Μενού Κλείσιμο

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 Αριθμός απόφασης

3917 / 2019  

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.:  11818/5315/14-11-2018  αγωγή)

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη–Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις 7 Μαϊου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ : Της ναυτικής εταιρείας «…», που εδρεύει στην Κ. (…), με Α.Φ.Μ. : …, νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Μαρία Σταμούλη (ΑΜ ΔΣΠ: …) και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ : 1) Της εταιρείας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στη Ζ………. (οδός …), με ΑΦΜ : … Δ.Ο.Υ. Ζ…………και γραφεία στον Π………..(οδός …), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ι. Τ. του Δ., κατοίκου Ζ………(…) με Α.Φ.Μ. … και 3) Γ. Β. του Χ., κατοίκου Ζ………. (οδός Μ. Κ.) με Α.Φ.Μ. …, για τους οποίους προκατέθεσε προτάσεις ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Παναγιώτης Χιωτέλης (ΑΜ ΔΣΠ : …..) και δεν εκπροσωπήθηκαν στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η  ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 7-11-2018  με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. : 11818/5315/14-11-2018 αγωγή της, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω αναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους προκατέθεσαν προτάσεις.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

         Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 166 ΑΚ, το προσύμφωνο είναι σύμβαση, δια της οποίας τα μέρη υποχρεούνται να συνάψουν ορισμένη σύμβαση, το ίδιο δε αυτό (το προσύμφωνο) αποτελεί καταρτισμένη σύμβαση, από την οποία γεννώνται υποχρεώσεις μεταξύ των συμβαλλομένων προς κατάρτιση της κυρίας συμβάσεως σύμφωνα με τους καθοριζόμενους σε αυτό όρους. Εφόσον δε το εν λόγω άρθρο δεν περιέχει ειδικές διατάξεις, εφαρμόζονται κατ` αναλογία για τις πηγάζουσες εκ του προσυμφώνου σχέσεις, οι κανόνες που αφορούν γενικά όλες τις συμβάσεις ή την ειδική κατηγορία στην οποία υπάγεται. Επομένως το προσύμφωνο, αποτελεί αυτοτελή σύμβαση,  από την οποία δημιουργείται τέλεια ενοχή (ΑΠ ΑΠ 590/2017, ΑΠ 708/2016, ΑΠ 1187/2011, ΑΠ 499/2011, ΑΠ 842/2009, ΕφΑθ 224/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Προκύπτει, έτσι, σαφώς ότι το προσύμφωνο, ως παράγον υποχρέωση προς παροχή, συνισταμένη στην κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως, αποτελεί ενοχική – υποσχετική σύμβαση. Η σύναψη της σκοπούμενης οριστικής συμβάσεως επιφέρει απόσβεση της εκ του προσυμφώνου ενοχής. Η εκπλήρωση, λοιπόν, της ενοχής καθ` ορισμένο χρονικό σημείο αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας της ενοχής. Ο τοιούτος χρόνος δυνατόν να καθορίζεται από το νόμο ή από τη δικαιοπραξία. Ειδικά, καθόσον αφορά το προσύμφωνο, η πρακτική σημασία του ζητήματος καθορισμού του χρόνου συνάψεως της οριστικής συμβάσεως συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο ότι έκτοτε η απαίτηση για τη σύναψη οριστικής σύμβασης καθίσταται ληξιπρόθεσμη και αρχίζει η παραγραφή της, η οποία είναι 20ετής. Αναφορικά με τη σημασία, η οποία πρέπει να προσδοθεί στην άπρακτη πάροδο της ορισμένης ημέρας που τέθηκε προς σύναψη της οριστικής συμβάσεως εκ μέρους είτε του ενός, είτε αμφοτέρων των μερών του προσυμφώνου, προέχουσα σημασία έχει η προς τούτο βούληση των συμβαλλομένων μερών. Κατ` αρχήν, η εν λόγω προθεσμία, εφόσον δεν ορίσθηκε διαφορετικά, έχει απλώς τον χαρακτήρα προθεσμίας εκπληρώσεως της παροχής των συμβληθέντων, οπότε η άπρακτη πάροδος αυτής δεν επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου (ΑΠ 297/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη δε και μετά την πάροδο αυτής (προθεσμίας) και μέχρι συμπληρώσεως της 20ετούς παραγραφής, στην οποία υπόκειται η σχετική αξίωση, μπορεί να ζητηθεί η σύναψη της οριστικής συμβάσεως. Οι συμβαλλόμενοι, όμως, μπορούν να ορίσουν, ρητά ή σιωπηρά, ότι η άπρακτη πάροδος της ορισθείσας προθεσμίας, ανεξαρτήτως του λόγου που την προκάλεσε, επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου και ματαίωση καταρτίσεως της οριστικής συμβάσεως. Στην τελευταία αυτή περίπτωση η προθεσμία λειτουργεί ως διαλυτική κατά το άρθρο 210 του ΑΚ, οπότε με την άπρακτη παρέλευση παύει να ισχύει η δικαιοπραξία και επανέρχεται αυτοδικαίως η προηγούμενη κατάσταση (ΑΚ 202- ΑΠ 2356/2009, ΑΠ 1506/2008,ΕφΠειρ 249/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το αν η προθεσμία αυτή είναι προθεσμία εκπλήρωσης των εκατέρωθεν παροχών, υπό την έννοια της δήλης ημέρας, ή ανατρεπτική ή αποσβεστική προθεσμία που με την παρέλευσή της επέρχεται απόσβεση των εκατέρωθεν υποχρεώσεων και δικαιωμάτων, εξαρτάται από τη βούληση των μερών, για την εξεύρεση της οποίας, αν οι συμβαλλόμενοι δεν εκφράστηκαν σαφώς, ερμηνεύεται η σύμβαση σύμφωνα με τους κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, με τους οποίους ορίζεται αφενός ότι κατά την ερμηνεία της δήλωσης βούλησης αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις, και αφετέρου ότι οι συμβάσεις ερμηνεύονται όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη και οι οποίοι εφαρμόζονται σε κάθεπερίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στη δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για τη δήλωση βούλησης ( ΑΠ 518/2018, ΑΠ 934/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 949/2009, ΕφΠειρ 249/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα των μερών και ιδίως εκείνου, την ιδιαίτερη προστασία του οποίου επιδιώκει ο ερμηνευόμενος όρος, τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης, τη φύση της σύμβασης, τις διαπραγματεύσεις και την προηγούμενη συμπεριφορά τωνμερών (ΑΠ 934/2014, ΕφΛαρ 388/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω σε περίπτωση μη εκπληρώσεως της ενοχής από το προσύμφωνο, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις των άρθρων 380 επ. ΑΚ περί αδυναμίας παροχής και υπερημερίας του οφειλέτου επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων (ΑΠ 842/2009, ΕφΑθ 399/2012, ΕφΠατρ 536/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 8528/2005 Αρμ 2007/212) και σύμφωνα με τις οποίες ο αγοραστής δικαιούται, πλην των άλλων, να ζητήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση, η οποία συνίσταται στο λεγόμενο θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως και περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 298 A.K., τόσο τη θετική ζημία, όσο και το διαφυγόν κέρδος, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (ΑΠ 842/2009, ΑΠ 249/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αποζημίωση αυτή αποτελεί υποκατάστατο του αρχικού αντικειμένου της παροχής και άρα αυτοτελή αξίωση, ενώ ως ζημία, που πρέπει να αποκατασταθεί, νοείται κάθε επιβλαβής μεταβολή της περιουσίας του δικαιούχου εκ του προσυμφώνου από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου του, η οποία μπορεί να συνίσταται στην αξία του απολεσθέντος γι` αυτόν πράγματος, υπολογιζόμενη με κρίσιμο χρόνο αυτόν της συζητήσεως (ΑΠ 590/2017, ΑΠ 568/2014, ΑΠ 249/2009, ΑΠ 1547/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 374, 383, 385 και 387 του Α.Κ. προκύπτει, ότι επί αμφοτεροβαρών συμβάσεων, όπως είναι και η σύμβαση πωλήσεως : Α) εάν ο ένας από τους συμβαλλομένους είναι υπερήμερος ως προς την παροχή που οφείλει, έχει δικαίωμα ο άλλος του τάξει εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή, β) αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, δικαιούται ο τελευταίος ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, γ) δεν απαιτείται να ταχθεί στον υπερήμερο οφειλέτη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής αν από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο ή αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της συμβάσεως και, δ) στις περιπτώσεις που ο δανειστής ασκεί το δικαίωμα της υπαναχωρήσεως δεν δικαιούται διαφέροντος μη εκπληρώσεως, μπορεί όμως να ζητήσει και, κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου, να του επιδικασθεί αποζημίωση για την τυχόν ζημία του από τη μη εκπλήρωση της συμβάσεως (387 ΑΚ). H τελευταία αυτή διάταξη εισάγει μετριασμό της ανορθωτέας ζημίας, κατά την εύλογη κρίση του δικαστή της ουσίας. Ο νόμος δεν θέτει κριτήρια για τον καθορισμό της αποζημιώσεως αυτής, το δικαστήριο όμως έχει την ευχέρεια, ενόψει της αποδειχθείσης πραγματικής ζημίας του δανειστή, που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια προς την αντισυμβατική διαγωγή του οφειλέτη, να την επιδικάσει ή όχι, κατά την εύλογη κρίση του, και σε έκταση που δεν επιτρέπεται να υπερβεί την πραγματική ζημία. Προς τούτο, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να διατάξει αποδείξεις για το ύψος της επιδικαστέας αποζημιώσεως, πρέπει όμως να πράξει τούτο, προκειμένου να προσδιορίσει την έκταση της πραγματικής ζημίας, για το μετριασμό της οποίας θα καταβληθεί η αποζημίωση. H ζημία δε αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση της συμβάσεως (που αποκαθίσταται με το θετικό διαφέρον), είτε από την κατάρτιση αυτής (και αποκαθίσταται με το αρνητικό διαφέρον) (ΟλΑΠ 568/1975, ΑΠ 2166/2013, ΑΠ 262/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Το αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η εύλογη αποζημίωση θα δοθεί έναντι του θετικού ή του αρνητικού διαφέροντος, εξαρτάται από τις περιστάσεις και από την αίτηση του δανειστή (ΑΠ 1417/1999, ΕΕΝ 2001, 246, ΑΠ 679/1988, ΕλλΔνη 30, 759, ΑΠ 806/1987, ΕΕΝ 1988, 349, ΑΠ 33/1980, ΕΕΝ 1980, 374). Επίσης η υπαναχώρηση που τυχόν επιλέξει να ασκήσει ο δανειστής κατά το άρθρο 390 ΑΚ, εφαρμοζόμενο και στη νόμιμη υπαναχώρηση (άρθρ. 383 ΑΚ), σύμφωνα με το άρθρο 387 παρ. 2 ΑΚ, ασκείται με δήλωση αυτού που έχει δικαίωμα υπαναχωρήσεως προς τον άλλον. Η διαπλαστική αυτή δήλωση είναι άτυπη και δεν απαιτείται να περιέχει τη λέξη “υπαναχώρηση”. Με την άσκηση δε αυτής, κατά τη διάταξη του άρθρου 389 ΑΚ, επέρχεται απόσβεση των υποχρεώσεων προς παροχή που απορρέουν από τη σύμβαση και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Αποτέλεσμα δηλαδή της υπαναχώρησης, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 389 ΑΚ, που εφαρμόζεται και επί νόμιμης υπαναχώρησης, σε συνδυασμό με τα άρθρα 904 και 911 ΑΚ, είναι ότι η σύμβαση καταργείται ex tunc, αποσβέννυται η υποχρέωση προς παροχή και οι παροχές που δόθηκαν αναζητούνται κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αποδίδεται δε η ληφθείσα παροχή αυτούσια ή η αξία της, καθώς και ο νόμιμος τόκος από την υπαναχώρηση, διότι έκτοτε έπρεπε να προβλεφθεί η αναζήτηση (ΑΠ 905/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 2007/1507,ΕφΠειρ 270/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ,όπου και οι προηγηθείσες νομολογιακές παραπομπές). Σημειωτέον όμως ότι στην περίπτωση αυτή επί δοθείσης προκαταβολής, στην οποία σκοπούσαν τα μέρη, κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, αυτήν την προκαταβολή κάμνει ο ένας εκ των συμβαλλομένων προς τον άλλο όχι προς κάλυψη της ζημίας αλλ` έναντι της παροχής και σε εγγύηση αυτής (ΑΠ 1500/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΘεσσαλ 20525/2011 Αρμ 2011.1810).

ΙΙ. Με την εκ μέρους του δικαιουμένου άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης, όπως ήδη προαναφέρθηκε λύεται αναδρομικά η σύμβαση, οπότε, εν αμφιβολία, καταργούνται και οι τυχόν πρόσθετες μεταξύ των μερών συμφωνίες, όπως είναι και η συνομολόγηση ποινικής ρήτρας (άρθρο 406 ΑΚ), εκτός εάν στην περίπτωση της ποινικής ρήτρας ειδικότερα είχε συνομολογηθεί αυτή με τη ρητή συμφωνία ότι η ποινή θα καταπίπτει και αν χωρήσει υπαναχώρηση, οπότε ο δανειστής δικαιούται παράλληλα με την υπαναχώρηση να αξιώσει και την ποινή. Η γνήσια δε ως άνω ποινική ρήτρα, η αποτελούσα παρεπόμενη συμφωνία και μέσο πίεσης προς εξασφάλιση της εκπλήρωσης της κύριας ενοχής (ΑΠ 611/1998 ΕλλΔνη 40. 141), που θεμελιώνει ενοχή, η οποία τελεί ως άνω υπό την ιδιόρρυθμη (αρνητική) αίρεση της μη εκπλήρωσης ή της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της παροχής, πηγάζει από την κύρια σύμβαση (ΕφΑθ 249/2007 ό.π. και σ` αυτή παραπομπές), μπορεί να συμφωνηθεί και κατά την κατάρτιση προσυμφώνου (ΕφΑθ 1413/2008 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά το άρθρο 404 ΑΚ ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή, ως ποινή, χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα), για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την παροχή, κατά δε το άρθρο 405 παρ. 1 ιδίου Κώδικα η ποινή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία(ΕφΑθ 1413/2008, ΜΠΠΘεσ 4995/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε υφίσταται εναντίον του αγώγιμη αξίωση του δανειστή και κατά τις διακρίσεις των άρθ. 406 και 407 ΑΚ. Έτι περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 406 του ίδιου ως άνω Κώδικα, προκύπτει ότι ποινική ρήτρα είναι η υπόσχεση ποινής για την περίπτωση κατά την οποία ο υποσχεθείς δεν θα εκπληρώσει ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως την οφειλόμενη παροχή. Εάν η ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη εκπλήρωσης της παροχής και αυτή κατέπεσε, ο δανειστής δικαιούται να απαιτήσει την ποινή (ανεξαρτήτως ζημίας), οπότε αν απαιτήσει την ποινή αφενός μεν οφείλει την αντιπαροχή, αφετέρου δε αποκλείεται να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή να ζητήσει την εκπλήρωση της παροχής (ΕφΣαμ 17/2009 ,ΕφΑθ 3264/2003  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, κατά το άρθρο 407 του ίδιου κώδικα αν η ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη προσήκουσας και ιδίως τη μη έγκαιρης εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει εκτός από την ποινή που κατέπεσε και την εκπλήρωση της παροχής. Επιπλέον έχει δικαίωμα να απαιτήσει και την επί πλέον αποδεικνυόμενη ζημία από τη μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής (ΑΠ 254/1997 ΕλλΔνη 38. 1848, ΕφΑθ 7647/1990 ΕλλΔνη 31. 1534). Η κατάπτωση της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμιά ζημία (άρθρο 405) (ΑΠ 224/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 891/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1848/2007 ΕλλΔνη 48.1434, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 47.184, ΕφΑθ 1890/2003 ΕλλΔνη 45.250, ΕφΑΘ 3264/2003 ΕλλΔνη 45.1508). Οι διατάξεις, όμως, περί ποινικής ρήτρας είναι ενδοτικού δικαίου και εφαρμόζονται εφόσον κάτι άλλο δεν προκύπτει από τη βούληση των συμβαλλομένων (Μπαλής, ΕνοχΔ, παρ. 100 σελ. 338, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου: Αστικός Κώδιξ άρθ. 406, αριθ. 1, σελ. 415, ΕφΑθ 8786/1978 ΝοΒ 20. 355, ΠΠρΘεσσαλ. 20525/2011 ό.π.). Δεν αποκλείεται επομένως τα μέρη να έχουν σκοπό να τάξουν καθαρή ποινή δηλαδή να τάξουν υποχρέωση του παραβάτη των υποχρεώσεών του όχι μόνο για την ποινή που συμφωνήθηκε, αλλά επί πλέον περαιτέρω και για την εκπλήρωση της σύμβασης ή για την πλήρη αποζημίωση από τη μη εκπλήρωση, επιπλέον της ποινής (άρθρο 361 ΑΚ) σωρευτικά τις αξιώσεις του δανειστή (Μπαλής, ό.π., σελ. 338-339, ΑΠ 762/2000 ΕλλΔνη 42. 153, ΑΠ 462/1992 ΕλλΔνη 34. 1338, ΕφΑθ 3389/1996 ΕλλΔνη 37. 1668 ΠΠρΘεσσαλ. 20525/2011 ό.π) και αν ακόμη δεν ζημιώθηκε από την καθυστέρηση και αυτό γιατί κατά την αληθή βούληση των μερών, στην περίπτωση αυτή, η ποινή συμφωνήθηκε αυτοτελώς και μόνο για τη μη έγκαιρη εκπλήρωση της παροχής, ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη εκπλήρωσή της (ΕΑ 3389/1996 ΕλΔ 37. 1668). Για την κατάπτωση της ποινής δεν αρκεί μόνο η όχληση του οφειλέτη ή η παρέλευση της συμφωνηθείσας δήλης ημέρας εκπλήρωσης, αλλά απαιτείται και η υπερημερία του οφειλέτη, δηλαδή η καθυστέρηση να οφείλεται σε υπαιτιότητα. Στον οφειλέτη απόκειται να ισχυρισθεί και αποδείξει ότι έχει εκπληρώσει την παροχή ή ότι η μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής οφείλεται σε γεγονός, για το οποίο δεν έχει ευθύνη, αφού στην περίπτωση αυτή δεν περιέρχεται σε υπερημερία, η οποία αποτελεί προϋπόθεση της κατάπτωσης της ποινικής ρήτρας. Γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη ο οφειλέτης είναι κάθε εύλογη αιτία, λόγω της οποίας δικαιολογείται η μη εκπλήρωση ή η μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής του ( ΑΠ 269/2012, ΑΠ 352/2011, ΑΠ 1489/2009, ΕφΛαμ 179/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω κατά το άρθρο 409 παρ. 1 του ΑΚ, αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται από το Δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, στο μέτρο που αρμόζει. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι το δικαστήριο της ουσίας, στη διαμόρφωση της κρίσης του για τον χαρακτήρα της ποινής ως δυσανάλογα μεγάλης και στη συνέχεια για το μέτρο που πρέπει να μειωθεί, λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά που συντρέχουν κατά περίπτωση, ιδίως δε το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που πλήγηκαν από την αθέτηση της συμβάσεως, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, το βαθμό του πταίσματός του, την ενδεχόμενη ωφέλειά του από την μη εκπλήρωση της παροχής, τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα της αθέτησης και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή (ΑΠ 2166/2013 ό.π, ΑΠ 762/2000 ό.π. ), όπως η αποτίμηση σε χρήμα και ο χρόνος της καθυστέρησης (ΑΠ 1185/1992). Επίσης σε περίπτωση συνομολογήσεως ποινικής ρήτρας για την περίπτωση της μη προσήκουσας, υπό τη μορφή της μη έγκαιρης, εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής, απαιτώντας την ποινή, οφείλει για το ορισμένο της αγωγής του (άρθρα 111 παρ.2 118 περ.4 και 216 παρ. 1ΚΠολΔ) να επικαλεσθεί και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδείξει : α) τη σύμβαση που πρέπει να εκπληρωθεί, β) τη συμφωνία για την ποινική ρήτρα και γ) τις προϋποθέσεις της υπερημερίας, δηλαδή την όχληση του οφειλέτη ή ότι παρήλθε η ημέρα εκπλήρωσης της παροχής (ΑΠ 1460/2005 ΕλΔ 47.185, ΕφΠατρ 738/2004 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ως άνω πρέπει να τα επικαλείται ο αιτών τη μείωση της ποινικής ρήτρας, άλλως η ένστασή του είναι αόριστη (ΕφΑθ 3264/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το δικαστήριο λαμβάνει ως βάση για τον σχηματισμό της ως άνω κρίσεως του τον χρόνο της αποφάσεως του (βλ. Ι. Σόντη, ΕρμΑΚ, άρθρο 409, αριθμ. 5, ΑΠ 201/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6849/2006 ΕλλΔνη 48,1720, ΕφΠειρ 12/2005 ΠειρΝομ 2005,32). Σημειωτέον ότι είναι τελείως διαφορετική η περίπτωση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους ή και οι δύο επιφύλαξαν στον εαυτό τους το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση έναντι καταβολής ποινής, δηλαδή συνομολόγησαν το λεγόμενο “επιτίμιο μεταμελείας”. Αν συμβαίνει αυτό ο αντισυμβαλλόμενος πράγματι περιορίζεται στην είσπραξη του ποσού της ποινής, που μάλιστα πρέπει να του καταβληθεί συγχρόνως με τη δήλωση υπαναχώρησης, η οποία αλλιώς και εφόσον αποκρουσθεί για το λόγο αυτό χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, είναι ανίσχυρη (άρθρο 398 ΑΚ). Για να έχει δε τέτοια αποτελέσματα η συνομολογούμενη ποινή πρέπει η συναφής επιφύλαξη του δικαιώματος υπαναχώρησης να είναι σαφής και αναμφίβολη. Το επιτίμιο μεταμέλειας διευκολύνει τη διάλυση της σύμβασης και συνεπώς εξασθενίζει τη συμβατική δέσμευση αφού παρέχει δικαίωμα στο συμβαλλόμενο να υπαναχωρήσει καταβάλλοντας κατά κάποιο τρόπο “λύτρα”. Τουναντίον η ποινική ρήτρα περιφρουρεί την εκπλήρωση της σύμβασης και ενισχύει την υποχρέωση του οφειλέτη να εκπληρώσει την παροχή του και γι` αυτό δεν συμβιβάζεται καθόλου με την υπαναχώρηση.

     ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 178 ΑΚ  “δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη”. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, κρίνεται από το περιεχόμενό της, όχι μεμονωμένα από την αιτία που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή σκοπό, στον οποίο αυτοί αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των περιστάσεων και των συνθηκών, που τη συνοδεύουν (ΑΠ 281 /2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, μόνος ο τρόπος σύναψης της δικαιοπραξίας, ή το αίτιο που υποκίνησε, στην κατάρτισή της τους δικαιοπρακτούντες, αμφότερους ή τον ένα από αυτούς, ως και ο σκοπός για τον οποίο καθένας τους επεδίωξε την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, και αν ακόμη δεν συμφωνούν προς τα παραγγέλματα της ηθικής, δεν προσδίδουν αναγκαίως στη δικαιοπραξία, αντίθεση προς τα χρηστά ήθη (ΟλΑΠ 39/1975, ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 2105/1986, ΕφΑθ 4777/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά δε το άρθρο 179 του ίδιου Κώδικα, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση εφαρμογής του προηγούμενου άρθρου 178, “άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτο, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα, που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή”. Όπως προκύπτει από το συνδυασμό αυτών των διατάξεων και εκείνων των άρθρων 174 και 180 ΑΚ, για να χαρακτηριστεί μία δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεονεκτική και, συνεπώς, άκυρη, λόγω αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τρία στοιχεία, δηλαδή: α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία, του ενός από τους συμβαλλομένους και γ) εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο της γνωστής σε αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του αντισυμβαλλομένου του (ΑΠ 973/2015, ΑΠ 820/2014, ΑΠ 2139/2013, ΑΠ 1…2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα στοιχεία της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας όμως δεν είναι απαραίτητο, όπως προκύπτει από τη σαφή διατύπωση της δεύτερης από τις πιο πάνω διατάξεις, να συντρέχουν σωρευτικά, αλλά αρκεί η συνδρομή και μόνο του ενός από αυτά (ΑΠ 234/2017, ΑΠ 1186/2011, ΑΠ  492/2004, ΕφΑθ 366/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δυσαναλογία αυτή διαπιστώνεται ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας κατά το χρόνο της κατάρτισής της (περιεχόμενο, σκοπός, αξία παροχών), χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές παραστάσεις ή επιθυμίες των μερών. Περαιτέρω, φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποπίπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου, και η οποία υπερβαίνει το μέτρο κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Ανάγκη είναι η πρόσκαιρη ή μόνιμη κατάσταση ενός προσώπου που βρίσκεται σε σοβαρό, άμεσο και πραγματικό κίνδυνο (οικονομικό ή άλλο), η αντιμετώπιση του οποίου είναι ανεπίδεκτη αναβολής (ΕφΑθ 366/2017 ό.π.).Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία) επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή. Για την συνδρομή του στοιχείου της εκμετάλλευσης, δεν είναι αναγκαίο να έχει προκληθεί οποιαδήποτε ενέργεια ή συμπεριφορά του συμβληθέντος επιλήψιμη που να τείνει στην επίτευξη της αισχροκέρδειας. Αν λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλόμενου και η εκμετάλλευση από τον συμβαλλόμενο μιας από τις γνωστές σ` αυτόν ως άνω καταστάσεις του αντισυμβαλλόμενου. Όμως δεν αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή ακυρότητα της δικαιοπραξίας λόγω αντιθέσεως της προς τα χρηστά ήθη κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σ` αυτή ανήθικο χαρακτήρα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την ύπαρξη προφανούς δυσαναλογίας είναι έννοια νομική και υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Σημειωτέον όμως ότι κατά το άρθρο 214 ΑΚ, η έννοια του οποίου είναι ευρύτερη της γραμματικής διατύπωσης του, τα ελαττώματα της βούλησης, η γνώση ή η υπαίτια άγνοια ορισμένων περιστατικών, καθώς και η επίδραση τους στη δικαιοπραξία κρίνονται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου. Έτσι, επί καταπλεοναστικής συμβάσεως πωλήσεως, η οποία καταρτίσθηκε με αντιπρόσωπο του πωλητή, η ανάγκη, κουφότητα ή απειρία κρίνονται στο πρόσωπο του αντιπροσώπου.

 

IV. Περαιτέρω, οι γενικοί ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση που υφίσταται κενό σε δικαιοπραξία ή γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των δηλώσεων βούλησης. Δηλονότι κάθε συμφωνία των μερών πρέπει να είναι ρητή ή να συνάγεται σαφώς από τις περιστάσεις, ενώ σε περίπτωση που διαπιστωθεί, έστω και εμμέσως, η ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις περί τούτου δικαιοπρακτικές δηλώσεις των μερών, το Δικαστήριο οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ ( ΑΠ 176/2018 αδημ, ΑΠ 245/2018 αδημ, ΑΠ 518/2018 αδημ,  ΑΠ 896/2013, ΑΠ 1310/2011,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ερμηνεία  μίας αμφίσημης συμβάσεως  θα πρέπει να γίνεται επί τη βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, ήτοι του άρθρου 200 ΑΚ που θα πρέπει  στην περίπτωση αυτή να προκρίνεται έναντι της 173 ΑΚ, η οποία  εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης, αλλά να αναζητείται η αληθινή βούληση,  ενώ η 200ΑΚ  εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών  επιβάλλοντας η δήλωση να ερμηνεύεται , όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό της οποίας και μόνο πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συναλλακτικά ήθη. Καλή πίστη είναι η συμπεριφορά που  επικρατεί στις συναλλαγές, κατά την κρίση του εχέφρονα ανθρώπου και νοείται αντικειμενικά, ενώ συναλλακτικά ήθη είναι οι συνηθισμένοι στις συναλλαγές τρόποι ενέργειας. Για τη διαμόρφωση της σχετικής κρίσης το Δικαστήριο της ουσίας λαμβάνει υπόψη, με διαφορετική κατά περίπτωση βαρύτητα, τα συμφέροντα των μερών και κυρίως εκείνου από αυτά, το οποίο αποβλέπει να προστατεύσει ο ερμηνευόμενος όρος, τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις λοιπές τοπικές, χρονικές και άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων, καθώς και τη φύση της σύμβασης. Έτσι, κάθε δήλωση βουλήσεως θα πρέπει να ληφθεί με την έννοια που απαιτεί στη συγκεκριμένη περίπτωση η συναλλακτική ευθύτητα, κατά τους κανόνες της οποίας θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή η δήλωση βουλήσεως Το Δικαστήριο της ουσίας, όταν ερμηνεύει, κατά τις αρχές της καλής πίστεως, λαμβάνοντας υπόψη  του και τα συναλλακτικά ήθη, τη δήλωση βούλησης, δεν είναι ανάγκη να αναλύσει και να εξειδικεύσει τις αρχές αυτές ή τα συναλλακτικά ήθη και δεν δεσμεύεται στην κρίση του από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (ΑΠ 105/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΑΠ 28/2007 ΕλλΔνη 48.1029, ΕφΠειρ 515/2015 αδημ, ΕφΠειρ 153/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) λαμβάνει όμως υπόψην του τα συμφέροντα των μερών και ιδίως εκείνου, την ιδιαίτερη προστασία του οποίου επιδιώκει ο ερμηνευόμενος όρος (ΑΠ 737/2000, ΑΠ 337/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τον δικαιοπρακτικό σκοπό, τις συνήθειες και τις άλλες συνθήκες, υπό τις οποίες έγιναν οι δηλώσεις βούλησης, τη φύση της σύμβασης, τις διαπραγματεύσεις και την προηγούμενη συμπεριφορά των μερών,  χωρίς να είναι υποχρεωμένο να αρκεστεί μόνο στο περιεχόμενο της σύμβασης ( ΑΠ 355/2018 αδημ, ΑΠ 934/2014, ΑΠ 211/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

V. Τέλος, ο ν. 2932/2001, τιτλοφορούμενος «Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις θαλάσσιες ενδομεταφορές κ.λπ.» (Α΄ 145), ορίζει ότι από 1ης Νοεμβρίου 2002 οι υπηρεσίες θαλασσίων ενδομεταφορών μεταξύ λιμένων της ηπειρωτικής χώρας και λιμένων νησιών ή μεταξύ λιμένων νησιών παρέχονται ελευθέρως, υπό την εποπτεία των Υπουργών Εμπορικής Ναυτιλίας και Αιγαίου, από πλοία (επιβατηγά-οχηματαγωγά, επιβατηγά ή φορτηγά, δρομολογημένα σε τακτική γραμμή επιβατικών μεταφορών και πορθμείων, καθώς και από πλοία ολικής χωρητικότητας μέχρι 650 μονάδων υπολογισμού), τα οποία ανήκουν σε πλοιοκτήτες των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Στο άρθρο δεύτερο παρ. 4 του νόμου [όπως το πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 25 του ν. 3450/2006 (Α64)] ορίζεται ότι το γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, το οποίο είναι ενδεικτικό, καθορίζεται μέχρι τις 31 Οκτωβρίου εκάστου έτους με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ., [Συμβουλίου Ακτοπλοϊών Συγκοινωνιών], ενώ στην παρ.6 του ως άνω άρθρου ορίζονται τα εξής: «Με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ., μπορεί να επιβάλλονται στους πλοιοκτήτες που ενδιαφέρονται για τη δρομολόγηση πλοίου σε ορισμένη ή ορισμένες γραμμές, υποχρεώσεις δημοσίας υπηρεσίας. Οι ανωτέρω υποχρεώσεις επιβάλλονται για την εξυπηρέτηση λόγων δημόσιου συμφέροντος και περιλαμβάνουν, χωρίς να δημιουργούν διακρίσεις, όρους που αφορούν τους λιμένες, οι οποίοι πρέπει να εξυπηρετούνται, την τακτική εξυπηρέτηση, τη συνέχεια, τη συχνότητα και ικανότητα παροχής υπηρεσιών, το ναύλο και τη στελέχωση των πλοίων …». Ως προς τη διαδικασία τακτικής δρομολόγησης στο άρθρο τρίτο παρ.1 του νόμου ορίζεται ότι «Η δρομολόγηση επιβατηγού και οχηματαγωγού, επιβατηγού ή φορτηγού πλοίου γίνεται για περίοδο ενός έτους, που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου (τακτική δρομολόγηση)», ενώ στο άρθρο τέταρτο προβλέπονται τα εξής : «1. [όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΣΤ υποπαρ. ΙΣΤ.2 περ.1 του ν. 4254/2014 (Α? 85)] Ο πλοιοκτήτης, προκειμένου να δρομολογήσει πλοίο ή πλοία, υποβάλλει στο Υπουργείο δήλωση … Επίσης αναγράφει τα στοιχεία προσδιορισμού του πλοίου, τα δρομολόγια που θα εκτελεί σε συγκεκριμένη γραμμή ή γραμμές του δικτύου, τους λιμένες αφετηρίας, τελικού προορισμού και ενδιάμεσους, κατά σειρά προσέγγισης, τις ημέρες και ώρες απόπλου και κατάπλου του πλοίου από και σε αυτούς, τον προγραμματιζόμενο χρόνο της ετήσιας επιθεώρησης του πλοίου εντός της δρομολογιακής περιόδου και κάθε άλλο στοιχείο που καθορίζεται με την απόφαση της επόμενης παραγράφου. 2. … 3. Η δήλωση δρομολόγησης υποβάλλεται μέχρι την 31η Ιανουαρίου. Η αρμόδια Υπηρεσία μέχρι τη 10η Φεβρουαρίου εκδίδει δελτίο τύπου, το οποίο καταχωρίζεται σε δύο τουλάχιστον ημερήσιες εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας για τις δηλώσεις που έχουν υποβληθεί. Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί μέχρι την 20η Φεβρουαρίου να συμπληρώσει ή να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει τη δήλωσή του. Η αρμόδια υπηρεσία ανακοινώνει με την προαναφερόμενη διαδικασία τις τροποποιήσεις αυτές μέχρι την 28η Φεβρουαρίου. Μετά την 31η Μαρτίου ο Υπουργός ανακοινώνει στις αρμόδιες Λιμενικές Αρχές και στους φορείς διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένων τη δήλωση δρομολόγησης πλοίου μαζί με τα δηλωθέντα προγράμματα εκτέλεσης δρομολογίων, εκτός αν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της επόμενης παραγράφου. Η ανακοίνωση αυτή κοινοποιείται και στον ενδιαφερόμενο πλοιοκτήτη. 4. [όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΣΤ υποπαρ. ΙΣΤ.2 περ.1 του ν. 4254/2014] Το Υπουργείο μπορεί να τροποποιήσει στο αναγκαίο μέτρο τη δήλωση ως προς τα στοιχεία των δρομολογίων, αν αιτιολογημένα κρίνεται : α) ότι οι συνθήκες σε λιμένα ή λιμένες δεν επιτρέπουν για λόγους ασφάλειας του πλοίου και τάξης στο λιμένα την εκτέλεση των δρομολογίων που ζητήθηκαν, β) ότι το πλοίο δεν μπορεί απρόσκοπτα να καταπλεύσει και να εκτελέσει τη μεταφορά σε συγκεκριμένο χώρο του λιμένα και στο χρόνο που δηλώνει και γ) ότι η συχνότητα των δρομολογίων ή ο προγραμματισμένος χρόνος διακοπής των δρομολογίων δεν ανταποκρίνεται στις πάγιες κατά τη διάρκεια της δρομολογιακής περιόδου ανάγκες τακτικής παροχής υπηρεσιών. Στις περιπτώσεις α’ και β’ καλούνται οι πλοιοκτήτες να προσαρμόσουν με συμφωνία τα δρομολόγια τους στις αναγκαίες χρονικές αποστάσεις για την επίλυση των προβλημάτων αυτών. Αν εντός πέντε (5) ημερών δεν επιτευχθεί συμφωνία, ο Υπουργός αποφασίζει για τις αναγκαίες μεταβολές των δρομολογίων κατόπιν σχετικής γνωμοδότησης του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (Σ.Α.Σ.). 5. Ο Υπουργός ανακοινώνει στις αρμόδιες Λιμενικές Αρχές και στους φορείς διοίκησης και εκμετάλλευσης λιμένων τη δήλωση δρομολόγησης πλοίου επιβατηγού, επιβατηγού-οχηματαγωγού ή φορτηγού οχηματαγωγού πλοίου που υποβάλλεται μετά την 31η Ιανουαρίου κάθε έτους μαζί με τα δηλωθέντα προγράμματα εκτέλεσης δρομολογίων, αν ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ. κριθεί ότι : α) πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου τρίτου και β) ικανοποιούνται συγκοινωνιακές ανάγκες που δεν καλύπτονται από τα ήδη δρομολογημένα πλοία με έκτακτη δρομολόγηση ή με συμβάσεις του άρθρου όγδοου. Η εκτέλεση των δρομολογίων είναι υποχρεωτική για ένα (1) έτος από τη δρομολόγηση στη συγκεκριμένη γραμμή ή γραμμές …». Με το άρθρο τέταρτο α, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 37 παρ.3 του ν. 4150/2013 (Α 102), ρυθμίσθηκαν τα σχετικά με την τακτική δρομολόγηση επιβατηγών υδροπτερύγων και ταχυπλόων πλοίων. Συγκεκριμένα, ορίσθηκε ότι η δρομολόγηση των ανωτέρω κατηγοριών επιβατηγών πλοίων γίνεται, κατά τη διάρκεια της ετήσιας δρομολογιακής περιόδου που αρχίζει την 1η Νοεμβρίου, για περίοδο τουλάχιστον τεσσάρων μηνών, από τους οποίους οι τρεις θερινοί μήνες (Ιούνιος, Ιούλιος και Αύγουστος) είναι συνεχόμενοι, ενώ, κατόπιν της τροποποιήσεως της παρ.1 του ως άνω άρθρου με το άρθρο 41 παρ.1 του ν. 4487/2017 (Α? 116), ως προς τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία τακτικής δρομολόγησης γίνεται παραπομπή στα ισχύοντα για τα συμβατικά πλοία κατά τις διατάξεις των παραγράφων 2 έως και 6 του άρθρου τρίτου και 2,3,4 και 7 του άρθρου τέταρτου του νόμου. Περαιτέρω, στο άρθρο πέμπτο παρ.2 του ν. 2932/2001 [όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ.1Β του ν. 4256/2014, Α? 92] ορίζεται ότι «Με απόφαση του Υπουργού, μετά από αίτηση του πλοιοκτήτη και γνώμη του Σ.Α.Σ., δύναται να ανακληθεί η ανακοίνωση δήλωσης δρομολόγησης, εφόσον δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση των συγκοινωνιακών αναγκών της γραμμής που είναι δρομολογημένο το πλοίο …», ενώ στις παρ.1 και 2 του άρθρου έκτου προβλέπονται τα εξής : «1. Η εκτέλεση των δρομολογίων που ανακοινώνονται είναι υποχρεωτική. 2. [όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ.1Γ του ν. 4256/2014] Ο πλοιοκτήτης ή περισσότεροι πλοιοκτήτες από κοινού δεν μπορούν να μεταβάλουν μονομερώς τα δρομολόγια ούτε τον προγραμματισμένο χρόνο διακοπής τους. Η μεταβολή των δρομολογίων, συμπεριλαμβανομένης της δρομολογιακής γραμμής και του προγραμματισμένου χρόνου διακοπής τους, επιτρέπεται αν υποβάλουν σχετικό αίτημα και κριθεί, με απόφαση του Υπουργού, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ., ότι δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση της γραμμής, ούτε δημιουργούνται διακρίσεις σε βάρος άλλων πλοιοκτητών, με την αποδοχή του αιτήματος. Η απόφαση του Υπουργού κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία υποβολής του αιτήματος …».Με τις ανωτέρω παρατεθείσες διατάξεις του ν. 2932/2001 ρυθμίζονται τα σχετικά με τη διαδικασία τακτικής δρομολόγησης πλοίων για την παροχή υπηρεσιών θαλασσίων ενδομεταφορών και ορίζεται, συγκεκριμένα, ότι οι ενδιαφερόμενοι πλοιοκτήτες υποβάλλουν, κατ`αρχήν, μέχρι την 31η Ιανουαρίου κάθε έτους δήλωση που αφορά ετήσια δρομολογιακή περίοδο, αρχομένη από την 1η Νοεμβρίου του έτους υποβολής της, σχετικά με τα δρομολόγια που πρόκειται να εκτελεί το πλοίο τους σε συγκεκριμένη γραμμή ή γραμμές του γενικού δικτύου ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, το οποίο καθορίζεται μέχρι τις 31 Οκτωβρίου εκάστου έτους με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και, όπως ρητώς ορίσθηκε κατόπιν της τροποποιήσεως της παρ.4 του άρθρου δεύτερου του ν. 2932/2001 με το άρθρο 25 του ν. 3450/2006, έχει χαρακτήρα ενδεικτικό. Ακολούθως παρέχεται στους πλοιοκτήτες χρονικό διάστημα μέχρι την 20η Φεβρουαρίου για να συμπληρώσουν, τροποποιήσουν ή και να ανακαλέσουν τη δήλωσή τους, αφού λάβουν γνώση και των δηλώσεων που έχουν υποβληθεί από τους λοιπούς πλοιοκτήτες, για τις οποίες εκδίδεται σχετικό δελτίο τύπου από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου. Οι δηλώσεις των πλοιοκτητών, όπως διαμορφώνονται τελικώς, μπορεί είτε να γίνουν δεκτές είτε να απορριφθούν (ρητώς ή σιωπηρώς) ή και να τροποποιηθούν με αποφάσεις του Υπουργού, στο μέτρο που αυτό κρίνεται αναγκαίο, κατά τα οριζόμενα στην παρ.4 του άρθρου τέταρτου του νόμου. Μετά την έκδοση δε της Ανακοινώσεως του Υπουργού σχετικά με τις υποβληθείσες δηλώσεις δρομολόγησης πλοίων, όπως αυτές έχουν τελικώς διαμορφωθεί, κατόπιν των τυχόν κριθεισών αναγκαίων τροποποιήσεων, η εκτέλεση των δρομολογίων που ανακοινώνονται είναι υποχρεωτική για τον πλοιοκτήτη καθ`όλη τη διάρκεια της ετήσιας δρομολογιακής περιόδου. Προβλέπεται, πάντως, στην παρ.2 του άρθρου έκτου του νόμου η δυνατότητα μεταβολής των εκτελουμένων δρομολογίων, κατόπιν εγκρίσεως σχετικού αιτήματος του πλοιοκτήτη από τον Υπουργό, ύστερα από γνώμη του Σ.Α.Σ., εφ`όσον κρίνεται ότι δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση της δρομολογιακής γραμμής ούτε δημιουργούνται διακρίσεις εις βάρος των λοιπών πλοιοκτητών. Τέλος, στην παρ.5 του άρθρου τέταρτου προβλέπεται και η δυνατότητα αποδοχής από τον Υπουργό εκπρόθεσμης δήλωσης δρομολόγησης, δήλωσης, δηλαδή, που υποβάλλεται μετά την 31η Ιανουαρίου, υπό την προϋπόθεση ότι με τη δήλωση αυτή ικανοποιούνται συγκοινωνιακές ανάγκες που δεν καλύπτονται από τις ήδη υποβληθείσες δηλώσεις τακτικής δρομολόγησης ή από συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας που συνάπτονται κατά το άρθρο 8 του νόμου για την αποκλειστική εξυπηρέτηση συγκεκριμένης γραμμής ή γραμμών (ΣτΕ 2285/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη αγωγή, κατά τη δέουσα εκτίμησή της, η ενάγουσα ναυτική εταιρεία εκθέτει ότι δυνάμει του από 9-3-2018 προσυμφώνου αγοραπωλησίας πλοίου, που συνήψε με την πρώτη εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία, η τελευταία συμφώνησε να της πωλήσει και να της  παραδώσει το αναλυτικώς περιγραφόμενο στην αγωγή  Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο …, νηολογίου Πειραιά …, το οποίο ανήκει στην πλοιοκτησία της και είναι δρομολογημένο στη γραμμή Κυλλήνης-Ζακύνθου και Κυλλήνης-Πόρου Κεφαλληνίας, έναντι τιμήματος 6.250.000 ευρώ (όρος ΙΙ) και σύμφωνα με  τους ειδικότερους ισχύοντες όρους του προσυμφώνου. Ότι συμφώνησαν  μεταξύ άλλων στο ως άνω προσύμφωνο τα εξής : α) ως προκαταβολή του τιμήματος  ορίστηκε το ποσό των 625.000 ευρώ, καταβλητέο σε κοινό δεσμευμένο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης και της ίδιας (της ενάγουσας) στην τράπεζα … εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την ενημέρωση της τράπεζας προς αυτήν (ενάγουσα) για το άνοιγμα του λογαριασμού (όρος ΙΙΙ)  , β) ως ημέρα παράδοσης του πλοίου ορίστηκε  να γίνει κατά το χρονικό διάστημα από 12-3-2018 έως 26-3-2018 κατ΄επιλογή της πρώτης εναγομένης, όχι όμως πέραν της 26ης-3-2018, γ) ότι εφόσον το πλοίο δεν ήταν έτοιμο προς παράδοση μέχρι τις 26-3-2018 η αγοράστρια ενάγουσα θα είχε το δικαίωμα να καταγγείλει το ένδικο προσύμφωνο (όρος ΙV)  ή να δεχθεί μια νέα ημερομηνία  ως καταληκτική ημερομηνία  παράδοσης του πλοίου ενώ σε περίπτωση που η πρώτη εναγομένη υπαναχωρούσε  από  αυτό ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο αυτή (η πρώτη εναγομένη) δεν παρέδιδε το πλοίο κατά την καταληκτική ημερομηνία της 26ης-3-2018, η τελευταία και η … όφειλαν να της αποδώσουν το ποσό της προκαταβολής (όρος VΙΙ)  μόλις λάβει σχετικό αίτημα της αγοράστριας χωρίς να ειδοποιήσει την πωλήτρια και δ) ότι στην περίπτωση  που η πρώτη εναγομένη υπαναχωρούσε από το ανωτέρω προσύμφωνο αγοραπωλησίας πλοίου για οποιονδήποτε λόγο εκτός ανωτέρας βίας, αυτή θα κατέβαλε στην ίδια (την ενάγουσα) επιπλέον ως αποζημίωση βεβαία και εκκαθρισμένη λόγω αθέτησης της σύμβασης το ισόποσο της ανωτέρω προκαταβολής. Ότι σκοπός της αγοράς του πλοίου ήταν να συνεχίσει να δραστηριοποιείται στις ως άνω γραμμές που ήταν ήδη δρομολογημένο για αυτό και περιλήφθηκε όρος στο προσύμφωνο ότι η πρώτη εναγομένη μέχρι την παράδοση του πλοίου δεν θα υπέβαλε αίτημα τροποποίησης της υπάρχουσας δρομολόγησης του πλοίου στις γραμμές που είναι ήδη δρομολογημένο. Περαιτέρω ότι στις 12-3-2018 το Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης ενέκρινε την πώληση του ενδίκου πλοίου και τους όρους του προσυμφώνου και ότι στις 16-3-2018 η ίδια (η ενάγουσα) μετά από αίτημα της πρώτης εναγομένης προκατέβαλε στην τελευταία 250.000 ευρώ έναντι του τιμήματος της αγοράς προκειμένου να τακτοποιήσει τις οφειλές της προς το ΝΑΤ και τη ΔΟΥ και να λάβει τα απαιτούμενα πιστοποιητικά του πλοίου για τη μεταγραφή της μεταβίβασης του πλοίου .Ότι για το λόγο αυτό με την από 16-3-2018 προσθήκη στο ως άνω προσύμφωνο στην οποία συμβλήθηκαν και οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων ως εγγυητές της πρώτης εναγομένης, παραιτούμενοι από την ένσταση διζήσεως  ορίστηκε : α) ότι το τίμημα θα ήταν καταβλητέο ως εξής 1) ποσό 250.000 ευρώ απευθείας στο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης στην … στις 19-3-2018, 2) ποσό 375.000 ευρώ στον κοινό δεσμευμένο λογαριασμό της ίδιας και της πρώτης εναγομένης στην … στις 20-3-2018,3) ποσό 4.375.000 ευρώ κατά την παράδοση και μεταβίβαση του πλοίου και 4) ποσό 1.250.000 ευρώ τμηματικά κατά τα έτη 2018, 2019 και 2020.Ότι ενώ αυτή (η ενάγουσα) κατέβαλε στις 19-3-2018 ποσό 250.000 ευρώ και  στις 20-3-2018 ποσό 375.000 ευρώ  και εξασφάλισε στις 9-3-2018 από την … δάνειο ύψους 4.000.000 ευρώ προς χρηματοδότηση της αγοράς του προαναφερόμενου πλοίου και προέβη σε κατάλληλες ενέργειες για την εκμετάλλευση και επάνδρωσή του, εντούτοις η πρώτη εναγομένη δεν το παρέδωσε σ΄αυτήν κατά την συμφωνηθείσα ως καταληκτική ημερομηνία της 26ης.3.2018, χωρίς καμία ενημέρωση από μέρους της σχετικά με τήρηση ή μη των συμφωνηθέντων, λόγος για τον οποίο η ενάγουσα είχε ήδη αποστείλει σ΄αυτήν από τις 23-3-2018 εξώδικη πρόσκληση με την οποία  την καλούσε να παραδώσει το πλοίο μέχρι την 26η-3-2018. Ότι παρά την αδιαφορία και την απουσία κάποιας ένδειξης έστω και εκπρόθεσμης συμμόρφωσης της πρώτης εναγομένης με την συμβατική της αυτή υποχρέωση, η ενάγουσα ανέμενε καλόπιστα από τις 26-3-2108 κάποια τέτοια ένδειξη μέχρι τις 30-3-2018, οπότε απέστειλε στην πρώτη εναγομένη νεώτερη ειδοποίηση, με την οποία την ενημέρωνε ότι θα αναμείνει την παράδοση του πλοίου μέχρι την Δευτέρα 2-4-2018 και ώρα 13.00, μετά την οποία δεν θα αποδεχόταν πλέον την παράδοση του πλοίου. Ότι ενώ και αυτή η προθεσμία παρήλθε άπρακτη, η πρώτη εναγομένη επέδωσε στις 2-4-2018 σε αυτήν (την ενάγουσα) εξώδικη δήλωση, με την οποία προφασίστηκε ότι υπέγραψε το ένδικο προσύμφωνο δήθεν κατόπιν ασφυκτικών πιέσεων της  ενυπόθηκης δανείστριας …, ότι αυτή (η ενάγουσα) εκμεταλλεύτηκε την οικονομική της στενότητα, προκειμένου να την πιέσει, παρά την αντίθετη βούληση της πλειοψηφίας των μετόχων της (της πρώτης εναγομένης), να πωλήσει το ανωτέρω πλοίο σε πολύ χαμηλή τιμή και ότι δεν θα πωλούσε το πλοίο εξ αιτίας του εντεύθεν καταπλεονεκτικού χαρακτήρα του προσυμφώνου, ως εκ τούτου ότι είναι άκυρο το σχετικό προσύμφωνο ως αποτέλεσμα εκμετάλλευσης  της πρώτης εναγομένης και της αφόρητης πίεσης της τράπεζας, καθώς κι ότι με το ίδιο εξώδικο της δήλωνε (η πρώτη εναγομένη) ότι αποδεχόταν  και την υφιστάμενη υπαναχώρηση της ιδίας (της ενάγουσας) από το ίδιο προσύμφωνο.  Ότι (η ενάγουσα) όχλησε εκ νέου στις 4-4-2018 με εξώδικη δήλωση που της επέδωσε εγγράφως την πρώτη εναγομένη αρνούμενη ως συκοφαντικούς και ψευδείς τους ισχυρισμούς της και ζητώντας από αυτήν κατά τα σχετικώς συμφωνηθέντα να δώσει εντολή στην τράπεζα να της επιστρέψει το ποσό των 250.000 ευρώ που είχε (η ενάγουσα) εμβάσει στις 19-3-2018 σύμφωνα με τον όρο III του προσυμφώνου και  να της επιστρέψει το, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα, προκαταβληθέν ποσό των 625.000 ευρώ σύμφωνα με τον όρο VII.2 του προσυμφώνου, ως διαμορφώθηκε με την από 16-3-2018 προσθήκη. Τέλος, ότι άσκησε σε βάρος της πρώτης εναγομένης την από 11-4-2018 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς επικαλούμενη επικείμενο κίνδυνο και επείγουσα περίπτωση ζητώντας να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο τόσο η συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της πρώτης εναγομένης περιλαμβανομένου και του ένδικου Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου … ελλιμενιζόμενου στο λιμένα Κυλλήνης, νηολογίου Πειραιά … μέχρι του ποσού των 7.600.000 ευρώ, προς εξασφάλιση των προαναφερόμενων στο ιστορικό απαιτήσεών της σε βάρος της εναγομένης, όσο και η συντηρητική κατάσχεση του ποσού των 250.000 ευρώ στον εκτιθέμενο  τραπεζικό λογαριασμό της εναγομένης στην …, επί της οποίας εξεδόθη η υπ’αριθμ. 1198/2018 οριστική απόφαση που έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση και  διέταξε τη συντηρητική κατάσχεση του ενδίκου πλοίου μέχρι το ποσό των 1.240.000 ευρώ, ασφαλιστικό μέτρο που αντικαταστάθηκε στη συνέχει με την κατάθεση ισόποσης εγγυητικής επιστολής από την εναγομένη. Επικαλούμενη (η ενάγουσα) ότι η πρώτη εναγομένη αδιαφόρησε στο από 4-4-2018 εξώδικό της και ότι η ίδια (η ενάγουσα) εξαιτίας της παράβασης του προσυμφώνου από αυτή , ευθυνόμενη από κοινού με τους δεύτερο και τρίτο των εγγυητών οφείλει να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 4.703.864,71 ευρώ ήτοι : α) την ελάχιστη συμφωνημένη αποζημίωση σύμφωνα με τον όρο VII.2 του προσυμφώνου , ήτοι ποσό 625 .000 ευρώ, β) τα έξοδα σύναψης του προσυμφώνου , προετοιμασίας για τη παραλαβή και την εμπορική εκμετάλλευση του ενδίκου πλοίου καθώς και τα έξοδα ανταλλαγής των εξωδίκων δηλώσεων, ήτοι συνολικό ποσό 34.217,11 ευρώ κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή ανά αιτία επιμέρους ποσά, γ) την απώλεια εσόδων από την εκμετάλλευση του πλοίου -αφαιρουμένων των εξόδων του πλοίου-  για την περίοδο από 1-4-2018 έως 30-9-2019 στις δρομολογιακές γραμμές Κυλλήνη-Πόρος Κεφαλληνίας και Κυλλήνη-Ζάκυνθος, ήτοι συνολικό ποσό 4.044.647,60 ευρώ κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην αγωγή ανά αιτία επιμέρους ποσά, οι δε δεύτερος και τρίτος των εναγομένων οφείλουν εις ολόκληρον έκαστος να της καταβάλει τη ελάχιστη ως άνω αποζημίωση ύψους 625.000 ευρώ, με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα μετά από εν μέρει τροπή του αγωγικού αιτήματος παραδεκτώς με τις προτάσεις που προκατέθεσε (άρθρα 223, 224 ΚΠολΔ) σε έντοκο αναγνωριστικό ζητεί  με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή ως προς τα καταψηφιστικά της αιτήματα : α) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι να της καταβάλουν η μεν πρώτη εναγομένη το ποσό των 659.217,11 ευρώ και έκαστος των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων το ποσό των 625.000 ευρώ εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη εντόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, β) να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγομένη της οφείλει (επιπλέον) το ποσό των 4.044.647,60 ευρώ εντόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως και γ) να  καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη και στην αμοιβή της πληρεξουσίας δικηγόρου της .Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας oι πληρεξούσιoι δικηγόροι των διαδίκων προσκόμισαν τα από 21-2-2019 και 1-2-2019 πληρεξούσια έγγραφα προς τους παραστάντες δικηγόρους τους κατά το άρθρο 96 και 237 παρ.1 ΚΠολΔ, ως ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015), τα υπ’αριθμ. … και  … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΠ (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) και για το καταψηφιστικό αίτημα-αντικείμενο της οποίας η ενάγουσα προσκόμισε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ.υπ’αριθμ. … e-παράβολο και την από 6-5-2019  απόδειξη καταβολής της τράπεζας EUROBANK) , παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αρμοδίως καθ’ ύλην (άρθρα 1,7,8,9, 14 παρ.2, ως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και 18 παρ. 1 ΚΠολΔ). και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2,   33,37  ΚΠολΔ,42-44 ΚΠολΔ με βάση τη σχετική ρήτρα παρέκτασης (όρος xv στο από 9-3-2018 προσύμφωνο) σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς και με τις διατάξεις των άρθρων 221 παρ. 1 στοιχ. β΄, 45 ΚΠολΔ και 72 παρ. 2 του Ν. 3994/2011). Περαιτέρω, είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στις υπό στοιχεία Ι και ΙΙ μείζονες σκέψεις διατάξεις του ΑΚ και δη σε αυτές των άρθρων 166 ,297,298,340, 341, 346, 361, 383, 398, 406 επ.ΑΚ και 70,176, 189 παρ.1,191 παρ.2, 907, 908 παρ.1 ΚΠολΔ . Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Οι εναγόμενοι με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν, αρνήθηκαν αιτιολογημένα  την αγωγή ως νόμω και ουσία αβάσιμη επικαλούμενοι κυρίως την ακυρόττηα του από 9-3-2018 προσυμφώνου ως καταπλεονεκτικού επομένως και της ορισθείσας με αυτό ποινικής ρήτρας κατά το άρθρο 179 ΑΚ κι αφού επανέλαβαν τη θέση τους περί υπαναχωρήσεως της ενάγουσας ,την οποία –ως ισχυρίζονται-αποδέχθηκαν με την από 2-4-2018 εξώδικη δήλωσή τους αρνήθηκαν ότι πλέον του ποσού των 625.000 ευρώ, οφείλουν στην ενάγουσα οποιοδήποτε άλλο ποσό και δη διαφυγόντα κέρδη για τους λόγους που ειδικότερα εκθέτουν στις προτάσεις τους. Ο ισχυρισμοί τους αυτοί, που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής θα εξετασθούν περαιτέρω κατ’ουσίαν. Τέλος, προέβαλαν την ένσταση περί υπέρμετρης ποινικής ρήτρας κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, αιτούμενοι να περιορισθεί αυτή στο προσήκον μέτρο, που κατά τους ισχυρισμούς τους  θα πρέπει να μειωθεί στο ποσό των 10.000 ευρώ. Η ένσταση αυτή, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, είναι απορριπτέα ως αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, διότι οι εναγόμενοι δεν επικαλούνται σαφώς και συγκεκριμένως πραγματικά περιστατικά (που λειτουργούν ως κριτήρια) για να θεμελιώσουν το αίτημα τους περί μειώσεως της προαναφερόμενης ποινικής ρήτρας στο προσήκον μέτρο, από αυτά που αναφέρονται στην πιο πάνω μείζονα σκέψη.

Από την εκτίμηση της υπ’αριθμ. …./12-2-2019 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα αποδείξεως, Ε. Α. Π., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, της υπ’αριθμ. …/12-2-2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα αποδείξεως, Δ. Έ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, της υπ’αριθμ. …14-2-2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα αποδείξεως, Χ. Λ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ευγενίας Λεωνιδάκη και της υπ’αριθμ. …/19-2-2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα αποδείξεως, Χ. Μ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Αργοστολίου Άννας Γιαννακοπούλου Κεκάτου που εξετάσθηκαν επιμελεία της ενάγουσας κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγομένων (βλ. τις υπ’αριθμ. … εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Ζακύνθου , Β. Α.), της υπ’αριθμ. …/20-2-2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ανταποδείξεως,  Ι. Μ. , ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας Κολοβού, της υπ’αριθμ. …/21-2-2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ανταποδείξεως Ι. Β., ενώπιον της συμβολαιογράφου Ζακύνθου Ζωής Πέτρου Βισβάρδη,  και της υπ’αριθμ…./21-2-2019 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ανταποδείξεως Δ. Κ., ενώπιον της συμβολαιογράφου Ζακύνθου Ζωής Πέτρου Βισβάρδη, που εξετάσθηκαν επιμελεία των εναγομένων κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας (βλ την υπ’αριθμ. …/15-2-2019 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, …) -μη λαμβανομένης υπόψην της υπ’αριθμ. …/14-2-2019 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα αποδείξεως,  Α. Κ., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, γενομένης δεκτής ως βάσιμης της σχετικής ενστάσεως των εναγομένων καθότι κατά παράβαση του άρθρου, 422 παρ.1 ΚΠολΔ  δεν αναφέρεται στην από 6-2-2019 κλήση εξέτασης μαρτύρων το επάγγελμα της εν λόγω μάρτυρος και σύμφωνα με το άρθρο 424 ΚΠολΔ η εν λόγω ένορκη βεβαίωση, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη στο πλαίσιο της δίκης για την οποία δόθηκε, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1004/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ 2257/2017 αδημ.)- και από όλα τα, από τους διαδίκους προσκομιζόμενα στην παρούσα συζήτηση μετ’ επικλήσεως έγγραφα μεταξύ των οποίων  οι προσκομισθείσες από τους διαδίκους φωτογραφίες , των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε εκατέρωθεν (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ) ,την εκτίμηση των ομολογιών και  των εν γένει ισχυρισμών των διαδίκων που διαλαμβάνονται στα διαδικαστικά έγγραφα της παρούσας δίκης (άρθρο 261 ΚΠολΔ) και όσων αποδεικτικών μέσων δεν πληρούν τους όρους του νόμου, όπως τα ξενόγλωσα έγγραφα που προσκομίζονται άνευ νόμιμης μετάφρασης στη ελληνική γλώσσα (βλ. ad hoc ΟλΑΠ 9/2000 ΕλΔνη 2000.68, ΑΠ 1511/2005 ΕλΔνη 47.99, ΑΠ 30/2012 ΕλΔνη 53.1007), σε συνδυασμό  με τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως( άρθρο 336 παρ.4) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα ναυτική εταιρεία δυνάμει του από 9-3-2018 προσυμφώνου αγοραπωλησίας πλοίου, που συνήψε με την πρώτη εναγομένη ναυτιλιακή εταιρεία, συμφώνησε με την τελευταία ως πωλήτρια να της πωλήσει και να της παραδώσει έναντι τιμήματος 6.250.000 ευρώ (όρος ΙΙ) το πλοιοκτησίας της Ε/Γ-Ο/Γ πλοίο …, νηολογίου Πειραιά …, ΙΜΟ 8500484, ΚΟΧ 1765,30, ΚΚΧ 894,83 (όρος Ι) , το οποίο κατά το χρόνο της κατάρτισης του προσυμφώνου ήταν δρομολογημένο στη γραμμή Κυλλήνης-Ζακύνθου και Κυλλήνης-Πόρου Κεφαλληνίας και κατά τον ισχυρισμό της ενάγουσας, σκοπός της αγοράς του πλοίου ήταν να συνεχίσει να δραστηριοποιείται στις ως άνω γραμμές που ήταν ήδη δρομολογημένο, για αυτό και περιλήφθηκε όρος στο προσύμφωνο ότι η πρώτη εναγομένη μέχρι την παράδοση του πλοίου δεν θα υπέβαλε αίτημα τροποποίησης της υπάρχουσας δρομολόγησης του πλοίου στις γραμμές που είναι ήδη δρομολογημένο. Ειδικότερα, οι συμβληθείσες διάδικοι συμφώνησαν  μεταξύ άλλων στο ως άνω προσύμφωνο τα εξής : α) ως προκαταβολή του τιμήματος ορίστηκε το ποσό των 625.000 ευρώ, καταβλητέο σε κοινό δεσμευμένο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης και της ενάγουσας στην τράπεζα … εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από την ενημέρωση της τράπεζας προς την ενάγουσα για το άνοιγμα του λογαριασμού (όρος ΙΙΙ)  , β) ως ημέρα παράδοσης του πλοίου ορίστηκε  ημέρα κατά το χρονικό διάστημα από 12-3-2018 έως 26-3-2018 κατ΄επιλογή της πρώτης εναγομένης εφόσον έχει καταβληθεί η προκαταβολή όχι όμως πέραν της 26ης-3-2018(όρος ΙV)  , γ) ότι εφόσον το πλοίο δεν ήταν έτοιμο προς παράδοση μέχρι τις 26-3-2018 η αγοράστρια ενάγουσα θα είχε το δικαίωμα να καταγγείλει το ένδικο προσύμφωνο οπότε επέρχονται οι συνέπειες του όρου vιι ή να δεχθεί μια νέα ημερομηνία  ως καταληκτική ημερομηνία  παράδοσης του πλοίου κι ότι σε περίπτωση μετάθεσης της καταληκτικής ημερομηνίας η αγοράστρια, αν δεν παραδοθεί μέχρι τη νέα ημερομηνία το πλοίο, θα έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση καθώς και ότι όταν το πλοίο θα είναι έτοιμο καθόλα για πάραδοση η πωλήτρια θα δώσει στην αγοράστρια ειδοποίηση ετοιμότητας(όρος ΙV), δ) ότι σε περίπτωση που η πρώτη εναγομένη πωλήτρια υπαναχωρούσε  από  την παρούσα σύμβαση ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο αυτή (η πρώτη εναγομένη) δεν παρέδιδε το πλοίο κατά την καταληκτική ημερομηνία (της 26ης-3-2018),εφόσον έχει καταβληθεί η προκαταβολή, η … όφειλε να αποδώσει στην ενάγουσα αγοράστρια το ποσό της προκαταβολής μόλις λάβει σχετικό αίτημα της αγοράστριας χωρίς να ειδοποιήσει την πωλήτρια ενώ στην περίπτωση  που η πρώτη εναγομένη –πωλήτρια υπαναχωρούσε από το ανωτέρω προσύμφωνο αγοραπωλησίας πλοίου για οποιονδήποτε λόγο εκτός ανωτέρας βίας, αυτή θα καταβάλει επιπλέον στην  ενάγουσα-αγοράστρια ως αποζημίωση βεβαία και εκκαθαρισμένη για αθέτηση της παρούσας σύμβασης ποσό ίσο με την προκαταβολή(όρος VΙΙ) .Ακολούθως, τρεις (3) ημέρες μετά την υπογραφή του ως άνω προσυμφώνου, ήτοι στις 12-3-2018, το Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης-πωλήτριας ενέκρινε την πώληση του ενδίκου πλοίου και τους όρους του προσυμφώνου (θέμα 2) και την  πώληση του πλοίου (θέμα 1),  και εξουσιοδοτήθηκαν ο δεύτερος εναγόμενος ως Διευθύνων Σύμβουλος της πρώτης εναγομένης και ο τρίτος εναγόμενος ως εντεταλμένος σύμβουλος μεταξύ άλλων να υπογράψουν συμφωνητικό αγοραπωλησίας. Εν συνεχεία με την από 16-3-2018 προσθήκη στο ως άνω προσύμφωνο αγοραπωλησίας  πλοίου, στην οποία συμβλήθηκαν και οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων ως εγγυητές της πρώτης εναγομένης, παραιτούμενοι από την ένσταση διζήσεως ορίστηκε ειδικότερα ότι το τίμημά του θα καταβαλλόταν από την ενάγουσα  ως εξής: α) ποσό 250.000 ευρώ (που καταβλήθηκε στο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης στην … στις 19-3-2018 κατόπιν σχετικού αιτήματος της τελευταίας) θα καταβαλλόταν προς εξόφληση των οφειλών της πρώτης εναγομένης έναντι του ΝΑΤ και της Δ.Ο.Υ.  και προκειμένου να ληφθούν τα απαραίτητα για τη μεταβίβαση του ενδίκου πλοίου πιστοποιητικά  περί μη οφειλών του, β) ποσό 375.000 ευρώ (που καταβλήθηκε στις 20-3-2018 στον κοινό δεσμευμένο λογαριασμό των διαδίκων στην ίδια ως άνω τράπεζα,) θα καταβαλλόταν με σκοπό να καταχωρηθεί στο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης στην ίδια τράπεζα κατά την παράδοση του πλοίου στην ενάγουσα, γ) ποσό 4.375.000 ευρώ, θα κατέβαλε η ενάγουσα κατά την παράδοση του πλοίου σε αυτήν και δ) ποσό 1.250.000 ευρώ που θα καταβαλλόταν τμηματικά σε τρεις ισόποσες δόσεις των 400.000 ευρώ εκάστη, ήτοι στις 31-8-2018, στις 31-8-2019 και στις 31-8-2020. Επίσης με την από 16-3-2018 προσθήκη ορίστηκε ότι στη περίπτωση που η πωλήτρια υπαναχωρήσει από τη σύμβαση για οποιονδήποτε λόγο εκτός ανωτέρας βίας τότε θα καταβάλει επιπλέον στην αγοράστρια ως αποζημίωση βεβαία και εκκαθαρισμένη για αθέτηση της σύμβασης ίσο με το συνολικό ποσό που αναφέρεται στον όρο ΙΙΙ (α) ι , ήτοι ποσό 625.000 ευρώ (όρος VII παρ.2)  και προβλέφθηκε ότι οι εγγυητές εγγυώνται ρητά και ανεπιφύλακτα παραιτούμενοι του δικαιώματος διζήσεως και πάντων των ενστάσεων που προβλέπονται  στον αστικό κώδικα για τους εγγυητές , την πιστή και ακριβή τήρηση αποκλειστικά και μόνο του όρου VII .2 του παρόντος από την πωλήτρια. Επειδή δε σύμφωνα με το ίδιο προσύμφωνο η πρώτη εναγομένη όφειλε να ειδοποιήσει την ενάγουσα τρεις ημέρες  πριν από την παράδοση του πλοίου, η τελευταία ημερομηνία , κατά την οποία η πρώτη εναγομένη όφειλε να την ειδοποιήσει για την παράδοση ήταν η 22η-3-2018. Παρά δε το γεγονός ότι η ενάγουσα κατέβαλε στις 19-3-2018 ποσό 250.000 ευρώ στο λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, κατέβαλε στις 20-3-2018 στον ως άνω κοινό λογαριασμό ποσό 375.000 ευρώ , εξασφάλισε στις 19-3-2018 από την … δάνειο ύψους 4.000.000 ευρώ προς χρηματοδότηση της αγοράς του προαναφερόμενου πλοίου, προέβη σε κατάλληλες ενέργειες για την εκμετάλλευση και επάνδρωσή του και απέστειλε  στην πρώτη εναγομένη από τις 23-3-2018 εξώδικη πρόσκληση με την οποία  την καλούσε να παραδώσει το πλοίο μέχρι τις 26-3-2018, η πρώτη εναγομένη δεν συμμορφώθηκε με την ρηθείσα συμβατική υποχρέωσή της να ειδοποιήσει την ενάγουσα για την επικείμενη παράδοση του ενδίκου πλοίου το αργότερο μέχρι τις 22-3-2018 ούτε και το παρέδωσε κατά την συμφωνηθείσα ως καταληκτική ημερομηνία της 26ης-3-2018, ενώ δεν προέβη και σε  καμία ενημέρωση προς την ενάγουσα που να δικαιολογεί την μη τήρηση των συμφωνηθέντων αυτών προθεσμιών από μέρους της. Πλέον συγκεκριμένα, με την  από 23-3-2018 εξώδικη δήλωση που η ενάγουσα απέστειλε στους εναγομένους και κοινοποίησε και στην … κάλεσε τους εναγομένους μέχρι το αργότερο στις 26-3-2018 κι ώρα 12.00 να εμφανιστούν στο νηολόγιο Πειραιά  για την παράδοση του πλοίου και να παραδώσουν το πλοίο στο πλοίαρχό της,  άλλως τους δήλωσε ότι θα λάβει όλα τα νόμιμα μέτρα για την προστασία και ικανοποίηση των δικαιωμάτων της από τη  διαφαινόμενη σκόπιμη από μέρους τους παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας για την πώληση του πλοίου. Ωστόσο και παρά την αδιαφορία και την απουσία κάποιας ένδειξης έστω και εκπρόθεσμης συμμόρφωσης της πρώτης εναγομένης με την ουσιώδη αυτή συμβατική της υποχρέωσή της, η ενάγουσα ανέμενε καλόπιστα κάποια τέτοια ένδειξη από τις 26-3-2108 μέχρι τις 30-3-2018, οπότε o νόμιμος εκπρόσωπός της απέστειλε στην πρώτη εναγομένη με ηλεκτρονικό μήνυμα (e-mail) νεώτερη ειδοποίηση, με την οποία την ενημέρωνε ότι θα ανέμενε την παράδοση του πλοίου και των συνοδευόντων αυτών εγγράφων μεταβίβασης, μέχρι την Δευτέρα 2-4-2018 και ώρα 13.00, προσκομίζοντας τα προβλεπόμενα στο προσύμφωνο έγγραφα μεταβίβασης στη γραμματεία του νηολογίου Πειραιά και της δήλωσε ότι μετά την ανωτέρω ημερομηνία δε θα δεχθεί την παράδοση του πλοίου, επιφυλασσόμενη των δικαιωμάτων της . Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη με το από 26-3-2018 ηλεκτρονικό μήνυμαπου απέστειλε στην ενάγουσα ενημέρωνε αυτή ότι το πλοίο θα παρέμενε σε ακινησία από τις 27-3-2018 ως τις 30-3-2018 για εργασίες συντήρησης περιορισμένης κλίμακας και ζητούσε οι εκπρόσωποι της ενάγουσας να παραμείνουν αποκλειστικά και μόνο ως φύλακες στη είσοδο του πλοίου , αίτημα που έγινε δεκτό με το από 26-3-2018 ηλεκτρονικό μήνυμα της ενάγουσας. Επίσης  με το από 2-4-2018 ηλεκτρονικό μήνυμα που απέστειλε περί ώρα 10.05 π.μ. η ενάγουσα μεταξύ άλλων κάλεσε την πρώτη εναγομένη να τηρήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις  και επιφυλάχθηκε κάθε δικαιώματός της ως προς την προσήκουσα απόδοση της παροχής της εναγομένης , η καθυστέρηση της οποίας-όπως της ανέφερε- είχε ήδη  προκαλέσει κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης  και οικονομικής ζημίας στην ίδια (ενάγουσα) εκ της ανυπαίτιας αδυναμίας αυτής (της πρώτης εναγομένης) να προβεί σε στοιχειώδη επιχειρηματικό προσδιορισμό από πράξεις και παραλέιψεις αυτής με σκοπό την έγκαιρη αξιοποίηση του αγορασθέντος πλοίου. Η νέα καταληκτική ημερομηνία παράδοσης του πλοίου που έθεσε στην εναγομένη πωλήτρια η ενάγουσα αγοράστρια , ήτοι η  2α-4-2018 μέχρι τις 13.00, παρήλθε άπρακτη, ενώ μετά τη λήξη του αμέσως ανωτέρω χρόνου η πρώτη εναγομένη επέδωσε στις 2-4-2018 στην ενάγουσα εξώδικη δήλωση, με την οποία επικαλέστηκε ότι υπέγραψε το ένδικο προσύμφωνο κατόπιν ασφυκτικών πιέσεων της ενυπόθηκης δανείστριας του πλοίου, ήτοι της … προκειμένου να ικανοποιήσει άμεσα ληξιπρόθεσμες οφειλές της προς την εν λόγω τράπεζα, ότι η … υπέδειξε σε αυτήν (την πρώτη εναγομένη) την ενάγουσα ως αντισυμβαλλόμενή της αγοράστρια του ενδίκου πλοίου, η οποία, γνωρίζοντας την οικονομική στενότητα στην οποία έχει περιέλθει η ίδια (η πρώτη εναγομένη), εκμεταλλεύτηκε την κατάστασή της, εξαναγκάζοντας αυτήν (την πρώτη εναγομένη) να υπογράψει το από 9-3-2018 προσύμφωνο με ιδιαιτέρως επαχθείς για την ίδια όρους, μεταξύ των οποίων η χαμηλή τιμή αγοράς του πλοίου και η παντελώς ασύμφορη για αυτήν τμηματική εξόφληση του τιμήματος καθώς και ότι ενδεικτικό της εκμετάλλευσης της ανάγκης της από την ενάγουσα ήταν ότι ζήτησε να εγγυηθούν  προσωπικά όπως και έγινε οι νόμιμοι εκπρόσωποι της ιδίας (δεύτερος και τρίτος των εναγομένων) .Επιπλέον με την ίδια εξώδικη δήλωσή της η πρώτη εναγομένη δήλωσε στην ενάγουσα ότι, ενόψει του καταπλεονεκτικού χαρακτήρα της υπογραφής του από 9-3-2018 προσυμφώνου, αυτό ήταν άκυρο, ότι η πλειοψηφία των μετόχων της ούσα η ίδια πολυμετοχική επιθυμεί να μην πωληθεί το πλοίο με προσύμφωνα οι όροι των οποίων και ο τρόπος με τον οποίο επιβλήθηκαν δεν είναι ενδεδειγμένοι και ότι αποδέχεται την εκλαμβανόμενη ως υπαναχώρηση της ενάγουσας από το προσύμφωνο, δήλωση της τελευταίας στο από 30-3-2018 φαξ που της απέστειλε. Τέλος, η ενάγουσα όχλησε εκ νέου στις 4-4-2018 την πρώτη εναγομένη εξωδίκως, αρνούμενη ως συκοφαντικούς και ψευδείς τους ισχυρισμούς της τελευταίας και ζητώντας από αυτήν κατά τα σχετικώς συμφωνηθέντα να δώσει εντολή στην τράπεζα να της επιστρέψει το ποσό των 250.000 ευρώ που είχε (η ενάγουσα) εμβάσει στις 19-3-2018 σύμφωνα με τον όρο III αμέσως με την επίδοση του εξωδίκου -ποσό το οποίο όπως συνομολογεί η ενάγουσα στην αγωγή της της επέστρεψε η πρώτη εναγομένη μετά την άσκηση της κατωτέρω αναφερόμενης αίτησης ασφαλιστικών μέτρων- και να της επιστρέψει το, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα, προκαταβληθέν ποσό των 625.000 ευρώ σύμφωνα με τον όρο VII.2 το αργότερο την επόμενη εργάσιμη ημέρα  λόγω της υπαίτιας εξαιτίας της (πρώτης εναγομένης) υπαίτιας μη παράδοσης του πλοίου. Το ποσό αυτό των 625.000 ευρώ μέχρι σήμερα δεν το έχει επιστρέψει στην ενάγουσα η πρώτη εναγομένη. Ως δε προαναφέρθηκε, η ενάγουσα άσκησε σε βάρος της πρώτης εναγομένης την από 11-4-2018 με Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. : 4024/733/2018 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς επικαλούμενη επικείμενο κίνδυνο και επείγουσα περίπτωση ζητώντας να διαταχθεί ως ασφαλιστικό μέτρο τόσο η συντηρητική κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της πρώτης εναγομένης περιλαμβανομένου και του  Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου … ελλιμενιζόμενου στο λιμένα Κυλλήνης, νηολογίου Πειραιά … μέχρι του ποσού των 7.600.000 ευρώ, προς εξασφάλιση των προαναφερόμενων στο ιστορικό απαιτήσεών της σε βάρος της εναγομένης, όσο και η συντηρητική κατάσχεση του ποσού των 250.000 ευρώ στον εκτιθέμενο  τραπεζικό λογαριασμό της εναγομένης στην …, επί της οποίας (αιτήσεως) εξεδόθη η υπ’αριθμ. 1198/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση και διέταξε τη συντηρητική κατάσχεση του ενδίκου πλοίου μέχρι το ποσό των 1.240.000 ευρώ, παρέχοντας παράλληλα το δικαίωμα στην εναγομένη να ματαιώσει ή να αντικαταστήσει την παραπάνω σε βάρος της συντηρητική κατάσχεση με την υπέρ της ενάγουσας κατάθεσης ισόποσης εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης στην Ελλάδα Τράπεζας και πράγματι η πρώτη εναγομένη-όπως συνομολογεί στη αγωγή της η ενάγουσα-αντικατέστησε το επιβληθέν ασφαλιστικό μέτρο (συντηρητική κατάσχεση ) με ισόποση εγγυητική επιστολή, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ. ../2018 έκθεση κατάθεσης εγγυητικής επιστολής, που επικαλείται η ενάγουσα στην κρινόμενη αγωγή της.

….Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και σύμφωνα με τα οριζόμενα στην υπό στοιχεία ΙΙΙ νομική σκέψη της παρούσας σε συνδυασμό με το σύνολο του εισφερθέντος αποδεικτικού υλικού στην παρούσα δίκη εκτιμωμένου δεόντως, ουδόλως αποδεικνύεται ως βάσιμος ο ισχυρισμός των εναγομένων περί αισχροκέρδειας σε βάρος των περιουσιακών συμφερόντων της πρώτης εναγομένης και δη περί καταπλεονεκτικού χαρακτήρα του επιδίκου προσυμφώνου, καθότι το συμφωνηθέν με την ενάγουσα τίμημα του πλοίου, ανερχόμενο στο ποσό των 6.250.000 ευρώ σε σχέση με την από 22-5-2018 εκτίμηση της αγοραστικής του αξίας που ανέρχεται στο ποσό των 8.400.000 δολ.ΗΠΑ, ήτοι κατά την ισχύσασα ισοτιμία δολ.ΗΠΑ/ευρώ στο ποσό των 6.700.000 ευρώ ,(βλ.το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα από 22.5.2018 έγγραφο της …) δεν συνιστά ουσιώδη και ενδεικτική απόκλιση, δικαιολογούσα την απονομή καταπλεονεκτικού χαρακτήρα σε αυτό (το ένδικο προσύμφωνο). Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να προκύψει από τους ισχυρισμούς των εναγομένων ότι η εμπορική αξία του πλοίου ήταν 7.500.000 εκατομμύρια ευρώ  καθότι αυτοί τυγχάνουν αναπόδεικτοι διότι δεν επιβεβαιώνονται ως βάσιμοι από βεβαιώσεις μεσιτών αγοραπωλησιών πλοίων , μη αρκούντων άνευ άλλου των όσων κατέθεσε στην υπ’αριθμ. …/20-2-2019 ένορκη βεβαίωσή της η μάρτυρας των εναγομένων-υπάλληλος της πρώτης εξ αυτών και κόρη του νόμιμου εκπροσώπου της από το 2018,  Ι. Μ. . Αντιθέτως αντικρούονται από τις από 28-12-2017 προσφορές πλοιομεσιτών στις οποίες η πρώτη εναγομένη προσέφερε το πλοίο στην τιμή των 7.000.000 ευρώ και υπάρχει η σημείωση ότι η τιμή που ζητιέται  είναι υψηλή . Επιπλέον αντικρούονται από το ίδιο το κείμενο του από 9-3-2018 προσυμφώνου , όπου ρητώς στον όρο ΙΙ  αυτού, τον οποίο ενέκρινε το Δ.Σ. της πρώτης εναγομένης, αναφέρεται ότι το τίμημα των 6.250.000 ευρώ ήταν εύλογο, δίκαιο και αληθινό ενώ όπως οι ίδιοι οι εναγόμενοι αναφέρουν στη σελίδα 3 των προτάσεων τους είχε προηγηθεί πρόταση της ενυπόθηκης δανείστρια … να πωλήσουν το πλοίο έναντι τιμήματος 5 .000.000 ευρώ με πιθανότητα αύξησης του ύψους του (του τιμήματος) ανά 500.000 ευρώ. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την … 14-2-2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα αποδείξεως του Χ. Λ.,η οποία δεν αντικρούεται από τα λοιπά αποδεικτικά μέσα ως προς τούτο,  στο πεντάμηνο από την υπερημερία της πρώτης εναγομένης έναντι της Τράπεζας ως προς την καταβολή δόσεων 400.000 ευρώ μέχρι την υπογραφή του προσυμφώνου, η πρώτη εναγόμενη αναζήτησε και βρήκε άλλον αγοραστή του πλοίου –τον οποίο μάλιστα κατονομάζει ο μάρτυρας-ο οποίος απέρριψε την αγορά του πλοίου κατόπιν φυσικού ελέγχου στον οποίο προέβη σε αυτό. Έτι περαιτέρω, αναπόδεικτος τυγχάνει ο ισχυρισμός των εναγομένων περί εκμετάλλευσης της οικονομικής ανάγκης και στενότητας της πρώτης εναγομένης πωλήτριας καθώς δεν απεδείχθη σχετική γνώση της ενάγουσας περί της οφειλής της στην ενυπόθηκη δανείστρια, ούτε αντιπροσώπευσή της από αυτήν (την …), παρά τα όσα αντιθέτως ισχυρίζεται στην ένορκη βεβαίωσή της η μάρτυρας των εναγομένων … , ήτοι ότι σε συνάντηση που πραγματοποίησαν ο δεύτερος και τρίτος των εναγομένων με το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, Δ. Λ., αυτός έδειξε να γνωρίζει πολύ καλά την οικονομική στενότητα της πρώτης εναγομένης αλλά παρόλα αυτά εξανάγκασε αυτήν (την πρώτη εναγομένη) στην υπογραφή «ενός προσυμφώνου με ιδιαιτέρως επαχθείς για αυτήν όρους μεταξύ των οποίων και η χαμηλή τιμή πώλησης του πλοίου αλλά και η ασύμφορη τμηματική εξόφληση του τιμήματος.» . Αντιθέτως, αποδεικνύεται αφενός ότι, όπως κατέθεσαν οι μάρτυρες απόδειξης στις ένορκες βεβαιώσεις τους, τελικά πωλήθηκε το ένδικο πλοίο στα τέλη του 2018 στην Λ. Φ. με το ίδιο τίμημα αλλά με χειρότερους όρους  υπό την έννοια ότι η πρώτη εναγομένη πωλήτρια εισέπραξε πολύ αργότερα το τίμημα, , αφετέρου ότι η υπογραφή του από 9-3-2018 προσυμφώνου υπήρξε προϊόν της ελεύθερης βούλησης και των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης και για το λόγο αυτό ενεκρίθη από το Δ.Σ. της τρεις (3)  μέρες μετά την υπογραφή του, ήτοι στις 12-3-2018.Επομένως τυγχάνει απολύτως έγκυρο το από 9-3-2018 προσύμφωνο κατά τις  κύριες και παρεπόμενες υποχρεώσεις εξ αυτού, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων περί ακυρότητάς του κατά τα άρθρα 178 και 179 ΑΚ καθώς δεν απεδείχθη ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπο της πρώτης εναγομένης –πωλήτριας ως εκπροσωπείτο το στοιχεία της “ανάγκης”και στο πρόσωπο της ενάγουσας αγοράστριας το στοιχείο της ‘’εκμετάλλευσης’’ της ανάγκης αυτής κατά το χρόνο της κατάρτισης του ένδικου προσυμφώνου συνεπώς, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα αυτού, ως αισχροκερδούς, πολλώ δε μάλλον ελλείπουσας και της προφανούς δυσαναλογίας μεταξύ τιμήματος πώλησης και αξίας  του ενδίκου πλοίου, ως προϋπόθεσης που επιτάσσει το άρθρο 179 ΑΚ ότι πρέπει να συντρέχει σωρευτικά. Επιπλέον, η αιτία ή το ελατήριο που ώθησε στην κατάρτιση της δικαιοπραξίας, όπως και ο σκοπός που επιδιώχθηκε μ’ αυτή, δηλαδή τα παραγωγικά αίτια της βούλησης των μερών, ο τρόπος κατάρτισης της δικαιοπραξίας, αλλά και η παροχή προσωπικής εγγύησης από τους δεύτερο και τρίτο των εναγομένων κατόπιν αιτήματος της ενάγουσας σε αίτημα της πρώτης εναγομένης να χρησιμοποιήσει μέρος της προκαταβολής για την εξόφληση οφειλών του πλοίου για να εκδοθούν τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ενημερότητας, δεν μπορούν να προσδώσουν ανήθικο περιεχόμενο σ’ αυτή και συνεπώς δεν επηρεάζουν το κύρος της αφού ουδεμία υπέρμετρη δέσμευση της οικονομικής ελευθερίας της πρώτης εναγομένης πωλήτριας υπήρξε. Αντίθετη κρίση δεν μπορεί να προκύψει από τον αλυιστελώς προβληθέντα ισχυρισμό των εναγομένων ότι ήταν τέτοια η σύμπτωση της τράπεζας με την ενάγουσα που όταν απέστειλαν στην αγοράστρια το προσχέδιο του προσυμφώνου για τις παρατηρήσεις της αυτή επανήλθε με τις παρατηρήσεις όπως της υπέδειξε η τράπεζα (βλ.σχετ.5 των εναγομένων) και ότι όταν ζητήσανε από την τράπεζα να τους παραδώσει επιστολή με την οποία θα βεβαιώνεται ότι θα προέβαινε σε άρση της υποθήκης επί του πλοίου η τράπεζα αυτή τους απάντησε –όχι ότι δεν είχανε  έννομο συμφέρον να ζητούν ένα τέτοιο έγγραφο και ότι οφείλει να το δώσει μόνο αν το ζητούσε η αγοράστρια, ως αβασίμως ισχυρίζονται επικαλούμενοι το σχετικό 6 των προτάσεών τους, αλλά, όπως προκύπτει από την ανάγνωση του εν λόγω εγγράφου- ότι «κανονικά μια επιστολή τέτοιου είδους ζητείται από την αγοράστρια καθώς σε εαυτή εμπίπτει ο κίνδυνος να μην εξαλείψει η τράπεζα της υποθήκη επί του πλοίου ενώ η αγοράστρια έχει καταθέσει το τίμημα πωλήσεως.».

Περαιτέρω, σύμφωνα με τις προηγηθείσες ουσιαστικές παραδοχές σε συνδυασμό με όσα αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, η τεθείσα ως καταληκτική ημερομηνία εκπλήρωσης της επίδικης παροχής της πρώτης εναγομένης, ήτοι της μεταβίβασης του ανωτέρω πλοίου στις 26-3-2018, είχε τον χαρακτήρα προθεσμίας εκπληρώσεως της παροχής, της άπρακτης παρόδου αυτής μη επαγομένης αυτοδικαίως της ανατροπής του προσυμφώνου αλλά απονέμουσας στην ενάγουσα (αγοράστρια) του δικαιώματος να το καταγγείλει, ως προβλέπετο ρητώς στον σχετικό όρο του προσυμφώνου. Ως εκ τούτου, η από 30-3-2018 σαφής και κατηγορηματική δήλωση της ενάγουσας περί μη αποδοχής της παράδοσης του πλοίου μετά από την ώρα 13:00 της 2ας -4-2018, δηλαδή μετά το πέρας της εύλογης προθεσμίας εκπλήρωσης που η ίδια η ενάγουσα έταξε στην ήδη από 26-3-2018 υπερήμερη πρώτη εναγομένη, ρητώς δηλώνοντας ότι επιφυλάσσεται των δικαιωμάτων της εννοώντας εκείνα του άρθρου 383 ΑΚ που είναι εφαρμοστέο και στην περίπτωση της αυτοτελούς ενοχής εκ του προσυμφώνου σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχείο Ι νομική σκέψη της παρούσας, ήτοι είτε να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση του προσυμφώνου είτε να υπαναχωρήσει από αυτό , όχι όμως να απαιτήσει την παροχή, δεν επέχει άνευ άλλου  δήλωση υπαναχώρησής της από το προσύμφωνο ως αγοράστριας  από το από 9-3-2018 προσύμφωνο. Ειδικότερα,επειδή η εν λόγω προθεσμία, όπως προαναφέρθηκε, έχει απλώς τον χαρακτήρα προθεσμίας εκπληρώσεως της παροχής των συμβληθέντων, η άπρακτη πάροδος αυτής δεν επάγεται ανατροπή του προσυμφώνου ,ενώ σύμφωνα με τον όρο IV του προσυμφώνου , ως προεκτέθηκε η ενάγουσα-αγοράστρια είχε το δικαίωμα να καταγγείλει το ένδικο προσύμφωνο και να επέλθουν τα αποτελέσματα του όρου VII, στο ίδιο δε αποτέλεσμα οδηγεί η ενεργοποίηση του όρου VII του προσυμφώνου όπως αυτός τροποποιήθηκε με την από 16-3-2018 προσθήκη και δη τον όρο VII παρ.2, περίπτωση που συντρέχει εν προκειμένω.Η πρώτη εναγομένη-πωλήτρια που κατέστη υπερήμερη ως προς την παράδοση του πλοίου στην ενάγουσα τόσο κατά την αρχική όσο και κατά την νεώτερη τεθείσα καταληκτική ημερομηνία, ότε στις 2-4-2018 επέδωσε την εξώδικη δήλωσή της στην ενάγουσα αναφέροντας ότι η πλειοψηφία των μετόχων της επιθυμεί να μην πωληθεί το πλοίο και ότι το από 9-3-2018 προσύμφωνο ήταν καταπλεονεκτικό, ήταν αυτή που παραβίασε τις συμβατικές της υποχρεώσεις εκ του προσυμφώνου με δική της υπαιτιότητα καθώς μεταμελήθηκε της πώλησης του ενδίκου πλοίου για δικούς της λόγους χωρίς να συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας και ως εκ τούτου ενεργοποίησε την εφαρμογή του ως άνω όρου σύμφωνα με τον οποίον τόσο η ίδια όσο και οι εναγόμενοι εγγυητές  οφείλουν να καταβάλουν επιπλέον στην ενάγουσα αγοράστρια  ως αποζημίωση βεβαία και εκκαθαρισμένη για αθέτηση του προσυμφώνου ποσό ίσο με το συνολικό ποσό που αναφέρεται στον όρο ΙΙΙ (α) ι της από 16-3-2018 προσθήκης, ήτοι ποσό ύψους 625.000 ευρώ . Κατά την γραμματική ερμηνεία και με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη ερμηνεία του σχετικού όρου σύμφωνα με τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχεία IV νομική σκέψη της παρούσας, η προσθήκη της λέξεως «επιπλέον» τόσο στο από 9-3-2018 προσύμφωνο όσο και στην από 16-3-2018 προσθήκη αυτού, έχει την έννοια της επιπρόσθετης και δη της πλήρους, βεβαίας και εκκαθαρισμένης συμφωνημένης αποζημίωσης, ως βασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα και όχι της μοναδικής οφειλομένης αποζημίωσης ίσης με την προκαταβολή που εδόθη από την πωλήτρια, απορριπτομένου του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων.  Ειδικότερα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου ο προαναφερθείς όρος του προσυμφώνου, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, ερμηνευόμενος όπως απαιτεί η καλή πίστη ενόψει και των συναλλακτικών ηθών, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, αλλά με σκοπό την ανεύρεση της αληθινής θέλησης των συμβαλλομένων, έχει την έννοια ότι σύμφωνα με την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων με τον όρο αυτό αυτοί (οι συμβαλλόμενοι) θέσπισαν δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης, όρος που θα ενεργοποιούνταν σε περίπτωση ασκήσεως του δικαιώματος αυτού. Στην κρίση αυτή οδηγείται το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη του κυρίως τη χρησιμοποίηση της φράσεως «επιπλέον ως αποζημίωση» κατά τη συνομολόγηση του όρου, η οποία δεν συμβιβάζεται σε καμία περίπτωση με τη νόμιμη υπαναχώρηση, που δεν μπορεί να ασκηθεί αυθαίρετα αλλά προϋποθέτει υπαίτια πλημμελή εκπλήρωση ή υπερημερία του αντισυμβαλλομένου του υπαναχωρούντος, ήτοι παράβαση συμβατικού όρου, την συμβατική  δε υπαναχώρηση και μόνο θέλησαν τα μέρη να ρυθμίσουν στο προσύμφωνο. Ακόμη όμως και αν ο ανωτέρω όρος αναφερόταν και ρύθμιζε και την περίπτωση της νόμιμης υπαναχώρησης,οι συμβαλλόμενες στο ενδικο προσύμφωνο διάδικοι προέβλεψαν την πλήρη και όχι την εύλογη αποζημίωση της ενάγουσας αγοράστριας σε περίπτωση υπερημερίας της πωλήτριας και υπαναχώρησής της.Το ποσό δε της προκαταβολής (ύψους 625.000 ευρώ) το οποίο, με τον εν λόγω όρο υποχρεώθηκαν να καταβάλουν οι εναγόμενοι στην ενάγουσα  ανεξάρτητα από το αν θα χαρακτηρισθεί ως επιτίμιο μεταμελείας ή ως ποινική ρήτρα, στην πραγματικότητα συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων προκειμένου να εξασφαλίσει η αγοράστρια την επιστροφή των 625.000 ευρώ, πλέον των εξόδων της, που είχε μέχρι τότε προκαταβάλει στην πωλήτρια κατ’εκτέλεση των συμβατικών της υποχρεώσεων που απέρρεαν εκ του προσυμφώνου και τα οποία, εφόσον δεν αναγράφονταν στο προσύμφωνο, δεν θα μπορούσε να τα εισπράξει σε άλλη περίπτωση  παρά μόνο αξιώνοντας την επιστροφή τους με τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις του Αστικού Κώδικα . Περαιτέρω, λόγω της συμβατικής αυτής υπαναχώρησης της πωλήτριας πρώτης εναγομένης, με βάση τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, κρίνεται βάσιμη η αγωγική αξίωση  αφενός της κατάπτωσης της λογιζομένης, ως εγκύρως συμφωνηθείσης ποινικής ρήτρας, ισόποσης με το ποσό της ανωτέρω καταβληθείσης προκαταβολής έναντι του συμφωνηθέντος τιμήματος πώλησης (650.000 ευρώ), καθότι η κατάπτωση  αυτή είχε συμφωνηθεί, όπως προαναφέρθηκε, σε περίπτωση υπαναχώρησης της πωλήτριας πρώτης εναγομένης. Μάλιστα σύμφωνα με όσα κατέθεσε στην υπ’αριθμ. …/21-2-2019 ένορκη βεβαίωση μάρτυρα των εναγομένων Δ. Κ., ναυτικού πράκτορα συνεργαζόμενου από το 2000 με την εναγομένη  στις γραμμές Κυλλήνης-Πόρου και Κυλλήνης –Ζακύνθου, ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας Δ. Λ. «είχε πει μιλώντας έντονα και χτυπώντας το χέρι στο τραπέζι ότι για να υπογράψει το προσύμφωνο θα έπρεπε εφόσον προβλεπόταν ότι η πωλήτρια θα παρακρατούσε την προκαταβολή αν δεν γινόταν εξαιτίας της αγοράστριας η μεταβίβαση να μπει αντίστοιχη πρόβλεψη ότι αν η αγοραπωλησία δεν ολοκληρωθεί εξαιτίας της πωλήτριας και μάλιστα ανεξαρτήτως υπαιτιότητας να λάβει η αγοράστρια το ισόποσο της προκαταβολής ως αποζημίωση για τη ζημιά της από τη μη ολοκλήρωση της μεταβίβασης» .Με βάση επομένως τα προαναφερόμενα στην υπό στοιχεία ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας και δεδομένου ότι οι διατάξεις περι ποινικής ρήτρας είναι ενδοτικού δικαίου, με την προσθήκη της λέξεως «επιπλέον» ως αποζημίωση στον προαναφερθέντα όρο του προσυμφώνου και της προσθήκης αυτού, οι διάδικοι  έταξαν το ποσό των 625.000 ευρώ ως καθαρή ποινή δηλαδή ως υποχρέωση της υπερήμερης πωλήτριας- παραβάτη των υποχρεώσεών της όχι μόνο για την ποινή που συμφωνήθηκε, αλλά επί πλέον περαιτέρω και για την πλήρη αποζημίωση από τη μη εκπλήρωση.Και ναι μεν με την υπαναχώρηση της εναγομένης εκ της συμβάσεως, λύεται αναδρομικά η σύμβαση (εν προκειμένω το από 9-3-2018 προσύμφωνο) , οπότε, εν αμφιβολία, καταργούνται και οι τυχόν πρόσθετες μεταξύ των μερών συμφωνίες, όπως είναι και η συνομολόγηση ποινικής ρήτρας (άρθρο 406 ΑΚ), πλην όμως εν προκειμένω εξαιρείται η περίπτωση της ποινικής ρήτρας που  είχε συνομολογηθεί με τη ρητή συμφωνία ότι η ποινή θα καταπίπτει και αν χωρήσει υπαναχώρηση, οπότε η ενάγουσα αγοράστρια δικαιούται να αξιώσει και την ποινή. Κατ’επάλληλη δε σκέψη του δικαστηρίου, δεδομένου ότι προβλέφθηκε στο προσύμφωνο η περίπτωση  που η πωλήτρια υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή δεν παραδώσει το πλοίο κατά την καταληκτική ημερομηνία προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενες διάδικοι συνομολόγησαν το λεγόμενο “επιτίμιο μεταμελείας” κατά το άρθρο 398 ΑΚ επιτίμιο μεταμέλειας . Σύμφωνα όμως με όσα αναλυτικά προαναφέρθηκαν ακόμη και αν η υπαναχώρηση της πρώτης εναγομένης ασκήθηκε λόγω μεταμέλειας του και κατ` ενάσκηση του συμβατικού δικαιώματος της να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, (η υπαναχώρηση) είναι ανίσχυρη εφόσον έγινε χωρίς σύγχρονη καταβολή της συμφωνηθείσας ποινής και η ενάγουσα την απέκρουσε για το λόγο αυτό και δη χωρίς υπαίτια καθυστέρηση με την από 4-4-2018 εξώδικη δήλωσή της, επομένως οφείλεται την ενάγουσα αγοράστρια το ποσό των 625.000 ευρώ πλέον όχι λόγω της νόμιμης υπαναχώρησης της πωλήτριας αλλά εξαιτίας της συμβατικής υπαναχώρησης και δη λόγω της μεταμέλειας αυτής να τηρήσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις. Πρέπει να σημειωθεί το γεγονός ότι η πρώτη εναγομένη επέστρεψε στην ενάγουσα ποσό 250.000 ευρώ έναντι των προκαταβληθέντων, όπως συνομολογεί η ίδια η ενάγουσα στην αγωγή της,  ουδόλως αναιρεί την υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν ολόκληρο το ισόποσο της προκαταβολής , σύμφωνα με τον όρο της συμβατικής υπαναχώρησης και του επίτιμου μεταμέλειας που ορίστηκε στο προσύμφωνο  λόγω της συμβατικής της υπαναχώρησης της πρώτης εναγομένης και όχι λόγω της νόμιμης που τυγχάνει ανίσχυρη και δεν επέφερε τη λύση του προσυμφώνου, το οποίο χωρίς την παράλληλη καταβολή του ποσού των 625.000 ευρώ παρέμεινε ενεργό. Ενόψει των ανωτέρω με τον όρο VII.2 του από 9-3-2018 προσυμφώνου ως τροποποιήθηκε με την από 16-3-2018 προσθήκη επιφυλάχθηκε το δικαίωμα υπαναχώρησης στη πρώτη εναγομένη πωλήτρια υπό την προϋπόθεση καταβολής αποζημίωσης ίσης με την προκαταβολή ύψους 625.000 ευρώ  και τον όρο αυτό εγγυήθηκαν και οι δεύτερος και τρίτος των εναγομένων, ως εκ τούτου έκαστος των εναγομένων οφείλουν να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 625.000 ευρώ, ως βασίμως αξιώνει η ενάγουσα κατά τις διατάξεις των άρθρων 383 β και 398 ΑΚ για την παραπάνω αιτία – παρελκομένης της εξέτασης των επικουρικών ισχυρισμών της ενάγουσας, ήτοι περί καταβολής εκ μέρους των εναγομένων εύλογης αποζημίωσης κατά το άρθρο 387 ΑΚ, ή αυτοτελώς ως ποινικής ρήτρας κατά το άρθρο 406 ΑΚ,– ποσό που συνομολογούν κι οι ίδιοι οι εναγόμενοι ότι πράγματι  οφείλουν στην ενάγουσα ως αποζημίωση (βλ.σελ.7 των προτάσεών τους). Περαιτέρω, επειδή για τους λόγους που προεκτέθηκαν η υπαναχώρηση της πωλήτριας δεν επέφερε την ανατροπή του από 9-3-2018 προσυμφώνου, δεν απαλλάσσεται η πρώτη εναγομένη – αφού παραμένει ενεργός η σύμβαση-, από την δική της ενοχική ευθύνη περί πλήρους αποζημίωσης της ενάγουσας λόγω μη εκπλήρωσης της συμβάσεως εξ υπαιτιότητάς της (της πρώτης εναγομένης), απορριπτομένου ως αλυσιτελώς προβληθέντος του ισχυρισμού των εναγομένων ότι με την από 4-4-2018 εξώδικη δήλωσή της η ενάγουσα αξίωσε μόνο την αποζημίωση των 625.000 ευρώ και ότι το ποσό των 250.000 ευρώ το δέσμευσε η … στις 26-3-2018, γεγονός άλλωστε που δεν αμφισβητείται από την ενάγουσα. Επομένως, παραβιάζοντας η πρώτη εναγόμενη πωλήτρια  τα ορισθέντα στο από 9-3-2018 προσύμφωνο κατέστη με δική της υπαιτιότητα υπερήμερη ως προς την συμφωνηθείσα καταληκτική ημερομηνία παράδοση του ενδίκου πλοίου και την υπογραφή της οριστικής συμβάσεως πώλησης αυτού και  ως εκ τούτου τυγχάνει βάσιμη η αξίωση της ενάγουσας να της καταβάλουν έκαστος των εναγομένων το ποσό των 625.000 ευρώ, υπό τις ιδιότητές τους η μεν πρώτη ως πρωτοφειλέτιδα, οι δε δεύτερος και τρίτος ως εγγυητές που ρητώς και ανεπιφύλακτα παραιτούμενοι των σχετικών ενστάσεών τους , ως συνομολογούν με τις προτάσεις τους, οφείλουν στην ενάγουσα αγοράστρια λόγω της υπερημερίας της πρώτης εναγομένης και της αθέτησης των συμβατικών της υποχρεώσεων εκ του προσυμφώνου.

Ακολούθως λόγω της υπαίτιας μη εκτέλεση του προσυμφώνου εκ μέρους της πωλήτριας πρώτης εναγομένης , η ενάγουσα  αγοράστρια υπέστη περιουσιακή ζημία και δη θετική ζημία καθώς υπεβλήθη σε έξοδα για τη σύναψη του προσυμφώνου ,για την προετοιμασία της  παραλαβής του πλοίου και την εμπορική εκμετάλλευσή του αλλά και σε έξοδα ανταλλαγής εξωδίκων λόγω της αθέτησης των υποχρεώσεων της πρώτης εναγομένης από το προσύμφωνο συνολικού ποσού 34.217, 11 ευρώ, ως αναλυτικώς εκτίθενται ανά αιτία και επιμέρους ποσά στο κονδύλιο Β.2 της κρινόμενης αγωγής. Επειδή οι εναγόμενοι κατά παράβαση του άρθρου  261 ΚΠολΔ, δεν απαντούν με τις προτάσεις τους ως προς το εν λόγω κονδύλιο για την αλήθεια ή μη των πραγματικών ισχυρισμών της αντιδίκου τους ενάγουσας,  είτε για το ύψος είτε για την αιτία των επιμέρους ποσών αυτού, επομένως δεν αμφισβητούν την αλήθεια των σχετικών αγωγικών ισχυρισμών, σε αντίθεση με τα έτερα δύο αγωγικά κονδύλια, ήτοι το κονδύλιο Β.1. που αφορά την αποζημίωση των 625.000 ευρώ και το κονδύλιο Β.3 που αφορά σε διαφυγόντα κέρδη του ενδίκου πλοίου, κατά την κρίση του Δικαστηρίου -και γενομένου δεκτού ως βάσιμου του σχετικού ισχυρισμού της ενάγουσας-ομολογούν αυτό,επομένως κατά το άρθρο 352 ΚΠολΔ το εν λόγω κονδύλιο θα πρέπει να γίνει δεκτό ως βάσιμο στην ουσία του, ως πλήρως αποδεδειγμένο εναντίον των εναγομένων που το ομολογούν και θα πρέπει να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να  καταβάλει στην ενάγουσα (επιπλέον των 625.000 ευρώ) και το ποσό των34.217, 11 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 659.217,11 ευρώ , ως αποζημίωση της ενάγουσας για την εξαιτίας της (πρώτης εναγομένης) μη εκπλήρωση του προσυμφώνου χωρίς δική της υπαιτιότητα, την ματαίωση του επιχειρηματικού της σχεδίου και την προκληθείσα από την αντισυμβατική συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης θετική ζημία που υπέστη η ενάγουσα.

Αντιθέτως απορριπτέο ως αβάσιμο στην ουσία του είναι το υπό στοιχείο Β.3 αγωγικό κονδύλιο που αφορά στα διαφυγόντα κέρδη του ενδίκου πλοίου καθότι ελλείπει η βασική προϋπόθεση του άρθρου 298 εδ.β ΑΚ διότι κατά τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά κι όσα απεδείχθησαν, το αιτούμενο κονδύλιο δεν συνιστά κέρδος που με πιθανότητα η ενάγουσα προσδοκούσε ότι θα αποκόμιζε από την εκμετάλλευση του ενδίκου πλοίου στις ίδιες δρομολογιακές γραμμές με βάση την συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων , τις ειδικές περιστάσεις και τις προπαρασκευαστικά μέτρα που είχαν ληφθεί. Ειδικότερα, σε ότι αφορά το επιμέρους κονδύλιο απώλειας εσόδων από την εκμετάλλευση του ενδίκου πλοίου για το δωδεκάμηνο από την 1η-4-2018 έως την 30η-9-2019 στις γραμμές Κυλλήνη-Πόρος Κεφαλληνίας και Κυλλήνη-Ζάκυνθος, απεδείχθησαν τα ακόλουθα: Στις γραμμές αυτές δραστηριοποιούνται τουλάχιστον τα τελευταία έτη τόσο η κοινοπραξία πλοίων «K. L.  », στην οποία συμμετέχουν εταιρείες συμφερόντων του Δ. Λ., μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα και υπό τη σκέπη της οποίας δραστηριοποιούνται τρία πλοία το …, το … και το … και η κοινοπραξία «…»,  που δραστηριοποιείται  με τρία πλοία, το …, το … και το …, κυριότητας της πρώτης εναγομένης, όπως και το ένδικο πλοίο. Εκ των προαναφερόμενων πλοίων το μεν  Ε/Γ-Ο/Γ … υπέστη μηχανική βλάβη στις 8-3-2018, από τις 12-3-2018 εως τις 19-3-2018 τέθηκε σε ακινησία και έκτοτε παραμένει εκτός δρομολογίων , στις 18-5-2018 η K. L. κατέθεσε το πρώτον  αίτημα αντικατάστασης του … από το … για το χρονικό διάστημα από 22-5-2018 έως 31-120-2018 , ενώ στις 22-11-2018 ανακλήθηκε η δήλωση δρομολόγησής του. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το  Ε/Γ-Ο/Γ/ … είχε αντικατασταθεί προσωρινά από το ένδικο Ε/Γ-Ο/Γ …, ενώ το … όπως δεν αμφισβητούν οι εναγόμενοι πωλήθηκε και το … αποσύρθηκε από τις ένδικες δρομολογιακές γραμμές ταυτόχρονα με την πώληση του …, ενώ είχε υποβάλει αίτηση από 18-4-2018 για αυτοτελή δρομολόγια. Περαιτέρω η ενάγουσα είχε ήδη αφενός συμφωνήσει με το από 15-3-2018 σχετικό συμφωνητικό την ένταξη του ενδίκου πλοίου (…) στην κοινοπραξία «K. L.» και αφετέρου συνάψει τα από 20-3-2018 και 15-3-2018 συμφωνητικά συνεργασίας της με τα τουριστικά γραφεία …  με έδρα το Βελιγράδι και … αντίστοιχα για την πώληση εισιτηρίων του πλοίου για την τουριστική περίοδο 2018 και για τη δρομολόγησή του στις γραμμές Κυλλήνη-Ζάκυνθος και Κυλλήνη-Πόρος Κεφαλονιά, προς εξυπηρέτηση πελατών τους από Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Πολωνία, Δανία, Ισραήλ, Ελλάδα και άλλες συνεργαζόμενες (με τα παραπάνω τουριστικά γραφεία) χώρες. Τέλος, το ένδικο πλοίο  στο τέλος του 2018 εκναυλώθηκε σε εταιρεία του ομίλου … παραμένοντας μέχρι τότε υπό την σκέπη της … ,ενώ κατά το χρόνο σύνταξης της υπό κρίση αγωγής, είναι δρομολογημένο στη γραμμή Πάτρα Σάμη Ιθάκη με έναρξη δρομολογίων 4-2-2019 έναντι μισθώματος που εισπράττει από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, ενώ η κοινοπραξία K. L.,έπαυσε να δραστηριοποιείται στις επίδικες δρομολογιακές γραμμές από το Νοέμβριο του 2018.

Σύμφωνα με τον όρο  VII. παράγραφος 4 του προσυμφώνου, τον οποίο επικαλείται η ενάγουσα  «ρητά συμφωνείται ότι μέχρι την παράδοση του πλοίου η πωλήτρια δε θα υποβάλλει κανένα αίτημα τροποποίησης  της υπάρχουσας  δήλωσης δρομολόγησής του στις γραμμές , όπου είναι σήμερα δρομολογημένο σύμφωνα με την υπ’ αριθμόν 2251. 1-1/78033/17 ανακοίνωση της Διεύθυνσης Θαλασσίων Συγκοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής καθώς και της από 31.1.2018 υποβληθείσης αίτησης δρομολόγησης όπως αυτή τροποποιήθηκε στις 20.2.2018.». Κατ’εφαρμογή δε των όσων αναφέρθηκαν στην υπό στοιχείο v νομική σκέψη της παρούσας κα δη των άρθρων πρώτο, τέταρτο παρ.1, πέμπτο παρ.1 και έκτο παρ.1 του ν. 2932/2001 που επικαλούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη και δη κατά το άρθρο 5 όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 26  ν. 3153/2003,το άρθρο 19  ν.3409/2005 και το άρθρο 25 παρ.4 ν.3450/2006 (ΦΕΚ Α 64) αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 37 παρ.4 ν.4150/2013 (ΦΕΚ Α 102/29.4.2013), στην παράγραφο 1 όπου προβλέπεται ότι «σε περίπτωση μεταβολής του προσώπου του πλοιοκτήτη κατά τη διάρκεια της δρομολογιακής περιόδου με απόφαση του Υπουργού (ενν.Ναυτιλίας) ο νέος πλοιοκτήτης συνεχίζει την εκτέλεση των δρομολογίων με τους ίδιους όρους, εφόσον υποβάλει σχετική δήλωση και συντρέχουν στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου τρίτου», στην παράγραφο 2 , ως αυτή αντικαταστάθηκε και πάλι,ως άνω, με το άρθρο 40 παρ.1Β ν.4256/2014 (ΦΕΚ Α 92/14.4.2014) όπου προβλέφθηκε ότι « Με απόφαση του Υπουργού, μετά από αίτηση του πλοιοκτήτη και γνώμη του Σ.Α.Σ., δύναται να ανακληθεί η ανακοίνωση δήλωσης δρομολόγησης, εφόσον δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση των συγκοινωνιακών αναγκών της γραμμής που είναι δρομολογημένο το πλοίο. Το αίτημα αυτό και μέχρι τη σύγκληση του Σ.Α.Σ. μπορεί να γίνεται αποδεκτό από υφιστάμενα όργανα, εξουσιοδοτημένα με απόφαση του Υπουργού.» εκτός του ότι δεν προκύπτει από το προσύμφωνο ότι συμφωνήθηκε η πώληση του ενδίκου πλοίου να γίνει με τη παραμονή του στις ίδιες δρομολογιακές γραμμές, αντιθέτως συνάγεται από το άρθρο 6 παράγραφος 2 του νόμου 2932/ 2001 ότι ο πλοιοκτήτης δεν μπορεί να μεταβάλλει μονομερώς τα δρομολόγια αλλά πρέπει να υποβληθεί σχετικό αίτημα και να εγκριθεί με απόφαση Υπουργού ύστερα από γνώμη του ΣΑΣ   εφόσον δεν διαταράσσεται η εξυπηρέτηση της γραμμής και μπορεί να γίνει αποδεκτό για αντιμετώπιση έκτακτων συγκοινωνιακών αναγκών (βλ.υπ’αριθμ. πρωτ.2251.2-5/ 13 780/19 επιστολή του υπουργείου Ναυτιλίας). Σημειωτέον  επίσης ότι στον όρο 4 του συμφωνητικού σύστασης της κοινοπραξίας … η πώληση  και παραμονή του πλοίου στις γραμμές Ζακύνθου -Κυλλήνης, Κυλλήνης -Πόρου Κεφαλληνίας και Πάτρας-Σάμης ή μιας εξ αυτών δε λύει αζημίως την κοινοπραξία και υποχρεούνται οι αγοραστές του πλοίου να συμπράττουν μέχρι τη λήξη της σύμβασης και να επιστρέφουν το σύνολο των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων της. Επομένως προϋπόθεση για να εξακολουθήσει να έχει το πλοίο δρομολογημένο στις ίδιες γραμμές η ενάγουσα ήταν να παραμείνει το πλοίο στην … αλλιώς σύμφωνα με τον όρο 15 του σχετικού κοινοπρακτικού θα έπρεπε να καταβάλει ποινική ρήτρα 500 χιλιάδες ευρώ. Μάλιστα η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι θα εισερχόταν στην κοινοπραξία … και θα εκτελούσε τα υπάρχοντα δρομολόγια αυτής της κοινοπραξίας αλλά ισχυρίζεται ότι το ένδικο πλοίο θα εντασσόταν στην κοινοπραξία αυτή και θα εκτελούσε τα δρομολόγια στα οποία ήταν δρομολογημένο το πλοίο υπό τη σκέπη της … . Επομένως αβάσιμα  η ενάγουσα θεωρεί ότι με τη μεταβίβαση του πλοίου θα εξασφάλιζε και τη συμμετοχή της δρομολογιακής γραμμής Κυλλήνη Ζάκυνθος υπό τη σκέπη της K. L. και σε κάθε περίπτωση εκτός …. Σύμφωνα δε με όσα αναφέρει στην υπ’αριθμ…./21-2-2019 ένορκη βεβαίωσή του,  ο μάρτυρας ανταπόδειξης Δ. Κ., ναυτικός πράκτορας που συνεργάζεται από το 2000 με την  πρώτη εναγομένη στις γραμμές Κυλλήνης-Πόρου και Κυλλήνης –Ζακύνθου, το ένδικο πλοίο είναι κοινοπρακτικό πλοίο  και η πρώτη εναγομένη που το έχει στην κυριότητά της υποβάλει από κοινού με τις λοιπές εταιρείες που ανήκουν στην ίδια κοινοπραξία (την …) πίνακα κοινό δρομολογίων, αυτά εγκρίνονται από τη ΔΘΣ του ΥΝΑ και στη συνέχεια η κοινοπραξία τα μοίραζε κατά την κρίση της μεταξύ των πλοίων που δραστηριοποιούνται σε αυτήν και μόνο αν το πλοίο που πουλήθηκε «έφευγε εκτός των γραμμών αυτών» δεν θα υποχρεούνταν η αγοράστρια να παραμένει στην κοινοπραξία αλλιώς θα πλήρωνε ποινική ρήτρα 500.000 ευρώ, ειδάλλως, θα υπήρχε κίνδυνος τα κοινοπρακτικά πλοία να βγαίνουν εκτός κοινοπραξίας, να εργάζονται στις ίδιες γραμμές και έτσι να ζημιώνουν την κοινοπραξία και τα μέλη που παραμένουν σε αυτήν. Επίσης , όπως ο ίδιος μάρτυρας ανταπόδειξης κατέθεσε στην ένορκη βεβαίωσή του, γνωρίζει ότι σε ερώτηση του τρίτου εναγομένου Γ. Β. το υπουργείο εξήγησε ότι εξαρτάται από το ίδιο το κοινοπρακτικό αν αυτό προέβλεπε σε περίπτωση αποχώρησης πλοίου ότι παίρνει μαζί και δρομολόγια , κι εν προκειμένω όχι μόνο δεν υπήρχε τέτοια πρόβλεψη αλλά, όπως προαναφέρθηκε το κοινοπρακτικό της … ρητά το απαγόρευε. Περαιτέρω, το από 20-7-2015 ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης κοινοπραξίας  στην οποία συμβλήθηκε η εναγομένη για το …   στο άρθρο 6 αναφέρεται ότι τα δρομολόγια θα αποφασίζονται από το συμβούλιο των διαχειριστών και στον όρο 14 παρ.17 εδ.β προβλέφθηκε η δυνατότητα εισαγωγής στην κοινοπραξία ενός ακόμη πλοίου -5ου για τις συγκεκριμένες γραμμές  το δικαίωμα ναύλωσης ή αγοράς το διατηρεί η εναγομένη. Επίσης, όσον αφορά την περίοδο από 1- 11-2018 έως 31-10 -2019, τυγχάνει αβάσιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι δεν απαιτείτο επιπλέον έγκριση σχετικής δήλωσης δρομολόγηση του πλοίου από το Υπουργείο Ναυτιλίας διότι το πλοίο ήταν ήδη δρομολογημένο για την περίοδο 1-11-2017 εως 31-10-2018 καθώς τυχόν αλλαγή πλοιοκτησίας μετά την 31η Ιανουαρίου κάθε έτους και πριν την ημερομηνία ανακοίνωσης της δήλωσης τακτικής δρομολόγησης ενός πλοίου από τον Υπουργό για την επόμενη δρομολογιακή περίοδο οδηγεί σε ακύρωση της δήλωσης τακτικής δρομολόγησης που έχει καταθέσει ο προηγούμενος  πλοιοκτήτης και επομένως θα πρέπει ο νέος πλοιοκτήτης να υποβάλλει στο όνομα του νέα δήλωση δρομολόγησης και να εξεταστεί ως εκπρόθεσμη ετήσια δήλωση δρομολόγησης. Επομένως στην προκειμένη περίπτωση η αίτηση δρομολόγησης που είχε καταθέσει για την περίοδο αυτή η πρώτη εναγομένη-πωλήτρια-κυρία του ενδίκου πλοίου θα ακυρωνόταν και η ενάγουσα  αγροάστρια εφόσον επιθυμούσε να δραστηριοποιηθεί στις γραμμές Ζακύνθου-Κυλλήνης όφειλε να καταθέσει δική της αίτηση και δη εκπρόθεσμη ώστε να συζητηθεί από το ΣΑΣ και εφόσον κρινόταν ότι εξυπηρετεί τις συγκοινωνιακές ανάγκες της περιοχής να εγκριθεί η σχετική δρομολόγηση . Όπως μάλιστα προκύπτει από το υπ’αριθμ.πρωτ. 2251 2-5/13782/19 έγγραφο  της ΔΘΣ/1ο τμήμα του ΥΝΑ σε απάντηση του από 18-2-2019 ερωτήματος της πρώτης εναγομένης εφόσον επέλθει αλλαγή πλοιοκτησίας για το οποίο έχει υποβληθεί δήλωση δρομολόγησης μέχρι 31 Ιανουαρίου και εκκρεμεί ανακοίνωση της η δήλωση δεν λαμβάνεται υπόψη και ο νέος ιδιοκτήτης εφόσον το επιθυμεί δύναται να υποβάλει καινούργια δήλωση δρομολόγησης σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος. Ομοίως δε κατέθεσε και ο μάρτυρας ανταπόδειξης Δ. Μ., ήτοι ότι αν το πλοίο μεταβιβαζόταν τον Μάρτιο του 2018 θα ακυρωνόταν αυτόματα η αίτηση που είχε υποβάλει η πρώτη εναγομένη για τη δρομολογιακή περίοδο από 1-11-2018 εως 31-10-2018 και επομένως το πλοίο θα μεταβιβαζόταν χωρίς τη γραμμή του, απορριπτομένων ως αβάσιμων ισχυρισμών της ενάγουσας και των μαρτύρων αποδείξεως, όπως των όσων κατέθεσε στην υπ’αριθμ. …../12-2-2019 ένορκη βεβαίωσή της η μάρτυρας αποδείξεως Ε. Α. Π., ότι είχε συμφωνήσει η ενάγουσα να αγοράσει το πλοίο και να συνεχίσει να  το έχει δρομολογημένο στις ίδιες γραμμές με την ένταξή του στην ίδια κοινοπραξία πλοίων, όπου ήταν ενταγμένο και το …, ήτοι στην K. L. και στην υπ’αριθμ. …/12-2-2019 ένορκη βεβαίωσή του ο μάρτυρας αποδείξεως Δ. Έ., ότι το πλοίο θα εντασσόταν στην κοινοπραξία K. L. και θα παρέμενε δρομολογημένο στις ίδιες γραμμές, χωρίς άλλη διαδικασία από την ενάγουσα προς το υπουργείο Ναυτιλίας. Ακόμη δε και η έκτακτη δρομολόγηση του πλοίου στις ίδιες γραμμές, δυνατότητα που προβλέπεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5 του ν. 2932/2001 και επικαλείται η ενάγουσα, τελεί υπό την προηγούμενη θετική γνωμοδότηση του Συμβουλίου Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών (Σ.Α.Σ.). Μάλιστα επί του ζητήματος του αν η συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων που καθιστά πιθανό το προσδωκόμενο κέρδος είναι η εν λόγω γνωμοδότηση να είναι θετική ή όχι, προσκομίζονται αντιφατικά μεταξύ τους αποδεικτικά μέσα από τους διαδίκους ,και δη η μεν ενάγουσα  ισχυρίζεται ότι κατά το εθιμικό δίκαιο  είναι θετική για νέα πλοία, ενώ η εναγομένη ισχυρίζεται –επικαλούμενη τα όσα κατέθεσε ο μάρτυράς Δ. Κ.-ότι δεν θα γινόταν  αποδεκτή , όπως και η εκπρόθεσμη αίτηση δρομολόγησης για καινούργια δρομολόγια, γιατί τα πλοία δεν φεύγουν ποτέ γεμάτα και τους καλοκαιρινούς μήνες επειδή είναι πολλά. Ανεξαρτήτως δε της διαδικασίας έγκρισης –παραμονής και δραστηριοποίησης του ενδίκου πλοίου στις ίδιες δρομολογιακές γραμμές, βάσει των οποίων οι διάδικοι υπολογίζουν και τα έσοδα κι έξοδα του πλοίου κατά την επίδικη χρονική περίοδο, ομοίως σε μη ασφαλές συμπέρασμα οδηγούν οι μεταξύ των διαδίκων και των μαρτύρων τους  ισχυρισμοί περί του αν κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, τις ειδικές περιστάσεις και τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί, το ένδικο πλοίο θα είχε κερδοφόρα ή ζημιογόνα πορεία. Ειδικότερα, η μεν ενάγουσα προσκομίζοντας μετ΄επικλήσεως στατιστικά στοιχεία από το Λιμεναρχείο Κυλλήνης σχετικά με τους κατάπλους και απόπλους των δρομολογημένων στις προαναφερόμενες γραμμές πλοίων για το έτος 2017, στα οποία περιλαμβάνονται οι ανά μήνα αριθμοί επιβατών, οχημάτων ι.χ., Φ/Γ, Λ/Φ, Δ/Κ, ναύλοι ανά μονάδα και τιμές εισιτηρίων, υπολογίζει με μία αναμενόμενη αύξηση του τζίρου κατά το έτος (2018) σε ποσοστό 10%, το συνολικό ποσό του τζίρου  και  συνακόλουθα τα αναμενόμενα διαφυγόντα έσοδά της από την αντισυμβατικώς απωλεσθείσα εκμετάλλευση του ενδίκου πλοίου και κατά το μερίδιο των δρομολογίων του στις εν θέματι γραμμές (δεδομένης της εκτέλεσης δρομολογίων στις ίδιες γραμμές και από άλλα τρία πλοία : …, … και …), υπολογίζει ότι θα ανέρχονταν στα 9.397.656,80 ευρώ  μείον τα έξοδα ύψους 5.353. 00 9, 20   ευρώ ,επομένως καθαρά στα 4.044.647,60  ευρώ, ποσό το οποίο αξιώνει με την κρινόμενη αγωγή να αναγνωριστεί από το παρόν Δικαστήριο ότι υποχρεούται να της καταβάλει η πρώτη εναγομένη για την αιτία αυτή. Το ως άνω ποσό δεν ταυτίζεται με τα ποσά που υπολογίζουν το ένδικο κονδύλιο οι μάρτυρες αποδείξεως και δη στην υπ’αριθμ. 206/12-2-2019 ένορκη βεβαίωσή της η μάρτυρας αποδείξεως Ε. Α. Π., μέλος ΔΣ εταιρείας με δρομολογημένο πλοίο στις επίδικες γραμμές και δη της …-εφοπλίστριας του …, η οποία κατέθεσε ότι τα συνολικά έξοδα πλοίου αναμένεται από 1-4-2018 έως 30-9-2019 να ανέλθουν στα 5.400.000 ευρώ ενώ τα καθαρά έσοδα μείον τα έξοδα στα (8.400.000-5.400.000) στα 3.000.000 ευρώ , στην υπ΄αριθμ…./12-2-2019 ένορκη βεβαίωσή του ο μάρτυρας αποδείξεως Δ. Έ., ιδιοκτήτης (ως ο ίδιος αναφέρει του μεγαλύτερου) τουριστικού γραφείου στην Κεφαλονιά, στο οποίο η ενάγουσα είχε αναθέσει την πρακτόρευση του πλοίου στη Κεφαλλονιά από τη στιγμή που θα το παραλάμβανε, ο οποίος κατέθεσε ότι η ενάγουσα απώλεσε ποσό 2.925.000 ευρώ που ήταν τα καθαρά έσοδα που απώλεσε από τη δρομολόγηση του πλοίου από 1-4-2018 έως 30-9-2019 και στην υπ’αριθμ….14-2-2019 ένορκη βεβαίωσή του ο μάρτυρας αποδείξεως Χ.ς Λ.ς,  αδερφός του προέδρου της ενάγουσας Δ. και θείος  των μετόχων αυτής Α. και Σ. Φ. Ά. Λ., ο οποίος όπως κατέθεσε ως μάρτυρας στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων υπολόγισε τα διαφυγόντα κέρδη της ενάγουσας στα 1.000.000 ΕΥΡΏ  για την περίοδο από 1-4-2018 έως 31-10-2018 ενώ με βάση τα στατιστικά αναθεώρησε και υπολόγισε ως καθαρό κέρδος της ενάγουσας το ποσό των 2.950.000 ευρώ για 1-4-2018 έως 30-9-2019 Στον αντίποδα,οι εναγόμενοι αρνούνται την κερδοφόρα πορεία του ενδίκου πλοίου κατά την επίδικη χρονική περίοδο βασιζόμενοι τόσο στην προαναφεθείσα υπ’αριθμ. …  ένορκη βεβαίωση του Δ. Κ. όσο και στην υπ’αριθμ…./21-2-2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ανταποδείξεως Ι. Β. λογιστή της πρώτης εναγομένης από το 1997,  οποίος ως έχων ίδια γνώση περί του τζίρου των γραμμών Κυλλήνης-Ζακύνθου και Κυλλήνης-Πόρου για το διάστημα από 1-4-2017 εως 31-10-2017 υπολόγισε τον τζίρο του πλοίου στο ποσό των 16.263.020,62  και στο ίδιο ποσό υπολόγισε αυτόν για το διάστημα από 1-4-2018 εως 31-10-2018 ενώ τα έξοδα του ενδίκου πλοίου για την ίδια περίοδο τα υπολόγισε στο ποσό των 2.670.609,79 ευρώ. Ο εν λόγω μάρτυρας κατέληξε ότι υπήρξε ζημιογόνος η πορεία του ενδίκου πλοίου για το διάστημα αυτό κατά 792.589,17 ευρώ αφού τα έξοδα ανήλθαν στο ποσό των 17.055.609,79 ευρώ με βάση την προκύπτουσα από τα στοιχεία των λογιστικών βιβλίων της πρώτης εναγομένης χρήση του ενδίκου πλοίου κατά αντιπαραβολή αφενός των εσόδων από ναύλους, αποδείξεις μεταφοράς οχημάτων, τιμολόγια-αποδείξεις ενοικίου προς την κοινοπραξία … για κάλυψη μέρους της εναγομένης για λογαριασμό της εν λόγω κοινοπραξία και αφετέρου των εξόδων από τη λειτουργία του πλοίου πλέον εξόδων διοίκησης. Από την αντιπαραβολή των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, σε συνδυασμό και με την πανθομολογούμενη αυξημένη κίνηση που παρουσιάζουν οι ανωτέρω ακτοπλοϊκές γραμμές όλο το έτος, ιδιαίτερα  δε κατά την θερινή περίοδο, λαμβανομένου δε υπόψη και του ότι α) προαπατείτο για την ενεργοποίηση της εκμετάλλευσης του Ε/Γ-Ο/Γ «… στις ρηθείσες γραμμές και η έγκριση της σχετικής δήλωσης δρομολόγησής του από το Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Διεύθυνση Θαλασσίων Συγκοινωνιών) ως πλοίου ανήκοντος πλέον στην κοινοπραξία «K. L.», καθώς και β) της εν προκειμένω οικονομικής επιβάρυνσης των υπόψη δρομολογιακών γραμμών από την προσθήκη το τρέχον έτος και της γραμμής Πάτρας-Σάμης-Ιθάκης και λόγω δε της αντιφατικότητας των ως άνω ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως μεταξύ τους σε συνδυασμό με το ότι ο υπολογισμός των εσόδων και εξόδων του πλοίου γίνεται με βάση την ονομαστική αξία των εισιτηρίων χωρίς τον ουσιώδη συνυπολογισμό ΦΠΑ,  τέλη επιβατών και οχημάτων, εκπτώσεων (φοιτητικά, παιδικά, μηδενικά εισιτήρια) και του σημαντικού ημερήσιου κόστους λειτουργίας του εν λόγω πλοίου  και αφού ληφθούν υπόψην στατιστικά στοιχεία και ότι κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής ο τζίρος του πλοίου, δεν είναι ο ίδιος κατά την υψηλή περίοδο του πλοίου (από Απρίλιο μέχρι Σεπτέμβριο)  με τους τους υπόλοιπους μήνες καθώς , όπως αναφέρει ο μάρτυρας ανταποδείξεως Δ. Κ.,τα έξοδα του πλοίου δεν είναι ίδια κάθε μήνα καθώς τους μήνες της υψηλής περιόδου η μισθοδοσία είναι ιδιαίτερα υψηλή όπως και τα καύσιμα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε ασφαλές δικανικό συμπέρασμα περί του ότι  ενάγουσα απώλεσε κέρδη από κερδοφόρα χρήση του ενδίκου πλοίου και δη για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα, δεδομένου, ότι δεν υπολογίζονται στα έξοδα το κόστος συντήρησης και επισκευής του πλοίου κι ανεξαρτήτως του ότι μετά την κατάθεση της ένδικης αγωγής, η κοινοπραξία K. L. στην οποία προτίθετο να εντάξει το ένδικο πλοίο έπαψε να δραστηριοποιείται στις γραμμές Κυλλήνης-Ζακύνθου από το Νοέμβριο του 2018 και έκτοτε δραστηριοποιείται σε αυτές μόνο η κοινοπραξία … (βλ. από 22-11 2018 αίτηση της Λ.ς Ferries Ν.Ε για ανάκληση της ανακοίνωσης δήλωσης δρομολόγησης του … και της … για το …  και την από 7-12-2018 απόφαση της Δ.Θ.Σ, όπου για το … τροποποιήθηκε ως προς τα στοιχεία του πλοιοκτήτη από την … στην … N.E.  που ανέλαβε τη συνέχιση εκτέλεσης των δρομολογίων του … με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις ). Επομένως για τη νέα δρομολογιακή περίοδο μία 1-11-2018 έως 31-10-2019 η K. L. με την οποία η ενάγουσα θα συνεργαζόταν και θα κέρδιζε τα διαφυγόντα κέρδη που ισχυρίζεται δεν δραστηριοποιούνταν στις γραμμές αυτές γιατί κατέγραψε τεράστιες απώλειες (βλ.σχετικό δημοσίευμα -σχετ.25 των εναγομένων).

Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή, και δη μόνο ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα, απορριπτομένου ως ουσία αβάσιμου του αναγνωριστικού της αιτήματος και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα για την προαναφερόμενη αιτία, η μεν πρώτη εναγομένη το ποσό των εξακοσίων πενήντα εννέα χιλιάδων διακοσίων δεκαεπτά ευρώ και έντεκα λεπτών (659.217,11 €) και έκαστος των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων το ποσό των εξακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (625.000 € )εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη εντόκως από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Όσον αφορά στο αίτημα για την κήρυξη της παρούσας απόφασης προσωρινώς εκτελεστής, ως προς την ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, το Δικαστήριο κρίνει πως δε συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που να επιβάλουν την προσωρινή εκτελεστότητα, ή ότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατόν να επιφέρει σημαντική οικονομική ζημία στην ενάγουσαα και ως εκ τούτου  το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο.Τέλος τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιδικασθούν εν μέρει σε βάρος των εναγομένων λόγω της εν μέρει ήττας τους και αναλόγως αυτής, γενομένου δεκτού εν μέρει του σχετικού αιτήματος  της ως βασίμου στην ουσία του (άρθρα 178 παρ.1, 180,, 189 αρ. 1, 191 παρ 2 ΚΠολΔ, σε συνδ. με άρθρα 63 παρ. 1, 68 παρ. 1 του ΚωδΔικ-Ν. 4194/2013, ΦΕΚ Α’ 208/27-9- 2013, όπως τροποποιήθηκε με Ν 4205/2013), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει ο,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν στην ενάγουσα για την αναφερόμενη στο σκεπτικό αιτία, η μεν πρώτη εναγομένη το ποσό των εξακοσίων πενήντα εννέα χιλιάδων διακοσίων δεκαεπτά ευρώ και έντεκα λεπτών (659.217,11 €) και έκαστος των δεύτερου και τρίτου των εναγομένων το ποσό των εξακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (625.000 € ) εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη, εντόκως από την επομένη ημέρα από την επίδοση της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.

Επιβάλλει στους εναγομένους μέρος από τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000  €).

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις………………2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια και έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά,στις ……………2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ