Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα Ναυτικών Διαφορών

  

 

Αριθμός απόφασης  3988/2019

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τακτική Διαδικασία

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 24η Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «…», με Α.Φ.Μ. …, που εδρεύει στον Π….. Αττικής (…) και εκπροσωπείται νόμιμα, για την οποία κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος της Αναστασία Αποστολοπούλου (ΑΜΔΣΑ …), δυνάμει του από 14.03.2019 ειδικού πληρεξουσίου του νόμιμου εκπροσώπου της, που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο και φέρει βεβαίωση γνησίου υπογραφής από δικηγόρο, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/18.03.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Α. Τ. του Β., κατοίκου Π………. Αττικής (…), και 2) Της αλλοδαπής εταιρίας με την επωνυμία «H. Y. G.H.», που εδρεύει στο G. Γερμανίας (G. 5), και εκπροσωπείται νόμιμα, για τους οποίους κατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος τους Ελένη Δημονίτσα (ΑΜΔΣΑ …), δυνάμει, αντίστοιχα, του από 15.04.2019 ειδικού πληρεξουσίου που χορηγήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο και φέρει βεβαίωση γνησίου υπογραφής από αρμόδια αρχή, και του υπ’ αριθ. …/15.04.2019 ειδικού πληρεξουσίου που χορηγήθηκε με συμβολαιογραφικό έγγραφο ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αλεξάνδρας Αλεξοπούλου, οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω δικηγόρος προσκόμισε το υπ’ αριθ. …/15.04.2019 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 19.11.2018 με Γ.Α.Κ. 12744/2018 και με Ε.Α.Κ. 5744/2018 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 07.12.2018, η οποία, μετά το πέρας των προθεσμιών που ορίζουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με την από 05.09.2019 πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

               Κατά τις διατάξεις του άρθρου 115 ΚΠολΔ, «1. Η διαδικασία πριν από τη δημόσια συνεδρίαση και έξω από το ακροατήριο είναι πάντοτε έγγραφη. 2. Με την επιφύλαξη των άρθρων 237 και 238 στον πρώτο βαθμό, καθώς και στις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική. 3. Με την επιφύλαξη των υποθέσεων των μικροδιαφορών, η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική», ενώ κατά το άρθρο 237 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, «Μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές. Μέσα στην ίδια προθεσμία κατατίθενται το αποδεικτικό επίδοσης της αγωγής, καθώς και τα πληρεξούσια έγγραφα προς τους δικηγόρους κατά το άρθρο 96. Το δικαστικό ένσημο κατατίθεται το αργότερο μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης. Η παραπάνω προθεσμία παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής». Περαιτέρω, από τις διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 του άρθρου 271 ΚΠολΔ, όπως οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου αυτού ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, συνάγεται ότι αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη και διαπιστωθεί, κατόπιν αυτεπάγγελτης έρευνας του δικαστηρίου, ότι η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του και θεωρούνται ομολογημένοι όλοι οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία. Ως κανονική συμμετοχή στη δίκη νοείται στην τακτική διαδικασία η εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων. Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα με την προσθήκη στις προτάσεις της ισχυρίζεται ότι η υπόθεση πρέπει να συζητηθεί ερήμην των εναγόμενων, διότι οι τελευταίοι δεν έλαβαν κανονικά μέρος στη δίκη, καθώς δεν κατέθεσαν προτάσεις εντός της οριζόμενης με το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των εκατό ημερών, ενώ δεν συντρέχει περίπτωση παρέκτασης της προθεσμίας κατά τριάντα ημέρες, για τον λόγο ότι η εδρεύουσα στην αλλοδαπή δεύτερη εναγόμενη διατηρεί γραφείο, άλλως υποκατάστημα, στην Ελλάδα, όπου διενεργήθηκε και η επίδοση του δικογράφου. Ο ισχυρισμός αυτός της ενάγουσας τυγχάνει απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι κατά την προκριτέα άποψη η οριζόμενη με το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμία των εκατό ημερών για την κατάθεση των προτάσεων παρεκτείνεται σε κάθε περίπτωση κατά τριάντα ημέρες για όλους τους διαδίκους όταν η έδρα του εναγόμενου νομικού προσώπου βρίσκεται στην αλλοδαπή, ανεξάρτητα από το εάν το νομικό πρόσωπο διατηρεί γραφείο ή υποκατάστημα στην Ελλάδα και ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας ή διαμονής του νόμιμου εκπροσώπου του ή από τον τόπο στον οποίο διενεργήθηκε η επίδοση. Υπέρ της προκριτέας αυτής άποψης, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, συνηγορούν προεχόντως σταθμίσεις ασφάλειας δικαίου, ενόψει μάλιστα του ότι εάν η διοίκηση του εναγόμενου νομικού προσώπου βρίσκεται στην αλλοδαπή, τότε στον τόπο αυτόν θα ληφθούν και οι κρίσιμες αποφάσεις για την υπεράσπιση της υπόθεσης, σε συνδυασμό με το ότι η κατοικία, διαμονή ή ο τόπος της επαγγελματικής απασχόλησης του νόμιμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου είναι ευχερές να μεταβληθεί χωρίς την τήρηση ορισμένου τύπου, ενώ, αντίθετα, η μεταβολή της έδρας του νομικού προσώπου συνδέεται με αυξημένες προϋποθέσεις δημοσιότητας. Η αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα κατέληγε σε εξάρτηση της διάρκειας της προθεσμίας για την κατάθεση προτάσεων από κριτήριο αβέβαιο και ασαφές, διότι η παρέκταση της προθεσμίας του άρθρου 237 παρ. 1 ΚΠολΔ θα καταλειπόταν στη διακριτική ευχέρεια του ενάγοντος, ο οποίος θα επέλεγε εάν το δικόγραφο θα επιδοθεί στην ημεδαπή ή στην έδρα του νομικού προσώπου στην ημεδαπή (Βλ. Εισήγηση Γιαννόπουλου Π., Επίκουρου Καθηγητή Δ.Π.Θ. στο επιμορφωτικό σεμινάριο Ε.Σ.ΔΙ. της 27ης.04.2018 «Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί», με θέμα: «Ερμηνευτικά προβλήματα και αλληλεπίδραση της νέας τακτικής διαδικασίας με τον Κανονισμό 1393/2007», σελ. 16 – 17). Επομένως, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, οι εναγόμενοι, από τους οποίους η δεύτερη εδρεύει στο G. Γερμανίας, κατέθεσαν εμπρόθεσμα προτάσεις εντός της οριζόμενης με το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των εκατόν τριάντα ημερών από την κατάθεση της αγωγής, διότι η αγωγή κατατέθηκε την 07.12.2018 (Βλ. τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και οι προτάσεις τους κατατέθηκαν την 15.04.2019 (Βλ. τη σχετική επισημείωση επί των προτάσεων της Γραμματέα του Πρωτοδικείου), απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού της ενάγουσας.

Κατά το άρθρο 126 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Η επίδοση γίνεται: α) προσωπικά σε εκείνον στον οποίο απευθύνεται το έγγραφο, β) για πρόσωπα που δεν έχουν ικανότητα δικαστικής παράστασης, στο νόμιμο αντιπρόσωπό τους, γ) για νομικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων, στον εκπρόσωπό τους, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, δ) για το δημόσιο σε εκείνους που το εκπροσωπούν σύμφωνα με το νόμο», ενώ κατά το άρθρο 124 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, «1. Η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο πρόκειται να γίνει. 2. Αν το πρόσωπο έχει στον τόπο όπου πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικία, κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, είτε μόνο του είτε με άλλον ή εργάζεται εκεί ως υπάλληλος, εργάτης ή υπηρέτης, η επίδοση σε άλλο μέρος δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συναίνεσή του». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 129 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Αν ο παραλήπτης της επίδοσης δεν βρίσκεται στο κατάστημα, το γραφείο ή το εργαστήριο, που προβλέπει το άρθρο 124 παράγραφος 2, το έγγραφο παραδίδεται στα χέρια του διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι προκειμένου να γίνει επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο, αυτή γίνεται προς τον κατά το νόμο ή το καταστατικό νόμιμο εκπρόσωπό της είτε στην κατοικία του είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, όταν δε ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στην κατοικία του το έγγραφο εγχειρίζεται σε συνοικούντα με αυτόν συγγενή ή υπηρέτη και σε περίπτωση απουσίας τους σε έναν από τους λοιπούς συνοίκους, ενώ στην περίπτωση που ο νόμιμος εκπρόσωπος δεν βρίσκεται στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου, το έγγραφο εγχειρίζεται στο διευθυντή ή σε κάποιον από τους υπηρέτες ή υπαλλήλους του καταστήματος. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η δυνατότητα γνώσης του επιδιδόμενου εγγράφου εκ μέρους του νόμιμου εκπροσώπου του νομικού προσώπου. Για την επίδοση αυτή δεν έχει σημασία ο τόπος ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρίας, αλλά ο τόπος της εργασίας ή κατοικίας του εκπροσωπούντος το νομικό πρόσωπο φυσικού προσώπου που δεν είναι κατά νόμο απαραίτητο να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρίας. Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατόν το γραφείο του νόμιμου εκπροσώπου να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα του νομικού προσώπου (Βλ. ΑΠ 74/2008, ΕΠ 151/2016, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, στην περίπτωση που ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δεν βρεθεί στο κατά το άρθρο 124 παρ. 2 ΚΠολΔ κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο, και το έγγραφο παραδοθεί σε κάποιο από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 129 παρ. 1 ΚΠολΔ, δηλαδή στον διευθυντή του καταστήματος, γραφείου ή εργαστηρίου ή σε έναν από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες, πρέπει και αρκεί να αναγράφονται στη σχετική έκθεση επίδοσης αφενός ότι ο κατά νόμο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου απουσιάζει, αφετέρου η ιδιότητα και το ονοματεπώνυμο του παραλαβόντος το έγγραφο προσώπου, ώστε να είναι δυνατόν να ελεγχθεί, αν πρόκειται για κάποιο από τα πρόσωπα που ορίζονται στο άρθρο 129 παρ. 1, ενώ εκείνος που διενεργεί την επίδοση δεν είναι υποχρεωμένος να τηρήσει οποιαδήποτε σειρά μεταξύ των αρμόδιων για την παραλαβή του εγγράφου προσώπων, αφού η διάταξη του άρθρου 129 παρ. 1 δεν απαιτεί τούτο. Σε κάθε περίπτωση, ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου (και γενικότερα τα καταστατικά όργανα διοίκησης και εκπροσώπησης αυτού) δικαιούται, εντός του πλαισίου της γενικής προς εκπροσώπηση του νομικού προσώπου εξουσίας του, να ορίσει κάποιο άλλο πρόσωπο, όπως υπάλληλο κλπ., ως αρμόδιο για την παραλαβή δικογράφων, στην τελευταία δε αυτή περίπτωση ο εξουσιοδοτηθείς μπορεί να παραλαμβάνει δικόγραφα σαν να ήταν ο ίδιος ο εκπρόσωπος, χωρίς άλλη προϋπόθεση ή διαδικασία (Βλ. ΑΠ 443/2015, ΑΠ 322/2015, ΑΠ 882/1989, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Εξάλλου, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 117, 139, 438 και 440 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διαλαμβανομένη στην έκθεση επίδοσης βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή που αφορά την ιδιότητα του παραλαβόντος προσώπου ως υπαλλήλου του νομικού προσώπου αποτελεί πλήρη απόδειξη, αφού το γεγονός αυτό είναι από εκείνα, των οποίων την αλήθεια όφειλε να διαπιστώσει ο συντάκτης της έκθεσης επίδοσης δικαστικός επιμελητής, επιτρέπεται, όμως, ως προς το γεγονός ανταπόδειξη από εκείνον που αμφισβητεί την ως άνω ιδιότητα του παραλαβόντος προσώπου ως υπαλλήλου ή διευθυντή ή συνεργάτη κλπ. με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, ενώ ως προς όσα βεβαιώνονται στην έκθεση επίδοσης ότι έγιναν από τον δικαστικό επιμελητή ή ενώπιόν του ανταπόδειξη χωρεί μόνο με την προσβολή της έκθεσης ως πλαστής (Βλ. ΑΠ 443/2015, ΑΠ 322/2015, ό.π.). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 215 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 2 ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, προκύπτει ότι η αγωγή ασκείται με κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και με επίδοση αντιγράφου της στον εναγόμενο, η οποία, στο πλαίσιο της τακτικής διαδικασίας πρέπει να διενεργηθεί υποχρεωτικά μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κατάθεσή της ή εντός εξήντα ημερών από την κατάθεσή της στην περίπτωση που ο εναγόμενος ή κάποιος ομόδικός του διαμένει στο εξωτερικό, διαφορετικά η αγωγή θεωρείται μη ασκηθείσα. Παρόλο που η διάταξη της παραγράφου 2 του ως άνω άρθρου χαρακτηρίζει ως μη ασκηθείσα μόνο την αγωγή που δεν επιδόθηκε εμπρόθεσμα, κατά την προκριτέα άποψη ο ίδιος χαρακτηρισμός προσήκει και στην αγωγή που δεν επιδόθηκε νόμιμα (Βλ. Μακρίδου Κ., Τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, άρθρο 215, σελ. 27, αριθ. περιθ. 7). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι προβάλλουν με τις προτάσεις τους ισχυρισμό περί μη νομότυπης επίδοσης της αγωγής εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας.

Από την επισκόπηση της υπ’ αριθ. …’/19.12.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Ι. Μ., την οποία προσάγει με επίκληση η ενάγουσα, προκύπτει ότι επειδή δεν ανευρέθηκε ο παραλήπτης – πρώτος εναγόμενος στο γραφείο του επί της οδού … στον Π……… Αττικής, το δικόγραφο της αγωγής επιδόθηκε στον υπάλληλό του, Ν. Θ.. Η ως άνω επίδοση είναι νόμιμη και έγκυρη, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 1 – 2 και 129 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς το έγγραφο παραδόθηκε σε νομιμοποιούμενο προς τούτο πρόσωπο. Ειδικότερα, ως προς τα ζητήματα ότι ο πρώτος εναγόμενος διατηρεί γραφείο στον παραπάνω τόπο, στον οποίο απασχολείται ως υπάλληλος ο Ν. Θ., η έκθεση επίδοσης αποτελεί πλήρη απόδειξη, επιτρεπομένης όμως ανταπόδειξης, κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ, και οι εναγόμενοι δεν προσάγουν οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, με βάση το οποίο να αποδεικνύεται το αντίθετο. Περαιτέρω, από την επισκόπηση της υπ’ αριθ. …/19.12.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Ι. Μ., την οποία προσάγει με επίκληση η ενάγουσα, προκύπτει ότι επειδή δεν ανευρέθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης στο υποκατάστημά της επί της οδού … στον Π…….. Αττικής, το δικόγραφο της αγωγής επιδόθηκε στον υπάλληλο, Ν. Θ., ο οποίος, όπως δήλωσε στο δικαστικό επιμελητή, ήταν εξουσιοδοτημένος για την παραλαβή δικογράφων. Η ως άνω επίδοση προς τη δεύτερη εναγόμενη είναι, επίσης, έγκυρη και νόμιμη, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ. 1 – 2, 126 παρ. 1 περ. γ’ και 129 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι για το νομότυπο της εν λόγω επίδοσης δεν έχει σημασία το γεγονός ότι η εναγόμενη εταιρία δεν έχει καταχωρήσει στο Γ.Ε.ΜΗ. γραφείο ή υποκατάστημα στην Ελλάδα (Βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. 4152/26.03.2019 έγγραφο του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών), όπως υπολαμβάνουν οι εναγόμενοι, αλλά ότι ο Ν. Θ. ήταν υπάλληλος της εταιρίας και εξουσιοδοτημένος για την παραλαβή δικογράφων, ως προς τα οποία παράγεται πλήρης απόδειξη, και οι εναγόμενοι δεν προσάγουν οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο, από το οποίο να αποδεικνύεται το αντίθετο.      Κατά το άρθρο 1 Ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», «Απαγορεύεται κα­τά τας εμπορικάς, βιομηχανικάς ή γεωργικάς συναλλαγάς πάσα προς τον σκοπόν ανταγωνισμού γινομένη πράξις αντικείμενη εις τα χρηστά ήθη. Ο παραβάτης δύναται να εναχθεί προς παράλειψιν και προς ανόρθωσιν της προσγενομένης ζημίας». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που εισάγει γενική ρήτρα κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού, ουσιώδης προϋπόθεση για τη δημιουργία αξίωσης προς παράλειψη πράξης που γίνεται από το φορέα επιχείρησης κατά τις εμπορικές, βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές της, είναι ο σκοπός ανταγωνισμού από τον οποίο πρέπει να κυριαρχείται η πράξη και η αντίθεσή της προς τα χρηστά ήθη. Σκοπός ανταγωνισμού υπάρχει όταν η πράξη γίνεται με πρόθεση ενίσχυσης του ίδιου ή ξένου ανταγωνισμού και είναι αντικειμενικά πρόσφορη να εξυπηρετήσει τον ανταγωνισμό, δηλαδή απαιτείται σχέση ανταγωνισμού μεταξύ του ωφελούμενου από τον ανταγωνισμό και τρίτων, οι οποίοι πάντως δεν προστατεύονται από κάθε αντίθετη προς τα χρηστά ήθη συμπεριφορά, αλλά μόνον από εκείνη που επιδρά αρνητικά στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες ή απειλεί την ανταγωνιστική συμπεριφορά τους. Πρόθεση βλάβης του ανταγωνιστή δεν απαιτείται και ούτε είναι αναγκαίο ο σκοπός ανταγωνισμού να αποτελεί το μόνο σκοπό της πράξης. Η ύπαρξη σκοπού ανταγωνισμού είναι ζήτημα πραγματικό που δεν ελέγχεται αναιρετικά (Βλ. ΑΠ 991/2014). Για να είναι μία πράξη αντικειμενικά ικανή να χρησιμεύσει ή να συμβάλει σε ανταγωνιστικό σκοπό, απαιτείται σχέση ανταγωνισμού μεταξύ των ανταγωνιζόμενων. Πρόκειται για προϋπόθεση που δεν αναφέρεται στο νόμο, αλλά στηρίζεται στο ότι πράξεις ανταγωνισμού μπορεί να διενεργηθούν μόνον από ανταγωνιστές, οι οποίοι έχουν τον ίδιο κύκλο πελατών και κινούνται στην ίδια αγορά από άποψη τόπου και εμπορευμάτων ή υπηρεσιών. Τέτοια σχέση υπάρχει όταν οι ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις κινούνται σε ίδιους ή συγγενείς οικονομικούς κλάδους. Η σχέση αυτή υπάρχει και όταν οι ανταγωνιστές ανήκουν στην ίδια ή συγγενή οικονομική βαθμίδα και έχουν τους ίδιους ή συγγενείς κύκλους αποδεκτών/αγοραστών, προμηθευτών και, γενικότερα, πελατών. Αρκεί ότι ο ανταγωνιστής βρίσκεται σε ad hoc σχέση ανταγωνισμού με τον προσβολέα, ακόμη και αν τα προϊόντα ή υπηρεσίες δεν είναι εναλλάξιμα, ή ότι ο προσβολέας αποκλείει άλλη επιχείρηση από την πρόσβαση στην αγορά ή ότι πρόκειται για επιχειρήσεις διαφορετικών οικονομικών κλάδων (Βλ. Μαρίνου Μιχ. – Θεοδ., Ο εκσυγχρονισμός του δίκαιου του αθέμιτου ανταγωνισμού μετά την Οδηγία 2005/29 για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και τις αποφάσεις ΑΠ 1125/2011 και 991/2014, ΕλλΔνη 2015.321, 329). Περαιτέρω, κριτήριο εξειδίκευσης των χρηστών ηθών αποτελούν κατ’ αρχήν οι ιδέες του εκάστοτε κατά τη γενική αντίληψη και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και εμπειρίας με χρηστότητα και σωφροσύνη σκεπτόμενου κοινωνικού ανθρώπου, με βάση τις οποίες η κρίση για την ύπαρξη ή όχι αντίθεσης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς προς τα χρηστά ήθη, αξιολογούμενης μέσα στο συναλλακτικό κύκλο που αυτή εκδηλώνεται, δεν πρέπει να περιορίζεται στην εκτίμηση μεμονωμένων στοιχείων, όπως τα αίτια ή ο σκοπός του δράστη, αλλά πρέπει να εκτείνεται και να καλύπτει το σύνολο των περιστάσεων που συνοδεύουν την προσβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά. Ωστόσο, η έννοια των χρηστών ηθών δεν μπορεί στο δίκαιο του αθέμιτου ανταγωνισμού να απηχεί αντιλήψεις κοινωνικής μόνον ηθικής, αλλά οφείλει να διαμορφώνεται με βάση κυρίως τις οικονομικές και λοιπές συνθήκες της συγκεκριμένης αγοράς στο πλαίσιο στάθμισης των αντίθετων συμφερόντων που καλείται ο νόμος να προστατεύσει από αθέμιτες ανταγωνιστικές συμπεριφορές, διασφαλίζοντας έτσι αποτελεσματικά και την εγγυημένη από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος οικονομική ελευθερία. Αντικείμενο δηλαδή προστασίας δεν είναι μόνο το συμφέρον των ανταγωνιστών στην ατομική διάστασή του, αλλά και το συμφέρον των καταναλωτών και κατ’ επέκταση η λειτουργία της ίδιας της αγοράς (Βλ. AΠ 991/2014, ό.π.). Εξάλλου, πράξη που εμπίπτει στη ρήτρα κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού, μπορεί να θεωρηθεί η προσέλκυση πελατείας με τη συνδρομή όμως ειδικών συνθηκών που την καθιστούν αθέμιτη, καθόσον κατ’ αρχήν η απόσπαση πελατών είναι σύμφωνη με την υγιή λειτουργία του ανταγωνισμού. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 11 εδ. α’ του ως άνω νομοθετήματος, «Ο προς τον σκοπόν ανταγω­νισμού ισχυριζόμενος ή διαδίδων, όσον αφορά την εργασίαν ή επιχείρησιν ετέρου, το πρόσωπον του ιδιοκτήτου ή διευθυντού αυτής, τα εμπορεύματα ή τας βιομηχα­νικός εργασίας τρίτου, ειδήσεις δυνάμενες να βλάψωσι τας εργασίας της επιχειρήσεως ή την εμπορικήν πίστην αυτού, υποχρεούται, εφόσον τα διαδοθέντα δεν είναι κατά τρόπον ευαπόδεικτον αληθή, εις ανόρθωσιν της εις τον αδικηθέντα προσγενομένης ζημίας». Στοιχεία της διάταξης αυτής, που προστατεύει τον δυνάμενο να ζημι­ωθεί περιουσιακά επιχειρηματία, είναι: α) σκοπός αθέμιτου ανταγωνισμού, β) ισχυ­ρισμός ή διάδοση βλαπτικών ειδήσεων, γ) οι ειδήσεις να αφορούν είτε την εργασία ή επιχείρηση άλλου είτε το πρόσωπο του ιδιοκτήτη ή διευθυντή αυτής, είτε τα εμπορεύματα ή τις βιομηχανικές εργασίες άλλου, δ) οι ειδήσεις να είναι ικανές να βλάψουν τις εργασίες της επιχείρησης ή την εμπορική κίνηση άλ­λου, και ε) οι ειδήσεις να μην είναι κατά τρόπο ευαπόδεικτο αληθείς, δηλαδή να μη δύνανται να αποδειχθούν ως αληθείς, ενώ δεν απαιτείται υπαιτιότητα του προσβάλλοντος για την αποκατάσταση της προσγενομένης ζημίας στον αδικηθέντα (Βλ. ΟλΑΠ 2/2008, ΕΠ 12/2017 ΤΝΠ NOMOS, ΕΑ 5369/2010 ΔΕΕ 2011.442, ΜονΕΑ 68/2016 ΤΝΠ NOMOS). Επίσης, κατά το άρθρο 12 εδ. α’ του ίδιου Ν. 146/1914, «Ο εν γνώσει της αναλη­θείας ισχυριζόμενος ή διαδίδων ως προς την επιχείρησιν ή εργασίαν ετέρου, το πρόσωπον του ιδιοκτήτου ή του διευθυντού αυτής, τα εμπορεύματα ή τας βιομηχανικάς εργασίας τρίτου, ειδήσεις δυναμένας να βλάψωσι την επιχείρησιν τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρι εξ μηνών και με χρηματικήν ποινήν (μέχρι τριών χιλιάδων δραχμών) ή με μίαν των ποινών τούτων». Από τη διάταξη αυτή, η οποία προστατεύει την καλή φήμη στις συναλλαγές συνάγεται ότι προς θεμελίωση αγωγής αποζημίωσης για παράβαση της εν λόγω διάταξης απαιτείται ο προσβολέας να ισχυρίζεται ή να διαδίδει εν γνώσει της αναλήθειας ειδήσεις ως άνω, ενώ δεν απαιτείται σκοπός ανταγωνισμού, αλλά ούτε πρόθεση βλάβης, αρκεί δε απλώς να είχε ο προσβολέας συνείδηση του ότι οι ειδήσεις είναι ικανές να προκαλέσουν βλάβη (Βλ. ΟλΑΠ 2/2008, ΕΠ 12/2017, ό.π.). Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 57 ΑΚ, «Όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον … Αξίωση αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται», ενώ κατά το άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα, «Στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων άρθρων το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι επί προσβολής της προσωπικότητας και εφόσον αυτή είναι παράνομη, ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνο ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια (Βλ. ΑΠ 574/2019, ΑΠ 718/2017, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, που ορίζει ότι «Όποιος με πρόθεση ζημίωσε άλλον κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει», συνάγεται ότι κύριο γνώρισμα της προβλεπόμενης από αυτήν αδικοπραξίας, η οποία μπορεί να πληροί και τις προϋποθέσεις του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η προσβολή των χρηστών ηθών από την πράξη του υπαίτιου, που επιχειρείται με πρόθεση επαγωγής ζημίας. Η αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, η έννοια των οποίων είναι νομική, εξετάζεται αντικειμενικά και σύμφωνα με την α­ντίληψη του υγιώς κατά το δίκαιο σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Ό­σον αφορά την πρόθεση δεν απαιτείται το υπαίτιο πρόσωπο να ενήργησε τη ζημιογόνο πράξη ή παράλειψη προς τον αποκλειστικό σκοπό της βλάβης τρίτου, αλλά αρκεί και η περί της επελθούσας ζημίας θέληση του, δηλαδή είναι επαρκές ότι γνώριζε ως ενδεχόμενη την πρόκληση ζημίας από τη συμπεριφορά του και εντούτοις δεν απέσχε από την πράξη ή την παράλειψη (Βλ. ΟλΑΠ 2/2008, ό.π.). Επίσης, κατά το άρθρο 920 ΑΚ, «Όποιος, γνωρίζοντας ή υπαίτια αγνοώ­ντας, υποστηρίζει ή διαδίδει αναληθείς ειδήσεις που εκθέτουν σε κίνδυνο την πί­στη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, έχει την υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της είναι: α) υποστήριξη ή διάδοση αναληθών ειδήσεων. Ως «υποστήριξη» νοείται ο ισχυρισμός των ειδήσεων ενώπιον τρίτων με επιχειρηματολογία υπέρ της αλήθειας τούτων, ενώ ως «διάδοση» νοείται η απλή ανακοίνωση των ισχυρισμών. Η υποστήριξη ή η διάδοση των ειδήσεων μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο, δηλαδή γραπτά ή προφορικά, προς ένα ή περισσότερα πρόσωπα. Ως «ειδήσεις» νοούνται οι πληροφορίες που αναφέρονται σε οποιαδήποτε περιστατικά, σχέσεις ή καταστάσεις, οι οποίες, κατά το χρόνο της υποστήριξης ή διάδοσης, εκθέτουν σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικά αναφερόμενα στη διάταξη αγαθά, δηλαδή την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του θιγόμενου. Οι υποστηριζόμενες ή διαδιδόμενες ειδήσεις πρέπει να είναι σαφείς και συγκεκριμένες και να αναφέρονται σε ορισμένα γεγονότα, επιπλέον δε να αποδεικνύονται και αναληθείς, με την έννοια να μην αληθεύει εξ ολοκλήρου το σχετικό γεγονός ή να παρουσιάζεται αυτό παραποιημένο. Αν το σχετικό γεγονός αληθεύει, δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της ως άνω διάταξης. β) Γνώση ή υπαίτια άγνοια της αναλήθειας. Δηλαδή, αυτός που υποστηρίζει ή διαδίδει τις αναληθείς ειδήσεις πρέπει να γνωρίζει ή υπαιτίως (από αμέλεια) να αγνοεί την αναλήθεια αυτών. Το στοιχείο αυτό ανταποκρίνεται στην έννοια του πταίσματος και με τις δύο γνωστές μορφές (330 ΑΚ), δηλαδή του δόλου (γνώση της αναλήθειας) και της αμέλειας (άγνοια της αναλήθειας, επειδή δεν καταβλήθηκε η απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια). Πρόθεση του διαδίδοντος να προξενήσει βλάβη στον θιγόμενο δεν απαιτείται. Η ζημία του βλαπτόμενου πρέπει να προήλθε αιτιωδώς από τη διάδοση ή την υποστήριξη των αναληθών ειδήσεων. γ) Κίνδυνος για την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον του προσώπου. Οι διαδιδόμενες αναληθείς ειδήσεις πρέπει επιπλέον να εκθέτουν αιτιωδώς και πραγματικώς σε κίνδυνο ένα από τα περιοριστικώς διαλαμβανόμενα στο πιο πάνω άρθρο αγαθά του φυσικού ή νομικού προσώπου. Δεν αρκεί η διαπίστωση ότι αφηρημένα είναι ικανές να εκθέσουν σε κίνδυνο τα εν λόγω αγαθά. Ως πίστη του προσώπου νοείται η καλή γνώμη και υπόληψη την οποία έχουν τρίτοι σχετικά με την οικονομική και επαγγελματική κατάσταση του φυσικού ή νομικού προσώπου. Ως μέλλον αυτού νοείται η οικονομική και επαγγελματική βελτίωση. Η πίστη, το μέλλον ή το επάγγελμα ενός προσώπου θεωρείται ότι βρίσκονται σε κίνδυνο, όταν δημιουργούνται δυσμενείς παραστάσεις σε τρίτους και ειδικότερα σε εκείνους με τους οποίους σχετίζεται κοινωνικά, οικονομικά ή επαγγελματικά. δ) Ζημία. Τελευταία, λοιπόν, προϋπόθεση για την ύπαρξη αξίωσης από το άρθρο 920 ΑΚ, είναι η απόδειξη ζημίας, η οποία προκαλείται αιτιωδώς από την έκθεση σε κίνδυνο ενός από τα πιο πάνω αγαθά (Βλ. ΑΠ 718/2017 ΤΝΠ NOMOS). Με βάση το άρθρο 920 ΑΚ ο θιγόμενος (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) μπορεί να ζητήσει χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αδικοπραξία κατά το άρθρο 932 ΑΚ. Ειδικότερα, τα νομικά πρόσωπα μπορούν να ζητήσουν αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, αν με την εις βάρος τους αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον. Για να γεννηθεί η αξίωση από την προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920 και 932 ΑΚ, θα πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται, δηλαδή, σε διάταξη που απαγορεύει συγκεκριμένη έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο, σε ποιο τμήμα του δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικά κολάσιμη πράξη, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 ΠΚ, όπως αυτές ισχύουν από την έναρξη ισχύος του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11.06.2019), δηλαδή από την 01.07.2019, με βάση τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 460 του ως άνω νομοθετήματος. Από τις παραπάνω διατάξεις, με τις οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται τα κατά της τιμής διαπραττόμενα αδικήματα, με τη βασική τριπλή διάκριση της εξύβρισης, δυσφήμησης και συκοφαντικής δυσφήμησης, συνάγεται ότι με αυτές προστατεύονται μόνο τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία είναι φορείς του έννομου αγαθού της τιμής, που θεμελιώνεται επί της ηθικής αξίας αυτού, καθώς και της υπόληψης που θεμελιώνεται επί της κοινωνικής αξίας αυτού, σε αντίθεση με τα νομικά πρόσωπα, που δεν είναι φορείς αυτών των έννομων αγαθών και συνεπώς δεν μπορούν να προσβληθούν κατά την τιμή και την υπόληψή τους. Με τις παραπάνω ποινικές διατάξεις δεν προστατεύονται τα νομικά πρόσωπα, ενώ ήδη μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω Ν. 4619/2019 και την κατάργηση του άρθρου 364 ΠΚ, δεν τυποποιείται ως αδίκημα ούτε η δυσφήμηση ανώνυμης εταιρίας, η οποία απολάμβανε ποινικής προστασίας, σε περίπτωση προσβολής της οικονομικής και επιχειρηματικής της οντότητας και βλάβης της εμπιστοσύνης του κοινού προς αυτήν. Επομένως, ως προς τα νομικά πρόσωπα απομένει η προστασία που παρέχουν οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920, 932 ΑΚ, και με βάση αυτές τα νομικά πρόσωπα μπορούν να ζητήσουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικώς το εμπορικό τους μέλλον (πρβλ. ΑΠ 718/2017, ό.π.). Εξάλλου, η αθέμιτη ανταγωνιστική πράξη μπορεί παράλληλα να είναι και αδικοπραξία, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προς τούτο προϋποθέσεις, οπότε δεν αποκλείεται και επιπλέον αξίωση για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η προσβολή, κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (Βλ. ΕΑ 1538/2009 ΤΝΠ NOMOS, ΜονΕΑ 68/2016, ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι η εδρεύουσα στον Π…………… Αττικής ενάγουσα εταιρία δραστηριοποιείται -μεταξύ άλλων- στον τομέα της εκμετάλλευσης και διαχείρισης σκαφών και στο πλαίσιο αυτό έχει αναλάβει δυνάμει σχετικής σύμβασης τη διαχείριση του υπό ελληνική σημαία σκάφους αναψυχής «…», πλοιοκτησίας της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «….». Ότι κατά τον αναφερόμενο στο δικόγραφο χρόνο καταρτίσθηκε σύμβαση ναύλωσης μεταξύ της ως άνω πλοιοκτήτριας του σκάφους «…» και του μη διαδίκου B. K., δυνάμει της οποίας η πρώτη εκναύλωσε το σκάφος της στο δεύτερο για ιδιωτική θαλάσσια περιήγηση κατά το χρονικό διάστημα από την 22.09.2018 έως την 29.09.2018. Ότι η εν λόγω ναύλωση καταρτίσθηκε με τη μεσολάβηση της εδρεύουσας στο G. Γερμανίας εναγόμενης εταιρίας, η οποία με την ιδιότητα της ναυλομεσίτριας είχε αναλάβει για λογαριασμό του ναυλωτή αφενός την εύρεση ιστιοπλοϊκού σκάφους, αφετέρου τη διευθέτηση όλων των οικονομικών ζητημάτων από τη σύμβαση ναύλωσης -μεταξύ των οποίων- και την πληρωμή του ναύλου, ο οποίος έπρεπε να καταβληθεί στην ενάγουσα, λόγω της ιδιότητάς της ως διαχειρίστριας του σκάφους. Ότι μετά τη λήξη της σύμβασης ναύλωσης ο ναυλωτής απευθύνθηκε στην εναγόμενη εταιρία διατυπώνοντας παράπονα για το ύψος των ποσών με τα οποία επιβαρύνθηκε, για την επισκευή ενός ιστίου της πλώρης (τζένοα), για τη μεταφορά του σκάφους από το λιμάνι της Λευκάδας σε αυτό της Κέρκυρας, όπου όφειλε ο ναυλωτής να είχε παραδώσει το σκάφος κατά τη λήξη της ναύλωσης, καθώς και για την οδική μεταφοράς του ναυλωτή και των λοιπών επιβατών από τη Λευκάδα στην Κέρκυρα. Ότι σε απάντηση η εναγόμενη εταιρία, διά του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος έχει την ιδιότητα του υπεύθυνου διαχειριστή στόλου, απέστειλε προς το ναυλωτή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο την από 03.10.2018 επιστολή, της οποίας το περιεχόμενο ενσωματώνεται αυτούσιο στο αγωγικό δικόγραφο. Ότι η δεύτερη εναγόμενη, διά του πρώτου εναγόμενου, υποστήριξε με την επιστολή ψευδείς ειδήσεις σε σχέση με την επιχείρηση της ενάγουσας, εν γνώσει της αναλήθειάς τους, με σκοπό την απόσπαση πελατείας. Ότι εξαιτίας της περιγραφόμενης συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου έχει πληγεί η επαγγελματική φήμη και η αξιοπιστία της ενάγουσας και αυτή έχει υποστεί ηθική βλάβη. Ότι η εναγόμενη εταιρία διά των οργάνων της εξακολουθεί να διαδίδει σε βάρος της ενάγουσας συκοφαντικούς ισχυρισμούς περί αντιεπαγγελματικής συμπεριφοράς. Με βάση το ιστορικό αυτό, με το προεκτεθέν περιεχόμενο, η ενάγουσα αιτείται, κατά την ορθή εκτίμηση του αιτητικού, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού των αγωγικών αιτημάτων με την εν μέρει τροπή από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223 εδ. β’, 295 παρ. 1 εδ. β’, 297 ΚΠολΔ), με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή: Α) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι με δικές τους δαπάνες να ανασκευάσουν διά του τύπου τις ψευδείς αναφορές τους εναντίον της ενάγουσας, δηλώνοντας σε δύο εφημερίδες πανελλήνιας κυκλοφορίας ότι η ενάγουσα είναι εταιρία αξιόπιστη, φερέγγυα και συνεπής στις υποχρεώσεις της έναντι των πελατών της. Β) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παύσουν και να παραλείπουν στο μέλλον τη διάδοση αναληθών ειδήσεων και ισχυρισμών σε βάρος της ενάγουσας. Γ) Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, εις ολόκληρον ο καθένας, να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Δ) Να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στην ενάγουσα, εις ολόκληρον ο καθένας, το επιπλέον ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Ε) Να απειληθεί σε βάρος του πρώτου εναγόμενου χρηματική ποινή, ύψους 5.000 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας έξι μηνών για κάθε παραβίαση της απόφασης που θα εκδοθεί.

Κατά το άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (εφεξής Κανονισμός Βρυξέλλες Ια), ο οποίος, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 66 παρ. 1, εφαρμόζεται ως προς όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. -πλην της Δανίας-στις αγωγές που ασκούνται επί αστικών και εμπορικών υποθέσεων κατά ή μετά την 10η Ιανουαρίου 2015, όταν ο εναγόμενος κατοικεί ή εδρεύει σε κράτος μέλος, «Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το άρθρο 24». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι ο κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας λόγω σιωπηρής παρέκτασης δεν τυγχάνει εφαρμογής, όταν ο εναγόμενος παρίσταται στη δίκη και προβάλλει αντιρρήσεις για τη δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου. Επίσης, ο παραπάνω κανόνας δεν εφαρμόζεται και όταν ο εναγόμενος όχι μόνο αμφισβητεί τη δικαιοδοσία, αλλά προβάλλει και ισχυρισμούς επί της ουσίας της διαφοράς. Δηλαδή, οι παραπάνω διατάξεις πρέπει να ερμηνευθούν κατά την έννοια ότι επιτρέπεται στον εναγόμενο όχι μόνο να αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία, αλλά και να προβάλει ταυτόχρονα επικουρικά ισχυρισμούς άμυνας επί της ουσίας, χωρίς να χάνει εξαιτίας τούτου το δικαίωμα προβολής της ένστασης έλλειψης δικαιοδοσίας. Όμως, η αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας, ακόμη και εάν δεν προηγήθηκε οποιουδήποτε αμυντικού ισχυρισμού επί της ουσίας, δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να έπεται χρονικά της ενέργειας με την οποία ο εναγόμενος λαμβάνει θέση επί της υπόθεσης και η οποία (ενέργεια) λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου [Βλ. σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών και του άρθρου 24 του Κανονισμού 44/2001, διατάξεων όμοιου περιεχομένου με το άρθρο 26 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, ΔΕΚ 24.6.1981 (Elephanten Schuh), 150/80, σκέψεις 15 – 17, ΔΕΚ 22.10.1981 (Rohr), 27/81, σκέψεις 7 – 8, ΔΕΕ 13.06.2013 (Goldbet Sportwetten), σκέψη 37, C-144/12, ΔΕΕ 27.02.2014 (Cartier parfums – lunettes), C-1/13, σκέψη 36, ΑΠ 1697/2013, ΕΠ 546/2006 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS]. Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι με τις προτάσεις τους ανέπτυξαν πλήρη άμυνα επί της ουσίας της υπόθεσης, χωρίς να αμφισβητήσουν τη διεθνή δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τούτου. Επομένως, εφόσον με τις προτάσεις τους, οι οποίες, με βάση το ελληνικό δικονομικό δίκαιο, αποτελούν την πρώτη πράξη άμυνας στο πλαίσιο δίκης τακτικής διαδικασίας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ, οι εναγόμενοι δεν πρόβαλαν ισχυρισμό περί έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, θεμελιώνεται διεθνής δικαιοδοσία και κατ’ επέκταση κατά τόπον αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου, λόγω σιωπηρής παρέκτασης, με βάση το άρθρο 26 του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε αμέσως παραπάνω.   Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Δικαστήριο τούτο έχει διεθνή δικαιοδοσία και είναι κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, που έχει στοιχεία αλλοδαπότητας, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγόμενων με την προσθήκη στις προτάσεις τους. Επιπλέον, το Δικαστήριο είναι καθ’ ύλην αρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής, με την οποία σωρεύονται μη αποτιμητές σε χρήμα αιτήσεις (άρθρα 7, 9, 12 παρ. 1, 13, 18 ΚΠολΔ), απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγόμενων, και είναι και λειτουργικά αρμόδιο λόγω της ναυτικής φύσης της ένδικης διαφοράς, η οποία, με βάση τα ιστορούμενα, έχει ως αιτία σύμβαση ναύλωσης (άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, 3 Α – Β περ. β’ Ν. 2172/1993). Εξάλλου, η αγωγή, με την οποία εισάγεται προς δικαστική επίλυση ιδιωτική διαφορά από σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, όπως προαναφέρθηκε, τυγχάνει ερευνητέα με βάση το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, προεχόντως, λόγω σιωπηρής συμφωνίας των διαδίκων για την εφαρμογή του, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 1 περ. α’ του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Ιουλίου 2007 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη ΙΙ), καθώς το ελληνικό δίκαιο επικαλείται προς θεμελίωση της αγωγής της η ενάγουσα, και, αντίστοιχα, τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου επικαλούνται οι εναγόμενοι προς αντίκρουση της αγωγής. Με βάση, λοιπόν, το εφαρμοστέο δικονομικό και ουσιαστικό ελληνικό δίκαιο, με το αγωγικό δικόγραφο προκύπτουν κατ’ αρχήν τα θεμελιωτικά στοιχεία της ενεργητικής νομιμοποίησης για τη συγκεκριμένη δίκη, δηλαδή ότι φορέας των ένδικων αξιώσεων είναι η ενάγουσα, ώστε η εκ μέρους των εναγόμενων σχετική αμφισβήτηση να μην συνιστά έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης, όπως οι ίδιοι υπολαμβάνουν, αλλά άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 11, 12 παρ. α’ Ν. 146/1914, 57, 59, 299, 340, 345, 346, 914, 919, 920, 922, 932 ΑΚ, εκτός από το σωρευόμενο αίτημα περί ανασκευής διά του τύπου των ψευδών αναφορών σε βάρος της ενάγουσας, το οποίο τυγχάνει μη νόμιμο και απορριπτέο, καθώς η επικαλούμενη προσβολή έχει ήδη συντελεστεί, επομένως, η εν λόγω αίτηση δεν συνιστά περιεχόμενο της αξίωσης προς άρση της προσβολής, ούτε όμως η διά του τύπου ανασκευή αποτελεί πρόσφορο μέσο ικανοποίησης, με βάση το άρθρο 59 ΑΚ, διότι, με βάση τα ιστορούμενα, η προσβολή έγινε με με επιστολή που εστάλη με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σε συγκεκριμένο αποδέκτη και όχι με δημοσίευμα. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, για το καταψηφιστικό αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (Βλ. το υπ’ αριθ. … e – παράβολο, σε συνδυασμό με το από 20.02.2019 αποδεικτικό ηλεκτρονικής πληρωμής μέσω … web), να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη.

I. Κατά το άρθρο 11 εδ. α’ έως δ’ του Ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού», «Ο προς τον σκοπόν ανταγωνισμού ισχυριζόμενος ή διαδίδων, όσον αφορά την εργασίαν ή επιχείρησιν ετέρου, το πρόσωπον του ιδιοκτήτου ή του διευθυντού αυτής, τα εμπορεύματα ή τας βιομηχανικάς εργασίας τρίτου, ειδήσεις δυνάμενες να βλάψωσι τας εργασίας της επιχειρήσεως ή την εμπορικήν πίστιν αυτού, υποχρεούται, εφ’ όσον τα διαδοθέντα δεν είναι κατά τρόπον ευαπόδεικτον αληθή, εις ανόρθωσιν της εις τον αδικηθέντα προσγενομένης ζημίας. Ο αδικηθείς δύναται προς τούτοις ν’ αξιώση την παράλειψιν της επαναλήψεως ή της περαιτέρω διαδόσεως των ανακριβειών. Προκειμένου όμως περί εμπιστευτικής ανακοινώσεως, διά την οποίαν ο πληροφορών ή ο προς ον η πληροφορία έχει εύλογον συμφέρον δύναται να ζητηθή η παράλειψις μόνον, εάν τα ανακοινωθέντα είναι αναληθή. Εάν δε ο πληροφορών εγνώριζεν η ώφειλε να γνωρίζη το αναληθές της ανακοινώσεως, υποχρεούται και εις ανόρθωσιν της τυχόν προσγενομένης ζημίας». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι ο εναγόμενος, σε βάρος του οποίου εγείρονται αξιώσεις λόγω ισχυρισμού ή διάδοσης βλαπτικών ειδήσεων προς το σκοπό ανταγωνισμού, μπορεί να επικαλεσθεί και να αποδείξει την αλήθεια των ισχυρισμών, και, κατά συνέπεια, να αποκλείσει την εφαρμογή των εδαφίων α’ και β’ του παραπάνω άρθρου. Επίσης, προς αντίκρουση της σχετικής αγωγής, ο εναγόμενος δύναται να επικαλεσθεί ότι επρόκειτο για εμπιστευτική ανακοίνωση που έγινε βάσει ευλόγου συμφέροντος του ίδιου του ανακοινώσαντος ή του αποδέκτη της εμπιστευτικής ανακοίνωσης, κατά τη διάταξη του εδαφίου γ’ του ως άνω άρθρου. Ως εμπιστευτική ανακοίνωση θεωρείται εκείνη για την οποία υπάρχει υποχρέωση εχεμύθειας που προβλέπεται από το νόμο, από τις ειδικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης, από ρητή συμβατική διάταξη ή από την ΑΚ 288, προκειμένου περί ενοχικής σχέσης. Το βάρος απόδειξης ως προς τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της πληροφορίας φέρει ο ανακοινώνων. Εφόσον πρόκειται για τέτοιες ανακοινώσεις για τις οποίες ο μεταδότης ή ο αποδέκτης της πληροφορίας έχει εύλογο συμφέρον, η αξίωση παράλειψης θεμελιώνεται μόνο αν τα ανακοινωθέντα είναι αναληθή, ενώ η αναλήθεια αποκλείει την επίκληση δικαιολογημένου συμφέροντος. Το βάρος απόδειξης της αναλήθειας φέρει ο προσβληθείς (Βλ. Μαρίνου Μιχ. – Θεοδ., Αθέμιτος Ανταγωνισμός, 2002, σελ. 195, αριθ. περιθ. 404 – 406). II. Η αξίωση του νομικού προσώπου για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 920, 932 ΑΚ, όταν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική του πίστη, η επαγγελματική του υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον αποκλείεται όταν η πράξη έγινε για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον, δηλαδή σε περίπτωση συνδρομής κάποιας από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ προϋποθέσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του δράστη τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα. Τούτο διότι οι διατάξεις του άρθρου 367 ΠΚ εφαρμόζονται, αναλογικά, για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 57 – 59 και 914 επ. ΑΚ, ώστε, όταν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας αυτών, αποκλείεται και το στοιχείο του παράνομου της επιζήμιας συμπεριφοράς, ως όρος της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου (Βλ. ΑΠ 718/2017, ό.π.). Από το άρθρο 367 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξύβρισης και της απλής δυσφήμησης αίρεται και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Κατ’ εξαίρεση, όμως, το αποτέλεσμα αυτό δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 367, και παραμένει η ευθύνη, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης, που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του και περιφρόνηση αυτού. Ειδικός σκοπός εξύβρισης υπάρχει στον τρόπο εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν κατ’ αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την ακριβή και πρέπουσα απόδοση των στοχασμών του προσβολέα, ο οποίος μολονότι τελούσε σε επίγνωση τούτου, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλει την τιμή και την υπόληψη του άλλου. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 367 παρ. 1 και 2 ΠΚ η συνδρομή δικαιολογημένου ενδιαφέροντος (όπως η διαφύλαξη – προστασία δικαιώματος) στο πρόσωπο του δράστη, η οποία αποτελεί λόγο άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης του, παρέχει βάση αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) αυτού, με την οποία αποκρούεται η αξίωση του παθόντος για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία προσβολής της τιμής και της υπόληψης του φυσικού προσώπου ή της εμπορικής πίστης, της επαγγελματικής υπόληψης και του εμπορικού μέλλοντος του νομικού προσώπου, ενώ η συνδρομή εκδηλώσεων και περιστάσεων από τη διάταξη του άρθρου 367 παρ. 2 ΠΚ παρέχει βάση αντένστασης προβαλλόμενη από τον παθόντα κατά της παραπάνω ένστασης του δράστη (Βλ. ΑΠ 1212/2018, ΑΠ 521/2018, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΑΠ 718/2017, ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή και, περαιτέρω, προς αντίκρουσή της, ισχυρίζονται με τις προτάσεις τους ότι η ένδικη επιστολή, που συντάχθηκε από τον πρώτο από αυτούς και εστάλη με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο σε συνεργάτη της δεύτερης, αποτελούσε εμπιστευτική ανακοίνωση, η οποία έλαβε χώρα από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και για τη διαφύλαξη των επαγγελματικών συμφερόντων της δεύτερης, κατά τα ειδικότερα ιστορούμενα με τις προτάσεις τους. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ισχυρισμός αυτός των εναγόμενων, που προβλήθηκε παραδεκτά με τις προτάσεις τους (άρθρο 237 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά το σκέλος που προβάλλεται ότι η ένδικη επιστολή αποτελούσε εμπιστευτική ανακοίνωση, είναι ορισμένος και νόμιμος μόνο ως προς τη σωρευόμενη βάση του αθέμιτου ανταγωνισμού ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ και 11 εδ. γ’ Ν. 146/1914, ενώ ως προς τις αδικοπρακτικές βάσεις των άρθρων 914, 919, και 920 ΑΚ είναι μη νόμιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι αφενός για την εφαρμογή του άρθρου 920 ΑΚ αρκεί οι αναληθείς ειδήσεις να έχουν υποστηριχθεί προς τρίτο, έστω και ως εμπιστευτική ανακοίνωση [Βλ. Γεωργιάδη Α. (-Γεωργιάδη Γ.), Σ.Ε.Α.Κ., άρθρο 920, σελ. 1861, αριθ. περιθ. 4], ενώ για την εφαρμογή των άρθρων 914 και 919 δεν ασκεί οποιαδήποτε επιρροή. Κατά το σκέλος που προβάλλεται η συνδρομή δικαιολογημένου ενδιαφέροντος, ο ως άνω ισχυρισμός είναι ορισμένος και νόμιμος ως προς τις σωρευόμενες βάσεις από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 919 και 920 ΑΚ ερειδόμενος στις διατάξεις του άρθρου 262 παρ. 1 ΚΠολΔ, καθώς και του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ’ ΠΚ, το οποίο για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη δεύτερη νομική σκέψη που παρατέθηκε αμέσως παραπάνω. Πρέπει, επομένως, ο ως άνω ισχυρισμός των εναγόμενων να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Από την υπ’ αριθ. …/14.03.2019 ένορκη βεβαίωση του Ι. Χ. του Θ., που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων, κατά το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (Βλ. τις υπ’ αριθ. …’/08.03.2019 και …’/08.03.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών, Ι. Μ.), από την υπ’ αριθ. …/12.04.2019 ένορκη βεβαίωση του Σ. Π. του Ιωάννη ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αλεξάνδρας Αλεξοπούλου, καθώς και την υπ’ αριθ. …/10.04.2019 ένορκη βεβαίωση του Π. Μ. του Γ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Κορίνθου Ευγενίας Σώκου – Τέσση, που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγόμενων, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων, κατά το άρθρο 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (Βλ. την υπ’ αριθ. …’/05.04.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Πρωτοδικείου Πειραιώς Κ. Κ.), από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι -μεταξύ των οποίων- α) το από 03.10.2018 μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το οποίο δεν αποτελεί παράνομο αποδεικτικό μέσο, απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγομένων, διότι η συνταγματικά κατοχυρωμένη με το άρθρο 19 Σ. προστασία του απορρήτου λήγει μόλις ο παραλήπτης του μηνύματος λάβει γνώση του περιεχομένου του, ενώ η εν λόγω αλληλογραφία κρίνεται αποκλειστικά συνδεδεμένη με την επιχειρηματική δραστηριότητα των διαδίκων και δεν εμπίπτει στην έννοια της ιδιωτικής ζωής του άρθρου 9 Σ., ούτε σ’ αυτήν των προσωπικών δεδομένων του άρθρου 9Α Σ., σε συνδυασμό με το άρθρο 2 Ν. 2472/1997 «προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (πρβλ. ΟλΑΠ 1/2017 ΤΝΠ NOMOS), και β) τα έγγραφα που έχουν συνταχθεί στην αγγλική γλώσσα και τη γερμανική γλώσσα και προσάγονται από τους εναγόμενους χωρίς μετάφραση στην ελληνική (Σχετικά 2.1 – 2.18, 6, 18 – 23), τα οποία, ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, εκτιμώνται ελεύθερα, κατά το άρθρο 340 παρ. 1 εδ. β’ ΚΠολΔ (πρβλ. ΜονΕΠ 256/2014 ΤΝΠ NOMOS), καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εδρεύουσα στον Π……………. Αττικής ενάγουσα εταιρία, που συστήθηκε κατά τις διατάξεις του Ν. 3182/2003, δραστηριοποιείται στον τομέα του θαλάσσιου τουρισμού, με αντικείμενο της εμπορικής της δραστηριότητας την εκμετάλλευση και διαχείριση πλοίων αναψυχής, διατηρώντας κατά την τουριστική περίοδο βάσεις στην Αθήνα, την Κέρκυρα και τη Λευκάδα. Πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας εταιρίας είναι ο Ι. Τ. του Η.. Η εδρεύουσα στο Γ. Γερμανίας εναγόμενη εταιρία, που έχει συσταθεί κατά τους τύπους του γερμανικού δικαίου, έχει, επίσης, αντικείμενο της δραστηριότητάς της την εκμετάλλευση και διαχείριση σκαφών αναψυχής, διατηρώντας κατά την τουριστική περίοδο κύρια βάση στη Μαρίνα Α.. Κατά τους κρίσιμους για την παρούσα υπόθεση χρόνους ο πρώτος εναγόμενος απασχολούνταν ως υπεύθυνος διαχείρισης στόλου (fleet manager) της εναγόμενης εταιρίας, γεγονός που συνομολογείται από τους διαδίκους. Οι παραπάνω εταιρίες τελούν σε σχέση ανταγωνισμού, διότι κινούνται στην ίδια αγορά, από άποψη τόπου και παροχής υπηρεσιών, καθώς τα σκάφη που εκμεταλλεύονται, προσφέρονται προς ναύλωση στην Ελλάδα, με σκοπό την ιδιωτική θαλάσσια περιήγηση. Η εναγόμενη από το έτος 2017 ξεκίνησε να συνεργάζεται με άλλες εταιρίες που δραστηριοποιούνταν στον ίδιο χώρο -μεταξύ των οποίων και η ενάγουσα- στις οποίες προωθούσε πελάτες, όταν η ίδια δεν είχε διαθέσιμα σκάφη προς ναύλωση. Στις περιπτώσεις αυτές η εναγόμενη ενεργούσε ως ναυλομεσίτρια, παρείχε, δηλαδή, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής, που ανερχόταν σε ποσοστό 10% επί του ναύλου, υπηρεσίες μεσολάβησης για την κατάρτιση των συμβάσεων ναύλωσης. Στο πλαίσιο της εμπορικής συνεργασίας μεταξύ των δύο εταιριών, με τη μεσολάβηση της εναγόμενης καταρτίζονταν συμβάσεις ναύλωσης των σκαφών αναψυχής «…», οίκου Beneteau, τύπου Cyclades 50.5, και «…», οίκου Jeanneau, τύπου Sun Odyssey 419, ιδιοκτησίας της ενάγουσας. Επίσης, με τη μεσολάβηση της εναγόμενης ναυλώθηκαν κατά το έτος 2018 τα σκάφη αναψυχής «…» και «…», του οίκου Jeanneau, τύπου Sun Odyssey, καθώς και το «…», οίκου Beneteau, τύπου Cyclades 50.5, ιδιοκτησίας της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «….», η οποία είναι παράλληλων οικονομικών συμφερόντων με την ενάγουσα εταιρία, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από την τελευταία, συναγόμενης έτσι ομολογίας της (άρθρο 261 εδ. β’ ΚΠολΔ). Με βάση τη συμφωνία τους, η εναγόμενη εταιρία εισέπραττε προκαταβολικά τους ναύλους από τους ναυλωτές, και τους απέδιδε στην ενάγουσα, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού που αντιστοιχούσε στη μεσιτική αμοιβή της. Μέχρι τον Σεπτέμβριο έτους 2018 η συνεργασία μεταξύ των παραπάνω διαδίκων εξελίχθηκε σε γενικές γραμμές ομαλά, και τον ίδιο μήνα, επειδή η εναγόμενη αδυνατούσε να καλύψει τη ζήτηση προς ναύλωση σκαφών από τους οίκους του εξωτερικού, με τους οποίους συνεργαζόταν, μεσολάβησε προκειμένου να καταρτισθούν οι ακόλουθες συμβάσεις ναύλωσης με εκναυλώτριες, αντίστοιχα, την ενάγουσα και την προαναφερόμενη μη διάδικο εταιρία, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, διατηρεί παράλληλα με την ενάγουσα οικονομικά συμφέροντα, και, ειδικότερα, με τη μεσολάβησή της καταρτίσθηκαν: α)  Η ναύλωση του σκάφους «…», ιδιοκτησίας της εταιρίας «….», για το χρονικό διάστημα από 17.00 της 22ης.09.2018 έως 09.00 της 29ης.09.2018, με λιμένα παράδοσης και παραλαβής του σκάφους την Κέρκυρα, β) Η ναύλωση του σκάφους «…», ιδιοκτησίας της εταιρίας «….», για το χρονικό διάστημα από 17.00 της 22ης.09.2018 έως 09.00 της 29ης.09.2018, με λιμένα παράδοσης και παραλαβής του σκάφους το Περιγιάλι, γ) Η ναύλωση του σκάφους «…», ιδιοκτησίας της εταιρίας «….», για το χρονικό διάστημα από 17.00 της 22ης.09.2018 έως 09.00 της 6ης.10.2018, με λιμένα παράδοσης και παραλαβής του σκάφους τη Λευκάδα, δ) Η ναύλωση του σκάφους «…», ιδιοκτησίας της ενάγουσας, για το χρονικό διάστημα από 17.00 της 8ης.09.2018 έως 09.00 της 29ης.09.2018, με λιμένα παράδοσης και παραλαβής του σκάφους το Περιγιάλι, και ε) Η ναύλωση του σκάφους «…», ιδιοκτησίας της ενάγουσας, για το χρονικό διάστημα από 17.00 της 29ης.09.2018 έως 09.00 της 13ης.10.2018, με λιμένα παράδοσης και παραλαβής του σκάφους τον Άλιμο Αττικής. Περαιτέρω, σε σχέση με την κρίσιμη για την παρούσα υπόθεση υπό στοιχείο α’ ναύλωση έλαβαν χώρα τα ακόλουθα περιστατικά: Ο ναυλωτής του σκάφους «…», B. K., έφτασε με τα υπόλοιπα μέλη της παρέας του στο λιμάνι της Κέρκυρας περί ώρα 11.00 της 22ης.09.2018, προκειμένου να παραλάβει το σκάφος. Εκεί ο υπεύθυνος της ενάγουσας εταιρίας που τον υποδέχθηκε, Ι. Κ., αρνήθηκε την επιβίβασή τους στο σκάφος, ισχυριζόμενος ότι εξακολουθεί να οφείλεται ναύλος. Ακολούθησαν τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ του πρώτου εναγόμενου και του νόμιμου εκπροσώπου της ενάγουσας, Ιωάννη Τσιμτσιλή, κατά τη διάρκεια των οποίων ο τελευταίος δήλωσε προς τον πρώτο ότι δεν επέτρεπε να επιβιβαστούν τα πληρώματα και των άλλων σκαφών που είχαν ναυλωθεί για την ίδια ημέρα (22.09.2018), λόγω μη πληρωμής του ναύλου.  Ο ως άνω εκπρόσωπος της ενάγουσας δεν πείσθηκε από τις προφορικές διαβεβαιώσεις του πρώτου εναγόμενου περί πληρωμής του ναύλου την προηγούμενη ημέρα, αμφισβήτησε τη γνησιότητα των αποδεικτικών πληρωμής που του απέστειλε η δεύτερη εναγόμενη με ηλεκτρονικό μήνυμα, και ζήτησε υπεύθυνη δήλωση από το νόμιμο εκπρόσωπο της δεύτερης εναγόμενης περί της γνησιότητας των αποδεικτικών πληρωμής, με θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής. Στο αίτημα αυτό ανταποκρίθηκε η δεύτερη εναγόμενη, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των προσαγόμενων αποδεικτικών πληρωμής,  που αφορούν ναύλους για τα σκάφη «…», «…», «…», επί των οποίων ο νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης εναγόμενης, Ε. Τ., έχει συντάξει ιδιοχείρως δήλωση περί της γνησιότητάς τους και η υπογραφή του θεωρήθηκε για το γνήσιο από το Α.Τ. Καμινίων – Νέου Φαλήρου (Βλ. Σχετικά 21 – 23 των εναγόμενων). Όμως, στη συνέχεια, ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας, προκειμένου να επιτρέψει να επιβιβαστούν τα πληρώματα στα σκάφη, ζήτησε επιπρόσθετα από τη δεύτερη εναγόμενη την καταβολή σε μετρητά του ποσού των 10.000 ευρώ, ως εγγύηση, αίτημα που δεν αποδέχθηκε ο πρώτος εναγόμενος. Τελικά, το ζήτημα που ανέκυψε έληξε περί ώρα 17.00 της ίδιας ημέρας, όταν ο ως άνω εκπρόσωπος της ενάγουσας επέτρεψε στα πληρώματα να επιβιβαστούν στα σκάφη. Ακολούθως, την 01.10.2018 η B. B., εκπρόσωπος του πολωνικού γραφείου ναύλωσης σκαφών αναψυχής «N.», το οποίο (γραφείο) διατηρεί πολυετή συνεργασία με τη δεύτερη εναγόμενη, προώθησε στον πρώτο εναγόμενο με ηλεκτρονικό μήνυμα την επιστολή του B. K., ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε είχε ναυλώσει το σκάφος «…» για το χρονικό διάστημα από 17.00 της 22ης.09.2018 έως 09.00 της 29ης.09.2018. Η ως άνω επιστολή έχει επί λέξει το ακόλουθο περιεχόμενο: «Θα ήθελα να παραπονεθώ για τις υπηρεσίες που σχετίζονται με τη ναύλωση του σκάφους 50.5 … στην Κέρκυρα την περίοδο 22 – 29.09.2018. Το πρόβλημα ξεκίνησε από την αρχή όταν μετά την άφιξή μας στην Κέρκυρα μας ειπώθηκε ότι δεν είχαμε πληρώσει για το σκάφος και δεν ήταν δυνατό να το παραλάβουμε. Ενώ εξηγούσαμε την κατάσταση, μας αντιμετώπισαν απροκάλυπτα ως ανέντιμους πελάτες που προσπαθούσαν να εξαπατήσουν την εταιρία και να υφαρπάξουν το γιωτ. Τη στιγμή που εξηγήθηκε η κατάσταση και ολόκληρο το πλήρωμα στεκόταν μπροστά στο σκάφος με αποσκευές και προμήθειες, ο άνθρωπος που μας μιλούσε (Ι. Κ. για λογαριασμό της G. C.), δήλωσε ότι η επιχείρησή του δεν ενδιαφέρεται για αυτόν το ναύλο, ότι δεν γνωρίζει την εταιρία H. Y. και ότι συνεπώς δεν μπορούμε να εισέλθουμε στο γιωτ. Ανεξάρτητα από τις απειλές ανάγκασα τον άνθρωπο να ξεκινήσει την προετοιμασία του σκάφους (check – in). Κατά τη διάρκεια της χρήσης του σκάφους, τα επόμενα ατυχήματα αποκαλύφθηκαν στο εξής, τα οποία όχι μόνο επηρέασαν την άνεση της ιστιοπλοΐας, αλλά επηρέασαν και την ασφάλειά μας. Κατεστραμμένη οροφή τύπου bimini, τα ηλεκτρονικά του γιωτ έπαψαν να λειτουργούν πρακτικά – εννοώ το πτερύγιο για τον καιρό, το ημερολόγιο, το ηχόμετρο…Ο οδηγός πλοήγησης GPS ήταν εξοπλισμένος με έναν μόνο χάρτη, του οποίου το επίπεδο ακρίβειας και λεπτομέρειας καθιστούσε πρακτικά αδύνατη την πλοήγηση. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αναγκαστήκαμε να χρησιμοποιήσουμε τις δικές μας συσκευές. Ο κύλινδρος της τζένοα ήταν επίσης χαλασμένος, πράγμα που τελικά μας εμπόδισε να τη διπλώσουμε σωστά, προκαλώντας ζημία. Πρακτικά, η κατάσταση του σκάφους, με ορισμένες εξαιρέσεις, πρέπει να θεωρηθεί ως μη ικανοποιητική. Στο τέλος, το χειρότερο ήταν η κατάσταση που προκλήθηκε από τον κ. Ι. Κ., ο οποίος μας πρότεινε τη λύση για την αντιμετώπιση της κατάστασης που σχετιζόταν με τις καιρικές συνθήκες. Την Πέμπτη, λόγω απρόβλεπτων καιρικών συνθηκών, προστατευθήκαμε στο λιμάνι της Λευκάδας. Όταν εξετάζαμε τα περαιτέρω βήματα, ο κ. Κ. μας πρόσφερε δύο λύσεις: 1. Είτε να συνεχίσουμε να πλέουμε προς την Κέρκυρα, πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο 2. Είτε να οργανώσει ο ίδιος τη μεταφορά μας στην Κέρκυρα, όπου το κόστος της μεταφοράς μας θα το αναλάμβανε η εταιρία του και το κόστος της μεταφοράς του γιωτ θα το αναλαμβάναμε εμείς. Έχοντας μπροστά μας μια τέτοια λύση και τις επικρατούσες συνθήκες στη θάλασσα, αποφασίσαμε να επιλέξουμε τη δεύτερη επιλογή. Για αυτό το λόγο καταβάλαμε 200 ευρώ για τη μεταφορά του σκάφους στην Κέρκυρα. Το πρωί η G. C. κάλεσε το αυτοκίνητο στις 9.30 μπροστά από το γιωτ. Αφού φτάσαμε στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας, ο οδηγός ζήτησε από εμάς να τον πληρώσουμε για τη μεταφορά. Όλη αυτή η κατάσταση, έχοντας κατά νου την προηγούμενη πρόταση και συμφωνία μας, μας εξέπληξε εντελώς. Συνεπώς, επικοινωνήσαμε με τον κ. Κ. της G. C., ο οποίος κατά τη διάρκεια της συζήτησης ανακάλεσε τις προηγούμενες υποσχέσεις και συμφωνία μας. Συνοψίζοντας, το σύνολο της κατάστασης και της όλης συνεργασίας με τον ιδιοκτήτη του γιωτ…Ναυλώσαμε ένα σκάφος με πολλά κρυμμένα ελαττώματα, με τρόπο που απέκλεισε το θέμα της ανάληψης του σκάφους και τελικά εξαπατηθήκαμε από τον υπάλληλο της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Αντιμέτωποι με τέτοιες καταστάσεις, ως πελάτες, έχουμε το δικαίωμα να ζητήσουμε αποζημίωση για το κόστος της ναύλωσης σκάφους και, σύμφωνα με την υπόσχεση που μας δόθηκε, να μας επιστραφεί το κόστος της μεταφοράς στην Κέρκυρα». Την 03.10.2018 ο πρώτος εναγόμενος απέστειλε με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο επιστολή προς το πολωνικό γραφείο «N.» με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Καταρχήν θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πλήρη έκθεση της κατάστασης. Όπως γνωρίζετε είμαστε κάτι παραπάνω από σοκαρισμένοι με αυτή τη σκανδαλώδη συμπεριφορά της G. C.! Παρόλο που είχαμε πληρώσει τα πάντα και ήταν όλα εντάξει (είχαμε και προηγούμενους ναύλους με τα σκάφη τους), ξαφνικά αυτοί αρνήθηκαν να μας δώσουν τα σκάφη. Ευγενικά σημειώστε ότι είχαμε τρεις ναύλους μαζί τους το συγκεκριμένο Σάββατο. Όχι μόνο μας είπαν ξαφνικά ότι δεν είχαν καθόλου πληρωμές (παρόλο που τους είχαμε στείλει όλες τις αποδείξεις πληρωμής και όλα πληρώθηκαν σωστά), αλλά μας εκβίασαν λέγοντας ότι πρέπει να τους δώσουμε 10.000 ευρώ σε μετρητά για να γίνουν οι ναύλοι. Έπαιζαν μαζί μας όλη τη μέρα προκαλώντας μας πολλά προβλήματα και τρομοκρατώντας τους πελάτες! Έχω ήδη αναφέρει αυτή την εταιρία στο ΜΚΚ την ίδια ημέρα, επειδή η συμπεριφορά αυτή δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητη. Προς ενημέρωσή σας για έναν άλλο ναύλο εκείνη την ημέρα πήραν τους πελάτες με μεταφορά και τους οδήγησαν σε άλλη μαρίνα χωρίς την άδεια των πελατών! Αυτή η εταιρία είναι τελείως αντιεπαγγελματική και επικίνδυνη. Εννοείται πως θα ενημερώσω όλους μας τους συνεργάτες να είναι προσεκτικοί με αυτή την εταιρία. Αν και δεν είναι πραγματικά δικό μας το λάθος αγαπητή B., λυπάμαι πολύ για την όλη κατάσταση. Ποτέ δεν σκέφτηκα ότι θα συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο σε εμάς. Φυσικά σταματήσαμε άμεσα να συνεργαζόμαστε με αυτή την εταιρία και τους ιδιοκτήτες. Ξέρετε ότι είμαστε μία πολύ σοβαρή και επαγγελματική οικογενειακή επιχείρηση και για μας η εξυπηρέτηση πελατών είναι το νούμερο 1. Εν συνεχεία εμείς θα προσφέρουμε στους πελάτες σας επιπλέον έκπτωση 10% για την επόμενη σεζόν, εάν επιλέξουν ένα από τα δικά μας σκάφη στην Αθήνα, για την ταλαιπωρία που τους προκλήθηκε. Παρακαλώ σημειώστε ότι όλα τα 41 σκάφη που προσφέρουμε στην Αθήνα ανήκουν στην εταιρία μας H. Y. και μπορούμε να εγγυηθούμε για την άριστη κατάσταση και εξυπηρέτηση. Επισυνάπτω το νέο κατάλογο τιμών 2019. Μετά από εσάς και εμάς θα μπορούσε να υπάρξει και άλλος πράκτορας με τα ίδια προβλήματα στο μέλλον, εάν κλείσει ένα από τα σκάφη τους». Στη συνέχεια, την 15.10.2018 το πολωνικό γραφείο προώθησε με ηλεκτρονικό μήνυμα προς τη δεύτερη εναγόμενη επιστολή του ναυλωτή, B. K., με την οποία αυτός διατύπωνε εκ νέου παράπονα για τις χρεώσεις που επιβλήθηκαν από την ενάγουσα εταιρία. Το περιεχόμενο της επιστολής αυτής έχει ως εξής: «Δυστυχώς, παρά την προηγούμενη αλληλογραφία, διαβεβαιώσεις και συμφωνίες με τον εκπρόσωπο της «G. C.», όλες οι προσπάθειες έπεσαν στο κενό. Για τον λόγο αυτό είμαι αναγκασμένος να σας γράψω ξανά, αυτή τη φορά με αίτημα επιστροφής όλων των ποσών που παράνομα κρατήθηκαν από την πιστωτική κάρτα του κ. B. O.. Επιτρέψτε μου να σας υπενθυμίσω – ο εκπρόσωπος της «G. C.» μας πρόσφερε λύση με τη μορφή μεταφοράς του πληρώματος από το λιμάνι της Λευκάδας στην Κέρκυρα. Επίσης, πρότεινε ότι το κόστος αυτής της μεταφοράς θα το αναλάμβανε η εταιρία του «G. C.». Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του σκάφους, καθώς και αργότερα στην Κέρκυρα, κατά τη διάρκεια της συνομιλίας με τον εκπρόσωπο της «G. C.», συμφωνήσαμε ότι η ζημία στο πανί του πλοίου (genoa) προκλήθηκε από δυσλειτουργία του κυλίνδρου (roller). Επιπλέον, στη συνάντηση στο λιμάνι της Λευκάδας, κανονίσαμε με τον υπεύθυνο για την επισκευή των πανιών ότι το πανί είναι ήδη παλιό (6 ετών) και ότι η ζημία μπορεί να επισκευαστεί. Το κόστος μίας τέτοιας επισκευής είναι 80 ευρώ/ώρα, ενώ ο χρόνος επισκευής θα ήταν περίπου τρεις ώρες. Αυτό μας δίνει ένα κόστος 240 ευρώ. Εντωμεταξύ, η κάρτα είχε χρεωθεί 1.520 ευρώ για την υποτιθέμενη επισκευή του πανιού και 220 ευρώ για τη μεταφορά του πληρώματος. Θα ήθελα να επιβεβαιώσω ότι όλες οι συμφωνίες με τους εκπροσώπους της G. C. επιβεβαιώνονται με γραπτά μηνύματα (SMS) στα κινητά μας. Ο εκπρόσωπος της G. C. μας διαβεβαίωσε ότι όλα τα έξοδα που σχετίζονται με τα χρήματα στην κάρτα θα προηγηθούν από την αποστολή τιμολογίων που θα γίνουν αποδεκτά από εμάς. Δεν χρειάζεται να προσθέσω ότι δεν συνέβη τίποτα από αυτά. Θα ήθελα να σημειώσω ότι η εταιρία G. C. κατά τη διάρκεια της σύμβασης ήταν υπεργολάβος/εκπρόσωπος της εταιρίας H. Y. και κατά τη γνώμη μας η H. Y. είναι και αυτή υπεύθυνη για τις ενέργειες των υπεργολάβων της. Ως εκ τούτου απευθύνουμε όλες τις αξιώσεις μας προς την εταιρία «H. Y.». Συνοψίζοντας: Μπροστά στη ληστεία που αντιμετωπίσαμε ως πελάτες της H. Y., ζητούμε την επιστροφή όλων των παρανόμως κρατηθέντων ποσών από την κάρτα του κ. B. O.. Εάν δεν υπάρξει απάντηση το αίτημά μας εντός 7 ημερών θα παραπέμψουμε την υπόθεση στο δικαστήριο, με σκοπό να ανακτήσουμε τα παρακρατηθέντα ποσά και να αποζημιωθούμε για την άθλια υπηρεσία που βιώσαμε από την αρχή της σύμβασης. Θα προσθέσω ότι κάνω ιστιοπλοΐα για πάνω από τριάντα χρόνια και ποτέ δεν έχω συναντήσει τέτοιο τρόπο αντιμετώπισης του θέματος. Ως εκ τούτου είμαι προσωπικά αποφασισμένος να λάβω όλα τα δυνατά μέτρα για την ικανοποίηση των αιτημάτων μας. Σας ζητώ μία πολύ σοβαρή αντιμετώπιση της επιστολής μου. Επισυνάπτω επιβεβαίωση για τη λήψη ποσών από την πιστωτική κάρτα». Ο δεύτερος εναγόμενος προώθησε στην ενάγουσα το παραπάνω ηλεκτρονικό μήνυμα, και μαζί με αυτό προώθησε, προφανώς από παραδρομή, την από 01.10.2018 ηλεκτρονική επιστολή που του είχε στείλει το πολωνικό γραφείο, καθώς και την από 03.10.2018 ηλεκτρονική επιστολή του ίδιου. Η ενάγουσα ισχυρίζεται -μεταξύ άλλων- ότι η ενέργεια του πρώτου εναγόμενου, δηλαδή η αποστολή της από 03.10.2018 επιστολής του με το προεκτεθέν περιεχόμενο, αποτελεί αθέμιτη πράξη ανταγωνισμού. Ωστόσο, εν προκειμένω, παρόλο που υφίσταται σχέση ανταγωνισμού μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης, διότι αυτές κινούνται στην ίδια αγορά, από άποψη τόπου και παροχής υπηρεσιών, όπως προαναφέρθηκε, και παρά το γεγονός ότι η ενέργεια του πρώτου εναγόμενου κρίνεται ως αντικειμενικά πρόσφορη να εξυπηρετήσει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, η εν λόγω συμπεριφορά, αξιολογούμενη στο πλαίσιο εντός του οποίου εκδηλώθηκε, λαμβάνοντας υπόψη και το σύνολο των περιστάσεων που τη συνόδευαν, κρίνεται ότι δεν αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, όπως η νομική αυτή έννοια διαμορφώνεται στο πεδίο του αθέμιτου ανταγωνισμού, δηλαδή, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις αντιλήψεις όχι μόνο της κοινωνικής ηθικής, αλλά, κυρίως, με βάση τις οικονομικές και τις λοιπές συνθήκες λειτουργίας της συγκεκριμένης αγοράς (Βλ. ΑΠ 991/2014, ό.π.). Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πρώτος εναγόμενος απηύθυνε την από 03.10.2018 επιστολή του προς το πολωνικό γραφείο ναύλωσης σκαφών αναψυχής «N.», το οποίο διατηρεί πολυετή συνεργασία με την συνεναγόμενη εταιρία, σε απάντηση της από 01.10.2018 επιστολής, με την οποία διατυπώθηκαν παράπονα από το ναυλωτή του σκάφους «…» για τις υπηρεσίες που του παρασχέθηκαν κατά τη διάρκεια της ναύλωσης, η εν λόγω συμπεριφορά, χωρίς τη συνδρομή άλλων ειδικών περιστάσεων, δεν αποτελεί καθ’ εαυτή αθέμιτη ανταγωνιστική πράξη, αντικείμενη στη ρήτρα περί αθέμιτου ανταγωνισμού του άρθρου 1 Ν. 146/1914, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων των ενάντια υποστηριζόμενων από την ενάγουσα. Περαιτέρω, η ως άνω ενέργεια του πρώτου εναγόμενου, δηλαδή η αποστολή του από 03.10.2018 ηλεκτρονικού μηνύματος προς το πολωνικό γραφείο ναύλωσης σκαφών αναψυχής, με το οποίο ισχυρίσθηκε ειδήσεις για την ενάγουσα, δεν έγινε με σκοπό ανταγωνισμού, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα, διότι η εναγόμενη εταιρία ήδη διατηρούσε πολυετή συνεργασία με τον αποδέκτη του μηνύματος – γραφείο ναύλωσης σκαφών. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η εν λόγω ενέργεια έλαβε χώρα, προκειμένου η εναγόμενη εταιρία, διά του πρώτου εναγόμενου, να δικαιολογηθεί έναντι του πολωνικού γραφείου για την υπόδειξη και μεσολάβησή της στην κατάρτιση της σύμβασης ναύλωσης του σκάφους «…», για την οποία (ναύλωση) διατυπώθηκαν παράπονα. Σε αντίθετη κρίση, δηλαδή στην κρίση ότι η ως άνω ενέργεια έγινε με πρόθεση ανταγωνισμού, δεν δύναται να οδηγηθεί το Δικαστήριο μόνο από το γεγονός ότι με την ίδια επιστολή η εναγόμενη εταιρία, διά του πρώτου εναγόμενου προσφέρει επιπλέον έκπτωση 10% για την επόμενη σεζόν, διότι η παροχή της έκπτωσης αυτής δεν ενέχει πρόθεση ανταγωνισμού έναντι της ενάγουσας, αλλά έγινε για τη διατήρηση της μέχρι τότε καλής εμπορικής συνεργασίας μεταξύ της εναγόμενης εταιρίας και του πολωνικού γραφείου ναύλωσης σκαφών. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η αγωγική βάση που θεμελιώνεται στα άρθρα 1 και 11 Ν. 146/1914. Κατόπιν τούτων, παρέλκει και η έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας της κατά το άρθρο 11 εδ. γ’ Ν. 146/1914 ένστασης των εναγόμενων ότι το περιεχόμενο της από 03.10.2018 επιστολής αποτελούσε εμπιστευτική ανακοίνωση. Εξάλλου, η ενάγουσα, η οποία φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης, δεν απέδειξε ότι οι ειδήσεις που ισχυρίσθηκε ο πρώτος εναγόμενος με την από 03.10.2018 ηλεκτρονική επιστολή του είναι αναληθείς, καθώς τόσο από την υπ’ αριθ. …/2019 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ενάγουσας, Ι. Χ., όσο και από τα έγγραφα που προσάγει με επίκληση η ενάγουσα δεν αποδεικνύεται ο,τιδήποτε σχετικό. Αντίθετα, ανταποδείχθηκε από τους εναγόμενους ότι οι ειδήσεις που περιλαμβάνονται στην από 03.10.2018 ηλεκτρονική επιστολή, δηλαδή τα αναφερόμενα στην επιστολή περιστατικά και καταστάσεις είναι αληθή. Ειδικότερα, από τις υπ’ αριθ. …/12.04.2019 και …/10.04.2019 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγόμενων, Σ. Π. και Π. Μ., για την αξιοπιστία των οποίων το Δικαστήριο δεν έχει λόγο να αμφιβάλλει, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων αιτιάσεων της ενάγουσας με την προσθήκη στις προτάσεις της, σε συνδυασμό με τα από 01.10.2018 και 26.12.2018 μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, προκύπτει ότι τα περιστατικά είναι αληθή. Συγκεκριμένα, είναι αληθή τα ακόλουθα περιστατικά: Α) Ότι παρόλο που οι ναύλοι για τις ναυλώσεις που ξεκινούσαν την 22.09.2018 είχαν καταβληθεί από την εναγόμενη εταιρία στην ενάγουσα την προηγούμενη ημέρα, η ενάγουσα, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, αρνήθηκε την επιβίβαση των πληρωμάτων επί των σκαφών μέχρι ώρα 17.00 της 22ης.09.2018. Β) Ότι η ενάγουσα, διά του νόμιμου εκπροσώπου της, αμφισβήτησε την πληρωμή των ναύλων και ζήτησε από την εναγόμενη εταιρία, ως εγγύηση, το ποσό των 10.000 ευρώ σε μετρητά, προκειμένου να εκτελεσθούν οι συμβάσεις ναύλωσης. Γ) Ότι ο ναυλωτής του σκάφους «…», παρόλο που με βάση τη σύμβαση ναύλωσης θα παραλάμβανε το σκάφος από τη μαρίνα Λευκάδας, οδηγήθηκε για την παραλαβή του στο Περιγιάλι Λευκάδας. Με βάση τα παραπάνω, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι οι ειδήσεις που περιλαμβάνονται στο από 03.10.2018 ηλεκτρονικό μήνυμα του πρώτου εναγόμενου είναι αναληθείς, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες οι αγωγικές βάσεις του άρθρου 12 Ν. 146/1914, καθώς και η βάση του άρθρου 920 ΑΚ. Εξάλλου, οι ένδικες αγωγικές αξιώσεις δεν μπορούν να θεμελιωθούν ούτε στη διάταξη του άρθρου 919 ΑΚ, διότι ο πρώτος εναγόμενος με την από 03.10.2018 επιστολή του, που απευθυνόταν σε συνεργάτη της δεύτερης εναγόμενης, εξέφρασε την αποδοκιμασία του σε έντονο ύφος για ζητήματα που ανέκυψαν σε σχέση με τις ναυλώσεις, χωρίς να αποδεικνύεται ότι ο ίδιος γνώριζε ότι η συμπεριφορά του αυτή ήταν δυνατόν να προκαλέσει ζημία στην ενάγουσα. Ούτε, όμως, οι ένδικες αξιώσεις μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, διότι εν προκειμένω υφίσταται νόμιμος λόγος άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης του δεύτερου εναγόμενου, με βάση το άρθρο 367 παρ. 1 περ. γ’ ΠΚ. Ειδικότερα, εν προκειμένω αποδεικνύεται ότι οι κρίσεις και οι εκδηλώσεις του πρώτου εναγόμενου, που περιλαμβάνονται στην από 03.10.2018 ηλεκτρονική επιστολή που απηύθυνε σε συνεργάτη της συνεναγόμενης εταιρίας, κατόπιν διατύπωσης παραπόνων, έγιναν από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, για την προστασία της φήμης και του κύρους της εναγόμενης εταιρίας, καθώς και για την προστασία της εναγόμενης εταιρίας από τυχόν μελλοντικές αξιώσεις του ναυλωτή που διατύπωσε παράπονα σε βάρος της. Επομένως, γενομένης δεκτής και ως ουσιαστικά βάσιμης της εκ του άρθρου 367 παρ. 1 περ. γ’ ΠΚ ένστασης των εναγόμενων, ως προς την οποία δεν προβλήθηκε με την προσθήκη στις προτάσεις, ούτε όμως καθ’ υποφορά με το αγωγικό δικόγραφο ή τις προτάσεις, αντένσταση κατά το άρθρο 367 παρ. 2 ΠΚ από την ενάγουσα, ο πρώτος εναγόμενος δεν τέλεσε, κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, παράνομη πράξη σε βάρος της ενάγουσας. Συνακόλουθα, εφόσον η εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 57 και 59 ΑΚ προϋποθέτει παράνομη συμπεριφορά, δηλαδή συμπεριφορά που αντίκειται σε οποιονδήποτε κλάδο του δικαίου, και εν προκειμένω δεν θεμελιώνεται παράνομη συμπεριφορά, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και η αγωγική βάση που θεμελιώνεται στις ως άνω διατάξεις.

Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, πρέπει η ενάγουσα λόγω της ήττας της να υποχρεωθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγόμενων, κατά παραδοχή και ως βάσιμου του σχετικού αιτήματος των τελευταίων (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63 παρ. 1 (i) α’, 68 παρ. 1 Κώδικα Δικηγόρων), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγόμενων, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την ….12.2019 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριo του Δικαστηρίου τούτου την …12.2019, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ