Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης  2994/2019

(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 10208/2015)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 5728/2015)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ  ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ

            ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή  Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

            ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 9η Ιανουαρίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 10208/2015 και 5728/2015 αγωγή καταβολής ασφαλιστικής αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, μεταξύ:

           ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Σ. Τ. (S. T.) του Λ., κατοίκου Ν. Υ., επί της οδού …, και προσωρινά διαμένοντος στην Αθήνα, επί της οδού … ο οποίος παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ηλία Κατσαβού του Βασιλείου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού … και κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στο Μ. Γερμανίας, επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «H. M. V. A.G.», εδρεύουσας στο Α. Γερμανίας, επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στη Φ. Γερμανίας, επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 4) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στo Α. Γερμανίας, επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 5) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «L. M. I. E. L.», εδρεύουσας στο Λ. Μεγάλης Βρετανίας, επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 6) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «T. I. M. L.», εδρεύουσας στην Κ. Γερμανίας, επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 7) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «A.I.G. E. L.», εδρεύουσας στη Φ. Γερμανίας, επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης από το υποκατάστημα της στην Ελλάδα, εδρεύοντος στη …, 8) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «H. S. V. A.G.», εδρεύουσας στη Φ. Γερμανίας, επί της οδού …, …, νομίμως εκπροσωπουμένης, 9) μεσίτριας ασφαλίσεων με την επωνυμία «…», εδρεύουσας στο Α. Γερμανίας, επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης στην Ελλάδα από τον Χ. Κ. και την εταιρεία με την επωνυμία «Y. I. C.I.C.», εδρεύουσας επί της οδού  …, περιοχή …, η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Βασιλείου Πάτκου του Θ. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατοίκου Πειραιά, επί της οδού …, και κατάθεσε προτάσεις και 10) Χ. Κ., κατοίκου Α. Αττικής, περιοχή Κ. Αττικής, επί της οδού …, ο οποίος παραστάθηκε στη δίκη διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Αθανασίας Σιούντρη του Α. (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατοίκου Αθηνών, επί της …, και δεν κατέθεσε προτάσεις.

Ο ενάγων με την από 22-9-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 10208/2015 και 5728/2015 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και προσδιορίστηκε για συζήτηση στη δικάσιμο της 29-3-2016 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 9-1-2018, παραιτούμενος έναντι των ένατης και δέκατου εναγομένων, ζητεί την να γίνει αυτή δεκτή έναντι των λοιπών εναγομένων, για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις του, οι δε πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομή και όγδοη εναγόμενες ανώνυμες ασφαλιστικές εταιρείες δεν παραστάθηκαν και δεν εκπροσωπήθηκαν στη δίκη, ενώ η ένατη εναγομένη παραστάθηκε και κατέθεσε προτάσεις με τις οποίες ζητεί την απόρριψη της αγωγής, όπως ισχυρίζεται στις προτάσεις της και την πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης από τον ενάγοντα η οποία επιδικάστηκε σε βάρος του στη μεταξύ τους προηγηθείσα δίκη με το ίδιο αντικείμενο, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3381/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ο δέκατος εναγόμενος εκπροσωπήθηκε στη δίκη αυτή χωρίς να καταθέσει προτάσεις.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται ανωτέρω.

MEΛETHΣE TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TOΝ  NOMO

               Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 16 παρ.1 του Ν.1569/1985, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 24 του Ν.2496/1997, “ασφαλιστικός σύμβουλος είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο μελετά την αγορά, παρουσιάζει και προτείνει λύσεις ασφαλιστικής κάλυψης των αναγκών των πελατών με ασφαλιστικές συμβάσεις για λογαριασμό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ή ασφαλιστικών πρακτόρων ή μεσιτών ή συντονιστών ασφαλιστικών συμβούλων για την πρόσκτηση εργασιών. Η σχέση που συνδέει τον ασφαλιστικό σύμβουλο με τους ως άνω είναι σύμβαση έργου. Ο ασφαλιστικός σύμβουλος δεν έχει δικαίωμα υπογραφής ασφαλιστηρίων ούτε εκπροσώπησης ασφαλιστικής επιχείρησης ή η ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη. Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη”. Περαιτέρω, η διάταξη της παρ.4 του άρθρου 16 του Ν.1569/1985, ορίζει ότι η ασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αναθέτει στον ασφαλιστικό σύμβουλο την είσπραξη ασφαλίστρων. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι μόνο η ανωτέρω επαγγελματική ιδιότητα του ασφαλιστικού συμβούλου (του παραγωγού ασφαλίσεων υπό το προϊσχύσαν δίκαιο) δεν προσδίδει σ’ αυτόν και την ιδιότητα του νομίμου αντιπροσώπου ή εντολοδόχου της ασφαλιστικής εταιρίας, για την κατάρτιση της ασφαλιστικής σύμβασης (ΑΠ 333/1998 ΕΕμπΔ 1992.343, ΑΠ 1160/1990 ΕΕμπΔ 1992.602) ούτε και έχει εξουσία εκπροσώπησης αυτής ή ασφαλιστικού πράκτορα ή μεσίτη, οπωσδήποτε όμως στο πλαίσιο των διαγραφομένων από το νόμο καθηκόντων του, ενεργεί ως αντιπρόσωπος και εντολοδόχος της ασφαλιστικής εταιρίας κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για την προπαρασκευή και τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως, με βάση την μεταξύ αυτού και της ασφαλιστικής εταιρίας σύμβαση (ΕφΔωδ 279/2003 ΕΕμπΔ 2005.581). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλον σε μία υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δημιουργείται ευθύνη ενός προσώπου (του “κυρίου” ή του “προστήσαντος”) για αλλότρια πράξη (του “υπηρέτη” ή του “προστηθέντος”), θεσπίζεται, δηλαδή, σημαντική εξαίρεση από την αρχή της υποκειμενικής ευθύνης, αφού την υποχρέωση για αποζημίωση φέρει πρόσωπο ανυπαίτιο, σε αντίθεση με το γενικό κανόνα του άρθρου 914 ΑΚ. Η αντικειμενική αυτή ευθύνη του προστήσαντος γεννιέται, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) Όταν υπάρχει σχέση πρόστησης, κατά την οποία γίνεται ανάθεση από κάποιον (προστήσαντα) σε έναν τρίτο (προστηθέντα) ορισμένης υπηρεσίας, που αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου. Η ανάθεση της υπηρεσίας στον προστηθέντα πρέπει να στηρίζεται στη βούληση ή στη μεταγενέστερη έγκριση του προστήσαντος. Βάση της σχέσης πρόστησης μεταξύ προστήσαντος και προστηθέντος μπορεί να είναι είτε μία σύμβαση (π.χ. σύμβαση εργασίας ή έργου) είτε οποιαδήποτε μεταξύ τους βιοτική σχέση (π.χ. άκυρη σύμβαση εργασίας), οικογενειακή ή φιλική σχέση. Είναι αδιάφορο αν η σχέση αυτή, στην οποία βασίζεται η πρόστηση, είναι νόμιμη ή παράνομη, αν ο προστηθείς αμείβεται ή όχι, ποια είναι η φύση της εκτελούμενης υπηρεσίας (υλική ή νομική), αν η σχέση πρόστησης είναι διαρκής ή μόνο ευκαιριακή. β) Όταν υπάρχει ανάμεσα στον προστήσαντα και στον προστηθέντα σχέση εξάρτησης ως προς την εκτέλεση της υπηρεσίας, όπου η εξάρτηση αυτή έχει την έννοια της εξουσίας του προστήσαντος να ελέγχει τον προστηθέντα, ή απλώς να επιβλέπει αυτόν κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή μόνο να παρέχει σχετικές οδηγίες σ’ αυτόν, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως των καθηκόντων του προς τις οποίες ο τελευταίος υποχρεούται να συμμορφώνεται (ΑΠ 555/2000 ΕλλΔνη 41.1577, ΑΠ 1876/1999 ΕλλΔνη 41.1305, ΑΠ 684/1999 ΕλλΔνη 41.344, ΑΠ 1270/1989 ΕλλΔνη 32.765, ΑΠ 385/1988 ΕλλΔνη 30.69, ΑΠ 609/1988 ΕλλΔνη 30.303, ΕφΘεσ 1335/2000 Αρμ 2000.926, ΕφΚερκ 213/2000 ΔΕΕ 2001.1007), γ) αδικοπραξία του προστηθέντος, στο πρόσωπο του οποίου απαιτείται να συντρέχει όχι απλώς παράνομη τέλεση αυτής (όπως φαίνεται να συνάγεται από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 922 ΑΚ), αλλά και υπαίτια συμπεριφορά του προστηθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 914 ΑΚ ή άλλες ειδικές διατάξεις (ΑΠ 555/2000 ΕλλΔνη 41.1577, ΑΠ 385/1988 ΕλλΔνη 30.69, ΕφΚερκ 213/2000 ΔΕΕ 2001.1007), δ) συνάφεια με την υπηρεσία, με την έννοια ότι η ζημία προκλήθηκε από τον προστηθέντα επ’ ευκαιρία της εκτελέσεως της υπηρεσίας του ή κατά κατάχρηση αυτής και κατά παράβαση των οδηγιών που του δόθηκαν, καθώς και από κάθε άλλη πράξη, που προήλθε από τη δυνατότητα την οποία παρέσχε στον προστηθέντα η υπηρεσία του να χρησιμοποιήσει για άλλο σκοπό τα μέσα που του διατέθηκαν, δηλαδή όταν η υπηρεσία του προστηθέντος αποτέλεσε το αναγκαίο μέσο για την επιχείρηση της πράξης και γενικά, σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία μεταξύ αυτής (πράξης) και της υπηρεσίας του προστηθέντος υφίσταται στενός αιτιώδης σύνδεσμος, με την έννοια ότι η πρώτη δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη δεύτερη (ΑΠ 1293/1994 αδημ., ΑΠ 1617/1987 ΝοΒ 36.1627, ΕφΚερκ 211/2000 ΔΕΕ 2001.1251, βλ.Κ.Καυκά,Ενοχικό Δίκαιο, Ειδ.Μέρος, τόμος Β΄, εκδ.1982, άρθρο 922, παρ.35, σελ.805, Σταθόπουλο σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, άρθρο 922, αριθ.26-37, σελ.748-754, ΑΠ 765/1984 ΝοΒ 33.607). Στην περίπτωση, όμως, που ο ζημιωθείς γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την κατάχρηση, αίρεται η ευθύνη προστήσαντος (ΑΠ 1797/1985 ΝοΒ 34.1074, ΑΠ 330/1977 ΝοΒ 25.1342).

ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 294 ΚΠολΔ ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής και χωρίς τη συναίνεση του εναγομένου πριν προχωρήσει η συζήτηση της ουσίας της υποθέσεως, ενώ η παραίτηση που γίνεται αργότερα είναι απαράδεκτη, εφόσον ο εναγόμενος προβάλλει αντίρρηση και πιθανολογεί ότι έχει έννομο συμφέρον να περατωθεί η δίκη με έκδοση οριστικής απόφασης, κατά δε το άρθρο 297 ΚΠολΔ η παραίτηση γίνεται ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτουμένου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 295 παρ.1 ΚΠολΔ η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε, ενώ κατά την παρ.2 του ιδίου άρθρου, αν ασκηθεί πάλι η ίδια αγωγή ο εναγόμενος μπορεί να αρνηθεί να απαντήσει μέχρι να καταβληθούν τα έξοδα της πρώτης δίκης, εκτός αν είχε χορηγηθεί στον ενάγοντα για την πρώτη δίκη το ευεργέτημα της πενίας (ΕφΑθ 3323/1996 ΕλλΔνη 1996.1405, ΠολΠρΘεσ 14371/2011 Νόμος). Σύμφωνα δε με το άρθρο 263 ΚΠολΔ, κατά την πρώτη συζήτηση πρέπει να προτείνεται με ποινή απαραδέκτου …δ) η μη καταβολή των εξόδων της προηγούμενης δίκης (ΑΠ 1143/1990 ΕλλΔνη 1991.1497, ΕφΘεσ 416/2010 Αρμ 2013.313). Η μη καταβολή εκ μέρους ενάγοντος των εξόδων της προηγουμένης δίκης συνεπεία παραιτήσεως τούτου από του δικογράφου της αγωγής επιφέρει το απαράδεκτο συζητήσεως του νέου δικογράφου (ΕφΘεσ 3368/1990 Αρμ 1991.590). Εκ του συνδυασμού δε της διατάξεως αυτής προς την της παρ.2 του άρθρου 295 ΚΠολΔ συνάγεται ότι ο εναγόμενος δικαιούται να αρνηθεί να απαντήσει στην ιστορική βάση της εκ νέου ασκηθείσας αγωγής αν δεν καταβληθούν προηγουμένως τα έξοδα της προηγουμένης δίκης εκ της παραιτήσεως και μόνο από του δικογράφου της προγενέστερης αγωγής (ΕφΠατρ 307/2006 ΑχαΝομ 2007.308, ΕφΑθ 2361/1979 ΝοΒ 28.102, ΜονΠρΑθ 823/1995 ΑρχΝ 1995.6790). Την ένσταση αυτή προτείνει επί ποινή απαραδέκτου κατά τη συζήτηση της δεύτερης αγωγής (ΑΠ 266/19789 ΕΕΝ 1990.64, ΠολΠρΡοδ 10/2009 Νόμος). Επισημαίνεται ότι η δικονομική αναβλητική ένσταση της μη καταβολής των εξόδων της προηγούμενης δίκης παρέχεται μόνο στην περίπτωση που υπήρξε κατά το άρθρο 295 παρ.1 εδ.α΄ ΚΠολΔ παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και στη συνέχεια ασκήθηκε πάλι η ίδια αγωγή στηριζόμενη στην ίδια νομική βάση και όχι και σε άλλες περιπτώσεις, όπως όταν η προηγούμενη αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ή αβάσιμη, καταργήθηκε, δη­λαδή, η δίκη επ’αυτής με την έκδοση οριστικής ή τε­λεσίδικης απόφασης, οπότε τα οικεία έξοδα εισπράττονται με αναγκαστική εκτέλεση μετά τη σχετική τελε­σιδικία (ΑΠ 1143/1990 ΕλλΔνη 1991.1497, ΑΠ 266/1989 ΕΕΝ 1990.64, ΑΠ 1266/1984 ΕλλΔνη 26.40, ΑΠ 493/1972 ΑρχΝ 23.832, ΑΠ 396/1970 ΑρχΝ 21.814, ΕφΘεσ 416/2010 Αρμ 2013.313, ΕφΘεσ 179/2010 Αρμ 2013.312, ΕφΛαμ 285/2010 Νόμος, ΕφΑθ 10303/1991 ΕλλΔνη 1993.1384, ΕφΘεσ 2684/1990 ΕλλΔνη 32.1304, ΠολΠρΘεσ 2826/2012 Αρμ 2015.2115, ΠολΠρΑθ 2587/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 1145/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΡοδ 10/2009 ΤΝΠ Νόμος ΜονΠρΑθ 732/2014 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΚΠολΔ Ι (2000), 263, αριθ.6, Βαθρακοκοίλη Β., ΚΠολΔ, τόμ.Β΄, 1994, άρθρο 263,  αριθ.9). Η αναλογική επέκταση της εν λόγω δικονομικής ένστασης και σε άλλες περιπτώσεις δεν μπορεί vα γίνει δεκτή, καθόσον αυτή παρέχεται μόνο σε μία περίπτωση και εφόσον δεν έχουν επιδικαστεί τελεσίδικα, διότι στην τελευταία αυτή περίπτωση ο διάδικος διαθέτει εκτελεστό τίτλο και δεν έχει έννομο συμφέρον να προτείνει την εν λόγω ένσταση. Στα καταβλητέα αυτά έξοδα περιλαμβάνονται όλες οι αναγκαίες δαπάνες, δικαστικές και εξώδικες, που έγιναν μέχρι τότε (παραίτηση) από τον εναγόμενο για την αντίκρουση της αγωγής, μεταξύ των οποίων είναι και η κατά νόμο αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου του για τη σύνταξη των προτάσεων που κατέθεσε (ΑΠ 857/2003 ΕλλΔνη 45.108, ΕφΑ 8717/2004 ΕλλΔνη 46.1722). Για το ορισμένο δε της αναβλητικής αυτής ενστάσεως, που προτείνεται κατά την πρώτη συζήτηση (άρθρο 263 περ.δ΄ ΚΠολΔ), αρκεί ο συγκεκριμένος προσδιορισμός της δαπάνης, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη δικαστική εκκαθάριση της κατά το άρθρο 192 ΚΠολΔ, η οποία γίνεται παρεμπιπτόντως (άρθρο 284 ΚΠολΔ) βάσει των προσκομιζομένων στοιχείων κατά πιθανολόγηση (άρθρο 190 παρ.3 ΚΠολΔ, βλ. Μπέη, άρθρο 295 III, αρ.6, Βαθρακοκοίλη, άρθρο 295, αρ.12επ., ΕφΑθ 81/2000 ΕλλΔνη 41.1384). Περιεχόμενο λοιπόν της αναβλητικής αυτής ένστασης είναι όχι αίτηση του εναγομένου για καταβολή των εξόδων αυτών, αλλά δήλωσή του ότι η απάντησή του στην αγωγή θεωρείται ότι δεν γίνεται, εφόσον ο ενάγων δεν κατέβαλε τα έξοδα της πρώτης δίκης, με την προϋπόθεση ότι έγινε εκκαθάρισή τους κατά τη διαδικασία των άρθρων 677επ. ΚΠολΔ ή ότι ο ενάγων δεν αμφισβητεί το ύψος τους, διαφορετικά αναβάλλεται η συζήτηση της κύριας δίκης, έως ότου ο ενάγων καταβάλει τα δικαστικά αυτά έξοδα στον εναγόμενο (ΑΠ 1143/1990 ΕλλΔνη 1991.1497, ΠολΠρΡοδ 10/2009 Νόμος, βλ. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, έκδ.1994, τόμος Β΄, υπό άρθρο 263, παρατήρηση 9, σελ.200, βλ. Μακρίδου σε Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, έκδ.2000, σελ. 264). Η εκ του άρθρου 295 παρ.2 ΚΠολΔ προβαλλόμενη διακωλυτική για την πρόοδο της δίκης ένσταση περί μη καταβολής στον εναγόμενο (ενιστάμενο) των εξόδων που υπέστη από προηγούμενη δίκης, προϋποθέτει, καταρχήν, ότι έχει εκκαθαρισθεί η δικαστική δαπάνη της προηγούμενης δίκης. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η αναβλητική ένσταση μπορεί να εξουδετερωθεί από τον ενάγοντα με πραγματική  καταβολή των εξόδων  της πρώτης δίκης, η οποία δύναται να γίνει και κατ’ αυτή τη συζήτηση, στην οποία προβάλλεται η ένσταση (ΜονΠρΘεσ 561/1988 Αρμ 1988.891).

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 46 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπο αρμόδιο αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως (αναλογικά: 73 ΚΠολΔ), εφόσον πρόκειται για διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης που αφορά τη δημόσια τάξη, και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση (ΑΠ 1392/1987 ΕΕΝ 1988.751, ΑΠ 365/1978 ΝοΒ 27.171, ΕφΑθ 1530/1989 Αρμ 1989.1123, ΕφΑθ 1644/1988 ΕλλΔνη 30.631).Οι συνέπειες που έχει η άσκηση της αγωγής διατηρούνται. Με βάση το άρθρο 47 ΚΠολΔ, απόφαση Πολυμελούς ή Μονομελούς Πρωτοδικείου δεν προσβάλλεται με ένδικο μέσο για τον λόγο ότι η υπόθεση ανήκει στην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου. Η διάταξη αυτή θεωρεί απαράδεκτο τον λόγο ενδίκου μέσου που προσάπτει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο ότι δίκασε υπόθεση που ανήκει στην αρμοδιότητα κατώτερου δικαστηρίου (ΑΠ 1665/1990 ΕλλΔνη 1992.335). Ωστόσο, λειτουργεί μόνο ex post, με την έννοια ότι το δικαστήριο που κρίνει τη διαφορά δεν επιτρέπεται να παραβεί τους κανόνες της καθ’ ύλην αρμοδιότητας και να δικάσει διαφορά υπαγόμενη σε κατώτερο δικαστήριο (ΕφΑθ 5077/1979 ΝοΒ 1980.301, ΠολΠρΚοζ 24/1981 ΝοΒ 1982.91, βλ.Νίκα σε Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 47, σελ.110-111).Σύμφωνα με το άρθρο 9 ΚΠολΔ ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι για την εκτίμηση του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα της αγωγής (εδ.α΄), ότι δεν συνυπολογίζονται οι παρεπόμενες αιτήσεις για καρπούς, τόκους και έξοδα (εδ.β΄) και ότι συνυπολογίζονται περισσότερες απαιτήσεις που επιδιώκονται με την ίδια αγωγή (εδ.γ΄). Σε περίπτωση ομοδικίας, αν πρόκειται για διαιρετά δικαιώματα, λαμβάνεται υπόψη το αίτημα κάθε ενάγοντος ή το αιτούμενο από κάθε εναγόμενο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 14 παρ.1 εδ.α΄, όπως ισχύει κατά τον χρόνο κατάθεσης της αγωγής, η οποία κατά το άρθρο 221 παρ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς το άρθρο 5 παρ.2 εδ.α΄ του ΕισΝΚΠολΔ επιφέρει το αμετάβλητο της καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητας, στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές, που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα και που η αξία του αντικειμένου τους δεν υπερβαίνει τις 20.000 € (ΕφΛαρ 92/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ, βλ. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 14, αρ.5, σελ.153). Κατά δε την παρ.2 του άρθρου 14 ΚΠολΔ, στην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται όλες οι διαφορές που μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήματα και που η αξία του αντικειμένου τους είναι πάνω από 20.000 €, δεν υπερβαίνει όμως τις 250.000 €. Για τον καθορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας λαμβάνεται υπόψη το με την αγωγή αιτούμενο ή προσδιοριζόμενο ποσόν (ΑΠ 1241/1977 ΕΕΝ 1978.316, ΑΠ 1162/1974 ΑρχΝ 26.390, ΕφΑθ 29/1995 ΕλλΔνη 36.1587, ΕφΑθ 8752/1989 ΑρχΝ 41.365). Σε περίπτωση ομοδικίας (ΚΠολΔ 74 §1), ο καθορισμός της αρμοδιότητας του δικαστηρίου διαφοροποιείται ανάλογα με τη φύση του δικαιώματος που αφορά η δίκη, δηλ. αν πρόκειται για διαιρετό ή αδιαίρετο δικαίωμα. Αν η αγωγή αφορά αδιαίρετο δικαίωμα, η αρμοδιότητα καθορίζεται από τη συνολική αξία του. Αν όμως αφορά διαιρετό δικαίωμα, όπως είναι και οι διαφορές που αφορούν αποζημίωση σε χρήμα (αποτιμητή σε χρήμα), που επιδέχεται την κατ’ ιδανικά μερίδια κτήση, για τον προσδιορισμό της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς λαμβάνεται υπόψη το αίτημα κάθε ενάγοντος ή το ζητούμενο από κάθε εναγόμενο και όχι η αξία ολοκλήρου του επιδίκου πράγματος (ΑΠ 493/1996 ΕλλΔνη 38.76, ΑΠ 1162/1994 ΝοΒ 23.712, ΑΠ 857/1990 ΕλλΔνη 1991.543, ΕφΑθ 197/2008 ΑχΝομ 2009.296, ΕφΠατρ 86/2002 ΑχΝομ 2003.245, ΕφΛαρ 164/2002 Δικ/φια 2002.245,ΕφΘεσ 626/1997 Αρμ 1997.808,ΕφΘεσ 185/1994 Αρμ 1994.1411). Το δικαστήριο με αυτά τα δεδομένα θα κρίνει εάν είναι υλικά αρμόδιο, στην αντίθετη δε περίπτωση πρέπει να παραπέμψει την υπόθεση στο υλικά αρμόδιο δικαστήριο (ΠολΠρΒολ 355/2001 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΠολΠρΛαρ 579/2000 Δικ/φια 2000.96, ΠολΠρΠειρ 574/1996 ΑρχΝ 1998.127, ΜονΠρΤριπ 1472009, ΜονΠρΡοδ 105/2009, ΜονΠρΣερ 161/2005 Αρμ 2006.1752).

Με την κρινόμενη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, ο ενάγων εκθέτει ότι δυνάμει του από 11-5-2013 και υπ’ αριθ. … ασφαλιστηρίου συμβολαίου συνήψε σύμβαση ασφάλισης με τις πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη και όγδοη εναγόμενες αλλοδαπές ασφαλιστικές εταιρείες, με τη διαμεσολάβηση της ένατης μεσίτριας ασφαλειών για ασφάλιση κότερων και του δέκατου εναγομένου, νομίμου εκπροσώπου της, με την σύμβαση οποία ασφαλίστηκε  το σκάφος ιδιοκτησίας της με το όνομα Μ/Υ “A.”, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, και συγκεκριμένα, ανέλαβαν οι εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες να αποκαταστήσουν την περιουσιακή ζημία του σε περίπτωση απώλειας ή ζημίας της γάστρας ή των μηχανών (hull and machinery) έναντι του συνολικού ποσού των 266.000 ευρώ με τα αντίστοιχα μερίδια συμμετοχής τους στην ανάληψη της ευθύνης των ασφαλιστικών εταιρειών σε περίπτωση βλάβης ως εξής: η πρώτη εναγομένη σε ποσοστό 25%, η δεύτερη εναγομένη σε ποσοστό 30%, η τρίτη εναγομένη σε ποσοστό 10%, η τέταρτη εναγομένη σε ποσοστό 10%, η πέμπτη εναγομένη σε ποσοστό 10%, η έκτη εναγομένη σε ποσοστό 5%, η έβδομη εναγομένη σε ποσοστό 5% και η όγδοη εναγομένη σε ποσοστό 5%. Ότι στην αίτηση για ασφάλιση σκάφους αναψυχής ως κύρια ασφαλιστική εταιρεία/κοινοπραξία για την ασφάλιση της γάστρας αναφέρεται η πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία ως κύριος ασφαλιστής νόμιμα εξουσιοδοτούμενος από τους λοιπούς ασφαλιστές, ώστε να ενεργεί για λογαριασμό όλων των ασφαλιστών στα πλαίσια της συμβατικής σχέσης. Ότι ήρθε σε επαφή με τον δέκατο εναγόμενο, ως ασφαλιστικό σύμβουλο,  προκειμένου να ασφαλίσει σε αξιόπιστη ασφαλιστική εταιρεία το σκάφος του με διαφανείς όρους και η σχετική αίτησή του ασφαλίσεως και το επισυναπτόμενο ερωτηματολόγιο συμπληρώθηκαν με επιμέλεια αυτού, απαντώντας ο ίδιος (ενάγων) με ειλικρίνεια και σαφήνεια στις σχετικές ερωτήσεις. Ότι στις 10-10-2013, κατά τη διάρκεια θαλασσίου ταξιδιού του μεταξύ των νήσων Πάτμου και Μυκόνου το σκάφος του υπέστη αιφνίδια μηχανική βλάβη στη δεξιά μηχανή του, την οποία απενεργοποίησε προκειμένου να αποφευχθεί η καταστροφή της από υπερθέρμανση. Ότι την επομένη επικοινώνησε με τον ασφαλιστικό σύμβουλο (δέκατο εναγόμενο) και τη μεσίτρια ασφαλίσεων (ένατη εναγομένη) δεν επετεύχθη συμφωνία αποζημίωσης αφού οι εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες αρνούνταν να τον αποζημιώσουν για ολόκληρη τη ζημία του σκάφους του, προσφέροντας μόνο το ποσό των 1.123,83 ευρώ, λόγω της μονομερούς ακύρωσης του ασφαλιστικού συμβολαίου, ισχυριζόμενες ότι κατά τη σύναψη της ασφάλισης δεν τους γνωστοποιήθηκε προηγούμενη μηχανική βλάβη, όπως αναφέρεται στην από 11-11-2013 επιστολής της μεσίτριας (πράκτορα) ασφαλίσεων (ένατης εναγομένης) προς τον ενάγοντα, το οποίο δεν ήταν αληθές, διότι ο τελευταίος είχε αποστείλει τα έγγραφα της επισκευής της προηγούμενης ζημίας στην ως άνω μεσίτρια ασφαλίσεων. Ότι η ως άνω μεσίτρια ασφαλίσεων με βάση και το ενημερωτικό έντυπό της με τις πληροφορίες για τον πελάτη, όφειλε να ενημερώσει τις συμβληθείσες ασφαλιστικές εταιρείες για την προηγούμενη μηχανική βλάβη του σκάφους του ενάγοντος και την επισκευή της και να τους διαβιβάσει τα σχετικά έγγραφα που αφορούσαν την προηγούμενη ζημία, με τα οποία ο ενάγων την είχε ενημερώσει και την είχε εφοδιάσει για τον σκοπό αυτόν. Ότι κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και κατά τη σύνταξη της αίτησης και την υποβολή της στον ως άνω εναγόμενο ασφαλιστικό σύμβουλο-συνεργάτη της ως άνω εναγομένης μεσίτριας ασφαλίσεων ουδέποτε είχε ερωτηθεί για τυχόν προγενέστερες βλάβες στο σκάφος αναψυχής του παρά μόνο αν είχε αποζημιωθεί από άλλη ασφαλιστική εταιρεία και ότι υπαίτιοι εξ αμελείας για τη μη ενημέρωση των εναγομένων ασφαλιστικών εταιρειών για το γεγονός αυτό (από Ιούλιο του 2012) είναι οι προαναφερόμενοι εναγόμενοι (μεσίτρια ασφαλίσεων και ασφαλιστικός σύμβουλος αυτής), καθώς πριν την υπογραφή της σύμβασης ασφαλίσεως το σκάφος του είχε επιθεωρηθεί από τον πραγματογνώμονά τους που είχε γνωματεύσει θετικά ως προς την κατάστασή του κατά τον έλεγχο της αίτησης για την υπαγωγή στην ασφάλιση πριν τη σύναψη της σύμβασης ασφάλισης. Ότι δεν είχε λάβει ποτέ πριν ασφαλιστική αποζημίωση για το σκάφος του, διότι όταν συνέβη η προηγούμενη βλάβη του ήταν ανασφάλιστο, αντικαταστάθηκαν δε όλα τα ανταλλακτικά της μηχανής του με νέα στην επίσημη αντιπροσωπεία και με δικά του έξοδα τότε και ότι η γενική κατάσταση της μηχανής είναι εμφανής σε κάθε επιθεώρηση από μηχανολόγο πραγματογνώμονα, η οποία ζητήθηκε να διενεργηθεί πριν την ασφάλιση του σκάφους. Ότι ο ίδιος ενημέρωσε την εναγόμενη μεσίτρια ασφαλίσεων για την ύπαρξη της προηγούμενης ζημίας καλόπιστα όταν του τέθηκε το σχετικό ερώτημα μετά την επέλευση της προκείμενης ζημίας στις 10-8-2013, κατόπιν ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και συγκεκριμένα στα μέσα Σεπτέμβρη το έτους 2013 και την εφοδίασε με όλα τα έγγραφα που αφορούσαν την προηγούμενη αυτή ζημία του σκάφους. Ότι οι εναγόμενες προέβησαν καταχρηστικά σε ακύρωση του ως άνω ασφαλιστικού συμβολαίου για τον λόγο αυτόν, κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ εκ μέρους τους. Ότι το σκάφος του μεταφέρθηκε στις 15-8-2013 στο Λαύριο και επακολούθησε έλεγχός του από μηχανολόγο μηχανικό στις 16-8-2013 κατά τον οποίο διαπιστώθηκε βλάβη στη δεξιά μηχανή του, η οποία οφειλόταν σε υπερθέρμανση. Ότι οι εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες δεν είχαν, σύμφωνα με το εφαρμοστέο εν προκειμένω γερμανικό δίκαιο, δικαίωμα ακύρωσης του συμβολαίου εφόσον είχε παρέλθει ένας μήνας από την πληροφόρησή τους για τον παραβιασθέντα όρο, καθόσον η ενημέρωσή τους έγινε από τον ενάγοντα στις 10-10-2013 μέσω του συνεργάτη της μεσίτριας ασφαλίσεων και ασφαλιστικού της συμβούλου Χ. Κ., ενώ η ακύρωση του συμβολαίου έγινε στις 8-5-2014. Ότι υπάρχει έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της επισκευής και της βλάβης της μηχανής του σκάφους και ότι σε καμία περίπτωση δεν συντρέχει νόμιμος λόγος ακύρωσης του ασφαλιστηρίου συμβολαίου για το εν λόγω περιστατικό ούτε και άρνησης αποζημίωσής του από τις εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες. Ότι οι ασφαλιστικές αυτές εταιρείες ευθύνονται για την αποκατάσταση των ζημιών του σκάφους του, όπως ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή του, αναφορικά με την αγορά και τις εργασίες τοποθέτησης των ανταλλακτικών, καθώς και λοιπά έξοδα επισκευής, συνολικού ποσού 22.797 ευρώ. Ότι ευθύνονται ως παθητικά νομιμοποιούμενοι και οι εναγόμενοι μεσίτρια ασφαλίσεων και ασφαλιστικός της σύμβουλος για το ίδιο ποσό, διότι τελούσαν σε γνώση της προηγούμενης ζημίας του σκάφους του και επειδή υπήρχε εσωτερική συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς του δέκατου εναγομένου ασφαλιστικού συμβούλου και της υπηρεσίας που του ανατέθηκε από τη μεσίτρια ασφαλίσεων για την άσκηση των καθηκόντων του αυτών. Ότι ο δέκατος εναγόμενος ως συνεργάτης της ένατης εναγομένης είχε την εξουσία να διαμεσολαβεί στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων τόσο για λογαριασμό αυτής όσο και των εναγομένων ασφαλιστικών εταιρειών, σύμφωνα και με τη σχετική παράγραφο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου του σκάφους περί διαμεσολαβητών ασφαλίσεων, ενεργώντας υπό την εποπτεία και τις οδηγίες αυτών και δημιουργώντας την ασφαλή και βάσιμη πεποίθηση στον ενάγοντα ότι ήταν αντιπρόσωπός τους. Ότι ουδέποτε του αναφέρθηκε ότι η ένατη εναγομένη ήταν απλώς μεσίτρια ασφαλίσεων, αλλά πίστευε ότι ήταν και η ίδια ασφαλιστική εταιρεία και ότι σε εκείνη θα ασφάλιζε το σκάφος του, αφού και τα έντυπα της ασφάλισης που του δόθηκαν για υπογραφή έφεραν το δικό της λογότυπο, ενώ και τα οφειλόμενα ασφάλιστρα τα κατέβαλε ο ενάγων στο όνομα της ένατης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας. Ότι για το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό ασφαλιστικής αποζημίωσης ο ενάγων άσκησε την από 16-4-2014 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 39469/2014 και 6805/2014 αγωγή του που συζητήθηκε την 28-4-2015 και επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3381/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, βάσει της οποίας η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς την παθητική νομιμοποίηση των ένατης και δέκατου των εναγομένων, που ήταν οι μοναδικοί εναγόμενοι στην προηγούμενη αυτή δίκη, υπό τις ίδιες ιδιότητες της μεσίτριας ασφαλίσεων και του νομίμου εκπροσώπου της. Ότι επικουρικώς εάν κριθεί ότι δεν ευθύνονται οι εναγόμενες αλλοδαπές ασφαλιστικές εταιρείες, σε κάθε περίπτωση ευθύνονται εις ολόκληρον η ένατη και ο δέκατος εναγόμενοι επί της επικουρικής βάσης της αγωγής του αναφορικά με την παθητική τους νομιμοποίηση, βάσει της αντικειμενικής και ειδικής επαγγελματικής ευθύνης της μεσίτριας ασφαλίσεων έναντι του ασφαλισμένου της. Ότι με την κρινόμενη αγωγή του παραιτείται από την άσκηση ενδίκων μέσων κατά της ως άνω απόφασης. Ότι επειδή αρνούνται οι εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες να του καταβάλουν την οφειλόμενη ασφαλιστική αποζημίωση έκαστη εξ αυτών κατά το μερίδιο ευθύνης και συμμετοχής της και με βάση τη μεταξύ τους ασφαλιστική σύμβαση για την προκληθείσα ζημία που υπέστη το σκάφος του, λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, πρέπει να υποχρεωθούν προς τούτο. Με βάση αυτό το ιστορικό, ζητεί ο ενάγων να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν για την αναφερόμενη στην αγωγή του πραγματική και νομική αιτία το συνολικό ποσό των 22.797 ευρώ, νομιμοτόκως από τη 10-3-2014, επομένης της κοινοποίησης της εξώδικης δήλωσής του, άλλως από την επίδοση της προηγούμενης αγωγής του, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής του και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για την παρούσα δίκη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, από το δικόγραφο της οποίας έχει ήδη παραιτηθεί νομότυπα και παραδεκτά ο ενάγων έναντι των ένατης και δέκατης των εναγομένων, τόσο με τις προτάσεις του που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου, όσο και με σχετική προφορική δήλωσή του που καταχωρίστηκε στα ταυτάριθμα πρακτικά της παρούσας δίκης, άλλωστε, τυγχάνει απορριπτέα ως παθητικώς ανομιμοποίητη έναντι αυτών των εναγομένων, ως μεσίτριας (πράκτορα) ασφαλιστών (και όχι ασφαλίστριας) και νομίμου εκπροσώπου αυτής, αντιστοίχως, για όσους λόγους διαλαμβάνονται ειδικότερα τόσο στην αρχικές υπ’ αριθ. Ι ως άνω νομική σκέψη της παρούσας, όσο και στο αναλυτικό σκεπτικό της υπ’ αριθ. 3381/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία προσκομίζεται και δεν χρήζει επανάληψης εν προκειμένω, έχει δε καταστεί τελεσίδικη ήδη, καθόσον ο ενάγων έχει με την κρινόμενη αγωγή του παραιτηθεί από την άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ αυτής και άλλωστε έχει ήδη επιδοθεί στις 28-9-2015 όπως προκύπτει από σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο σώμα ακριβούς αντιγράφου αυτής που προσκομίζεται, χωρίς να έχει ασκηθεί μέχρι σήμερα ένδικο μέσο κατ’ αυτής και χωρίς τούτο να αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων, συνακόλουθα, έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου για όλες τις διατάξεις της, μεταξύ των οποίων της απόρριψής της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας ως προς την παθητική νομιμοποίηση των ως άνω εναγομένων, καθώς και για την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη κατά του ενάγοντος και υπέρ των ένατης και δέκατου εναγομένων της παρούσας δίκης (μοναδικών εναγομένων στην προηγούμενη αυτή δίκη), ποσού 1000 ευρώ, την οποία η ένατη εναγομένη αιτείται να της καταβληθεί εν προκειμένω με τις προτάσεις της, πλην όμως πρέπει να προβεί σε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης και ουδόλως νομιμοποιείται στην παρούσα δίκη κατά τις διατάξεις των άρθρων 263 περ.δ΄, 294, 295 παρ.1 και 2, 297 ΚΠολΔ να υποβάλει τέτοιο αίτημα, το οποίο δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις του νόμου ως διακωλυτική ένσταση της παρούσας δίκης, αλλά τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον ο ενάγων δεν παραιτήθηκε από το δικόγραφο της προηγούμενης αγωγής του, η απόφαση επί της οποίας έχει καταστεί ήδη τελεσίδικη απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την αγωγή του (ΑΠ 266/1989 ΕΕΝ 1990.64, ΕφΠατρ 307/2006 ΑχαΝομ 2007.308, ΕφΑθ 2361/1979 ΝοΒ 28.102, ΠολΠρΡοδ 10/2009 Νόμος ΜονΠρΑθ 823/1995 ΑρχΝ 1995.6790), αλλά από την κρινόμενη αγωγή του έναντι των εν λόγω εναγομένων (ένατης και δέκατου), οπότε τα οικεία έξοδα εισπράττονται με αναγκαστική εκτέλεση μετά την τελε­σιδικία, αφού διαθέτει εκτελεστό τίτλο (ΑΠ 1143/1990 ΕλλΔνη 1991.1497, ΑΠ 266/1989 ΕΕΝ 1990.64, ΕφΘεσ 416/2010 Αρμ 2013.313, ΕφΘεσ 179/2010 Αρμ 2013.312, ΕφΛαμ 285/2010 Νόμος, ΕφΑθ 10303/1991 ΕλλΔνη 1993.1384, ΕφΘεσ 2684/1990 ΕλλΔνη 32.1304, ΠολΠρΘεσ 2826/2012 Αρμ 2015.2115, ΠολΠρΑθ 2587/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 1145/2010, ΠολΠρΡοδ 10/2009 ΤΝΠ Νόμος), σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην οικεία νομική σκέψη της παρούσας υπ’ αριθ. ΙΙ ως άνω. Επομένως, θεωρείται ότι η κρινόμενη αγωγή εξ αρχής (αναδρομικά) δεν έχει ασκηθεί έναντι των ως άνω εναγομένων, παραμένει δε ως ασκηθείσα κατά των λοιπών εναγομένων πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης, έβδομης και όγδοης αλλοδαπών ασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες και μόνον νομιμοποιούνται παθητικώς για το αγωγικό αίτημα και το αντικείμενο της δίκης και έχουν κληθεί νομίμως και εμπροθέσμως στην παρούσα δίκη διά του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς με πραγματική επίδοση στην έδρα τους, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες εκθέσεις επίδοσης του δικογράφου της αγωγής αυτής τόσο προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, όσο και προς τις ίδιες τις εναγόμενες αλλοδαπές ασφαλιστικές εταιρείες στην έδρα τους, κατ’ άρθρο 134 ΚΠολΔ (βλ σχετ. α) για λογαριασμό της α’ εναγόμενης εταιρείας την υπ’ αριθ. …/18-5-2017 έκθεση επιδόσεως της  δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Δ. Κ., β) για λογαριασμό της β’ εναγόμενης εταιρείας την υπ’ αριθ. …/2-8-2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Δ. Κ., γ) για λογαριασμό της γ’ εναγόμενης εταιρείας την υπ’ αριθ. …/2-8-2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Δ. Κ., δ) για λογαριασμό της δ’ εναγόμενης εταιρείας την υπ’ αριθ. …/2-8-2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Δ. Κ., ε) για λογαριασμό της ε’ εναγόμενης εταιρείας την υπ’ αριθ. …/2-8-2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Δ. Κ., στ) για λογαριασμό της στ’ εναγόμενης εταιρείας την υπ’αριθ. …/2-8-2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Δ. Κ., ζ) για λογαριασμό της η’ εναγόμενης εταιρείας την υπ’ αριθ. …/2-8-2017 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Δ. Κ., σε συνδυασμό αντιστοίχως με τα αντίγραφα των αποδεικτικών επίδοσης δια του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, από τα οποία αποδεικνύεται ότι έλαβε χώρα η πραγματική επίδοση της αγωγής στις ως άνω αναφερόμενες αλλοδαπές ασφαλιστικές εταιρείες και συγκεκριμένα το υπ’ αριθ…/17 αποδεικτικό προς την α’ εναγόμενη, το υπ’ αριθ. …/2017 … αποδεικτικό προς τη β’ εναγόμενη, το υπ’ αριθ. …/17 αποδεικτικό προς τη γ’ εναγόμενη, το υπ’ αριθ. …/2017.1564 αποδεικτικό προς τη δ’ εναγόμενη, υπ’ αριθ. … αποδεικτικό προς την ε’ εναγόμενη, το υπ’ αριθ. …/17 αποδεικτικό προς τη στ’ εναγόμενη, το υπ’ αριθ. …/17 αποδεικτικό προς την η’ εναγόμενη, ενώ για λογαριασμό της ζ’ εναγόμενης εταιρείας την υπ’ αριθ. …/13-7-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Δ. Κ. και δη, ελλείψει του νομίμου εκπροσώπου της, προς τον εντεταλμένο για την παραλαβή δικογράφων υπάλληλο της εταιρείας στο υποκατάστημά της στην ημεδαπή, που εδρεύει στη …, στο Μ. Αττικής). Συνεπώς, η υπόθεση αυτή δικάζεται ερήμην τους και παραδεκτώς κατ’ αυτών, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 271 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ. Πλην όμως, ενόψει του ότι το αίτημα της κρινόμενης αγωγής αφορά χρηματική παροχή ασφαλιστικής αποζημίωσης, η οποία είναι διαιρετή παροχή εκ του νόμου, στη δίκη κατάγεται δηλαδή διαιρετό δικαίωμα του ενάγοντος κατά των ως άνω εναγομένων και μόνο ασφαλιστικών εταιρειών, και ουδόλως ζητείται εν προκειμένω εις ολόκληρον (ΑΚ 480-481), αλλά ανάλογα με τη μερίδα ευθύνης και συμμετοχής εκάστης των εναγομένων ασφαλιστικών εταιρειών (πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης, έβδομης και όγδοης) με βάση την επίδικη συναφθείσα ασφαλιστική σύμβαση του σκάφους του ενάγοντος, συνακόλουθα, εφόσον το μεγαλύτερο ποσό που ζητείται διαιρετώς εκ μέρους του είναι αυτό έναντι της δεύτερης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας και ανέρχεται σε ποσοστό 30% επί του συνολικού ποσού των 22.797 ευρώ της οφειλόμενης ασφαλιστικής αποζημίωσης για την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου και την προκληθείσα ζημία στο σκάφος του ενάγοντος, ήτοι ποσό 6.839,10 ευρώ, η υπόθεση δεν εμπίπτει σε καμία περίπτωση στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου, αλλά σε αυτήν του ειρηνοδικείου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 9 και 14 ΚΠολΔ, αφού σε κάθε περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το αγωγικό αίτημα περί αποζημίωσης του ενάγοντος αυτοτελώς και διαιρετώς εκτιθέμενο και επισκοπούμενο έναντι εκάστου των εναγομένων ασφαλιστικών εταιρειών, καθόσον πρόκειται εν προκειμένω για παθητική ομοδικία των εναγομένων έναντι αυτού (άρθρο 9 εδ.δ΄ ΚΠολΔ), υπολείπεται του ποσού των 20.000 ευρώ, το οποίο αποτελεί την ελάχιστη προβλεπόμενη στον ΚΠολΔ αξία αντικειμένου δίκης (ένδικης διαφοράς), που εμπίπτει στην υλική αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου (άρθρο 14 παρ.1-2 ΚΠολΔ). Ως εκ τούτου, η υπόθεση απαραδέκτως έχει εισαχθεί προς εκδίκαση ως προς την καθ’ ύλην αρμοδιότητα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο πρέπει να κηρύξει εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο και να παραπεμφθεί για να δικαστεί σε πρώτο βαθμό από το καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο που είναι το Ειρηνοδικείο Πειραιά, απέχοντας από την περαιτέρω κρίση της αγωγής κατά νόμω και ουσία, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 46 εδ.α΄ και 47 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθ. ΙΙΙ αρχική νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, καθόσον δεν μπορεί να κρατηθεί ex post και να δικαστεί, διότι καταστρατηγούνται οι διατάξεις περί υλικής αρμοδιότητας και τούτο δεν είναι επιτρεπτό κατά τη δικονομική τάξη, με βάση το εξ αρχής αίτημα της αγωγής και την ενεργητική και ιδίως παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, μη χωρούσης παρεκτάσεως εν σχέσει προς την αυτεπαγγέλτως ερευνώμενη καθ’ ύλην αρμοδιότητα (ΕφΛαρ 92/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ). Επειδή η απόφαση αυτή είναι οριστική, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην παρούσα δίκη (άρθρο 179 ΚΠολΔ). Τέλος,επειδή οι πρώτη, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη, πέμπτη, έκτη, έβδομη και όγδοη εναγόμενες ασφαλιστικές εταιρείες ερημοδικούν, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους τους κατά της απόφασης αυτής, όπως καθορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της (άρθρα 501, 502§1, 505§2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 

       ΘΕΩΡΕΙ εξ αρχής μη ασκηθείσα την αγωγή έναντι των ένατης και δέκατου των εναγομένων, λόγω παραίτησης του ενάγοντος έναντι αυτών.

        ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή ερήμην των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης, έβδομης και όγδοης των εναγομένων.

ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των πρώτης, δεύτερης, τρίτης, τέταρτης, πέμπτης, έκτης, έβδομης και όγδοης των εναγομένων κατά της απόφασης αυτής, σε ποσό διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ εαυτόν καθ’ ύλην αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής έναντι αυτών.           

       ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την αγωγή αυτή προς εκδίκαση ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο Δικαστηρίου, που είναι το Ειρηνοδικείο Πειραιά.         

       ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις      -8-2019.  

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ