Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης   3027  /2019

(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 10262/2015)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 5767/2015)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TAKTΙΚΗ ΔIAΔIKAΣIA

            ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή  Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

            ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 9η Ιανουαρίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 10262/2015 και 5767/2015 αγωγή καταβολής τιμήματος από πώληση καυσίμων από τιμολόγια, μεταξύ:

            ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας σύμφωνα με το καταστατικό της στη Λ. Κύπρου, επί της …, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Άννας Π. Πανάγου (Α.Μ. Δ.Σ.Π. …), κατοίκου Δ. Αττικής, …, και κατέθεσε προτάσεις.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας σύμφωνα με το καταστατικό της στην Α. Βελγίου, επί της οδού …, νομίμως εμπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε στη δίκη διά της πληρεξουσίας δικηγόρου Μελπομένης Ν. Κεφάλα (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατοίκου Α. Αττικής, επί της οδού …, και κατέθεσε προτάσεις, και 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…», εδρεύουσας σύμφωνα με το καταστατικό της στις … (M.,  C. C., A. R., A. I., M., M. I.), στην πραγματικότητα όμως διατηρώντας γραφεία στην Ελλάδα, στον Ν. Κ. Αττικής, επί της οδού …, με αριθμό ΓΕΜΗ … νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία δεν παραστάθηκε στη δίκη ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και δεν κατέθεσε προτάσεις

Η ενάγουσα με την από 1-10-2015 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 10262/2015 και 5767/2015 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και προσδιορίστηκε για συζήτηση στη δικάσιμο της 29-3-2016 και μετ’ αναβολή στη δικάσιμο της 9-1-2018, κατά την οποία εκκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου με αριθμό 3, ζητεί να γίνει αυτή δεκτή, για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις της, η δε πρώτη εναγομένη που παραστάθηκε στη δίκη ζητεί την απόρριψή της για τους λόγους που ισχυρίζεται στις προτάσεις της, ενώ η δεύτερη εναγομένη δεν παραστάθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη.

           ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται ανωτέρω.

MEΛETHΣE  TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TOΝ  NOMO

                 Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 20 Συντάγματος και 110 παρ.2 του ΚΠολΔ, οι οποίες αποβλέπουν κυρίως στην εξασφάλιση της γνώσης των εμπλεκομένων στη δίκη μερών για τη διεξαγόμενη διαδικασία, συνάγεται ότι κάθε διάδικος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ακουστεί πριν από την έκδοση δικαστικής απόφασης που αφορά στην προσωπική ή περιουσιακή κατάστασή του και ,συνεπώς, καμία συζήτηση της σχετικής υπόθεσης στο ακροατήριο δεν μπορεί να λάβει χώρα αν δεν παρίσταται ή δεν αποδεικνύεται η νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευσή του να παραστεί σε αυτήν, την δε κλήτευσή του μάλιστα ,όταν ο τελευταίος απουσιάζει, οφείλει το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως. Μάλιστα, το εν λόγω δικαίωμα της ακρόασης ισχύει σε όλα τα είδη της διαγνωστικής διαδικασίας. Ακόμη, από την προαναφερόμενη διάταξη, καθώς και εκείνες των άρθρων 110 παρ.2, 111 παρ.2  και 271 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, εάν ο εναγόμενος δεν παρασταθεί κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει το νόμιμο και εμπρόθεσμο της σε αυτόν επίδοσης της αγωγής και της κλήσης προς συζήτηση και, εφόσον διαπιστωθεί ότι η επίδοση δεν πάσχει, δικάζει το συγκεκριμένο απολειπόμενο διάδικο ερήμην, ειδάλλως αν διαπιστώσει την παράλειψη ή τυπικά ελαττώματα της επίδοσης, δηλαδή σε περίπτωση μη νόμιμης ή μη εμπρόθεσμης κλήτευσης, η οποία σημειωτέον κατά τα άρθρα 117 και 139 ΚΠολΔ, αποδεικνύεται μόνο με την έκθεση επίδοσης, αποτελούσα ,σύμφωνα με τα άρθρα 438 και 440 ΚΠολΔ., δημόσιο έγγραφο, που ελέγχεται από το Δικαστήριο, κηρύσσει τη συζήτηση απαράδεκτη και δη χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης λόγω μη τήρησης της απαιτούμενης προδικασίας, η δε υπόθεση επαναφέρεται προς συζήτηση με νέα κλήση. Η αποδοχή της αντίθετης θέσης θα οδηγούσε τόσο σε καταστρατήγηση της ρητά εκφραζόμενης στις προηγηθείσες διατάξεις βούλησης του νομοθέτη όσο και στην έμμεση παραγκώνιση του προβλεπόμενου από τις προμνημονευόμενες διατάξεις δικαιώματος ακρόασης, που ισχύει σε όλα τα είδη της διαγνωστικής διαδικασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011), αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν όχι, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως(ΕφΑθ 4430/1990 ΕλλΔνη 33.910, ΕφΑθ 2143/1990 Δίκη 22.389), δεδομένου ότι υφίσταται τεκμαρτή βλάβη του τελευταίου, λόγω ακριβώς της ερημοδικίας του (άρθρο 271§3 ΚΠολΔ -βλ. σχετ. Σταυρόπουλου, ΕρμΚΠολΔ, έκδ.1979, άρθρο 228 §1ε΄, σελ.335, Μπέη, ΠολΔικ, άρθρο 228 §3, σελ.1043-1044, βλ. αναλόγως και ΕφΑθ 11416/1987 Δίκη 19.333).. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου. Στην περίπτωση ερημοδικίας αυτού, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως.

ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 126 παρ.1 περ.γ’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο, παραλήπτης του εγγράφου που επιδίδεται είναι το ίδιο το νομικό πρόσωπο στο οποίο το έγγραφο απευθύνεται, το οποίο (νομικό πρόσωπο) αναφέρεται ως παραλήπτης και στην παραγγελία προς επίδοση, απλώς η εγχείριση του εγγράφου γίνεται στο φυσικό πρόσωπο που το εκπροσωπεί σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό (Βλ. Ορφανίδη σε Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 126, σημ.4, σελ.288). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνες των άρθρων 96, 142, 143 ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν εναγόμενο είναι νομικό πρόσωπο, η επίδοση του δικογράφου μπορεί να γίνει είτε στον εκπρόσωπό του, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, είτε στον αντίκλητο που διορίσθηκε με σχετική δήλωση στη γραμματεία του αρμόδιου πρωτοδικείου είτε με ρήτρα σε σύμβαση είτε στο διορισθέντα πληρεξούσιο δικηγόρο, ο οποίος είναι αυτοδικαίως και αντίκλητος για όλες τις επιδόσεις που αναφέρονται στη δίκη στην οποία είναι πληρεξούσιος έως και την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Επίδοση αγωγής σε τρίτο πρόσωπο για τον εναγόμενο μόνον κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, όταν τούτο προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου που το καθιστά αντίκλητο του εναγόμενου (ΑΠ 1…/2000 ΧΡΙΔ 2001.351). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 139 παρ.1 περ.β’ ΚΠολΔ συνάγεται ότι η έκθεση που συντάσσεται για την επίδοση πρέπει να περιέχει -μεταξύ άλλων- σαφή καθορισμό του εγγράφου που επιδόθηκε και των προσώπων που αφορά. Κατά το άρθρο 134 παρ.1 εδ.α’ και 3 ΚΠολΔ, αν το πρόσωπο στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση και για δίκες στο ειρηνοδικείο, στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο, ενώ κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 η παραγγελία για επίδοση πρέπει να περιέχει με ακρίβεια τον τόπο και τη διεύθυνση του παραλήπτη της επίδοσης. Η πρώτη ως άνω διάταξη, με την οποία καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν εκείνος προς τον οποίο γίνεται η επίδοση έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εφαρμόζεται όταν πρόκειται για πρόσωπα με διαμονή ή έδρα σε χώρα, η οποία δεν έχει προσχωρήσει σε διεθνή σύμβαση (διμερή ή πολυμερή) που έχει κυρώσει η χώρα και είναι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις περιπτώσεις αυτές η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη ή σ’ αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση, εκτός εάν πρόκειται για δίκες στο ειρηνοδικείο, οπότε η επίδοση γίνεται στον εισαγγελέα του πρωτοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται το ειρηνοδικείο, και αν πρόκειται για έγγραφα που αφορούν την εκτέλεση, στον εισαγγελέα πρωτοδικών στην περιφέρεια του οποίου γίνεται η εκτέλεση. Ο αρμόδιος κατά τα παραπάνω εισαγγελέας οφείλει να αποστείλει το έγγραφο χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στον υπουργό των εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει στον αποδέκτη της επίδοσης. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνη του άρθρου 136 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι όταν πρόκειται για επίδοση στην αλλοδαπή σε πρόσωπα που διαμένουν ή εδρεύουν σε χώρα που δεν έχει προσχωρήσει σε διεθνή σύμβαση (διμερή ή πολυμερή) που έχει κυρώσει η χώρα και είναι εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή (επίδοση) θεωρείται ότι συντελείται με την επίδοση στον εισαγγελέα. Οι παραπάνω διατάξεις, με τις οποίες, όπως προαναφέρθηκε, καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον εισαγγελέα, όταν ο αποδέκτης της επίδοσης έχει γνωστή διαμονή ή έδρα στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση με τον Ν.1334/1983 της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις. Η διεθνής αυτή σύμβαση δεν καταργεί τις περί επιδόσεως διατάξεις του εσωτερικού δικαίου των Χωρών που την υπέγραψαν, αλλά αποκλείει να θεωρηθεί η πλασματική επίδοση ως ολοκληρωθείσα με την απλή παράδοση του επιδοτέου εισαγωγικού της δίκης ή άλλου ισοδύναμου δικογράφου στον εισαγγελέα, όπως ορίζει το άρθρο 136 παρ.1 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν παραλήφθηκε από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται, κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 15 της συμβάσεως τρόπο. Και τούτο, για να διασφαλίζεται η περιέλευση του εγγράφου στον παραλήπτη του ώστε να διασφαλίζεται η θεμελιώδης αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, να αποφεύγονται έτσι οι πλασματικές επιδόσεις και η ερήμην του διαδίκου διεξαγωγή της δίκης. Ειδικότερα, με τις διατάξεις της πιο πάνω Διεθνούς Συμβάσεως, η οποία, σύμφωνα με την από 3/17-8-1983 ανακοίνωση του Υπουργείου Εξωτερικών, τέθηκε σε ισχύ ως προς την Ελλάδα από 18-9-1983, έχοντας την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος και την οποία έχει επικυρώσει και η Δημοκρατία των Νήσων Μάρσαλ, ρυθμίστηκαν τα της επιδόσεως και κοινοποιήσεως στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις, όταν το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το έγγραφο έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 5 και 6 της εν λόγω Σύμβασης, αν μια πράξη δίκης ή ισοδύναμη πράξη χρειαστεί να διαβιβαστεί για τον σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης στο εξωτερικό σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης αυτής, όταν πρόκειται να γίνει επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει σε συμβαλλόμενο κράτος, η σχετική αίτηση απευθύνεται προς την αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία γίνεται η επίδοση, η δε επίδοση διενεργείται είτε σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται είτε σύμφωνα με τον τύπο ή τη διαδικασία που επιθυμεί ο επισπεύδων αρκεί να μην αντιβαίνει στη νομοθεσία του κράτους στο οποίο γίνεται η επίδοση και αποδεικνύεται από βεβαίωση που συντάσσει η αρμόδια αρχή του κράτους όπου έγινε η επίδοση, σύμφωνα με την οποία (βεβαίωση) θα προσδιορίζεται ο τύπος, η ημερομηνία εκτέλεσης της επίδοσης και το πρόσωπο που παρέλαβε το επιδοτέο έγγραφο. Επομένως, κατά τις διατάξεις της παραπάνω Διεθνούς Σύμβασης, η επίδοση σε πρόσωπο που διαμένει στην επικράτεια ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη, που γίνεται με επίσπευση υπηκόου του άλλου κράτους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συντελέστηκε από την παράδοση στον Εισαγγελέα του επιδοτέου εγγράφου, αλλά απαιτείται και η κατά τον άνω τρόπο απόδειξη ότι πράγματι η επίδοση έγινε στο πρόσωπο προς το οποίο απευθυνόταν. Κατά την πρώτη παράγραφο του άρθρου 15 της Συμβάσεως αυτής, αν μία πράξη δίκης ή ισοδύναμη πράξη χρειαστεί να διαβιβαστεί για τον σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης στο εξωτερικό σύμφωνα με τις διατάξεις της σύμβασης και ο εναγόμενος δεν προσέλθει, ο δικαστής υποχρεούται να αναβάλει την έκδοση αποφάσεως για όσο χρόνο δεν διαπιστώνεται: α) είτε ότι η πράξη επιδόθηκε ή κοινοποιήθηκε σύμφωνα με τον τύπο τον προδιαγραφόμενο από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση για την επίδοση ή κοινοποίηση πράξεων που συντάχθηκαν σ’ αυτό το κράτος και που προορίζονται για άτομο που βρίσκονται στο έδαφός του, β) είτε ότι η πράξη επιδόθηκε πράγματι στον εναγόμενο ή στην κατοικία του σύμφωνα με άλλη διαδικασία που προβλέπεται στη σύμβαση αυτή και ότι σε καθεμία απ’ αυτές τις περιπτώσεις είτε η επίδοση είτε η κοινοποίηση ή η παράδοση έγιναν έγκαιρα, ώστε να μπορέσει ο εναγόμενος να υπερασπιστεί τον εαυτό του, η απόδειξη δηλαδή της επιδόσεως των διαβιβαζόμενων, για σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης στο εξωτερικό εγγράφων, πρέπει να προκύπτει είτε από το χρονολογημένο και δεόντως επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής, από αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται, είτε με πιστοποιητικό της αρχής του κράτους προς το οποίο η αίτηση, που να εμφαίνει το γεγονός, τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης, έτσι που να βεβαιώνεται, όπως ήδη έχει προαναφερθεί, ότι αυτός προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή η κοινοποίηση έλαβε γνώση του προς επίδοση εγγράφου (AΠ 1342/2007 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου ως άνω άρθρου, κάθε κράτος μέλος έχει την ευχέρεια να δηλώσει ότι οι δικαστές του, παρά την παρ.1, μπορούν να εκδώσουν απόφαση, ακόμη και αν δεν έχει παραληφθεί βεβαίωση επίδοσης ή κοινοποίησης, δηλαδή για την αποφυγή αναστολής της διαδικασίας επ’ αόριστον παρασχέθηκε η κατ’ εξαίρεση δυνατότητα έκδοσης απόφασης και χωρίς την προσκομιδή βεβαίωσης για την επίδοση ή την κοινοποίηση ή την παράδοση (άρθρο 15 παρ. 2), εφόσον, όμως, συντρέχουν σωρευτικά (σύμφωνα με σχετική Δήλωση της Ελλάδος κατά την προσχώρησή της στη Σύμβαση, βλ. σχετικές πληροφορίες στην ιστοσελίδα της Συνδιάσκεψης της Χάγης για το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο) οι εξής προϋποθέσεις: α) η πράξη διαβιβάσθηκε σύμφωνα με ένα από τους τρόπους που προβλέπονται σ` αυτή τη σύμβαση, β) μια προθεσμία, που ο δικαστής θα εκτιμά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και που δεν θα είναι μικρότερη από έξι μήνες, έχει παρέλθει από την ημερομηνία αποστολής της πράξης, γ) παρ’ όλες τις επίμονες ενέργειες από τις αρμόδιες αρχές του κράτους στο οποίο απευθύνεται, δεν μπορεί να ληφθεί καμιά βεβαίωση. Η προβλεπόμενη από την πιο πάνω διάταξη της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 15 της σύμβασης δήλωση έγινε για λογαριασμό της Ελλάδος με τη ρηματική διακοίνωση από 23.11.1989 της Ελληνικής Πρεσβείας της Χάγης προς το Υπουργείο Εξωτερικών των Κάτω Χωρών. Ως εκ τούτου, συζήτηση αγωγής δεν επιτρέπεται να γίνει, εάν λείπει ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση, ο οποίος κατοικεί σε γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εφόσον δεν αποδεικνύεται η επίδοση των διαβιβαζόμενων για σκοπό επίδοσης ή κοινοποίησης στο εξωτερικό εγγράφων, η οποία πρέπει να προκύπτει είτε από το χρονολογημένο και δεόντως επικυρωμένο αποδεικτικό παραλαβής, από αυτόν προς οποίο απευθύνεται είτε με πιστοποιητικό της αρχής του κράτους προς το οποίο η αίτηση, που να εμφαίνει το γεγονός, τον τόπο και τη χρονολογία της επίδοσης, έτσι που να πιστοποιείται ότι αυτός προς τον οποίο γίνεται η επίδοση ή η κοινοποίηση έλαβε γνώση του προς επίδοση εγγράφου, ήτοι πρέπει να βεβαιώνεται ότι η σχετική κλήση έχει επιδοθεί ή κοινοποιηθεί σε αυτόν σύμφωνα με ένα από τους τρόπους που προβλέπονται στην πρώτη παράγραφο των άρθρων 5 και 15 της σύμβασης αυτής, ή, σε περίπτωση που δεν υπάρχει σχετική βεβαίωση, εάν δεν έχει περάσει τουλάχιστον διάστημα έξι μηνών από την παράδοση του σχετικού δικογράφου στον εισαγγελέα ή, αν, έστω και αν έχει περάσει η προθεσμία αυτή, δεν διαπιστωθεί η συνδρομή των υπόλοιπων προϋποθέσεων που σωρευτικά προβλέπονται στη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου (βλ. σχετ.Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, άρθρο 134, αριθ.19 έως 22, σελ.813 έως 815, τόμο Α’, έτος έκδοσης 1996, Ορφανίδη σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, έτος έκδοσης 2000, τόμος I, άρθρο 134, αριθ.11, σελ.311-312, ΟλΑΠ 22-26/2009, ΑΠ 571/2016, ΑΠ 501/2014, ΑΠ 221/2012, ΑΠ 1305/2011, ΑΠ 34/2009, ΑΠ 1658/2009, ΑΠ 1689/2009, ΑΠ 1223/2009, ΑΠ 1342/2007, ΑΠ 144/2001 ΤΝΠ Νόμος). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η επίδοση της αγωγής με κλήση για συζήτηση αυτής, όταν στρέφεται κατά διαδίκου που είναι γνωστής διαμονής σε κράτος που έχει επικυρώσει την εν λόγω σύμβαση ολοκληρώνεται με την πραγματική επίδοση αυτών στον εναγόμενο, η οποία αποδεικνύεται με την κατά το άνω άρθρο 15 της Συμβάσεως βεβαίωση και δεν αρκεί η κατά τα άρθρα 134 και 136 ΚΠολΔ πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα (ΑΠ 1396/2009 ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση των ταυτάριθμων με την παρούσα απομαγνητοφωνημένων πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης προκύπτει ότι κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε στη δίκη από πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε κατέθεσε προτάσεις, συνεπώς, δεν παραστάθηκε. Για την απόδειξη της νόμιμης κλήτευσης της, η ενάγουσα εταιρεία, που επισπεύδει τη συζήτηση της υπόθεσης, προσκομίζει μετ’ επικλήσεως στην ελληνική γλώσσα: α) την υπ’αριθ. …/6-11-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά … προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, για τη δεύτερη εναγομένη εταιρεία που έχει την καταστατική της έδρα στις …, συγκοινοποιούμενη και η επίσημη μετάφραση του Υπουργείου Εξωτερικών, β) το υπ’ αριθ. πρωτ. …/27-11-2015 έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος προς την Πρεσβεία/Προξενικό Γραφείο της Ελλάδος στο Τόκυο Ιαπωνίας με θέμα επίδοση δικογράφου στην αλλοδαπή που αφορά το υπ’ αριθ. πρωτ. …/2015 από 10-11-2015 έγγραφο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιά για την επίδοση της συνημμένης αγωγής και για την επιστροφή του σχετικού αποδεικτικού επίδοσης απευθείας στην εισαγγελική αρχή και γ) υπ’ αριθ. πρωτ. …/26-1-2016 έγγραφο από την Πρεσβεία της Ελλάδος στο Τόκυο προς την Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά με κοινοποίηση στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ελλάδος με θέμα αποστολή αποδεικτικού επίδοσης δικογράφου Υπ.Εξ. ΑΣ …/27-11-2015, βάσει του οποίου αναγράφεται ότι αποστέλλεται συνημμένως αποδεικτικό επίδοσης του υπ’ αριθ. πρωτ. …/2015 από 10-11-2015 δικογράφου στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα των Νήσων Μάρσαλ, ενώ προσκομίζονται και τρία (3) έγγραφα στην ιαπωνική γλώσσα ως αποδεικτικά δέματος και έρευνας, ενδεχομένως, χωρίς μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, χωρίς να προκύπτει εξ αυτών εάν έγινε πραγματική επίδοση στην καταστατική έδρα της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, όπως αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής και στο προοίμιο της παρούσας απόφασης, άλλωστε, η ενάγουσα δεν εκθέτει κάτι πιο συγκεκριμένο και σαφές στις προτάσεις της περί τούτου, επικαλούμενη τα έγγραφα αυτά ούτε και το αποδεικνύει προσκομίζοντάς τα. Αυτό που προκύπτει σαφώς από τα προδιαλαμβανόμενα είναι ότι το δικόγραφο της αγωγής παραδόθηκε μεν στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά και απεστάλη στην Πρεσβεία/Προξενικό Γραφείο της Ελλάδος στο Τόκυο Ιαπωνίας μέσω του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος και στη συνέχεια στο Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα των Νήσων Μάρσαλ, πλην όμως από κανένα αποδεικτικό στοιχείο μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα δεν προκύπτει ότι έγινε πραγματική επίδοσή του στην καταστατική έδρα της δεύτερης εναγομένης εταιρείας  (…, διότι δεν επιστρέφεται τέτοιο αποδεικτικό, παρά μόνο βεβαίωση παραλαβής του εγγράφου από τον Γενικό Εισαγγελέα των Νήσων Μάρσαλ, σε κάθε δε περίπτωση πρέπει σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης, μέλος της οποίας είναι και η εν λόγω χώρα, την οποία έχει υπογράψει, να προσκομιστεί (επιστραφεί) σχετικό έγγραφο αποδεικτικό νόμιμης επίδοσης στην έδρα της εταιρείας αυτής με βάση τις διατάξεις του εγχώριου δικαίου της περί των επιδόσεων δικογράφων, σύμφωνα με τα σχετικώς διαλαμβανόμενα στα αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας. Μάλιστα, πρέπει να προκύπτει και ο ακριβής χρόνος πραγματικής επίδοσης του δικογράφου της αγωγής, διότι θα πρέπει να ελεγχθεί με βάση το χρονικό διάστημα (έξι μήνες) που απαιτείται από τη Σύμβαση της Χάγης να έχει προηγηθεί ως προϋπόθεση νόμιμης επίδοσης για να υπάρχει επαρκής χρόνος του καθ’ ου η επίδοση διαδίκου να προετοιμάσει την άμυνα και υπεράσπισή του για την ανοιγείσα με το δικόγραφο αυτό δίκη. Στην προκείμενη δε περίπτωση, η βεβαίωση που επιστρέφεται αναγράφει ημερομηνία την 26-1-2016, που απέχει μόλις δύο (2) μήνες από την προσδιορισθείσα στο δικόγραφο τη κρινόμενης αγωγής ημερομηνία δικασίμου (29-3-2016), ενώ και από την ημερομηνία παράδοσης της αγωγής στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά (6-11-2015) μέχρι τον προσδιορισμό δικασίμου δεν παρήλθαν καν έξι (6) μήνες. Επισημαίνεται ότι εν προκειμένω προκύπτει σαφώς από το ίδιο το δικόγραφο της αγωγής, αλλά και από προηγούμενες αποφάσεις ελληνικών δικαστηρίων που έχουν εκδοθεί και την αφορούν ως διάδικο και οι οποίες προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως στην παρούσα δίκη (βλ. σχετ. υπ’ αριθ. 1104/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, υπ’ αριθ. 2190/2014 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, υπ’ αριθ. 156/2014 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσπρωτίας), ότι η εν λόγω αλλοδαπή εταιρεία είχε πραγματική έδρα στην ημεδαπή και δη στην περιοχή του … Αττικής, επί της οδού …, και μάλιστα ότι πρόκειται για τη διεύθυνση κατοικίας του πληρεξουσίου, προέδρου και διευθυντή, αντιπροσώπου και αντικλήτου του υποκαταστήματός της στην Ελλάδα … του Ιωάννη, κατόχου του …/16-3-2001, με ΑΦΜ … της ΔΟΥ ΙΗ΄ Α., κατοίκου … Α. Αττικής, επί της οδού …, …, 1ος όροφος, που ορίστηκε δυνάμει του υπ’ αριθ. …/22-5-2014 ειδικού πληρεξουσίου και τούτο έχει επίσημα γνωστοποιηθεί προς το ΓΕΜΗ και έχει καταχωριστεί στο ΦΕΚ, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. πρωτ. …/12-6-2014 ανακοίνωση καταχώρισης στο ΓΕΜΗ της εγκατάστασης στην Ελλάδα υποκαταστήματος της αλλοδαπής ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «….» με αριθμό ΓΕΜΗ …. Παρά ταύτα δεν έγινε οποιαδήποτε επίδοση στην πραγματική έδρα της εν λόγω εταιρείας (δεύτερης εναγομένης) στην ημεδαπή ούτε και στον ορισθέντα αντίκλητό της στην Ελλάδα κατά τις διατυπώσεις των άρθρων 142 και 143 ΚΠολΔ (ΑΠ 598/1996 ΕλλΔνη 1999.108, ΠολΠρΠειρ 7488/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΚοζ 164/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΑθ 1223/2013 ΤΝΠ Νόμος), αλλά αντιθέτως, η ενάγουσα αρκείται μόνο να αναφέρει επιγραμματικά στις προτάσεις της ότι δεν κατέστη δυνατή η επίδοση αυτή, καθώς η εταιρεία είχε ήδη εγκαταλείψει την έδρα της στην Ελλάδα, γεγονός που δεν επιβεβαιώνεται από οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο και ιδίως από σχετική βεβαίωση δικαστικού επιμελητή στη συγκεκριμένη διεύθυνση έδρας ή κατοικίας στην ημεδαπή, αλλά και πάλι προβλέπεται νόμιμη διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ που δεν έχει τηρηθεί εν προκειμένω, έστω εναλλακτικά. Αποτέλεσμα όλων των ανωτέρω είναι να δικάζεται εν προκειμένω ερήμην η δεύτερη εναγομένη, η οποία δεν παραστάθηκε στη δίκη, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και δεν προκύπτει ολοκληρωμένη πραγματική επίδοση του δικογράφου της αγωγής προς αυτήν είτε στην καταστατική είτε στην πραγματική της έδρα, συνεπώς, είναι απούσα στη προκείμενη δίκη με όλες τις δικονομικές συνέπειες σε βάρος της κατ’άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως στις αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης διαλαμβάνονται, ήτοι πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση ερήμην της (άρθρο 271 §§1-2 ΚΠολΔ) και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί της ενάγουσας θα θεωρηθούν ομολογημένοι, αν η αγωγή κριθεί παραδεκτή και νόμω βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 271 §3 ΚΠολΔ). Πλην όμως, εν προκειμένω, κατά τα προδιαλαμβανόμενα δεν προκύπτει σαφώς ότι η αγωγή επιδόθηκε εμπρόθεσμα και νόμιμα στη δεύτερη εναγομένη, αλλά τούτο είναι ασαφές και αβέβαιο με βάση τα προσκομιζόμενα έγγραφα και όσα εκθέτει στα δικόγραφά της η ενάγουσα, καθόσον δεν προκύπτει ότι η όλη νόμιμη προβλεπόμενη διαδικασία έχει ολοκληρωθεί κατά τις διατάξεις των άρθρων του ΚΠολΔ και της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, βάσει των οποίων απαιτείται πραγματική επίδοση και δεν επαρκεί η πλασματική επίδοση στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, αφού η χώρα των Νήσων Μάρσαλ, που δεν αποτελεί μέλος της Ε.Ε., έχει προσχωρήσει στη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης της 15ης-11-1965 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, για τα οποία καμία βεβαίωση (απόδειξη) δεν προσκομίζεται μετ’ επικλήσεως, ούτε όμως προκύπτει από οποιοδήποτε από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, ήτοι δεν αποδεικνύεται ούτε η παρισταμένη ενάγουσα επικαλείται ή προσκομίζει βεβαίωση από την οποία να προκύπτει ότι αντίγραφο της αγωγής με κλήση προς συζήτηση κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 29-3-2016 ή κατά την παρούσα δικάσιμο, επιδόθηκε νομίμως κι εμπροθέσμως στη γνωστής διεύθυνσης στην αλλοδαπή δεύτερη εναγομένη, συνεπώς, δεν προσκομίζεται οποιαδήποτε βεβαίωση περί πραγματικής επίδοσης ούτε προκύπτει από κανένα έγγραφο ότι το προς επίδοση δικόγραφο διαβιβάσθηκε σε αυτήν με έναν από τους αναφερόμενους στη Σύμβαση τρόπους.

IΙΙ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 479 ΑΚ, αν με σύμβαση μεταβιβάσθηκε περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο πραγμάτων, δικαιωμάτων και άυλων αγαθών, τα οποία έχουν οργανωθεί σε οικονομική ενότητα από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προς επίτευξη οικονομικού αποτελέσματος (ΟλΑΠ 36/2005 ΕΕργΔ 64.1489, ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 1994.1252, ΑΠ 170/2009 ΕΕργΔ 2009.1352, ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 2007.1405, ΑΠ 1850/2006 ΧρΙΔ 2007.258, ΑΠ 564/2005 ΕλλΔνη 2007.469, ΑΠ 175/2000 ΝοΒ 2001.254, ΑΠ 443/1999 ΕΕργΔ 2000.567, ΑΠ 174/1999 ΕΕργΔ 2000.367), αυτός που μεταβιβάζει ευθύνεται απεριόριστα και αυτός που αποκτά ευθύνεται περιορισμένα απέναντι στον δανειστή και συγκεκριμένα έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή την επιχείρηση, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532). Αντίθετη, συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων που βλάπτει τους δανειστές, είναι άκυρη απέναντί τους (ΕφΑθ 9675/1999 ΕλλΔνη 41.1394, ΕφΑθ 5460/1998 ΕλλΔνη 39.1400). Από το άρθρο 479 ΑΚ συνάγεται ότι επέρχεται εκ του νόμου αναγκαστική σωρευτική αναδοχή των μέχρι τη μεταβίβαση χρεών που ανήκουν στην περιουσία ή επιχείρηση, υπό την έννοια της ΑΚ 477,δημιουργώντας έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, όπου ο μεν μεταβιβάζων ευθύνεται απεριόριστα με ολόκληρη την προσωπική του περιουσία, ο δε νέος κτήτορας ευθύνεται περιορισμένα έως την αξία των στοιχείων της περιουσίας ή επιχειρήσεως που μεταβιβάστηκαν, όχι μόνο αυτουσίως διά των στοιχείων αυτών, αλλά και με την προσωπική του περιουσία, εφόσον, προκειμένου περί ειδικού αντικειμένου, αυτός κατά τη μεταβίβαση, ενόψει των ειδικών συνθηκών που έλαβε χώρα αυτή, και οι οποίες πρέπει να αναφέρονται για το ορισμένο στην αγωγή, γνώριζε ότι αυτό αποτελούσε το μοναδικό ή το σπουδαιότερο στοιχείο της περιουσίας ή επιχειρήσεως, άρα ότι απέκτησε το σύνολο της περιουσίας ή επιχείρησης(ΑΠ 451/2012, ΑΠ 909/2010, ΑΠ 910/2010, ΑΠ 1384/2005, ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΠειρ 94/2011, ΕφΠειρ 726/2010, ΕφΠειρ 849/2008, ΕφΠειρ 621/2008, ΕφΠειρ 483/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2803/2008 ΔΕΕ 2009.222, ΕφΠειρ 618/2003 ΕΝΔ 2004.45, ΠολΠρΛαρ 133/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΠατρ 520/2014 ΕλλΔνη 2016.564, ΠολΠρΑθ 141/2011 ΤΝΠ Νόμος). Ο προηγούμενος, και μετά τη μεταβίβαση, ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον νέο, για τις υποχρεώσεις που προέκυψαν από τη σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι τον χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος (ΑΠ 525/2013 ΔΕΕ 2013.1200, ΑΠ 339/2011, ΑΠ 318/2010 ΤΝΠ Νόμος). Δημιουργείται, συνεπώς, από τον νόμο σωρευτική αναδοχή των μέχρι της μεταβιβάσεως χρεών του μεταβιβάζοντος μεταξύ αυτού και του αποκτώντος (ΑΠ 424/1995 ΕΝΔ 24.124, ΑΠ 377/1987 ΝοΒ 36.562, ΕφΠειρ 618/2003 ΕΝΔ 2004.45, ΕφΠειρ 33/2002 ΔΕΕ 2003.561, ΕφΠειρ 87/1995 ΕΝΔ 24.18, βλ. Γ.Μπαλή, Ενοχ.Δικ., εκδ Γ΄, παρ.174, εδ.7, παρ.4, Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 479, εδ.2122, Σπυριδάκη, ΕρμΑΚ, άρθρο 479, εδ.67). Ο δανειστής δικαιούται να ενάγει κατ’ αρέσκειαν οποιονδήποτε των συνοφειλετών ή όλους μαζί ή χωριστά, συγχρόνως ή διαδοχικά, εφόσον δεν έχει γίνει καταβολή του χρέους (ΕφΑθ 7599/1975 ΕΕμπΔ 27.420). Δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων, καθόσον η μέχρι της αξίας αυτών ευθύνη εκείνου που απέκτησε προβάλλεται μόνο κατ’ ένσταση (ΑΠ 318/2008 ΕλλΔνη 2009.482, ΑΠ 829/2003 ΕλλΔνη 2004.168, ΑΠ 702/2003 ΕλλΔνη 2003.1319). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (ΑΠ 829/2003, ΑΠ 591/2002, ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΠειρ 726/2010 ΤΝΠ Νόμος).Η διάταξη αυτή, λόγω της ευρείας διατυπώσεως της, διέπει ολόκληρο το ιδιωτικό δίκαιο, δηλαδή όχι μόνο το αστικό δίκαιο, αλλά και τους αποχωρισθέντες από αυτό κλάδους, όπως το ιδιωτικό ναυτικό δίκαιο και επομένως εφαρμόζεται συμπληρωματικά και επί μεταβιβάσεως πλοίου, ελλείψει αντιθέτου ειδικού ορισμού στο πεδίο του ΚΙΝΔ. Επίσης εφαρμόζεται και σε περίπτωση μεταβιβάσεως ενός μόνο αντικειμένου, όταν αυτό είναι το μόνο ή το πλέον σημαντικό στοιχείο της περιουσίας εκείνου που μεταβιβάζει, εφόσον αυτός που αποκτά γνωρίζει όταν γίνεται η μεταβίβαση ότι το αντικείμενο που μεταβιβάζεται αποτελεί το όλο ή σημαντικό τμήμα της περιουσίας εκείνου που μεταβιβάζει (ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32.667, ΑΠ 490/1975 ΝοΒ 23.744, ΑΠ 666/1975 ΝοΒ 24.61, ΕφΘεσ 2122/1980 ΕλλΔνη 22.45, βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, ΕρμΑΚ, άρθρο 479, σελ.655). Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει όταν, με βάση τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, ο αποκτών γνώριζε την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί ότι η μεταβιβασθείσα περιουσία αποτελεί το σύνολο ή το σημαντικότερο τμήμα αυτής (ΑΠ 909/2010, ΑΠ 910/2010, ΑΠ 1384/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 1831/2008 Αρμ 2009.220, ΕφΑθ 2803/2008 ΔΕΕ 2009.222, ΕφΑθ 2446/2006 ΔΕΕ 2006.915, ΕφΑθ 8257/2005 ΔΕΕ 2006.927, ΕφΑθ 2545/2003 ΕλλΔνη 2004.590, ΕφΠειρ 1110/1998 ΠειρΝομ 1999.38, ΕφΠειρ 87/1995 ΕΝΔ 24.18). Αντιθέτως, για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά τον χρόνο της μεταβίβασης που βαρύνουν την περιουσία του μεταβιβάζοντος (ΑΠ 909/2010, ΑΠ 1948/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 141/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206). Για να υπάρχει μεταβίβαση επιχείρησης ή εκμετάλλευσης ή τμήματος αυτών πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επιμέρους στοιχεία της επιχείρησης και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα και υπό τον νέο φορέα, ικανά να πραγματοποιήσουν τον επιδιωκόμενο κερδοσκοπικό, οικονομικό ή τεχνικό σκοπό, γεγονός που συμβαίνει, όταν η κάθε είδους ανάληψη και συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας από τρίτον δεν μεταβάλλει την ταυτότητα της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης, δηλαδή συνεχίζεται η ίδια επιχείρηση ή εκμετάλλευση (ΟλΑΠ 5/1994 ΕλλΔνη 35.1252, ΑΠ 14/2012, ΑΠ 200/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 259/2006 ΕλλΔνη 48.1405, ΑΠ 564/2005 ΕλλΔνη 48.469, ΑΠ 1723/1995 ΕΕργΔ 1997.747, ΑΠ 1364/1992 ΕλλΔνη 35.1311). Ως επιχείρηση η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (ΑΠ 1129/1983 ΝοΒ 32.667, ΕφΠειρ ..207./2011 Τ.Ν.Π. Νόμος), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος οργάνωσης της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (ΕφΠειρ 726/2010 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπεία της μεταβίβασης της επιχείρησης, μεταβιβάζεται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενοχικών και διαπλαστικών, καθώς και των προσδοκιών από τον παλαιό στον νέο φορέα (ΑΠ 390/2008 ΔΕΝ 64.1517). Επί μεταβίβασης επιχείρησης, ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε, νοούνται οποιασδήποτε φύσης, είτε εκ σύμβασης είτε εξ αδικοπραξίας (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά τον χρόνο της μεταβίβασης (ΑΠ 909/2010, ΕφΑθ 711/2011 ΤΝΠ Νόμος), με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που κατά τον χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης (ΕφΑθ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΑθ 2545/2003 ΕλλΔνη 45.590, ΕφΑθ 6240/1998 ΕλλΔνη 40.1143), θεωρείται δε το χρέος γεννημένο πριν από τη μεταβίβαση, εφόσον τα παραγωγικά του γεγονότα είχαν συντελεστεί κατά τον χρόνο αυτό, έστω και αν κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μεταγενέστερα (ΑΠ 1154/1998 ΕλλΔνη 39.1572, ΕφΑθ 711/2011, ΕφΘεσ 1831/2008, ΕφΘεσ 424/2008, ΕφΠειρ 1110/1998 ΠειρΝομ 1999.38, ΜονΠρΘεσ 1546/2015 ΤΝΠ Νόμος). Αρκεί ότι ο νομικός λόγος γενέσεως του χρέους έχει προηγηθεί της συμβάσεως μεταβιβάσεως (ΠολΠρΠειρ 954/1990 ΕΕμπΔ 1991.307). Με τις άνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά τον χρόνο της μεταβιβάσεως, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενό του εκ του ότι, μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483-486 ΑΚ. Επομένως, αν για τη δικαστική επιδίωξη της εκπληρώσεως του χρέους εφαρμόζονται ορισμένοι δικονομικοί κανόνες, οι ίδιοι θα εφαρμοσθούν και όταν η δικαστική επιδίωξη του χρέους γίνεται κατ’ εκείνου που το αναδέχτηκε (ΑΠ 776/2003 ΕλλΔνη 2005.163, ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΠειρ .207/2011 ΤΝΠ Νόμος). Μεταξύ δε των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (ΕφΠειρ 207/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 424/2008 Αρμ 2009.534, ΕφΑθ 6812/2005 ΔΕΕ 2006.71). Εξάλλου, από τα αναλογικώς εφαρμοζόμενα άρθρα 4 παρ.1 εδ.α΄ της Συμβάσεως της Ρώμης της 19-6-1980 που κυρώθηκε με τον Ν.1792/1988 και που άρχισε να ισχύει από 1-4-1991 και 25 εδ.β΄ ΑΚ συνάγονται τα εξής: Το κατά πόσο εκείνος, που με πράξη εν ζωή απέκτησε από τον άλλο περιουσία ή επιχείρηση ως σύνολο, καθίσταται αυτομάτως και σε ποιά έκταση συνυπεύθυνος με τον παλαιό κτήτορα της περιουσίας ή επιχειρήσεως για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή επιχείρηση, διέπεται ως ενοχική σχέση εκ του νόμου, από το δίκαιο που εκ του συνόλου των ειδικών συνθηκών συνδέεται στενότερα με αυτή τη σχέση και εντεύθεν αρμόζει σε αυτή. Σημειωτέον ότι μεταξύ των συνδετικών στοιχείων που συγκροτούν τις ως άνω ειδικές συνθήκες μπορεί να περιλαμβάνεται προκειμένου για νομικά πρόσωπα και η πραγματική έδρα τους, έστω και αν είναι διαφορετική από την καταστατική έδρα, τούτο δε σύμφωνα με την από το άρθρο 10 ΑΚ σχετική ρύθμιση, η οποία σε επίπεδο ιδιωτικού διεθνούς δικαίου παραμερίζει την από το άρθρο 64 ΑΚ αντίστοιχη ρύθμιση, αφού η τελευταία αφορά έδρες εντός της επικράτειας. Η ως άνω ενοχική σχέση (ευθύνη) εκ του νόμου δεν διέπεται από το δίκαιο βάσει του οποίου κρίνεται η τυχόν υφιστάμενη υποσχετική σύμβαση περί μεταβιβάσεως της περιουσίας ή επιχειρήσεως (λ.χ. πώληση), που είναι σύμφωνα με το άρθρο 3, καταρχήν το δίκαιο που επέλεξαν τα συμβαλλόμενα μέρη (ΑΠ 591/2002 ΕΝΔ 30.306, ΕφΠειρ 618/2003 ΕΝΔ 2004.45, ΕφΠειρ 94/2002 ΕΝΔ 30.286, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 30.389, ΕφΠειρ 42/1999 ΕΕμπΔ 1999.555, ΕφΠειρ 1193/1995 ΕΕμπΔ 1996.352, ΕφΠειρ 990/1993 ΕΝΔ 22. 165, ΕφΠειρ 825/1990 ΕΝΔ 19.128, ΕφΠειρ 22/1990 ΕΝΔ 18.149 contraΜαριδάκης, Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιον, έκδ.β΄, τ.Β΄, σελ.48επ., κατά τον οποίο η ευθύνη του αποκτώντος κατ’ άρθρο 479 ΑΚ ρυθμίζεται από το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση μεταβιβάσεως πλοίου και ΕφΠειρ 840/2000 ΕΝΔ 29.211, κατά την οποία η ύπαρξη ευθύνης του αποκτώντος πλοίο ως περιουσία ή επιχείρηση κρίνεται καταρχήν κατά το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση μεταβίβασης αυτού, υπό τον περιορισμό, όμως, ότι η επιλογή του δικαίου αυτού δεν αποσκοπεί σε καταστρατήγηση ημεδαπών διατάξεων αναγκαστικού δικαίου, όπως του άρθρου 479 ΑΚ). Η ως άνω ρύθμιση είναι ταυτόσημη με εκείνη του άρθρου 25 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο, αν τα μέρη δεν υποβλήθηκαν σε ορισμένο δίκαιο, εφαρμόζεται εκείνο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Με τις διατάξεις όμως αυτές ρυθμίζεται το εφαρμοστέο δίκαιο επί διεθνών συναλλαγών όταν πρόκειται για ενοχή από σύμβαση και όχι για εξωσυμβατική ενοχή, όπως είναι η απαίτηση του δανειστή κατ’ εκείνου που αποκτά περιουσία ή επιχείρηση που βαρύνεται με χρέη (ΑΚ 479), διότι από τον συνδυασμό των διατάξεων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του ΑΚ και με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.2 και 4 παρ.3 του Κανονισμού 864/2007 (Ρώμη ΙΙ) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11-7-2007 περί του εφαρμοστέου δικαίου στις εξωσυμβατικές ενοχές, προκύπτει ότι επί εξωσυμβατικών ενοχών, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και εξευρίσκεται με τη στάθμιση των στοιχείων που θεμελιώνουν την ενοχική σχέση και την εκτίμηση των ειδικών περιστάσεων (ΕφΠειρ 42/1999, ΕφΠειρ 1105/1995, ΕφΠειρ 1193/1995, ΕφΠειρ 990/1993, ΕφΠειρ 825/1990, ΕφΠειρ ΤΝΠ 22/1990 Νόμος).

ΙV. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η δήλωση του τρίτου περί εφοπλισμού του πλοίου παρ’ αυτού που γίνεται στο λιμένα νηολόγησης του πλοίου από κοινού με τον κύριο του πλοίου αποσκοπεί στην προστασία των τρίτων συναλλασσομένων, αλλά εξυπηρετεί και τα έννομα συμφέροντα της ιδιοκτησίας του πλοίου, ελλείψει της οποίας (δήλωσης) τίθεται μαχητό τεκμήριο, ήτοι τεκμαίρεται ότι ο κύριος του πλοίου εκμεταλλεύεται τούτο δι’ ίδιον λογαριασμό, είναι δηλαδή πλοιοκτήτης (ΑΠ 776/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕΠ 954/2004 ΕΝΔ 32.342, ΕφΠειρ 110/2013 ΕΝΔ 2013.10). Το τεκμήριο τούτο είναι μαχητό και επιτρέπεται ανταπόδειξη, ήτοι μπορεί να αποδειχθεί ότι ο τρίτος που δεν αναγγέλθηκε στην παραπάνω λιμενική αρχή είναι αυτός που εκμεταλλεύεται το πλοίο για δικό του λογαριασμό, δηλαδή είναι ο εφοπλιστής. Είναι δε ζήτημα πραγματικό σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ποιος πράγματι έχει την εκμετάλλευση του πλοίου, δηλαδή ο κύριος αυτού ή τρίτος (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800, ΕφΠειρ 228/2013 ΤΝΠ Νόμος). Στην περίπτωση της ύπαρξης εφοπλισμού του πλοίου, η έννοια του εφοπλιστή δεν έχει συνέπεια την υποβολή του στις ευθύνες του πλοιοκτήτη, αλλά ο κύριος του πλοίου ευθύνεται δια του πλοίου για τις υποχρεώσεις του εφοπλιστή, όχι, όμως, και το αντίστροφο. Ο εφοπλιστής, δηλαδή, ευθύνεται μόνο για τις δικαιοπραξίες του ιδίου ή του πληρεξουσίου του και του πλοιάρχου, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, όπως και για τις αδικοπραξίες των προστηθέντων του πλοιάρχου και πληρώματος κατ’ άρθρο 84 ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 408/2008 ΕΝΔ 2009.19, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.388, βλ. Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1975,σελ.165, Δ.Καμβύση, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.1982, σελ.292, Γεωργακόπουλου Λ., Ναυτικό Δίκαιο, έκδ.2006, παρ.19), αλλά όχι παραλλήλως με τον πλοιοκτήτη, αφού δεν είναι κατά νόμο δυνατή (νοητή) η σύγχρονη επί του πλοίου ύπαρξη πλοιοκτήτη και εφοπλιστή και, συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για τέτοια παράλληλη ευθύνη τους, καθότι η ανάληψη τέτοιων υποχρεώσεων από τον κύριο του πλοίου αντιστρατεύεται την ίδια την έννοια του εφοπλισμού (ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 408/2008 ό.π.). Για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό ευθύνεται απεριόριστα ο εφοπλιστής, ο δε κύριος του πλοίου ευθύνεται μόνο δια του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι της αξίας αυτού (πραγματοπαγής και περιορισμένη ευθύνφη) (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183). Στην περίπτωση που ο δανειστής στρέφεται κατά του εφοπλιστή και κατά του κυρίου του πλοίου δεν υπάρχει κατά νομική κυριολεξία παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ), διότι οφειλέτης της απαίτησης που πηγάζει από την εκμετάλλευση του πλοίου είναι μόνο ο εφοπλιστής, ενώ ο απλός κύριος του πλοίου ευθύνεται εκ του νόμου για την απαίτηση αυτή, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, μόνο με το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, το πλοίο, συμπεριλαμβανομένων των συστατικών και παραρτημάτων του. Έτσι, δεν υπάρχει παράλληλη προσωπική ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απαιτήσεις που πηγάζουν από τον εφοπλισμό, αλλά η ευθύνη του είναι πραγματοπαγής και περιορισμένη (νόθος παθητική εις ολόκληρον ενοχή), εφόσον ο τελευταίος ευθύνεται μόνο διά του συγκεκριμένου πλοίου και μέχρι την αξία του, μπορεί δε να στραφεί και κατά του τελευταίου ο δανειστής του εφοπλιστή για να αποκτήσει εκτελεστό τίτλο και κατ’ αυτού, ooποίος είναι υποχρεωμένος μόνο να δεχθεί την αναγκαστική εκποίηση του πλοίου του για την ικανοποίηση των εκ του εφοπλισμού απαιτήσεων (ΑΠ 776/2010 ΕΝΔ 2011.314, ΑΠ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.1436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΕφΠειρ 479/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 582/2014 ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 59/2011 ΕπισκΕμπΔ 2011.478, ΕφΠειρ 37/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 795/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, βλ. και Ι.Ρόκα/Γ.Θεοχαρίδη, Ναυτικό Δίκαιο, γ΄ έκδ. 2015, σελ.71, §135, όπου προκρίνεται ως ορθότερη η άποψη της πραγματοπαγούς ευθύνης του κυρίου του πλοίου, από την οποία πηγάζει αξίωση inremscriptae, που έχει ενοχική φύση, βλ.ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994, με σημείωση Φ.Δωρή). Η δε αγωγή για να υπάρχει τίτλος εκτελεστός για την ικανοποίηση του δανειστή από το πλοίο πρέπει να στρέφεται και κατά του κυρίου του πλοίου (ΑΠ 1549/2006 ΕλλΔνη 2006.436, ΑΠ 799/2001 ΕΝΔ 2001.361, ΑΠ 1103/1996 ΕλλΔνη 38.1134, ΑΠ 581/1996 ΕλλΔνη 1998.573, ΑΠ 991/1991ΕΕμπΔ 1992.369, ΕφΠειρ 228/2013, ΕφΠειρ 262/2012, ΕφΠειρ 59/2011, ΕφΠειρ 37/2011, ΕφΠειρ 795/2010 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 156/2002ΕΝΔ 2002.390). Συνέπεια των προδιαλαμβανομένων είναι ότι η παραπάνω ευθύνη του κυρίου του πλοίου θεμελιώνεται μόνο εφόσον αυτός εξακολουθεί να είναι κύριος του πλοίου κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της αγωγής, ενώ παύει να υπάρχει όταν κατά τον εν λόγω χρόνο έχει ήδη αποξενωθεί από την κυριότητα του πλοίου με οποιονδήποτε τρόπο, όπως με τη συμβατική μεταβίβαση της κυριότητάς του, τον πλειστηριασμό του, την απώλειά του, λόγω ναυαγίου κ.λπ., οπότε δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο εάν το πλοίο φύγει από τα χέρια του λόγω μεταβίβασης της κυριότητας και δεν νομιμοποιείται πλέον παθητικά, αφού έκτοτε παύει τούτο να είναι υπέγγυο (ΑΠ 271/1998 ΕΝΔ 1998.279, ΑΠ 991/1991 ΕΝΔ 1992.70, ΑΠ 591/1988 ΕλλΔνη 1989/30.84, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος,ΕφΠειρ 228/2013 ΕΝΔ 2014.46, ΕφΠειρ 672/2010 ΕΝΔ 2010.410, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΠειρ 736/2003 ΕπισκΕμπΔ 2004.926, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 2003.453, ΕφΠειρ 1394/1997 ΕΝΔ 1997.89, ΕφΠειρ 1177/1997 ΕΝΔ 1997.85, ΕφΠειρ 184/1997 ΕΝΔ 1997.58, ΕφΠειρ 54/1996 ΕΝΔ 1997.31, ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469).Συνακόλουθα δε, είναι δυνατή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 74 αριθ.1 εδ.β΄ ΚΠολΔ, η με τη μορφή της παθητικής ομοδικίας εναγωγή του εφοπλιστή και του κυρίου του πλοίου για την επιδίκαση απαίτησης που προήλθε από τον εφοπλισμό του πλοίου, στο πλαίσιο θεμελίωσης νόθου παθητικής εις ολόκληρον ενοχής και προκειμένου να υπάρξει εκτελεστός τίτλος επί του πλοίου (ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 156/2002 ΕΝΔ 2002.390, ΕφΠειρ 1270/1997 ΕΝΔ 1997.438, ΕφΠειρ 72/1993 ΕΝΔ 1995.43, ΕφΠειρ 293/1990 ΕΝΔ 1990.199, ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193). Επομένως, οι δανειστές των απαιτήσεων που πηγάζουν από τον εφοπλισμό του πλοίου (εάν δεν έχουν ναυτικό προνόμιο ή δεν συντρέχει περίπτωση του 939 ΑΚ) δεν μπορούν να στραφούν κατά του πλοίου στα χέρια του νέου κυρίου, διότι δεν υπάρχει πλέον δικαίωμα παρακολουθήσεώς του. Κατά του νέου κυρίου του πλοίου δεν μπορούν να στραφούν οι πιο πάνω δανειστές ούτε βάσει της διατάξεως του άρθρου 479 παρ.1 ΑΚ, διότι η διάταξη αυτή προϋποθέτει ενοχική οφειλή και προσωπική ευθύνη του αρχικού κυρίου, η οποία όμως, όπως εκτέθηκε ήδη, δεν υπάρχει στο πρόσωπο του κυρίου του πλοίου, η ευθύνη του οποίου για τις απαιτήσεις από τον εφοπλισμό είναι αντικειμενική και πραγματοπαγής (βλ. Κ.Ρόκα, Ναυτικό Δίκαιο, 1968, παρ.43, Δ.Καμβύση,Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, 1982, υπ’ άρθρο 106, παρ.2, ΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΠειρ 747/2005 ΕΝΔ 2005.441, ΕφΘεσ 1563/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΙωανν 335/2004 Αρμ 2005.1234, ΕφΠειρ 746/2003 ΕΝΔ 2003.365, με σημείωση Γ.Θεοχαρίδη, ΕΝΔ 2003.368, ΕφΠειρ 1109/2003 ΕΝΔ 31.453, ΕφΠειρ 503/2001 ΠειρΝομ 23.428, ΕφΠειρ 114/2000 ΠειρΝομ 22.177, ΕφΠειρ 263/1990 ΕΝΔ 20.509, ΕφΠειρ 1862/1988 ΕΝΔ 1989.183, ΕφΠειρ 1468/1987 ΕλλΔνη 29.754, ΕφΠειρ 516/1986 ΕΝΔ 14.231, ΕφΠειρ 1220/1982 ΕΝΔ 11.366, ΠολΠρΠειρ 395/1992 ΕΕμπΔ 1992.469, ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206).Κατά συνέπεια, κρίσιμη για τη θεμελίωση της ευθύνης του αποκτώντος πλοίο, το οποίο αποτελεί “περιουσία” ή “επιχείρηση” κατά την έννοια του άρθρου 479 ΑΚ, είναι η διερεύνηση του εάν η απαίτηση του τρίτου δανειστή προέρχεται από τον εφοπλισμό του πλοίου, δηλαδή από την οικονομική εκμετάλλευση αυτού από τρίτο πρόσωπο ή από την αυτή εκμετάλλευση του από τον κύριο του πλοίου, ο οποίος καλείται στην περίπτωση αυτή πλοιοκτήτης (ΜονΠρΠειρ 3965/2005 ΕΝΔ 2006.206). Εξάλλου, για να έχουν εφαρμογή όσα παραπάνω εκτίθενται αναφορικά με την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις απορρέουσες από τον εφοπλισμό του απαιτήσεις, όταν η εισαγόμενη στο δικαστήριο υπόθεση περιέχει στοιχεία αλλοδαπότητας, θα πρέπει κατ’ επιταγή συγκεκριμένου κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου να είναι εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο. Για εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 106 εδ.β΄ ΚΙΝΔ σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος, αφού αυτή δεν αποτελεί στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κανόνα άμεσης εφαρμογής, ενόψει του ότι δεν υπάρχει στο πλαίσιο αυτό κανένα συμφέρον ή κάποιος άλλος λόγος που να δικαιολογεί έναν τέτοιο χαρακτήρα. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει ειδικός κανόνας ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που να ρυθμίζει το θέμα. Ενόψει των ανωτέρω και σε σχέση με το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την ευθύνη του κυρίου του πλοίου για τις αξιώσεις τρίτων που απορρέουν από τον εφοπλισμό του ή την εκμετάλλευση αυτού στα πλαίσια χρονοναυλώσεως από τρίτους θα πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Η ευθύνη αυτή αποτελεί, στο πλαίσιο του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εξωσυμβατική ενοχή και ειδικότερα ενοχή της οποίας το στήριγμα αναζητείται ευθέως στον νόμο. Ο πραγματοπαγής (όχι εμπράγματο) χαρακτήρας που της δίδεται, δηλαδή ευθύνη του κυρίου του πλοίου με το συγκεκριμένο αυτό περιουσιακό στοιχείο, δεν αναιρεί καθόλου τον ενοχικό χαρακτήρα της υποχρεώσεως αυτής (ΑΠ 669/1989 ΝοΒ 38.994 και σημείωση κάτω από αυτή Φ.Δωρή). Ο κύριος του πλοίου έχει δική του αυτοτελή ενοχή της οποίας απλώς το περιεχόμενο προσδιορίζεται από το περιεχόμενο της συμβατικής απαιτήσεως. Συνακόλουθα, για την προαναφερθείσα υποχρέωση του κυρίου, το εφαρμοστέο δίκαιο πρέπει να εξευρίσκεται και στην περίπτωση της εν λόγω εξωσυμβατικής ενοχής, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 εδ.β΄ ΑΚ και του άρθρου 4 §4 του Κανονισμού (ΕΚ) με αριθμό 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), με έναρξη εφαρμογής τη 17η.12.2009, που αντικατέστησε την Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 (Ν.1792/1988), δηλαδή να εφαρμόζεται το δίκαιο της χώρας που αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και με την οποία συνδέεται στενότερα, για τον ίδιο λόγο που αυτό συμβαίνει και στις ενοχές από σύμβαση, όταν αδρανήσει η βούληση των μερών (ΕφΠειρ 366/1998 ΕΝΔ 26.420, ΕφΑθ 14059/1988 ΝοΒ 38.458). Τέτοιες δε ειδικές συνθήκες αποτελούν η σημαία του πλοίου, η έδρα των εμπλεκόμενων μερών, ο τόπος σύναψης και εκτέλεσης των παραγωγικών της ευθύνης δικαιοπραξιών, αλλά και η τυχόν υπάρχουσα συμφωνία του κυρίου του πλοίου και του εφοπλιστή, περί υπαγωγής τους στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας (ΑΠ 384/2005 ΕΕμπΔ 2005.375). Το δίκαιο αυτό είναι επίσης εφαρμοστέο και προκειμένου να κριθεί αν το πλοίο είναι υπέγγυο για χρέη που συνήψε προς τρίτο ο εφοπλιστής ή ο εξομοιούμενος προς τον εφοπλιστή ναυλωτής (ΜονΠρΠειρ 4068/2013 ΕΝΔ 2013.193).

V. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς τη νομική προσωπικότητά τους από το δίκαιο της χώρας, όπου ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών και εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχείρησης (πραγματική έδρα). Τα επιμέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη κι η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, δηλαδή ο τόπος στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, με άλλα λόγια ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις (ΕφΠειρ 269/2016 ό.π.). Αλλοδαπές εταιρείες που έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρείες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα με τα άρθρα 249 παρ.1 και 258 παρ.3 του Ν.4072/2012 (ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΠολΠρΠειρ 2751/2015 ΤΝΠ Νόμος). Τα ανωτέρω δεν ισχύουν προκειμένου περί: α) εταιρειών των Η.Π.Α. συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ.3 εδ.2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ, κυρωθείσης δια του άρθρου μόνου του Ν.2893/1954), β) εταιρειών συσταθεισών συμφώνως προς τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ε.Ε., εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 52 και 58 και εν συνεχεία, μετά την αναρίθμηση που έγινε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, 43 και 48 ΣυνθΕΚ – βλ. σχετ. αποφ.Centros, 9.3.1999, C-212/97 ΔΕΕ 1999.610 και ÜberseeringBV, 5.11.2002, C-208/00), γ) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών μόνο σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιρειών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης στο ΦΕΚ, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ΄) εξαίρεση, και ε) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει όμοιας ως άνω (υπό στοιχείο δ΄) αδείας, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ιδία εξαίρεση (άρθρα 1 του Ν.791/1978 και 25 του Ν.27/1975, ως αντικ. δια του άρθρου 4 του Ν.2234/1994, 11Δ του Ν.3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων (ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕφΠειρ 269/2016, ΕφΠειρ 149/2015 Νόμος, ΕφΠειρ 701/2013 ΕΝΔ 2013.100, ΕφΠειρ 586/2012 ΔΕΕ 2013.145, ΕφΠειρ 40/2010 ΔΕΕ 2011.314). Όταν πρόκειται για τέτοια αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας, αφού δεν υφίσταται καν τέτοια.

VI. Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Η νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της νομιμοποίησής του, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ελλείψει (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά τον δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο (ΑΠ 339/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002.1680, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΘεσ 424/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774). Από τον συνδυασμό των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι, αφού η έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, στο στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητας, ως ουσιαστικά αβάσιμης δε σε περίπτωση μη απόδειξης, στο στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος).

VΙΙ. Οι διατάξεις των άρθρων 291 ΑΚ και 6 παρ.1 του Ν.5422/1932 (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ), καθιερώνουν ευχέρεια η πρώτη και υποχρέωση η δεύτερη του οφειλέτη για εξόφληση χρηματικών οφειλών σε ξένο νόμισμα βάσει της αντιστοιχίας του με το εθνικό νόμισμα κατά τον χρόνο της πραγματικής πληρωμής (εκούσιας ή αναγκαστικής) και αφορούν μόνο χρηματική οφειλή με αντικείμενο ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα, προερχόμενη είτε από έγκυρη σύμβαση (διεθνή συναλλαγή ή άλλη ενοχική σχέση υπαγόμενη στο ελληνικό ή σε αλλοδαπό δίκαιο) είτε από ειδική διάταξη νόμου που προβλέπει οφειλή σε ξένο νόμισμα εκπληρωτέα στην Ελλάδα (ΑΠ 124/2014 ΧρΙδΔ 2014.422). Εξ αυτών επομένως συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, μπορεί να ζητήσει να του καταβληθεί το ισάξιο σε δραχμές (ήδη ευρώ) του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα, κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή, όχι δε και κατά τον χρόνο λήξης ή κάποιον άλλον. Μετά την αντικατάσταση της δραχμής, ως εθνικού νομίσματος, με το ευρώ, η οποία έλαβε χώρα την 1η Ιανουαρίου 2002, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.2842/2000, οι ανωτέρω οφειλές εξοφλούνται σε ευρώ με την συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ και αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα της εξοφλήσεως, η οποία δεν συμπίπτει με το χρόνο λήξεως του χρέους αλλά, σε περίπτωση επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης, με τον χρόνο της κατάσχεσης (βλ. Γεώργιο Ταμπάκη, ΕρμΑΚ Γεωργιάδη– Σταθόπουλου, άρθρο 291, αριθ.12). Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται στις αξιώσεις που στηρίζονται απευθείας στον νόμο και στις έγκυρες συμβατικές οφειλές σε ξένο νόμισμα, ενώ δεν έχουν εφαρμογή στις περιπτώσεις των αξιώσεων αποζημιώσεως από αδικοπραξία, που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο σε κάθε περίπτωση (ΑΠ 1884/2013 ΕΕμπΔ 2014.698, ΑΠ 678/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 35/2014, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 287/2011 ΕΝΔ 2011.401, ΕφΠειρ 153/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 548/2010 ΕΝΔ 2011.28, ΕφΠειρ 546/2010 ΕΝΔ 2010.397, ΕφΠειρ 966/2007 ΔΕΕ 2008.341).Η διάταξη του άρθρου 291 ΑΚ περιέχει λανθάνοντα κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που ορίζει ότι το είδος του νομίσματος πληρωμής διέπεται από το δίκαιο του τόπου εκπλήρωσης της χρηματικής οφειλής (βλ.B.Βαθρακοκοίλη,ΕΡΝΟΜΑΚ, άρθρο 291, αριθ.1, όπου και περαιτέρω παραπομπές).

VIΙΙ. Τέλος, από το άρθρο 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν ελλείπει το στοιχείο αυτό, δε στοιχειοθετείται απαίτηση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από τη νόμιμη αιτία. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Αιτία που δικαιολογεί τη διατήρηση της παροχής στον λήπτη δεν υπάρχει όταν η παροχή έγινε σε εκτέλεση συμβάσεως, για την οποία δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος εκ του νόμου τύπος και η οποία είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΚ 159 §1, 180). Ο δε λήπτης, κατά την ΑΚ 908, οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Για την πληρότητα της αγωγής της ΑΚ 904, με την οποία επιδιώκεται η επιστροφή της παροχής, της καταβληθείσας από τον ενάγοντα σε εκτέλεση άκυρης σύμβασης λόγω μη τήρησης του νομίμου τύπου, πρέπει να διαλαμβάνεται ότι: α) ο εναγόμενος έλαβε από τον ενάγοντα ορισμένη παροχή, β) ότι δόθηκε ως εκπλήρωση υποχρέωσης, την οποία ο ενάγων ανέλαβε βάσει ορισμένης σύμβασης και γ) ότι η σύμβαση έπρεπε να περιβληθεί ορισμένο τύπο, που δεν τηρήθηκε από τα μέρη ή ότι υφίσταται ελαττωματικότητα της νόμιμης αιτίας επί ανίσχυρης ή ακυρώσιμης σύμβασης (ΑΠ 493/2010, ΑΠ 922/2007, ΑΠ 206/2007 Νόμος). Αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 στοιχ.α’ ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της σύμβασης και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219ΚΠολΔ) υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Δεν απαιτείται δηλαδή για το ορισμένο αυτής, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, να διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της ο λόγος για τον οποίο δεν ήθελε τυχόν ευσταθήσει η εκ της συμβάσεως πρώτη αγωγή. Τέτοιος όρος δεν τάσσεται από το άρθρο 219 ΚΠολΔ, που ομιλεί γενικώς για την περίπτωση που απορριφθεί η κύρια βάση ή αίτηση ή αγωγή. Και τούτο διότι στην τελευταία αυτή περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης, και πληρούται έτσι ο σκοπός της διάταξης του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως, στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εναγόμενο του λόγου ακυρότητας της σύμβασης που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 766/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 390/2011 ΝοΒ 2012.57, ΑΠ 1468/2010, ΑΠ 904/2004 ΤΝΠ Νόμος, βλ. σχ. ΜονΠρΠειρ 81/2017 ΔΕΕ 2018.239). Άλλωστε, δεν είναι εύλογο να αξιωθεί από τον ενάγοντα να διαλάβει ο ίδιος οιουσδήποτε λόγους απορρίψεως της κύριας βάσεως της αγωγής του (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 813/2002 ΤΝΠ Νόμος). Η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία (ΑΠ 1457/2001 ΤΝΠ Νόμος). Δεν συγχωρείται δηλ. έστω και επικουρικώς (δικονομικώς) ασκούμενη, εφόσον στηρίζεται στα ίδια, στα οποία και η αγωγή, από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 2003.985, ΑΠ 1322/1996 ΕλλΔνη 38.1044, ΕφΑθ 8570/2007 ΕλλΔνη 2008.930, ΕφΠατρ 813/2004 ΑχαΝομ 2005.490, ΕφΑθ 6042/2003 ΕλλΔνη 2004.590). Διότι τότε υπάρχει σχέση αιτίας και μπορεί ο ζημιωθείς να ασκήσει τα δικαιώματά του από αυτήν, ήτοι τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Έτσι, εάν η αγωγή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, που θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, διότι, αφού υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να διώξει τις αξιώσεις του βάσει αυτών και δεν δικαιούται να προσφεύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 2019/2007 Νόμος). Αυτό που δόθηκε προς εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης, δεν δόθηκε χωρίς αιτία, άρα δεν μπορεί να αναζητηθεί κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία, κατά το άρθρο 361 ΑΚ, και εφόσον είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει τα εξ αυτής δικαιώματά του, εκτός αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιονδήποτε λόγο (ΑΠ 923/2007 ΧρΙΔ 2008.121, ΑΠ 1457/2001 ΕλλΔνη 2002.1690).

Με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα εφοδιασμού πλοίων με πετρέλαιο και λιπαντικά, με άμεσο αντιπρόσωπό της και πράκτορά της την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…», η οποία διατηρεί γραφεία στη Γ. Αττικής και ενεργεί στο όνομά της, ενώ η πρώτη εναγομένη είναι εταιρεία με αντικείμενο δραστηριότητας την απόκτηση και εκμετάλλευση πλοίων και η δεύτερη εναγομένη είναι εταιρεία που δραστηριοποιείται στην πραγματικότητα στην Ελλάδα με την παροχή υπηρεσιών ακτοπλοΐας, χρησιμοποιώντας προς τούτο διάφορα πλοία ιδιοκτησίας τρίτων εταιρειών, τα οποία ναυλώνει. Ότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία, ως πλοιοκτήτρια του πλοίου με το όνομα «…» και ήδη μετονομασθέντος σε «…», σημαίας Κύπρου, δυνάμει συμβάσεως γυμνής ναύλωσης με το από 26-5-2014 ναυλοσύμφωνο τύπου BARECON 2001, ναύλωσε στη δεύτερη εναγομένη το ως άνω πλοίο με τους αναφερόμενους σε αυτό όρους, μεταξύ των οποίων, ότι κατά τη διάρκεια της ναύλωσης η δραστηριότητα του πλοίου θα περιοριζόταν σε πλόες εντός της Μεσογείου και συγκεκριμένα θα εκτελούσε το δρομολόγιο της γραμμής Ηγουμενίτσα-Μπάρι. Ότι με τον όρο 51 του ναυλοσυμφώνου τα κέρδη θα καταμερίζονταν μεταξύ των ως άνω συμβαλλομένων εταιρειών, πλοιοκτήτριας και ναυλώτριας του εν λόγω πλοίου και σε αναλογία 60% και 40%. Ότι για τον υπολογισμό του εμπορικού κέρδους του πλοίου, θα συνυπολογίζονται όλα τα έσοδά του μείον του καταβλητέου ναύλου που είναι πληρωτέος στην πλοιοκτήτρια σύμφωνα με το ναυλοσύμφωνο και αφαιρουμένων των τρεχόντων εξόδων του πλοίου που απαιτούνται για τη λειτουργία του. Ότι οι ναυλωτές οφείλουν να προμηθεύονται καύσιμα για το πλοίο πάντοτε σε συνεννόηση με τους πλοιοκτήτες ειδικά ως προς την ποιότητα και την τιμή τους, τα οποία θα συνυπολογίζονται στις τρέχουσες δαπάνες του πλοίου που καταβάλλονται για τη λειτουργία του. Ότι με τον τρόπο αυτό η πρώτη εναγομένη επετύγχανε να εισπράττει πέραν του καταβλητέου σε αυτήν ναύλου και σημαντικό χρηματικό ποσό προερχόμενο από τα καθαρά έσοδα εκμεταλλεύσεως του πλοίου, το οποίο προέκυπτε κατόπιν αφαίρεσης μεταξύ άλλων των εξόδων για την προμήθεια των πετρελαίων και των καυσίμων. Ότι  η δεύτερη εναγομένη ναυλώτρια υποχρεούταν σε ενημέρωση της πρώτης εναγομένης προ της καταρτίσεως οποιασδήποτε σύμβασης προμήθειας πετρελαίων και συμφωνήθηκε η ανάγκη εγκρίσεως εκ μέρους της των τιμών αγοράς τους. Ότι η ενάγουσα κατόπιν σχετικών εντολών της δεύτερης εναγομένης κατά το χρονικό διάστημα από την 4-7-2014 έως και την 1-8-2014, δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων προέβη σε πώληση και παράδοση επί του ως άνω πλοίου της πρώτης εναγομένης στην Ηγουμενίτσα διάφορων ποσοτήτων πετρελαίου, μετά από προηγηθείσες προσφορές της ενάγουσας, μέσω αποστολής ηλεκτρονικών μηνυμάτων μεταξύ τους, όπως αυτές οι έντεκα (11) εμπορικές συναλλαγές ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή, ως προς την ημερομηνία πώλησης και παράδοσης πετρελαίου, τον τόπο εκπλήρωσης παροχής, την ποσότητα αυτού, την ημέρα και τον αριθμό έκδοσης του αντίστοιχου τιμολογίου, το ποσό του τιμήματος σε δολάρια και εκ μετατροπής σε ευρώ με βάση την τότε ισχύουσα ισοτιμία, την ημερομηνία που ήταν πληρωτέο και την υπογραφή και σφράγιση του δελτίου αποστολής καυσίμων από τα αρμόδια όργανα του πλοίου και της δεύτερης εναγομένης ναυλώτριας. Ότι το συνολικό τίμημα για τις ως άνω πωληθείσες και παραδοθείσες ποσότητες ανήλθε στο ποσό των 284.466,55 ευρώ, έναντι του οποίου η πρώτη εναγομένη αναγνωρίζοντας την οφειλή της δεύτερης εναγομένης και αναδεχόμενη αυτή σωρευτικώς έναντι της ενάγουσας την 26-8-2014, πραγματοποιώντας και την πρώτη καταβολή της ποσού 52.340,21 δολαρίων ΗΠΑ προς αυτήν, κατέβαλε συνολικά στην ενάγουσα το ποσό των 100.110,80 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ μετά και τις λοιπές τμηματικές καταβολές της δεύτερης εναγομένης, παρέμεινε ανεξόφλητο το ποσό των 83.620,67 ευρώ, για την καταβολή του οποίου αμφότερες οι εναγόμενες υπέχουν συμβατική υποχρέωση εις ολόκληρον και δη εντόκως με συμφωνημένο επιτόκιο υπερημερίας σε ποσοστό 2% από του χρόνου της παράδοσης των καυσίμων και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Ότι το πλοίο, στο οποίο έλαβαν χώρα οι επίδικοι επιμέρους εφοδιασμοί καυσίμων, ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, μεταβιβάστηκε με πώληση από την τελευταία στην εταιρεία με την επωνυμία «…», της οποίας η διαχείριση ασκείται μέσω της …., την 1-9-2014, μετά την αναγνώριση από την πρώτη εναγομένη της οφειλής της δεύτερης εναγομένης και την αναδοχή αυτής μέσω της καταβολής προς την ενάγουσα του ποσού των 52.340,21 δολαρίων ΗΠΑ, η οποία πραγματοποιήθηκε κατόπιν πολλών οχλήσεων της ενάγουσας, προκειμένου να αποτραπεί η εκ μέρους της άσκηση ασφαλιστικών μέτρων συντηρητικής κατάσχεσης κατά του πλοίου, η οποία θα είχε ως συνέπεια τη ματαίωση της μεταβίβασής του. Ότι όταν η ενάγουσα πληροφορήθηκε τη μεταβίβαση του πλοίου προέβη σε όχληση αμφοτέρων των εναγομένων για την ως άνω επίδικη οφειλή και ότι δεν υπήρξε αμφισβήτηση εκ μέρους της πρώτης εναγομένης για την οφειλή της δεύτερης εναγομένης προς την ενάγουσα από τις ανωτέρω αιτίες, ως υπόλοιπο τιμήματος πώλησης ποσοτήτων καυσίμων στο πλοίο της, αλλά αντιθέτως την αναγνώρισε και την αναδέχθηκε ως δική της οφειλή, όπως προκύπτει τόσο από τις πραγματοποιηθείσες καταβολές εκ μέρους της πρώτης εναγομένης σε εξόφληση μέρους του τιμήματος, μετά το πέρας των πωλήσεων αυτών, όσο και από το αποσταλέν από 20-1-2015 ηλεκτρονικό μήνυμά της, με το οποίο συνομολογεί την ύπαρξη της ως άνω απαίτησης της ενάγουσας και αποδέχεται την καταβολή μέρους αυτής. Ότι η δεύτερη εναγομένη υποχρεούται στην καταβολή του ως άνω υπολοίπου τιμήματος από τις επίδικες καταρτισθείς συμβάσεις πώλησης καυσίμων, άλλως και επικουρικώς από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εάν θεωρηθεί ότι οι συμβάσεις αυτές δεν είναι έγκυρες, καθόσον κατέστη αυτή πλουσιότερη χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της ενάγουσας, έχοντας επωφεληθεί το ποσό του υπολοίπου τιμήματος, το οποίο απέφυγε να καταβάλει παρά την πώληση και παράδοση των εν λόγω καυσίμων και ότι, επιπλέον, ενέχεται για την καταβολή αυτού η πρώτη εναγομένη, λόγω αναγνώρισης και αναδοχής της οφειλής αυτής της δεύτερης εναγομένης προς την ενάγουσα, από την ως άνω συμβατική αιτία, άλλως από τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού επίσης, καθότι και εκείνη μετείχε στην εκμετάλλευση του ως άνω πλοίου της και επωφελήθηκε από την αποφυγή καταβολής του επίδικου υπολοίπου τιμήματος, το οποίο δεν τη αφαιρέθηκε από τα έσοδα του πλοίου, γεγονός που θα απομείωνε και τη συμφωνηθείσα με τη δεύτερη εναγομένη συμμετοχή της στα κέρδη από την ναύλωση αυτού, ευθυνόμενη έναντι της ενάγουσας εκ της συναφθείσας σιωπηρώς μεταξύ τους σύμβασης αναδοχής χρέους, μετά την κατάρτιση της σύμβασης πώλησης καυσίμων, λόγω των επιμέρους καταβολών της προς αυτήν μέρους του οφειλόμενου τιμήματος των εν λόγω συμβάσεων πώλησης καυσίμων στο πλοίο της. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα και μετά την παραδεκτή τροπή συνολικά του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής της σε έντοκο αναγνωριστικό με τις προτάσεις της, ζητεί να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι, για τις ειδικότερα αναφερόμενες ως άνω νόμιμες αιτίες, οφείλουν να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό ποσό των 83.620,67 ευρώ ως εκ της συμβατικής βάσης λόγω των ανεξόφλητων τιμολογίων, άλλως και επικουρικώς εκ της βάσης του αδικαιολογήτου πλουτισμού τους σε βάρος της, νομιμοτόκως με επιτόκιο ύψους 2% από του χρόνου προμήθειας του πλοίου με τα επίδικα πωληθέντα καύσιμα, άλλως νομιμοτόκως από της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, με κήρυξη προσωρινώς εκτελεστής της απόφασης, και τέλος, ζητεί να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης για την παρούσα δίκη.

Περαιτέρω, το άρθρο 254 ΚΠολΔ παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να διατάξει επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, και ορίζει, περαιτέρω, ότι η απόφαση μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, ενώ η συζήτηση που επαναλαμβάνεται με τον τρόπο αυτό θεωρείται ότι αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης, μετά την οποία διατάχθηκε από το δικαστήριο το μέτρο αυτό, παρέπεται δε ότι κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση δεν είναι αναγκαία η κατάθεση προτάσεων, αλλά ισχύουν εκείνες που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, με αποτέλεσμα να θεωρούνται επικληθέντα και προβληθέντα και κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση όσα ο διάδικος επικαλέσθηκε και πρόβαλε με τις προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης, έστω και αν κατ’ αυτή δεν κατέθεσε προτάσεις ο διάδικος ή αν κατά την επαναλαμβανόμενη συζήτηση κατέθεσε προτάσεις, στις οποίες απλώς ενσωμάτωσε και εκείνες της προηγούμενης συζήτησης. Είναι δε πρόδηλο ότι η ρύθμιση του άρθρου 254 ΚΠολΔ αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της οικονομίας της δίκης, θεσπίζει δε απόκλιση από το καθιερούμενο με το άρθρο 106 ΚΠολΔ σύστημα της συζήτησης, και κατατείνει στην πλήρη και ενδελεχή διερεύνηση της υπόθεσης, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος έκδοσης εσφαλμένης απόφασης και η ανάγκη προσβολής αυτής με ένδικα μέσα προς διόρθωση των τυχόν σφαλμάτων της (βλ σχετ. Β.Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση κατ’ άρθρο, άρθρο 254, αριθ.1 έως 9, 32, 33, σελ.161, 162, 163, 164, 165, 169 και 170, τόμο Β’, έτος έκδοσης 1994, Μ.Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Θεωρία – Νομολογία, τόμο Ι, έτος έκδοσης 2012, άρθρο 254, αριθ.1 έως 8, σελ.465 και 466, Μακρίδου σε Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, έτος έκδοσης 2000, άρθρο 254, αριθ.1 έως 9, σελ.528 έως 530, ΑΠ 243/2017, ΑΠ 285/2017, ΑΠ 338/2017, ΑΠ 365/2017, ΑΠ 523/2016, ΑΠ 27/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1589/2009 ΔΕΕ 2010.731, ΕφΠειρ 18/2014 ΤΝΠ Νόμο, ΕφΘεσ 1669/1998 Αρμ 1998.830). Η παρεχόμενη από την ανωτέρω διάταξη εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει με μη οριστική απόφασή του και την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περαιωμένη, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και την περίπτωση που κρίνει ότι πρέπει να προσκομισθούν ορισμένα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης έγγραφα.

Πλην, όμως, ενόψει των προαναφερομένων, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να διακριβώσει με ασφάλεια εάν η επίδοση της κρινόμενης αγωγής στην δεύτερη εναγομένη έγινε νόμιμα, αφού δεν αποδείχθηκε με ασφάλεια ότι παρελήφθη πράγματι το δικόγραφο υπό κρίσιν αγωγής με κλήση προς συζήτηση από τη δεύτερη εναγομένη και μάλιστα εγκαίρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ώστε να μπορέσει να προπαρασκευάσει την άμυνα της και δοθέντος ότι, σύμφωνα με τα σχετικά προδιαλαμβανόμενα, πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παρ.1 του άρθρου 15 της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, χωρίς, ταυτόχρονα, να πληρούνται οι όροι της παρ. 2 του άρθρου αυτού, που παρέχει δυνατότητα εκδίκασης της υπόθεσης. Ως εκ τούτου, δεδομένης της ανακύψασας στο Δικαστήριο αμφιβολίας ως προς το κρίσιμο αυτό ζήτημα, από το οποίο και θα κριθεί εάν τηρήθηκε πλήρως η νόμιμη διαδικασία κατά τη Σύμβαση της Χάγης για την προσήκουσα επίδοσή τους στην αλλοδαπή (…) και σε γνωστή διαμονή και να προσκομιστεί η αντίστοιχη βεβαίωση του άρθρου 6 της παραπάνω Διεθνούς Σύμβασης περί παραλαβής των εγγράφων ή περί αδυναμίας επίδοσης αυτών, επομένως, το παρόν Δικαστήριο στο πλαίσιο της αυτεπάγγελτης έρευνάς του για το παραδεκτό της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής ως προς τη δεύτερη εναγομένη δεν δύναται να διακριβώσει το νομότυπο της επίδοσης της ένδικης αγωγής, και σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στον ανωτέρω νομικό κανόνα, κρίνει αναγκαίο, αφού αναβληθει η συζήτηση της υπόθεσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, να διαταχθεί η προσκομιδή στη μετ’ επανάληψη συζήτηση της υπόθεσης, επιμελεία της ενάγουσας, πρόσφορων εγγράφων, από τα οποία να προκύπτει η ολοκλήρωση της νόμιμης πραγματικής επίδοσης της αγωγής στην αλλοδαπή διεύθυνση της καταστατικής έδρας της δεύτερης εναγομένης (ΑΠ 856/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1110/2018 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 571/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 28/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 112/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 501/2014 ΕφΑΔ 2014.517, ΑΠ 1305/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1876/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 839/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 34/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 390/2016 ΤΝΠ Νόμος). Επίσης, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι, παρά το γεγονός ότι η απολειπόμενη δεύτερη εναγομένη συνδέεται με την πρώτη εναγομένη με το δεσμό της απλής παθητικής ομοδικίας, ενόψει του ότι  αφενός δεν προβλέπεται ρητά από κάποια διάταξη νόμου ότι η κρινόμενη αγωγή στρέφεται υποχρεωτικά κατά αμφοτέρων (υποχρεωτική κοινή εναγωγή όλων), ήτοι ότι αυτές μόνο από κοινού μπορούν να εναχθούν ούτε, όμως, η εν λόγω διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση με συνέπεια οι δικαστικές πράξεις ή παραλείψεις καθεμίας από αυτές να μη βλάπτουν ή ωφελούν την άλλη (άρθρο 75 ΚΠολΔ), επειδή υφίσταται η αναγκαιότητα αποτροπής του ενδεχομένου έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων ως προς αυτές και για λόγους ενιαίας διεξαγωγής της δίκης (ενότητα της κρίσης) και οικονομία της δικαστικής ενέργειας και της δαπάνης των διαδίκων, αλλά και επίτευξης ενιαίας κρίσης και τελικής λύσης της ένδικης διαφοράς, πρέπει, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 75 παρ.2 εδ.2, 241, 245 παρ.1 και 246 του ΚΠολΔ, να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης και ως προς την πρώτη εναγομένη εταιρεία, για να εκδικαστεί ενιαία η διαφορά (ΑΠ 487/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 1028/2002 Αρμ 2003.689, ΜονΠρωτΠατρ 28/2017 ΕλλΔνη 2017.1503), τούτο δε ανεξαρτήτως των θεμάτων παθητικής νομιμοποίησης που εγείρονται εν προκειμένω για την πρώτη εναγομένη εταιρεία με βάση τα εκτιθέμενα στο ιστορικό της αγωγής τόσο αναφορικά με τη συμβατική βάση της ένδικης διαφοράς (διαδοχικές επιμέρους πωλήσεις καυσίμων και έκδοση τιμολογίων), όσο και με την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ιδίως ως προς τη βασιμότητα της σωρευτικής αναδοχής χρέους από την πρώτη εναγομένη, τα οποία θα κριθούν συνολικά στη μετ’ επανάληψη συζήτηση της υπόθεσης αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, και για τα οποία διαλαμβάνονται σχετικώς τα θέματα στις οικείες αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης.

Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας και ενέργειας του Δικαστηρίου, αφού να αναβληθεί η έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου, να διαταχθεί η κατά τη διάταξη του άρθρου 254 ΚΠολΔ, επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης (ΑΠ 1566/2010 ΕφΑΔ 2011.541,ΠολΠρΑθ 3065/2012 ΤΝΠ Νόμος, ΠολΠρΑθ 1237/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΠρΣερρ 248/2018 ΕΠολΔ 2018.576, ΜονΠρΣπαρτ 191/2018 ΕφΑΔ 2018.1229, ΜονΠρΘες 25508/2012 Αρμ 2014.1710, ΜονΠρΡοδ 579/2010 ΤΝΠ Νόμος),προκειμένου να προσκομισθούν επιμελεία της ενάγουσας τα ανωτέρω αποδεικτικά έγγραφα για την ολοκλήρωση της διαδικασίας νόμιμης και πραγματικής κλήτευσης της δεύτερης εναγομένης εταιρείας στην παρούσα δίκη, στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, για λόγους πληρέστερης και ασφαλέστερης κρίσης της ένδικης υπόθεσης, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 271 παρ.1, 2 και ιδίως 3 ΚΠολΔ και των έννομων συνεπειών σε βάρος της, καθώς και για την πρώτη εναγομένη εταιρεία από κοινού, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, αφενός παράβολο ανακοπής ερημοδικίας ως προς τη δεύτερη εναγομένη δεν ορίζεται, διότι η παρούσα λόγω του μη οριστικού χαρακτήρα της δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας, και αφετέρου σε δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, καθόσον, σύμφωνα με το άρθρο 191 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ, ως ισχύει, δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, όταν η απόφαση είναι μη οριστική, όπως εν προκειμένω, καθώς η κατανομή των δικαστικών εξόδων γίνεται μόνο με την έκδοση οριστικής απόφασης (βλ. σχετ. Ορφανίδη, σε Κεραμέα Κονδύλη Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, τόμο Ι, έτος έκδοσης 2000, άρθρο 191 αριθ.1,  Β.Βαθρακοκοίλη, ό.π., τόμο Α’, έτος έκδοσης 1996, άρθρο 176, αριθ.8, σελ.1013, άρθρο 191, αριθ.1 και 2, σελ.1055 και 1056, Μ.Μαργαρίτη, σε Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Θεωρία-Νομολογία, τόμο Ι, έτος έκδοσης 2012, άρθρο 191, αριθ.2, σελ.332, ΕφΑθ 5011/2009 ΕλλΔνη 2010.525, ΕφΑθ 2340/2002 ΕλλΔνη 2002.1442).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

              ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης εναγομένης και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση της οριστικής του απόφασης επί της κρινόμενης αγωγής.

             ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομισθούν επιμελεία της ενάγουσας κατά τη νέα συζήτηση, που θα λάβει χώρα με κλήση του επιμελεστέρου των διαδίκων πρόσφορα αποδεικτικά έγγραφα, από τα οποία θα αποδεικνύεται με ασφάλεια και πληρότητα η ολοκλήρωση της διαδικασίας νόμιμης και πραγματικής κλήτευσης της δεύτερης εναγομένης εταιρείας στην παρούσα δίκη, στην ημεδαπή ή στην αλλοδαπή, για λόγους πληρέστερης, ασφαλέστερης και ενιαίας δικανικής κρίσης της ένδικης διαφοράς για άπαντες τους διαδίκους.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις     -8-2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ