ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 3699/2019
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
(ΓΑΚ-ΕΑΚ αγωγής : 6170-2698/2018)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη – Εισηγητή, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 5η Φεβρουαρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΕΝΑΓΟΥΣΑ: 1) Η εταιρία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Μ. Λ. και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε, δυνάμει του από 8.11.2018 πληρεξουσίου εγγράφου με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του μόνου διευθυντή αυτής, Δ. Μ., προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος ΕΓΓΛΕΖΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ με Α.Μ. … του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο.
ΕΝΑΓΟΜΕΝΕΣ: 1) Η εταιρία με την επωνυμία «…» που εδρεύει στη Μ. της Λ., διατηρεί δε νόμιμα εγκατεστημένο γραφείο στην Ελλαδα (Π.Φ.) και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε, δυνάμει του από 8.11.2018 πληρεξουσίου εγγράφου με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διευθυντή/εκπροσώπου αυτής, Α. Χ., προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΑΙΣΙΔΟΥ με Α.Μ. … του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
2) Η εταιρία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στη Γερμανία, εκπροσωπείται νόμιμα και διατηρεί (μεταξύ άλλών) υποκατάστημα στη Δανία, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει του από 26-10-2018 πληρεξουσίου εγγράφου με την …-2018 θεώρηση του γνησίου της υπογραφής και βεβαίωση νόμιμης εκπροσώπηση από τον Συμβολαιογράφο Augsburg Γερμανίας Paul Michelfeit των νομίμων εκπροσώπων της, M. P. και M. S., ο πληρεξούσιος δικηγόρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΙΟΜΕΛΑΚΗΣ με ΑΜ … του Δ.Σ.ΑΘΗΝΩΝ, ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 5-6-2018 με γενικό αριθμό κατάθεσης – ειδικό αριθμό κατάθεσης 6170-2698/5-6-2018 αγωγή της, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας με την από 22-1-2019 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868 και 869 ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 παρ.1 ν. 2331/1995, προκύπτει ότι διαφορές ιδιωτικού δικαίου, υφιστάμενες ή μέλλουσες να προέλθουν από ορισμένη έννομη σχέση, πλην των εργατικών διαφορών, μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολόγησαν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Ειδικά για τις μελλοντικές διαφορές απαιτείται εκτός από την εξουσία διαθέσεως των μερών και η τήρηση έγγραφου τύπου, ο οποίος είναι συστατικός και δεν μπορεί να αναπληρωθεί με την επίκληση άλλων αποδεικτικών μέσων (ΑΠ 1737/2009, ΕλλΔνη 2011.736). Αφού η διαιτητική ρήτρα αναφέρεται σε μελλοντικές διαφορές το εύρος της δεν χρειάζεται να είναι κατά τον χρόνο της καταρτίσεως της επακριβώς προσδιορισμένο (ΑΠ 255/1996, ΕλλΔνη 1996.1559) και από την ερμηνεία της θα προσδιοριστεί αν υπάγονται σε διαιτησία όλες οι διαφορές που θα ανακύψουν από την έννομη σχέση ή μερικές από αυτές (ΑΠ 877/2000, ΔΕΕ 2001.408, ΕφΑθ 1892/1996, ΔΕΕ 1997.736, Κουσούλης, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 868, αριθμ.3). Η ρήτρα δε διαιτησίας καλύπτει, εκτός από τις διαφορές από τη σύμβαση και αξιώσεις αδικοπρακτικού χαρακτήρα που προήλθαν από αυτήν (ΟλΑΠ 8/1996, ΝοΒ 1997.591, όμοια και επί διεθνούς διαιτησίας – άρθρο 2§2 Σύμβασης Νέας Υόρκης). Όμως, η συμφωνία περί διαιτησίας δεν περιλαμβάνει και τις μελλοντικές αξιώσεις περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από αδικοπραξίες που συνέχονται με τη σύμβαση, αφού οι αξιώσεις αυτές ανάγονται στο δίκαιο προστασίας της προσωπικότητας, με συνέπεια ο φορέας τους να έχει περιορισμένη εξουσία διάθεσής τους μετά τη γένεσή τους (933 ΑΚ), ουδεμία δε εξουσία διάθεσής τους εκ των προτέρων, εξουσία που αποτελεί προϋπόθεση για να είναι μια διαφορά δεκτική υπαγωγής σε διαιτησία, όπως ρητώς ορίζει το άρθρο 867 ΚΠολΔ (βλ. και ΑΠ 2004/2007 Δ 2008.785, ΠολΠρΑθ 1695/2011, Νομος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 869 παρ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ, όπως κατά τα ανωτέρω ισχύει, έγγραφη θεωρείται η συμφωνία και αν καταρτίστηκε με ανταλλαγή ενυπόγραφων επιστολών, τηλεγραφημάτων, τηλετυπημάτων ή ενυπόγραφων τηλεομοιοτύπων (ΑΠ 539/2013, ΕΕμπΔ 2014.99). Το ίδιο ορίζει και η υπογραφείσα στη Ν. Υόρκη από 10.6.1958 Διεθνής Σύμβαση «περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων», η οποία υπογράφηκε και τέθηκε σε ισχύ και στη Δανία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν.δ. 4220/1961, σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ (άρθρο 2 του Εισαγωγικού αυτού Νόμου), και εφαρμόζεται κατισχύουσα των σχετικών διατάξεων του ΚΠολΔ (άρθ. 28 Σ), υπό τον όρο της αμοιβαιότητας και εφόσον πρόκειται περί διαφοράς, η οποία, κατά το ελληνικό δίκαιο, είναι εμπορική αμφιμερώς ή τουλάχιστον για το μέρος στο οποίο επιζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση της αλλοδαπής διαιτητικής αποφάσεως, η οποία στο άρθρο 2 δέχεται ως τύπο κατάρτισης της συμφωνίας περί διαιτησίας με ανταλλαγή επιστολών ή τηλεγραφημάτων ή TELEX (ΑΠ 550/1996, ΔΕΕ 1997.734). Η διάταξη αυτή περιέχει αυτοτελή κανόνα ουσιαστικού δυχαίου, ο οποίος έχει ισχύ για τα κράτη τα οποία δεσμεύονται από την διεθνή αυτή σύμβαση και δεν καταλείπει στο πεδίο εφαρμογής της περιθώριο προσφυγής του δικαστηρίου σε άλλο κανόνα ουσιαστικού ή ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, προκειμένου να εξακριβωθή το έγκυρο της συμφωνίας περί διαιτησίας, από την άποψη του τύπου της συνομολογήσεως αυτής. Με την καθιέρωση του εγγράφου τύπου διώκεται η αυξημένη προστασία των μερών, χωρίς όμως να παραβλάπτεται η πρακτική του διεθνούς εμπορίου και της διεθνούς συναλλαγής (ΕφΑθ 7195/2007, ΝοΒ 2008.650). Βέβαια, στο χώρο των διεθνών εμπορικών συναλλαγών και λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες διεθνείς συναλλακτικές πρακτικές, αναλογικά των ανωτέρω τύπων, διαλαμβάνεται στον όρο «επιστολή» και η ηλεκτρονική αλληλογραφία (e-mail – βλ. Κουσούλη, Θεμελιώδη προβλήματα της διαιτησίας, τόμος Β΄, 1996. σελ. 78, τον ίδιο, Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 2 Σύμβασης ΝΥ, αριθμ. 5, 6), δεδομένου ότι ο καθορισμός της ηλεκτρονικής διεύθυνσης κατά τρόπο μοναδικό από τον χρήστη συνιστά απόδειξη της ταυτότητας του εκδότη του ηλεκτρονικού εγγράφου, όπως προκύπτει και από την επικράτηση της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ως μέσου επικοινωνίας στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές με μεγάλο αντικείμενο (ΕφΠειρ 525/2014, ΔΕΕ 2014.1204, Καλαβρός, Διεθνής Εμπορική Διαιτησία Ι, 2019, άρθρο 7, αριθμ. 42, βλ. γενικότερα για το ηλεκτρονικό έγγραφο Μανιώτη, Η ψηφιακή υπογραφή ως μέσο διαπιστώσεως της γνησιότητας των εγγράφων στο αστικό δικονομικό δίκαιο, 1998, σελ. 32 επ., Κουσούλη, Σύγχρονες μορφές έγγραφης συναλλαγής, 1992, σελ. 138 επ.). Ας σημειωθεί δε ότι επί διεθνών εμπορικών διαιτησιών που ο τόπος τους ευρίσκεται εντός της Ελληνικής Επικράτειας αναπτύσσει ισχύ το άρθρο 7§3 του Ν. 2735/1999 για τη Διεθνή Εμπορική Διαιτησία με τον οποίο υιοθετήθηκε ο Πρότυπος Νόμος της UNCITRAL (Κουσούλης, Διαιτησία, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 2 Σύμβασης ΝΥ, αριθμ. 1,2, Καλαβρός, Διεθνής Εμπορική Διαιτησία Ι, 2019, άρθρο 7, αριθμ. 18), έγγραφη θεωρείται η συμφωνία και αν καταρτίστηκε με ανταλλαγή επιστολών, τηλετυπημάτων, τηλεγραφημάτων ή άλλων μέσων τηλεπικοινωνίας που καταγράφουν τη συμφωνία, διάταξη που ερμηνευτικώς θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και κατά την ερμηνεία του άρθρου 2 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης (βλ. Κουσούλη, ο.π., άρθρο 2 Σύμβασης ΝΥ, αριθμ. 5, πρβλ. και ΕφΑθ 7195/2007, ΝοΒ 2008.650). Επίσης, η ανωτέρω συμφωνία διαιτησίας τυγχάνει έγκυρη, αφού ο έγγραφος τύπος αυτής ικανοποιείται και όταν η συμφωνία περί διαιτησίας περιλαμβάνεται στους γενικούς τυποποιημένους όρους της σύμβασης έργου, οι οποίοι προσαρτήθηκαν ως ανυπόγραφο παράρτημα σε σύμβαση που έχει υπογραφές από τα μέρη και παραπέμπει στο περιεχόμενο τους, αφού η παραπομπή στο κείμενο των τυποποιημένων αυτών όρων, αποτελεί προσχώρηση στους όρους αυτούς και αποδοχή τους και αρκεί η υπογραφή των συμβαλλομένων στο κείμενο της σύμβασης με το οποίο γίνεται η ανεπιφύλακτη προσχώρηση στους όρους στους οποίους περιλαμβάνεται και η διαιτητική ρήτρα (ΕφΘεσ 871/1998, ΔΕΕ 1999.735, Βερβενιώτης, Διεθνής Εμπορική Διαιτησία, 1990 σελ. 74 έως 76, Τσικουρής, Ζητήματα τύπου της συμφωνίας περί διαιτησίας, ΔΕΕ 1998.1198 επ.). Αυτό ισχύει στο πεδίο των διεθνών συναλλαγών, όπου η διαιτησία έχει καταστεί η συνήθης μέθοδος επιλύσεως διαφορών και όπου οι συναλλασσόμενοι εκ των πραγμάτων οφείλουν αυξημένη επαγρύπνηση κατά την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, ιδίως όταν πρόκειται για συναλασσόμενους με μεγάλο οικονομικό κύκλο δραστηριοτήτων, όπως επί εμπορικής ναυτιλίας. Δεν απαιτείται λοιπόν ρητή και ειδική μνεία των όρων της διαιτησίας όταν πρόκειται για όρο συνήθη και γνωστό σε όσους συναλλάσσονται στον συγκεκριμένο εμπορικό τομέα, οι οποίοι θεωρούν σταθερή πρακτική την διαιτητική επίλυση των διαφορών οι οποίες πιθανόν θα προκύψουν, παραλείπουν δε να διατυπώσουν συναφώς οιανδήποτε επιφύλαξη (ΕφΑθ 967/1995 ΕλλΔνη 37. 1399, ΕφΑθ 7195/2007, ΝοΒ 2008.650). Αλλωστε, όπως πειστικά επισημαίνεται, το ότι η διαιτησία έχει αναχθεί σε τακτικό μέσο επιλύσεως των διεθνών εμπορικών συναλλαγών συνάγεται και από τον Πρότυπο Νόμο για την διεθνή εμπορική διαιτησία και το εθνικό δίκαιο, ο οποίος εγκρίθηκε από την UNCITRAL, ήτοι από την Επιτροπή του ΟΗΕ για το δίκαιο του διεθνούς εμπορίου, την 21.6.1985. Οι επικρατήσασες αυτές συναλλακτικές συνήθειες στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και κατά την ερμηνεία των συμβάσεων για διεθνή διαιτησία, τα δε συναλλακτικά ήθη κατ’ άρθρο 337 ΚΠολΔ λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, όταν αυτά αποτελούν περιεχόμενο του κανόνος δικαίου (ΕφΑθ 7195/2007, ΝοΒ 2008.650). Τέλος, η περί διαιτησίας συμφωνία δεν εμπίπτει ούτε στις διατάξεις του ν. 2251/1994 και δη του άρθρου 2 παρ. 7, κατά την οποία καταχρηστικοί είναι οι Γενικοί Όροι των Συναλλαγών επί συμβάσεως προμηθευτού και καταναλωτού και όταν “αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύμβαση στο φυσικό τους δικαστή με την πρόβλεψη αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας“. Τούτο δε διότι η έννοια του καταναλωτή στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 2251/1994, δια της οποίας επιχειρήθηκε ενσωμάτωση των ουσιαστικών διατάξεων του Κοινοτικού Δικαίου για την προστασία του καταναλωτή είναι διαφορετική και ευρύτερη της εκείνης των άρθρων 17-19 του Κανονισμού 1215/2012 (βλ. Νίκα/Σαχπεκίδου, ΕυρΠολΔ, άρθρο 17, αριθμ.32), αλλά και του Κανονισμού «Ρώμη Ι» (άρθρο 6). Όμως κατά τούτο επιχειρήθηκε από τον εθνικό νομοθέτου διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή, όπως αυτός νοείτο και προστατευόταν με τις αντίστοιχες τότε Οδηγίες και δη της Οδηγίας 85/577/ΕΕ “Προστασία Καταναλωτών κατά την σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος”, 87/102 ΕΕ, (ως ετροποποιήθη δια της 90/88/ΕΕ) “Καταναλωτική Πίστη” και 99/44/ΕΚ “Πτυχές της πώλησης καταναλωτικών αγαθών”, η οποία ταυτιζόταν τότε προς την ανωτέρω έννοια των ισχύουσων τότε Συμβάσεων των Βρυξελλών και του Λουγκάνο. Είναι σαφές ότι ο άνω νόμος κατά το μέρος που επιχειρεί διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή πέραν του ορίου προστασίας των ανωτέρω διεθνών κειμένων δεν απηχεί παρά μόνο εθνικό δίκαιο και, κατά τούτο, η υπ’ αυτού παρεχομένη προστασία στον τοιούτο “καταναλωτή” δεν δύναται να υπερισχύσει, κατ’ αρθρ. 28 του Συντάγματος, της ρυθμίσεως της Συμβάσεως της Νέας Υόρκης του 1958 (ΕφΠειρ 525/2014, ΔΕΕ 2014.1204, ΕφΑθ 3670/2012, ΔΕΕ 2012.1039, ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη 2007.305). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 169 ΚΠολΔ, το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο, μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας, που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν κρίνει ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στη δικαστική δαπάνη του αντιδίκου του. Από τη διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην εξασφάλιση του εναγομένου (του καθ’ ου η κύρια παρέμβαση ή του καθ` ου ασκήθηκε το ένδικο μέσο) για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του οικείου δικαστηρίου, προκύπτει ότι: α) για να υπάρξει υποχρέωση προς παροχή εγγυοδοσίας του ενεργούντος την επιθετική πράξη διαδίκου υπέρ του αντιδίκου του απαιτείται να υποβληθεί αίτηση του τελευταίου και μάλιστα κατά την πρώτη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου (άρθρο 263 περ. γ΄ ΚΠολΔ), β) κριτήριο της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου, ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσης της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου μέρους. Ο σχετικός κίνδυνος πρέπει να είναι προφανής και τούτο ισχύει, λόγου χάρη, όταν ο επιτιθέμενος διάδικος στερείται εμφανούς περιουσίας, είναι άγνωστης διαμονής, αναξιόχρεος λόγω πολλαπλών χρεών έναντι τρίτων ή και του ίδιου του διαδίκου και ήδη αιτούντος και εν γένει αφερέγγυος, γ) για να διαταχθεί η ανωτέρω εγγυοδοσία πρέπει, κατά την κρίση του δικαστηρίου που δικάζει και σχηματίζεται με ελεύθερη απόδειξη από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπ` όψιν του, να υπάρχει προφανής κίνδυνος για τη μη εκτέλεση της διάταξης για τα δικαστικά έξοδα σε περίπτωση ενδεχόμενης καταδίκης σε αυτά του υπόχρεου διαδίκου στην εγγυοδοσία, δ) το δικαστήριο, που δέχεται τη διακωλυτική ένσταση για εγγυοδοσία, καθορίζει όχι μόνο το μέγεθος αυτής, αλλά και την προθεσμία εντός της οποίας οφείλει ο υπόχρεος να την καταβάλει, ενώ, αν αυτή παρέλθει άπρακτη, το δικαστήριο, με αίτηση εκείνου που ζήτησε την εγγυοδοσία, ανακαλεί την αγωγή, κύρια παρέμβαση ή το ένδικο μέσο. Η ανάκληση, μάλιστα, αυτή θεωρείται ότι αφορά το δικόγραφο και όχι το δικαίωμα προς άσκηση της αγωγής, της κύριας παρέμβασης ή του ενδίκου μέσου (άρθρα 171, 172 ΚΠολΔ). Το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων της εν λόγω αναβλητικής ένστασης (που εισάγει εξαιρετικού χαρακτήρα δικονομικό κανόνα) φέρει ο εναγόμενος, ο καθ’ ού η κύρια παρέμβαση ή εκείνος κατά του οποίου ασκείται το ένδικο μέσο, ενώ αυτή (ένσταση) είναι βάσιμη αν αποδειχθεί πλήρως, χωρίς να αρκεί απλή πιθανολόγηση (ΑΠ 167/2015, ΑΠ 1876/2009, ΑΠ 308/2009, ΑΠ 990/2008, Νομος). Η διάταξη του άρθρου 169 του ΚΠολΔ, εξ άλλου, σε συνδυασμό με την εξαίρεση του άρθρου 170 αριθμ. 1 του ιδίου κώδικα, είναι συμβατή με το άρθρο 20 του Συντάγματος, αλλά και προς το Κοινοτικό Δίκαιο, και συγκεκριμένα το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) ή της Σύμβασης της Ρώμης (4.11.1950), σύμφωνα με την οποία: “κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσή του δικαστεί δίκαια, δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο….“, έχει δε ως σκοπό όχι μόνο τη διασφάλιση της απαίτησης για τα δικαστικά έξοδα, αλλά και την περιστολή της καταχρηστικής προσφυγής στη δικαιοσύνη. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα δικαιώματα του ανθρώπου έχει κρίνει ότι δεν προσβάλλεται το θεμελιακό δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στα δικαστήρια με τη διατασσόμενη εγγυοδοσία για τα δικαστικά έξοδα. Πρέπει δε ιδιαίτερα να τονιστεί ότι η ως άνω εγγυοδοσία αφορά μόνο τα δικαστικά έξοδα συγκεκριμένου βαθμού δικαιοδοσίας και όχι τυχόν αξιώσεις αποζημίωσης από τη διενέργεια του δικαστικού αγώνα. Το είδος της αγωγής ως αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής είναι αδιάφορο. Οπως προεκτέθηκε, ο ισχυρισμός για εγγυοδοσία έχει χαρακτήρα αναβλητικής ένστασης (άρθρο 263 περ. γ` ΚΠολΔ), που προτείνεται, επί ποινή απαραδέκτου, κατά την πρώτη συζήτηση, η πρώτη δε συζήτηση νοείται σε σχέση με τον κάθε βαθμό δικαιοδοσίας (ΑΠ 990/2008, Νομος).
Με την υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι ήταν πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων φορτηγού πλοίου M/V «…», τo οποίo τελούσε υπό τη διαχείριση της πρώτης εναγόμενης, έως την πώληση του για σκραπ στις 22.6.2017 κι ότι μεταξύ των υποχρεώσεων της ήταν η εποπτεία της συντήρησης, του δεξαμενισμού και ο εφοδιασμός του με τα απαραίτητα ανταλλακτικά. Ότι η πρώτη εναγόμενη είναι ναυτιλιακή εταιρία με καταστατική έδρα στη Λιβερία, νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα (Π. Φ.), όπου έχει και την πραγματική της έδρα και απ’ όπου ασκείται η διοίκηση της. Ότι το ανωτέρω πλοίο, που κατά τα έτη 2008 – 2016 μετέφερε φορτία ανελλιπώς στη γεωγραφική περιοχή Νοτιοανατολικών Πολιτειών Αμερικής και Καραϊβικής και ελέγχθηκε για την αξιοπλοΐα του από Επιθεωρητές και νηογνόμωνα κατά τους διεθνείς κανονισμούς, έφερε μηχανή πρόωσης «ΜΑΝ» και προπέλα μεταβλητού βήματος και εξ αυτού του λόγου η δεύτερη εναγόμενη και δη το υποκατάστημα της στη Δανία, αναλάμβανε την επισκευή ή την συντήρηση της μηχανής και των λοιπών τμημάτων της, όποτε ήταν αναγκαίο. Ότι στις 3.11.2016, μετά τον ελλιμενισμό του πλοίου στο Τρινινταντ παρατηρήθηκε απώλεια βήματος της προπέλας εξαιτίας χαλάρωσης ενός από τους τρεις πείρους κατεύθυνσης που συγκρατούν τον δακτύλιο ένδειξης βήματος κι ότι στις 9.11.2016 κατέφθασαν δύο μηχανικοί της β΄ εναγομένης, οι οποίοι αντί της συγκεκριμένης μόνο επισκευής προχώρησαν σε εργασίες στον κυλιδρικό διανομέα λαδιού, μετατοπίζοντας αυτόν κατά μήκος του άξονα και προς την κατεύθυνση της πρύμνης του πλοίου και αφαιρώντας τα καλύμματα των στεγανωτικών υψηλής πίεσης, όπως διαπιστώθηκε αργότερα. Ότι εξαιτίας αυτών των ενεργειών και της μη χρησιμοποίησης εξαρτήματος συγκράτησης στον κυλινδρικό διανομέα λαδιού που αυτόβουλα επενέβησαν οι μηχανικοί της, λίγες ώρες μετά την αναχώρηση του πλοίου από το Πόιντ Λίσας του Τρινιντάντ στις 26.11.2016, διαπιστώθηκαν φθορές στα στεγανωτικά λάστιχα του πλοίου και εντεύθεν διαρροή από τα καλύμματα του κυλινδρικού διανομέα λαδιού, με αποτέλεσμα την επιστροφή του πλοίου με μειωμένη ταχύτητα στο αγκυροβόλιο του Port of Spain στις 1.12.2016, όπου και πάλι εκλήθη η δεύτερη εναγόμενη για επισκευή, η οποία εκτίμησε εσφαλμένως ότι έπρεπε ο κυλινδρικός διανομέας λαδιού να αλλαχθεί σύντομα κι ότι εξαιτίας της εσφαλμένης εκτίμησης των μηχανικών της δεύτερης εναγόμενης και της απουσίας επίβλεψης εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης το πλοίο λίγες ώρες μετά τον απόπλου του και της επανεμφάνισης σοβαρής διαρροής λαδιού επέστρεψε στον ίδιο λιμένα (Port of Spain). Ότι στις 11.12.2016 κλήθηκε και πάλι η δεύτερη εναγόμενη για επισκευή, οπότε ο μηχανικός που απέστειλε έκρινε ότι είχε υποστεί παραμόρφωση ο κυλινδρικός διανομέας λαδιού (εξαιτίας των πλημμελειών των μηχανικών της δεύτερης εναγομένης), ο οποίος πραγματοποίησε μετρήσεις για την παραγγελία νέου διανομέα διαιρούμενου τύπου για την αποφυγή του δεξαμενισμού του πλοίου, ενώ κατέφθασαν και άλλοι δύο μηχανικοί για συνδρομή του στις 17.12.2016, πλην όμως όλοι τους αναχώρησαν στις 22.12.2016 για την Δανία λόγω διακοπών Χριστουγέννων και ενώ τα ανταλλακτικά είχαν καθυστερημένα αφιχθεί μόλις πριν δύο ημέρες. Ότι λόγω εσφαλμένων μετρήσεων των μηχανικών της δεύτερης εναγόμενης διαπιστώθηκε από άλλο μηχανικό, προσληφθέντα από την πρώτη εναγόμενη, η ακαταλληλότητα του νέου κυλιδρικού διανομέα λαδιού και την διόρθωση του ανέλαβε μηχανικός της δεύτερης εναγόμενης που κατέφθασε στις 3.1.2017, ολοκληρώνοντας την μετασκευή του στις 21.1.2017, οπότε διαπιστώθηκε η ακαταλληλότητα και του δακτυλίου ένδειξης βήματος – και πάλι λόγω εσφαλμένων μετρήσεων των μηχανικών της δεύτερης εναγομένης – κι ότι παραδόθηκε νέος δακτύλιος μόλις στις 16.1.2017, με αποτέλεσμα το πλοίο να αποπλεύσει εν τέλει στις 20.1.2017, μετά από δοκιμές, πλέοντας με χαμηλή ταχύτητα λόγω βιολογικής ρύπανσης στο κύτος του ως εκ της τριμηνης παραμονής του σε θαλάσσια περιοχή τροπικού κλίματος. Ότι στις 4.2.2017 παρατηρήθηκε αποκόλληση του ενός πείρου του δακτυλίου ένδειξης βήματος, με αποτέλεσμα το πλοίο έκτοτε να πλέει μόνο μπροστά με μέγιστο βήμα προπέλας 65%, ήτοι υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης κι ότι μετά από ανεφοδιασμό και καθαρισμό των υφάλων στο Μιντέλο το πλοίο αντί του αρχικού του προορισμού για το λιμάνι του Garston στο Ηνωμένο Βασίλειο κατέφθασε στο λιμάνι του Las Palmas στις 16.02.2017 για έλεγχο από μηχανικό της δεύτερης εναγομένης, ο οποίος, όμως, κατέφθασε στις 22.07.2017 και διαπίστωσε ότι απαιτείτο δεξαμενισμός του πλοίου για την επισκευή του, γεγονός που καθιστούσε ασύμφορη την περαιτέρω εκμετάλλευση του, με αποτέλεσμα να πωληθεί το εν λόγω πλοίο να πωληθεί εν τέλει για σκραπ. ΄Οτι πέραν της πλημμελούς επισκευής και της καθυστέρησης αποστολής ανταλλακτικών, η δεύτερη εναγόμενη ούτε σε αυτή την περίπτωση την ενημέρωσε εγκαίρως, με αποτέλεσμα να παραμείνει το πλοίο αγκυροβολημένο στο λιμάνι του Las Palmas, να κατασχεθεί και να εκποιηθεί το φορτίο και να καταβάλει η ίδια 16.000 δολάρια ΗΠΑ για αποζημίωση, καθώς τα υπόλοιπα καταβλήθηκαν από τον ασφαλιστή. Ότι ενόψει των παραπάνω για την έκταση των ζημιών και εν τέλει την κατάσταση του … ευθύνονται οι αντίδικοι της, αλληλεγγυως και σε ολόκληρο, καθώς η πρώτη εναγόμενη όφειλε (και δεν το έπραξε) να επιβλέπει τις εργασίες ως, μεταξύ άλλων και τεχνική διαχειρίστρια του πλοίου, να παρέχει οδηγίες και να ζητά και να λαμβάνει πληροφόρηση τόσο για την κατάσταση των ζημιών και την πορεία αποκατάστασής τους, όσο και για την αναγκαιότητα και το είδος των εκτελούμενων επισκευών, ενώ η δεύτερη εναγόμενη προέβη σε ανολοκλήρωτες και πρόχειρες εργασίες επισκευών, δημιουργώντας και η ίδια ζημιές που επιδιορθώθηκαν εν μέρει και με καθυστέρηση, καθώς και τεχνικά σφάλματα, οι οποίες κατέστησαν το πλοίο αναξιόπλοο και μη πρόσφορο προς εκμετάλλευση. Ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς των εναγομένων η ενάγουσα ζημιώθηκε κατά τα ακόλουθα ποσά: 1) ΈΞΟΔΑ ΠΛΟΙΟΥ Α. Πρακτοριακές αμοιβές Port of Spain από 1.12.2016 έως 8.12.2016 ποσό 12.173,23 δολ. ΗΠΑ, B. Πρακτορειακές αμοιβές Port of Spain από 11.12.2016 έως 20.1.2017 ποσό 54.562,23 δολ. ΗΠΑ, Γ. Πρακτορειακές αμοιβές Μindelo από 9.2.2017 έως 10.2.2017 ποσό 4.250,05 δολ. ΗΠΑ, Δ. Πρακτορειακές αμοιβές Las Palmas από 12.4.2017 έως 6.6.2017 ποσό 28.939,01 δολ. ΗΠΑ, Ε. Λειτουργικές δαπάνες 4.000 δολ. ΗΠΑ επί 192 ημέρες σύνολο 768.000 δολ. ΗΠΑ, ΣΤ. ‘Εξοδα αρχιμηχανικού Μ. Γ. που μετέβη επί του πλοίου 300 δολ. ΗΠΑ ημερησίως επί 8 ημέρες (14-21.1.2017) σύνολο 2.400 δολ. ΗΠΑ, Ζ. ‘Εξοδα αρχιμηχανικού Δ. Κ. πον μετέβη επί του πλοίου 300 δολ. ΗΠΑ ημερησίως επί 8 ημέρες (14-21.1.2017) σύνολο 2.400 δολ. ΗΠΑ, Η. Έξοδα αρχιμηχανικού Μ. Γ. πον μετέβη επί του πλοίου 300 δολ. ΗΠΑ ημερησίως επί 32 ημέρες (18.2-21.3.2017) σύνολο 9.600 δολ. ΗΠΑ, Θ. Έξοδα αρχικαπετάνιου X. Κ. 300 δολ. ΗΠΑ ημερησίως επί 30 ημέρες (18.2-19.3.2017) σύνολο 9.000 δολ. ΗΠΑ, I. Κατανάλωση καυσίμων από 3.11.2016 μέχρι 6.6.2017 σύνολο 227.297,06 δολ. ΗΠΑ, ΙΑ. Κατανάλωση λιπαντικών από 3.11.2016 μέχρι 6.6.2017 σύνολο 25.034,24 δολ. ΗΠΑ, ΙΒ. Κατανάλωση καυσίμων από 6.6.2017 μέχρι 19.6.2017 οπότε κατέπλευσε στο λιμένα παράδοσης λόγω πώλησης για σκραπ σύνολο 38.138,50 δολ. ΗΠΑ, ΙΓ. Κατανάλωση λιπαντικών από 6.6.2017 μέχρι 19.6.2017 οπότε κατέπλευσε στο λιμένα παράδοσης λόγω πώλησης για σκραπ σύνολο 16.524,02 δολ. ΗΠΑ, ΙΔ. Αποζημίωση για κατάσχεση και εκποίηση του φορτίου το ποσό των 16.000$, ήτοι σύνολο ζημίας από τις ανωτέρω αιτίες δολ. ΗΠΑ 1.214.318,34. 2) Ότι περαιτέρω ζημιώθηκε το ποσό του τιμήματος της αγοραπωλησίας του πλοίου που θα επωλειτο ως ενεργό και αξιόπλοο πλοίο σε τιμή αγοράς 980.000 δολ. ΗΠΑ αντί 480.000 δολ. ΗΠΑ που εν τέλει πωλήθηκε απαξιωμένο για σκραπ στους Τούρκους αγοραστές “…”, ήτοι ότι υπέστη θετική ζημία εκ του λόγου αυτού ποσού 500.000$. 3) Ότι κατά την συνήθη φορά των πραγμάτων θα αποκόμιζε από τις 17.11.2016, οπότε θα έπρεπε το πλοίο να καταπλεύσει το πλοίο στο λιμένα του Γκάρστον, M. Βρετανίας, μέχρι την 31.12.2021, οπότε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ολοκλήρωνε τον κύκλο εκμετάλλευσης του για την ενάγουσα και θα πωλείτο σε τρίτους αγοραστές για περαιτέρω εκμετάλλευση και θα εισέπράττε από τη χρονοναύλωση αυτού, για το έτος 2016 το ποσό των 4.600 δολ ΗΠΑ ημερησίως, για το έτος 2017 το ποσό των 4.800 δολ ΗΠΑ ημερησίως, για το έτος 2018 το ποσό των 5.000 δολ ΗΠΑ ημερησίως, για το έτος 2019 το ποσό των 5.200 δολ ΗΠΑ ημερησίως, για το έτος 2020 το ποσό των 5.400 δολ ΗΠΑ ημερησίως, για το έτος 2021 το ποσό των 5.600 δολ ΗΠΑ ημερησίως, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα έτη 2016 και 2017 και τις ευλόγως αναμενόμενες για τα λοιπά έτη ως άνω συνθήκες της αγοράς, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους πλην 15 ημερών κατά τις οποίες θα έμενε εκτός εκμεταλλεύσεως για την ετήσια επιθεώρηση και δεξαμενισμό των ημερήσιων εξόδων εκμετάλλευσης του πλοίου (μισθοί πληρώματος, υπερωρίες, επιδόματα, τροφοδοσία, εφόδια, λιπαντικά, ανταλλακτικά, ασφάλιστρα, συνδρομές σε αλληλασφαλιστικούς οργανισμούς, αναλογία επισκευών και συντηρήσεως, δημόσιους φόρους, έξοδα επικοινωνίας, διοικητικά, αναλογία στα ετήσια έξοδα δεξαμενισμού, διάφορα μικροέξοδα) ανερχομένων σε 4.000 δολ ΗΠΑ ημερησίως και επομένως ότι, κατά τα ως άνω έτη αντιστοίχως, θα αποκόμιζε εντέλει κέρδη: α) για το έτος 2016, 4.600 -4.000=600 δολ. ΗΠΑ ανα ημερα Χ44 ημερες=26.400 δολ. ΗΠΑ, β) για το έτος 2017, 4.800-4.000 δολ.=800δολ. ΗΠΑ ανά ημέρα Χ 350 ημέρες = 280.000 δολλ. ΗΠΑ, γ)για το έτος 2018, 5000-4.000 δολ.=1000 δολ. ΗΠΑ ανά ημέρα X 350 ημέρες = 350.000 δολ. ΗΠΑ, δ) για το έτος 2019, 5.200-4.000 δολ.=1200 δολ. ΗΠΑ ανά ημέρα X 350 ημέρες = 420.000 δολ. ΗΠΑ, ε) για το έτος 2020, 5400-4.000 δολ.=1400 δολ. ΗΠΑ ανά ημέρα X 350 ημέρες = 490.000 δολ. ΗΠΑ, στ) για το έτος 2021, 5.600-4.000 δολ.=1.600 δολ. ΗΠΑ ανά ημέρα X 350 ημέρες = 560.000 δολ. ΗΠΑ και συγκεντρωτικά σύνολο 2.126.400 δολ ΗΠΑ. 4) Ότι, περαιτέρω, εξαιτίας της συμπεριφοράς των εναγόμενων η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη, λόγω της προσβολής του κύρους, της φήμης και της επαγγελματικής της υπόληψης, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να της επιδικαστεί το ποσό των 45.000 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Ότι συνολικά επομένως υπέστη ζημία, 1.214.318,34$ από τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε, 500.000$ ΗΠΑ από τη μη πώληση του ένδικου πλοίου ως αξιόπλοου και λειτουργικού, 2.126.400$ από την απώλεια κερδών από τη μη εκμετάλλευσή του μέχρι την ολοκλήρωση του κύκλου εκμετάλλευσής του, αιτείται δε συνολικά το ισότιμο του ποσού των 3.840.718,34$ κατά τον χρόνο εξόφλησης και το ποσό των 45.000€ από ηθική βλάβη, με το νόμιμο τόκο από 22.2.2017, άλλως από της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής, την κήρυξη της απόφασης ως προσωρινά εκτελεστής και την καταδίκη των εναγομένων στη δικαστική της δαπάνη. Η δεύτερη εναγόμενη, παραδεκτώς υποβάλλει με τις προτάσεις της (άρθρο 263 περ. γ΄ ΚΠολΔ) αίτημα παροχής εγγυοδοσίας κατ’ άρθρο 169 ΚΠολΔ, επικαλούμενη αφερεγγυότητα της ενάγουσας, λόγω έλλειψης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μετά την πώληση του ιστορούμενου στην αγωγή πλοίου, η οποία είναι νόμιμη μεν, απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη δε, καθώς από όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα προς απόδειξη της εν λόγω δικονομικής ενστάσεως δεν προκύπτει και αφερεγγυότητα της ενάγουσας από μόνη την πώληση του ως άνω πλοίου, ούτε αποδείχθηκε η ύπαρξη ληξιπρόθεσμων χρεών τέτοιου ποσού που να καθιστούν αυτή αφερέγγυα κατά την έννοια του άρθρου 169 ΚΠολΔ και δη ως προς την πληρωμή ποσού 12.500 ευρώ στα οποία θα ανέρχονταν τα δικαστικά έξοδα που θα της επιδικάζονταν σε περίπτωση νίκης της κατά τα άρθρα 176 και 63§1 περ. ε΄ Ν. 4194/2013, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας. Ως προς το παραδεκτό της κρινόμενης αγωγής, η δεύτερη εναγόμενη με τις προτάσεις της παραδεκτώς προβάλλει (δικονομική) ένσταση υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία (άρθρο 263 ΚΠολΔ), επικαλούμενη την ηλεκτρονική αλληλογραφία της με την ενάγουσα και δη την αποστολή με ηλεκτρονικό μήνυμα της προσφοράς της μαζί με τους όρους συναλλαγών της, όπου περιέχεται ρήτρα διαιτησίας στις 8.11.2016, στις 15.12.2016, στις 5.1.2017 και στις 16.2.2017 και την εν γένει αποδοχή της προσφοράς της, χωρίς να διατυπωθεί οποιαδήποτε αντίρρηση εκ μέρους της ενάγουσας, άλλως την σιωπηρή αποδοχή της διαιτητικής ρήτρας με βάση και την σταθερή πρακτική επίλυσης συναφών διαφορών δια της διαιτησίας. Η ένσταση παραδεκτώς προτείνεται, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του υπαγωγικού συλλογισμού, διότι η ένδικη διαφορά, ως ιδιωτικού δικαίου δύναται κατά το δικονομικό δίκαιο του δικάζοντος Δικαστηρίου να υπαχθεί στην διαιτησία, καθώς το αντικείμενό της, δηλαδή το ενοχικό δικαίωμα αποζημιώσεως λόγω πλημμελούς εκπληρώσεως της επικαλούμενης ενοχικής συμβάσεως έργου έτι ερειδόμενο και σε αδικοπραξία βάση, είναι ελεύθερα διαθετό από τους διαδίκους ως προς όλα τα επί μέρους κονδύλια, πλην του κονδυλίου περί ηθικής βλάβης που δεν μπορεί να παραπεμφθεί σε διαιτησία κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω η βασιμότητα της επικαλούμενης συμφωνίας διαιτησίας, σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις και συγκεκριμένα με το άρθρο 2 του από 10-6-1958 Διεθνούς Συμβάσεως της Νέας Υόρκης περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων, που κυρώθηκε από την Δανία και την Γερμανία, αλλά και την Ελλάδα δια του Ν.Δ. 4220/1961, που αποτελούν τα ενδιαφερόμενα μέρη στην παρούσα υπόθεση. Από όλα τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως έγγραφα αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ήταν πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Αγίου Βικεντίου και Γρεναδίνων φορτηγού πλοίου M/V «…», τo οποίo τελούσε υπό τη διαχείριση της πρώτης εναγόμενης, στις αρχές Νοεμβρίου του 2016. Μετά τον ελλιμενισμό του πλοίου στο Τρινινταντ και την προσπάθεια επισκευής του πλοίου παρατηρήθηκε απώλεια βήματος της προπέλας και υπήρξε εντατική ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ του μηχανικού, Μ. Γ. εκ μέρους της πρώτης εναγόμενης και των κκ B. T., … εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης, για την κατασκευή εξαρτημάτων και την αποστολή μηχανικών και τον συντονισμό της όλης διαδικασίας (εργαλείων κλπ), ώστε να μπορέσει το πλοίο να επισκευαστεί, έστω και προσωρινά. Με το από 8.11.2016 (στις 11:06) ηλεκτρονικό μήνυμα του … προς τον εκπρόσωπο της ενάγουσας S. Z. και κοινοποίηση στο τμήμα επιχειρήσεων της εταιρίας και στους Μ. Γ. και D. D. απέστειλε, μαζί με την επισυναφθείσα στην επιστολή προσφορά της εταιρίας για εξαρτήματα, ως επισυναφθέντες και τους γενικούς όρους συναλλαγών της δεύτερης εναγομένης, επισημαίνοντας στο κείμενο της επιστολής την αποστολή των γενικών όρων συναλλαγής, που θα είναι εφαρμοστέοι στην προτεινόμενη σύμβαση. Με μήνυμα της ίδιας ημέρας (στις 16:49) ο αποδέκτης της πρότασης S. Z. εκ μέρους της ενάγουσας (με κοινοποίηση στους P. Z., F. H., D. D., A. A., A. X.) αποδέχθηκε την ως άνω πρόταση, χωρίς να διατυπώσει κάποια αντίρρηση ως προς τους γενικούς όρους που είχαν αποσταλεί. Μετά δε την αποδοχή της πρότασης εκτελέστηκε η σύμβαση έργου με αποστολή μηχανικών και εξαρτημάτων στο λιμένα όπου το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο (Τρινινταντ). Ομοίως, μετά την επανεμφάνιση προβλημάτων στο πλοίο και την αλληλογραφία του Μ. Γ. και S. Z. και την αποστολή της από 13.12.2016 ηλεκτρονικής επιστολής από τον πρώτο (κοινοποίηση στον δεύτερο) προς τον … με τεχνικά ζητήματα και ερωτήσεις για περιθώριο έκπτωσης (και ανταλλαγή επιστολών για τεχνικά ζητήματα μεταξύ Μ. Γ. και … στις 15.12.2016 τις πρώτες ώρες με κοινοποίηση στους P. Z., νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης και S. Z.) στις 15.12.2016 (ώρα 17:12) ο … (εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης)απέστειλε προς τους P. Z. (εκπρόσωπο της ενάγουσας) και Μ. Γ. (εκ της πρώτης εναγομένης) ηλεκτρονική επιστολή με συνημμένα έγγραφα της πρότασης που ανέφεραν τους όρους παροχής υπηρεσιών, τις τιμές υπηρεσιών, τον χρόνο υποστήριξης, τους όρους ασφαλείας και τους γενικούς όρους συναλλαγών, επισημαίνοντας στο κείμενο της επιστολής των ανωτέρω συνημμένων ονομαστικά, μεταξύ αυτών και την αποστολή των γενικών όρων συναλλαγής. Με ηλεκτρονική επιστολή της επόμενης ημέρας (στις 08:30) ο αποδέκτης της πρότασης S. Z. (με κοινοποίηση στους P. Z., Μ. Γ.) αποδέχθηκε την ως άνω πρόταση, επισημαίνοντας ότι «έχετε λάβει από χθές την έγγραφη επιβεβαίωση, η οποία τώρα επαναλαμβάνεται» χωρίς να διατυπώσει κάποια αντίρρηση ως προς τους γενικούς όρους που είχαν αποσταλεί και συνεχίστηκε η εκτέλεση της σύμβασης έργου από τους απεσταλμένους μηχανικούς και εξαρτημάτων στο λιμένα Port of Spain, όπου το πλοίο ήταν ελλιμενισμένο, μετά την επανεμφάνιση προβλημάτων στο βήμα της προπέλας από τις 28.11.2016 (βλ. και τη σχετική αλληλογραφία … – Μ. Γ.). Ας σημειωθεί ότι κατά της διάρκεια της ίδιας φάσης επισκευής του πλοίου, απεστάλησαν με ονομαστική αναφορά οι όροι ασφαλείας, η φορτωτική και οι ίδιοι γενικοί όροι συναλλαγών από τον αρχαιότερο επόπτη μηχανικό του Τεχνικού Τμήματος της δεύτερης εναγόμενης J. J. H. προς τον Μ. Γ. (με κοινοποίηση στον …, το τμήμα επιχειρήσεων και στον μηχανικό της δεύτερης εναγομένης που εργαζόταν στο πλοίο, M. C. S.), χωρίς να προκύπτει κάποια εναντίωση της ενάγουσας. Τέλος, και στις 16.2.2017 που ζητήθηκε η αποστολή μηχανικού της δεύτερης εναγομένης για αποστολή εκεί μηχανικού προς διερεύνηση των προβλημάτων που είχαν επανεμφανιστεί κατά τον πλού, αμέσως μετά την επισκευή στο λιμένα Port of Spain και πάλι με την επικαλούμενη στο αγωγικό δικόγραφο δήλωση της δεύτερης εναγομένης απεστάλησαν συνημμένως οι ίδιοι όροι γενικών συναλλαγών. Δεν αμφισβητείται δε από την ενάγουσα η κατάρτιση της σύμβάσεως έργου σε όλες της τις φάσεις με την ανταλλαγή των ανωτέρω ηλεκτρονικών επιστολών με την δεύτερη εναγόμενη. Στους εν λόγω όρους που εστάλησαν τέσσερις φορές στην ενάγουσα από την δεύετρη εναγόμενη περιέχεται ο όρος 14.5, σύμφωνα με τον οποίο «αν οποιαδήποτε διαφορά δεν μπορεί να διευθετηθεί μεταξύ των Μερών, όλες οι διαφορές που απορρέουν από την παρούσα Σύμβαση θα επιλύονται σύμφωνα με τους Κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου από τρεις διαιτητές διορισμένους σύμφωνα με αυτούς τους Κανόνες. Η διαιτητική διαδικασία θα λάβει χώρα στην Κοπεγχάγη της Δανίας στην Αγγλική γλώσσα.» Συνεπώς, με τον τρόπο που προεκτέθηκε η συγκεκριμένη ρήτρα διεθνούς διαιτησίας, κατέστη σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη εκτέθηκαν περιεχόμενο της ένδικης σύμβασης έργου και δεσμεύει τις διάδικες εταιρείες, πλην του κονδυλίου της ηθικής βλάβης, καθόσον η τοιαύτη διαιτητική ρήτρα αποτελεί έγγραφη συμφωνία κατά την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 2§2 Συμβάσεως της Νέας Υόρκης (1958), την οποία έχει κυρώσει και η Δανία στις 22.3.1973, τυγχάνει δε έγκυρη, διότι εγκύρως αντηλάγησαν οι σχετικές δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης έργου και μάλιστα τόσο κατά την πρώτη φάση του (εργασίες επί του πλοίου στον λιμένα Τρινινταντ), όσο και κατά την δεύτερη (εργασίες επί του πλοίου στον λιμένα Port of Spain), με σαφή βούληση των συμβαλλομένων (ενάγουσας – δεύτερης εναγόμενης) να εκδικαστούν τυχόν διαφορές που θα προκύψουν από διαιτητικό δικαστήριο. Με βάση τα προλεχθέντα, η εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς, ως προς την δεύτερη εναγόμενη (…) εκφεύγει της δικαιοδοσίας των ελληνικών Δικαστηρίων υπαγόμενη στη συμφωνηθείσα διαιτησία (Δανίας). Κατά παραδοχή δε της ενστάσεως της δεύτερης εναγομένης η υπόθεση, πλην του κονδυλίου της ηθικής βλάβης, ως προς όλες τα υπόλοιπα κονδύλια και τις βάσεις τους, πρέπει να παραπεμφθεί σε διαιτησία κατ’ άρθρο 2§3 Συμβάσεως της Νέας Υόρκης (1958) στην Κοπεγχάγη Δανίας και 264 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, ως προς την έτερη (πρώτη) εναγόμενη, αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου που είναι καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 4 και 63 Καν 1215/2012, νοούμενης ως έδρας της πραγματικής, δεδομένου ότι η καταστατική έδρα της πρώτης εναγομένης ευρίσκεται εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης – βλ. Νίκα/Σαχπεκίδου, ΕυρΠολΔ, άρθρο 63, αριθμ.8, άρθρο 18 ΚΠολΔ και άρθρο 51 του Ν. 2172/1993) και άρα έχει και διεθνή δικαιοδοσία. Ακολούθως, ενόψει του ότι η ένδικη διαφορά έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Λαμβάνοντας υπόψη τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά και ότι και οι δύο εταιρείες έχουν πραγματική έδρα στην Ελλάδα, εφαρμοστέο δίκαιο στην σύμβαση διαχειρίσεως είναι το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο της χαρακτηριστικής παροχής, αφού από τα γραφεία της πρώτης εναγόμενης στην Ελλάδα ασκείτο η διαχείριση (άρθρα 4§2 και 5§1 του Κανονισμού 593/2008 – «Ρώμη Ι» αντίστοιχα), αλλά και από την επίκληση τους από αμφότερες τις διαδίκες πλευρές, με αποτέλεσμα να υπάρχει και μετασυμβατικός καθορισμός του. Επίσης, ως προς την βάση από αδικοπραξία, δεδομένου ότι ο τόπος επελεύσεως της ζημίας της ενάγουσας είναι η Ελλάδα, στην οποία εδρεύει πραγματικώς (όπως και η πρώτη εναγόμενη) κατά το άρθρο 4 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11-7-2007 («Ρώμη ΙΙ», τεθείς σε ισχύ κατά το άρθρο 32 αυτού στις αδικοπραξίες που τελέστηκαν από τις 11.1.2009) εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό (βλ. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ΄έκδ., σελ. 308-309, 312 – 313, 344 – 346). Επομένως, με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, με βάση το οποίο ερευνάται και το ορισμένο της αγωγής κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, ως προς την πρώτη εναγόμενη και την βάση της αγωγής από την επικαλούμενη σύμβαση διαχείρισης (άρθρα 681 επ. ΑΚ), πρέπει (η αγωγή) να απορρίφθεί ως αόριστη στο σύνολο της, καθώς η ενάγουσα επικαλείται, κατά τα προεκτεθέντα, εν γένει μη επίβλεψη των εργασιών της δεύτερης ενάγουσας και μη λήψη πληροφόρησης για την κατάσταση των ζημιών και την πορεία αποκατάστασής τους, όσο και για την αναγκαιότητα και το είδος των εκτελούμενων επισκευών, χωρίς να αναφέρει συγκεκριμένες παραλείψεις (π.χ. πρόσληψης άλλων μηχανικών, εύρεσης ανταλλακτικών από άλλη πηγή), οδηγίες που δεν έδωσε, πλημμελείς επισκευές τις οποίες αντιλήφθηκε και για τις οποίες δεν ενημέρωσε την ενάγουσα, συγκεκριμένες πληροφορίες που παρέλειψε να λαβει με αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στην ενάγουσα, αλλά αντιθέτως, αποδίδει την αποκλειστική υπαιτιότητα για την πλημμελή εκτέλεση της επισκευής στην δεύτερη εναγόμενη. Τέλος, ως προς την βάση από αδικοπραξία ως προς όλα τα κονδύλια αναφορικά με την πρώτη εναγόμενη (άρθρα 914 επ. ΑΚ) και ως προς το κονδύλιο για την ηθική βλάβη αναφορικά με την δεύτερη εναγόμενη (914 επ., 932 ΑΚ), η αγωγή είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθώς τα περιστατικά που ιστορούνται στην αγωγή δεν δύνανται καθ’ εαυτά να θεμελιώσουν αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων, και επομένως δεν γεννάται αντίστοιχο δικαίωμα της ενάγουσας για θετική – αποθετική ζημία (ως προς την πρώτη εναγόμενη), όσο και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ως προς αμφότερες τις εναγόμενες), εφόσον οι πράξεις ή παραλείψεις που αποδίδονται στις εναγόμενες δεν θα μπορούσαν να διαπραχθούν χωρίς τη μεταξύ τους σχέση από τη σύμβαση διαχείρισης και από τη σύμβαση έργου (ΑΠ 345/2018, Νομος). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν λόγω της δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή στο σύνολο της ως προς την πρώτη εναγόμενη.-
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς το κονδύλιο της ηθικής βλάβης ως προς την δεύτερη εναγόμενη.-
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση ως προς την δεύτερη εναγόμενη και τα υπόλοιπα αγωγικά κονδύλια (πλην του κονδυλίου της ηθικής βλάβης) σε διαιτησία στην Κοπεγχάγη Δανίας.-
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.-
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 1η-10-2019, και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 13η-11-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ