικοπραξία, και, εν προκειμένω, η ενάγουσα στηρίζει την αγωγή της κατά την κύρια βάση της σε ευθύνη του εναγομένου περί καταβολής του αιτουμένου ποσού δυνάμει καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης παροχής υπηρεσιών ελλιμενισμού του σκάφους, πλοιοκτησίας αυτού στη μαρίνα Αλίμου, που η ίδια (η ενάγουσα) διαχειρίζεται  και εκμεταλλεύεται, χωρίς να επικαλείται για την κατά νόμο θεμελίωση της βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού άλλα πραγματικά περιστατικά, διαφορετικά από τα αναφερόμενα στο δικόγραφο για τη στοιχειοθέτηση της βάσης της ενδοσυμβατικής ευθύνης του εναγόμενου-,κατά τα λοιπά πρέπει να γίνει δεκτή ως νόμω βάσιμη κατά την κύρια βάση της στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341,346, 361, 574, 595 του ΑΚ και των αναφερόμενων στις νομικές σκέψεις  της παρούσας ειδικών άρθρων του Γενικού Κανονισμού Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η υπ’αριθμ. Τ/9803/5-9-2003 Κ.Υ.Α. σε συνδυασμό με τα άρθρα 176, 189 παρ.1, 191 παρ.2, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. στ΄ ΚΠολΔ, καθώς και τα άρθρα της υπ’ αριθμ. 2714/2011 Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ Β 421/16-3-2011).Τέλος η ένδικη αγωγή πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν καθ’ό μέρος κρίθηκε νόμιμη, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό της αίτημα είχε καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου ως διαλαμβάνεται στην εκκαλουμένη (υπ’αριθμ. 327642 και 608877 αγωγόσημα σειρά Α με τα επικολληθέντα επί αυτών ένσημα ΕΤΑΑ-ΤΑΝ και το υπ’αριθμ 37087/5-12-2013 γραμμάτιο Τ.Π.Δ.Α.). Ο εφεσίβλητος με τις προτάσεις του, αβασίμως ως προεκτέθηκε αρνήθηκε το ορισμένο τόσο της αγωγής – κατά την κύρια και την επικουρική βάση της- όσο και της υπό κρίση έφεσης,ενώ το πρώτον απαραδέκτως κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 527 ΚΠολΔ προέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την ένσταση περί μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος κατά το άρθρο 374 ΑΚ, επικαλούμενος πλημμελή παροχή υπηρεσιών από την ενάγουσα ενώ ουδόλως επανέφερε τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό του περί μη παρασχθείσας υπηρεσίας κατά το χρονικό διάστημα από 7-7-2011 κι εφεξής λόγω πώλησης του σκάφους.

Από την επανεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίζονται εκ νέου στην παρούσα δίκη και ειδικότερα από τις καταθέσεις των ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξετασθέντων μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, Χ. Κ. και Β. Α., αντίστοιχα,οι οποίες (καταθέσεις) διαλαμβάνονται στα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και εκτιμώνται δεόντως, σε συνδυασμό με όλα τα προσκομιζόμενα, μετ’ επικλήσεως, εκ μέρους των διαδίκων έγγραφα, από τα οποία άλλα λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ασχέτως αν μνημονεύονται ή όχι ειδικά, και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «….» και το διακριτικό τίτλο «….» -ιδρυθείσα ως «….», και μετονομασθείσα αρχικά σε «….», εν συνεχεία σε «….», ακολούθως, κατόπιν απορρόφησης της εταιρίας με την επωνυμία «….» σε «….» και τέλος σε «…», μετά τη συγχώνευσή της με την εταιρία με την επωνυμία «….» (….)-, ασκεί, δυνάμει των διατάξεων των νόμων 2636/1998, 2837/2000, 3270/2004 και 3943/2011, τη διοίκηση και διαχείριση της ακίνητης περιουσία του Ν.Π.Δ.Δ με την επωνυμία «Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού» (ΕΟΤ), στην οποία (περιουσία) περιλαμβάνεται και ο τουριστικός λιμένας Αλίμου και πιο συγκεκριμένα έχει ως σκοπό την εκμετάλλευση της θαλάσσιας και της χερσαίας ζώνης του λιμένα. Ο εναγόμενος κατά το ένδικο διάστημα ήταν πλοιοκτήτης του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής με το όνομα «…», νηολογίου Πειραιά, με αριθμό …, ολικής χωρητικότητας 23,93 κόρων, καθαρής χωρητικότητας 22,85 κόρων, ολικού μήκους 13,11 μέτρων και πλάτους 4,26 μέτρων. Κατόπιν της από 30-9-2001 αιτήσεως-προτάσεως του εναγομένου που έγινε αποδεκτή από την ενάγουσα, συνήφθη η με ίδια ημερομηνία σύμβαση ελλιμενισμού σκάφους μεταξύ των διαδίκων στον Άλιμο Αττικής  δυνάμει της οποίας, συμφωνήθηκε η ενάγουσα να παραχωρήσει το δικαίωμα ελλιμενισμού του ανωτέρω σκάφους, καθώς και το δικαίωμα χρήσης των παρεχομένων διευκολύνσεων στο χώρο της μαρίνας Αλίμου, που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, για το χρονικό διάστημα από 1-6-2001 έως 31-5-2002. Σημειωτέον δε ότι το σκάφος ελλιμενιζόταν στη μαρίνα Αλίμου από τις 22-11-1990, ως αναγράφεται στην πάνω αριστερή πλευρά της από 30-9-2001 αιτήσεως. Στην αίτηση μάλιστα αυτή ο εναγόμενος, δήλωσε ότι συμφωνεί ανεπιφύλακτα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προέβλεπε ο ισχύσας τότε Γενικός Κανονισμός Λειτουργίας Μαρίνων Ε.Ο.Τ. Επίσης στους Όρους Συναλλαγών –Ελλιμενισμού με ίδια ημερομηνία που υπέγραψαν τα συμβαλλόμενα μέρη, συμπεριελήφθησαν και έγιναν αποδεκτά από τους συμβαλλομένους διαδίκους τα εξής : σύμφωνα με τον όρο 1.1  της ανωτέρω σύμβασης ορίστηκε «Ως ΠΕΛΑΤΗΣ : α) Ο ιδιοκτήτης/πλοιοκτήτης του σκάφους….», στον όρο 1.3  προβλέφθηκε ότι προσαρτάται ο επίσημος κατάλογος της ενάγουσας και ο Κανονισμός της Μαρίνας  όπως εκάστοτε ισχύουν,  στον όρο 3.1 ορίστηκε ότι η σύμβαση θα έχει ενιαύσια διάρκεια από την ημερομηνία υπογραφής της, στον όρο 3.2 ότι κατά τη λήξη του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού, σε περίπτωση που ο πελάτης (ενν.ο εναγόμενος) δεν έχει ενημερώσει κατά τα άνω εγγράφως την εταιρεία για την παράταση ή όχι της παραμονής του σκάφους30 μέρες τουλάχιστον προ της συμβατικής λήξεως διά του παρόντος, ο πελάτης(ενν.ο εναγόμενος)  δηλώνει ρητά ότι παρέχει προς την εταιρεία (ενν.την ενάγουσα) την ανέκκλητη εντολή να ανανεώσει αυτομάτως το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, χωρίς τη συγκατάθεσή του και να τον χρεώνει με τον ισχύοντα τότε Τιμοκατάλογο και τους όρους αυτού. Επίσης με τον όρο 4.2 ορίστηκε ότι ο πελάτης (ενν.ο εναγόμενος) στον οποίο γνωστοποιήθηκε το τιμολόγιο ελλιμενισμού της ενάγουσας, αποδέχεται ανεπιφυλάκτως τις αναγραφόμενες σ’ αυτό τιμές, ότι η ενάγουσα θα χρεώνει τον εναγόμενο σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα τιμοκατάλογό της με τα τέλη ελλιμενισμού , τα τέλη λήψεως ηλεκτρικό ρεύματος και ύδατος  και στον όρο 4.3. ότι  όλοι οι λογαριασμοί παραμονής προς ελλιμενισμό ή και διαχείριση εξοφλούνται σύμφωνα με τους όρους του ισχύοντος τιμοκαταλόγου  καθώς και ότι η ενάγουσα δεν υποχρεούται να ειδοποιεί τον εναγόμενο προς καταβολή των συμφωνημένων μισθωμάτων, τα οποία αυτός υποχρεούται να εξοφλεί κάθε μήνα εντός του χρόνου του τρέχοντος μηνός ελλιμενισμού ,διαφορετικά σε περίπτωση καθυστέρησης θα επιβαρύνεται με τον τρέχοντα τόκο υπερημερίας και τα οφειλόμενα εκ των τόκων υπερημερίας αυτά θα ανατοκίζονται με την συμπλήρωση του εξαμήνου. Επίσης στον όρο 4.4 ορίστηκε ότι ο πελάτης(ενν.ο εναγόμενος) είναι υπόχρεος για την πληρωμή των τελών ελλιμενισμού του πλοίου και την τήρηση κάθε όρου και δήλωσης παραιτούμενος του δικαιώματος διζήσεως και επιπλέον ότι υποχρεούται να ενημερώνει αμέσως εγγράφως τη μαρίνα για κάθε αλλαγή  τω στοιχείων που περιέχονται στην αίτησή του . Περαιτέρω κατά τον ισχύοντα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα Γενικό Κανονισμό Λειτουργίας  Τουριστικών Λιμένων (ΦΕΚ 1323/Β/16-9-2003), και δη στη διάταξη του άρθρου 2 παρ.3, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5-9-2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας ορίστηκε ότι για τις παρεχόμενες ευκολίες-εξυπηρετήσεις των τουριστικών λιμένων προς τα ελλμενιζόμενα σε αυτούς σκάφη ο φορέας διαχείρισης εισπράττει από τους υπόχρεους τα ανάλογα δικαιώματα, τα σχετικά τιμολόγια υποβάλλονται από τους φορείς διαχείρισης και εγκρίνονται με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 31 α του Ν 2160/1993 , ως εκάστοτε ισχύει,  ενώ στην παρ.4 του ίδιου άρθρου ότι υπόχρεος για την καταβολή προς την ενάγουσα- φορέα διαχείρισης της μαρίνας Αλίμου των τελών ελλιμενισμού και των δικαιωμάτων για τις λοιπές παρεχόμενες προς το σκάφος και το χρήστη υπηρεσίες, διευκολύνσεις και εξυπηρετήσεις, είναι μεταξύ άλλων ο πλοιοκτήτης. Πλέον συγκεκριμένα στο άρθρο  4.1 του ως άνω Κανονισμού ορίστηκε ότι η σύμβαση ελλιμενισμού λύεται αυτομάτως με την πάροδο του συμφωνημένου χρόνου, ο οποίος σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 12 συνεχόμενους μήνες από την ημερομηνία υπογραφής της, ενώ στο άρθρο 5.4 ορίσθηκε ότι κατά τη λήξη του συμβατικού χρόνου ελλιμενισμού, και σε περίπτωση που ο πελάτης (ενν.ο εναγόμενος) δεν έχει ενημερώσει κατά τα άνω εγγράφως την εταιρεία (ενν.την ενάγουσα) για την παράταση ή όχι της παραμονής του σκάφους, διά του παρόντος, ο πελάτης δηλώνει ρητά ότι παρέχει προς την εταιρεία την ανέκκλητη εντολή να ανανεώσει μονομερώς το συμφωνητικό για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, χωρίς τη συγκατάθεσή του και η εταιρεία υποχρεούται να ανανεώσει αυτό, εφόσον ο πελάτης έχει,κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης, εξοφλήσει πλήρως και ολοσχερώς όλες τις οφειλές που απορρέουν από τα δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων εξυπηρετήσεων και υπηρεσιών, αποδεχόμενος πλήρως ο πελάτης στην περίπτωση αυτή, το εκάστοτε τιμολόγιο υπηρεσιών για την επόμενη χρήση, παραιτούμενος ταυτόχρονα ρητώς και ανεκκλήτως από κάθε δικαίωμα προσβολής και αμφισβήτησης. Ακόμη  στο άρθρο 6.2 του ως άνω Γενικού Κανονισμού που διήπε την ένδικη σύμβαση ελλιμενισμού, ορίσθηκε ότι ο πελάτης δηλώνει ότι αφού έλαβε πλήρη γνώση, αναγνωρίζει και αποδέχεται πλήρως και ανεπιφυλάκτως τα τιμολόγια ελλιμενισμού καθώς και των λοιπών υπηρεσιών (ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κλπ.) της μαρίνας, αποδέχεται ανεπιφύλακτα τις αναγραφόμενες σ’ αυτά τιμές και υποχρεούται να καταβάλει τα αναλογούντα δικαιώματα και τέλη για τις χρεώσεις αυτές εμπροθέσμως και προσηκόντως, όπως αυτά υπολογίζονται και προσδιορίζονται στις αποφάσεις των τιμολογίων και στον ειδικό κανονισμό λειτουργίας της μαρίνας. Επίσης στο άρθρο 8 παρ. 4 του εν λόγω Κανονισμού προβλέφθηκε ότι ο πλοιοκτήτης οφείλει να ενημερώνει εγγράφως τον φορέα διαχείρισης για κάθε αλλαγή που αφορά την πλοιοκτησία και το σκάφος  και στην παρ.5 ότι σε περίπτωση αλλαγής πλοιοκτησίας –ιδιοκτησίας ελλιμενισμού σκάφους σε τουριστικό λιμένα , ο πωλητής πρέπει να ενημερώνει εγγράφως τον φορέα διαχείρισης περί της γενόμενης αλλαγής , αναφέροντας το όνομα, τη διεύθυνση μόνιμης κατοικίας του αγοραστή, τα στοιχεία του εκπροσώπου και την ημερομηνία της μεταβίβασης, ενώ την ίδια υποχρέωση έχει κι ο αγοραστής που καθίσταται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπεύθυνος με τον πωλητή για την εξόφληση τυχόν προηγούμενων υποχρεώσεων του περιελθόντος σε αυτόν σκάφους. Ακολούθως, σύμφωνα με το άρθρο 8.5 του ίδιου Κανονισμού προβλέφθηκε ότι η εταιρεία (ενν.η ενάγουσα) δεν υποχρεούται να προβαίνει σε όχληση του πελάτη(ενν.του εναγόμενου) προς καταβολή των συμπεφωνημένων σε ορισμένες ημερομηνίες δικαιωμάτων ελλιμενισμού και λοιπών παροχών και ότι η εκ μέρους της εταιρείας μη άσκηση ή μερική άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος της που απορρέει από την σύμβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί παραίτηση από το δικαίωμα αυτό ούτε αποκλείει την άσκηση του στο μέλλον καθώς και ότι ο πελάτης ρητά κι ανεπιφύλακτα δηλώνει ότι έλαβε πλήρη γνώση των διατάξεων του Ειδικού Κανονισμού Λειτουργίας της Μαρίνας, οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας σύμβασης (άρθρα 8.9 και 8.12 ).Τέλος, στο άρθρο 9 παρ.1 του ίδιου ως άνω Γενικού Κανονισμού προβλέφθηκε ότι τα ελλιμενιζόμενα σκάφη οφείλουν να εξοφλούν τα δικαιώματα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες-εξυπηρετήσεις εμπρόθεσμα και σύμφωνα με όσα προβλέπονται στους Ειδικούς Κανονισμούς Λειτουργίας και τις Υπουργικές Αποφάσεις έγκρισης των τιμολογίων, άλλως επιβαρύνονται με τους νόμιμους τόκους υπερημερίας. Όλα τα ανωτέρω αποδέχθηκε ο εναγόμενος-συμβληθείς πλοιοκτήτης ως μισθωτής, δεσμευόμενος από τις έγγραφες συμβάσεις ελλιμενισμού που υπέγραψε με την ενάγουσα αλλά και τις σιωπηρώς ανανεωθείσες συμβάσεις της αρχικής και μεταγενέστερης έγγραφης σύμβασης. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι μετά τη παρέλευση της συμφωνημένης διάρκειας της από 30-9-2001 σύμβασης ελλιμενισμού, αυτή κατ’εφαρμογή του προαναφερόμενου συμβατικού όρου παρέμεινε σε ισχύ και σιωπηρά ανανεώθηκε κατά τα έτη 2002, 2003, 2004 και 2005, ενώ στις 18-4-2006, ομοίως μετά από τη με ίδια ημερομηνία αίτηση του εναγομένου προς την ενάγουσα,την οποία απεδέχθη η τελευταία, οι διάδικοι υπέγραψαν νέα σύμβαση διάρκειας από την 1η-1-2006 εως τις 31-12-2006,μετά τη λήξη της οποίας ανανεώθηκε εκ νέου ετησίως η σύμβαση ελλιμενισμού του επίδικου σκάφους και διήρκησε μέχρι τις 9-9-2011, ότε καταγγέλθηκε από τον εναγόμενο, ως θα αναφερθεί κατωτέρω. Περαιτέρω, στους από 18-4-2004 όρους της με ίδια ημερομηνία έγγραφης σύμβασης ελλιμενισμού του ένδικου σκάφους που υπέγραψαν οι διάδικοι, προβλέφθηκαν μεταξύ άλλων ρητώς τα εξής : στον όρο 1.6 ότι το τιμολόγιο αφορά το αντάλλαγμα σε ευρώ που αφορά το δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους και το δικαίωμα χρήσης των παρεχόμενων από την ενάγουσα  (τότε επονομαζόμενη ….) διευκολύνσεων και εξυπηρετήσεων (ιδίως δε ηλεκτρικό ρεύμα, νερό κλπ) στο χώρο της μαρίνας Αλίμου όπως αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 Α του Ν 2160/1993, όπως ισχύει κάθε φορά, στον όρο 2.1 ότι παραχωρείται δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους και το δικαίωμα της χρήσης των παρεχόμενων από την εταιρεία (ενν.την ενάγουσα) διευκολύνσεων στο χώρο της μαρίνας έναντι του συμφωνημένου μηνιαίου ανταλλάγματος , στον όρο 2.3 ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει για το δικαίωμα ελλιμενισμού του σκάφους το καθορισθέν και συμφωνηθέν ποσό σε ευρώ ανά μέτρο ολικού μήκους του σκάφους, όπως αυτό προσδιορίζεται κάθε φορά σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.2160/1993 καθώς και ότι ρητά και ανεπιφύλακτα συμφωνείται ότι υπεύθυνος για την καταβολή των δικαιωμάτων ελλιμενισμού του σκάφους, καθώς και των λοιπών χρεώσεων των επιμέρους παρεχομένων υπηρεσιών, παροχών και διευκολύνσεων, έναντι της ενάγουσας εταιρίας, είναι ο πελάτης (ενν.ο εναγόμενος). Επομένως ο εναγόμενος, ο οποίος υπέγραψε τους ως άνω όρους , τους οποίους ρητώς και ανεπιφύλακτα αποδέχθηκε, όφειλε δυνάμει της σύμβασης ελλιμενισμού να προβαίνει στην καταβολή προς την ενάγουσα- φορέα διαχείρισης της μαρίνας Αλίμου των τελών ελλιμενισμού και των δικαιωμάτων για τις λοιπές παρεχόμενες προς το σκάφος υπηρεσίες, διευκολύνσεις και εξυπηρετήσεις, υποχρέωση που καθιερώνεται άλλωστε και στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 2 του Γενικού Κανονισμού  Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’ αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας. Καθόλο αυτό το χρονικό διάστημα διάρκειας των ένδικων συμβάσεων ελλιμενισμού, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο από την 1-1-2008 μέχρι την από 9-9-2011 λύση της τελευταίας ισχύσασας σύμβασης, το εν λόγω σκάφος του εναγομένου εξακολουθούσε να ελλιμενίζεται στις εγκαταστάσεις της μαρίνας  Αλίμου διότι κανένα από τα μέρη δεν κατήγγειλε μέχρι τότε (9-9-2011) τις ως άνω συμβάσεις, ούτε, όμως ο εναγόμενος μέχρι τότε είχε δηλώσει εγγράφως, ιδίως μετά την πάροδο του συμβατικού χρόνου της τελευταίας κατά σειράν, ότι δεν επιθυμεί την παράταση της παραμονής του σκάφους στο χώρο, ώστε η ενάγουσα να μην κάνει χρήση της παρεχομένης σ’αυτήν με τον υπ’αριθμ.5.4 όρο της σύμβασης δυνατότητας να ανανεώσει μονομερώς τη σύμβαση για περίοδο ίση με την αρχικώς συμφωνηθείσα, όπερ και έπραξε. Όσον δε αφορά την τιμολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών της στο ένδικο σκάφος αυτή έγινε σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία Ι και ΙΙ νομικές σκέψεις της παρούσας, κατά την παρ. 5 και  6 του άρθρου 31α του Ν 2160/1993, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, πριν την κατάργησή της με την υποπερ. 6α της υποπαρ. ΣΤ 15 της παρ. ΣΤ του πρώτου άρθρου του Ν 4254/2014 «Μέτρα στήριξης και ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο εφαρμογής του Ν 4046/2012 και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 85/7.4.2014), με υπουργικές αποφάσεις, που δημοσιεύονταν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εγκρίθηκαν τα τιμολόγια ελλιμενισμού και των λοιπών παρεχόμενων προς τα σκάφη υπηρεσιών από τους τουριστικούς λιμένες της παραγράφου 1 και οι Ειδικοί Κανονισμοί και τα Τιμολόγια των τουριστικών λιμένων καταρτίστηκαν από τους φορείς διαχείρισης και υποβλήθηκαν στην αρμόδια υπηρεσία της Γενικής Γραμματείας Τουρισμού για έγκριση, ενώ με τις νεώτερες ως άνω διατάξεις η κατάρτιση από τον εκάστοτε φορέα διαχείρισης των τιμολογίων ελλιμενισμού και λοιπών υπηρεσιών, που παρέχονταν στα σκάφη,έγινε ανεξαρτήτως του δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα του φορέα τους και την έγκρισή τους με υπουργική απόφαση. Για δε τον καθορισμό των τιμολογίων οι εξουσιοδοτικές διατάξεις όρισαν ως κριτήρια το μέγεθος των σκαφών σε μέτρα ολικού μήκους ή πλάτους, τη διάρκεια και την εποχή του ελλιμενισμού, την κατηγορία του σκάφους και τις λοιπές παρεχόμενες από τον λιμένα εξυπηρετήσεις. Κατ’εφαρμογή δε αυτών,κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1-1-2008  έως 9-9-2011) όσον αφορά τα δικαιώματα ελλιμενισμού και λοιπών παρεχομένων υπηρεσιών ιδιωτικών σκαφών αναψυχής στον τουριστικό λιμένα του Αλίμου εκδόθηκαν οι κάτωθι αναφερόμενες, εγκριτικές των αποφάσεων των διοικητικών συμβουλίων της ενάγουσας φορέως διαχείρισης της μαρίνας Αλίμου, που καθόριζαν τα εν λόγω τέλη ανά μήνα και με βάση τα μέτρα ολικού μήκους εκάστου σκάφους, Υπουργικές Αποφάσεις: 1) Η υπ’αριθμ. Τ/14383/2003  (ΦΕΚ Β΄1800/4-12-2003) απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, 2) η υπ’αριθμ.1631/2007 (ΦΕΚ Β΄171/9-22007) απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης και 3) η υπ’αριθμ.1634/2007 (ΦΕΚ Β΄196/15-2-2007) απόφαση του Υπουργού Τουριστικής Ανάπτυξης. Παρότι όμως η ενάγουσα καθ’όλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα, σε εκτέλεση των συμβάσεων αυτών και σε εκπλήρωση της αναληφθείσας υποχρέωσής της, παρέσχε συνεχώς θέση ελλιμενισμού για το εν λόγω σκάφος του εναγομένου, καθώς και τις λοιπές προβλεπόμενες στο νόμο και τη σύμβαση διευκολύνσεις και εξυπηρετήσεις στο χώρο της μαρίνας του Αλίμου, που διαχειρίζεται και εκμεταλλεύεται, και ο εναγόμενος προέβη σε μισθωτική χρήση των εγκαταστάσεων αυτής και των πρόσθετων παροχών συνεχώς και ακώλυτα, ο εναγόμενος , χωρίς να αμφισβητήσει την τιμολόγηση, αρνήθηκε να καταβάλει στην ενάγουσα, ως φορέα διαχείρισης του χώρου, το αναλογούν για το χρονικό διάστημα από τις 1-1-2008 έως τις 9-9-2011 χρηματικό αντάλλαγμα-μίσθωμα για τον ελλιμενισμό του σκάφους του, που  συνίστατο τόσο στα τέλη παραμονής όσο και στις δαπάνες πληρωμής ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος, που με ρητό όρο της σύμβασης (άρθρο 6.2) είχε δεσμευθεί συμβατικώς. Το οφειλόμενο εκ μέρους του εναγομένου μίσθωμα με βάση τα καθορισθέντα με αποφάσεις των διοικητικών συμβουλίων της ενάγουσας και στη συνέχεια εγκριθέντα με τις προαναφερθείσες Υπουργικές Αποφάσεις – μηνιαία τέλη ελλιμενισμού και δικαιώματα για λοιπές παρεχόμενες στις εγκαταστάσεις της ανωτέρω μαρίνας υπηρεσίες στο εν λόγω σκάφος αναψυχής ανήλθε για το επίδικο χρονικό διάστημα (από 1-1-2008 έως 9-9-2011) στο συνολικό χρηματικό ποσό των 8.713,91 ευρώ. Το ποσό αυτό εξειδικεύεται στις επισυναφθείσες στο δικόγραφο της αγωγής «καρτέλες πελάτη» της ενάγουσας, στις οποίες αναλυτικά παρατίθενται οι μηνιαίες χρεώσεις για το σκάφος αυτό για την προβλεπόμενη και προσήκουσα μισθωτική χρήση του χώρου, και τα καταβληθέντα μέχρι τότε από τον εναγόμενο έναντι της οφειλής του χρηματικά ποσά και υπολογίσθηκε με βάση ως μηνιαίο τιμολόγιο για το 2006 το ποσό των 163 ευρώ για επαγγελματικά –τουριστικά του Ν.2743/1999 σκάφη μήκους 13 μ., όπως το επίδικο, αναπροσαρμοζόμενο από την 1-1-2007 ετησίως κι αυτομάτως  προσαυξημένο κατά το ποσοστό αύξησης του τιμαρίθμου του προηγούμενου ημερολογιακού έτους όπως προσδιορίζεται από την ΤτΕ ή άλλη αρμόδια κατά το νόμο υπηρεσία, πλέον ποσοστού 1 %. Πλέον δε συγκεκριμένα, για το επίδικο χρονικό διάστημα η ενάγουσα προέβη στην έκδοση των περιλαμβανομένων στην καρτέλα πελάτη χρεωστικών υπολοίπων χρήσης των ετών 2008-2011 παραστατικών ως εξής : 1) χρήσης του έτους 2008 παραστατικών συνολικού ποσού 7.955,70 ευρώ,2) χρήσης του έτους 2009 παραστατικών συνολικού ποσού 9.469,61 ευρώ, 3) χρήσης του έτους 2010 παραστατικών συνολικού ποσού 6.765,69 ευρώ και 4) χρήσης του έτους 2011 παραστατικών συνολικού ποσού 8.713,91 ευρώ . Όσον δε αφορά το χρεωστικό υπόλοιπο του έτους 2009 που αναγράφεται στην χρεωστική καρτέλα πελάτη που επισυνάπτεται στην αγωγή ότι ανέρχεται στο ποσό των 9.253,68 ευρώ  ενώ στη μεταφορά για το έτος 2010 ότι ανέρχεται στο ποσό των 9469,61 ευρώ,  και το τελευταίο αυτό ποσό υπολογίζεται για το ένδικο χρονικό διάστημα στο συνολικώς οφειλόμενο ποσό των 8.713,91 ευρώ, λεκτέα είναι τα εξής : το συμπεριληφθέν στο αγωγικό αίτημα ποσό των 9.469,61 ευρώ αποτελεί ουσία βάσιμο κονδύλιο σύμφωνα με την προσκομιζομένη πρωτοδίκως από την ενάγουσα—εκκαλούσα ως σχετικό 16 καρτέλα πελάτη και αποδεικνύεται επιπλέον από το αναγραφόμενο και παραληφθέν να αναφερθεί στην επισυναπτόμενη στην αγωγή καρτέλα τιμολόγιο με στοιχεία …/23-12-2009, το οποίο αφορά χρέωση ποσού 215,93 ευρώ. Κρίνεται επομένως πειστικός ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι εκ παραδρομής δεν περιελήφθη στην επισυναπτόμενη στην αγωγή καρτέλα του έτους 2009 η εν λόγω χρέωση και παραδεκτώς διορθώνεται το αγωγικό δικόγραφο ως προς αυτό δεδομένου άλλωστε ότι με την διευκρίνιση-διόρθωση αυτή με τις παρούσες προτάσεις της στην προβαίνει δεν μεταβάλει το αίτημα της αγωγής ούτε ζητεί μεγαλύτερο ποσό από το αρχικώς αιτηθέν. Τέλος ο εναγόμενος δεν υπήρξε συνεπής στην τήρηση των όρων αποπληρωμής του ως άνω οφειλομένου για το χρονικό διάστημα (από 1-1-2008 έως9-9-2011 ) συνολικού ποσού των 8.713,91 ευρώ, που περιλήφθηκε  στην ανωτέρω σύμβαση, το οποίο δεν κατέβαλε σε εκπλήρωση της αναληφθείσας υποχρέωσής του με αποτέλεσμα η ενάγουσα να διατηρεί απαίτηση σε βάρος του για το ποσό αυτό.  Ειρήσθω εκ του περισσού ότι ο  πρωτοδίκως ισχυρισμός του  εναγομένου ότι από τις 7-7-2011 ουδέν οφείλει διότι η ενάγουσα δεν παρέσχε υπηρεσίες στο ένδικο σκάφος διότι την ημερομηνία αυτή το πώλησε εκτός του ότι ουδόλως επαναφέρεται στην προκειμένη δίκη, τυγχάνει νόμω και ουσία αβάσιμος, διότι δεν προκύπτει έγγραφη ενημέρωση της ενάγουσας ως προς την αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του σκάφους, ή/και ότι το σκάφος αναχώρησε στις 7-7-2011 από τη μαρίνα και δεν ελλιμενιζόταν , ως έδει να γίνει προκειμένου ο εναγόμενος να απαλλαγεί κατά το αναλογούν μέρος της οφειλής του.Συνεπώς η ενάγουσα και μετά την ημερομηνία της αναφερόμενης πώλησης του σκάφους, δικαιούτο να επιβάλει κανονικά τα αντίστοιχα τέλη , ως και έπραξε σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.9 του Γενικού Κανονισμού  Λειτουργίας Τουριστικών Λιμένων, που περιέχεται στην υπ’αριθμ. Τ/9803/5.9.2003 κοινή απόφαση των Υπουργών Ανάπτυξης και Εμπορικής Ναυτιλίας). Ειρήσθω επίσης εκ του περισσού, ότι όπως ήδη προαναφέρθηκε ο ισχυρισμός του εφεσιβλήτου περί πλημμελούς εκτέλεσης της σύμβασης εκ μέρους της ενάγουσας, απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον στην παρούσα δίκη, ως εκ τούτου παρέλκει η εξέταση της τυχόν βασιμότητάς του, ενώ σε κάθε περίπτωση τυγχάνει αντιφατικός κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής καθόσον κατά τη διάρκεια της πολυετούς (από το 1999) και το πρώτον καταγγελθείσας το 2011 σύμβασης ελλιμενισμού και από το 2004 ανανέωσής της, δεν απεδείχθη ότι ο εναγόμενος είχε διατυπώσει κάποια επιφύλαξη ή αντίρρηση για τις παρεχόμενες στο σκάφος του υπηρεσίες ελλιμενισμού από την ενάγουσα. Ενόψει των ανωτέρω, επειδή ο εναγόμενος παρά την αδιακώλυτη χρήση του χώρου ελλιμενισμού της μαρίνας Αλίμου για το σκάφος του και των συναφών με τον ελλμενισμό παροχων (νερού, ηλεκτρισμού, ανέλκυσης-καθέλκυσης και εν γένει  κοινόχρηστων δαπανών , που ορίσθηκαν ότι θα αποτελουν μίσθωμα) εξακολουθεί να οφείλει στην ενάγουσα για το διάστημα από 1-1-2008 έως τις 9-9-2011 ως υπόχρεος πλοιοκτήτης το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων δεκατριών λεπτών και ενενήντα ενός λεπτών (8.713,91 €), το οποίο δεν της έχει καταβάλει παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της, πρέπει να υποχρεωθεί να της το καταβάλει, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, γενομένης δεκτής της αγωγής ως ουσιαστικά βάσιμης. Το πρωτοβάθμιο δε Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως αόριστη και δεν εξέτασε την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις γινομένου δεκτού ως βάσιμου και του δεύτερου και τελευταίου λόγου. Ως εκ τούτων και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινομένη από 20-12-2016 (με Α.Κ. 175/22-12-2016 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεση, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :10772/5536/22-12-2016 πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη από ουσιαστική άποψη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη κι αφού να κρατηθεί και να δικαστεί κατ’ ουσίαν η από 17-11-2011 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ.: 6584/907/24-11-2011) αγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ, να γίνει αυτή δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη καθ’ό μέρος κρίθηκε νόμιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει για την προαναφερόμενη αιτία στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων δεκατριών λεπτών και ενενήντα ενός λεπτών (8.713,91 €)  με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής.Τέλος επειδή η εκκαλούσα απολαύει τα προνόμια του Δημοσίου κι έχει απαλλαγεί της καταβολής παραβόλου του άρθρου 495 ΚΠολΔ {άρθρα 19 παρ. 1 κ.δ. 26-6-/10-7-1944 ,206 Ν.4389/2016 (ΦΕΚ  Α 94/27-5-2016 ) και 188 Ν.4389/2016} δεν τίθεται ζήτημα  επιστροφής του παραβόλου σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. 5 ΚΠολΔ) ενώ εφόσον εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και η διάταξη αυτής περί δικαστικών εξόδων, κατά τις διατάξεις των άρθρων 535 παρ. 1, 176, 178, 183 και 191 ΚΠολΔ, επομένως,πρέπει  να προσδιοριστούν τα καταβλητέα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (βλ. ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 1998.825, 843, ΕφΠατρ 862/2005 ΔΕΕ 2005.1196) . Γινομένου δε δεκτού ως βάσιμου του σχετικού αιτήματος της ενάγουσας-εκκαλούσας, πρέπει να καταδικαστεί ο εναγόμενος -εφεσίβλητος λόγω της ήττας του στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας -εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα176,  183, 189 παρ.1 , 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων με την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών  κατά το άρθρο 614 παρ.1 ΚΠολΔ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 20-12-2016 (με Α.Κ. 175/22-12-2016 του Ειρηνοδικείου Πειραιώς) έφεση, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. :10772/5536/22-12-2016.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθμ. 434/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 17-11-2011 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ.: 6584/907/24-11-2011) αγωγή με την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών (μισθωτικών) διαφορών του άρθρου 614 ΚΠολΔ.

Δέχεται την από 17-11-2011 (Γ.Α.Κ./Α.Κ.Δ.: 6584/907/24-11-2011) αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων δεκατριών λεπτών και ενενήντα ενός λεπτών (8.713,91 €) νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα  από την επίδοση της αγωγής.

Καταδικάζει τον εφεσίβλητο-εναγόμενο στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας-ενάγουσας, τα οποία ορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………………2019 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

            Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ