Μενού Κλείσιμο

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

     Αριθμός αποφάσεως 3831/2019

(ΓΑΚ/ΕΑΚ 11136/5016/2018)

 ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(τακτική διαδικασία)

             Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Αντωνία Κοντογεωργάκη, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη, και από τη Γραμματέα Μαρία Κουτουκάκη.            Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Απριλίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:            ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εδρεύουσας στα …, οδός Ά., …, εταιρείας με την επωνυμία «….», στερουμένης ΑΦΜ, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Θεόδωρος Σιούφας του Παύλου (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικος Π……, οδός …, που υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/4.2.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Π., και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.             ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. Της εδρεύουσας στο Π., οδός …,  ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… (“. ..”), με ΑΦΜ …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Χριστίνα Σφαέλου του Φιλίππου (ΑΜ/ΔΣΠ …), κάτοικος Π………., οδός …, που υπέβαλε το υπ’ αριθ. …/19.2.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων Δ.Σ.Π., και η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. 2. Της εδρεύουσας τυπικά στην Κύπρο πράγματι δε στο Π., οδός …, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις πληρεξούσιος δικηγόρος ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.            Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19.10.2018 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου υπ’ αριθ. κατάθεσης 11136/5016/26.10.2018 και, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 4335/2015, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, οπότε και γράφτηκε στο πινάκιο με πρωτοβουλία του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ.

Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της από 21.3.2019 πράξης ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης, οι διάδικοι δεν παραστάθηκαν.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ι. Από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου προκύπτει ότι, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποία συζητήθηκε με εκφώνησή της από τη σειρά του πινακίου η κρινόμενη αγωγή, δεν εμφανίστηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο οι διάδικοι. Από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι η ενάγουσα, καθώς και η πρώτη των εναγομένων έχουν καταθέσει προτάσεις νόμιμα και εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1, καθώς η αγωγή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 26.10.2018 και οι προτάσεις των ανωτέρω κατατέθηκαν στις 4.2.2019, νομίμως υπογεγραμμένες από τους πληρεξούσιους δικηγόρους εκάστης, δυνάμει αντίστοιχα του από 11.2.2019 συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Λονδίνου Andrew James Macnab, νομίμως επικυρωμένου με την υπ’ αριθ. … Επισημείωση (Apostille), σύμφωνα με τη Συνθήκη της Χάγης της 5ης Οκτωβρίου 1961, καθώς και του από 7.2.2019 δικαστικού πληρεξουσίου του Προέδρου & Διευθύνοντος Συμβούλου της πρώτης εναγόμενης Θ. Κ., νόμιμα θεωρημένου για τη γνησιότητα της υπογραφής του, κατ’ άρθρο 96 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με την από 7.7.2017 με Α.Π. … ανακοίνωση του Τμήματος Μητρώου / Υπηρεσία Γ.Ε.ΜΗ. του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς. Επομένως, θεωρείται ότι λαμβάνουν κανονικά μέρος στη δίκη και δεν επέρχονται οι συνέπειες της ερημοδικίας ως προς αυτές. Αντίθετα, η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία δεν έχει καταθέσει προτάσεις. Από την υπ’ αριθ. …/26.10.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Θ. Σ., την οποία νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση αγωγής, με την πράξη κατάθεσης και ορισμού προθεσμίας κατάθεσης προτάσεων, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα σ’ αυτήν (άρθρα 122 επ., 126 παρ. 1 γ, 130 παρ. 1, σε συνδυασμό με τα άρθρα 215 παρ. 2, 226 παρ. 1 και 237 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015). Επομένως, η δεύτερη εναγόμενη πρέπει να δικασθεί ερήμην (άρθρο 271 παρ. 1 και 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 237 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015).

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 ΑΚ, με τη σύμβαση της πωλήσεως ο μεν πωλητής υποχρεούται να μεταβιβάσει την κυριότητα επί του πωληθέντος πράγματος ή το δικαίωμα που πώλησε και να παραδώσει το πράγμα, ο δε αγοραστής να πληρώσει το τίμημα. Κατά δε το άρθρο 516 ΑΚ, αν ο πωλητής δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, ο αγοραστής έχει όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και ιδίως σε περίπτωση υπερημερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, αν ο πωλητής δεν εκπληρώνει τις επιβαλλόμενες σ’ αυτόν υποχρεώσεις, έχουν εφαρμογή οι γενικές περί καθυστερήσεως της παροχής διατάξεις του ΑΚ και δη των άρθρων 343 και 383, σύμφωνα με τις οποίες ο αγοραστής δικαιούται, πλην άλλων, να ζητήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση (ΕφΑθ 8763/2006 ΕλλΔνη 2007.936, ΕφΠειρ 964/2000 ΠειρΝομ 2000.439, ΕφΑθ 6955/1994 ΕλλΔνη 1997.930). Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του προαναφερθέντος άρθρου 343, ο υπερήμερος οφειλέτης οφείλει εκτός από την παροχή και αποζημίωση για τη ζημία του δανειστή εξαιτίας της καθυστέρησης. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει πια συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής, έχει δικαίωμα μέσα σε εύλογη προθεσμία αφότου γίνει η προσφορά ή η πρόσκληση από τον οφειλέτη να αποκρούσει την παροχή και ν’ απαιτήσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση. Επομένως ο αγοραστής απαιτών την αποζημίωση με βάση την ως άνω διάταξη (343 παρ. 2) πρέπει να επικαλεστεί και ν’ αποδείξει αφενός μεν ότι δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής (ΑΠ 1421/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 304/1993 ΕλλΔνη 1994.1363, ΕφΑθ 6955/1994 ο.π., ΕφΑθ 976/1984 ΕλλΔνη 1986.104), αφετέρου δε τις προϋποθέσεις της υπερημερίας, δηλαδή αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση ή αν παρήλθε η δήλη ημέρα που είχε συμφωνηθεί για την εκπλήρωση της παροχής (ΕφΑθ 6775/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.172). Εξάλλου ο αγοραστής, ανεξαρτήτως του αν έχει ή όχι συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής, δικαιούται κατά τις διατάξεις του άρθρου 383 ΑΚ να τάξει στον πωλητή εύλογη προθεσμία προς παράδοση του πράγματος δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι μετά την πάροδο αυτής αποκρούει την παροχή, παρερχόμενης δε άπρακτης της προθεσμίας μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για τη μη εκτέλεση ή να υπαναχωρήσει της συμβάσεως. Η δήλωση ότι μετά την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας αποκρούεται η παροχή πρέπει να είναι ρητή και κατηγορηματική, ασαφείς και αόριστες φράσεις του δανειστή ως είναι η δήλωση ότι μετά την πάροδο της προθεσμίας επιφυλάσσεται των νομίμων δικαιωμάτων ή ότι θα λάβει τα νόμιμα μέτρα δεν επιφέρουν τα αποτελέσματα του άρθρου 383 ΑΚ (ΕφΠειρ 964/2000 ο.π., ΕφΑθ 6955/1994 ο.π., ΕφΘεσ 1425/1979 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Όμως δεν απαιτείται να ταχθεί στον υπερήμερο οφειλέτη προθεσμία προς εκπλήρωση της παροχής, εάν ο δανειστής συνεπεία της υπερημερίας δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκτέλεση της συμβάσεως ή εάν εκ της όλης στάσεως αυτού προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο, το οποίο συμβαίνει όταν ο πωλητής κωφεύει στις επανειλημμένες οχλήσεις του αγοραστή, επιδεικνύοντας αδιαφορία για την εκπλήρωση της παροχής. Πότε συμβαίνει το μέτρο αυτό, να είναι άσκοπο, είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται κατά τους όρους της συναλλακτικής πίστης και κατά τις συγκεκριμένες συνθήκες. Σε κάθε περίπτωση και αν ακόμη συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 385 ΑΚ (έλλειψη συμφέροντος του δανειστή για την εκπλήρωση της σύμβασης, συμπεριφορά του οφειλέτη που μαρτυρεί ότι θα ήταν άσκοπο να του ταχθεί προθεσμία εκπλήρωσης), εξαιτίας της οποίας δεν απαιτείται να ταχθεί στον υπερήμερο οφειλέτη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής και πάλι η αξίωση του δανειστή για αποζημίωση από τη μη εκπλήρωση δεν δημιουργείται για μόνο το λόγο αυτό, αλλά γεννιέται αν δηλώσει στον οφειλέτη ότι εξαιτίας τούτου αποκρούει την παροχή και απαιτεί αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση (ΑΠ 765/1995 ΕΕΝ 1996.659, ΕφΠειρ 964/2000 ο.π., ΕφΠειρ 395/1995 ΕΝαυτΔ 1996.270, ΕφΑθ 976/1984 ο.π.) Απαραίτητα στοιχεία, μεταξύ άλλων, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο αγοραστής ζητεί αποζημίωση με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις είναι η σαφής και κατηγορηματική δήλωση αυτού προς τον οφειλέτη πωλητή ότι αποκρούει την παροχή του (ΕφΑθ 976/1984 ο.π.), το ληξιπρόθεσμο της παροχής (ΑΠ 154/1989 ΕλλΔνη 1991.957) και η ζημία του (ΜονΕφΠειρ 666/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται ότι ο αγοραστής, στην περίπτωση υπερημερίας του πωλητή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς μεταβίβαση της κυριότητας και παράδοση του πωληθέντος στον αγοραστή, κατ’ άρθρο 513 ΑΚ, δικαιούται ν’ αξιώσει και επιστροφή του τυχόν ήδη καταβληθέντος τιμήματος κατ’ άρθρο 904 ΑΚ (ΑΚ 389 παρ. 2), καθώς και εύλογη αποζημίωση κατ’ ΑΚ 387 (βλ. Καραμπατζό σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, 516 αριθ. 2). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Με τη διάταξη αυτή καθορίζονται ως ουσιώδη στοιχεία της αγωγής, η ιστορική της βάση, η οποία εξασφαλίζει στον μεν εναγόμενο τη δυνατότητα αποτελεσματικής άμυνας, στο δε δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου της νομικής βασιμότητας της αγωγής (βλ. ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 2000.1301, Κεραμέα Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 204-205, Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία, τ. ΙΙ, σελ. 143), τα πραγματικά γεγονότα που θεμελιώνουν την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και συγκεκριμένο αίτημα. Επομένως, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να αναγράφονται -μεταξύ άλλων- τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, η οποία (νομιμοποίηση) αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή της ερευνάται αυτεπαγγέλτως (άρθρα 68, 73 ΚΠολΔ), ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγόμενου προς την επίδικη έννομη σχέση, γιατί ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, όπως προαναφέρθηκε, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής (βλ. ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 1999.339, ΑΠ 479/1986 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 689/2011 ΠειρΝομ 2012.260, ΕφΑθ 7138/2003 ΕλλΔνη 2004.821). Το απαράδεκτο αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην τήρηση της προδικασίας, που αφορά τη δημόσια τάξη. Η αοριστία αυτή της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, αλλά ούτε και με την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 187/2006 Δ 2006.907, ΑΠ 252/2006 Δ 2006.1066, ΑΠ 524/2002 ΕλλΔνη 2002.1612, ΑΠ 1296/1983 ΝοΒ 1984.1028, ΕφΑθ 1778/2011 ΝοΒ 2011.982, ΕφΠειρ 689/2011 ο.π.). Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στην προμήθεια καυσίμων σε πλοία. Ότι στο πλαίσιο της από 5.7.2017 σύμβασης πώλησης καυσίμων που συνήψε με την πρώτη εναγόμενη εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών, διάρκειας μέχρι την 30ή.6.2018, συμφώνησαν στις 5.9.2017 να πουλήσει η πρώτη εναγόμενη στην ενάγουσα 1,400 ΜΤ καυσίμου τύπου IFO 380 CST, αντί συνολικού τιμήματος 431.850,00 δολ. ΗΠΑ, τα οποία θα παραδίδονταν μέσω της φορτηγίδας με την ονομασία «…» από την πρώτη εναγόμενη στο πλοίο “…” στο λιμάνι του Π……. την 11η.9.2017. Ότι, αν και η ενάγουσα προεξόφλησε το σύνολο του τιμήματος καταβάλλοντας το ανωτέρω χρηματικό ποσό σε λογαριασμό που τηρούσε η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία, εδρεύουσα τυπικά μεν στην Κύπρο πράγματι δε στο Π., στην τράπεζα “…” και οι εναγόμενες εισέπραξαν το τίμημα, το φορτίο ουδέποτε παραδόθηκε στο προαναφερθέν πλοίο, καθόσον η φορτηγίδα «…» βυθίστηκε την 10η.9.2017. Ότι, παρά τις εντεύθεν προφορικές και έγγραφες οχλήσεις της ενάγουσας, η πρώτη εναγόμενη παρανόμως και αντισυμβατικώς δεν έχει παραδώσει τη συμφωνηθείσα ποσότητα καυσίμων ούτε οι εναγόμενες έχουν επιστρέψει το καταβληθέν τίμημα. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητεί, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις της (άρθρα 223 εδ. β, 295 παρ. 1 ΚΠολΔ), ν’ αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να τής καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον εκάστη, το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημέρα της εξοφλήσεως και κατά την επίσημη ισοτιμία δολ. ΗΠΑ προς ευρώ των 431.850,00 δολ. ΗΠΑ, άλλως επικουρικά το ποσό των 377.161,57 ευρώ κατά τη σημερινή ισοτιμία (1  = 1,135 $), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής ημέρα (6.9.2017), άλλως και επικουρικά από την επομένη επίδοσης της αγωγής, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική δαπάνη της. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία επιδόθηκε στις εναγόμενες μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ (βλ. ως προς την πρώτη εναγόμενη την υπ’ αριθ. 6.893β/26.10.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά Θ. Σ., που επικαλείται και προσκομίζει η ενάγουσα, και ως προς τη δεύτερη εναγόμενη την αναφερόμενη στην §Ι. της παρούσας έκθεση επίδοσης), αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 9, 18, 221 εδ. β, 25 παρ. 2, 37 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α, 2, 3Α – Βι Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) για να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία [άρθρα 4 παρ. 1, 7 παρ. 1, 8 περ. 1, 63 παρ. 1 Κανονισμού 1215/2012 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Κανονισμός “Βρυξέλλες Ια”)]. Εξάλλου, αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ένδικη περιέχουσα στοιχεία αλλοδαπότητας υπόθεση, η κρινόμενη αγωγή, που κατά τα εκτιθέμενα ερείδεται σε σύμβαση πώλησης ναυτιλιακών καυσίμων, διέπεται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, με βάση τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1, 4 παρ. 1 περ. α΄ και 19 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), ελλείψει επιλογής του από τα συμβαλλόμενα μέρη, ως το δίκαιο της χώρας στην οποία η πρώτη εναγόμενη – πωλήτρια έχει τη συνήθη διαμονή της. Ωστόσο, η αγωγή, κατά το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο αυτής, με την οποία διώκεται η καταβολή αποζημιώσεως για παράβαση απορρέουσας από σύμβαση πωλήσεως υποχρεώσεως, τυγχάνει αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, κατά τρόπο ώστε να καθίσταται αδύνατη τόσο η προσήκουσα άμυνα των εναγόμενων όσο και η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ως προς τη νομική βασιμότητά της (αγωγής). Συγκεκριμένα, η ενάγουσα, επικαλούμενη ως νόμιμο λόγο ευθύνης των αντιδίκων της την από 5-7-2017 σύμβαση πωλήσεως καυσίμων, ασκεί τις δευτερογενείς αξιώσεις της από την ανώμαλη εξέλιξη της ως άνω συμβάσεως και ζητεί απευθείας και αμέσως την καταβολή αποζημιώσεως, συνιστάμενης στη θετική της ζημία από την καταβολή του τιμήματος (διαφέρον εκπληρώσεως), χωρίς να ισχυρίζεται ταυτόχρονα ότι συνεπεία της καθυστερήσεως δεν έχει πλέον συμφέρον στην εκπλήρωση της παροχής με την παράδοση σ’ αυτήν της συμφωνηθείσας προς πώληση ποσότητας καυσίμων, ώστε να δικαιούται ν’ ασκήσει τα δικαιώματα που της παρέχονται από το άρθρο 343 παρ. 2 ΑΚ. Τούτο δε, ενόψει και του ισχυρισμού της παριστάμενης πρώτης εναγόμενης ότι επί έξι (6) μήνες μέρος του φορτίου βρισκόταν στο λιμάνι του Περάματος, επί του Δ/Ξ … και μπορούσε η ενάγουσα να το παραλάβει. Η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται επίσης στην αγωγή ότι έταξε στις εναγόμενες εύλογη προθεσμία προς εκπλήρωση δηλώνοντας συγχρόνως ότι μετά την πάροδο αυτής αποκρούει την παροχή, για να δικαιούται ν’ ασκήσει τα δικαιώματα που της παρέχονται από τα άρθρα 383-385 ΑΚ. Σημειώνεται, άλλωστε, ότι στην προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα από 28.3.2018 εξώδικη διαμαρτυρία, που παραδεκτά επισκοπείται στο παρόν στάδιο, η τελευταία καλεί τις εναγόμενες να της παραδώσουν άμεσα ισόποσο φορτίο ιδίου τύπου, χωρίς όμως να τάσσει σχετική προθεσμία δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι μετά την πάροδο αυτής αποκρούει την παροχή, η δε διαζευκτικά προβαλλόμενη, στο ίδιο ως άνω εξώδικο, αξίωση επιστροφής του καταβληθέντος στις 6.9.2017 ποσού των 431.850,00 δολ. ΗΠΑ προκαλεί σύγχυση για το κατά πόσον η εξωδίκως δηλούσα θεωρεί ισχύουσα την ιστορούμενη πώληση ή επιθυμεί να υπαναχωρήσει από αυτήν, ώστε να τύχουν εφαρμογής οι συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 389 παρ. 2 και 904 ΑΚ -περί της οποίας υπαναχώρησης, ωστόσο, ουδεμία επίκληση γίνεται ούτε στην προηγηθείσα εξώδικη πρόσκληση ούτε στην υπό κρίση αγωγή. Εξάλλου, όσον αφορά ειδικά στη δεύτερη εναγόμενη, η ενάγουσα δεν προσδιορίζει με σαφήνεια την ιδιότητα της αντιδίκου της σε σχέση με την επίδικη πώληση και κατά συνέπεια την εξ αυτής πηγάζουσα ευθύνη της. Αντίθετα, η ενάγουσα αρκείται μόνο στην αναφορά περί πληρωμής του αντιτίμου της καταρτισθείσας σύμβασης πώλησης σε τραπεζικό λογαριασμό που η δεύτερη εναγόμενη τηρούσε κατόπιν (προ)τιμολόγησης του φορτίου από αυτήν, την οποία χαρακτηρίζει ως «όχημα» της πρώτης εναγόμενης, χωρίς, όμως, από μόνη την παράθεση των παραπάνω στοιχείων να δύναται να στηριχθεί η παθητική νομιμοποίηση προς διεξαγωγή της δίκης, έτσι ώστε να κριθεί ως προς τη νομική της ευθύνη. Η παραπάνω έλλειψη και η προκληθείσα εξ αυτής σύγχυση ως προς τη θεμελίωση της παθητικής νομιμοποίησης της δεύτερης εναγόμενης συνεπάγεται την αοριστία της αγωγής, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου περί της συνδρομής της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η κρινόμενη αγωγή ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Περαιτέρω, πρέπει η ενάγουσα, λόγω της ήττας της, να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της παριστάμενης αντιδίκου της (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατ’ αποδοχή του σχετικού αιτήματος της τελευταίας, σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να καθοριστεί το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας, καθόσον η ύπαρξη ή μη ειδικού εννόμου συμφέροντος για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας δεν κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο, αλλά από το δικαστήριο που θα εκδικάσει την τυχόν ασκηθείσα ανακοπή ερημοδικίας, ερευνώντας το παραδεκτό της ανακοπής (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης εναγόμενης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ερημοδικίας της δεύτερης εναγόμενης στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της πρώτης εναγόμενης, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των οχτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 19.11.2019 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ