ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα Ναυτικών Διαφορών
Αριθμός απόφασης 3989/2019
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τακτική Διαδικασία
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ιωάννη Μαλλούχο, Προέδρο Πρωτοδικών, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, Ευαγγελία Μπέλλου, Πρωτοδίκη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Σεβαστή Ανδριανίδου.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 24η Σεπτεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) Δ. Κ. του Θ., με Α.Φ.Μ. … κατοίκου Χ. ( Α. . 90), και 2) Χ. Α. Χ., με Α.Φ.Μ. … κατοίκου Α. Ρ., που εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Άννα Κοντοσέα (ΑΜΔΣΠ 3643), η οποία προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Εταιρίας με την επωνυμία «… που εδρεύει στον ……… (οδός Κ. . 116) και εκπροσωπείται νόμιμα, που εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Εμμανουήλ Γρηγοράκη (ΑΜΔΣΜυτ …), ο οποίος προσκόμισε το υπ’ αριθ. … γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς.
Οι καλούντες – ενάγοντες ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 01.06.2016 με Γ.Α.Κ. 2836/2016 και με Ε.Α.Κ. 1571/2016 αγωγή τους, που προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του παραπάνω δικαστηρίου κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – εργατικών διαφορών, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2495/2017 οριστική απόφαση, με την οποία το δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο προς εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο. Ακολούθως, κατόπιν της από 21.12.2017 με Γ.Α.Κ. 13809/2017 και με Ε.Α.Κ. 6854/2017 κλήσης των εναγόντων, μετά το πέρας των προθεσμιών που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, με πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, η αγωγή συζητήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 29ης.05.2018, και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1651/2019 απόφαση, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να συμπληρωθεί η έλλειψη της πληρεξουσιότητας του δικηγόρου της εναγόμενης, τασσομένης προθεσμία εξήντα ημερών από την επίδοση της απόφασης για την συμπλήρωση της έλλειψης. Ήδη, με την από 14.05.2019 με Γ.Α.Κ. 4634/2019 και με Ε.Α.Κ. 2293/2019 κλήση των εναγόντων, η αγωγή επανεισάγεται προς συζήτηση στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το πινάκιο και συζητήθηκε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 46 εδ. α’ και β’ ΚΠολΔ, «Αν το δικαστήριο δεν είναι καθ’ ύλην ή κατά τόπον αρμόδιο, αποφαίνεται γι’ αυτό αυτεπαγγέλτως και προσδιορίζει το αρμόδιο δικαστήριο, στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν τελεσιδικήσει, είναι υποχρεωτική, τόσο για την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου που παρέπεμψε, όσο και για την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή». Κατά την προκριτέα από το παρόν Δικαστήριο άποψη, από τη διάταξη του εδαφίου β’ του παραπάνω άρθρου συνάγεται ότι η δέσμευση του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή δεν αποκλείει, χωρίς να δημιουργεί δικονομικό απαράδεκτο, την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο της παραπομπής, στο οποίο αυτοδικαίως έχει μετατεθεί η εκκρεμοδικία, πριν από την τελεσιδικία της απόφασης παραπομπής. Επομένως, το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή και εισάγεται προς συζήτηση η υπόθεση μπορεί να αποφανθεί για τη δική του αρμοδιότητα και, ακόμη, όχι μόνο να δικάσει την υπόθεση, αλλά και να την αναπέμψει στο δικαστήριο που την παρέπεμψε καθώς και να την παραπέμψει περαιτέρω σε άλλο δικαστήριο (Βλ. ΕΠ 59/2016, ΕΘ 168/2012, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 221 παρ. 1 και 222 ΚΠολΔ συνάγεται ότι με την άσκηση της αγωγής, η κατάθεσή της συνεπάγεται εκκρεμοδικία, λόγω της οποίας αναστέλλεται η εκδίκαση άλλης αγωγής, για την ίδια επίδικη διαφορά μεταξύ των ίδιων διαδίκων, που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα. Η εκκρεμοδικία που δημιουργήθηκε με την άσκηση της αγωγής παύει με την έκδοση οριστικής απόφασης, με την οποία περατώνεται η δίκη. Όμως, σε περίπτωση έκδοσης παραπεμπτικής λόγω αρμοδιότητας απόφασης η εκκρεμοδικία δεν παύει, αλλά αντίθετα διατηρείται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 46 και 221 παρ. 1 ΚΠολΔ, διότι, παρόλο που η περί παραπομπής απόφαση είναι οριστική, η διαφορά εξακολουθεί να είναι εκκρεμής στο δικαστήριο της παραπομπής, δηλαδή η εκκρεμοδικία μετατίθεται αυτοδικαίως από το αναρμόδιο στο αρμόδιο δικαστήριο, με αποτέλεσμα να διατηρούνται και μετά την παραπομπή οι συνέπειες από την άσκηση της αγωγής (Βλ. ΕΠ 157/2009, ΕΠατρ 43/2009, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ NOMOS, ΕΘ 575/1990 ΕλλΔνη 31.1331). Εξάλλου, από τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 46 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 513 παρ. 1 περ. α’ του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η παραπεμπτική απόφαση είναι οριστική και υπόκειται σε έφεση, πλην όμως τόσο η προθεσμία, όσο και η άσκηση της έφεσης αναστέλλουν μόνο τη δεσμευτικότητα της διαπλαστικής ενέργειας της περί παραπομπής απόφασης και όχι τη μετάθεση της εκκρεμοδικίας ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, η οποία γίνεται αυτομάτως με την έκδοση της απόφασης (άρθρο 46 εδ. γ’ ΚΠολΔ). Γι’ αυτό η κλήση προς συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής πριν από την τελεσιδικία της παραπεμπτικής απόφασης δεν είναι απαράδεκτη, αλλά, απλώς το δικαστήριο δεν δεσμεύεται ακόμη να δεχθεί την ύπαρξη αρμοδιότητάς του (Βλ. ΕΚρ 502/1991 Αρμ 1992.743). Τέλος, η έλλειψη τελεσιδικίας της περί παραπομπής απόφασης προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον από τον εναγόμενο, όταν το δικαστήριο διέταξε την παραπομπή κατά παραδοχή σχετικής ένστασής του [Βλ. ΕΑ 4322/1995 Δ 1996.1186, 1187, Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία Ι, αριθ. 9, σελ. 147, Απαλαγάκη Χ. (-Μπαλογιάννη Ε./Πετροπούλου Π), Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 46, αριθ. περιθ. 6, σελ. 163]. Στην προκειμένη περίπτωση νόμιμα επανεισάγεται για συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 14.05.2019 με Γ.Α.Κ. 4634/2019 και με Ε.Α.Κ. 2293/2019 κλήση των εναγόντων, η από 01.06.2016 με Γ.Α.Κ. 2836/2016 και με Ε.Α.Κ. 1571/2016 αγωγή τους, που είχε συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο της 29ης.05.2018, κατόπιν έκδοσης της υπ’ αριθ. 1651/2019 απόφασης, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης, προκειμένου να συμπληρωθεί η έλλειψη της πληρεξουσιότητας του δικηγόρου της εναγόμενης, τάσσοντας προθεσμία εξήντα ημερών από την επίδοσή της για την συμπλήρωση της έλλειψης. Ήδη, όπως προκύπτει από τη μελέτη του φακέλου της δικογραφίας, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εναγόμενης, Εμμανουήλ Γρηγοράκης, κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο από το βιβλίο πρακτικών του υπ’ αριθ. … πρακτικού συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης, το οποίο φέρει βεβαίωση γνησίου υπογραφής από αρμόδια αρχή, με το οποίο παρέχεται η πληρεξουσιότητα στον παραπάνω δικηγόρο να την εκπροσωπήσει στην παρούσα δίκη και εγκρίνεται κάθε προηγούμενη διαδικαστική ενέργειά του σε σχέση με αυτήν. Επομένως, εφόσον συμπληρώθηκε η έλλειψη της πληρεξουσιότητας, και, μάλιστα εντός της προθεσμίας που έταξε η προαναφερόμενη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, καθώς αντίγραφο της απόφασης επιδόθηκε με επιμέλεια των εναγόντων στην εναγόμενη την 29.05.2019 (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, Α. Α.), και το παραπάνω έγγραφο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 26.07.2019, πρέπει να θεωρηθούν έγκυρες οι διαδικαστικές πράξεις που διενεργήθηκαν από τον παραπάνω πληρεξούσιο δικηγόρο της εναγόμενης, μεταξύ των οποίων και η κατάθεση των από 30.03.2018 προτάσεων κατά την αρχική δίκη. Περαιτέρω, η από 01.06.2016 αγωγή των εναγόντων παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο, διότι δεν δημιουργείται δικονομικό απαράδεκτο για τον λόγο ότι δεν έχει τελεσιδικήσει η υπ’ αριθ. 2495/2017 παραπεμπτική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών – εργατικών διαφορών), ενώ η έλλειψη τελεσιδικίας της παραπεμπτικής απόφασης προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον από την εναγόμενη, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προγήθηκε, διότι όπως προκύπτει από την επισκόπηση της παραπεμπτικής απόφασης και των προτάσεων που κατέθεσε η ως άνω διάδικος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το παραπάνω δικαστήριο διέταξε την παραπομπή κατά παραδοχή της σχετικής ένστασης που υποβλήθηκε. Εξάλλου, ενόψει του ότι η άσκηση της έφεσης αναστέλλει μόνο τη δεσμευτικότητα της διαπλαστικής ενέργειας της περί παραπομπής απόφασης και όχι τη μετάθεση της εκκρεμοδικίας ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής, η οποία γίνεται αυτομάτως με την έκδοση της απόφασης, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη, ο ισχυρισμός του εναγόμενου περί εκκρεμοδικίας, λόγω άσκησης της από 28.03.2018 έφεσης κατά της παραπεμπτικής απόφασης, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος.
Τα ναυτικά προνόμια επί πλοίου, που ρυθμίζονται στο ελληνικό δίκαιο με τις διατάξεις των άρθρων 205 έως 209 ΚΙΝΔ, αποτελούν νόμιμα ενέχυρα, τα οποία συνιστώνται ex lege για την εξασφάλιση ορισμένης απαίτησης που πηγάζει από την οικονομική εκμετάλλευση του πλοίου, ανεξάρτητα από το εάν οφειλέτης της απαίτησης είναι ο κύριος του πλοίου ή τρίτος που το εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό (δικαίωμα παρεπόμενο και μη προσωποπαγές). Το άρθρο 205 περ. β’ ΚΙΝΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 214 του Ν. 4072/2012 (ΦΕΚ Α’ 86/11-04-2012), προβλέπει ότι στη δεύτερη τάξη των προνομιούχων απαιτήσεων επί του πλοίου κατατάσσονται –μεταξύ άλλων- οι απαιτήσεις του πληρώματος που πηγάζουν από τη σύμβαση εργασίας, ενώ κατά το άρθρο 207 του ίδιου Κώδικα: «Όταν εκποιηθεί το πλοίο συμβατικά, το προνόμιο εξακολουθεί να υφίσταται, εφόσον με απόφαση δικαστηρίου αναγνωρισθεί έναντι αυτού που απόκτησε το πλοίο, κατόπιν σχετικής αγωγής η οποία εγείρεται μέσα σε αποσβεστική προθεσμία τριών μηνών από την εγγραφή της εκποιητικής σύμβασης στο νηολόγιο. Προκειμένου περί προνομιούχων απαιτήσεων από τη σύμβαση εργασίας του πλοιάρχου και του πληρώματος, καθώς και των από την ναυτολόγηση αυτών δικαιωμάτων του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, η ανωτέρω αποσβεστική προθεσμία ορίζεται σε ένα έτος». Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι το ναυτικό προνόμιο που απολαμβάνουν οι απαιτήσεις των μελών του πληρώματος από την εργασία που παρείχαν στο πλοίο δεν αποσβέννυται όταν σε περίπτωση συμβατικής εκποίησής του, αλλά εξακολουθεί να ισχύει έναντι του αποκτήσαντος το πλοίο. Τούτο γίνεται είτε με την απευθείας επιβολή αναγκαστικής κατάσχεσης στο μεταβιβασθέν πλοίο είτε με την έγερση αγωγής αναγνώρισης του προνομίου ενώπιον των δικαστηρίων εντός της οριζόμενης αποσβεστικής προθεσμίας, στην περίπτωση που οι ως άνω προνομιούχοι δανειστές δεν έχουν εκτελεστό τίτλο κατά του εκποιήσαντος το πλοίο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το ναυτικό προνόμιο εξοπλίζεται με εξουσία παρακολούθησης, και παρόλο που η δικαστική αναγνώριση του ναυτικού προνομίου δεν καθιστά τον αποκτήσαντα συμβατικά το πλοίο προσωπικό οφειλέτη της προνομιούχου απαίτησης, επέρχονται τα αποτελέσματα της αναλογικά εφαρμοζόμενης διάταξης του άρθρου 1294 ΑΚ, και ο νέος κύριος υποχρεούται να ανεχθεί την αναγκαστική εκτέλεση επί του υπέγγυου πλοίου (Βλ. Αντάπαση Α., Απαιτήσεις απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, 1976, σελ. 67 – 69, 74, 76, 97, Κιάντου – Παμπούκη Α., Ναυτικό Δίκαιο Ι, Ε’ έκδοση, σελ. 359, Ρόκα Ι./Θεοχαρίδη Γ., Ναυτικό Δίκαιο, Γ’ έκδοση, σελ. 60 – 62, παρ. 116, 119 – 120, Σοφιαλίδη Α., Ζητήματα από την αναγκαστική κατάσχεση πλοίων Δ 16.165, σελ. 179 – 180). Στην προκειμένη περίπτωση με την αγωγή εκτίθεται ότι δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ της μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία … εφοπλίστριας του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου … και των εναγόντων, οι τελευταίοι ναυτολογήθηκαν στο παραπάνω πλοίο και παρείχαν την εργασία τους επί αυτού, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα και με τις αναφερόμενες σε αυτό ειδικότητες. Ότι για τις απαιτήσεις που διατηρούν από την παροχή ναυτικής εργασίας οι ενάγοντες έχουν εγείρει σε βάρος της ως άνω εφοπλίστριας αλλά και της εταιρίας με την επωνυμία ….», η οποία κατά τους χρόνους της ναυτολόγησής τους ήταν κυρία του παραπάνω πλοίου, ο μεν πρώτος την από 11.12.2014 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, και ο δεύτερος την από 23.12.2013 αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, των οποίων (αγωγών) το περιεχόμενο ενσωματώνεται αυτούσιο στο αγωγικό δικόγραφο. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, με το συνοπτικά προεκτεθέν περιεχόμενο, επικαλούμενοι ότι η εναγόμενη απέκτησε συμβατικά την κυριότητα του παραπάνω πλοίου την 03.06.2015, με την καταχώριση στο νηολόγιο Πειραιά της από 25.05.2012 σύμβασης πώλησης, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί ότι το ναυτικό προνόμιο για τις απαιτήσεις τους από την παροχή ναυτικής εργασίας επί του πλοίου … το οποίο έχει ήδη μετονομασθεί σε …», εξακολουθεί να ισχύει έναντι της αντιδίκου τους. Επίσης, ζητούν να καταδικαστεί η εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών τους εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και κύρια αιτήματα, η αγωγή, με την οποία παραδεκτά σωρεύονται περισσότερες αγωγές με τη μορφή της ενεργητικής απλής ομοδικίας (άρθρο 74 αριθ. 2 ΚΠολΔ), παραδεκτά εισάγεται για συζήτηση κατά την τακτική διαδικασία στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο είναι καθ’ ύλην, κατά τόπο και λειτουργικά αρμόδιο, λόγω της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 12 παρ. 1, 13, 18, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1α’, 2 εδ. α’, 3 Α – Β περ. ιγ’ Ν. 2172/1993), καθώς το αντικείμενό της, δηλαδή η αναγνώριση ναυτικού προνομίου έναντι της εναγόμενης, δεν συνιστά εργατική διαφορά, κατά την έννοια του άρθρου 614 παρ. 3 ΚΠολΔ, ούτε αποτιμητή σε χρήμα διαφορά (Βλ. ΠΠΠ 1846/2017, αδημ. στο νομικό τύπο). Περαιτέρω, η αγωγή επιδόθηκε στην εναγόμενη εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα ημέρων από την κατάθεσή της, με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, καθώς αυτή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 01.06.2016, όπως προκύπτει από τη συνημμένη στο αγωγικό δικόγραφο έκθεση κατάθεσης δικογράφου, και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 02.06.2016 (Βλ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, Α. Α.). Εξάλλου, η αγωγή, η οποία εγέρθηκε εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 207 εδ. β’ ΚΙΝΔ ετήσιας αποσβεστικής προθεσμίας, καθώς, με βάση τα ιστορούμενα, η σύμβαση πώλησης του πλοίου καταχωρήθηκε στο νηολόγιο την 03.06.2015, ενώ η αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την 01.06.2016 και επιδόθηκε στην εναγόμενη την 02.06.2016, όπως προναφέρθηκε, παραδεκτά εγείρεται σε βάρος της εναγόμενης, χωρίς να συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση υποχρεωτικής κοινής νομιμοποίησής της με τη δικαιοπάροχό της – πωλήτρια εταιρία, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η εναγόμενη. Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, καθώς διαλαμβάνει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στοιχεία, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, απορριπτομένων των αντίθετα υποστηριζόμενων από την εναγόμενη. Η αγωγή είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6, 106 εδ. β’, 205 περ. β’, 207 ΚΙΝΔ, 69 παρ. 1 δ’, 70, 176 ΚΠολΔ, απορριπτομένου του ισχυρισμού της εναγόμενης περί νόμω αβασίμου, τον οποίο διώκει να θεμελιώσει στο γεγονός ότι οφειλέτιδα των απαιτήσεων των αντιδίκων της είναι η πρώην εφοπλίστρια του πλοίου … διότι λόγω της φύσης του ναυτικού προνομίου ως εμπράγματου και μη προσωποπαγούς ex lege δικαιώματος, το πλοίο που απέκτησε βαρύνεται με το εν λόγω προνόμιο, ανεξάρτητα από το εάν οφειλέτης της απαίτησης είναι ο κύριος του πλοίου ή τρίτος που το εκμεταλλεύεται για δικό του λογαριασμό, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, εφόσον για το αντικείμενό της δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου.
Από όλα τα έγγραφα που προσάγουν με επίκληση οι διάδικοι, καθώς και από τις ομολογίες τους, που αναφέρονται ειδικότερα παρακάτω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγόμενη είναι κυρία του υπό ελληνική σημαία Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου … (πρώην …», πρώην …, πρώην …», πρώην …», πρώην … με αριθμό Νηολογίου Πειραιώς … με ΔΔΣ SXSX, με αριθμό ΙΜΟ … και μήκους ολικού 101,25 μ., το οποίο απέκτησε λόγω πώλησης την 03.06.2015 από την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ….». Δυνάμει της από 15.03.2011 σύμβασης, που είχε καταρτισθεί μεταξύ της εταιρίας ….» και της ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία … ο εφοπλισμός του παραπάνω πλοίου είχε ανατεθεί από την πρώτη στη δεύτερη για το χρονικό διάστημα από την 15.03.2011 έως την 15.07.2017, και η σχετική κοινή δήλωση εφοπλισμού καταχωρήθηκε κατά το άρθρο 105 ΚΙΝΔ στο νηολόγιο Πειραιώς και σημειώθηκε την 23.03.2011 στο έγγραφο εθνικότητας του πλοίου. Την 27.05.2015 μεταξύ των παραπάνω συμβαλλόμενων, κυρίας και εφοπλίστριας του πλοίου, αντίστοιχα, καταρτίσθηκε ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο συμφωνήθηκε η πρόωρη λήξη της σύμβασης εφοπλισμού, με ισχύ της λήξης αυτής από την καταχώριση του συμφωνητικού στο νηολόγιο Πειραιώς. Περαιτέρω, δυνάμει συμβάσεων ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των εναγόντων και της εφοπλίστριας εταιρίας … οι πρώτοι ναυτολογήθηκαν στο πλοίο και παρείχαν την εργασία τους σε αυτό, ο μεν πρώτος με την ειδικότητα του Υποναύκληρου κατά το χρονικό διάστημα από την 17.08.2012 έως την 07.05.2013 και με την ειδικότητα του Ναύκληρου από την 08.05.2013 έως την 22.05.2014, και ο δεύτερος με την ειδικότητα του Ναύτη κατά τα χρονικά διαστήματα από 23.01.2012 έως 18.03.2012 και από 22.06.2012 έως 24.12.2012, γεγονότα που δεν αμφισβητούνται ειδικά από την εναγόμενη, συναγόμενης έτσι ομολογίας της (άρθρα 261 εδ. β’, 352 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ο πρώτος ενάγων διατηρεί απαιτήσεις από την εργασία που παρείχε επί του πλοίου κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα για διαφορά αμοιβής από υπερωριακή εργασία τις καθημερινές και τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, για επίδομα ιματισμού, για διαφορά επιδόματος άγονης γραμμής, για διαφορά αμοιβής επί δρομολογίων εξπρές, καθώς και για διαφορά δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα. Για τις απαιτήσεις αυτές ο πρώτος ενάγων ήγειρε σε βάρος της πρώην κυρίας του πλοίου, εταιρίας ….», καθώς και σε βάρος της εφοπλίστριας «….» την από 11.12.2014 με Γ.Α.Κ. 41099/2014 και με Ε.Α.Κ. 7716/2014 αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων την 11.06.2016, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 471/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τμήμα εργατικών διαφορών), με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον η καθεμία (η πρώτη από αυτές μέχρι την αξία του πλοίου), να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 23.182,86 ευρώ, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Σε βάρος της απόφασης αυτής η ….» άσκησε την από 04.07.2016 έφεση, η οποία με την υπ’ αριθ. 753/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (τμήμα ναυτικών διαφορών) απορρίφθηκε λόγω της ερημοδικίας της εκκαλούσας. Επίσης, ο δεύτερος ενάγων διατηρεί απαιτήσεις από την εργασία που παρείχε επί του πλοίου κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα για διαφορά αμοιβής από υπερωριακή εργασία τις καθημερινές και τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες, για επίδομα ιματισμού, για διαφορά αμοιβής επί δρομολογίων εξπρές, καθώς και για διαφορά αναλογίας δώρου Χριστουγέννων και Πάσχα. Για τις απαιτήσεις αυτές ο δεύτερος ενάγων ήγειρε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς την από 23.12.2013 με Γ.Α.Κ. 12761/2013 και με Ε.Α.Κ. 271/2013 αγωγή, στρεφόμενη σε βάρος της πρώην κυρίας του πλοίου, εταιρίας ….», και σε βάρος της εφοπλίστριας «….». Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων την 31.10.2014, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 52/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εργατικών διαφορών), με την οποία αυτή έγινε εν μέρει δεκτή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον η καθεμία, να καταβάλουν στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.447 ευρώ, νομιμότοκα από την 24.12.2012, και σε βάρος της παραπάνω απόφασης δεν προκύπτει ότι έχει ασκηθεί ένδικο μέσο, ούτε άλλωστε οι διάδικοι της παρούσας δίκης ισχυρίζονται κάτι τέτοιο. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, οι απαιτήσεις των εναγόντων, που πηγάζουν από ναυτική εργασία που παρείχαν επί του παραπάνω πλοίου, είναι προνομιούχες, με βάση το άρθρο 205 περ. β’ ΚΙΝΔ. Το ναυτικό αυτό προνόμιο δεν έχει αποσβεσθεί, αλλά ισχύει και έναντι της εναγόμενης, καθώς η τελευταία απέκτησε το πλοίο με σύμβαση πώλησης, που εγγράφηκε στο νηολόγιο Πειραιώς την 03.06.2015, και η αγωγή εγέρθηκε εντός της προβλεπόμενης με τη διάταξη του άρθρου 207 εδ. β’ ΚΙΝΔ ετήσιας αποσβεστικής προθεσμίας. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι οι απαιτήσεις των εναγόντων από τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας που καταρτίσθηκαν μεταξύ των ίδιων και της μη διαδίκου ναυτικής εταιρίας με την επωνυμία … σε εκτέλεση των οποίων, ο μεν πρώτος από αυτούς παρείχε ναυτική εργασία επί του πλοίου … (ήδη μετονομασθέν σε …) με την ειδικότητα του Υποναύκληρου κατά το χρονικό διάστημα από την 17.08.2012 έως την 07.05.2013 και με την ειδικότητα του Ναύκληρου από την 08.05.2013 έως την 22.05.2014, και ο δεύτερος παρείχε ναυτική εργασία επί του ίδιου πλοίου με την ειδικότητα του Ναύτη κατά τα χρονικά διαστήματα από 23.01.2012 έως 18.03.2012 και από 22.06.2012 έως 24.12.2012, εξακολουθούν να απολαμβάνουν του προνομίου του άρθρου 205 περ. β’ ΚΙΝΔ έναντι της εναγόμενης, η οποία λόγω πώλησης απέκτησε συμβατικά το παραπάνω πλοίο. Τέλος, πρέπει η εναγόμενη, λόγω της ήττας της να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων (άρθρα 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή. ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ έναντι της εναγόμενης, κυρίας του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου … (πρώην …», πρώην …, πρώην …», πρώην …», πρώην … με αριθμό Νηολογίου Πειραιώς … με ΔΔΣ SXSX, με αριθμό ΙΜΟ … και μήκους ολικού 101,25 μ., ότι εξακολουθεί να ισχύει το προνόμιο του άρθρου 205 περ. β’ ΚΙΝΔ, για τις απαιτήσεις των εναγόντων από τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας που περιγράφονται στο σκεπτικό της παρούσας. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγόμενη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την …12.2019, και δημοσιεύθηκε την ….12.2019 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ