Μενού Κλείσιμο

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 Αριθμός απόφασης

           3918 / 2019   

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ.:  12773/5760/10-12-2018  αγωγή)

       Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Αλεξάνδρα Μητσοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, Χρυσούλα Γκοτόβου, Πρωτοδίκη–Εισηγήτρια και τη Γραμματέα Βασιλική Αναγνωστοπούλου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις 7 Μαϊου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ :  Της ναυτικής εταιρείας  με την επωνυμία «…», που εδρεύει στην Κ. (…), με Α.Φ.Μ. : …, νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Χριστίνα Σφαέλου (ΑΜ ΔΣΠ: …) και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : Της ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας Ζακύνθου με την επωνυμία «….», που εδρεύει στη Ζάκυνθο (οδός …), με ΑΦΜ : …, νομίμως εκπροσωπουμένης, για την οποία προκατέθεσε προτάσεις η πληρεξούσια δικηγόρος Μαρία Δαμίγου (ΑΜ ΔΣΠ: …) και δεν εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η  ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 7-12-2018  με Γ.Α.Κ/Ε.Α.Κ. : 12773/5760/10-12-2018 αγωγή της, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω αναφέρεται και οι πληρεξούσιες δικηγόροι τους προκατέθεσαν προτάσεις.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

        Ι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 84, 105 και 106 του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου συνάγεται ότι γίνεται διάκριση των εννοιών πλοιοκτησίας, κυριότητας του πλοίου και εφοπλισμού. Η πλοιοκτησία υποδηλώνει σύμπτωση κυριότητας και εφοπλισμού, έτσι ώστε όταν τα δύο αυτά στοιχεία χωρίζονται να έχουμε αφενός μόνο κυριότητα και αφετέρου μόνο εφοπλισμό. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 105 ΚΙΝΔ «ο εκμεταλλευόμενος το πλοίο δι’ εαυτόν ανήκον εις άλλον (εφοπλιστής) οφείλει να δηλώσει τούτο εγγράφως από κοινού μετά του κυρίου του πλοίου εις την λιμενικήν αρχήν του τόπου της νηολογήσεως. Μη γενομένης τοιαύτης δηλώσεως ο κύριος του πλοίου τεκμαίρεται ότι εκμεταλλεύεται τούτο δι’ εαυτόν». Ο εφοπλισμός δεν αποτελεί σύμβαση αλλά πραγματική κατάσταση, που δημιουργείται από το γεγονός της εκμετάλλευσης του πλοίου από τον μη κύριο στο όνομά του (Λ. Γεωργακόπουλος, Ναυτικό Δίκαιο, 2006, § 19, ΙΙ 1, σελ. 127). Το δικαίωμα δε του εφοπλιστή να χρησιμοποιεί το πλοίο μπορεί να στηρίζεται είτε σε πραγματική κατάσταση (λ.χ. χρήση αλλότριου πλοίου από κακόπιστο νομέα) είτε σε ορισμένη έννομη σχέση, η οποία συνδέει τον κύριο του πλοίου με αυτόν είτε εμπράγματη (λ.χ. σύσταση επικαρπίας επί του πλοίου) είτε ενοχική, όπως συμβαίνει με τη σύμβαση ναυλώσεως «γυμνού» πλοίου, δυνάμει της οποίας ο εκναυλωτής θέτει στη διάθεση του ναυλωτή έναντι ανταλλάγματος και για ορισμένο χρονικό διάστημα πλοίο της ιδιοκτησίας του κατάλληλο μεν προς θαλασσοπλοΐα αλλά χωρίς πλήρωμα και εφόδια ή με ατελή επάνδρωση και εξοπλισμό. Ο ναυλωτής γυμνού πλοίου (bare boat charterer και charterer by demise) είναι πάντοτε εφοπλιστής, επειδή όσο διαρκεί η σύμβαση έχει την κατοχή και τον πλήρη έλεγχο της εκμετάλλευσης του πλοίου (Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 131 – 132, σελ. 68 επομ). Στα πλαίσια του συμβατικού δεσμού ο μισθωτής (ναυλωτής) δικαιούται να χρησιμοποιεί το πλοίο στο όνομά του και για λογαριασμό του, έχει όμως την υποχρέωση να καταβάλει στο συμφωνημένο χρόνο το μίσθωμα, διαφορετικά ο κύριος του πλοίου, εκμισθωτής (εκναυλωτής) δικαιούται να καταγγείλει κατά το άρθρο 597 ΑΚ τη σύμβαση και να αξιώσει αποζημίωση. Το δικαίωμα της καταγγελίας είναι διαπλαστικό και ασκείται με άτυπη, μονομερή, απευθυντέα και ληψιδεή δήλωση βουλήσεως του καταγγέλλοντος, η νομική ενέργεια της οποίας επέρχεται αφότου περιέλθει στον αποδέκτη της, προς τον οποίο απευθύνεται (άρθρο 167 ΑΚ). Μετά το χρονικό εκείνο σημείο η καταγγελία δεν είναι δυνατό να ανακληθεί μονομερώς (ΤριμΕφΠειρ. 440/2012, Δνη 2014/495, ΤριμΕφΑθ. 654/2012, ΔΕΕ 2012/491, ΕφΘεσ. 1372/2008, Αρμ. 2009/1172), εκτός αν προηγουμένως ή ταυτόχρονα με αυτή περιήλθε στο λήπτη η ανάκλησή της (άρθρο 168 ΑΚ). Δυνατή πάντως παραμένει η συμβατική άρση των συνεπειών της καταγγελίας, κατόπιν και μεταγενέστερης ακόμα της λήξης της μίσθωσης, ρητής ή σιωπηρής, συμφωνίας των μερών, που στα πλαίσια της συμβατικής τους ελευθερίας (άρθρο 361 ΑΚ) συγκατατίθενται αμοιβαία στην ανάκληση της, με αποτέλεσμα η καταγγελία να θεωρείται πλέον ως μη γενόμενη (ΑΠ 1076/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1487/2006, Δνη 2006/1424, ΑΠ 1473/2003, ΑρχΝ 2004/252, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, τόμος Ι, 2004, § 27, ΙΙΙ, αρ. 10, σελ. 380, υποσημ. 12, Ι. Κατράς, Αστικές και νέες εμπορικές μισθώσεις, 2016, § 30, σελ. 323, ο ίδιος, Πανδέκτης μισθώσεων και οροφοκτησίας, 2009, § 45, Α.2, σελ. 248, Δ. Ζερδελής, Το δίκαιο της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, 2002, αρ. 51 -53, σελ. 27 – 29, Ι. Καρακατσάνης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος, ΙΙ, 1997, εισαγ. παρατ. στα άρθρα 416 , 454, αρ. 16, σελ. 453, Ι. Καποδίστριας, ΕρμΑΚ, εισ. αρθ. 416 , 454, αρ. 33).

        II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 574, 575 και 576 του Α.Κ. προκύπτει, ότι ο εκμισθωτής υποχρεούται να παραχωρήσει στο μισθωτή το μίσθιο κατάλληλο για τη συμφωνημένη χρήση και να διατηρεί αυτό κατάλληλο για τη χρήση αυτή καθ` όλη τη διάρκεια της σύμβασης. Ο μισθωτής υποχρεούται, σε αντάλλαγμα, να καταβάλει στον εκμισθωτή το μίσθωμα που συμφωνήθηκε. Αν κατά το χρόνο παράδοσης του μισθίου στο μισθωτή αυτό έχει ή αν κατά τη διάρκεια της μίσθωσης εμφανίσει ελάττωμα που εμποδίζει μερικά ή ολικά τη συμφωνημένη χρήση, ο μισθωτής έχει δικαίωμα μείωσης ή μη καταβολής του μισθώματος. Το ίδιο ισχύει αν λείπει από το μίσθιο μια συμφωνημένη ιδιότητα ή αν έλειψε μια τέτοια ιδιότητα όσο διαρκεί η μίσθωση. Επομένως, αν υπό την ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή την έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας του μισθίου εμποδίσθηκε ολικά η συμφωνημένη χρήση αυτού, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, προβαλλόμενο και κατ` ένσταση, να μην καταβάλει το μίσθωμα και αν το προκατέβαλε, δικαιούται να αναζητήσει αυτό ως αχρεώστητο κατά το άρθρο 904 του ΑΚ, εφόσον εξαιτίας του πραγματικού ελαττώματος, αναιρείται η δυνατότητα να κάνει χρήση ελεύθερη και ανενόχλητη, κατά τους όρους της σύμβασης, με αποτέλεσμα να καθίσταται χωρίς περιεχόμενο το δικαίωμά του και να αναιρείται και η γενόμενη παράδοση της χρήσης του μισθίου (ΑΠ 269/2019, 1469/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή ο εκμισθωτής εναγόμενος, μπορεί κατ` ένσταση να προβάλει τον ισχυρισμό ότι ο μισθωτής κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης γνώριζε το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας ή ότι παρέλαβε ανεπιφύλακτα το μίσθιο γνωρίζοντας το ελάττωμα ή την έλλειψη, γεγονός που αποκλείει την ευθύνη του για την ύπαρξη του ελαττώματος ή την έλλειψη της ιδιότητας (άρθρα 579 και 581 Α.Κ.) και επομένως ο μισθωτής δεν έχει τα δικαιώματα που απονέμονται σ` αυτόν από τα άρθρα 576 έως 578 Α.Κ. (ΑΠ 774/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω προκύπτει, σε σχέση με την έννοια του πραγματικού ελαττώματος, ότι για τη συγκρότηση του ελαττώματος δεν αρκεί οποιαδήποτε δυσμενής κατάσταση της υλικής υπόστασης του μισθίου, αλλά απαιτείται κατάσταση τέτοια που επηρεάζει την προσφορότητα για λειτουργική χρήση αυτού. Τέτοιο πραγματικό ελάττωμα αποτελεί και η αδυναμία χρήσης του μισθίου, όπως συμφωνήθηκε, λόγω απαγόρευσης της χρήσης από δημόσια αρχή ή λόγω αδυναμίας χορήγησης της απαιτούμενης άδειας δημόσιας αρχής. Ως πραγματικό ελάττωμα θεωρείται και η παρεμπόδιση της χρήσης του μισθίου από μέτρα που επιβάλλονται από διοικητική αρχή ή από περιορισμούς δημοσίου δικαίου, εφόσον όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση πράγματι εμποδίζεται η συμφωνημένη χρήση του μισθίου. Αντιθέτως, αν η χρήση δεν εμποδίζεται παρά την έλλειψη των νομίμων προϋποθέσεων δεν υπάρχει ελάττωμα (ΑΠ 912/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν το ελάττωμα του μισθίου είναι ασήμαντο και η εξαιτίας αυτού παρακώλυση της χρήσης επουσιώδης, κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (άρθρο 288 Α.Κ.) δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη, δηλαδή δεν πρέπει να θεωρηθεί ως ελάττωμα, οπότε δεν χορηγούνται τα ως άνω δικαιώματα στο μισθωτή (ΑΠ 633/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό επίσης των διατάξεων των άρθρων 574, 575, 576 και 585 ΑΚ, προκύπτει ότι, αν κατά το χρόνο παράδοσης στο μισθωτή του μισθίου πράγματος, τούτο έχει ελάττωμα ή έλλειψη της συμφωνηθείσας ιδιότητας, που εμποδίζει, μερικά ή ολικά, τη συμφωνημένη χρήση, τότε ο μισθωτής έχει δικαίωμα, εκτός από αυτά των άρθρων 575 και 576 ΑΚ, να καταγγείλει τη σύμβαση υπό τους όρους του άρθρου 585 ΑΚ, εφόσον εξαιτίας του προβαλλόμενου από αυτόν πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης της συμφωνηθείσας ιδιότητας αναιρείται η δυνατότητα να κάνει ελεύθερη ή ανενόχλητη χρήση κατά τους όρους της σύμβασης, οπότε, σύμφωνα μα το άρθρο 587 ΑΚ, αίρεται για το μέλλον η μισθωτική σχέση και δεν υποχρεούται πλέον ο μισθωτής σε καταβολή μισθωμάτων για το χρόνο μετά την καταγγελία. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα της καταγγελίας κατά το ανωτέρω άρθρο 585 ΑΚ παρέχεται για κάθε είδους αθέτηση της κύριας υποχρεώσεως του εκμισθωτή, του να παραδώσει στο μισθωτή τη συμφωνημένη χρήση, στην οποία περιλαμβάνονται και τα πραγματικά ελαττώματα και η έλλειψη συμφωνηθείσας ιδιότητας, ανεξαρτήτως εάν ο εκμισθωτής βαρύνεται ή όχι με υπαιτιότητα. Για την καταγγελία αυτή, η οποία προϋποθέτει μη έγκαιρη και ανεμπόδιστη παραχώρηση ή αφαίρεση της συμφωνημένης χρήσεως του μισθίου, πρέπει προηγουμένως να ταχθεί εύλογη προθεσμία στον εκμισθωτή για την αποκατάσταση της χρήσης και αυτή να περάσει άπρακτη, εκτός αν ο μισθωτής, εξαιτίας του λόγου που δικαιολογεί την καταγγελία, δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης, ή αν από την όλη στάση του εκμισθωτή προκύπτει ότι η θέση της προθεσμίας θα ήταν άσκοπη (ΑΠ 1516/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για να είναι ανεμπόδιστη η παραχωρηθείσα χρήση δεν πρέπει να παρακωλύεται από πραγματικά περιστατικά ή νομικά ελαττώματα ή ελλείψεις (ΑΠ 1559/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) Αν, κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης λείπει η συμφωνημένη ιδιότητα του μισθίου ή ο εκμισθωτής γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το πραγματικό ελάττωμα του μισθίου, που υπήρχε, κατά τη συνομολόγηση της σύμβασης ή αν ο εκμισθωτής έγινε υπερήμερος, ως προς την άρση του πραγματικού ελαττώματος ή της έλλειψης της ιδιότητας, ο μισθωτής έχει δικαίωμα, αντί για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος, να απαιτήσει αποζημίωση, για τη μη εκτέλεση της σύμβασης, η οποία είναι πλήρης και περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με το ελάττωμα ή την έλλειψη της συμφωνημένης ιδιότητας (άρθρο 577 ΑΚ). Στις περιπτώσεις αυτές, όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 306 εδ α` ΑΚ ο μισθωτής έχει κατ’ επιλογή αγωγή για μείωση ή μη καταβολή του μισθώματος ή αγωγή για αποζημίωση. Οι αξιώσεις αυτές συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια, ότι η επιλογή της μιας αποκλείει την άσκηση των λοιπών, με οποιαδήποτε μορφή, είτε κυρίως είτε επικουρικώς, εφόσον, βεβαίως, αφορούν το ίδιο χρονικό διάστημα, αφού από τη φύση της μίσθωσης, ως διαρκούς σύμβασης και την υποχρέωση του εκμισθωτή, όχι μόνο να παραδώσει το μίσθιο κατάλληλο, για τη συμφωνημένη χρήση, αλλά και να το διατηρεί κατάλληλο γι’ αυτήν και απαλλαγμένο από ελαττώματα και ελλείψεις, όσο διαρκεί η μίσθωση, προκύπτει, ότι η ύπαρξη των διαζευκτικώς συρρεουσών αξιώσεων συνδέεται με το χρονικό διάστημα, στο οποίο υπάρχουν τα ελαττώματα ή οι ελλείψεις. Τα προαναφερόμενα δικαιώματα του μισθωτή, για μη καταβολή ή μείωση του μισθώματος ή για αποζημίωση, μπορούν να ασκηθούν, όχι μόνο με αγωγή, αλλά και με ανταγωγή ή κατ’ ένσταση, ακόμη και εξώδικα με μονομερή, άτυπη, απευθυντέα (στον εκμισθωτή) και αμετάκλητη δήλωση, που αναλώνει το δικαίωμα επιλογής του (βλ. ΟλΑΠ 50/2005 ΕλλΔνη 47, 84, ΑΠ 1269/2004 ΧρΙΔ 2005, 213, ΕφΘες 683/2018,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ , Απ. Γεωργιάδη Ενοχ. Δικ. Ειδ. μέρος, έκδ. 2004, τόμος Ι, σελ. 345 αρ. 10 και σελ 352 αρ. 35, Γεωργιάδη – Σταθόπουλο στον ΑΚ άρθρα 577 – 578 αρ. 15).Ομοίως κατά το άρθρο 594 ΑΚ ο  εκμισθωτής  έχει  δικαίωμα να καταγγείλει αμέσως τη μίσθωση  και συγχρόνως  να  ζητήσει  αποζημίωση,  αν  ο  μισθωτής,  παρά   τις διαμαρτυρίες  του εκμισθωτή, δεν μεταχειρίζεται το μίσθιο με επιμέλεια και όπως συμφωνήθηκε ,κατά τη διαταξη του άρθρου 592 ΑΚ  ο μισθωτής δεν ευθύνεται για φθορές ή μεταβολές που οφείλονται  στησυμφωνημένη χρήση ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 599 ΑΚ ο μισθωτής  κατά  τη  λήξη  της  μίσθωσης  έχει  υποχρέωση  να αποδώσει το μίσθιο στην κατάσταση που το παρέλαβε. Η άσκηση από τον εκμισθωτή του δικαιώματος αυτού μπορεί να γίνει πριν, κατά ή μετά τη λύση της μισθώσεως (ΑΠ 1413/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

        ΙΙΙ. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 297, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, το παράνομο της πράξεως ή της παραλείψεως αυτού και η ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της πράξεως ή παραλείψεως και της επελθούσας ζημίας ( ΑΠ 75/2005 ΕλλΔνη 46 734, ΑΠ 1107/2002 ΕλλΔνη 45 85, 1081, 1084/2002 ΕλλΔνη 45 85 ). Ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως ως παρανόμου συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση της παραλειφθείσας θετικής ενεργείας. Τέτοια νομική υποχρέωση δύναται να προκύψει είτε από δικαιοπραξία είτε από ειδική διάταξη νόμου είτε από την αρχή της καλής πίστεως, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ ( ΑΠ 820/2002 ΕλλΔνη 44 967, ΑΠ 906/2001 ΕλλΔνη 44 967, ΕφΠειρ 328/2006 ΕΝΔ 34 392 ).  Από το συνδυασμό των ίδιων, ως άνω, διατάξεων και εκείνης του άρθρου 914 του ΑΚ, συνάγεται, ότι η έλλειψη της συμφωνηθείσας ιδιότητας, κατά τη συνομολόγηση της συμβάσεως πωλήσεως, ή η ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος δεν ιδρύει από μόνη της ευθύνη από αδικοπραξία, κατά την έννοια των διατάξεων του τελευταίου άρθρου, αφού χωρίς την συμβατική σχέση της πωλήσεως δεν αποτελεί πράξη παράνομη. Όταν, όμως, ο πωλητής, ενώ τελεί εν γνώσει της ελλείψεως της συμφωνηθείσας ιδιότητας ή της υπάρξεως του πραγματικού ελαττώματος, αποσιωπά τούτο δολίως, τότε συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, μαζί με την συμβατική παράβαση, συνθέτουν το πραγματικό της αδικοπραξίας και δη αστική απάτη (ΑΚ 147,149), κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 ΑΚ, εφ` όσον συνιστούν συμπεριφορά, η οποία αντίκειται στο γενικό καθήκον που επιβάλλει η διάταξη αυτή να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον αλλά και ενέχει προσβολή δικαιώματος που αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος, κάτι το οποίο επομένως αυτός όφειλε να σεβασθεί. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για συρροή αξιώσεων από την σύμβαση και την αδικοπραξία. Επί συρροής δε των αξιώσεων, που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ίδια παροχή, είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση όλων των αξιώσεων όχι όμως και η ικανοποίηση αυτών, αφού η ικανοποίηση της μιάς έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση της άλλης, εκτός αν με αυτή ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, από την αδικοπραξία σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ, οπότε σώζεται, ως προς αυτό (ΑΠ 1703/2013, ΑΠ  560/2010 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ συνάγεται ότι παρέχεται στο Δικαστήριο η ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που οι διάδικοι θέτουν υπόψη του ( ήτοι του βαθμού του πταίσματος του υποχρέου, του είδους της προσβολής, της περιουσιακής και κοινωνικής καταστάσεως των μερών κλπ. ) και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, να επιδικάσει, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εάν κρίνει ότι πράγματι επήλθε στον αδικηθέντα ηθική βλάβη ( ή ψυχική οδύνη στην οικογένεια του θύματος, σε περίπτωση θανάτου ) και συγχρόνως να καθορίσει το ποσόν αυτής που κρίνει εύλογο ( ΑΠ 256/2004 ΕλλΔνη 45 1349, ΑΠ 1143/2003 ΕλλΔνη 46 394, ΑΠ 1609/2001 ΕλλΔνη 43 386 ). Από την προαναφερομένη διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 298, 299 και 931 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι η αξίωση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης στοχεύει στην εξισορρόπηση των δυσμενών καταστάσεων που δημιουργούνται συνεπεία της αδικοπραξίας και την παροχή της απαιτουμένης οικονομικής ευχερείας για την υπερπήδηση ή τη μείωση της επελθούσας μη περιουσιακής βλάβης, για την ανακούφιση του δικαιούχου από τη λύπη, τη στενοχώρια και γενικώς τον πόνο που προκάλεσε η προσβολή ενός αγαθού μη αποτιμητού εις χρήμα ( ΟλΑΠ 21/2000 ΕλλΔνη 42 56, ΟλΑΠ 1117/1986 ΕλλΔνη 28 113, ΑΠ 1720/1997 ΕΕΔ 58 134, ΑΠ 600/1996 ΕλλΔνη 40 117 ). Ο ενάγων, για να είναι ορισμένη η αγωγή του για την επιδίκαση « ευλόγου » χρηματικής ικανοποιήσεως, πρέπει να εκθέτει τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής του, τη βαρύτητα και την έκταση της βλάβης, το βαθμό προσβολής της προσωπικότητάς του, το βαθμό του πταίσματος του υπαιτίου και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών, χωρίς να αναφέρεται αναγκαίως σε τι συνίσταται η κατάσταση αυτή ( ΑΠ 1325/1996 ΕλλΔνη 38 1047, ΕφΑθ 32/2004 ΕλλΔνη 45 493 ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την υπό κρίση αγωγή της, εκθέτει ότι η ίδια ασχολείται με την εκμετάλλευση πλοίων και ότι η εναγομένη είναι κυρία του Ε/Γ/-Ο/Γ/ πλοίου με το όνομα «…», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …. Ότι η ίδια (η ενάγουσα) ανέλαβε τον εφοπλισμό του ως άνω πλοίου δυνάμει της από 22-12-2015 σύμβασης παραχώρησης και ανάληψης εκμετάλλευσης πλοίου (σύμβαση εφοπλισμού) που υπέγραψε με την εναγομένη κυρία αυτού, διαρκείας από τις 16-12-2015 έως τις 31-10-2016, κατεχωρηθείσας της σχετικής δήλωσης στο Νηολόγιο Πειραιά και στο έγγραφο εθνικότητας πλοίου και ομοίως καταχωρήθηκε στις 1-2-2016 η δήλωση παράτασης της σύμβασης εφοπλισμού μέχρι τις 31-10-2021  Ότι στις 7-3-2018 κατά την εκτέλεση του δρομολογίου Κυλλήνης προς Ζάκυνθο (ώρα 20.00 μ.μ.) το ως άνω πλοίο, το οποίο μετέφερε επιβάτες και υπέστη την αναφερόμενη στην αγωγή αναλυτικώς βλάβη (κραδασμούς), εξαιτίας της οποίας σταμάτησε τα δρομολόγιά του  και μετά από επιθεώρησή του αρχικά την επόμενη ημέρα (8-3-2018) από τον Νηογνώμονα …  κι εν συνεχεία στην Κυλλήνη επειδή δεν κατέστη δυνατή η εύρεση της αιτίας της βλάβης του μεταφέρθηκε στη δεξαμενή του ΟΛΠ στον Πειραιά, όπου και παραμένει μέχρι σήμερα (ενν. το χρόνο σύνταξης της υπό κρίση αγωγής) και δη στην επισκευαστική ζώνη της Δραπετσώνας χωρίς να έχει αποκατασταθεί η βλάβη του. Ειδικότερα ότι κατά τον δεξαμενισμό του πλοίου διαπιστώθηκε θραύση του δεξιού  άξονα μέσα στο πρυμναίο έδρανο και ότι είχαν χαθεί στη θάλασσα η πλήμνη της έλικος και τα πτερύγια , που παρά τις προσπάθειες ανεύερεσής τους δια καταδυτικού συνεργείου στο οποίο τις ανέθεσε, δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστούν.Ότι κατά την άποψη των πραγματογνωμόνων που διόρισε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας, διαπιστώθηκε ότι η θραύση στον δεξιό άξονα και η εξαιτίας αυτής απώλεια της πλήμνης και των πτερυγίων , επήλθε λόγω της μονομερούς και «ερασιτεχνικής» παρέμβασης με σειρά τροποποιήσεων στον ελικοφόρο δεξιό άξονα  του πλοίου, από την κυρία πριν της παραδώσει το πλοίο για ναύλωση και χωρίς να την έχει ενημερώσει για αυτή την παρέμβαση και χωρίς για τις τροποποιήσεις αυτές να ζητηθεί η άδεια ή η γνώμη της κατασκευάστριας εταιρείας  των ελίκων ή έστω χωρίς να ενημερωθεί εκ των υστέρων και έγιναν από συνεργεία μη πιστοποιημένα από την κατασκευάστρια, όπως προκύπτει και από την αλληλογραφία της ναυλώτριας εταιρείας με την κατασκευάστρια ….».Ότι  από την από 12-11-2018 επιστολή της  κατασκευάστριας προς την ίδια (ενάγουσα) το κόστος αποκατάστασης ανέρχεται στο ποσό των 336.295 ευρώ , ο δε χρόνος αποκατάστασης υπολογίζεται σε 4-5 μήνες. Περαιτέρω, ότι  προκειμένου να καταλήξει σε ασφαλές συμπέρασμα  σχετικά με την έκταση της βλάβης και την αποκατάσταση αυτής , επιμελήθηκε την διενέργεια αυτοψίας και πραγματογνωμοσύνης επί του πλοίου και συνετάγη προς τούτο η από 15-11-2018 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ναυπηγού μηχανολόγου μηχανικού  Α. Δ. την οποία επισυνάπτει στην αγωγή αποτελούσα ενιαίο σύνολο με το αγωγικό δικόγραφο. Ότι σύμφωνα με την ως άνω έκθεση πραγματογνωμοσύνης και τα από 9-10-2018 και 14-11-2018 ηλεκτρονικά μηνύματα της κατασκευάστριας εταιρείας  ο πλέον πιθανός λόγος αστοχίας του αξονικού συστήματος είναι η μελέτη , η κατασκευή και τοποθέτηση από τρίτους νέων πτερυγίων χωρίς την έγκριση της κατασκευάστριας  , ήτοι ότι τα αίτια της πρόκλησης της βλάβης στο πλοίο ανάγονται σε χρόνο προγενέστερο της  ναύλωσης από την ίδια. Επίσης, ότι (η ενάγουσα) έχει δηλώσει στην εναγομένη προφορικώς και εξωδίκως με τις από 18-5-2018, 18-6-2018 και 30-7-2018 εξώδικες δηλώσεις της την άρνησή της να προβεί στην αποκατάσταση της βλάβης του πλοίου , την οποία (αποκατάσταση)θεωρεί αμφιβόλου αποτελέσματος και δυσβάστακτη οικονομικά για την ίδια, και σε κάθε περίπτωση ότι δεν φέρει η ίδια ευθύνη για την πρόκλησή της και την αποκατάστασή της αλλά η εναγομένη ως κυρία το πλοίου, στην οποία αποδίδει παραβίαση ουσιωδών όρων της από 22-12-2015 σύμβασης εφοπλισμού αυτής για τους ειδικότερους λόγους που εκθέτει στην αγωγή κι ότι η ίδια δεν γνώριζε την πραγματική κατάσταση των πτερυγίων  του έλικα και τις παρεμβάσεις της εναγομένης  κατά το χρόνο που το πλοίο είχε περιέλθει στην ίδια ούτε θα μπορούσε να τα γνωρίζει, καθώς και ότι η ίδια μόνη υποχρέωση που είχε ήταν να διατηρεί το πλοίο σε καλή κατάσταση και τα πιστοποιητικά του εν ισχύ.Τέλος, ότι η εναγομένη με την από 7-5-2018 εξώδικη δήλωσή της της δήλωσε ότι καταγγέλλει τη μεταξύ τους σύμβαση ναύλωσης, δήλωση την οποία απεδέχθη η ίδια (ενάγουσα) ως εφοπλίστρια και κάλεσε επανειλημμένως την εναγομένη κυρία να προβούν στην από κοινού έγγραφη δήλωση στο Νηολόγιο Πειραιά προκειμένου να παύσει η σχέση εφοπλισμού και η εναγομένη να παραλάβει το πλοίο κυριότητάς της  κι επιπλέον της επέδωσε και σχέδιο ιδιωτικού συμφωνητικού λύσης του εφοπλισμού προσκαλώντας την να παρασταθούν από κοινού στο Νηολόγο. Πλήν όμως ότι η εναγομένη δεν προσήλθε ενώπιον του Νηολόγου Πειραιά προκειμένου να προβεί στην κοινή δήλωση παύσης του εφοπλισμού του ενδίκου πλοίου, παρά μόνο επέδωσε μονομερώς σε αυτόν στις 25-5-2018 την από 7-5-2018 εξώδικη δήλωσή της με την οποία είχε καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση εξοπλισμού αιτούμενη την καταχώρησή της στα οικεία βιβλία, αίτημα το οποίο ο Νηολόγος με την υπ’αριθμ. …/25-5-2018 έκθεσή του απέρριψε. Επικαλούμενη ότι το ένδικο πλοίο παραμένει  υπό τον εφοπλισμό της, επομένως ότι είναι υπεύθυνη για τη φύλαξή του και ότι  υπέστη : α)περιουσιακή ζημία κατά το συνολικό ποσό των  1.978.461,92 ευρώ και δη ότι επιβαρύνθηκε αφενός με τα έξοδα του πλοίου από τις 8-3-2018 εως τις 31-12-2018 κατά συνολικό ποσό  ύψους 242.349,55 ευρώ, στο οποίο ανέρχεται η θετική οικονομική της ζημία που προκλήθηκε από την παρά τη γνώση της εναγομένης απόκρυψη των προηγουμένων του εφοπλισμού μονομερών παρεμβάσεων στον έλικα του  πλοίου στις οποίες η τελευταία προέβη πλέον ποσού 600 ευρώ που κατέβαλε για τη έκδοση νέου πιστοποιητικού συμμόρφωσης της σύμφωνα με τον Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης, αφετέρου ότι ζημιώθηκε ως προς τα διαφυγόντα κέρδη που απώλεσε και αναμφίβολα θα απεκόμιζε αν το πλοίο εκτελούσε κανονικά τα δρομολόγια  και δεν διέκοπτε τον επιχειρηματικό του σκοπό εξ υπαιτιότητας της εναγομένης μέχρι τις 31-10-2021 που με βεβαιότητα προσδοκούσε υπολογιζομένων των εσόδων του προηγούμενου έτους πλέον αυξήσεως 10% κατ’ετος κατά τη συμφωνημένη πορεία των πραγμάτων να λάβει, ήτοι κατά το συνολικό ποσό των (403.607,53 ++ 1.210.822,59 + 121.082,25 ) καθώς και ότι υπέστη β) ηθική βλάβη από την παράνομη και υπαίτια (αδικοπρακτική) συμπεριφορά της εναγομένης δια των διοικούντων της , ύψους 100.000 ευρώ, με βάση το ιστορικό αυτό και κατόπιν παραδεκτής με τις πορτάσεις (άρθρα 223, 224 ΚΠολΔ) εν όλω τροπής του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό η ενάγουσα ζητεί : 1) να αναγνωρισθεί ότι  υποχρεούται η εναγομένη για τις ως άνω αιτίες να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 2.078.461,92 ευρώ( ήτοι  ποσό 242.349,55 ευρώ ως αποζημίωση ως θετική ζημία, ποσό 1.736.112,37 ευρώ ως διαφυγόντα κέρδη και ποσό 100.000 ευρώ ως  χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης)  νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, 2) να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η εκδοθησόμενη απόφαση, 3) να απαγγελθεί κατά του Διευθύνοντος Συμβούλου της εναγομένης Δ. Β. του Ι. και του Πορέδρου του Δ.Σ. αυτής Χ. Μ. του Δ., προσωπική κράτηση μέχρι ενός (1) έτους λόγω της αδικοπραξίας και 4) να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με τέτοιο περιεχόμενο κι αίτημα, η υπό κρίσιν αγωγή, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας oι πληρεξούσιoι δικηγόροι των διαδίκων προσκόμισαν το από 13-3-2019 πληρεξούσιο έγγραφο και το υπ’αριθμ. …/15-3-2019 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο έγγραφο της συμβολαιογράφου Ζακύνθου Κων/νας Σπυρίδωνος Καββαδία προς τους παραστάντες δικηγόρους τους κατά το άρθρο 96 και 237 παρ.1 ΚΠολΔ, ως ισχύει σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και τα υπ’αριθμ…  και  …γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του ΔΣΠ (άρθρο 61 παρ.4 Ν.4194/2013) και για το αντικείμενο της οποίας δεν απαιτείται τέλος δικαστικού ενσήμου μετά την τροπή του αγωγικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό παραδεκτώς  εισάγεται για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αρμοδίως καθ’ ύλην (άρθρα 1,7,8,9, 14 παρ.2, ως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και 18 παρ. 1 ΚΠολΔ). και κατά τόπον (άρθρα 22, 25 παρ. 2,  και 33 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς κατ’εφαρμογή επιπλέον των άρθρων 42-44 ΚΠολΔ λόγω της ρήτρας παρέκτασης στην από 22-12-2015 σύμβαση εφοπλισμού (όρος 23)  και σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 221 παρ. 1 στοιχ. β΄, 45 ΚΠολΔ και 72 παρ. 2 του Ν. 3994/2011), και είναι ορισμένη, απορριπτομένη του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης ως αβασίμου και νόμιμη κατά την κύρια βάση της , ήτοι την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης κατά τις διατάξεις των άρθρων 335, 346, 361, 297, 298 , 574 επ.ΑΚ , 105 ΚΙΝΔ , 70, 176, 189 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ. Αντιθέτως είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη όσον αφορά τη σωρευθείσα στο αγωγικό δικόγραφο βάση της περί των αδικοπραξιών διατάξεων , καθότι η αξίωση περί ηθικής βλάβης της ενάγουσας λόγω της αδικοπραξίας της εναγομένης διά των διοικούντων της φυσικών προσώπων  κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας  πηγάζει κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή από την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης εφοπλισμού .Εφόσον επομένως κατά τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, η αγωγή αυτή στηρίζεται στις διατάξεις της σύμβασης εφοπλισμού η συμπεριφορά της εναγομένης συνιστά  αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης και όχι αδικοπραξία καθόσον η παράβαση της σύμβασης είναι μεν παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ ΑΚ. Λόγω δε του αναγνωριστικού πλέον αντικειμένου της αγωγής και καθ’ό μέρος αυτή κρίθηκε νόμιμη (ήτοι περί της ενδοσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης διατάξεις) απορριπτέα ως νόμω αβάσιμα τυγχάνουν και τα παρεπόμενα αιτήματα περί της κηρύξεως της παρούσης προσωρινώς εκτελεστής και περί απαγγελίας σε βάρος του διευθύνοντος συμβούλου και του προέδρου του Δ.Σ. της εναγομένης προσωπικής κράτησης, ως μέσον εκτέλεσης της απόφασης λόγω της αδικοπραξίας, κατά το μέρος, που αφορούν το αναγνωριστικό αίτημα της, τα οποία (αιτήματα) είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα, καθόσον οι αναγνωριστικές αποφάσεις αναδίδουν τις συνέπειες τους κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου και δεν αποτελούν εκτελεστούς τίτλους κατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ (Βασ. Βαθρακοκοίλης. Ερμηνευτική Νομολογιακή Ανάλυση ΚΠολΔ, τόμος Ε`, σελ. 153, Αθήνα 1997). Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν.

Η εναγομένη, με τις προτάσεις της αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή για τους ειδικότερους λόγους που επικαλείται ισχυριζόμενη ότι η ενάγουσα υπέχει αποκλειστική υπαιτιότητα για την ζημία στο σύστημα πρόωσης του πλοίου ενώ η ίδια (η εναγομένη) παρέδωσε το πλοίο στις 22-12-2015 στην ενάγουσα και αυτή το παρέλαβε ανεπιφύλακτα έχοντας ελέγξει αυτό ενδελεχώς και ανέλαβε την υποχρέωση μεταξύ άλλων να το συντηρεί και να εκτελεί όλες τις απαιτούμενες δαπάνες με δικές της δαπάνες καθώς και ότι αυτή (η ενάγουσα) με εσφαλμένες ενέργειες και παραλείψεις των προστηθέντων της, ήτοι του πλοιάρχου της και του Α Μηχανικού της, προκάλεσε την βλάβη στο πλοίο  και δη ότι παραβλέποντας την υπόδειξη του νηογνώμονα ταξίδευσε και με τα 2 συστήματα πρόωσης σε λειτουργία  παραβιάζοντας τη μεταξύ τους σύμβαση ούσα επομένως αποκλειστικά υπεύθυνη της αποκατάστασης της  προκληθείσας βλάβης στο πλοίο . Επίσης αμφισβητεί τα συμπεράσματα της από 15-11-2018 τεχνικής έκθεσης του πραγματογνώμονα …, που προσκομίζει μετά νομίμου επικλήσεως με τις προτάσεις της η ενάγουσα, επισημαίνοντας ότι αυτά είναι υποθετικά, ελλιπή κι αυθαίρετα καθ’ό μέρος γίνεται σε αυτά αναφορά περί ερασιτεχνικών παρεμβάσεων της ιδίας (εναγομένης) δηλονότι οι όποιες παρεμβάσεις εγκρίθηκαν από τον νηογνώμονα χωρίς να απαιτείται να γίνονται αποκλειστικά και μόνο από την κατασκευάστρια και σε κάθε περίπτωση αφορούν μετασκευές που έκανε η ίδια (η εναγομένη) στο πλοίο το έτος 1993 και στις εργασίες των πτερυγίων το έτος 1997 ενώ δεν αναφέρει ο πραγματογνώμονας εργασίες που έγιναν από την ενάγουσα το έτος 2016. Έτι περαιτέρω η εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο εν λόγω πραγματογνώμονας δεν έλαβε υπόψην του εγκεκριμένες μελέτες για μετασκευή του πλοίου, το ιστορικό των επιθεωρήσεων  και τα επίσημα ναυτιλιακά έγγραφα του πλοίου (όπως το ημερολόγιο του πλοίου), δεν είχε επαφή και με τον Ελληνικό Νηογνώμονα, ως ισχυρίζεται η ενάγουσα καθότι από το 2011 έχει παύσει να υφίσταται ο Ελληνικός Νηογνώμονας και το πλοίο εντάχθηκε στον Ιταλικό Νηογνώμονα σύμφωνα με τον οποίο μετά την 7-3-2018 το πλοίο έπρεπε να ταξιδέψει με το ΔΕ σύστημα πρόωσης κλειστό κι επιπλέον παρέλειψε να παραπέμψει την ίδια (εναγομένη) για την κατασκευή των ανταλλακτικών στην κατασκευάστρια εταιρεία όταν το 1996 αυτή (η εναγομένη) είχε αποτανθεί σε εκείνον. Τέλος ως προς τα αίτια της προκληθείσας βλάβης και την έλλειψη της δικής της υπαιτιότητας η εναγομένη προσκομίζει μετά νομίμου επικλήσεως με τις προτάσεις της μεταξύ άλλων την από Ιανουάριο 2019 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ναυπηγού μηχανικού Ι. Ρ., σύμφωνα με την οποία η ζημία στο δεξιό σύστημα πρόωσης και κατ’επέκταση η αποκοπή και απώλεια του άξονα μαζί με την προπέλα οφείλονται σε : καταστροφή του έξω στεγανοποιητικού λάστιχου της χοάνης, εισροή υδάτων στη χοάνη και ελλιπή λίπανση του άξονα  κατά τη λειτουργία του, ο οποίος έλιωσε λόγω τριβής πάνω στη μπούσα (δακτύλιο) της χοάνης, επήλθε οριστική επιβράδυνση του συστήματος αυτου με τη λειτουργία από Ζάκυνθο μέχρι Κυλλήνη εως ότου κόπηκε ο άξονας με την προπέλα από το πλοίο, ότι η ζημιά ξεκίνησε πριν την 7η-3-2018 και οι κραδασμοί ήταν το τελικό στάδιο της ζημιάς και ότι η ενάγουσα γνώριζε το πρόβλημα με το ΔΕ ελικοφόρο άξονα ήδη 4 χρόνια  που κατείχε στο πλοίο και τουλάχιστον από τον Οκτώβριο του 2016 που παρουσίασε παρόμοιο πρόβλημα, όπως προκύπτει από την από 18-10-2016 έκθεση των επιθεωρητών του Νηογνώμονα του πλοίου … Α. Π. και Χ. Κ., το αντίγραφο του ημερολογίου του πλοίου της 16ης-10-2016 και την από 1-3-2018 επιθεώρηση του πλοίου από επιθεωρητή του νηογνώμονα στην Κυλλήνη, που προσκομίζει μετά νομίμου επικλήσεως με τις προτάσεις της. Τέλος, αμφισβητεί ότι η αιτία της πρόκλησης της βλάβης του πλοίου της αφορά τα πτερύγια ή τον άξονα του πλοίου,  που θα μπορούσαν να αντικατασταθούν και ισχυρίζεται ότι η κύρια αιτία της βλάβης ανάγεται στην εκτέλεση του πλου από Ζάκυνθο στην Κυλλήνη και από Κυλλήνη στο Πέραμα με το ΔΕ σύστημα προώσεως εκτός λειτουργίας.Οι ισχυρισμοί αυτοί της εναγομένης αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και θα πρέπει να εξετασθούν περαιτέρω κατ’ουσίαν. Επιπλέον η εναγομένη προέβαλε επικουρικώς την ένσταση περί συντρέχοντος πταίσματος της ενάγουσας κατά το άρθρο 300 ΑΚ , η οποία όμως τυγχάνει αόριστη καθώς απλώς επαναλαμβάνεται η διατύπωση του άρθρου, ενώ ομοίως αορίστως διατυπώνεται και το σχετικό αίτημα αυτής .Σημειωτέον τέλος ότι με την προσθήκη των προτάσεών της η εναγομένη επικαλείται ότι λόγω της από 7-5-2018 καταγγελίας της μεταξύ τους σύμβασης ναυλώσεως γυμνού πλοίου, η οποία έχει αποτελέσματα από τις 7-6-2018 , ήτοι 1 μήνα μετά, η ενάγουσα επιβαρύνεται για τις μέχρι τότε δαπάνες του πλοίου ως εφοπλίστρια, ενώ και μεταγενέστερα υπέχει ευθύνη διότι εξ υπαιτιότητάς της δεν της παρέδωσε το πλοίο σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης. Και ο ισχυρισμός αυτός στοιχειοθετεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής συνεπώς πρέπει να εξετασθεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.

Εν όψει όλων των ανωτέρω, επειδή τυγχάνουν αντιφατικές μεταξύ τους ως προς τα αποδεικτέα ζητήματα οι εκθέσεις ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης που προσκομίζουν οι διάδικοι , ότι δεν μπορεί να συναχθεί ασφαλές δικανικό συμπέρασμα από αυτές όσο και από τις προσκομιζόμενες από την ενάγουσα ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης (υπ’ αριθμ. …/2019 και  …/2019 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων αποδείξεως Α. Κ., και … που δόθηκαν επιμελεία της ενάγουσας ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά) μη λαμβανομένης υπόψην ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων της υπ’αριθμ. …/27-2-2018 ένορκης βεβαίωσης του εξετασθέντος ως μάρτυρα ανταπόδειξης Χ. Μ., προέδρου του Δ.Σ.της εναγομένης, καθότι αυτή ελήφθη επιμελεία της εναγομένης κατά παράβαση των διατάξεων  των άρθρων 62, 64 § 2, 339, 409 §§ 1 και 2, 410 και 415 έως 420 ΚΠολΔ και 61, 65, 67 και 70 ΑΚ  (ΟλΑΠ 745/2007, ΟλΑΠ 1328/1977, AΠ 715/2013, ΑΠ 988/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κατά συνέπεια η ένορκη κατάθεση αυτή είναι ανυπόστατο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 374/2011, 1335/2008, 615/2008, 329/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), σε συνδυασμό με την προβαλλόμενη αμφισβήτηση της εναγομένης αναφορικά με την ύπαρξη, το είδος, την αιτία, τον χρόνο εμφάνισης αλλά και το ουσιώδες των επικαλούμενων από την ενάγουσα ζημιών του ενδίκου πλοίου που εφόσον διαπιστωθούν ότι προκλήθηκαν από την ενάγουσα και δεν προϋπήρχαν της χρήσης και εκμετάλλευσης του πλοίου από αυτήν ως μη αποτελούσες κρυφό ελάττωμα του πλοίου εν γνώσει της εναγομένης, η εναγομένη  δεν θα υπέχει ευθύνη να την αποζημιώσει, ως εκ τούτων το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν επαρκούν τα μέχρι τώρα αποδεικτικά μέσα προς σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποιθήσεως, αφού πρόκειται για ζητήματα τεχνικής φύσεως, τα οποία για να γίνουν αντιληπτά, λόγω των αντικρουόμενων απόψεων των διαδίκων, χρειάζονται ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης. Επομένως, προκειμένου να εξαχθεί ασφαλές και αναμφισβήτητο αποδεικτικό συμπέρασμα από το Δικαστήριο αναφορικά με τα αποδεικτέα γεγονότα κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας ζητήματα για τα οποία απαιτούνται ειδικές τεχνικές γνώσεις,  θα πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης και  να διαταχθεί κατ’ άρθρο 254 ΚΠολΔ επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διεξαχθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη με επιμέλεια του επιμελέστερου διαδίκου, στην οποία (πραγματογνωμοσύνη) ο διορισθείς πραγματογνώμονας θα πρέπει ν’ απαντήσει αιτιολογημένα επί των ερωτημάτων, που αναφέρονται στο διατακτικό της απόφασης αυτής. Τέλος, η Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου πρέπει να επιμεληθεί για την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης στους διαδίκους και στον πραγματογνώμονα, κατ’ άρθρο 375 ΚΠολΔ, ενώ δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, αφού η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική (ΕφΑθ 10739/1997 ΕλλΔνη 1999/1111).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε ως απορριπτέο.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου, με επιμέλεια οποιουδήποτε των διαδίκων, να διεξαχθεί τεχνική πραγματογνωμοσύνη.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα τον Χ. Γ. του Β., Ναυπηγό, Μηχανολόγο Μηχανικό ΕΜΠ, μέλος ΤΕΕ, κάτοικο Α. Αττικής, οδός …, Τ.Κ. …, τηλ. …, φαξ …, κιν…., …, email …, που περιέχεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων, που τηρείται στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου και ο οποίος, αφού δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου σε δημόσια συνεδρίασή του και σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την προς αυτόν νόμιμη κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, οφείλει να καταθέσει την έκθεσή του στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την όρκισή του. Στην εν λόγω έκθεση, αφού λάβει υπόψην του όλα τα έγγραφα της δικογραφίας, εξετάσει το  επίδικο σκάφος και μεταβεί στις εγκαταστάσεις όπου βρίσκεται και λάβει υπόψην του κάθε άλλο χρήσιμο κατά την κρίση του στοιχείο, με δεόντως αιτιολογημένη έγγραφη έκθεση, θα πρέπει αιτιολογημένα να αποφανθεί :

  • α)ποια η συγκεκριμένη βλάβη του Ε/Γ-Ο/Γ … εξαιτίας της οποίας το πλοίο εμφάνισε κραδασμούς στις 7-3-2018, β) αν  η βλάβη αυτή καθιστά αντικειμενικά το πλοίο αναξιόπλοο, γ) αν είναι δυνατόν να λάβει χώρα ανά πάσα στιγμή  και υπό ποιες συνθήκες είναι ικανή ή σημαντική για να επηρεάσει την συμπεριφορά του σκάφους κατά την πλεύση ή να διακινδυνεύσει την ασφάλεια των επιβαινόντων, δ)αν παρουσιάστηκε κατά το παρελθόν η ίδια ή παρόμοια, ε) πότε διεγνώστη το πρώτον και αν ήταν δυνατόν με επιμελή επιθεώρηση του πλοίου να διαγνωστεί εφόσον προϋπήρχε κατά το χρόνο παράδοσης του πλοίου στην ενάγουσα δυνάμει της από 22-12-2015 σύμβασης εφοπλισμού και στ) πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί και δη αν θα ήταν εφικτό να εντοπιστεί  κατά τη συντήρηση του σκάφους και με ποια εργασία
  • α) ποια τα αίτια της βλάβης πρόωσης του Ε/Γ-Ο/Γ … και δη αν οφείλονται σε κάποια εκ των εξής περιπτώσεων και σε ποια/ες ή σε έτερη γενεσιουργό αιτία : 1) στην αντικατάσταση : των πτερυγίων της έλικος με νέα πτερύγια άλλου τύπου και του στροφολοφόρου άξονα της δεξιάς μηχανής με έδρανα δακτυλίων που επέδρασαν ή όχι σε άλλα συστήματα του πλοίου,  2) στην αποκοπή του έλικα, 3)  στην μετατροπή του συστήματος πρόωσης  από μη εξουσιοδοτημένο από την κατασκευάστρια ναυπηγείο,  4) στην καταστροφή του έξω στεγανοποιητικού λάστιχου της χοάνης, 5) στην εισροή υδάτων στη χοάνη , 6) στην ελλιπή λίπανση του άξονα  κατά τη λειτουργία του, 7) στην εκτέλεση του πλου από Ζάκυνθο στην Κυλλήνη και από Κυλλήνη στο Πέραμα με το ΔΕ σύστημα προώσεως εκτός λειτουργίας
  • αν ήταν υποχρεωτική η επίβλεψη της μετασκευής των ελικών από την κατασκευάστρια εταιρεία ή σχετική εγκεκριμένη μελέτη από τον Νηογνώμονα και τις αρμόδιες αρχές του ΥΕΝ για τις παρεμβάσεις στο προωστήριο σύστημα του πλοίου
  • α) ποιες οι ενδεδειγμένες πλέον εργασίες επισκευής της βλάβης του σκάφους και αν συμπεριλαμβάνεται σε αυτές η αντικατάσταση της πλήμνης, β) ποια η χρονική διάρκεια αυτών και γ) ποιο το κόστος τους ώστε να καταστεί το πλοίο αξιόπλοο.

Οι διάδικοι οφείλουν να παράσχουν κάθε συνδρομή που θα τους ζητηθεί από τον πραγματογνώμονα και να θέσουν υπόψη του όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν στην παρούσα υπόθεση, καθώς και όσα άλλα βρίσκονται εις χείρας τους και θα είναι, κατά τη γνώμη του πραγματογνώμονα, χρήσιμα για τη σύνταξη της έκθεσής του. Ο πραγματογνώμονας διατηρεί τη δυνατότητα, αφού λάβει υπόψη του το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας, να διατυπώσει, πλην των απαντήσεων επί των ανωτέρω ερωτημάτων, αιτιολογημένη άποψη επί οποιουδήποτε άλλου ζητήματος κρίνει χρήσιμο για την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την με επιμέλεια της Γραμματείας αυτού του Δικαστηρίου κοινοποίηση αντιγράφου της παρούσας απόφασης στους διαδίκους και στον ανωτέρω πραγματογνώμονα.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στον Πειραιά, στις………………2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια και έκτακτη συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά,στις ……………2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ