ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης
3110/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΑΚ – ΕΑΚ αγωγής: 9168 – 4091/2018
Αποτελούμενο από τoν Δικαστή Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίστηκε νόμιμα από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Μαρτίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ : 1) Η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία « ….», που εδρεύει στις … (…), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ΑΝΔΡΕΑΣ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΤΖΗΜΑΣ με Α.M. … του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ δυνάμει του από 28.11.2018 πληρεξουσίου εγγράφου του Προέδρου/Διοικητή της ενάγουσας Ι. Π. με βεβαίωση κατά τη Σύμβαση της Χάγης και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
2) Η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «….», που εδρεύει στις … (…), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ΑΝΔΡΕΑΣ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΤΖΗΜΑΣ με Α.M. … του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ δυνάμει του από 28.11.2018 πληρεξουσίου εγγράφου του Προέδρου/Διοικητή της ενάγουσας Ι. Π. με βεβαίωση κατά τη Σύμβαση της Χάγης και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
3) Η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «….», που εδρεύει στις … (…), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ΑΝΔΡΕΑΣ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΤΖΗΜΑΣ με Α.M. … του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ δυνάμει του από 28.11.2018 πληρεξουσίου εγγράφου του Προέδρου/Διοικητή της ενάγουσας Ι. Π. με βεβαίωση κατά τη Σύμβαση της Χάγης και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
4) Η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «….» (πρώην «….») που εδρεύει στις … (…), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους ΑΝΔΡΕΑΣ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΤΖΗΜΑΣ με Α.M. … του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ΑΝΔΡΕΑΣ – ΚΩΝ/ΝΟΣ ΤΖΗΜΑΣ με Α.M. … του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ δυνάμει του από 28.11.2018 πληρεξουσίου εγγράφου του Προέδρου/Διοικητή της ενάγουσας Ι. Π. με βεβαίωση κατά τη Σύμβαση της Χάγης και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ : Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…», και το διακριτικό τίτλο «…», που εδρεύει στην Α……., νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΨΥΧΑΡΗΣ με Α.Μ. … του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ, δυνάμει του υπ’ αριθμ. …/11-12-2019 πληρεξουσίου εγγράφου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Παναγιώτας Χρονοπούλου της Α. Ζ., νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης και δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 21-08-2018 αγωγή με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.A.K./Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ 9168/4091/04-09-2018, η συζήτηση της οποίας (αγωγής), μετά το πέρας των προθεσμιών εκ της διάταξης του άρθρου 237 ΚΠολΔ, προσδιορίστηκε με την από 25-2-2019 έκθεση ορισμού δικασίμου του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης και γράφτηκε στο πινάκιο.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, (πρέπει και αρκεί) να είναι τόσα, όσα αναγκαίως απαιτούνται για τη γέννηση της αξίωσης και να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος και κατά τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να εκτιμήσει το δικόγραφο της αγωγής και να κρίνει τη διαφορά και στον εναγόμενο να αμυνθεί (ΑΠ 1222/2010 ΝοΒ 2011.62.378, ΑΠ 438/2001 ΕλλΔνη 2002.382, ΑΠ 843/2000 ΕλλΔνη 2001.160, ΕφΠειρ 108/2014, ΔΕΕ 2014.374). Περαιτέρω, στις σύγχρονες εμπορικές συναλλαγές καθοριστικός είναι ο ρόλος των διαμεσολαβητικών υπηρεσιών που προσφέρουν ανεξάρτητες επιχειρήσεις στον εντολέα τους ή ευρύτερα στο κοινό, όπως είναι και οι επιχειρήσεις πρακτορείας. Η σχετική με αυτές ρύθμιση στο νόμο είναι εξαιρετικά ελλιπής, αφού ως γενική διάταξη υπάρχει μόνο αυτή του άρθρου 2 του ΒΔ της από 2/14.5.1835 «περί αρμοδιότητος Εμποροδικείων», σύμφωνα με την οποία θεωρείται ως πράξη εμπορική και η επιχείρηση πρακτορείας, ενώ ειδικές διατάξεις υπάρχουν μόνο για ορισμένες μορφές πρακτορικής δράσης, όπως αυτή του ναυτικού πράκτορα, που ρυθμίζεται από το ΠΔ 229/1995 και τα τροποποιητικά αυτού ΠΔ 427/1995 και 163/2003, μόνον όμως ως προς την οργάνωση και την άσκηση του επαγγέλματος του ναυτικού πράκτορα και όχι ως προς τη σύμβαση καθ’ εαυτή της ναυτικής πρακτορείας. Σε όλες, πάντως, τις περιπτώσεις η επιχείρηση πρακτορείας έχει ως αντικείμενο την έναντι ανταλλάγματος παροχή προς το κοινό ιδιωτικών υπηρεσιών κάθε φύσεως (ΑΠ Ολ15/2013, ΑΠ 2219/2014, ΕφΘεσ 57/2016, Νομος, βλ. Λουκόπουλο, ΕμπΔικ, Β΄ έκδ., σελ. 59, Λιακόπουλος, Η σύμβαση πρακτορείας, ΕΕμπΔ 1990, 561 επ. και ιδίως 569). Πράκτορες με την ανωτέρω έννοια είναι και οι πράκτορες ταξιδιών, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο πράκτορας – ανεξάρτητος επιχειρηματίας (φυσικό ή νομικό πρόσωπο), ο οποίος κρατάει θέσεις για αεροπορικό ταξίδι και εκδίδει το εισιτήριο για τον πελάτη του με καταβολή του αντίστοιχου τιμήματος. Η νομική φύση της εσωτερικής σχέσης της ως άνω ειδικότερης σύμβασης πρακτορείας, δηλαδή της σχέσης που συνδέει τον πράκτορα και τον πελάτη του, είναι, προεχόντως, αυτή της εντολής, οι δε διατάξεις του ΑΚ (713 επ.) που ρυθμίζουν την εντολή, διέπουν τις σχέσεις των προσώπων αυτών (ΕφΠατρ 257/2009 Nομος, ΕφΠειρ 56/2018, ΔΕΕ 2018.363). Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 713 ΑΚ, με τη σύμβαση της εντολής ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να διεξαγάγει χωρίς αμοιβή την υπόθεση που του ανέθεσε ο εντολέας, εκτός αν συμφωνήθηκε άλλως και η διαταξη του άρθρου 714 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο εντολοδόχος ευθύνεται για κάθε πταίσμα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298 ΑΚ, προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να ανορθώσει κάθε ζημία, την οποία υπέστη ο εντολέας και η οποία έχει γενεσιουργό αιτία το πταίσμα του εντολοδόχου (ΑΠ 335/2010, Νομος). Ζημία, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, θετική μεν είναι η ελάττωση της περιουσίας, αρνητική δε το κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων με πιθανότητα προσδοκώμενο κέρδος που ματαιώθηκε (ΑΠ 536/2004, Νομος). Συνεπώς, ο εντολοδόχος, κατά την εκτέλεση των υποχρεώσεών του, όχι μόνο πρέπει να απέχει από κάθε δόλια ενέργεια, αλλά οφείλει να καταβάλει την επιμέλεια την οποία καταβάλλει στις συναλλαγές ο συνετός άνθρωπος, ευθυνόμενος διαφορετικά και για ελαφρά αμέλεια. Το πταίσμα του εντολοδόχου και επομένως η κατά το άρθρο 714 ΑΚ ευθύνη του προς αποζημίωση τεκμαίρεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεών του προς εκπλήρωση της εντολής (ΑΠ 1115/2003, Νομος). Για την υποχρέωση αποζημιώσεως απαιτείται να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πταίσματος του εντολοδόχου και της ζημίας που επήλθε στον εντολέα. Αν, επομένως, ο εντολέας δεν υπέστη ζημία ή αν αυτή δεν είναι συνέπεια του πταίσματος του εντολοδόχου, ο τελευταίος δεν ευθύνεται σε αποζημίωση του εντολέα. Τέλος, αξίωση αποζημίωσης για ζημία, που προκλήθηκε από το ότι ο εντολοδόχος παρέλειψε οφειλόμενη από αυτόν κατά την εκτέλεση της εντολής ενέργεια, θεμελιώνεται στα άρθρα 714 και 330 του ΑΚ, και όχι σε αδικοπραξία, εκτός αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 919 ΑΚ ή ειδικές περιστάσεις, που στοιχειοθετούν αδίκημα, οπότε υπάρχει συρροή αξιώσεων. Τέτοια παράλειψη από τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 714 και 330 του ΑΚ, που δημιουργεί αντίστοιχη αξίωση αποζημίωσης του εντολοδόχου από τον εντολέα συνιστά και η αποσιώπηση από τον πρώτο προς τον δεύτερο ουσιωδών πληροφοριών ή η παράλειψη ενημέρωσης για επικείμενο κίνδυνο, αφού η υποχρέωση αυτή του εντολοδόχου ευθέως προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 718 του ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να παρέχει πληροφορίες στον εντολέα σχετικά με την υπόθεση που του ανατέθηκε, εφόσον αυτές είναι αναγκαίες κατά την καλή πίστη. Το πότε συμβαίνει τούτο εξαρτάται από τις ιδιαίτερες συνθήκες της εντολής. Ετσι, ο εντολοδόχος οφείλει να πληροφορεί τον εντολέα του για τυχόν εμπόδια, που συναντά στην εκτέλεση της εντολής ή για το αδύνατο της εκτελέσεώς της, αν, δε, παραβεί την υποχρέωση του αυτή, καθίσταται υπόχρεος σε αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υφίσταται ο απληροφόρητος εντολέας του, εφόσον η ζημία του τελευταίου συνδέεται αιτιωδώς με την παράλειψη της πληροφόρησής του (ΑΠ 1082/2013, ΔΕΕ 2014.250).
Με την από 21-08-2018 αγωγή με αριθμό κατάθεσης δικογράφου Γ.A.K./Ε.Α.Κ./ΕΤΟΣ 9168/4091/04-09-2018, οι ενάγουσες εταιρίες ισχυρίζονται ότι είναι πλοιοκτήτριες των δεξαμενόπλοιων που αναφέρουν στην αγωγή με σημαία νήσων M. και τελούν υπό την διαχείριση των εταιριών “…” με έδρα τα ίδια νησιά και διατηρούν γραφείο στην Ελλάδα, καθώς και υπό την διαχείριση της εταιρίας “…” με έδρα τον Π. που επίσης διατηρεί γραφείο στην Ελλάδα. Ότι δια των παραπάνω διαχειριστριών των πλοίων τους ανέθεσαν η πρώτη από το έτος 2014 και οι υπόλοιπες από το έτος 2010 στην εναγόμενη την αναζήτηση των συμφερότερων οικονομικά εισιτηρίων με εξασφάλιση των καλύτερων δυνατών ωφελημάτων (παροχή δωρεάν εισιτηρίων, αναβαθμίσεις θέσεως και παροχή πρόσβασης σε αίθουσες διακεκριμένων επιβατών) για τις αεροπορικές μεταφορές των πληρωμάτων των πλοίων τους, καθώς και των στελεχών των ιδίων και των διαχειστριών τους εταιριών. Ότι προσφάτως διαπίστωσαν πως από το έτος 2015 λόγω έλλειψης της δέουσας επιμέλειας που όφειλε η ενάγουσα να επιδείξει εκπλήρωνε πλημμελώς την χορηγηθείσα σε αυτήν εντολή, προμηθεύοντας τις με αεροπορικά εισιτήρια με τιμές υψηλότερες του μέσου όρου της τιμής που διέθεταν αυτά οι αεροπορικές εταιρίες και άλλα πρακτορεία, παραθέτωντας αναλυτικά πίνακα με τα εκδοθέντα εισιτήρια για εκάστη των εναγουσών αναφέροντας ιδιότητα επιβάτη – χρήστη του εισιτηρίου, την διαδρομή του ταξιδίου, την αεροπορική εταιρία, την τιμή κάθε εισιτηρίου που τους προμήθευσε η εναγόμενη και τη «μέση τιμή που διατίθεντο στην αγορά τα ίδια εισιτήρια», αναγράφοντας ανά εισιτήριο την διαφορά εκάστου εισιτηρίου. Ότι αθροίζοντας τις διαφορές εκάστου εισιτηρίου η πρώτη ενάγουσα υπέστη από την ως άνω συμπεριφορά της εναγομένης ζημία ποσού 40.582 ευρώ, η δεύτερη ενάγουσα υπέστη ζημία ποσού 30.576 ευρώ, η τρίτη ενάγουσα υπέστη ζημία ποσού 40.829 ευρώ και η τέταρτη ενάγουσα υπέστη ζημία ποσού 53.220 ευρώ, επιφυλασσόμενη της ζημίας της εκ της μη λήψης ωφελημάτων. Με βάση αυτό το ιστορικό ζητά, επικαλούμενη σωρευτικώς (αλλά όχι περιοριστικώς) τις περί εντολής διατάξεις, τις περί αδικοπραξίας διατάξεις και εκείνες του νόμου περί προστασίας του καταναλωτή (Ν. 2251/1994), να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε έκαστη αυτών το ανωτέρω ποσό της ζημίας εκάστης και, επιπλέον αυτών, την επιδίκαση ποσού 20.000 ευρώ ως εύλογη αποζημίωση για τη μη περιουσιακή (ηθική) ζημία που όλες τους υπέστησαν από την προεκτεθείσα συμπεριφορά της εναγομένης, χαρακτηριζόμενης ως αδικοπρακτικής κατά τις διατάξεις των άρθρων 914 επ, 932 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 288 ΑΚ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής τους. Ζητούν, επίσης, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.
Η αγωγή αυτή παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου (άρθρα 1, 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13, 14 παρ.2, 25 ΚΠολΔ και 51 παρ.1 και 2 του Ν. 2172/1993) και συζητείται κατά την τακτική διαδικασία, ενώ καταβλήθηκε το αναλογούν δικαστικό ένσημο (βλ. προσκομιζόμενα υπ’ αριθμ. … ηλεκτρονικά παράβολα από την πρώτη, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη ενάγουσα, αντίστοιχα). Περαιτέρω, ενόψει του ότι η ένδικη διαφορά έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου. Λαμβάνοντας υπόψη τα εκτιθέμενα στην ένδικη αγωγή πραγματικά περιστατικά και δη ότι ο τόπος όπου παρέχει τις υπηρεσίες της η πάροχος των υπηρεσιών κατά το άρθρο 4§1β΄ Κανονισμού 593/2008 – Ρώμη Ι (καθώς στην έννοια του καταναλωτή δεν εμπίπτουν οι συναλλαγές που ενεργεί ο επαγγελματίας/έμπορος στο πλαίσιο των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων κατά το εν λόγω Κανονισμό – βλ. άρθρο 6) και ότι ο τόπος επελεύσεως της ζημίας της ενάγουσας είναι η Ελλάδα, στην οποία διατηρεί γραφεία και πραγματική έδρα οι ενάγουσες και η εναγόμενη, καθώς και ότι στην Ελλάδα έλαβε χώρα η αποδιδόμενη στην εναγόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά, κατά το άρθρο 4 του Κανονισμού 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11-7-2007 («Ρώμη ΙΙ», τεθείς σε ισχύ κατά το άρθρο 32 αυτού στις αδικοπραξίες που τελέστηκαν από τις 11.1.2009) εφαρμοστέο δίκαιο ως προς όλες τις επικαλούμενες βάσεις είναι το ελληνικό (βλ. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη – Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, στ΄έκδ., σελ. 311, 319, 344 – 345), το οποίο και επικαλούνται όλοι οι διάδικοι. Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο, αναφορικά με το αίτημα για αποκατάσταση της θετικής ζημίας των εναγομένων πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη ως προς όλες τις επικαλούμενες βάσεις της (πλημμελής εκπλήρωση εντολής, αδικοπραξία, Ν. 2251/1994) σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη της παρούσας, διότι η επικαλούμενη ζημία των εναγουσών ερείδεται επί της διαφοράς που αγόρασαν οι ενάγουσες έκαστο των ανωτέρω εισιτηρίων σε σύγκριση με την επικαλούμενη από τις ίδιες «μέση τιμή αυτού», χωρίς παράθεση στο δικόγραφο της αγωγής κρίσιμων προσδιοριστικών στοιχείων της «μέσης τιμής» αυτού, ώστε να δύναται η εναγόμενη να αντιτάξει άμυνα κατά του αγωγικού ισχυρισμού και να εκτιμήσει αυτόν το Δικαστήριο, όπως ο χρόνος κράτησης του εισιτηρίου, το εάν η «μέση τιμή» του εισιτηρίου αφορά την ελληνική αγορά ή τη διεθνή αγορά, το εάν ως αγορά νοούνται οι πράκτορες (οι οποίοι προσθέτουν στην τιμή του εισιτηρίου την αμοιβή τους) ή απευθείας οι αεροπορικές εταιρίες, ο χρόνος που δόθηκε η εντολή για την αγορά εκάστου εισιτηρίου (καθώς όσο ευρύτερο χρονικό περιθώριο υφίσταται τόσο φθηνότερο εισιτήριο μπορεί κάποιος να ανεύρει) και ιδίως το εάν η μέση τιμή αφορά απευθείας πτήσεις ή πτήσεις με ανταπόκριση/ανταποκρίσεις. Ομοίως, η αγωγή ως προς το αίτημα περί επιδίκασης ηθικής βλάβης είναι απορριπτέο ως αόριστο, αφού ουδέν περιστατικό σχετικό με προσβολή της εμπορικής πίστης, της επαγγελματική υπόληψης και γενικά του εμπορικού μέλλοντος των εναγουσών εκ της επικαλούμενης αδικοπραξίας εκτίθεται στο αγωγικό δικόγραφο. Τέλος, ειδικά ως προς τη βάση της αδικοπραξίας, ενώ στο αγωγικό δικόγραφο γίνεται λόγος για πλημμελή εκπλήρωση της παροχής ελλείψει επιδείξεως της δέουσας επιμέλειας εκ μέρους της εναγομένης (σελ. 8), σε άλλο σημείο αυτής γίνεται λόγος για αποσιώπηση ουσιωδών πληροφοριών (σελ. 111), χωρίς να αναφέρονται, όμως, ποιες ήταν οι αποσιωπηθείσες πληροφορίες, ώστε να κριθεί το εάν οι διατάξεις των άρθρων 914 επ. , 919 ΑΚ αναπτύσσουν εν προκειμένω ισχύ, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα) σκέψη του παρόντος. Συνεπώς, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αόριστη στο σύνολο της και τα δικαστικά έξοδα να επιδικαστούν σε βάρος των εναγουσών, εν μέρει μειωμένα, καθώς το ύψος ενός εκ των κονδυλίων (ηθική βλάβη) εξαρτάται από την κρίση του Δικαστηρίου (άρθρα 176, 178§2, 180 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.-
Απορρίπτει την αγωγή.-
Καταδικάζει τις ενάγουσες στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγομένης, τα οποία ορίζει σε τρεις χιλιάδες οκτακόσια ευρώ (3.800€).-
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …..
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ