ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
3912/2019
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη Εισηγητή, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη και τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 26-2-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία εδρεύει στη Σιγκαπούρη (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, με αριθμό μητρώου εταιρειών …, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Γεώργιος Λατσούδης, χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία έχει την καταστατική της έδρα στη Μ. Λιβερίας (…), πραγματική όμως έδρα στην Ελλάδα (… Αττικής), όπως νόμιμα εκπροσωπείται, 2) Δ. Ι. Β., κατοίκου Γ. Αττικής (οδός …) και 3) Γ. Μ., κατοίκου Γ. Αττικής, οδός …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις κατ’ άρθρο 237 παρ. 1 εδ. α’ του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε αυτό από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Παναγιώτης Χιωτέλης, χωρίς να παρασταθεί στο ακροατήριο.
Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 18-6-2018 αγωγή της η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 6784/2994/2018, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 237 ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015) και γράφθηκε στο πινάκιο.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 455 ΑΚ, ο δανειστής μπορεί με σύμβαση να μεταβιβάσει σε άλλον την απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εκχώρηση είναι η σύμβαση μεταξύ δανειστή και τρίτου, με την οποία ο πρώτος μεταβιβάζει απαίτησή του στο δεύτερο. Η εκχώρηση είναι σύμβαση διαθέσεως και αναιτιώδης, δηλαδή ανεξάρτητη από την αιτία. Η κατά τα ως άνω εκχώρηση της απαιτήσεως σε τρίτο αποτελεί μεταβολή απλώς του προσώπου του δικαιούχου, δεν συνιστά αλλοίωση της ενοχής και η μεταβιβαζόμενη απαίτηση, παρά την αλλαγή του προσώπου του δανειστή, παραμένει η ίδια, όπως και προηγουμένως (ΑΠ 826/2001 δημ. στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1784/2015 δημ. στα ΧρΙΔ 2015 σελ. 606).
Αντικείμενο εκχώρησης είναι μόνον οι απαιτήσεις του δανειστή κατά του οφειλέτη, δηλαδή οι ενοχικές αξιώσεις, είτε αυτές πηγάζουν από ενοχικά δικαιώματα είτε από οποιοδήποτε άλλο τοιούτο (Γεωργιάδης-Σταθόπουλος ΕρμΑΚ άρθρο 455, αρ. 30). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 455, 456, 458,460, 462 και 463 του ΑΚ, συνδυαζόμενες και προς εκείνες των άρθρων 200 και 288 ίδιου Κώδικα, σαφώς συνάγεται α) ότι η σύμβαση εκχώρησης έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της απαίτησης από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, ο οποίος μετά την αναγγελία καθίσταται ο μόνος δικαιούχος αυτής και ο μόνος νομιμοποιούμενος πλέον να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη και όχι ο εκχωρητής, ο οποίος έχει ήδη αποξενωθεί από την απαίτηση, β) ότι ο εκχωρητής έχει την παρεπόμενη υποχρέωση να παραδώσει στον εκδοχέα τα αποδεικτικά της απαίτησης έγγραφα, που τείνουν στην απόδειξή της και είναι αναγκαία για την ενάσκησή της, τα οποία υπάρχουν και βρίσκονται στην κατοχή του εκχωρητή, έστω και μετά την εκχώρηση, προκειμένου έτσι να εξασφαλισθεί ο εκδοχέας στην ευχερέστερη ενάσκηση των δικαιωμάτων του από την εκχωρηθείσα απαίτηση και γ) ότι ο εκδοχέας γίνεται, από και διά της αναγγελίας της εκχώρησης, κύριος της εκχωρηθείσας απαίτησης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονται αναπόσπαστα με τη φύση της απαίτησης, χωρίς βελτίωση ή χειροτέρευση της προηγούμενης νομικής θέσης του οφειλέτη και ότι ο τελευταίος μπορεί να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ουσιαστικές ενστάσεις που του ανήκουν από την απαίτηση κατά του εκχωρητή, εφόσον δεν συναρτώνται στενά με το πρόσωπο του τελευταίου και εφόσον η γέννησή τους εντάσσεται σε χρόνο πριν από εκείνο της αναγγελίας. Τέτοιες ενστάσεις είναι εκείνες που παρεμποδίζουν τη γέννηση της απαιτήσεως και πρέπει να υφίστανται πριν από την αναγγελία, όπως πχ. ότι δεν προσκομίζονται τα αναγκαία αποδεικτικά έγγραφα της εκχωρηθείσης απαίτησης. Η κρατούσα στη νομολογία και στην επιστήμη άποψη είναι ότι αρκεί κατά το χρόνο της αναγγελίας να υπήρχε ο νόμιμος λόγος ή η βάση της ενστάσεως, έστω και αν τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία αυτή θεμελιώνεται, συνέτρεξαν μετά την αναγγελία. Μετά την αναγγελία, μπορεί ο οφειλέτης να αντιτάξει κατά του εκδοχέα, όλες τις ενστάσεις που θίγουν αμέσως το κύρος της εκχωρήσεως (ΕφΑθ 1784/2015, ο.π. ΕφΑθ 5368/2010 ΕλλΔνη 54, 1672). Με αναγγελία ισοδυναμεί και η από τον εκχωρηθέντα οφειλέτη αναγνώριση ή αποδοχή της εκχώρησης, όπως και η επίδοση της αγωγής του εκδοχέα για την καταβολή της εκχωρηθείσας απαίτησης, χωρίς να είναι αναγκαίο τούτο να αναγράφεται ρητά στο δικόγραφο της αγωγής (Βλ.ΑΠ 1216/1995 ΕλλΔνη 39,854, ΕφΑθ.3773/2010 Δημ. ΝΟΜΟΣ, Κρητικός, ό.π., υπό το άρθρο 460 αρ. 15 και τις εκεί παραπομπές).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 10 ΑΚ, η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επί μέρους ζητήματα, που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως “έδρα” νοείται κατά τη διάταξη αυτή η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκαταστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, στον οποίο (τόπο) συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του και στον οποίον ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Έτσι, οι αλλοδαπές εταιρίες, οι οποίες έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί συμφώνως προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρίες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες “εν τοις πράγμασι”. Τούτο, όμως, δεν ισχύει προκειμένου περί: α) εταιριών των Η.Π.Α., συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ. 3 εδ. 2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, κυρωθείσης δια του άρθρου μόνου του ν. 2893/1954, β) εταιριών συσταθεισών συμφώνως προς την νομοθεσία κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 43, 48 και 293 της Συνθήκης Ευρωπαϊκής Ενώσεως, ως έχει τροποποιηθεί μεταγενεστέρως, η οποία έχει κυρωθεί δια του άρθρου πρώτου του ν. 945/1979), γ) ναυτιλιακών εταιριών του άρθρου 1 του ν.791/1978, των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήσαν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό Ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του ν.27/1975 ή των α.ν. 89/1967 και 378/1968, οι οποίες διέπονται ως προς την σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, στην οποία βρίσκεται, κατά το καταστατικό τους, η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου από τον οποίο διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Σημειωτέον ότι, η εφαρμογή των διατάξεων αυτών του άρθρου 1 του ν.791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται ή διεχειρίζοντο γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας, χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ιδία ως άνω (υπό στοιχείο γ’ ) εξαίρεση (άρθρα 1 του ν. 791/1978 και 25 του ν. 27/1975, ως αντικ. δια του άρθρου 4 του ν. 2234/1994, 11Δ του ν. 3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεών τους και δ) ναυτιλιακών εταιριών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ως και των εταιριών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ’ ) εξαίρεση (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 201/2014, 803/2010, 812/2008, ΑΠ 186/2008). Επομένως, αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες, που έχουν την πραγματική τους έδρα στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν εγκατασταθεί & αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωτέρω νόμων, ούτε ήταν ποτέ πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων με ελληνική σημαία δεν εμπίπτουν στις ανωτέρω ρυθμίσεις και, επειδή δεν συστήθηκαν συμφώνως προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, είναι άκυρες ως εταιρίες του αντιστοίχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν στην Ελλάδα και αυτές ως ομόρρυθμες εταιρίες “εν τοις πράγμασι” (ΑΠ 803/2010). Εάν ανακληθεί η άδεια εγκαταστάσεως των υπό στοιχείο δ` εταιριών, οι εν λόγω εταιρίες, από της δημοσιεύσεως δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως της σχετικής υπουργικής αποφάσεως, εφ` όσον συνεχίζεται η λειτουργία αυτών, επειδή δεν έχουν συσταθεί κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, θεωρούνται κατά τα ανωτέρω ομόρρυθμοι εν τοις πράγμασι και τα μέλη της διοικήσεως και οι μέτοχοι αυτών ευθύνονται απεριορίστως και εις ολόκληρον μετά της εταιρίας, δεν επάγεται, όμως, το αυτό αποτέλεσμα η ανάκληση της τυχόν υφισταμένης αδείας εγκαταστάσεως των υπό στοιχεία ά, β` και γ` εταιριών ή η ανάκληση της υφισταμένης αδείας εγκαταστάσεως των υπό στοιχείο ε` εταιριών, αφού η εγκατάσταση των υπό στοιχεία α`, β` και γ` εταιριών και η ενεστώσα εγκατάσταση των υπό στοιχείο ε` εταιριών εντός της ημεδαπής δεν αποτελεί προϋπόθεση της αναγνωρίσεως των εν λόγω νομικών προσώπων ως διεπομένων ως προς την σύσταση, την νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της καταστατικής έδρας αυτών (ΕφΠειρ 701/2013 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος).
ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 291, 292 ΑΚ και 6 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 5422/1932, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (άρθρο 20 ΕισΝΑΚ) και το οποίο ορίζει ότι “Αι πάσης φύσεως εις συνάλλαγμα οφειλαί αι πληρωτέαι εν Ελλάδι εξοφλούνται εις δραχμάς επί τη τρεχούση τιμή της ημέρας της εξοφλήσεως”, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 ν. 2842/2000, συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα, ο δανειστής δικαιούται να ζητήσει, με την αγωγή του, το ισότιμο σε ευρώ του αλλοδαπού νομίσματος, κατά την επίσημη τιμή του την ημέρα της πληρωμής (ΑΠ 613/1974 ΝοΒ 23.169, ΑΠ 698/2006, ΑΠ 1884/2013, ΑΠ 124/2014 ΑΠ 388/2015 – “Νόμος”), δηλαδή εκείνη που προκύπτει από το σχετικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος, το οποίο αποτελεί το κατά νόμο (αρ. 8 ν. 5422/32) αποδεικτικό μέσο αυτής (τιμής) (ΟλΑΠ 21/1990 ΕλλΔνη 31,811, ΕφΑθ 5770/88 ΕλλΔ 31, 375, ΕφΠειρ 571/1999, ΕφΠειρ.98/2019 – “Νόμος”). Αντίστοιχα και το δικαστήριο, κατά την εκδίκαση της αγωγής και την επιδίκαση της απαιτήσεως, δεν διατάζει απόδειξη για την ισοτιμία, αλλά υποχρεώνει τον οφειλέτη να καταβάλει στο δανειστή το σε δραχμές (ήδη ευρώ) ισάξιο του ξένου νομίσματος με βάση την τρέχουσα τιμή τούτου στον τόπο και κατά την ημέρα της πραγματικής πληρωμής, που γίνεται προς εξόφληση της οφειλής, είτε εκουσίως είτε κατόπιν αναγκαστικής εκτελέσεως του αφορώντος την σε αλλοδαπό νόμισμα οφειλή εκτελεστού τίτλου. Ως τρέχουσα τιμή του αλλοδαπού νομίσματος νοείται, κατ` άρθρο 8 παρ. 1 του Ν. 5422/1932, η τιμή στην οποία η Τράπεζα της Ελλάδος αγοράζει και πωλεί το νόμισμα αυτό («Τρέχουσα τιμή συναλλάγματος εκάστης ημέρας, κατά τον παρόντα νόμον, είναι η τιμή, εις ην η Τράπεζα της Ελλάδος αγοράζει και πωλεί συνάλλαγμα»). Πριν την καθιέρωση του ευρώ ως εθνικού νομίσματος, ο τρόπος προσδιορισμού της ισοτιμίας της δραχμής προς όλα τα αλλοδαπά νομίσματα εκτός του δολλαρίου ΗΠΑ, η ισοτιμία του οποίου προς τη δραχμή ανήκε στην κυριαρχική κρίση της Τράπεζας της Ελλάδος, γινόταν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 εβ` του ΑΝ 362/1945, 1 του ΑΝ 1820/1951, παρ. 2 της ΠΥΣ 267/1953, που κυρώθηκε με το άρθρ. 1 ΝΔ 2415/1953, και 1 παρ. 3 του Ν 229/1973, με βάση τη σχέση καθενός από τα νομίσματα αυτά προς το δολλάριο ΗΠΑ. Η με τον τρόπο αυτό καθοριζόμενη ισοτιμία αποτελούσε, κατά το άρθρο 3 παρ. 2 του ΑΝ 362/1945, τη νόμιμη τιμή του αλλοδαπού νομίσματος, η οποία λαμβανόταν υπόψη από τα δικαστήρια και λοιπές αρχές και από τους ιδιώτες προς ρύθμιση των οφειλών στο αλλοδαπό αυτό νόμισμα. Η τιμή αυτή του αλλοδαπού νομίσματος, ως απλό πραγματικό γεγονός, αφού δεν την ορίζει κανόνας δικαίου, αν αμφισβητηθεί ακόμη και κατά την εκτέλεση του σχετικού εκτελεστού τίτλου, αποτελεί αντικείμενο αποδείξεως, η οποία γίνεται σύμφωνα με τα άρθρα 8 παρ. 2 του Ν 5422/1932, παρ. 3 της ΠΥΣ 267/1953, και 1 παρ. 4 του ΝΔ 229/1973, με την προσκόμιση του σχετικού δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος, εφόσον η τιμή του νομίσματος αυτού περιλαμβάνεται στο δελτίο αυτό
Με την υπό κρίση αγωγή, όπως το περιεχόμενο της περιορίσθηκε με τις προτάσεις (άρθρο 223 ΚΠολΔ), η ενάγουσα εκθέτει ότι η πρώτη εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία δραστηριοποιείται στο χώρο της εμπορίας εξαρτημάτων και ανταλλακτικών πλοίων από το έτος 1987 και έχει εγκατασταθεί στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 ν. 27/1975 από το έτος 2010 οπότε και έλαβε τη σχετική άδεια. Ότι η εταιρεία «…» με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης που κατήρτισε με την πρώτη εναγομένη στον Χόνγκ Κόνγκ κατά τις αναφερόμενες ημερομηνίες των ετών 2013-2015, πώλησε και παρέδωσε στα πλοία που της υπέδειξε η τελευταία τα αναφερόμενα αναλυτικά στην αγωγή εξαρτήματα και ανταλλακτικά πλοίων συνολικής αξίας 386.086,28 δολαρίων ΗΠΑ, εκδίδοντας για το σκοπό τιμολόγια ίσης αξίας, τα οποία ήταν πληρωτέα εντός προθεσμίας 120 ημερών από την έκδοση τους. Ότι η αγοράστρια (πρώτη εναγομένη) κατέβαλε έναντι της ως άνω οφειλής της, ως μερική εξόφληση του υπ’ αριθ. …/6.11.2014 τιμολογίου, το ποσό των 74.813,02 δολαρίων ΗΠΑ, ενώ η εκχωρήτρια χορήγησε έκπτωση ύψους 70 δολαρίων ΗΠΑ με αποτέλεσμα η επίδικη οφειλή να ανέλθει στο ποσό των 311.203,26 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο αναγνώρισε ως οφειλόμενο η αγοράστρια εταιρεία. Εκθέτει, περαιτέρω, ότι το αντικείμενο δραστηριότητας της αγοράστριας εταιρείας δεν εμπίπτει στις περιγραφόμενες δραστηριότητες στη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 25 του ν. 27/75 και κατά συνέπεια, η σχετική άδεια λογίζεται ανακληθείσα. Ότι η πρώτη εναγομένη είναι εταιρεία που έχει ιδρυθεί νόμιμα κατά τη νομοθεσία της Λιβερίας τον Μάρτιο του 1987, πλην όμως είναι πραγματικά εγκατεστημένη στη Γ……… όπου έχει το κέντρο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και λειτουργεί η διοίκησή της, κατά δε το ελληνικό δίκαιο –που είναι το εφαρμοστέο ως το δίκαιο της πραγματικής έδρας της− δεν έχει τηρήσει τις διατυπώσεις δημοσιότητας με συνέπεια να αποτελεί μία «εν τοις πράγμασι» (de facto) ομόρρυθμη εταιρεία με εταίρους τον δεύτερο και τρίτο των εναγομένων, οι οποίοι τυγχάνουν μέτοχοι της σε ποσοστό 75% και 25% αντίστοιχα και ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον λόγω σύμβασης, άλλως η πρώτη εναγομένη με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού καθόσον κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της πωλήτριας εταιρείας. Ότι η πωλήτρια εταιρεία στις 22-1-2018 με σύμβαση που καταρτίσθηκε στη Σιγκαπούρη εκχώρησε στην ενάγουσα εταιρεία την επίδικη απαίτηση και προέβη στην αναγγελία της εκχώρησης με την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα, ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ως ομόρρυθμοι εταίροι της αγοράστριας εταιρείας, επικουρικά δε ο δεύτερος εναγόμενος διότι καταχράσθηκε τη νομική προσωπικότητα της πρώτης εναγομένης την οποία χρησιμοποιούσε ως παρένθετο πρόσωπο για την άσκηση της ατομικής του επιχείρησης, το ποσό των 311.203,26 δολαρίων ΗΠΑ, άλλως το σε ευρώ ισάξιο κατά το χρόνο της πληρωμής και δη το ποσό των 251.867,55 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της λήξης της προθεσμίας πληρωμής κάθε τιμολογίου, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, αρμοδίως εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13 και 14 παρ.2, 18, 22, 25 παρ.2, 37 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, 2 εδ.α΄, 3 περ.Α και Β στοιχ.ι΄ του Ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της προκείμενης διαφοράς σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 8 παρ.1, 62, 63 παρ.1, 66 παρ.1-2 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, κατά την τακτική διαδικασία, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. Περαιτέρω, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12 επ.), τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά. Αναφορικά με το εφαρμοστέο δίκαιο, πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Ως προς την ευθύνη των εναγομένων από τις ιστορούμενες συμβάσεις πώλησης καθίσταται αναγκαία η προσφυγή στις διατάξεις της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων που υιοθετήθηκε από τη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στη Βιέννη στις 11-04-1980 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 2532/1997 και ισχύει από 01-02-1999. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 περ. β΄ της ως άνω Σύμβασης, αυτή εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι), το οποίο ορίζει ότι οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα συμβαλλόμενα μέρη, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που προκύπτει από μετασυμβατικό καθορισμό, καθώς η μεν ενάγουσα επικαλείται τις διατάξεις του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, οι δε εναγόμενες δεν προβάλλουν καμία αντίρρηση ως προς το ζήτημα αυτό (ΑΠ 1115/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1383/2008 ΕΝΔ 2009.57, ΑΠ 904/2008 ΕΕμπΔ ΝΘ΄.577, ΕφΠειρ 317/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 809/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 262/2012 ΕΝΔ 2012.269, ΕφΠειρ 36/2012 ΕΝΔ 2012.302, ΕφΠειρ 624/2012 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Ζ.Παπασιώπη-Πασιά, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, έκδ.Ε΄, κεφ.15, παρ.2γ΄, σελ.301-302), δεδομένου ότι η έδρα-συνήθης διαμονή της ενάγουσας πωλήτριας εταιρείας είναι στην αλλοδαπή (Ν. Μ.) κατ’ άρθρο 4 παρ.1 περ.α΄ του Κανονισμού και δεν προκύπτει από την αγωγή η χώρα στην οποία οφείλεται να εκπληρωθεί η χαρακτηριστική παροχή των επίδικων συμβάσεων πώλησης, προκειμένου να εφαρμοστεί το δίκαιό της, κατ’ άρθρο 4 παρ.2 του Κανονισμού, συνακόλουθα, τυγχάνει εφαρμογής είτε η παρ.3 είτε η παρ.4 του άρθρου 4 του Κανονισμού αυτού, βάσει των οποίων από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση συνδέεται (προδήλως) στενότερα με χώρα άλλη από αυτή στην οποία αναφέρονται οι παρ.1 και 2 του ιδίου άρθρου, ήτοι την Ελλάδα, ενόψει του ότι οι εναγόμενοι φέρονται να έχουν την πραγματική τους έδρα και κατοικία στην Ελλάδα, για το οποίο δεν προβάλουν οποιαδήποτε αντίρρηση στην προκείμενη δίκη, ενώ ο σύνδεσμός της πρώτης εναγομένης εταιρεία με την αλλοδαπή καταστατική της έδρα, όπως εκτίθεται στην αγωγή, είναι χαλαρός (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101), λαμβάνοντας υπόψη για την έννοια της συνήθους διαμονής τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1, βάσει της οποίας, για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ως συνήθης διαμονή εταιρείας με ή χωρίς νομική προσωπικότητα νοείται ο τόπος της κεντρικής διοίκησης, όπου ασκείται η πραγματική διοίκησή τους και λαμβάνονται οι αποφάσεις που αφορούν την επιχειρηματική δραστηριότητά τους. Περαιτέρω, η ως άνω Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της, υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου, κατά το άρθρο 28§1 του Συντάγματος (βλ. ΕφΑθ 5745/2010, Δνη 2011,857, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Με τις διατάξεις της ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις του αγοραστή, οι οποίες συνίστανται στην πληρωμή του τιμήματος και την παραλαβή των πωληθέντων κινητών πραγμάτων (αρθρ. 53 της Σύμβασης). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιο άλλο ορισμένο μέρος, οφείλει να το πληρώσει στην εγκατάστασή του (αρθρ. 57§1 περ. α΄ της Σύμβασης). Αν ο αγοραστής δεν είναι υποχρεωμένος να πληρώσει το τίμημα σε κάποιον άλλον ορισμένο χρόνο, οφείλει να το πληρώσει όταν ο πωλητής θέσει στη διάθεση του αγοραστή τα κινητά πράγματα ή το παραστατικό τους έγγραφα, σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης και την εν λόγω Διεθνή Σύμβαση (αρθρ. 58§1 εδ. α΄ της Σύμβασης). Ο αγοραστής υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα κατά το χρόνο που έχει ορισθεί στη σύμβαση πώλησης ή που προκύπτει από αυτήν και την παρούσα Σύμβαση, χωρίς να απαιτείται πρόσκληση ή συμμόρφωση προς οποιεσδήποτε διατυπώσεις εκ μέρους του πωλητή (αρθρ. 59 της Σύμβασης). Ο πωλητής μπορεί να απαιτήσει από τον αγοραστή να πληρώσει το τίμημα, να παραλάβει τα κινητά πράγματα και να εκπληρώσει τις άλλες υποχρεώσεις του, εκτός αν ο πωλητής έχει ασκήσει έννομο βοήθημα που δεν συμβιβάζεται με αυτήν την απαίτηση (αρθρ. 62 της Σύμβασης). Επίσης κατά το άρθρο 78 της Σύμβασης, αν ένα μέρος αρνείται να πληρώσει το τίμημα ή οποιαδήποτε άλλο ληξιπρόθεσμο ποσό, το άλλο μέρος έχει αξίωση για τόκο επί των ποσών αυτών. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 7§2 της Σύμβασης, ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και δεν αντιμετωπίζονται ρητά από αυτήν, ρυθμίζονται σύμφωνα με τις γενικές αρχές στις οποίες η Σύμβαση στηρίζεται ή, ελλείψει τέτοιων αρχών, σύμφωνα με το δίκαιο που είναι εφαρμοστέο κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Τέτοια δε ζητήματα που δεν ρυθμίζονται από την Σύμβαση και δεν προκύπτουν από τις γενικές αρχές της είναι και η υπερημερία ως εναρκτήριο της υποχρέωσης προς καταβολή τόκων γεγονός, αλλά και το οφειλόμενο ποσοστό τόκου (ΕφΑθ 5745/2010, ο.π.), καθώς επίσης και η παραγραφή των εκατέρωθεν αξιώσεων, θέματα τα οποία ρυθμίζονται από το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, το οποίο τυγχάνει εφαρμοστέο εν προκειμένω σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Εξάλλου, ως προς τη στηριζόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού επικουρική βάση της (αγωγής), εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με τα άρθρα 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 3, 10 παρ. 1 και 32 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές της 11.7.2007, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το δίκαιο αυτό (ελληνικό) διέπει την υφιστάμενη σύμβαση πώλησης μεταξύ των μερών, η οποία εμφανίζει στενό σύνδεσμο με αυτόν τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Περαιτέρω, ως προς την ευθύνη του δεύτερου εναγομένου (φυσικού προσώπου) ως κυρίαρχου μετόχου και νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εταιρείας, η οποία θεμελιώνεται, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, στην κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της τελευταίας, εφαρμοστέο τυγχάνει επίσης το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 ΑΚ, ως το δίκαιο της πραγματικής έδρας της εναγομένης εταιρείας, το οποίο είναι εφαρμοστέο στην περίπτωση που η ευθύνη αυτή προϋποθέτει προηγούμενη άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου (ΕφΑθ 4801/2009, Δνη 2010,250, ΕφΠειρ 1000/2006, ΕΝαυτΔ 2007,187, ΠΠρΠειρ 2400/2010, ΔΕΕ 2011,56, ΠΠρΠειρ 1673/2003, ΔΕΕ 2003,791, ΕΕμπΔ 2004,80,535, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ενόψει όλων των προαναφερόμενων κανόνων της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων καθώς και του ελληνικού ουσιαστικού δικαίου, που αφορούν την κρινόμενη υπόθεση, η ένδικη αγωγή κρίνεται κατά την κύρια βάσης της νόμιμη πλην του αιτήματος περί επιδικάσεως αυτούσιου αλλοδαπού νομίσματος, και δη του ποσού των 311.202,26 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθόσον, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 291, 292 ΑΚ και 6§1 ν. 5422/1932 συνάγεται ότι όταν συνομολογήθηκε νόμιμα οφειλή σε ξένο νόμισμα πληρωτέο στην Ελλάδα, όπως εν προκειμένω, ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό και ο δανειστής, ενασκώντας με την αγωγή την αξίωσή του, δικαιούται να το ζητήσει μόνο σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία του ημεδαπού και του αλλοδαπού νομίσματος κατά την ημέρα κατά την οποία πράγματι γίνεται η πληρωμή. Αντιθέτως, η επικουρική βάση της κρινόμενης αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, διότι η ενάγουσα δεν επικαλείται ειδικώς μ’ αυτή ακυρότητα της ένδικης σύμβασης, από την οποία απορρέουν οι αγωγικές αξιώσεις (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 44. 1261, ΑΠ 222/2003 ΕλλΔνη 45. 475) Ειδικότερα, η παράδοση των πωληθέντων προϊόντων έγινε για την εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία αναλήφθηκε με σύμβαση και κατά συνέπεια δεν έγινε αναίτια, ώστε να μπορεί να αναζητηθεί κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η σύμβαση αποτελεί κατά το άρθρ. 361 του ΑΚ νόμιμη αιτία και μπορεί, έτσι, κάθε συμβαλλόμενος, εφόσον αυτή είναι ισχυρή, να ασκήσει τα δικαιώματά του απ’ αυτή. Αξίωση κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό προς αναζήτηση της παροχής που καταβλήθηκε στο πλαίσιο σύμβασης μπορεί να ασκηθεί μόνον αν η σύμβαση είναι άκυρη, ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οποιοδήποτε λόγο, πρέπει δε τα σχετικά περιστατικά, που συνεπάγονται το ανίσχυρο ή την ανατροπή της σύμβασης και συνιστούν τη βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να τα επικαλείται η ενάγουσα με την αγωγή του κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, σύμφωνα με το άρθρ. 216 ΚΠολΔ, αλλιώς η αγωγή είναι αόριστη και απορριπτέα ως απαράδεκτη (ΟλΑΠ 23/2003, ΑΠ 390/2011, ΑΠ 422/2018 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος). Τέλος, αναφορικά με το αίτημα που συνοδεύει τη δεύτερη αγωγική βάση κατά τα άρθρα 105 και 106 ΚΠολΔ, περί άρσης της νομικής προσωπικότητας της πρώτη εναγομένης εταιρείας στο πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου, κρίνεται απορριπτέο ως αόριστο, διότι η ενάγουσα δεν εκθέτει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς της εταιρείας από τον δεύτερο εναγόμενο με σκοπό την πρόκληση ζημίας σε βάρος της και την αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του προς αυτήν. Ειδικότερα, στην αγωγή δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν την ανεπαρκή χρηματοδότηση της εταιρείας εκ μέρους του φυσικού προσώπου, τη σύγχυση ατομικής και εταιρικής περιουσίας μεταξύ του νομικού και του φυσικού προσώπου, την έλλειψη συναλλακτικής οργάνωσης και δράσης της εταιρείας και την κατ’ αποτέλεσμα σχέση απόλυτης κυριαρχικής εξάρτησης, από οικονομικής και διοικητικής απόψεως της πρώτης εναγομένης εταιρείας από τον δεύτερο εναγόμενο. Άλλωστε, η άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας δεν δικαιολογείται μόνο από τη συγκέντρωση του συνόλου ή των περισσοτέρων μετοχών στο πρόσωπό του, ακόμη και αν είναι ο διευθύνων σύμβουλος που την ελέγχει έτσι τυπικά, αφού η εταιρεία ακόμη και τότε διατηρεί τη νομική και οικονομική της αυτοτέλεια, προκειμένου να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκεί μέσω αυτής, δεδομένου ότι κάθε τύπος εταιρείας θεσμοθετήθηκε γι’ αυτόν τον λόγο (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΕφΠειρ 111/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, η βάση της αγωγής που εδράζεται στη θεμελίωση της ιδιότητας του δεύτερου εναγομένου ως κυρίαρχου μετόχου της εναγομένης εταιρείας σε συνδυασμό με την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου αυτής, θα πρέπει, να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Περαιτέρω, η αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ερείδεται στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 1 περ. β΄, 7§2, 53, 57§1 περ. α΄, 58§1 εδ. α΄, 59, 62, 78 της Σύμβασης της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων, 291 (σε συνδ. με το άρθρο 1 του ν. 740/1977, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή που αφορά την εκμετάλλευση πλοίου, έτσι ώστε να τυγχάνει νόμιμη η συνομολόγησή της σε αλλοδαπό νόμισμα), 292§1, 293, 341, 345, 346, 4555 επ. ΑΚ, 111§1 ΕισΝΑΚ, 6§1 του ν. 5422/1932, 907, 908 περ. στ΄ και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το υπ’ αριθ129245419957 0606 0013 ηλεκτρονικό παράβολο και αποδεικτικό πληρωμής του δικαστικού ενσήμου).
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 289 ΚΙΝΔ, σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, στις οποίες, σύμφωνα με την τρίτη από τις προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό περιπτώσεις, περιλαμβάνονται και εκείνες οι οποίες προέρχονται από τη χορήγηση υλικών. Στις χορηγήσεις υλικών περιλαμβάνεται κάθε είδους αγορά πράγματος, αναλώσιμου ή μη, για τις ανάγκες του πλοίου, όπως είναι και η αγορά καυσίμων (βλ. Ι. Κοροτζή, Ναυτικό Δίκαιο, Τόμος Τρίτος, εκδ. 2007, σελ. 657-658). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 291§1 του ίδιου Κώδικα, η παραγραφή των παραπάνω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος εντός του οποίου συμπίπτει η αφετηρία αυτής, ήτοι από την πρώτη Ιανουαρίου του επόμενου έτους (ΑΠ 15/1992, ΕΕΝ 1993,151, ΕΕργΔ 1994,490, ΝοΒ 1993,76, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Προσέτι, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ, με την οποία προβλέπεται ως λόγος διακοπής της παραγραφής η με οποιαδήποτε τρόπο αναγνώριση της αξιώσεως από τον υπόχρεο, αρκεί για το αποτέλεσμα αυτό οποιαδήποτε ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη απέναντι στο δανειστή, από την οποία να προκύπτει ότι ο πρώτος, ευρισκόμενος σε πλήρη επίγνωση της αξιώσεως του τελευταίου, θεωρεί αυτήν ότι υπάρχει, ώστε να μην είναι αναγκαία η έγερση σχετικής αγωγής. Με την έννοια αυτή δεν εξετάζεται αν η ενέργεια και συμπεριφορά του οφειλέτη έχει δικαιοπρακτικό χαρακτήρα, ούτε αν συνιστά συμβατική ή μονομερή αναγνώριση της αξιώσεως ή σύμβαση αναγνωρίσεως χρέους, κατά την έννοια του άρθρου 873 ΑΚ. Η έχουσα τα παραπάνω στοιχεία συμπεριφορά πρέπει να επιδεικνύεται πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής, έναντι του δανειστή και όχι έναντι τρίτου προσώπου. Ο ισχυρισμός για διακοπή της παραγραφής αποτελεί αντένσταση κατά της τελευταίας, προτεινόμενη από το δικαιούχο της αξίωσης (ΑΠ 232/2010, ΔΕΕ 2010,1073, ΕΕμπΔ 2011,147, Επιδικία 2011,147, Δνη 2011,1352, ΕφΠειρ 131/2012, ΕΝαυτΔ 2012,209, ΠειρΝομ 2013,147, ΕφΠειρ 36/2012, ΕΝαυτΔ 2012,302, ΕΕμπΔ 2013,414, άπασες δημοσιευθείσες και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270 ΑΚ, αν η παραγραφή διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και αφότου περατώθηκε η διακοπή, αρχίζει νέα παραγραφή, ενώ στις περιπτώσεις του άρθρου 250 ΑΚ η νέα παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο περατώθηκε η διακοπή. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ, οι τελευταίες από τις οποίες (του ΑΚ) έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, συνάγεται σαφώς ότι για τις αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 289 ΚΙΝΔ και συμπίπτουν ως προς το περιεχόμενο τους με εκείνες του άρθρου 250 ΑΚ, σε περίπτωση διακοπής της παραπάνω ετήσιας παραγραφής αυτών για οποιοδήποτε λόγο και δη λόγω αναγνωρίσεώς τους από τον υπόχρεο, η νέα παραγραφή αρχίζει όχι αμέσως από το πέρας του λόγου της διακοπής αλλά από τη λήξη του έτους, κατά το οποίο έλαβε χώρα αυτός (ο λόγος της διακοπής), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 270§2 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση συμπληρωματικά, λόγω του υφιστάμενου ως προς το θέμα αυτό κενού του ΚΙΝΔ, στον οποίο δεν προβλέπεται αντίστοιχη διάταξη που να αναφέρεται στην έναρξη της νέας προθεσμίας μετά τη διακοπή της προαναφερόμενης παραγραφής (ΑΠ 15/1992, ο.π., ΕφΠειρ 36/2012, ο.π.).
Οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους αρνούνται το περιεχόμενο της αγωγής και ισχυρίζονται ότι ο δεύτερος και τρίτος εξ αυτών δεν ευθύνονται ως ομόρρυθμοι εταίροι διότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν οι επίδικες συναλλαγές εξακολουθούσε να είναι εγκατεστημένη στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να λογίζεται ως εγκύρως συσταθείσα σύμφωνα με το δίκαιο της καταστατικής έδρας της δηλαδή το Λιβεριανό. Περαιτέρω, με τις προτάσεις της, προβάλλουν την ένσταση παραγραφής της ένδικης αξίωσης της ενάγουσας, ισχυριζόμενοι ότι η αξίωση αυτή γεννήθηκε εντός των ετών 2013 και 2014 και, επομένως, η παραγραφή της συμπληρώθηκε την 31η-12-2014 και 31-12-2015 αντίστοιχα, σε χρόνο δηλαδή προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής. Η ως άνω καταλυτική ένσταση είναι ορισμένη και νόμιμη σύμφωνα με το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο το οποίο τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέο με βάση τα προεκτεθέντα, χωρίς να ασκεί επιρροή η επίκληση του αγγλικού δικαίου ως εφαρμοστέου για το ζήτημα της παραγραφής, δεδομένου ότι η ενάγουσα επικαλείται τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου για να θεμελιώσει την έννομη σχέση που τη συνδέει με τους εναγομένους και κατά συνέπεια δεν δύναται με μετασυμβατική συμφωνία να προβεί στην κατάτμηση της προκειμένου να εφαρμόσει τις ευνοϊκότερες για την ίδια διατάξεις με συνδυασμό πλειόνων εφαρμοστέων δικαίων. Ο ισχυρισμός αυτός στηρίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 289 περ. 3 και 291§1 ΚΙΝΔ, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Η ενάγουσα, με τις προτάσεις αλλά και με την προσθήκη των προτάσεών της, εκθέτει ότι η παραγραφή έχει διακοπεί δεδομένου ότι στις 30-12-2016 και 22-9-2017 αντίστοιχα κατέθεσε τις υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 5773/2016 και 4883/2017 αγωγές της, τις οποίες επέδωσε αυθημερόν, με τους αυτούς διαδίκους και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, από τα δικόγραφα των οποίων, ωστόσο, παραιτήθηκε εν συνεχεία. Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι η εναγομένη έχει αναγνωρίσει την οφειλή της στις 15-7-2015 με μήνυμα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που της απέστειλε και για το λόγο αυτό η παραγραφή της επίδικης απαίτησης της έχει διακοπεί. Η αντένσταση αυτή είναι ορισμένη και νόμιμη ως προς το δεύτερο σκέλος της, στηριζόμενη στις ως άνω αναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 260 και 270 ΑΚ, και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν. Αντιθέτως, ο σχετικός ισχυρισμός ως προς το πρώτο σκέλος του κρίνεται εν μέρει απορριπτέος ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι σύμφωνα με όσα εκθέτει η ενάγουσα με τις προτάσεις της, για μέρος των επίδικων απαιτήσεων, ήτοι εκείνων που γεννήθηκαν το έτος 2014 (εξαιρουμένων εκείνων που γεννήθηκαν το έτος 2015), η ετήσια παραγραφή αυτών άρχισε από τη λήξη του έτους αυτού και κατά συνέπεια έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους μέχρι την έγερση της υπ’ αριθ. έκθεσης κατάθεσης 5773/2016 αγωγή της. Τέλος, οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η η πωλήτρια εταιρεία έχει αναγνωρίσει πως οφείλει να καταβάλει στην πρώτη εναγομένη πίστωση ύψους 200.000 δολαρίων ΗΠΑ προκειμένου να άρει τη ζημία που υπέστη η τελευταία από την απώλεια πελατείας λόγω αστοχίας υλικών (ανοδίων) που παραδόθηκαν (ανόδια) σε πελάτες της κατά την εκτέλεση των επίδικων συμβάσεων πώλησης. Εκθέτει περαιτέρω ότι η τμηματική καταβολή του υπολοίπου της οφειλής εξαρτήθηκε από την καταβολή του ποσού της πίστωσης, το οποίο ωστόσο δεν της κατέβαλε η εκχωρήτρια και για το λόγο αυτό προτείνει τον συμψηφισμό της ως άνω αναταπαίτησης της με την επίδικη αξίωση της ενάγουσας. Διατείνεται επίσης ότι διατηρεί απαίτηση ύψους 957 δολαρίων ΗΠΑ καθώς και 4.534,90 ευρώ για υπηρεσίες που παρείχε στην ενάγουσα όπως αυτές περιγράφονται στα υπ’ αριθ. 7271/2016, 224/2014 και 245/2013 τιμολόγια της. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος συνιστά την ένσταση συμψηφισμού, κατά το πρώτο σκέλος του νομίμως προβάλλεται παρά το γεγονός ότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση της αμοιβαιότητας των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων, δεδομένου ότι στον κανόνα αυτό αποτελούν εξαίρεση οι διατάξεις του άρθρου 448 ΑΚ δυνάμει της οποίας δίδεται η δυνατότητα στον οφειλέτη να αντιτάξει κατά του εκδοχέα σε συμψηφισμό ανταπαίτησή του κατά του εκχωρητή, που γεννήθηκε πριν από την αναγγελία της εκχώρησης. Κατόπιν τούτου η ένσταση αυτή κρίνεται νόμιμη ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 440 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Αντιθέτως, ως προς την ανταπαίτηση της για υπηρεσίες που ισχυρίζεται ότι παρείχε στην ενάγουσα, η ένσταση αυτή είναι παντελώς αόριστη, διότι οι εναγόμενοι δεν ανέφεραν τις υπηρεσίες που παρείχε η πρώτη εναγομένη στην εταιρεία “…» και τις επί μέρους τιμές κάθε υπηρεσίας. Η αναφορά δε στις προτάσεις της ότι η ως άνω απαίτησή της προκύπτει από τα μνημονευόμενα τιμολόγια, των οποίων, σημειωτέον, μόνο τους αριθμούς και το χρόνο εκδόσεώς τους αναγράφει, δεν αρκεί για το ορισμένο της ανωτέρω ενστάσεως (ΑΠ 658/2015 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος).
Από τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπ’ όψιν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων είναι και τα ξενόγλωσσα έγγραφα που προσκομίζονται από αμφοτέρους τους διαδίκους χωρίς τη δέουσα μετάφραση, τα οποία λαμβάνονται συμπληρωματικά υπ’ όψιν και εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο κατά την τακτική διαδικασία, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, με βάση τη διάταξη του άρθρου 270§2 εδ. β΄ ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1627/2010, Δνη 2011,432,489, ΧρΙδΔ 2011,586, δημοσιευθείσα και στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), χωρίς να ληφθούν υπόψη οι υπ’ αριθ. …/24-10-2018 και …/26-10-2018 ένορκες βεβαιώσεις που συντάχθηκαν χωρίς την παρουσία της ενάγουσας ενώπιον της συμβολαιογράφου Γλυφάδας Μαρουλιώς Βελώνια και της συμβολαιογράφου Πειραιά Μαρίας Κολοβού, με επιμέλεια των εναγομένων, καθώς και η από 28-9-2018 ένορκη βεβαίωση που συντάχθηκε, χωρίς την παρουσία των εναγομένων, με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον του συμβολαιογράφου το Χονγκ Κόνγκ … και φέρει την υπ’ αριθ. 41024/2018 επισημείωση της Σφραγίδας της Χάγης, διότι δεν πληρούται η απαιτούμενη, από τη διάταξη του άρθρου 422 ΚΠολΔ, προϋπόθεση της προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων της (424 ΚΠολΔ) λόγω της ασάφειας των σχετικών κλητεύσεων, αφού σ’ αυτές προσδιορίζονται περισσότεροι χρόνοι για την εξέταση των μαρτύρων, κατά τρόπο μη σαφή και συγκεκριμένο (ΑΠ 1321/2014, ΑΠ 275/2013 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εταιρεία με την επωνυμία «…» τυγχάνει αλλοδαπή εταιρεία με έδρα στο Χονγκ Κονγκ που δραστηριοποιείται στο τομέα της κατασκευής και διεθνούς εμπορίας εξαρτημάτων και ανταλλακτικών πλοίων. Αντίστοιχα, η πρώτη εναγομένη τυγχάνει αλλοδαπή εταιρεία, εδρεύουσα κατά το καταστατικό της στη Μ. Λιβερίας και δραστηριοποιείται στον κλάδο της εμπορίας εξαρτημάτων και ανταλλακτικών πλοίων. Στο πλαίσιο της ως άνω επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, οι ως άνω εταιρείες κατήρτισαν στο Χονγκ Κονγκ διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, δυνάμει των οποίων η πρώτη (…) πώλησε και παρέδωσε σε πλοία που της υπέδειξε η εναγομένη εταιρεία προϊόντα συνολικής αξίας 386.086,28 δολαρίων ΗΠΑ εκδίδοντας για το λόγο αυτό τα ακόλουθα τιμολόγια: 1) το υπ’ αριθ. …/2-5-2014 τιμολόγιο ποσού 6.853,57 δολ. ΗΠΑ, 2) το υπ’ αριθ. …/2-5-2014 τιμολόγιο ποσού 4.537,20 δολ. ΗΠΑ, 3) το υπ’ αριθ. …/7-5-2014 τιμολόγιο ποσού 267.08 δολ. ΗΠΑ, 4) το υπ’ αριθ. 6088/8-5-2014 τιμολόγιο ποσού 17.477,37 δολ. ΗΠΑ, 5) το υπ’ αριθ. …/14-5-2014 τιμολόγιο ποσού 789.41 δολ. ΗΠΑ, 6) το υπ’ αριθ. …/21-5-2014 τιμολόγιο ποσού 1.411,40 δολ. ΗΠΑ, 7) το υπ’ αριθ. …/26-5-2014 τιμολόγιο ποσού 2.854,79 δολ. ΗΠΑ, 8) το υπ’ αριθ. …/26-5-2014 τιμολόγιο ποσού 2.291,50 δολ. ΗΠΑ, 9) το υπ’ αριθ. …/20-5-2014 τιμολόγιο ποσού 1.891.84 δολ. ΗΠΑ, 10) το υπ’ αριθ. …/10-5-2014 τιμολόγιο ποσού 489 δολ. ΗΠΑ, 11) το υπ’ αριθ. …/26-5-2014 τιμολόγιο ποσού 4.492,13 δολ. ΗΠΑ, 12) το υπ’ αριθ. …/24-5-2014 τιμολόγιο ποσού 3.730,28 δολ. ΗΠΑ, 13) το υπ’ αριθ. …/6-6-2014 τιμολόγιο ποσού 660 δολ. ΗΠΑ, 14) το υπ’ αριθ…./6-6-2014 τιμολόγιο ποσού 2.073,02 δολ. ΗΠΑ, 14) το υπ’ αριθ. …/20-6-2014 τιμολόγιο ποσού 2.967,10 δολ. ΗΠΑ, 15) το υπ’ αριθ. …/19-6-2014 τιμολόγιο ποσού 492,85 δολ. ΗΠΑ, 16) το υπ’ αριθ. …/22-6-2014 τιμολόγιο ποσού 453 δολ. ΗΠΑ, 17) το υπ’ αριθ. …/22-6-2014 τιμολόγιο ποσού 265,73 δολ. ΗΠΑ, 18) το υπ’ αριθ. …/15-6-2014 τιμολόγιο 10.045,50 ποσού δολ. ΗΠΑ, 19) το υπ’ αριθ. …/24-6-2014 τιμολόγιο ποσού 558.78 δολ. ΗΠΑ, 20) το υπ’ αριθ. …/15-6-2014 τιμολόγιο ποσού 6.064,60 δολ. ΗΠΑ, 21) το υπ’ αριθ. …/26-6-2014 τιμολόγιο ποσού 6.123,06 δολ. ΗΠΑ, 22) το υπ’ αριθ. …/7-2-2014 τιμολόγιο ποσού 7.612,35 δολ. ΗΠΑ, 23) το υπ’ αριθ. …/7-9-2014 τιμολόγιο ποσού 347,3 δολ. ΗΠΑ, 24) το υπ’ αριθ. …/7-10-2014 τιμολόγιο ποσού 4.537,20 δολ. ΗΠΑ, 25) το υπ’ αριθ. …/7-10-2014 τιμολόγιο ποσού 1.959,30 δολ. ΗΠΑ, 26) το υπ’ αριθ. …/14-7-2014 τιμολόγιο ποσού 182,8 δολ. ΗΠΑ, 27) το υπ’ αριθ. …/14-7-2014 τιμολόγιο ποσού 429 δολ. ΗΠΑ, 28) το υπ’ αριθ. …/16-7-2014 τιμολόγιο ποσού 365.73 δολ. ΗΠΑ, 29) το υπ’ αριθ. …/22-7-2014 τιμολόγιο ποσού 443 δολ. ΗΠΑ, 30) το υπ’ αριθ. …/21-7-2014 τιμολόγιο ποσού 2.915,34 δολ. ΗΠΑ, 31) το υπ’ αριθ. …/29-7-2014 τιμολόγιο ποσού 11.028,90 δολ. ΗΠΑ, 32) το υπ’ αριθ. …/7-8-2014 τιμολόγιο ποσού 3.453,08 δολ. ΗΠΑ, 33) το υπ’ αριθ. …/1-8-2014 τιμολόγιο ποσού 7.674,18 δολ. ΗΠΑ, 34) το υπ’ αριθ. …/13-8-2014 τιμολόγιο ποσού 1.509,12 δολ. ΗΠΑ, 35) το υπ’ αριθ. …/21-8-2014 τιμολόγιο ποσού 2.855,03 δολ. ΗΠΑ, 36) το υπ’ αριθ. …/27-8-2014 τιμολόγιο ποσού 8.599,30 δολ. ΗΠΑ, 37) το υπ’ αριθ. …/30-8-2014 τιμολόγιο ποσού 1.358,20 δολ. ΗΠΑ, 38) το υπ’ αριθ. …/11-9-2014 τιμολόγιο ποσού 3.931,00 δολ. ΗΠΑ, 39) το υπ’ αριθ. …/7-9-2014 τιμολόγιο ποσού 4.229,56 δολ. ΗΠΑ, 40) το υπ’ αριθ. …/15-9-2014 τιμολόγιο ποσού 5.761,40 δολ. ΗΠΑ, 41) το υπ’ αριθ. …/17-9-2014 τιμολόγιο ποσού 7.810,40 δολ. ΗΠΑ, 42) το υπ’ αριθ. …/17-9-2014 τιμολόγιο ποσού 1.564,67 δολ. ΗΠΑ, 43) το υπ’ αριθ. …/24-9-2014 τιμολόγιο ποσού 853,4 δολ. ΗΠΑ, 44) το υπ’ αριθ. …/25-9-2014 τιμολόγιο ποσού 4.487,20 δολ. ΗΠΑ, 45) το υπ’ αριθ. …/29-9-2014 τιμολόγιο ποσού 444,5 δολ. ΗΠΑ, 46) το υπ’ αριθ. …/30-9-2014 τιμολόγιο ποσού 3.139,00 δολ. ΗΠΑ, 47) το υπ’ αριθ. …/30-9-2014 τιμολόγιο ποσού 2.612,93 δολ. ΗΠΑ, 48) το υπ’ αριθ. …/30-9-2014 τιμολόγιο ποσού 6.107,05 δολ. ΗΠΑ, 49) το υπ’ αριθ. …/30-9-2014 τιμολόγιο ποσού 1.693,07 δολ. ΗΠΑ, 50) το υπ’ αριθ. …/13-10-2014 τιμολόγιο ποσού 4.442,73 δολ. ΗΠΑ, 51) το υπ’ αριθ. …/14-10-2014 τιμολόγιο ποσού 559 δολ. ΗΠΑ, 52) το υπ’ αριθ. …/16-10-2014 τιμολόγιο ποσού 629,36 δολ. ΗΠΑ, 53) το υπ’ αριθ. …/20-10-2014 τιμολόγιο ποσού 1.577,50 δολ. ΗΠΑ, 54) το υπ’ αριθ. …/20-10-2014 τιμολόγιο ποσού 8.778,35 δολ. ΗΠΑ, 55) το υπ’ αριθ. …/20-10-2014 τιμολόγιο ποσού 3.910,40 δολ. ΗΠΑ, 56) το υπ’ αριθ. …/29-10-2014 τιμολόγιο ποσού 3.486,25 δολ. ΗΠΑ, 57) το υπ’ αριθ. …/29-10-2014 τιμολόγιο ποσού 2.776,57 δολ. ΗΠΑ, 58) το υπ’ αριθ. …/6-11-2014 τιμολόγιο ποσού 124,900,81 δολ. ΗΠΑ (εκ των οποίων ανεξόφλητο είναι το ποσό των 50.087,01 δολ. ΗΠΑ), 59) το υπ’ αριθ. …/24-11-2014 τιμολόγιο ποσού 8.819,90 δολ. ΗΠΑ, 60) το υπ’ αριθ. …/25-11-2014 τιμολόγιο ποσού 4.942,30 δολ. ΗΠΑ, 61) το υπ’ αριθ. …/30-11-2014 τιμολόγιο ποσού 2.102,52 δολ. ΗΠΑ, 62) το υπ’ αριθ. …/9-12-2014 τιμολόγιο ποσού 4.243,10 δολ. ΗΠΑ, 63) το υπ’ αριθ. …/9-12-2014 τιμολόγιο ποσού 1.023,04 δολ. ΗΠΑ, 64) το υπ’ αριθ. …/9-12-2014 τιμολόγιο ποσού 5.426,00 δολ. ΗΠΑ, 65) το υπ’ αριθ. …/16-12-2014 τιμολόγιο ποσού 1.446,59 δολ. ΗΠΑ, 66) το υπ’ αριθ. …/19-12-2014 τιμολόγιο ποσού 4.200,60 δολ. ΗΠΑ, 67) το υπ’ αριθ. …/19-12-2014 τιμολόγιο ποσού 8.875,00 δολ. ΗΠΑ, 68) το υπ’ αριθ. …/9-1-2015 τιμολόγιο ποσού 3.006,21 δολ. ΗΠΑ, 69) το υπ’ αριθ. …/13-1-2015 τιμολόγιο ποσού 3.685,13 δολ. ΗΠΑ, 70) το υπ’ αριθ. …/21-1-2015 τιμολόγιο ποσού 5.657,86 δολ. ΗΠΑ, 71) το υπ’ αριθ. …/23-1-2015 τιμολόγιο ποσού 4.930,46 δολ. ΗΠΑ, 72) το υπ’ αριθ. …/28-1-2015 τιμολόγιο ποσού 1.974,16 δολ. ΗΠΑ. Τα ως άνω τιμολόγια ήταν πληρωτέα εντός προθεσμίας 120 ημερών από την ημερομηνία παράδοσης. Έναντι της ως άνω οφειλής της η πρώτη εναγομένη κατέβαλε το ποσό των 74.813,02 δολαρίων ΗΠΑ, το οποίο καταλόγισε στο χρέος που ενσωματώνεται στο υπ’ αριθ. …/6-11-2014 τιμολόγιο ποσού 124,900,81 δολ. ΗΠΑ, το υπόλοιπο του οποίου ανέρχεται πλέον σε 50.087,01 δολ. ΗΠΑ. Επίσης, η πωλήτρια εταιρεία με το υπ’ αριθ. CN 3072 πιστωτικό τιμολόγιο της χορήγησε στην αγοράστρια έκπτωση ύψους 70 δολ. ΗΠΑ και κατόπιν τούτου το ανεξόφλητο συνολικό υπόλοιπο ανέρχεται στο ποσό των 311.203,26 δολ. ΗΠΑ. Οι εναγόμενοι δεν αρνούνται το γεγονός ότι κατήρτισαν τις ως άνω συμβάσεις πώλησης με την εταιρεία «…», ούτε ότι παραμένει ανεξόφλητο το προαναφερόμενο μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος. Ισχυρίζονται, όμως, ότι έπαυσαν να καταβάλουν τα οφειλόμενα ποσά διότι η ενάγουσα παρέδιδε στους πελάτες της πρώτης εναγομένης προϊόντα κακής ποιότητας που δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτούμενες τεχνικές προδιαγραφές. Για το λόγο αυτό διατείνονται ότι η ενάγουσα προκειμένου να άρει τη ζημία που υπέστη η πρώτη εναγομένη από την αντισυμβατική συμπεριφοράς της συμφώνησε να εκδώσει υπέρ της τελευταίας πιστωτικό τιμολόγιο ύψους 200.000 δολ. ΗΠΑ. Πράγματι, από τα μηνύματα ηλεκτρονική αλληλογραφίας που προσκομίζουν οι εναγόμενοι αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της εμπορικής συνεργασίας των ως άνω εταιρειών (πωλήτριας – εκχωρήτριας και αγοράστριας), υπήρξαν περιπτώσεις πλημμελούς εκτέλεσης της σύμβασης πώλησης με την παροχή εξαρτημάτων κατώτερης ποιότητας. Προς διευθέτηση του ζητήματος, που είχε ανακύψει, αφενός των ανεξόφλητων τιμολογίων από την πλευρά της πρώτης εναγομένης, αφετέρου της πλημμελούς εκπλήρωσης από την πλευρά της πωλήτριας εταιρείας, συμφωνήθηκε τον Ιούνιο του έτους 2015 στην Ελλάδα, κατόπιν συνάντησης των εκπροσώπων τους, να πιστωθεί από την ενάγουσα το ποσό των 200.000 δολαρίων ΗΠΑ υπό τη μορφή εκπτώσεως στο οφειλόμενο τη χρονική εκείνη περίοδο ποσό των 451.025,08 δολ. ΗΠΑ και υπό τον όρο της τμηματικής καταβολής του υπολοίπου της οφειλής ύψους 251.025,08 δολ. ΗΠΑ από την πρώτη εναγομένη. Στα πλαίσια της ως άνω συμφωνίας η εκχωρήτρια απέστειλε στην πρώτη εναγομένη την πρόταση της για την τμηματική προοδευτική καταβολή της πίστωσης κατά την αντίστοιχη τμηματική καταβολή της διακανονιζόμενη οφειλής, την οποία εκτίμησε (έναντι της εταιρείας «…») στις 26-7-2015 στο ποσό των 451.025,08 (βλ. σχετ. 10 που προσκομίζουν με επίκληση οι εναγόμενοι), το οποίο είχε αποδεχθεί η πρώτη εναγομένη (βλ. το από 15-7-2015 μήνυμα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, σχετ. 101 που με επίκληση προσκομίζει η ενάγουσα). Ακολούθως, η πρώτη εναγομένη, όπως συνομολογεί η ενάγουσα με τις προτάσεις της, προέβη στις ακόλουθες τμηματικές καταβολές: 1) στις 30-9-2015 κατέβαλε το ποσό των 64.857,60 δολ. ΗΠΑ, 2) στις 7-12-2015 κατέβαλε το ποσό των 53.997 δολ. ΗΠΑ και 3) στις 14-6-2016 κατέβαλε το ποσό των 20.967,22 δολ. ΗΠΑ. Ωστόσο, λόγω της οικονομικής αδυναμίας στην οποία είχε περιέλθει η αγοράστρια εταιρεία δεν μπόρεσε να καταβάλει το υπόλοιπο της οφειλή της, η οποία, κατόπιν των ανωτέρω καταβολών ανήλθε σε 311.203,26 δολ. ΗΠΑ. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι οι αντισυμβαλλόμενοι είχαν καταρτίσει σύμβαση συμβιβασμού, στα πλαίσια του οποίου αφενός η αγοράστρια εταιρεία είχε αναγνωρίσει το ύψος της οφειλής της, αφετέρου η πωλήτρια εταιρεία (εκχωρήτρια) είχε αναγνωρίσει την υποχρέωση της να αποζημιώσει με το ποσό των 200.000 δολ. ΗΠΑ την πρώτη εναγομένη λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης των συμβατικών της υποχρεώσεων κατά το παρελθόν. Κατόπιν τούτου η ανταπαίτηση που προέβαλαν οι εναγόμενοι προς συμψηφισμό είναι ληξιπρόθεσμη και νομικώς τέλεια (άρθρο 440 ΑΚ) παρά το γεγονός της πλήρωσης της διαλυτικής αίρεσης και της ανατροπής των αποτελεσμάτων του εξώδικου συμβιβασμού, δεδομένου ότι όπως ήδη εκτέθηκε με την αναγνώριση του ύψους της ανταπαίτησης της πρώτης εναγομένης ιδρύθηκε η ενοχική σχέση (άρθρο 361 ΑΚ), που αποτελεί αυτοτελή βάση υποχρεώσεως προς εκπλήρωση της σχετικής παροχής. Στις 22-1-2018 η πωλήτρια εταιρεία «…» εκχώρησε στην ενάγουσα εταιρεία «…» την απαίτηση που είχε προκύψει από τις συναλλαγές με την πρώτη εναγομένη, αναγγέλλοντας την εκχώρηση στην τελευταία με την επίδοση της υπό κρίση αγωγής. Επειδή η ανταπαίτηση της αγοράστριας εταιρείας προϋπήρχε της αναγγελίας της σύμβασης εκχώρησης, δεν απαιτείται η αμοιβαιότητα των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων (άρθρο 448 ΑΚ). Επομένως, οι διάδικοι διατηρούν εκατέρωθεν ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, οι οποίες συμψηφιζόμενες, κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης ως βάσιμης και από ουσιαστική άποψη, αποσβένουν εν μέρει την απαίτηση της ενάγουσας και διαμορφώνουν το υπόλοιπο της οφειλής της πρώτης εναγομένης στο ποσό των 111.203,26 δολαρίων ΗΠΑ. Ωστόσο, επειδή η ενάγουσα έχει περισσότερες απαιτήσεις κατά της πρώτης εναγομένης, αλλά η ανταπαίτηση που η τελευταία προτείνει σε συμψηφισμό δεν επαρκεί για την απόσβεση όλων, ελλείψει επιλογής των απαιτήσεων της ενάγουσας που θα αποσβεσθούν, πρέπει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 452 ΑΚ η συμψηφισθείσα ανταπαίτηση να καταλογισθεί στα παλαιότερα χρέη όπως αυτά ενσωματώνονται στα ανωτέρω τιμολόγια που εκδόθηκαν από 2-5-2014 έως και 29-10-2014 (βλ. σχετ. με αριθμό 18 έως και 75 που προσκομίζει η ενάγουσα), ενώ ανεξόφλητα παραμένουν τα λοιπά τιμολόγια με ημερομηνία έκδοσης από 6-11-2014 έως και 28-1-2015, με τη διευκρίνιση ότι στο υπ’ αριθ. …/29-10-2014 τιμολόγιο το υπόλοιπο ανέρχεται πλέον στο ποσό των 1.923,75 δολαρίων ΗΠΑ. Κατόπιν τούτων, η οφειλή της πρώτης εναγομένης ανέρχεται στο ποσό των 111.203,26 δολαρίων ΗΠΑ. Η επίδικη απαίτηση δεν έχει παραγραφεί, παρά τα όσα αντιθέτως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι, δεδομένου ότι μέχρι την επέλευση του διακοπτικού γεγονότος της αναγνώρισης του χρέους (άρθρο 260 ΑΚ) από την πρώτη εναγομένη (βλ. το από 15-7-2015 μήνυμα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, λαμβανομένου υπόψη ότι η παραγραφή αφετηριάζεται στο τέλος του χρόνου κατά τον οποίο γεννήθηκε η απαίτηση, δηλαδή στις 31-12-2014 και 31-12-2015 αντίστοιχα. Η διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητας του ισχυρισμού περί διακοπής της παραγραφής κατά το μέρος που θεμελιώνεται στην άσκηση προγενέστερων αγωγών παρέλκει μετά την ευδοκίμηση της σχετικής αντένστασης διακοπής της παραγραφής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη εταιρεία ιδρύθηκε στις 20-3-1987 από τον δεύτερο εναγόμενο με καταστατική έδρα στην Μ. Λιβερίας και πραγματική στην Ελλάδα, ενώ δυνάμει της υπ’ αριθ. 3122.1/4469/24788/10-12-2010 ΚΥΑ, είχε εγκαταστήσει νομίμως, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν.27/1975, γραφείο στην Ελλάδα, έως τις 31-12-2015, οπότε και ανακλήθηκε η άδεια της με την υπ’ αριθ. 2222.2-1/4469/2478/47427/2015/17-12-2015 24548/21-2-2013 ΚΥΑ και διέκοψε της εργασίες στην Ελλάδα. Οι διατάξεις των α.ν. 89/1967 (Α΄132), 378/1968 (Α΄82) και του άρθρου 25 του ν. 27/1975 (Α΄77), επιτρέπουν την εγκατάσταση στην Ελλάδα αλλοδαπών επιχειρήσεων οποιουδήποτε τύπου ή μορφής, προς άσκηση των δραστηριοτήτων που προβλέπονται περιοριστικά στις διατάξεις αυτές. Επομένως, η εμπορία εξαρτημάτων και ανταλλακτικών πλοίων αποτελεί ανάπτυξη δραστηριότητας ξένης προς τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 791/1978 (ΦΕΚ Α 109/6.7.1978). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 1 της ΚΥΑ περί εγκαταστάσεως της ως άνω εταιρείας, σαφώς προκύπτει ότι η σχετική έγκριση έχει χορηγηθεί για την απασχόληση της αποκλειστικά και μόνο με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 25 του ν. 27/1975 πράξεις. Ειδικότερα, η προκείμενη άδεια εγκατάστασης γραφείου στην Ελλάδα χορηγήθηκε υπό τον όρο ότι η εναγομένη εταιρεία θα δραστηριοποιούνταν αποκλειστικά στο χώρο της ναύλωσης, ναυλομεσιτείας, αγοραπωλησίας, ναυπήγησης και επισκευής πλοίων, απαγορευομένης της ανάπτυξης κάθε άλλης δραστηριότητας (άρθρο 1 της ΚΥΑ). Στο άρθρο 3 παρ. 1 της ως άνω Κοινής Υπουργικής Απόφασης ρητά ορίζεται ότι «Η άδεια που χορηγείται με την απόφαση αυτή, παύει να ισχύει και θεωρείται ότι δεν έχει χορηγηθεί ποτέ εφόσον: α) Η παραπάνω εταιρεία δεν εγκαταστήσει Γραφείο ή Υποκατάστημα που προβλέπει το άρθρο 1 μέσα σε τρείς μήνες…β) Η παραπάνω εταιρεία δεν γνωστοποιήσει στα Υπουργεία…μέσα στη παραπάνω τρίμηνη προθεσμία την εγκατάσταση στην Ελλάδα του Γραφείου ή του Υποκαταστήματος που ιδρύεται με την απόφαση αυτή», ενώ στο άρθρο 3 παρ.2 ορίζεται ότι «Η απόφαση αυτή μπορεί να ανακληθεί σε περίπτωση διαπιστώσεως της παράβασης των όρων της από την εταιρεία που προαναφέρθηκε. Από τα παραπάνω συνάγεται με σαφήνεια ότι η παράβαση των όρων του άρθρου 1 που οριοθετεί το αντικείμενο δραστηριότητας της εναγομένης εταιρείας αποτελεί λόγο ανάκλησης της σχετικής άδειας, η οποία (ανάκληση) ωστόσο δεν ισχύει αναδρομικά από το χρόνο χορήγησης της άδειας, όπως θα συνέβαινε στη περίπτωση μη εγκατάστασης γραφείου ή παράλειψης δήλωσης της εγκατάστασης εντός της τρίμηνης προθεσμίας, δηλαδή της παράβασης των όρων της παρ. 1 του άρθρου 3. Ενόψει λοιπόν του ότι, η εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία απέκτησε νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα, απ’ όπου διενεργείτο η εν γένει διεύθυνση των εταιρικών υποθέσεων και δραστηριότητα της, δηλαδή στον τόπο, που βρισκόταν η πραγματική έδρα της, διέπεται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτής, ανεξαρτήτως του τόπου διευθύνσεως των εταιρικών υποθέσεων. Επομένως, εφόσον έχει εγκύρως συσταθεί κατά το Λιβεριανό δίκαιο, ο δεύτερος και τρίτος των εναγομένων ενεργούσαν για λογαριασμό του νομικού προσώπου νόμιμα συνεστημένης εταιρείας, και όχι ως ομόρρυθμοι εταίροι άκυρης εταιρείας, που λειτουργούσε εν τοις πράγμασι. Κατόπιν όσων εκτέθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσιάν βάσιμη η αγωγή και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ των εκατό έντεκα χιλιάδων διακοσίων τριών δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι έξι σεντς (111.203,26) με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρέλευση της προθεσμίας των 120 ημερών από την έκδοση εκάστου ανεξόφλητου τιμολογίου. Περαιτέρω, η απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή διότι η ενάγουσα εταιρεία, ως εκδοχέας της σχετικής απαίτησης, η οποία δεν φέρει την ιδιότητα της αντισυμβαλλομένης, δεν αποδεικνύεται ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη από την καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της, ενώ τα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας θα επιβληθεί σε βάρος της πρώτης εναγομένης κατά το μέρος της ήττας τους (άρθρα 176, 180 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς το δεύτερο και τρίτο των εναγομένων.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του δεύτερου και τρίτου των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων (4.700) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ισάξιο σε ευρώ των εκατό έντεκα χιλιάδων διακοσίων τριών δολαρίων ΗΠΑ και είκοσι έξι σεντς (111.203,26) με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ – δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο της πληρωμής, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της παρέλευση της προθεσμίας των 120 ημερών από την έκδοση εκάστου ανεξόφλητου τιμολογίου μέχρι την εξόφληση τους.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας σε βάρος της πρώτης εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (4.500).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στο Πειραιά στις
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ