ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 3710/2019
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 16η Απριλίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στη Δ. Ν. Μ. (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Πάρις Καραμήτσιος (ΑΜΔΣΑ …), δυνάμει του από 22.01.2019 ειδικού πληρεξουσίου του νόμιμου εκπροσώπου της, το οποίο χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο στην αγγλική γλώσσα, φέρει βεβαίωση γνησίου υπογραφής από αρμόδια αρχή και επισημείωση (apostille) της Σύμβασης της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961 και προσάγεται σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική γλώσσα στην ελληνική, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/07.02.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «…», με διακριτικό τίτλο «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον …………. Αττικής (οδός …) και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Ολυμπία Βλασοπούλου (ΑΜΔΣ Χαλκίδας …), δυνάμει του από 06.02.2019 ειδικού πληρεξουσίου του νόμιμου εκπροσώπου της, το οποίο χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο και φέρει βεβαίωση γνησίου της υπογραφής από δικηγόρο, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/07.02.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 30.10.2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με Γ.Α.Κ. 11270/2018 και με Ε.Α.Κ. 5071/2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 21.03.2019 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 335 ΑΚ, «Αν κατά την εκπλήρωσή της η παροχή είναι ολικά ή μερικά αδύνατη για λόγους που είτε είναι γενικοί είτε αφορούν τον οφειλέτη, αυτός έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία του δανειστή, που επέρχεται από την αδυναμία», ενώ, κατά το άρθρο 362 του ίδιου Κώδικα, «Αυτός που υποσχέθηκε παροχή η οποία είναι αδύνατη κατά τη σύναψη της σύμβασης, για λόγους που είτε είναι γενικοί είτε αφορούν τον ίδιο, έχει υποχρέωση να ανορθώσει τη ζημία του δανειστή από τη μη εκπλήρωση της παροχής. Η διάταξη του άρθρου 337 εφαρμόζεται αναλόγως και εδώ». Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, που ρυθμίζουν την αρχική και την επιγενόμενη αδυναμία παροχής και εφαρμόζονται και στη σύμβαση έργου (άρθρα 681 επ. ΑΚ), αδυναμία παροχής υπάρχει όταν ο οφειλέτης ήδη κατά την κατάρτιση της σύμβασης (αρχική) ή κατά το χρόνο εκπλήρωσής της (επιγενόμενη) αδυνατεί να εκπληρώσει την παροχή κατά τρόπο οριστικό, για λόγους φυσικούς, νομικούς, οικονομικούς ή ηθικούς. Στην περίπτωση κατά την οποία ο λόγος που εμποδίζει την εκπλήρωση της παροχής είναι προσωρινός, τότε δεν υπάρχει αδυναμία παροχής, αλλά πρόκειται για καθυστέρηση, η οποία συνιστά είτε υπερημερία του οφειλέτη είτε ανυπαίτια καθυστέρηση. Εφόσον όμως στο συγκεκριμένο εκάστοτε πραγματικό δημιουργείται βεβαιότητα ότι ο λόγος που εμποδίζει την παροχή δεν πρόκειται να αρθεί ή ενδέχεται να αρθεί σε χρόνο που ο δανειστής δεν θα έχει πλέον συμφέρον στην παροχή, τότε πρόκειται για αδυναμία παροχής, καθώς η βεβαιότητα αυτή αναπληρώνει το στοιχείο της οριστικότητας (Βλ. Γεωργιάδη Α. (-Κουμάνη), ΣΕΑΚ, άρθρο 335, αριθ. περιθ. 3, 8, 9, σελ. 660 – 661). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 382 εδ. α’ ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται τόσο επί αρχικής όσο και επί επιγενόμενης αδυναμίας παροχής, «Αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλόμενους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο αυτός έχει ευθύνη, μπορεί ο άλλος είτε να επικαλεστεί τα δικαιώματα του άρθρου 380 είτε να απαιτήσει αποζημίωση είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση». Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων των άρθρων 335, 362, 382 εδ. α’ ΑΚ, με εκείνες των άρθρων 297 και 298 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι όταν ο δανειστής ζητήσει αποζημίωση λόγω αρχικής ή επιγενόμενης αδυναμίας παροχής, η οποία συνιστά δευτερογενή υποκαταστατική αξίωση, αφού η ενοχή διατηρείται αλλά με τροποποιημένο περιεχόμενο, δικαιούται να αξιώσει πλήρες διαφέρον για τη μη εκπλήρωση της παροχής (πρβλ. ΑΠ 1561/1997 ΤΝΠ NOMOS). Επομένως, ο δανειστής δικαιούται να αξιώσει ως πλήρη αποζημίωση, η οποία περιλαμβάνει τόσο τη θετική του ζημία όσο και το διαφυγόν κέρδος, ό,τι θα είχε αν δεν είχε μεσολαβήσει η αντισυμβατική συμπεριφορά του οφειλέτη και είχε εκπληρωθεί η αρχική ενοχή (θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπλήρωσης) (Βλ. ΕΠ 82/2014 ΤΝΠ NOMOS). II. Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298 και 914 ΑΚ προκύπτει γενική αρχή του δικαίου ότι κάθε πράξη ή παράλειψη που ζημιώνει, δημιουργεί υποχρέωση για αποζημίωση, εφόσον (κατά κανόνα) έγινε από πταίσμα εκείνου που προκάλεσε τη ζημία, η δε πράξη ή παράλειψη έρχεται σε αντίθεση όχι μόνο με συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, αλλά και με το γενικότερο πνεύμα της έννομης τάξης που επιβάλλει την υποχρέωση να μην εξέρχεται κανείς με τις πράξεις του από τα όρια που ορίζονται κάθε φορά από τα συναλλακτικά χρηστά ήθη. Στην αντίθετη περίπτωση δημιουργείται υποχρέωση αποζημίωσης, έστω και αν μεταξύ του δράστη και του ζημιωμένου δεν υπάρχει συμβατικός δεσμός. Περαιτέρω, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται σύμβαση μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μην ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον (Βλ. ΟλΑΠ 967/1973). Εντεύθεν έπεται ότι αυτός που αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου ως εργολάβος υπέχει εκ των παραπάνω διατάξεων ευθύνη προς αποζημίωση, εάν από πταίσμα αυτού κατά την εκτέλεση του έργου προξενήσει ζημία στον εργοδότη. Και ναι μεν, κατ’ αρχήν, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, είναι όμως δυνατό μια υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό κανόνα που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κάποιος σε άλλον υπαιτίως ζημία, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου. Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημίωσης αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία όμως φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας βάσης ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημίωσης μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (Βλ. ΑΠ 920/2018, ΑΠ 345/2018, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι η μεν εδρεύουσα στη Δ. Ν. Μ. ενάγουσα εταιρία είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Παναμά πλοίου μεταφοράς οχημάτων «…», ενώ η εδρεύουσα στον ………… Αττικής εναγόμενη εταιρία έχει ως αντικείμενο της δραστηριότητάς της την εκτέλεση εργασιών επισκευής πλοίων, και παρέχει αντί ανταλλάγματος χώρο για το δεξαμενισμό πλοίων στις εγκαταστάσεις του ναυπηγείου που εκμεταλλεύεται στο Νεώριο Σύρου. Ότι κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο, κατόπιν μεσολάβησης της μη διαδίκου εταιρίας «M. P. S.A..», η οποία δραστηριοποιείται ως μεσίτρια στην εύρεση ναυπηγικών θέσεων, μεταξύ της εναγόμενης και της ενάγουσας, διά της διαχειρίστριας του πλοίου εταιρίας, καταρτίσθηκε σύμβαση έργου, δυνάμει της οποίας η εναγόμενη ανέλαβε, αντί αμοιβής, την υποχρέωση να παρέχει υπηρεσίες δεξαμενισμού του πλοίου της ενάγουσας και να εκτελέσει σε αυτό τις περιγραφόμενες εργασίες κατά το χρονικό διάστημα από 23 έως 28 Απριλίου 2018. Ότι η συμφωνία των διαδίκων για την εκτέλεση του έργου εντός της παραπάνω προθεσμίας αποτέλεσε ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης, και ότι το συμφέρον της ενάγουσας ήταν συνδεδεμένο με την εκτέλεση του έργου αποκλειστικά εντός του συμφωνηθέντος χρονικού διαστήματος, για τον λόγο ότι το πλοίο της, το οποίο εκτελούσε προγραμματισμένα δρομολόγια με βάση προκαθορισμένο και αυστηρό χρονοδιάγραμμα, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με το δικόγραφο, έπρεπε να καταπλεύσει στο λιμένα Κόπερ της Σλοβενίας το αργότερο την 4η Μαΐου 2018. Ότι το πλοίο της ενάγουσας απέπλευσε από το λιμένα της Βεγγάζης με προορισμό τη Σύρο την 19η.04.2018, και την 22η.04.2018 αγκυροβόλησε έξω από τις εγκασταστάσεις του ναυπηγείου, αναμένοντας την εισαγωγή του στην πλωτή δεξαμενή. Ότι την 24η.04.2018 η εναγόμενη ενημέρωσε εγγράφως την ενάγουσα ότι αδυνατούσε να εκτελέσει το αναληφθέν έργο, διότι η πλωτή δεξαμενή που θα υποδεχόταν το πλοίο βυθίστηκε την 22.04.2018, στο πλαίσιο τελικού ελέγχου που διενεργήθηκε την 22η.04.2018, μετά την ολοκλήρωση εργασιών συντήρησής της, χωρίς να είναι δυνατή οποιαδήποτε πρόβλεψη ως προς το χρόνο επαναλειτουργίας της. Ότι τόσο κατά το χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης έργου όσο και σε χρόνο μεταγενέστερο της κατάρτισής της, η εναγόμενη παρείχε στην ενάγουσα τη διαβεβαίωση ότι η πλωτή δεξαμενή του ναυπηγείου θα ήταν έτοιμη για να υποδεχθεί το πλοίο την 23η.04.2018, αποκρύπτοντας το γεγονός ότι εκτελούνταν εργασίες επισκευής και συντήρησης της δεξαμενής, οι οποίες καθιστούσαν αβέβαιη τη σχετική ετοιμότητά της προς εκτέλεση του έργου. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, η ενάγουσα, επικαλούμενη, αφενός αρχική, άλλως, επιγενόμενη αδυναμία παροχής της αντιδίκου της, αφετέρου συμπεριφορά αντίθετη προς την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τη συναλλακτική πρακτική, αιτείται να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με διάταξη που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλει, ως πλήρη αποζημίωση και με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση: Α) Το συνολικό ποσό των 344.092,67 δολλαρίων ΗΠΑ και των 13.353,20 ευρώ, άλλως, Β) Το ποσό των 13.353,20 ευρώ και το ισόποσο σε ευρώ των 344.092,67 δολλαρίων ΗΠΑ, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής, άλλως, με βάση την ίδια ισοτιμία κατά την ημερομηνία κατάθεσης ή επίδοσης ή συζήτησης της αγωγής, άλλως, Γ) Το ποσό των 292.992,62 ευρώ, αναλυόμενου του συνολικού αυτού ποσού, ως εξής: 1) Τα επιμέρους αιτούμενα ποσά των 11.506,05 δολλαρίων ΗΠΑ και 2.375,40 δολλαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχούν σε 9.347,67 ευρώ και σε 1.929,80 ευρώ, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της δαπάνης, ως θετική ζημία, για κατανάλωση καυσίμων, τύπου IFO και MDO, αντίστοιχα, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του πλοίου από τη Βεγγάζη προς τη Σύρο, 2) Το επιμέρους αιτούμενο ποσό των 13.096,80 δολλαρίων ΗΠΑ, που αντιστοιχεί σε 10.723,65 ευρώ, με βάση την ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της δαπάνης, ως θετική ζημία, για κατανάλωση καυσίμων, τύπου MDO, κατά τη διάρκεια της παραμονής του πλοίου στη Σύρο από τον κατάπλου του μέχρι την έγγραφη ειδοποίηση της εναγόμενης ότι αδυνατεί να εκτελέσει την παροχή, 3) Τα επιμέρους αιτούμενα ποσά των 6.800 ευρώ και των 2.696,65 ευρώ, ως θετική ζημία, για αμοιβή εκτός έδρας του αρχιπλοιάρχου, του επιβλέποντος αρχιμηχανικού και του βοηθού επιβλέποντος αρχιμηχανικού, καθώς και για έξοδα ταξιδιού, διαμονής και διατροφής των παραπάνω, αντίστοιχα, 4) Το επιμέρους αιτούμενο ποσό των 3.856,55 ευρώ, για άδεια απόπλου, πλοηγικά δικαιώματα, χρήση λάντσας, δικαιώματα εκτέλεσης τελωνειακών εργασιών, υδροδότηση, τροφοδοσία, αμοιβή ναυτικού πράκτορα, δαπάνες διατροφής του προσωπικού της διαχειρίστριας, λογαριασμούς, εισιτήρια και μεταφορικά έξοδα, τα οποία δαπανήθηκαν κατά την παραμονή του πλοίου στη Σύρο, και 5) Το ποσό των 317.114,42 δολλαρίων ΗΠΑ, για απωλέσθεντα καθαρό ναύλο 13,77 ημερών προς 23.026 δολλάρια ΗΠΑ ανά ημέρα, τον οποίο η ενάγουσα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα εισέπραττε από τη ναύλωση του πλοίου της αμέσως μετά το πέρας της εκφόρτωσης στη Βεγγάζη (08.50 της 19ης.04.2018) έως τον κατάπλου του στο Κόπερ της Σλοβενίας (05.24 της 3ης.05.2018), εάν δεν είχε καταρτιστεί η ένδικη σύμβαση, και αντιστοιχεί σε 264.438,30 ευρώ, με βάση την επίσημη ισοτιμία δολλαρίου ΗΠΑ/ευρώ κατά το χρόνο της απώλειας. Επικουρικά, η ενάγουσα αιτείται την καταβολή των παραπάνω ποσών ως εύλογη αποζημίωση. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια σωρευόμενα αιτήματα, η αγωγή παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 7, 9 εδ. α’, 12 παρ. 1, 13, 18, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, 51 παρ. 1 περ. α’, 3 Α – Β περ. β’ Ν. 2172/1993). Συνακόλουθα, το παρόν Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγής, με την οποία εισάγεται προς διάγνωση διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της έδρας της ενάγουσας στη Δ. Ν. Μ., σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 1, 63 παρ. 1, 66 παρ. 1, 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα ημέρων από την κατάθεσή της, καθώς, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 30.10.2018, και επιδόθηκε στην εναγόμενη την ίδια ημέρα (Βλ. την προσαγόμενη με επίκληση από την ενάγουσα υπ’ αριθ. …’/30.10.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, Β. Χ.). Εξάλλου, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, όπως προαναφέρθηκε, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, ως προς το οποίο πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Α) Αναφορικά με την αγωγική βάση που θεμελιώνεται σε αρχική, άλλως επιγενόμενη αδυναμία παροχής της εναγόμενης, εφαρμοστέο δίκαιο είναι το ελληνικό, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 4 παρ. 2, 19 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Ρώμη Ι), ως το δίκαιο της χώρας στην οποία το συμβαλλόμενο μέρος που οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή της σύμβασης, εν προκειμένω η εναγόμενη, έχει τη συνήθη διαμονή του. Β) Το επιμέρους ζήτημα της αντιπροσώπευσης της ενάγουσας κατά την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης έργου από τη μη διάδικο – διαχειρίστρια του πλοίου εταιρία, το οποίο εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού Ρώμη Ι, κατά ρητή πρόβλεψη του άρθρου 1 παρ. 2 περ. ζ’, ρυθμίζεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο αντιπρόσωπος επιχείρησε τη δικαιοπραξία, για την οποία του χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με την γενικώς αποδεκτή σχετική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (πρβλ. ΑΠ 777/2015 ΤΝΠ NOMOS). Επομένως, το εν λόγω ζήτημα διέπεται εν προκειμένω από το ελληνικό δίκαιο, διότι, με βάση τα ιστορούμενα, η πρόταση και η σχετική αποδοχή για την κατάρτιση της σύμβασης έλαβε χώρα στην Ελλάδα, όπου η εναγόμενη διατηρεί την έδρα της και η διαχειρίστρια εταιρία έχει εγκαταστήσει γραφείο, με βάση τις διατάξεις του Α.Ν. 89/1967. Γ) Ως προς την αντικειμενικά σωρευόμενη αδικοπρακτική βάση, εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι, επίσης, το ελληνικό, με βάση τη ρήτρα διαφυγής που εισάγει το άρθρο 4 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές» («Ρώμη ΙΙ»), ως το δίκαιο της χώρας με την οποία η αδικοπραξία εμφανίζει προδήλως στενότερο δεσμό, λόγω της συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων. Σε κάθε περίπτωση, το ελληνικό δίκαιο τυγχάνει εφαρμοστέο ως προς τα ζητήματα που αναφέρονται παραπάνω υπό τα στοιχεία Α’ έως Γ’ και λόγω μετασυμβατικού καθορισμού, διότι η εναγόμενη αρνείται γενικά την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου, χωρίς ωστόσο να επικαλείται τις διατάξεις άλλου δικαίου, αλλά αντίθετα, για τη θεμελίωση των ισχυρισμών της επικαλείται τις διατάξεις του ως άνω δικαίου (πρβλ. ΜονΕΠ 149/2015 ΤΝΠ NOMOS). Με βάση, λοιπόν, το εφαρμοστέο δικονομικό και ουσιαστικό ελληνικό δίκαιο, με το αγωγικό δικόγραφο προκύπτουν κατ’ αρχήν τα θεμελιωτικά στοιχεία της ενεργητικής νομιμοποίησης για τη συγκεκριμένη δίκη, ώστε η εκ μέρους της εναγόμενης αμφισβήτηση, την οποία διώκει να θεμελιώσει στο ότι δεν κατήρτισε σύμβαση με την αντίδικό της, να μην συνιστά έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης, όπως η ίδια υπολαμβάνει, αλλά άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής. Ωστόσο, η αγωγή είναι μη νόμιμη και απορριπτέα ως προς την αντικειμενικά σωρευόμενη αδικοπρακτική βάση, διότι οι αποδιδόμενες στην εναγόμενη ενέργειες και παραλείψεις συνιστούν αντισυμβατική συμπεριφορά, και, συγκεκριμένα, αδυναμία της παροχής που οφείλεται από την σύμβαση έργου, και δεν θεμελιώνουν και αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης, καθότι, διαπραττόμενες ανεξάρτητα από την ένδικη σύμβαση, δεν είναι παράνομες ως αντικείμενες προς το γενικό καθήκον που επιβάλει το άρθρο 914 ΑΚ, της μη πρόκλησης δηλαδή υπαίτια ζημίας σε άλλον, ούτε είναι καθεαυτές αντίθετες προς τα χρηστά ήθη, κατά το άρθρο 919 ΑΚ. Περαιτέρω, ως προς τη βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης, η επιδιωκόμενη αποζημίωση δεν συνιστά θετικό διαφέρον, το οποίο, με βάση τα ιστορούμενα δικαιούται να αξιώσει η ενάγουσα, ως αποκαταστατέα ζημία, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 335, 362 και 382 ΑΚ, αλλά συνιστά αρνητικό διαφέρον. Δηλαδή, τα αιτούμενα κονδύλια θετικής ζημίας και διαφυγόντων κερδών αποτελούν δαπάνες στις οποίες η ενάγουσα θα είχε υποβληθεί και, αντίστοιχα, ναύλο που θα είχε απώλεσει, ακόμη και εάν η εναγόμενη επλήρωνε την οφειλόμενη παροχή, και επομένως, δεν τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με την επικαλούμενη αδυναμία παροχής. Επομένως, η αγωγή είναι μη νόμιμη και απορριπτέα και ως προς τη βάση της ενδοσυμβατικής ευθύνης. Τέλος, το επικουρικό αίτημα περί καταβολής των επιμέρους αιτούμενων ποσών, ως εύλογη αποζημίωση, τυγχάνει μη νόμιμο και απορριπτέο, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης που παρέχεται στον εργοδότη με το άρθρο 686 ΑΚ, ώστε να υπάρχει πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 387 ΑΚ, που προβλέπει την επιδίκαση εύλογης αποζημίωσης σε περίπτωση νόμιμης υπαναχώρησης.
Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Περαιτέρω, πρέπει η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 i (β), 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων (4.400) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 12.11.2019 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριo του Δικαστηρίου τούτου την 15.11.2019, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ