ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός απόφασης 3028 /2019
(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 7169/2017)
(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 3550/2017)
TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ
ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.
ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 9η Ιανουαρίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 7169/2017 και 3550/2017 αγωγή καταβολής τιμήματος από πώληση καυσίμων από τιμολόγια και καταβολής αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την έκδοση ακάλυπτων επιταγών, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …, εδρεύουσας στoν ……… Α., επί της οδού Δ. Μ., , με ΑΦΜ … ΔΟΥ … Πειραιά, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει του από 25-10-2017 ιδιωτικού εγγράφου παροχής πληρεξουσιότητας του νομίμου εκπροσώπου της ανώνυμης εταιρείας Α. Κ. Δ., κατοίκου ……. επί της Α. Μ., .33, με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του σε αυτήν από τη δικηγόρο Κωνσταντίνα Θεοδοσάκη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 33545), κάτοικο Νέας Χαλκηδόνας Α., επί της οδού Περικλέους, αριθ.46, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Χαλκιά του Νικολάου (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 32075), κατοίκου Πειραιά, επί της οδού Δ. Μ., 9, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο στη συζήτηση της υπόθεσης.
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ανώνυμης εταιρείας με την …, και με διακριτικό τίτλο … εδρεύουσας στον Δ. Β.-Β.-Β. Α., επί της οδού Τ., . 38, με ΑΦΜ 095116239, νομίμως εμπροσωπουμένης, και 2) Β. Μ. Κ., κατοίκου Γ. Α.., επί της οδού Ι., 24, με ΑΦΜ 019009829, οι οποίοι προκατέθεσαν προτάσεις, δυνάμει του από 31-10-2017 ακριβούς αντιγράφου του Πρακτικού του Δ.Σ. της ως άνω ανώνυμης εταιρείας και του από 31-10-2017 ιδιωτικού εγγράφου παροχής πληρεξουσιότητας του προέδρου του Δ.Σ., διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της ως άνω ανώνυμης εταιρείας Β. Μ. Κ., κατοίκου Γ. Α.., επί της οδού Ι., 24, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, διά της πληρεξουσίας δικηγόρου τους Αναστασίας Γρίβα του Τιμολέοντος (Α.Μ. Δ.Σ.Α. 18558), κατοίκου Αθηνών, επί της οδού Ηρακλείτου, αριθ.8, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.
Η ενάγουσα με την από 28-6-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 7169/2017 και 3550/2017 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 28-6-2017 και επιδόθηκε στις 27-7-2017 στους εναγόμενους (στη Γ. Α., επί της οδού Ι., 24, έδρα της εναγομένης εταιρείας), και δη στη σύνοικο σύζυγο του δεύτερου εναγομένου Ζ. Τ. για τον ίδιο ατομικά και ως νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας, εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 8-12-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 9-1-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 4, ζητεί δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτει σε αυτήν και στις προτάσεις της, οι δε ως άνω εναγόμενοι που προκατέθεσαν προτάσεις ζητούν την απόρριψή της.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στη δίκη, όπως σημειώνεται ανωτέρω.
MEΛETHΣE TH ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ
ΣKEΦTHKE ΣYMΦΩNAMETOΝ NOMO
Σύμφωνα με το άρθρο 79 §1 του Ν.5960/1933 προκύπτει ότι σε περίπτωση έκδοσης επιταγής χωρίς να υπάρχουν τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια του εκδότη της επί του πληρωτή, στοιχειοθετείται αστικό και ποινικό αδίκημα (ΕφΑθ 2374/2000 ΔΕΕ 2000.1008), επομένως ο εκδότης υποχρεούται σε αποζημίωση του κομιστή, αφού η διάταξη έχει θεσπισθεί για να προστατεύσει όχι μόνο το δημόσιο συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του δικαιούχου της επιταγής, το οποίο συνίσταται στη μη διάψευση της εμπιστοσύνης εκείνου στην επιταγή, ως όργανο πληρωμής κατά τον χρόνο της εμφάνισής της προς πληρωμή (ΟλΑΠ 18/2004 ΔΕΕ 2004.927, ΑΠ 218/2003 ΧρΙδΔ 2003.559, ΑΠ 587/2002 ΔΕΕ 2003.186). Η αξίωση προς αποζημίωση (ισόποση με την αξία της επιταγής) από το άρθρο 914 ΑΚ συρρέει παράλληλα με την αξίωση από το νόμο περί επιταγών (άρθρο 40 Ν.5960/1933) και απόκειται στο δικαιούχο να ασκήσει όποια από αυτές προτιμά, με τον περιορισμό ότι η ικανοποίηση της μίας επιφέρει αντίστοιχη απόσβεση και της άλλης (ΕφΘεσ 308/1998 ΔΕΕ 1998.304, ΕφΑθ 6989/1994 ΕΕμπΔ 95.252). Στο άρθρο 79 Ν.5960/1933 σε συνδυασμό με τα άρθρα 914, 297 και 298 ΑΚ, μπορεί να στηριχθεί αγωγή αποζημιώσεως αναφορικά με κάθε περαιτέρω ζημία του κομιστή που μπορεί να αποδειχθεί, τα απαραίτητα δε στοιχεία της αγωγής αποζημιώσεως εξ αδικοπραξίας (ΑΠ 1183/2003 Νόμος) αντικειμενικά είναι: α) η έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή η συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής ων στοιχείων που προβλέπει ο νόμος (ΕφΘεσ 765/2004 ΔΕΕ 2004.1172), β) υπογραφή του εκδότη, αδιάφορα αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρείας, που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρείας, γ) η μη ύπαρξη διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη στον πληρωτή της επιταγής, ελλείψει αντικρύσματος, κατά τον χρόνο εκδόσεως και οπωσδήποτε κατά τον χρόνο εμφανίσεως της επιταγής προς πληρωμή, δ) η εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και η μη πληρωμή της επιταγής εντός της νομίμου προθεσμίας των 8 ημερών (άρθρο 29 Ν.5960/1933) προς εμφάνισή της στην πληρώτρια τράπεζα (ΟλΑΠ 46/1980 ΠοινΧρ 1980.406), ε) η από τη μη πληρωμή της επιταγής πρόκληση ζημίας στον κομιστή της, χωρίς να επηρεάζεται το αξιόποινο από λόγους που ανάγονται στην υποκείμενη αιτία (ΑΠ 52/2002 ΠοινΔνη 2002/603), στ) η ύπαρξη ζημίας του δικαιούχου, η οποία προκαλείται υπαίτια με την έκδοση της επιταγής και ζ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ζημίας και της παράνομης και ζημιογόνου συμπεριφοράς του εκδότη (ΑΠ 1708/2005 Νόμος, ΑΠ 587/2002 ΕλλΔνη 44.450, ΑΠ 740/2001 ΕλλΔνη 43.733, ΕφΘεσ 1381/2005 Αρμ 2005.1755), ώστε να δικαιούται ο κομιστής να ζητήσει με αγωγή εξ αδικοπραξίας την καταβολή πλήρους αποζημίωσης (ΑΠ 280/2003 ΕΕμπΔ 2003.837). Υποκειμενικά απαιτείται η υπαιτιότητα του εκδότη, ήτοι ότι αυτός εξέδωσε την επιταγή καίτοι γνώριζε (ΑΠ 838/2002 ΝοΒ 2003.43, ΕφΑθ 7279/2000 ΕλλΔνη 2001.785) ότι δεν έχει διαθέσιμα κεφάλαια, ενόψει του ότι η επιταγή ενσωματώνει χρηματική αξία και αποτελεί μέσο πληρωμής προς διευκόλυνση κυρίως των εμπορικών συναλλαγών. Για τη θεμελίωση της αγωγής από αδικοπραξία, πρέπει ο ενάγων να επικαλεσθεί ότι ο εκδότης-εναγόμενος εξέδωσε την επιταγή αυτή δόλια, δηλ. ενώ γνώριζε (ΑΠ 740/2001 ΕλλΔνη 43.733) ότι δεν είχε τα διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνο έκδοσης και εμπρόθεσμης εμφάνισης προς πληρωμή, ήτοι γνώση και θέληση για την έκδοση επιταγής που είναι ακάλυπτη, (ΑΠ 858/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 891/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 671/2013 ΤΝΠ Νόμος), αποδεχόμενος ο εκδότης το ενδεχόμενο έστω αυτό (ΑΠ 1069/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 671/2013 ό.π., ΑΠ 1051/2012, ΜονΕφΛαρ 7/2017 ΤΝΠ Νόμος), χωρίς να επηρεάζεται το αξιόποινο της πράξης του από λόγους αναγόμενους στην αιτία έκδοσης και μεταβίβασης της ακάλυπτης επιταγής. Δικαιούχος της αποζημίωσης είναι κάθε νόμιμος κομιστής της επιταγής κατά το χρόνο της εμφανίσεώς της και βεβαιώσεως της μη πληρωμής, εφόσον αυτός είναι ο ζημιωθείς. Τα ανωτέρω στοιχεία πρέπει να διαλαμβάνονται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία διώκεται κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις αποζημίωση του κομιστή μη πληρωθείσας, αν και νομοτύπως και εμπροθέσμως εμφανισθείσας, επιταγής, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με άρθρα 79 του Ν.5960/1933 και 914 ΑΚ, για το ορισμένο και νόμω βάσιμο της αγωγής αυτής (ΑΠ 25/2000 ΕλλΔνη 41.712, ΕφΠειρ 415/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 109/2009 ΔΕΕ 2010.452, ΕφΠειρ 621/2010 ΔΕΕ 2010 1324, ΕφΑθ 3835/2009 ΔΕΕ 2010.1205). Εξάλλου, σε περίπτωση άσκησης της αγωγής με βάση την αδικοπραξία, εκ των άρθρων 914, 297, 340, 345 και 346 ΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι η τοκοφορία δεν ξεκινά από την επομένη της εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή και μη πληρωμής της (ΕφΘρ 104/1990 Αρμ 1992.25), ούτε από τον χρόνο που τελέστηκε η αδικοπραξία, αλλά μόνον από τότε που ο οφειλέτης κατέστη υπερήμερος, δηλ. όπως και κάθε οφειλέτης εξ αδικοπραξίας, ο εκδότης-οφειλέτης καθίσταται υπερήμερος αφ’ ης οχληθεί από τον δανειστή-κομιστή είτε εξωδίκως είτε δικαστικώς, διά επιδόσεως καταψηφιστικής περί αποζημιώσεως αγωγής, κατά την ΑΚ 346 (ΑΠ 286/1986 ΕλλΔνη 27.1111, ΕφΘεσ 171/1995 ΔΕΕ 1995.531). Η διάταξη του άρθρου 45 αριθ.2 του Ν.5960/1933 για οφειλή τόκων από την ημέρα της εμφάνισης της επιταγής έχει εφαρμογή μόνο όταν ασκείται αξίωση από επιταγή κι όχι από αδικοπραξία (ΕφΠειρ 665/1999 ΕλλΔνη 41.491, ΕφΑθ 6922/1994 ΕΕμπΔ 95.250, ΕφΑθ 5407/1982 Αρμ 1983.783). Σύμφωνα με τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 79 §1 του Ν.5960/1933 δεν αποτελεί στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του προβλεπόμενου από αυτήν εγκλήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, η «εν γνώσει» του δράστη έκδοσή της, ελλείψει των αντίστοιχων διαθέσιμων κεφαλαίων. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού περιλαμβάνει μία πράξη, δηλ. την έκδοση της επιταγής, και μία παράλειψη, δηλ. την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων στην πληρώτρια τράπεζα. Η γνώση όμως και η υπαιτιότητα απαιτούνται από την ΑΚ 914. Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 28, 29, 40, 52, 56, 60 Ν.5960/1933, 240, 241 παρ.1 ΑΚ προκύπτει ότι η επιταγή είναι πάντοτε πληρωτέα εν όψει, ακόμη και όταν είναι μεταχρονολογημένη (ΑΠ 218/1962 ΝοΒ 10.80, ΕφΑθ 6999/1990 ΕλλΔνη 31.1519). Ο εκδότης της ακάλυπτης επιταγής είναι υποχρεωμένος, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, σε αποζημίωση του κομιστή, κι αν ακόμη η επιταγή είναι μεταχρονολογημένη. Από τον συνδυασμό της άνω διάταξης και των άρθρων 914, 297, 298, 300 ΑΚ, συνάγεται ότι ο εκδότης επιταγής που δεν πληρώθηκε, διότι κατά τον χρόνο έκδοσης ή πληρωμής της ο ίδιος δεν είχε αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια προς πληρωμή, ζημιώνει με τον τρόπο αυτό παράνομα και υπαίτια τον κομιστή, ο οποίος την εμφάνισε εμπρόθεσμα για πληρωμή και αυτό βεβαιώθηκε αρμοδίως στο σώμα της επιταγής. Ο εκδότης ακάλυπτης επιταγής ευθύνεται και ατομικώς σε αποζημίωση για τις παράνομες πράξεις του έναντι τρίτων, αφού κατά την ΑΚ 914, ο παρά τον νόμο ζημιώσας άλλον υπαιτίως υποχρεούται σε αποζημίωσή του. Επομένως, ο εκδότης καθίσταται υπεύθυνος του αδικήματος του άρθρου 79 του Ν.5960/1933 και προκαλεί αιτιωδώς ισόποση ζημία στον υπέρ ου δικαιούχο της επιταγής κατά το ποσό αυτής, για την οποία ενέχεται και προσωπικώς, με βάση τα άνω άρθρα, σε συνδυασμό προς την ΑΚ 71, κατά το οποίο, το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που, κατά τις ΑΚ 65, 67 και 68 (ΕφΑθ 9364/2000 ΕλλΔνη 2004.541), το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν τη βούληση του, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έλαβε χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί, και παράγει υποχρέωση προς αποζημίωση, ενώ το υπαίτιο πρόσωπο ενέχεται επιπλέον σε ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο και ανεξαρτήτως αυτού (ΑΠ 1604/2004 Νόμος,ΑΠ 838/2002 ΝοΒ 2003.43, ΕφΠειρ 131/2004 ΔΕΕ 2004.560, ΕφΠατρ 46/2004 ΕπΕμπΔ 2004.396). Επειδή η διάταξη του άρθρου 71 ΑΚ έχει εφαρμογή και επί των ανωνύμων εταιρειών, προκύπτει ότι το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που, κατά τις ΑΚ 65, 67 και 68 (ΕφΑθ 9364/2000 ΕλλΔνη 2004.541), το αντιπροσωπεύουν και εκφράζουν τη βούληση του, εφόσον αυτές έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί, και παράγεται υποχρέωση προς αποζημίωση, ενώ το υπαίτιο πρόσωπο ενέχεται επιπλέον εις ολόκληρον με το νομικό πρόσωπο και ανεξαρτήτως αυτού (ΑΠ 1604/2004 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 838/2002 ΝοΒ 2003.43, ΕφΠειρ 131/2004 ΔΕΕ 2004.560, ΕφΠατρ 46/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004.396), σε περίπτωση που η πράξη του είναι υπαίτια και ζημιογόνα, γι’ αυτό μπορεί να εναχθεί και αυτοτελώς από τον δικαιούχο της αποζημίωσης (ΑΠ 838/2002 ΝοΒ 2003.43, ΕφΑθ 5661/2003 ΕλλΔνη 2004.536). Επί εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής στο όνομα της ΑΕ ο υπογράψας ως εκπρόσωπός της, διευθύνων σύμβουλος ή άλλο μέλος του ΔΣ, ευθύνεται και ο ίδιος από αδικοπραξία (ΑΠ 51/1992, ΕφΠειρ 822/2003 ό.π., ΕφΠειρ 665/1999 ΕλλΔνη 41.491, ΕφΑθ 4704/1998 ΕλλΔνη 39.1365, ΕφΑθ 1857/1998 ΕλλΔνη 39.904, ΕφΠειρ 238/1997 ΕΕμπΔ 97.300, βλ. Μάρκου, “Το Δίκαιο της Επιταγής”, έκδ.1995, σελ.311, Πασσιά, “Το Δίκαιο της ΑΕ” παρ.548, 561). Ως όργανο δε του νομικού προσώπου, μεταξύ των οποίων είναι και η ανώνυμη εταιρεία νοούνται όχι μόνο τα πρόσωπα που διοικούν το νομικό πρόσωπο, αλλά και εκείνα των οποίων οι εξουσίες συναλλαγής με τρίτους προσδιορίζονται στο καταστατικό, τη συστατική πράξη και τον κανονισμό λειτουργίας του νομικού προσώπου ακόμη και όταν τα πρόσωπα αυτά δεν μετέχουν στη διοίκηση του τελευταίου (ΑΠ 1536/2000 ΕλλΔνη 42.1305, ΑΠ 1615/1999 ΕλλΔνη 41.429, ΕφΑθ 6256/2000 ό.π., ΕφΑθ 4704/1999 ΤΝΠ Νόμος). Ειδικότερα, επί ανώνυμης εταιρείας, οι διοικούντες αυτήν (πρόεδρος, διευθύνων σύμβουλος ή άλλο μέρος του ΔΣ) δεν έχουν μεν προσωπική υποχρέωση για τα χρέη της εταιρίας, είναι όμως δυνατή η ευθύνη τους προσωπικά από αδικοπραξία κατ’άρθρο 914 ΑΚ. Η αρχή της μη ευθύνης των καταστατικών οργάνων ανώνυμης εταιρίας δεν ισχύει όταν υπάρχει πταίσμα αυτών από αδικοπραξία με βάση τις γενικές αρχές (άρθρο 914 ΑΚ), οπότε υπάρχει στην περίπτωση αυτή ευθύνη τους (ΑΠ 1069/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1051/2012 ΤΝΠ Νόμος, AΠ 1083/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 2026/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΛαρ 93/2016 ΔΕΕ 2017.244, ΕφΠειρ 415/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΛαρ 7/2017 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 219/2015 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Πασσιά, Το Δίκαιο της ΑΕ, παρ. 548, 561, Λεβαντή, Το Δίκαιο των Εμπορικών Εταιριών, έκδ.1994, σελ. 562). Ασκώντας δε την αξίωση προς αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, παρέχεται στον κομιστή της επιταγής η ευχέρεια (ΑΠ 133/2001 ΕλλΔνη 42.699, ΕφΑθ 589/2004 ΕλλΔνη 2004.860, ΕφΘεσ 308/1998 ΔΕΕ 1998.304, ΕφΠειρ 946/1998 ΔΕΕ 3.99) να σωρεύσει ταυτόχρονα και αίτημα προσωπικής κράτησης κατά του εναγομένου εκδότη της ακάλυπτης επιταγής, εφόσον αυτός είναι υπαίτιος και με γνώση εξέδωσε την ακάλυπτη επιταγή, κατά την τακτική διαδικασία, θεμελιωμένο στο άρθρο 1047 ΚΠολΔ (ΑΠ 1536/2000 ΕλλΔνη 2001.1306, ΕφΘεσ 2667/2002 ΔΕΕ 2003.1354, ΕφΑθ 7351/2001 ΔΕΕ 2002.70, ΕφΠειρ 238/1997 ΕλλΔνη 38.1694). Εξ αυτού συνάγεται ότι προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων απαγγέλλεται, εκτός από τις περιπτώσεις που ορίζει ρητώς ο νόμος, και για απαιτήσεις από αδικοπραξίες. Μόνον ο εκ των εκπροσώπων της ΑΕ που διέπραξε την αδικοπραξία, εκδίδοντας την ακάλυπτη επιταγή, υπόκειται σε προσωπική κράτηση ατομικά (ΑΠ 1536/2000 ΕλλΔνη 2001.1306, ΕφΘεσ 544/2005 Αρμ 59.880, ΕφΠατρ 46/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004.396, ΕφΘεσ 1128/2003 ΕπισκΕμπΔ 2003.1183). Η με βάση το άρθρο 1047 ΚΠολΔ προσωποκράτηση δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 του Συντάγματος, διότι τούτο αναφέρεται αποκλειστικά στις εγγυήσεις της προσωπικής ελευθερίας έναντι ποινικής διώξεως. Η προσωπική, όμως, κράτηση για χρέη δεν αποτελεί δίωξη με την έννοια της εν λόγω διατάξεως, ποινικού δηλαδή χαρακτήρα, αλλά στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης που ρυθμίζεται από το άρθρο 5 παρ.3 του Συντάγματος. Στη διάταξη αυτή βρίσκει συνταγματικό έρεισμα η διάταξη του άρθρου 1047 παρ.1 ΚΠολΔ, που προβλέπει την προσωπική κράτηση ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων (ΑΠ 414/1996 ΕλλΔνη 38.134, ΑΠ 239/1988 ΝοΒ 37.592). Σημειωτέον, ότι η προσωποκράτηση για χρέη προβλέπεται και από τις διατάξεις της από 4-11-1950 Συμβάσεως της Ρώμης «δια την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών», που κυρώθηκε με το Ν.Δ.53/74 και αποτελεί επομένως εσωτερικό ημεδαπό δίκαιο κατ’ άρθρο 28 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος. Από τις διατάξεις του άρθρου 5 της σύμβασης αυτής συνάγεται ότι επιτρέπεται να στερηθεί κάποιος της ελευθερίας του «συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίαν», μεταξύ άλλων περιπτώσεων και «εις εγγύησιν εκτελέσεως υποχρεώσεως οριζόμενης υπό του νόμου», όπως είναι προδήλως οι προβλεπόμενες από το άρθρο 1047 ΚΠολΔ. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 11 του Ν.2462/1997 «Κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα κ.λ.π.», συνάγεται ότι η προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως για την ικανοποίηση απαιτήσεων που έχουν γεννηθεί από αδικοπραξία, κατά τους όρους του άρθρου 1047 παρ.1 ΚΠολΔ δεν έχει καταργηθεί (ΑΠ 25/2000 ΕΕμπΔ 2000. 320). Η αποδοχή της προσωπικής κράτησης, όπως σε κάθε αδικοπραξία, είναι δυνητική και απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, εάν και πόση διάρκεια προσωπικής κράτησης θα επιβάλλει στον εναγόμενο ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης (ΑΠ 414/1996 ΕλλΔνη 1997.135, ΕφΘεσ 797/2004 ΔΕΕ 2004.1023, ΕφΑθ 5661/2003 ΕλλΔνη 2004.536, ΜονΠρΑθ 2918/2005 ΤΝΠ Νόμος), ύστερα από εκτίμηση διαφόρων κριτηρίων (ΕφΑθ 5916/2002 ΕλλΔνη 44.833, ΕφΑθ 6300/2000 ΔΕΕ 2001.1256, ΕφΑθ 5276/2000 ΕλλΔνη 41.1682), μεταξύ των οποίων ιδιαίτερη θέση κατέχουν το ύψος της απαιτήσεως (ΑΠ 152/2000 ΕλλΔνη 41.712, ΕφΑθ 935/2000 ΕλλΔνη 41.1391, ΕφΑθ 7832/1999 ΔΕΕ 2000.179), η βαρύτητα του ζημιογόνου γεγονότος και οι συνέπειές του, η βαρύτητα του πταίσματος του εναγομένου, τυχόν συνυπαιτιότητα του ενάγοντος, η καλή πίστη του υποχρέου, η φερεγγυότητα του οφειλέτη (ΑΠ 343/1995 ΕΕΝ 64.280), η απόκρυψη περιουσιακών του στοιχείων, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών (ΑΠ 1070/1993 ΕλλΔνη 35.1579) και οι λοιπές συνθήκες και συντρέχουσες περιστάσεις (ΑΠ 25/2000 ΕλλΔνη 41.712, ΑΠ 289/1997 ΕλλΔνη 39.326, ΕφΘεσ 797/2004 ΔΕΕ 2004.1023,ΕφΑθ 4185/2002 ΕλλΔνη 44.214, ΕφΑθ 6286/2000 ΕλλΔνη 42.202), αλλά και η διάθεση του εναγομένου να καταβάλει την οφειλή του.
Από τον συνδυασμό των άρθρων 111 παρ.2, 118 αρ.4, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού προσδιορισμού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986.275, ΕφΑθ 5788/1992 Δ 1993.686, ΕφΛαρ 233/1992 ΕλλΔνη 1992.1500), προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός της ακριβούς περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς και το ορισμένο αίτημά της, επιπλέον σαφή έκθεση των ειδικών παραγωγικών γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, η δε έλλειψη ή ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από αυτά (αοριστία) συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία ως αναγόμενη στη δημοσία τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο κι αυτεπαγγέλτως. Υπό τον ΚΠολΔ απαιτείται να τίθενται υπόψη του δικαστηρίου κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα γεγονότα, τα οποία, κατά τον νόμο, θεμελιώνουν το δικαίωμα του οποίου ζητείται η προστασία με την αγωγή, ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου της αγωγής, για να τάξει τις αναγκαίες αποδείξεις (ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 35.1582). Όταν στην αγωγή δεν περιέχονται τα ανωτέρω γεγονότα ή περιέχονται μεν, πλην όμως ασαφή ή ελλιπή, τότε η έλλειψη καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και εντεύθεν απορριπτέα, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας είτε κατόπιν προβολής ένστασης είτε αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα αναγόμενο στην προδικασία (ΚΠολΔ 111, 159 – ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 718/1998 ΕλλΔνη 40.575, ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161). Η αοριστία δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο εγγράφων ή τους μάρτυρες της δίκης ούτε από εκτίμηση αποδείξεων (ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998.325, ΕφΑθ 8609/1999 ΕλλΔνη 42.13954, ΕφΘεσ 690/1997 ΕπισκΕμπΔ 1998.189). Ποιά είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής, που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί σε απόρριψή της ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440, ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161, ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239). Περαιτέρω δε, η αθέτηση της συμβάσεως καθεαυτή δεν συνιστά αδικοπραξία, μπορεί όμως μία ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 22.505, ΑΠ 347/2010, Νόμος). Στην περίπτωση αυτή οι αξιώσεις από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλ. στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, είναι δυνατόν να συρρέουν και απόκειται στο δικαιούχο να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 347/2010, ΑΠ 1734/2009, ΑΠ 555/1999, Νόμος), όμως η ικανοποίηση της μιας επιφέρει απόσβεση και της άλλης (ΑΠ 261/1957, ΕφΠατρ. 215/2005, Νόμος), εκτός αν η άλλη έχει μεγαλύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται για το επιπλέον (βλ. Γεωργιάδη στην ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, τομ.IV, εισαγ. άρθρα 914-938, αριθ.7-10, ΕφΘεσ 2393/2008, ΕφΘεσ 1137/2008, ΕφΑθ 116/2007, Νόμος). Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως σε αποζημίωση κατά τη διάταξη αυτή αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος. Απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και προκλήθηκε πράγματι από την απάτη (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 890/2010, ΑΠ 41/2010, ΑΠ 342/2009, ΑΠ 325/2009, ΑΠ 1437/2007, ΑΠ 1516/1999 Νόμος). Η αποζημίωση στην περίπτωση αυτή και εφόσον αποδεχθεί τη δικαιοπραξία ο απατηθείς, περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία στην έκταση που δικαιούται ο ζημιωθείς σε κάθε αδικοπραξία. Η αθέτηση της επίδικης σύμβασης πώλησης δεν ιδρύει από μόνη της ευθύνη από αδικοπραξία, αφού χωρίς τη συμβατική σχέση δεν αποτελεί πράξη παράνομη (ΑΠ 850/2002, ΕφΑθ 1060/2008, ΕφΑθ 7466/2007, ΕφΔωδ 30/2004, Νόμος). Περαιτέρω, για τη θεμελίωση και της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενάγων θα πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής του να περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσής του. Ειδικότερα για την υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, απαιτείται να εκτίθενται και πραγματικά περιστατικά που να τη θεμελιώνουν, είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή, ότι από την παράνομη ενέργεια του εναγομένου επήλθε κάποιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1863/2007, ΕφΠατρ 658/2004,ΕφΛαρ 284/2004, ΕφΑθ 3534/2003 Νόμος).
- Οι ισχύουσες αρχές του εμπορικού δικαίου για την άσκηση εμπορίας μέσω παρένθετου προσώπου δεν προσήκουν στην περίπτωση, κατά την οποία ο παρένθετος είναι μία εταιρία του εμπορικού δικαίου, διότι έτσι επέρχεται κατάλυση της νομικής προσωπικότητας. Τέτοια κατάλυση μπορεί να επέλθει για συγκεκριμένους από τον νόμο προβλεπόμενους λόγους, ήτοι της συστάσεως του νομικού προσώπου όχι σπουδαίως, αλλά εικονικώς ή της άρσεως της αυτοτέλειας αυτού, λόγω καταχρηστικότητας (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012.39, ΕφΠειρ 565/2011 ΕΝΔ 2011.378, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13). Στην πρώτη περίπτωση οι υποχρεώσεις από συγκεκριμένη συναλλαγή ή από καθορισμένο πλαίσιο συναλλακτικών σχέσεων μεταφέρονται (μετακυλίονται) στο φυσικό πρόσωπο, το οποίο και μόνο υπέχει ευθύνη (ΕφΠειρ 217/2007 ΕΝΔ 35.57), ενώ εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της δεύτερης περίπτωσης ευθύνονται εις ολόκληρον το νομικό πρόσωπο με τον εταίρο ή τους εταίρους ή τους μετόχους που ενεργούν καταχρηστικά (ΟλΑΠ 2/2013 ΠειρΝομ 1/2013.48). Ο βασικός αυτός κανόνας υποχωρεί μόνο όταν, μετά από γενικότερη και συνεχή στάθμιση συμφερόντων και σκοπιμοτήτων (οικονομικών και κοινωνικών), επιβάλλεται μία άλλη νομική επιλογή (βλ. Αθ.Λιακόπουλο,Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1988, σελ.11επ., Λ.Γεωργακόπουλο, Το δίκαιο των εταιριών, Ι, σελ.41). Περαιτέρω, στην ελληνική ναυτιλία αποτελεί συνηθισμένη επιχειρηματική δραστηριότητα εκείνη που ο επιχειρηματίας, μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς μία ή περισσότερες εταιρείες στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, για την εκμετάλλευση των πλοίων για δικό τους λογαριασμό είτε άμεσα είτε με την ανάθεση της διαχειρίσεως των πλοίων τους σε άλλη εταιρεία που προϋπάρχει ή ιδρύεται για τον λόγο αυτό και ενεργεί για λογαριασμό της. Τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά κατά κανόνα και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συμμετέχει συνήθως στη διοίκησή τους και το οποίο έτσι κερδοσκοπεί έμμεσα, ως αποκλειστικός μέτοχος, με την απόληψη κερδών και την οικονομική ανάπτυξη της πλοιοκτήτριας εταιρείας (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 905/2010 ΔΕΕ 2010.1056). Η τελευταία αποτελεί αυτοτελή φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΕφΠειρ 940/2003 ΤΝΠ Νόμος), αφού διατηρεί νομική προσωπικότητα χωριστή των εταίρων ή μετόχων της, από την οποία απορρέει η περιουσιακή της αυτοτέλεια αλλά και η συνακόλουθη αποκλειστική και χωριστή από εκείνη των μελών της ευθύνη της για την αποπληρωμή των χρεών που δημιουργούνται από την εμπορική της δραστηριότητα διά της δικής της περιουσίας, η οποία και μόνον είναι υπέγγυα στους δανειστές της. Η χωριστή προσωπικότητα και η περιουσιακή αυτοτέλεια αποτελεί δημιούργημα του δικαίου και απονέμεται στα νομικά πρόσωπα, επειδή εξυπηρετεί οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτήν. Σύμφωνα με την αρχή του χωρισμού, που ακολουθείται στο ελληνικό δίκαιο, κάθε νομικό πρόσωπο είναι φορέας μόνο των δικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο αυστηρός διαχωρισμός νομικού προσώπου και μελών έχει ως συνέπεια την περιουσιακή αυτοτέλεια αυτού, αλλά και άλλες νομικές συνέπειες, όπως χωριστή ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου (άρθρο 62 ΑΚ) και χωριστή ικανότητα για δικαιοπραξία και αδικοπραξία (άρθρα 70 και 71 ΑΚ). Το νομικό πρόσωπο της εταιρείας αποτελεί ένα τεχνητό δημιούργημα του νομοθέτη με το οποίο η ισχύουσα έννομη τάξη προσδίδει προσωπικότητα σε ένα υπάρχον κοινωνικό μόρφωμα ή μια κοινωνική πραγματικότητα, τα οποία, ιδίως μέσω της σύμπραξης και της συνεργασίας των εταίρων, που αναπτύσσονται στη βάση συγκεκριμένης έννομης τάξης, αποτελούν αυτόνομη και πρωτογενή πηγή παραγωγής κοινωνικού πλούτου. Στην ένωση προσώπων το δίκαιο εξασφαλίζει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στον χρόνο οντότητα, ενώ διακρίνει απολύτως αυτήν από τα πρόσωπα που την αποτελούν. Μεταξύ των βασικών συνεπειών της νομικής προσωπικότητας είναι η ικανότητα δικαίου την οποία αποκτά το νομικό πρόσωπο, η ικανότητα δηλαδή να είναι αυτό, φορέας περιουσίας χωρισμένης από τις περιουσίες των μελών του, από την οποία απορρέει περαιτέρω και η ικανότητα ευθύνης, και δη αποκλειστικής, που σημαίνει διακριτής από την ευθύνη των μελών του νομικού προσώπου, με πρακτική συνέπεια να είναι υπέγγυα στους εταιρικούς δανειστές μόνο η περιουσία του νομικού προσώπου και όχι η περιουσία των μελών του. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του νομικού προσώπου ή αδυναμίας του ως προς την ικανοποίηση των περιουσιακών αξιώσεων των δανειστών του, οι σκοποί της χωριστής νομικής προσωπικότητας καταρχήν δεν αναιρούνται. Έτσι, η νομική προσωπικότητα δεν κάμπτεται, προκειμένου να ανακύψει ευθύνη και του φυσικού προσώπου, του οποίου τα επιχειρηματικά συμφέροντα το νομικό πρόσωπο εξυπηρετεί, από μόνο τον λόγο ότι το φυσικό πρόσωπο επέλεξε τον τύπο μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας, προκειμένου να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκεί μέσω αυτής, αφού η επιλογή του δεν είναι αθέμιτη, ώστε να δικαιολογείται η μεταφορά στον επιχειρηματία της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, δεδομένου ότι κάθε τύπος κεφαλαιουχικής εταιρείας θεσμοθετήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, προκειμένου δηλαδή να εξυπηρετούνται οι πιο πάνω οικονομικές ανάγκες των φυσικών προσώπων (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.694, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657). Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή, με την προεκτεθείσα έννοια, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιχειρηματία, που έχοντας συνάμα και την ιδιότητα του αποκλειστικού μετόχου, ελέγχει ή διοικεί την πλοιοκτήτρια ή και τη διαχειρίστρια, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Στην περίπτωση αυτή ό,τι ακριβώς δεν θέλει να έχει και δεν έχει ο εν λόγω επιχειρηματίας είναι η βούληση της εκμεταλλεύσεως του πλοίου (άμεσα) για λογαριασμό του (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183). Αντίθετα, θα είναι και εφοπλιστής, κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρείες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, το γεγονός ότι ένας επιχειρηματίας διοχετεύει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε μια μία κεφαλαιουχική εταιρεία, ΑΕ (άρθρο 47α παρ.2 του Ν.2190/1920) ή ΕΠΕ (άρθρο 43α του Ν.3190/1955) ή ναυτική εταιρεία (άρθρο 41 παρ.2 του Ν.959/1979), δεν δικαιολογεί αυτό καθ’ εαυτό την ταύτιση του επιχειρηματία αυτού με την εταιρεία και την μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, οι οποίες προσφέρουν σε αυτόν το πλεονέκτημα του περιορισμού του επιχειρηματικού κινδύνου μόνο στα κεφάλαια της εταιρείας, δεν δικαιολογεί την ταύτιση του επιχειρηματία αυτού με την εταιρεία και τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, δοθέντος ότι τα πλεονεκτήματα αυτά δόθηκαν στην περίπτωση της ναυτικής εταιρείας σκόπιμα, ώστε τα ελληνικά πλοία να προσέλθουν στην ελληνική σημαία. Και όταν ο επιχειρηματίας αξιοποιεί τους εταιρικούς αυτούς τύπους δεν ενεργεί αθέμιτα για να υποστεί ως κύρωση τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (ΟλΑΠ 5/1996, ΟλΑΠ 17/1994, ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος). Διαφορετικά βέβαια έχει το ζήτημα αν αποδειχθεί ότι οι εταιρείες αυτές: 1) είναι εικονικές, 2) ή χρησιμοποιήθηκαν ως παρένθετο πρόσωπο, με την έννοια της κάλυψης υποκρυπτόμενου προσώπου και 3) ότι δεν έχουν αναπτύξει καθόλου συναλλακτική οργάνωση και δράση ή επιχειρηματική δραστηριότητα, ότι στην πραγματικότητα τη νομή του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση ασκεί ο ως άνω επιχειρηματίας για λογαριασμό του, πράγμα το οποίο συμβαίνει ιδίως, όταν συμβάλλεται στο δικό του όνομα και αναλαμβάνει προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Από τις πιο πάνω τρείς διακριτές περιπτώσεις, η συνδρομή μεμονωμένα της δεύτερης, δηλαδή η άσκηση εμπορίας αφανώς από φυσικό πρόσωπο δια παρένθετου νομικού προσώπου, χωρίς άλλο, δεν αποδοκιμάζεται ως εμπορική πρακτική από την έννομη τάξη και αφετηριάζει μόνο τις έννομες συνέπειες: 1) της απόκτησης της εμπορικής ιδιότητας και από το κρυπτόμενο αφενός φυσικό πρόσωπο πίσω από το νομικό πρόσωπο που ενεργεί εμφανώς τις εμπορικές πράξεις και 2) την εις ολόκληρο ενοχή τόσο του φαινόμενου νομικού προσώπου σαν εμπόρου, όσο και του κρυπτόμενου πίσω από αυτό φυσικού προσώπου, για τις δημιουργούμενες από τη δράση του φαινόμενου εμπόρου ενοχές, χωρίς η καθιερούμενη αυτή εις ολόκληρον ενοχή να αποτελεί “επέκταση-μετακύλιση” των εννόμων συνεπειών του φαινόμενου νομικού προσώπου στο πλαίσιο “της παραχώρησης της νομικής προσωπικότητας” ή “της άρσης-κάμψης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου” ή “της άρσης του πέπλου-νομικού ενδύματος του φαινόμενου νομικού προσώπου” που θεμελιώνεται μόνον όταν μεσολαβεί κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξής του νομικού προσώπου με τη συνδρομή των στοιχείων που παρατίθενται κατωτέρω. Η άρση, όμως, της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προσωρινά και περιορισμένα δεν σημαίνει ταυτόχρονα και “κατάργηση” ή “άρση” της νομικής προσωπικότητας, με την έννοια ότι το εμφανές νομικό πρόσωπο ευθύνεται σε ολόκληρο με το κυρίαρχο μέλος – μέτοχο του φυσικού προσώπου, αφού παρά την προσωρινή άρση-κάμψη της αυτοτέλειάς του, το νομικό πρόσωπο παραμένει οφειλέτης και αντισυμβαλλόμενος. Για να υποστεί τις συνέπειες της άρσης ο επιχειρηματίας (φ.π.) πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και να αποδεικνύονται συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων, ακριβέστερα ότι έγινε κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους, ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται, παρίσταται είτε ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης ως θεσμού άσκησης επαγγελματικής-επιχειρηματικής δράσης στο πεδίο της εφαρμογής του Συνταγματικού Δικαίου (άρθρα 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ Συντάγματος) είτε ως κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 Α.Κ., με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας αποτελούν στην πραγματικότητα πράξεις του κυριάρχου μετόχου ή εταίρου της, οι οποίες σκοπίμως παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται προς την εταιρεία από την οποία αθεμίτως επιχειρούν να αποκοπούν. Ο κανόνας αυτός απορρέει από τη θεωρία της παραμέρισης της νομικής προσωπικότητος ή άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ή ακόμη της ταυτίσεως του νομικού προσώπου με τον υποκείμενο οργανισμό του. Η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθέντος και λειτουργούντος νομικού προσώπου δεν δικαιολογείται μόνο από τη συγκέντρωση του συνόλου ή των περισσοτέρων μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης στο πρόσωπο ενός ή από τη συμμετοχή μόνο τούτου στα όργανα της εταιρείας και την εντεύθεν καθοριστική συμβολή του στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων, ακόμη και αν το ίδιο είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρίας και την ελέγχει έτσι τυπικά (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΕφΑθ 4717/2004 ΔΕΕ 2004.1161), αφού το δίκαιο αναγνωρίζει διαφόρων τύπων μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρία (βλ. άρθρο 1§3 Κ.Ν.2190/1920, όπως αντικ. με το άρθρο 3 του Ν.3604/2007, 47α παρ.2 του Ν.2190/1920, πριν την αντικ. με το άρθρο 55 του Ν.3604/2007, 41 §2 του Ν.959/1979, 43α του Ν.3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του Π.Δ.279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική της αυτοτέλεια ως νομικό πρόσωπο έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.964, ΕφΠειρ 111/2017 ΤΝΠ Νόμος). Δεν ενεργούν αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προσφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, υποχωρεί, όμως, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προβάλλει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η μετακύληση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως ή μετακύληση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ήτοι των συνεπειών της αφερεγγυότητας (ΑΚ 335, 343, 345, 382, 383), ιδιαίτερα όταν οι αντισυμβαλλόμενοι δανειστές οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς κατάστασης, στην οποία δεν θα προέβαιναν αν γνώριζαν την πραγματικότητα και την πρόθεση καταστρατήγησης του κυρίαρχου μετόχου (ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 689/2013, ΑΠ 149/2013, ΑΠ 330/2010, ΑΠ 5/2009, ΑΠ 11/2009 ΤΝΠ Νόμος). Η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθείσας και λειτουργούσας εταιρείας δεν δικαιολογείται μόνο από την ταύτιση των συμφερόντων της προς τα αυτά του κυρίου μετόχου ή από τη συστηματική παροχή εγγυήσεων του προσώπου αυτού για λογαριασμό της εταιρείας ή τέλος από την εμφάνιση τούτου ως του ουσιαστικού φορέα της επιχείρησης με καθοριστική συμβολή στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων (ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 348/2005 ΠειρΝομ 2005.310), αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά τρόπο ασφαλώς θεμιτό (ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800) ούτε όταν το φυσικό πρόσωπο εμφανίζεται ως ουσιαστικός φορέας της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού τούτο είναι αλληλένδετο με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου. Η διατήρηση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του, έστω και αφερέγγυου, νομικού προσώπου δικαιολογείται στις περιπτώσεις αυτές, επειδή οι σκοποί για τους οποίους θεσπίστηκε εξακολουθούν να συμπορεύονται με τους σκοπούς της έννομης τάξης. Όταν, όμως, η επίκληση της χωριστής προσωπικότητας (και περιουσίας του) αντιτίθεται στις γενικές αρχές και στις αξιολογήσεις του δικαίου (ΕφΑθ 1702/2006 ΕΕμπΔ 2008.538) και υπερβαίνει τους κοινωνικούς σκοπούς, που ενόψει και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ οφείλει κυρίως να υπηρετεί το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, το οποίο, αντιθέτως, χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, ανακύπτει περίπτωση απαγορευμένης κατάχρησης του εταιρικού θεσμού, η οποία ναι μεν δεν ρυθμίζεται ειδικά στον νόμο, υπάγεται όμως στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της αντιμετωπίζονται σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 330/2010 ΕπισκΕΔ 2010.761, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657). Η χρησιμοποίηση της εταιρείας για την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών, αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, συνιστά απαγορευμένη από τον νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Ενδεικτικά, κριτήρια τέτοιας κατάχρησης αποτελούν η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας σε αντίθεση με προηγούμενη συμπεριφορά του, η σύγχυση της νομικής και εταιρικής περιουσίας, η αποφυγή παροχής εγγυήσεων του κυρίου ή μοναδικού μετόχου υπέρ του νομικού προσώπου παρά την προηγούμενη αντίθετη πρακτική του. Αλλά και η ταύτιση των συμφερόντων νομικού και φυσικού προσώπου, η κυρίαρχη θέση του φυσικού προσώπου στην εταιρεία, την οποία επιβεβαιώνει ο ίδιος με αντίστοιχη δηλωτική συμπεριφορά του, όταν συντρέχουν και με τα προαναφερθέντα ειδικά αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια, θεμελιώνουν κατάχρηση του θεσμού της νομικής προσωπικότητας, εάν ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει τον νόμο και να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτους δανειστές του, με την αποφυγή εκπλήρωσης έναντι εκείνων των κατ’ ουσίαν ατομικών υποχρεώσεών του, ιδίως δε, όταν σκοπίμως παραλλάσσονται οι πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου, ώστε να εμφανιστούν ως πράξεις της αφερέγγυας εταιρείας και γίνεται επίκληση της χωριστής προσωπικότητας της για να αποφευχθεί η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών δυνατοτήτων (ΟλΑΠ 2/2013 ΕφΑΔ 2013.228,με παρατηρήσεις Κλ.Ρούσσου, με παρατηρήσεις Σ.Μανουσάκη=ΕΕμπΔ 2013.78, με σημείωμα Ν.Ελευθεριάδη=ΕπισκΕΔ 2013.573, με σημείωμα Κ.Παμπούκη). Ενδεικτικά κριτήρια καταχρήσεως είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1) και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του βασικού μετόχου ή εταίρου (ΑΠ 1910/2009 ΕΝΔ 2010.164, βλ. Αθ.Λιακόπουλο, ό.π, σελ.92, Λ.Γεωργακόπουλος, ό.π, σελ.550, Σπ.Μούζουλα, Η ευθύνη της μητρικής επιχειρήσεως για τις υποχρεώσεις της θυγατρικής της, ΕΕμπΔ 1991.404), αφού εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες. Άλλα κριτήρια είναι το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του εταίρου και η συνολική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου, όταν δρα προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρείας ή δηλώνοντας ατομικώς την εφοπλιστική ιδιότητα (ΕφΠειρ 1253/1988 ΕΝΔ 19.106)ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εταιρείας (ΕφΑθ 11452/1986 ΕΝΔ 15.243). Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος (ΟλΑΠ 2/2013 ΝοΒ 2013.363, ΑΠ 1910/2009 ΕφΑΔ 2010.913, με παρατηρήσεις Κ.Ρήγα, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.245, ΜονΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015.537, με παρατηρήσεις Μ.Βαρελά, ΜονΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 1605/1988 ΕΝΔ 17.514, βλ. Β.Αθανασοπούλου, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΠειρΝομ 2005.389επ., I.Μάρκου, Η «άρση της αυτοτέλειας» του νομικού προσώπου ως πηγή ανασφάλειας δικαίου-Συμβολή στην ερμηνεία των διατάξεων περί εταιρικής ευθύνης, σε ΕΕμπΔ 2003.257επ., τον ίδιο, Η κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των κεφαλαιουχικών εταιρειών ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης, σε Αρμ 2003.601επ., Δ.Αυγητίδη, Η αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στις ναυτιλιακές εταιρίες, ΕπισΕμπΔ 1999.75επ., Κ.Παμπούκη, Κάμψη της νομικής προσωπικότητας σε αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία, ΕπισκΕμπΔ 2009.19επ., Α.Κιάντου-Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ.44επ., Κ.Αλεπάκο, Ο παραμερισμός (κάμψη) της νομικής προσωπικότητας της ΑΕ στη νομολογία, 1994, Αθ.Λιακόπουλο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1993, Κ.Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, σε ΝοΒ 2014.5επ., τον ίδιο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 2008, I.Πιτσιρίκο, Άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ΑΕ και καταλογισμός ευθύνης του για υποχρεώσεις του κυρίου ή του μοναδικού μετόχου του, σε ΕΕμπΔ 2007.482επ., Ν.Ελευθεριάδη, Η προστασία των δανειστών κεφαλαιουχικής εταιρίας ως πρόβλημα ευθύνης των εταίρων, 2012, Ε.Περάκη, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας και η νομολογιακή τυποποίηση, σε ΔΕΕ 1996.374επ., Ε.Καραμανάκου, σημείωμα κάτω από την ΕφΠειρ 567/2008, σε ΔΕΕ 2010.792, Δ.Τζουγανάτο, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση κεφαλαιουχικών εταιριών – Μορφές εμφάνισης και έννομες συνέπειες, 1994). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κεφαλαιουχικής εταιρίας έναντι του βασικού μετόχου ή εταίρου της δεν αρκεί απλώς η ιδιότητα του φυσικού προσώπου ως μοναδικού μετόχου ή εταίρου ή κατόχου του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων αυτής, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρεία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, αλλά απαιτείται η συνδρομή ιδιαίτερων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων και συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του βασικού μετόχου ή εταίρου κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων ιδίως της καλής πίστης, κατά καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, τα οποία πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του μόνου μετόχου ή εταίρου κεφαλαιουχικής εταιρίας για τα χρέη αυτής, ώστε να είναι αυτό ορισμένο κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ Για να υποστεί τις συνέπειες αυτές, πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και να αποδεικνύονται, συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν, ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων και δη της νομικής προσωπικότητας αυτών στην περίπτωση κατά την οποίαν η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται παρίσταται ως κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Αναγκαία είναι η ειδική μνεία στην αγωγή των συγκεκριμένων περιστατικών που ενδεικνύουν την εκ μέρους του εναγομένου κατάχρηση νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, όπως ως άνω εξειδικεύθηκαν (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 905/2010 ΕΕμπΔ ΞΒ΄.86, ΑΠ 330/2010 ΕΕμπΔ ΞΑ΄.915, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 15.804, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 811/2013 ΕΝΔ 2014.40, ΕφΠειρ 110/2013 Αρμ 2013.2400, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012.661, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.250, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792, ΕφΠειρ 213/2007 ΔΕΕ 2007.1074, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 2002.129, με παρατηρήσεις Α.Μαρκάκη, ΠολΠρΑθ 141/2011 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Κ.Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, ΝοΒ 2014.5επ. [27]). Ο μόνος ή σχεδόν μόνος κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος πλοιοκτήτριας εταιρίας δύναται να εναχθεί διά τις εκ της διαχειρίσεως του πλοίου απαιτήσεις, μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι ασκεί τον εφοπλισμό του πλοίου ή ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πλοιοκτήτριας ή εφοπλίστριας εταιρείας, κατά τα προεκτεθέντα. Στην πρώτη περίπτωση ο ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει, πλην άλλων, ότι ο εναγόμενος έχει την ιδιότητα του εφοπλιστή, ενώ στη δεύτερη δεν αρνείται ότι την ιδιότητα του πλοιοκτήτη ή εφοπλισμού έχει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, μετά της οποίας καταρτίσθηκε και η σύμβαση, στην οποία ο ενάγων στηρίζει τις απαιτήσεις του, αλλά υποστηρίζει ότι ο κυρίαρχος εταίρος-εναγόμενος χρησιμοποίησε τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας, για να αποφύγει δολίως την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Στην πρώτη περίπτωση, ενδεχομένως υπάρχει εικονικότητα του νομικού προσώπου, όπου ο ενάγων δύναται να υποστηρίξει ότι τον εφοπλισμό του πλοίου ασκεί ο εναγόμενος και όχι το νομικό πρόσωπο το φερόμενο ως πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, το νομικό πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή υφίσταται πραγματικά, πλην προβάλλεται ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειάς του λόγω καταχρηστικότητας (ΕφΠειρ 213/2007 ΔΕΕ 2007.1074, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 30.129). Σημειωτέον, η κάμψη είναι προσωρινή και περιορισμένη, δεν εξικνείται δηλαδή μέχρι του σημείου καταλύσεως της ίδιας της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, η οποία, όπως και η περιουσιακή της αυτοτέλεια, απλώς παραμερίζονται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή, με την έννοια ότι ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της ευθύνεται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον κατ’ άρθρο 481 ΑΚ για την εκπλήρωση των εκ της ζημιογόνου συναλλαγής υποχρεώσεων (άρθρο 926 ΑΚ), δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς τον βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση (ΟλΑΠ 2/2013 Νόμος, ΑΠ 9/2009 ΕλλΔνη 2009.767, ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014.138, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝΔ 2011.32).Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την παροχή έννομης προστασίας απαιτείται, εκτός από το έννομο συμφέρον, η νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη δηλαδή δικαιώματος υπερασπίσεως της υποθέσεως στην οποία δικάζεται κάποιος ως ενάγων και γενικά ως αιτούμενος έννομη προστασία (ενεργητική νομιμοποίηση) ή ως εναγόμενος (παθητική νομιμοποίηση) ή εξουσία διεξαγωγής της δίκης για συγκεκριμένο δικαίωμα ή έννομη σχέση, η οποία (νομιμοποίηση) καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσεως, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Η νομιμοποίηση είναι διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και γι’ αυτό εξετάζεται (και) αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης και κατά συνέπεια η έλλειψή της συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Έτσι, ενόψει της φύσεως της νομιμοποιήσεως ως διαδικαστικής προϋποθέσεως της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της νομιμοποίησής του, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ελλείψει (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά τον δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Πάντως, τα θεμελιωτικά, στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, πρέπει να αναγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής, για να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγομένου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο (ΑΠ 339/2010 Νόμος, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002.1680, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΘεσ 424/2010 Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372). Από τον συνδυασμό των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι, αφού η έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, στο στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητάς της, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης σε περίπτωση μη απόδειξης, στο στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος).
Με την κρινόμενη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, η ενάγουσα εταιρεία, με αντικείμενο τη ναυτιλιακή πρακτόρευση (αντιπροσώπευση) της εταιρείας με την επωνυμία «…εδρεύουσας στη Γ., για φορτηγά πλοία γραμμής και την οργάνωση χερσαίων μεταφορών με containers και με διατήρηση γραφείου στον Πειραιά, ανέλαβε με συμβάσεις από την πρώτη εναγομένη εταιρεία, διαμεταφορέα που εκτελεί μεταφορές φορτίων των πελατών της, με νόμιμο εκπρόσωπό της, πρόεδρο του ΔΣ και διευθύνοντα σύμβουλό της τον δεύτερο εναγόμενο, με βάση πολυετή συνεργασία τους, την εκτέλεση θαλασσίων μεταφορών, που εκτελούνταν από την πρακτορευόμενη ως άνω εταιρεία, και δη τον Ιανουάριο του 2016 της ανέθεσε η πρώτη εναγομένη εταιρεία την εκτέλεση θαλασσίων μεταφορών που αφορούσαν σε φορτία πελατών της συσκευασμένων σε εμπορευματοκιβώτια (containers) που παραλήφθηκαν από τους λιμένες του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης για παράδοση σε λιμένες της Αυστραλίας και της Ινδίας, οι οποίες εκτελέστηκαν προσηκόντως από την ενάγουσα και επ’ αυτών εκδόθηκαν τα σχετικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που ήταν πληρωτέα με την έκδοσή τους και εμπεριέχονται αυτούσια στην αγωγή. Ότι η συνολική αξία των τιμολογίων ανήλθε στο ποσό των 50.644,03 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ. Ότι τα ανωτέρω τιμολόγια παραμένουν μέχρι σήμερα ανεξόφλητα εκ μέρους των εναγομένων προς την ενάγουσα. Ότι σε εξόφληση της ανωτέρω οφειλής της πρώτη εναγομένης εταιρεία αποδεχόμενη αυτήν χωρίς επιφύλαξη εξέδωσε σε διαταγή της ενάγουσας τις αναφερόμενες ειδικότερα στην αγωγή επιταγές που φέρουν την υπογραφή του δεύτερου εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας. Ότι πριν την εμφάνιση των επιταγών αυτών προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, o δεύτερος εναγόμενος επικοινώνησε με την ενάγουσα για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης και ζήτησε να μην τις εμφανίσει, επειδή η πρώτη εναγομένη είχε μια προσωρινή ταμειακή δυσχέρεια και δεν είχε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο πληρωμής στον τραπεζικό λογαριασμό της, αλλά τη διαβεβαίωσε ότι δεν διατρέχουν κίνδυνο οι απαιτήσεις της, ότι η οφειλέτρια εταιρεία είναι φερέγγυα και ότι αντιθέτως, εάν τις εμφάνιζε προς πληρωμή και προέβαινε στη σφράγισή τους ως ακάλυπτων, οι δυσμενείς συνέπειες για την πιστοληπτική ικανότητά της λόγω του «ΤΕΙΡΕΣΙΑ», θα καθιστούσαν την αποπληρωμή των οφειλών της προς την ενάγουσα αν όχι αδύνατη, πάντως εξαιρετικά δυσχερή. Ότι για τους λόγους αυτούς, ο δεύτερος εναγόμενος πρότεινε και η ενάγουσα δέχθηκε υπό το καθεστώς της ανάγκης, την αντικατάσταση των ως άνω επιταγών. Ότι κάποιες άλλες επιταγές η ενάγουσα εμφάνισε νομίμως κι εμπροθέσμως προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, πλην όμως, όπως εξακριβώθηκε έπειτα από έλεγχο του τραπεζικού λογαριασμού της εκδότριας, δεν ευρέθηκαν κατά τον χρόνο πληρωμής αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια και δεν κατέστη έτσι δυνατή η πληρωμή τους λόγω έλλειψης επαρκούς υπολοίπου. Ότι πρώτη εναγομένη ουδέποτε αμφισβήτησε τη συμβατική της οφειλή προς την ενάγουσα, όπως αποδεικνύεται από τα προσαρτώμενα τιμολόγια και για τον λόγο αυτόν άλλωστε εξέδωσε τις σχετικές ως άνω επιταγές. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος με την έκδοση των ως άνω ακάλυπτων επιταγών έχει και ατομική αδικοπρακτική ευθύνη απέναντι στην ενάγουσα εταιρεία καθώς τις εξέδωσε με πλήρη γνώση ότι κατά τον χρόνο έκδοσης και πληρωμής τους η πρώτη εναγομένη ως εκδότρια αυτών δεν διέθετε τα αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια στον τραπεζικό της λογαριασμό, με αποτέλεσμα να της προκαλέσει παρανόμως και υπαιτίως ισόποση περιουσιακή ζημία. Ότι πέραν των ανωτέρω παρακλήσεων των εναγομένων, η ενάγουσα καλόπιστα, ένεκα και της πολυετούς συνεργασίας τους που ήταν απρόσκοπτη μέχρι τότε, δέχθηκε επιπλέον και άλλες επιταγές εκ μέρους τους προς αντικατάσταση ορισμένων εκ των ως άνω εκδοθεισών ακάλυπτων εκ μέρους των εναγομένων, για να μην τους προκαλέσουν πρόβλημα και απέφυγε να προβεί σε σφράγισή τους ως ακάλυπτων εντός της νόμιμης προθεσμίας. Ότι στην αντικατάσταση των εν λόγω επιταγών προέβη η ενάγουσα έχοντας πειστεί από τις ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις του δεύτερου εναγομένου ως άνω, ειδάλλως, θα είχε επιδιώξει εξ αρχής την ικανοποίηση των απαιτήσεών της από τις αντικατασταθείσες αυτές επιταγές με κάθε νόμιμο μέσο. Ότι και αυτών όμως των επιταγών δεν κατέστη πάλι δυνατή η πληρωμή τους λόγω έλλειψης υπολοίπου στον τραπεζικό λογαριασμό της εκδότριας, όπως διακριβώθηκε όταν τις εμφάνισε νομίμως κι εμπροθέσμως προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα. Ότι έτσι βρέθηκαν στα χέρια της ενάγουσας όλες οι απλήρωτες επιταγές των εναγομένων, όπως εκτίθενται ειδικότερα στην αγωγή. Ότι πέραν του ποινικού αδικήματος του άρθρου 79 του Ν.5960/1933 και της αδικοπραξίας έκδοσης ακάλυπτων επιταγών από τους εναγόμενους, με την υπογραφή του δεύτερου εξ αυτών υπό την επωνυμία και τη σφραγίδα της πρώτης εξ αυτών, κατ’ άρθρο 914 ΑΚ, επιπλέον, οι εναγόμενοι και δη ο δεύτερος εξ αυτών κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουαρίου του 2016 έως και Απρίλιο του 2016, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης αλλά και ο ίδιος ατομικά παρέστησε ψευδώς στην ενάγουσα εταιρεία ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι ήταν απόλυτα φερέγγυοι και αξιόπιστοι, ότι η πρώτη εναγόμενη εταιρεία είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια και σημαντική εμπορική δραστηριότητα και ο ίδιος μεγάλη περιουσία και ότι έτσι είχαν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τις ανειλημμένες προς τρίτους οικονομικές υποχρεώσεις τους και ότι η αμοιβή των υπηρεσιών της ενάγουσας από τις επίδικες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς φορτίων μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης θα αποπληρώνονταν με επιταγές που θα καλύπτονταν κατά την αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσής τους. Ότι δεν θα είχε προβεί η ενάγουσα στη σύναψη και εκτέλεση των εν λόγω συμβάσεων μεταφοράς επ’ ωφελεία της πρώτης εναγομένης επί των οποίων εκδόθηκαν και τα επίδικα τιμολόγια, εάν γνώριζε την αλήθεια, την οποία ο δεύτερος εναγόμενος επιμελώς και αθέμιτα της απέκρυψε εν γνώσει του, ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι ήταν κατά τον χρόνο κατάρτισης των συμβάσεων μεταφοράς σε δεινή οικονομική κατάσταση και δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσουν την αμοιβή για τις μεταφορές αυτές ούτε και τις επίδικες επιταγές, με συνέπεια η μεν ενάγουσα να υποστεί περιουσιακή ζημία ποσού 50.644,03 ευρώ, οι δε εναγόμενοι να έχουν αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, του αυτού ποσού. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος ευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη εναγομένη για το ίδιο χρηματικό ποσό εξαιτίας της αδικοπραξίας του κατ’ άρθρα 914 και 926 ΑΚ, που προκάλεσε ισόποση περιουσιακή ζημία στην ενάγουσα. Ότι εξαιτίας της αντισυμβατικής και ζημιογόνου συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης και της υπαίτιας και παράνομης συμπεριφοράς του δεύτερους εναγομένου επλήγη το κύρος, η πίστη και το μέλλον της ενάγουσας λόγω έλλειψης ρευστότητας και μείωσης της αξιοπιστίας της με συνέπεια να υποστεί και ηθική βλάβη, πέραν της περιουσιακής ζημίας της, προς αποκατάσταση της οποίας αμφότεροι οι εναγόμενοι οφείλουν να της καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση κατ’ άρθρο 932 ΑΚ το χρηματικό ποσό των 5.000 ευρώ. Με αυτό το ιστορικό, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, για τις ειδικότερα αναφερόμενες ως άνω νόμιμες αιτίες, με εκδοθησόμενη απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να της καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος το συνολικό ποσό των 50.644,03 ευρώ ως εκ της συμβατικής βάσης λόγω των ανεξόφλητων τιμολογίων και εκ της αδικοπρακτικής βάσης λόγω έκδοσης των ακάλυπτων επιταγών, ως αποζημίωση λόγω περιουσιακής ζημίας, καθώς επίσης και το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής της βλάβης εκ μέρους τους, τα οποία αρνούνται να της καταβάλουν παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της προς αυτούς, νομιμοτόκως αμφότερα τα ποσά αυτά από την επομένη έκδοσης εκάστου τιμολογίου, άλλως από την επομένη επίδοσης της κρινόμενης αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να απαγγελθεί (απειληθεί) -λόγω της αδικοπραξίας- προσωπική κράτηση έως ενός (1) έτους σε βάρος του δεύτερου εναγομένου ως μέσου αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της ενάγουσας, και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής της δαπάνης της ενάγουσας για την παρούσα δίκη.
Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στις 27-7-2017 στους εναγόμενους εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στις 28-6-2016, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και δη στη σύνοικο σύζυγο του δεύτερου εναγομένου, Ζ. Τ., στη Γ. Α., επί της οδού Ι., 24, έδρα της εναγομένης εταιρείας, για τον ίδιο ατομικά και ως νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας, (βλ. σχετ. την υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς Β. Χ., που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα), και για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. το υπ’ αριθ. … e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού 589,38 ευρώ, που δεσμεύθηκε), αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς εκδίκαση με την τακτική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ.1, 13 και 14 παρ.2, 22, 25 παρ.2, 33, 35, 37 παρ.1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, 2, 3 περ.Α και Β υποπερ.δ΄-ε΄ του Ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς), το οποίο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκασή της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 62 παρ.1, 63 παρ.1, 66 παρ.1-2 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους κι ενόψει του ότι οι εναγόμενοι, σύμφωνα με το εισαγωγικό της αγωγής, έχουν την πραγματική έδρα όπου ασκείται η κεντρική τους διοίκηση και την κατοικία τους στον Δ. Β.-Β.-Β. Αττικής (οδός Τ., .38) και στη Γ. (οδός Ι., 24), αντιστοίχως, ο δε ως άνω Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά τη 10η-1-2015. Περαιτέρω, ενόψει του ότι δεν εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), δεν τίθεται εν προκειμένω ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, που διέπει την επίδικη διαφορά, καθόσον άπαντες οι διάδικοι έχουν την έδρα και την κατοικία τους στην ημεδαπή και ελληνική ιθαγένεια, οι επίδικες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων (χαρακτηριστική παροχή/characteristic performance) συνάφθηκαν στην Ελλάδα, οι δε ακάλυπτες επιταγές εκδόθηκαν στην Ελλάδα, όπως αι τα επίδικα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, με το οποίο συνδέεται (προδήλως) στενότερα η ένδικη διαφορά μεταξύ των διαδίκων υπό οποιαδήποτε νομική της βάση και αίτημα, χωρίς άλλωστε οι διάδικοι να έχουν οποιαδήποτε αντίρρηση επ’ αυτού και βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο, το νόμω και το ουσία βάσιμο της αγωγής. Επισημαίνεται ότι στην κρινόμενη αγωγή σωρεύονται αντικειμενικά τρεις νομικές βάσεις (αιτίες): α) μία συμβατική βάση (αιτία), από τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων (containers) που αφορά την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη, βάσει της οποίας εκδόθηκαν τα συνημμένα στην αγωγή τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, β) μία αδικοπρακτική βάση (αιτία), από την αδικοπραξία που αφορά την έκδοση και κυκλοφορία ακάλυπτων επιταγών εκ μέρους της πρώτης εναγομένης ΑΕ, και συγκεκριμένα υπό την επωνυμία και τη σφραγίδα της ως εκδότριας και με την υπογραφή του δεύτερου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου της, οι οποίες είτε κατά τον χρόνο έκδοσής τους είτε κατά τον χρόνο πληρωμής τους δεν μπορούσαν να καλυφθούν, ακόμη και σε μεταγενέστερο χρόνο που αντικαταστάθηκαν με νεώτερες σε χρόνο έκδοσης επιταγές, διότι δεν υπήρχαν στον τραπεζικό λογαριασμό της τα αντίστοιχα αναγκαία διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή τους προς την κομίστρια ενάγουσα και γ) μία έτερη αδικοπρακτική βάση (αιτία), από την αδικοπραξία που αφορά την απάτη που επικαλείται η ενάγουσα ότι τέλεσε σε βάρος της ο δεύτερος εναγόμενος με ψευδείς παραστάσεις αναφορικά με τη φερεγγυότητα της πρώτης εναγομένης, ισχυριζόμενος ότι αδυνατούσε λόγω προσωρινής δυσχέρειας να καλύψει τις επιταγές αυτές, προκειμένου να αποφύγει και εν τέλει να ματαιώσει σκόπιμα και δόλια την εμφάνισης προς πληρωμή των επίδικων επιταγών εκ μέρους της ενάγουσας και εν τέλει τη σφράγισή τους ως ακάλυπτων και τη σχετική βεβαίωση στα σώματα αυτών, με συνέπεια έτσι να απολέσει η ενάγουσα την προθεσμία νόμιμης εμφάνισής τους προς πληρωμή και τα εξ αυτών νόμιμα δικαιώματά της για ικανοποίηση των απαιτήσεών της από τα εκδοθέντα ως άνω τιμολόγια για την παροχή των υπηρεσιών της προς την πρώτη εναγομένη, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη της και όφελος της τελευταίας, ισόποσο των ενσωματωμένων ποσών επί των επιταγών και των τιμολογίων αυτών. Ειδικότερα δε, εξ αυτών, η τρίτη νομική βάση (αιτία) αδικοπραξίας τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη, καθότι δεν διαλαμβάνονται κατά τρόπο ορισμένο, σαφή και ειδικό τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση της παράνομης και υπαίτιας πράξης της απάτης, και ιδίως αναφορικά με το πρόσωπο τους δεύτερου εναγομένου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 216 ΚΠολΔ, 147επ. και 914επ. ΑΚ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σχετικές αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης. Η ενάγουσα δεν εκθέτει κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, πραγματικά περιστατικά περί παραπλάνησης και εξαπάτησής της εκ μέρους του δεύτερου εναγομένου, ώστε να δύναται να στοιχειοθετηθεί περίπτωση απάτης, μη συντρεχουσών των προϋποθέσεων του νόμου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, αντιθέτως εκθέτει εντελώς αορίστως, γενικόλογα και επιγραμματικά, περί της μη εμφάνισης των επιταγών προς πληρωμή νομίμως και εμπροθέσμως, αποδίδοντας εν γένει την ευθύνη της καθυστέρησης σε παραπλάνηση και εξαπάτησή της από τον δεύτερο εναγόμενο, χωρίς να αναφέρει όμως ειδικότερα πραγματικά περιστατικά απάτης, γεγονός που προκαλεί ασάφεια και σύγχυση στον έλεγχο αυτών κατά νόμω και κατ’ ουσίαν, αλλά και για τη δυνατότητα αντίκρουσής τους από τους εναγόμενους, με προβολή των ανταποδεικτικών και αμυντικών ισχυρισμών τους (ΠολΠρΑθ 4495/2010, ΜονΠρΧίου 91/2016, ΜονΠρΡοδ 20/2012 ΤΝΠ Νόμος). Η αοριστία αυτή αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενη υπό του Δικαστηρίου ως ζήτημα δημόσιας τάξης, είναι αθεράπευτη με τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση της ενάγουσας, καθώς και με την αποδεικτική διαδικασία, με συνέπεια να καθίσταται η αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας (άρθρα 111, 118, 216 ΚΠολΔ, 147επ., 914 ΑΚ), (ΑΠ 1635/2008, ΑΠ 1056/2002, ΑΠ 216/2002, ΑΠ 1363/1997, ΑΠ 560/1979, ΕφΑθ 6731/2009, ΕφΑθ 8511/2005, ΕφΑθ 8660/2002, ΕφΘεσ 2462/1990 ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, η δεύτερη νομική βάση (αιτία) αδικοπραξίας είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι ουδόλως εκτίθεται στην αγωγή -αντιθέτως συνομολογείται από την ενάγουσα η παράλειψή της εκ μέρους της και γίνεται απόπειρα να αποδοθεί αυτή σε ευθύνη των εναγομένων- το πραγματικό γεγονός της εμφάνισης προς πληρωμή και μη πληρωμή των επίδικων επιταγών που εξέδωσε ο δεύτερος εναγόμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος, στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης οφειλέτριας ανώνυμης εταιρείας εις διαταγήν της δανείστριας ενάγουσας, για τις μεταξύ τους οφειλές από τις συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, και πολύ περισσότερο το πραγματικό γεγονός της σφράγισης αυτών των επιταγών και της βεβαίωσης της μη πληρωμής τους στο σώμα τους από τα αρμόδια όργανα της πληρώτριας τράπεζας λόγω έλλειψης επαρκούς διαθέσιμου υπολοίπου κεφαλαίων της εκδότριας στον τραπεζικό της λογαριασμό στην πληρώτρια τράπεζα, καθόσον τα συγκεκριμένα κρίσιμα γεγονότα για τη νομιμότητα της αγωγής εξ αδικοπραξίας λόγω ακάλυπτων επιταγών ουδόλως έλαβαν χώρα, συνακόλουθα, δεν νομιμοποιείται η ενάγουσα να εγείρει αγωγή και να διεκδικεί την ικανοποίηση των επίδικων αξιώσεών της υπό τη μορφή αποζημίωσής της λόγω αδικοπραξίας των εναγομένων σε βάρος της, καθότι, όπως και στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας σαφώς επισημάνθηκε, προαπαιτούμενο για το ορισμένο και το νόμω βάσιμο της αγωγής αυτής είναι η βεβαίωση επί των επίδικων επιταγών ότι εμφανίστηκαν προς πληρωμή νομίμως και εμπροθέσμως, ήτοι εντός 8ημέρου από την αναγραφόμενη σε αυτές ημερομηνία έκδοσής τους, πλην όμως δεν πληρώθηκαν και σφραγίστηκαν ως ακάλυπτες από την πληρώτρια τράπεζα, ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων. Ελλείψει αναφοράς του κρίσιμου αυτού στοιχείου η εν λόγω αγωγή τυγχάνει απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον εν προκειμένω, έστω κι αν οι επίδικες επιταγές ήταν ακάλυπτες, εφόσον δεν εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα από την ενάγουσα, ανεξαρτήτως της αιτίας που τούτο δεν συνέβη, ακόμη κι αν παραπλανήθηκε η εξαπατήθηκε από την πλευρά των εναγομένων, δεν στοιχειοθετείται το ποινικό αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτων επιταγών κατ’ άρθρο 79 του Ν.5960/1933 και συνακόλουθα, η αδικοπραξία βάσει του άρθρου 914 ΑΚ λόγω περιουσιακής της ζημίας από την έκδοση ακάλυπτων επιταγών, αφού το συγκεκριμένο αδίκημα (έγκλημα) είναι τυπικό και απαιτεί την εμπρόθεσμη και νόμιμη εμφάνιση προς πληρωμή, τη μη πληρωμή, τη σφράγιση και τη βεβαίωση αυτής επί των σωμάτων των επίδικων επιταγών, το οποίο όμως συνομολογείται από την ενάγουσα ότι δεν συνέβη, οπότε δεν δικαιούται να εγείρει και να διεκδικήσει την ικανοποίηση των επίδικων αξιώσεών της υπό αυτή τη νομική βάση της αδικοπραξίας. Η παράλειψη αυτή δεν αναπληρώνεται ούτε από το γεγονός ότι οι εναγόμενοι τυχόν αναγνωρίζουν την έκδοση των επιταγών ως ακάλυπτων ούτε ότι η Τράπεζα Eurobank Ergasias ΑΕ έχει χορηγήσει σχετική βεβαίωση στην ενάγουσα ότι οι πέντε επιταγές, ποσών 7.961,85 ευρώ, 4.800,08 ευρώ, 5.802,39 ευρώ, 11.784,93 ευρώ και 20.294.78 ευρώ, που πιστώθηκαν στον τραπεζικό λογαριασμό της με αριθμό … τη 19-9-2016 της επεστράφησαν την 21-9-2016 απλήρωτες και ασφράγιστες. Συνακόλουθα, οι αξιώσεις της ενάγουσας για αποζημίωσή της λόγω αδικοπραξίας των εναγομένων σε βάρος της εξαιτίας της έκδοσης των ακάλυπτων επιταγών, καθώς και για τη συναφή χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής της βλάβης που υπέστη από τη συμπεριφορά αυτή των εναγομένων σε βάρος της εξ αδικοπραξίας, πρέπει να απορριφθούν ως μη νόμιμες, καθώς επίσης και κάθε άλλη αξίωση από αδικοπραξία, διότι στην αγωγή ουδόλως εκτίθενται έτερα περιστατικά περί αδικοπραξίας των εναγομένων σε βάρος της ενάγουσας κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και σαφή, ώστε στοιχειοθετουμένης της νομικής βάσης της αδικοπραξίας κατ’ άρθρα 914επ. ΑΚ να δικαιούται η ενάγουσα επιδίκασης αξίωσης κατ’ άρθρα 920, 932 ΑΚ έναντι των εναγομένων, ενώ η παραβίαση και μόνο συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους των εναγομένων σε βάρος της, λόγω μη καταβολής των οφειλόμενων ποσών αμοιβής (αποζημίωσης) από τα εκδοθέντα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών εκ μέρους της προς την πρώτη εναγομένη κατά τη θαλάσσια μεταφορά των εμπορευματοκιβωτίων της, δεν συνιστά αδικοπραξία, αφού ουδόλως εκτίθενται τέτοια περιστατικά στην αγωγή (πέραν των προαναφερομένων απορριπτομένων νομικών βάσεων), είναι δε γνωστό ότι η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης δεν βρίσκει έρεισμα στην παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης, εάν δεν συντρέχει περίπτωση αδικοπραξίας και είναι σαφές από το δικόγραφο ότι ουδόλως εισάγεται νομική βάση αδικοπραξίας και δη υπό τους ειδικούς όρους της ΑΚ 920 για ν.π. ούτε είναι δυνατόν από τη συμβατική βάση της αγωγής και τη συμβατική ευθύνη των εναγομένων να ανακύψει αδικοπρακτική ευθύνη τους έναντι της ενάγουσας, καθόσον τα ίδια περιστατικά δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν αδικοπραξία όταν πρόκειται για αξίωση από συμβατική ευθύνη μεταξύ των διαδίκων. Η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση μπορεί, εκτός από την αξίωση από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαίτια (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 347/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1190/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1015/1999 ΕλλΔνη 2000.344, ΕφΠατρ 510/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 3345/1999ΝοΒ 2000.54,ΕφΘεσ 1888/1999 Αρμ 2000.621,ΠολΠρΑθ 124/2011 Νόμος). Οι αξιώσεις από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλ. στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, είναι δυνατόν να συρρέουν και απόκειται στον δικαιούχο να στηρίξει την αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 1734/2009, ΑΠ 555/1999 ΤΝΠ Νόμος), τέτοια περίπτωση όμως δεν εκτίθεται εν προκειμένω, συνακόλουθα, προδήλως μη νόμιμο και απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα της αγωγής για την επιδίκαση των ως άνω αξιώσεων της ενάγουσας, ενώ απορριπτέο ως μη νόμιμο τυγχάνει ωσαύτως και το παρεπόμενο αίτημα της απαγγελίας (απειλής) προσωπικής κράτησης σε βάρος του δεύτερου εναγομένου, αφού αμφότερες οι αδικοπρακτικές νομικές βάσεις της αγωγής απορρίφθηκαν κατά τα προδιαλαμβανόμενα. Αναφορικά δε με την πρώτη συμβατική βάση (αιτία) της αγωγής από την έκδοση τιμολογίων για την παροχή υπηρεσιών της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη, για τη θαλάσσια μεταφορά των εμπορευματοκιβωτίων της, τυγχάνει πλήρως ορισμένη (ΚΠολΔ 216) και νόμιμη μόνο έναντι της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας, ως αντισυμβαλλομένης της ενάγουσας από τις επίδικες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων (containers) της πρώτη εναγομένης από την ενάγουσα, με βάση τα επίδικα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών τα οποία η τελευταία εξέδωσε, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 107-173 ΚΙΝΔ, 297, 298, 340, 341, 345, 346, 361, 681επ. 683, 692, 694 ΑΚ, 68, 907, 908, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και πρέπει, στην έκταση που κρίθηκε νόμιμη ως άνω, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ ουσίαν. Σημειωτέον ότι η πρώτη εναγομένη είναι η μοναδική αντισυμβαλλόμενη της ενάγουσας ως προς τις ως άνω επίδικες συμβάσεις, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος, καίτοι νόμιμος εκπρόσωπός της, είναι μόνο όργανο της ανώνυμης εταιρείας (ΑΚ 70-71) και ουδόλως ευθύνεται για τα συμβατικά χρέη της έναντι τρίτων, όπως και έναντι της ενάγουσας, διότι κι αν προέβη στη σύναψη των συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς κατ’ ανάθεση της μεταφοράς των εμπορευματοκιβωτίων της πρώτης εναγομένης στην ενάγουσα, το έπραξε στα πλαίσια της εντολής και των οδηγιών που έλαβε από την πρώτη εναγομένη ΑΕ, ως όργανό της, κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων προς την εταιρεία και μόνο και όχι για τον εαυτό του ατομικά ως φυσικό πρόσωπο. Τούτο δε, ήταν σαφές και γνωστό στην ενάγουσα βεβαίως, ένεκα και της μακράς και επιτυχούς επαγγελματικής-εμπορικής συνεργασίας τους. Άλλωστε μόνο τη δική της επωνυμία (της πρώτης εναγομένης ΑΕ) αναγράφει η ενάγουσα στα εκδοθέντα από την ίδια επίδικα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών. Παρά δε την ανάμειξη του δεύτερου εναγομένου στη σύναψη των συμβάσεων αυτών ουδόλως υπήρξε αντισυμβαλλόμενος της ενάγουσας ατομικώς εκείνος, αλλά μόνο νόμιμος εκπρόσωπος της ανώνυμης εταιρείας που ήταν η πραγματική και μόνη αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας, οπότε δεν μπορεί να ενέχεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο προσωπικά και ατομικά ο δεύτερος εναγόμενος με την ατομική περιουσία του, λαμβάνοντας υπόψη τον αυστηρό διαχωρισμό του νομικού προσώπου αυτής και του φυσικού προσώπου του νομίμου εκπροσώπου της, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στις οικείες αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας. Συνακόλουθα, η αγωγή ως προς τη νομική αυτή βάση της τυγχάνει απορριπτέα ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης του δεύτερου των εναγομένων. Σημειωτέον δε ότι αναφορικά με το αίτημα-ισχυρισμό που υφέρπει στην αγωγή περί άρσης της νομικής προσωπικότητας της πρώτης εναγομένης εταιρείας στο πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου, προέδρου του ΔΣ και διευθύνοντος συμβούλου αυτής, κρίνεται απορριπτέο ως αόριστο, διότι δεν εκτίθενται στην αγωγή πραγματικά περιστατικά περί κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της εναγομένης ανώνυμης εταιρείας από τον ανωτέρω εναγόμενο ως φυσικό πρόσωπο, καθόσον απλώς αναφέρεται από την ενάγουσα αφηγηματικά και σε θεωρητικό επίπεδο χωρίς συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς της εταιρείας για την πρόκληση ζημίας σε βάρος της και αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του δεύτερου εναγομένου προς την τρίτη δανείστρια ενάγουσα. Ειδικότερα, ουδόλως εκτίθεται ότι ο δεύτερος εναγόμενος έχει ιδιότητα ως εταίρος ή κυρίαρχος μέτοχος ούτε προσδιορίζονται ειδικότερα πράξεις του κυρίαρχης διοίκησης και διαχείρισης επί της εναγόμενης εταιρείας, ενώ απαιτείται να έχει εταιρική ιδιότητα και μάλιστα ως κυρίαρχος εταίρος ή από τη συμμετοχή του σε αυτήν να εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθησή της, με παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών κυρίαρχης θέσης και μάλιστα για να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτο ή να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, ώστε να δικαιολογείται η άρση του μανδύα της νομικής προσωπικότητάς της ΑΕ για τη στοιχειοθέτηση προσωπικής ευθύνης του με την ατομική του περιουσία. Η ενάγουσα δεν εκθέτει ορισμένα στην αγωγή ότι ο δεύτερος εναγόμενος την παρέπεισε να προβεί στη σύμβαση των επίδικων συμβάσεων θαλάσσιας μεταφοράς των εμπορευματοκιβωτίων των πελατών της πρώτης εναγομένης ΑΕ, ως αντισυμβαλλομένης της, γεγονός που δεν θα είχε πράξει, εάν δεν της είχε παρουσιάσει ο εν λόγω εναγόμενος ότι εγγυάται προσωπικά με την επαρκή και φερέγγυα ατομική του περιουσία για την πλήρη συμβατική ικανοποίησή της από την αιτία αυτή, βασιζόμενος στις υποσχέσεις του αυτές και στο κλίμα σύγχυσης και ενότητας περιουσιών και επιχειρηματικής βούλησης που της είχε καλλιεργήσει παραπειστικά και δολίως εκείνος ως πραγματικός αντισυμβαλλόμενός της (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως ουδόλως εκτίθενται στην αγωγή ορισμένα, κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, ιδιαίτερα και σοβαρά ή εξαιρετικά πραγματικά περιστατικά, που να καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του δεύτερου εναγομένου και βούληση καταστρατηγήσεως των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της καλής πίστης και του δικαίου για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, κατά καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, βάσει των συνταγματικών άρθρων 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ, για να δικαιολογηθεί η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, που χρησιμοποιείται ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του ως φ.π. για τα χρέη αυτής, τα δε εκτιθέμενα δεν εμπίπτουν προδήλως στους όρους της κατάχρησης δικαιώματος του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα με τα διδάγματα της νομολογίας και τα αναφερόμενα στην αρχική νομική σκέψη της απόφασης (ΟλΑΠ 2/2013 ΕΦΑΔ 2013.228, ΟλΑΠ 2/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.694, ΑΠ 905/2010 ΔΕΕ 2010.1056, ΑΠ 330/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010.761, ΑΠ 9/2009 ΕλλΔνη 2009.767, ΑΠ 1910/2009 ΕΦΑΔ 2010.2013, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 15.800, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015.537, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014.138, ΕφΠειρ 811/2013, ΕφΠειρ 110/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012.661, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30,ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝΔ 2011.32, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.250, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792, βλ. Β.Αθανασοπούλου, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΠειρΝομ 2005.389). Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει συνολικά απορριπτέα έναντι του δεύτερου εναγομένου φ.π. ως αόριστη και ως μη νόμιμη, αντιστοίχως των ως άνω απορριπτομένων νομικών βάσεών της, βάσει των προαναφερόμενων σκέψεων της παρούσας, κατά παραδοχή των σχετικών ισχυρισμών των εναγομένων ως βάσιμων και απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της ενάγουσας, και πρέπει η ενάγουσα λόγω της ήττας της και της αντίστοιχης νίκης του δεύτερου εναγομένου να καταδικαστεί στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για την παρούσα δίκη έναντι αυτού (άρθρα 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63 παρ.1 (ι) α΄, 68 παρ.1, 84 παρ.1 του Ν.4194/2013/Κώδικας Δικηγόρων), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης, κατά παραδοχή και του σχετικού αιτήματός του. Ως εκ τούτου, αλυσιτελώς προβάλλεται και ο σχετικός ισχυρισμός της ενάγουσας περί έλλειψης πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του δεύτερου εναγομένου, διότι πέραν του ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα και για λογαριασμό του δεύτερου εναγομένου προς την ίδια πληρεξουσία δικηγόρο που παρίσταται για την πρώτη εναγομένη ανώνυμης εταιρεία, νόμιμος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο δεύτερος εναγόμενος, βάσει του πρακτικού του ΔΣ που κατατίθεται εκ μέρους τους και ενόψει του ότι καταθέτουν κοινές προτάσεις με την πρώτη εναγομένη με την ίδια πληρεξουσία δικηγόρο Αναστασία Γρίβα, δεν χρήζει καν εφαρμογής του άρθρου 105 ΚΠολΔ για την οικονομία της δίκης από κάθε άποψη, αφού η αγωγή τυγχάνει απορριπτέα στο σύνολό της έναντι του δεύτερου εναγομένου για όλους τους προδιαλαμβανόμενους ως άνω λόγους.
Περαιτέρω δε, οι εναγόμενοι με τις κοινές προτάσεις τους αρνούνται εν γένει την αγωγή, ως προς την ιστορική και νομική βάση της ισχυρίζονται δε ότι η αγωγή είναι αβάσιμη στην έκταση που αφορά τη συμβατική ευθύνη των εναγομένων από την έκδοση των επιδίκων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών και των ποσών τους, διότι ουδεμία οικονομική εκκρεμότητα προέκυψε από τη μεταξύ τους εμπορική-συναλλακτική σχέση που λειτούργησε αρμονικά επί μακρόν, ενώ τα αναγραφόμενα ποσά στα επίδικα τιμολόγια εκ μέρους της ενάγουσας δεν οφείλονται, είναι αυθαίρετα και επιδιώκουν να προσπορίσουν σε αυτήν παράνομο περιουσιακό όφελος, ότι άλλωστε, είναι ανυπόγραφα, ασφράγιστα και δεν περιέχουν ένδειξη περί αποδοχής τους εκ μέρους της πρώτης εναγομένης, αποτελούν δε εκτυπώσεις από ηλεκτρονικό υπολογιστή και μόνον, συνακόλουθα, η αγωγή στερείται αποδεικτικών μέσων και πρέπει σε κάθε περίπτωση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Κατόπιν των ανωτέρω, η ενάγουσα φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης της ιστορικής και νομικής βάσης της αγωγής, στην έκταση που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη, καθώς και των ενδίκων αξιώσεών της, κατ’ ουσίαν (ΚΠολΔ 335, 338 παρ.1).
Από την εκτίμηση του συνόλου των νομίμως προσκομιζομένων από τους διαδίκους μετ’ επικλήσεως εγγράφων, για μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα από την κρίση του Δικαστηρίου για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτοτελώς προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την υπ’ αριθ… ένορκη βεβαίωση του Α. Κ. Δ. και της Α.-Α., που ελήφθη νομότυπα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς -Κ. Κ., με επιμέλεια της ενάγουσας, ενόψει της εκδίκασης και προς απόδειξη της αγωγής της, πριν τη συζήτησή της, κατόπιν της από 27-10-2017 γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων και κλήσης προς παράσταση στους εναγόμενους, που τους επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 30-10-2017 δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της, στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία του άρθρου 422 ΚΠολΔ, χωρίς να παρασταθούν οι εναγόμενοι (βλ. υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς Β. Χ.), από την υπ’ αριθ. … ένορκη βεβαίωση του Δ. Π. Γ. Σ., που ελήφθη νομότυπα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς -Κ. Κ., με επιμέλεια της ενάγουσας, ενόψει της εκδίκασης και προς απόδειξη της αγωγής της, πριν τη συζήτησή της, κατόπιν της από 27-10-2017 γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων και κλήσης προς παράσταση στους εναγόμενους, που τους επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στις 30-10-2017 δύο (2) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες πριν από τη λήψη της, στην οποία αναφέρονται τα στοιχεία του άρθρου 422 ΚΠολΔ, χωρίς να παρασταθούν οι εναγόμενοι (βλ. υπ’ αριθ. … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς Β. Χ.), καθώς και από τα όσα συνομολογούν εν γένει οι διάδικοι, όπως διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν και όσα προέκυψαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με βάση τα πρακτικά της δίκης, όπως αναφέρονται ειδικότερα και περιοριστικά παρακάτω (άρθρα 261, 352 §1 ΚΠολΔ) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη (άρθρα 336 §4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρεία, με αντικείμενο τη ναυτιλιακή πρακτόρευση (αντιπροσώπευση) της εταιρείας με την επωνυμία «… εδρεύουσας στη Γ., για φορτηγά πλοία γραμμής και την οργάνωση χερσαίων μεταφορών με containers και με διατήρηση γραφείου στον Πειραιά, ανέλαβε με συμβάσεις από την πρώτη εναγομένη εταιρεία, διαμεταφορέα που εκτελεί μεταφορές φορτίων των πελατών της, και με νόμιμο εκπρόσωπό της, πρόεδρο του ΔΣ και διευθύνοντα σύμβουλό της τον δεύτερο εναγόμενο, με βάση πολυετή συνεργασία τους, την εκτέλεση θαλασσίων μεταφορών, από την πρακτορευόμενη ως άνω εταιρεία, και δη τον Ιανουάριο του 2016 της ανατέθηκε από την πρώτη εναγομένη εταιρεία η εκτέλεση μας σειράς θαλασσίων μεταφορών που αφορούσαν σε φορτία πελατών της συσκευασμένων σε εμπορευματοκιβώτια (containers) που παραλήφθηκαν από τους λιμένες του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης για παράδοση σε λιμένες της Αυστραλίας και της Ινδίας. Οι συμφωνημένες αυτές θαλάσσιες μεταφορές εκτελέστηκαν προσηκόντως από την ενάγουσα και επ’ αυτών εκδόθηκαν εκ μέρους της τα σχετικά τιμολόγια παροχής υπηρεσιών που ήταν πληρωτέα με την έκδοσή τους και εμπεριέχονται αυτούσια στην αγωγή. Τα τιμολόγια αυτά εκδόθηκαν από την ενάγουσα και προσκομίζονται σε αντίγραφα επισυναπτόμενα στο δικόγραφο της αγωγής ως ενιαίο σώμα με αυτήν, δεν αμφισβητούντα δε κατά τρόπο ειδικό και αντίθετο εκ μέρους των εναγομένων και ιδίως της πρώτης εξ αυτών που είναι αντισυμβαλλομένη της ενάγουσας, καθόσον δεν εκφράζονται οποιεσδήποτε συγκεκριμένες αντιρρήσεις ως προς το περιεχόμενό τους και γενικά για όσα αποδεικνύουν σχετικά με τις επίδικες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών εκ μέρους της ενάγουσας στο πλαίσιο των θαλάσσιων μεταφορών των φορτίων σε εμπορευματοκιβώτια, για λογαριασμό των πελατών της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρείας. Ο δε ισχυρισμός της τελευταίας ότι αποτελούν απλή εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, ότι δεν είναι σφραγισμένα και υπογεγραμμένα και ότι δεν φέρουν ένδειξη αποδοχής εκ μέρους της πρώτης εναγομένης συνιστά απλή άρνηση εκ μέρους της, τυγχάνει δε απορριπτέος ως αόριστος, αβάσιμος και αλυσιτελής, διότι αφενός δεν διευκρινίζει συγκεκριμένα η εναγομένη ΑΕ σε τι κατατείνει ο εν λόγω ισχυρισμός της, αφετέρου δε δεν εξηγεί επαρκώς και με πειστικό και βάσιμο τρόπο το γεγονός ότι δεν τα είχε προσβάλει ούτε καν αμφισβητήσει ποτέ μέχρι σήμερα, και ιδίως δεν αμφισβητεί καν εν προκειμένω ότι βάσει των τιμολογίων αυτών έχουν εκδοθεί αντίστοιχες επιταγές εκ μέρους της με την εταιρική σφραγίδα και επωνυμία της και την υπογραφή του δεύτερου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου της επ’ αυτών, προκειμένου να δοθούν, εις διαταγήν δε της δανείστριας ενάγουσας, σε εξόφληση της οφειλής της πρώτης εναγομένης προς αυτήν από την επίδικη συμβατική αιτία, ήτοι για την εξόφληση της αμοιβής της για τις θαλάσσιες μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων (containers), που η ενάγουσα εκτέλεσε προσηκόντως παρέχοντας τις συμφωνημένες υπηρεσίες της στο πλαίσιο της μεταξύ τους συναλλακτικής εμπορικής σχέσης, για λογαριασμό και προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών της πρώτης εναγομένης ΑΕ. Τα τιμολόγια αυτά έχουν ήδη εκδοθεί από τον μήνα Φεβρουάριο του 2016 επί πιστώσει της οφειλής της πρώτης εναγομένης, η οποία ρητώς αναγράφεται σε αυτά, ως συναλλασσόμενη με την ενάγουσα εκδότρια αυτών, ενόψει της παροχής των υπηρεσιών της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη, περιγράφονται σε αυτά με ακρίβεια και πληρότητα το είδος των θαλάσσιων υπηρεσιών της, οι επίδικες συμβάσεις μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, τα στοιχεία του πλοίου φόρτωσης που πραγματοποίησε τη μεταφορά, το δρομολόγιο, η ημερομηνία εκτέλεσης του πλου (ταξιδιού), τα έξοδα φόρτωσης φορτίου, ο αριθμός του αντίστοιχου εμπορευματοκιβωτίου, ο ναύλος, η αναλυτική περιγραφή του είδους των παρεχόμενων υπηρεσιών, η ανάλυση του οφειλόμενου ποσού αμοιβής συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ σε έκαστο εξ αυτών. Πρόκειται συγκεκριμένα για τα ακόλουθα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών με εκδότρια την ενάγουσα και κατ’ ουσίαν αποδέκτρια, έστω και σιωπηρώς, την πρώτη εναγομένη ως αντισυμβαλλομένη της… … … ……. Εάν η πρώτη εναγομένη είχε αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις θα τα είχε αντικρούσει ή αμφισβητήσει προ πολλού, δεδομένου ότι αυτά είχαν εκδοθεί κατά τα χρονικά διάστημα από 1-2-2016 έως και 8-4-2016 και δη επί πιστώσει, η δε αγωγή ασκήθηκε τον Ιούλιο του 2017, συνακόλουθα, είχε παρέλθει ικανό χρονικό διάστημα, ενώ και τα ίδια τα τιμολόγια αυτά καλύπτουν μία μακρά χρονική περίοδο και παραδίδονταν στην πρώτη εναγομένη, η οποία τα παραλάμβανε ανεπιφύλακτα, αποδεχόμενη και τις υπηρεσίες που της παρείχε η ενάγουσα ως προσηκόντως εκτελεσθείσες, χωρίς να αμφισβητήσει την οφειλή της κατ’ είδος και ποσό αμοιβής για έκαστο των τιμολογίων αυτών, πράγμα που επιχειρεί οψίμως μετά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής σε βάρος της, χωρίς ωστόσο να εξηγεί πειστικώς και βασίμως αυτή τη συμπεριφορά της, ενώ δεν αρνείται ότι έχει λάβει τις θαλάσσιες υπηρεσίες της ενάγουσας και ιδίως δεν ισχυρίζεται κατά τρόπο συγκεκριμένο, σαφή και ορισμένο ότι έχει εξοφλήσει τυχόν την οφειλή της από τα αναγραφόμενα σε αυτά τα τιμολόγια ποσά προς την ενάγουσα. Άλλωστε, ουδόλως προσκομίζει σχετικές αποδείξεις εξόφλησης της οφειλής της αυτής, τις οποίες θα διέθετε σε κάθε περίπτωση εάν είχε όντως εξοφλήσει την οφειλή της, θα είχε δηλαδή μεριμνήσει να έχει λάβει τέτοιες για απόδειξη της εξόφλησης και υπεράσπιση των συμφερόντων της έναντι των αξιώσεων της αντισυμβαλλομένης ενάγουσας, ενώ δεν αμφισβητεί καν το ύψος και το είδος της οφειλής της για έκαστο τιμολόγιο, αλλά ούτε και για το σύνολο του αιτούμενου με την αγωγή σε βάρος της χρηματικού ποσού. Απλώς αμφισβητεί και αρνείται εν γένει και παρελκυστικά της δίκης, το αγωγικό αίτημα της οφειλής της με βάση τα επίδικα τιμολόγια από τις μεταξύ τους συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς των εμπορευματοκιβωτίων των πελατών της με τα πλοία της ενάγουσας, γεγονός που δεν αρκεί για τη βασιμότητα των ισχυρισμών της. Εξάλλου, δεν εξηγεί σε κανένα σημείο των προτάσεών της τον λόγο που εξέδωσε τις επίδικες ακάλυπτες επιταγές και μάλιστα ορισμένες εξ αυτών σε αντικατάσταση προγενέστερων, πρόκειται δε για επιταγές που εκδόθηκαν την ίδια χρονική περίοδο με τα επίδικα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, τα ποσά των οποίων ανά ομάδες τιμολογίων όπως εκτίθενται ειδικότερα στη αγωγή αντιστοιχούν αθροιστικά στα αναγραφόμενα χρηματικά ποσά στα σώματα των επιταγών, που εκδόθηκαν εις διαταγήν της ενάγουσας ακριβώς για να καλύψουν τις οφειλές της αντισυμβαλλομένης της πρώτης εναγομένης ΑΕ προς αυτήν, προερχόμενες ακριβώς από τις επίδικες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων και για καμία άλλη νόμιμη αιτία πλην αυτής. Άλλωστε, τα ποσά των τιμολογίων ήταν απαιτητά από την έκδοσή τους και η ενάγουσα όφειλε να τα εκδώσει ανεξαρτήτως εάν θα τα εξοφλούσε η πρώτη εναγομένη αφενός μεν για αποδεικτικούς λόγους, αφετέρου δε για φορολογικούς λόγους (απόδοση ΦΠΑ), έχοντας και σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους, ένεκα της μακράς συναλλακτικής εμπορικής σχέσης τους, λόγος για τον οποίον άλλωστε, με βάση και τις προσκομιζόμενες ως άνω ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων της που καταθέτουν από ιδία αντίληψη και μετά λόγου γνώσης περί τούτων, δεν προέβη σε άμεση εμφάνιση των εκδοθεισών επιταγών προς πληρωμή τους ούτε απαίτησε κατ’ άλλον νόμιμο τρόπο τα χρηματικά ποσά της αμοιβής της που δικαιούταν για την παροχή των υπηρεσιών της, προκειμένου να μη διαταράξει τις σταθερές και μακρόχρονες εμπορικές τους συναλλαγές καθόσον τη θεωρούσε ως σταθερό, αξιόπιστο και βασικό πελάτη της. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των επιταγών που εκδόθηκαν σε εξόφληση των ποσών των τιμολογίων και των ιδίων των τιμολογίων παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε επίσης η ενάγουσα, ακόμη και ασφράγιστων, ανυπόγραφων και χωρίς ένδειξη αποδοχής τους εν προκειμένω, προκύπτει με βάση τους προαναφερόμενους λόγους κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου λαμβάνοντας υπόψη και αυτεπαγγέλτως και τα διδάγματα της νομολογίας και τα συναλλακτικά ήθη στον χώρο των εμπορικών συναλλαγών, και χωρίς απόδειξη (ΚΠολΔ 336 παρ.4, ΑΚ 173, 200, 281, 288), ότι οι συναλλαγές που αποτυπώνονταν στα εν λόγω τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, καθώς και οι αναγραφόμενες αμοιβές των συγκεκριμένων χρηματικών ποσών ανταποκρίνονταν σε πραγματικές υπηρεσίες και συμβατικές παροχές επ’ αμοιβή, οι οποίες ουδέποτε εξοφλήθηκαν από την οφειλέτρια πρώτη εναγομένη προς την δανείστρια ενάγουσα, αλλά παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της τελευταίας προς την πρώτη, παραμένουν μέχρι σήμερα ανεξόφλητες και της οφείλονται, καθόσον η πρώτη εναγομένη ΑΕ αρνείται αδικαιολόγητα να της καταβάλει τα οφειλόμενα και συμφωνημένα εξ αυτής της νομίμου συμβατικής αιτίας, χωρίς να δικαιολογεί τον λόγο της άρνησής της και χωρίς να αποδεικνύει τυχόν εξόφλησή τους, ενώ δεν αμφισβητεί καν επί της ουσίας κατά τρόπο, ειδικό, σαφή, πειστικό και βάσιμο ότι δεν τα οφείλει. Η συνολική αξία των επιδίκων τιμολογίων ανήλθε στο ποσό των 50.644,03 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ και παραμένουν μέχρι σήμερα ανεξόφλητα εκ μέρους των εναγομένων προς την ενάγουσα συμβατική οφειλή της την οποία η πρώτη εναγομένη με τα αρμόδια όργανά της (Δ.Σ., νόμιμο εκπρόσωπό της-2ο εναγόμενο) ουδέποτε αμφισβήτησε προς την ενάγουσα, όπως αποδεικνύεται από τα προσαρτώμενα τιμολόγια και για τον λόγο αυτόν άλλωστε εξέδωσε τις σχετικές ως άνω επιταγές, με συνέπεια η μεν ενάγουσα να υποστεί περιουσιακή ζημία ποσού 50.644,03 ευρώ εξαιτίας της αντισυμβατικής και ζημιογόνου συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης, η δε πρώτη εναγομένη ΑΕ να έχει αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, του αυτού ως άνω ποσού, ως αντισυμβαλλομένη που δεν εκπλήρωσε τις συμβατικές υποχρεώσεις της προς την ενάγουσα για την καταβολή της συμφωνημένης και οφειλόμενης αμοιβής της που ενσωματώνεται και αποδεικνύεται από τα επίδικα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών της.
Κατόπιν τούτων, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, ως οφειλέτρια από τις επίδικες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων (containers) των πελατών της και βάσει των εκδοθέντων επ’ αυτών τιμολογίων παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας, να καταβάλει στην ενάγουσα, ως δανείστρια, το συνολικό ποσό των πενήντα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και τριών λεπτών του ευρώ (50.644,03 ευρώ), νομιμοτόκως από τότε που έκαστο εκ των επιμέρους αναφερομένων σε έκαστο τιμολόγιο ποσών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, δηλ. από την επομένη της δήλης ημέρας έκδοσής του (καθότι είχε συμφωνηθεί να είναι όλα πληρωτέα άμα τη εκδόσει τους: ΑΚ 340, 341, 345, 361, άνευ αντίρρησης ή αμφισβήτησης εκ μέρους των εναγομένων) και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, ως οφειλόμενη αμοιβή από τις μεταξύ τους επίδικες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων (containers), με βάση τα ως άνω τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Εξάλλου, αναφορικά με το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν, κατ’ ευχέρεια του Δικαστηρίου, όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης, διότι από τις περιστάσεις της προκείμενης υπόθεσης κρίνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα εταιρεία, ένεκα της επί μακρόν μη ικανοποίησης των βάσιμων αξιώσεών της (παλαιότητας οφειλής) για την αμοιβή της από τις επίδικες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων (containers) των πελατών της πρώτης εναγομένης έναντι της τελευταίας ως αντισυμβαλλομένης της, από τις οποίες έχουν παρέλθει ήδη τρία (3) και πλέον έτη μέχρι σήμερα και ενώ έχει ήδη γίνει χρήση αυτών των υπηρεσιών εκ μέρους της πρώτης εναγομένης και των πελατών της προ πολλού για την εξυπηρέτηση της ναυτιλιακής επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, χωρίς να έχει καταβάλει οτιδήποτε για το οφειλόμενο αυτό χρηματικό ποσό αμοιβής που δικαιούται η ενάγουσα ΑΕ σε εξόφληση έστω μέρους της οφειλής της, εκτιμάται δε με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τα γνωστά διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (ΚΠολΔ 336 παρ.4), από τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην οικεία συναλλακτική αγορά, με τις καθυστερήσεις πληρωμών στο εμπόριο και στις εν γένει οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της παρούσας απόφασης τουλάχιστον κατά ένα μέρος του επιδικασθέντος ποσού υπέρ της ενάγουσας, μέχρι την τελεσίδικη δικαστική κρίση επ’ αυτής, μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην επιχειρηματική λειτουργία της και αδυναμία της να ανταποκριθεί σε τυχόν ανειλημμένες οικονομικές της υποχρεώσεις τόσο προς το προσωπικό, όσο και προς τους δανειστές της, αλλά και για την εμπορική δραστηριότητα και λειτουργία της εταιρείας, ενώ η πρώτη εναγομένη ουδόλως ανταπέδειξε αντίστοιχη δική της αδυναμία πληρωμής ή κίνδυνο για την προσωπική και οικονομική της κατάσταση από την εν μέρει εξόφληση της επιδικασθείσας σε βάρος της οφειλής προς τη δικαιούχο και νικήσασα διάδικο ενάγουσα, ένεκα και της φύσης των επίδικων αξιώσεων της ενάγουσας από εμπορικές διαφορές (άρθρα 907, 908 παρ.1 εδ.α΄ και περ.στ΄ και παρ.2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει η πρώτη εναγομένη, λόγω της ήττας της και της αντίστοιχης νίκης της ενάγουσας (άρθρα 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63 παρ.1 (ι) α΄,68 παρ.1, 84 παρ.1 του Ν.4194/2013/Κώδικας Δικηγόρων)να καταδικαστεί σε πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας στην παρούσα δίκη, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης, κατά παραδοχή και του σχετικού αιτήματός της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς όλες τις νομικές βάσεις της, έναντι του δεύτερου εναγομένου.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του δεύτερου εναγομένου, την οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων τριάντα (1.030) ευρώ, για την παρούσα δίκη.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της απόφασης, έναντι της πρώτης εναγομένης.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρεία, ως οφειλέτρια, να καταβάλει στην ενάγουσα, ως δανείστρια, το συνολικό ποσό των πενήντα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα τεσσάρων ευρώ και τριών λεπτών του ευρώ (50.644,03 ευρώ), νομιμοτόκως από την επομένη της δήλης ημέρας έκδοσης εκάστου τιμολογίου, οπότε και έκαστο εκ των αναφερομένων σε αυτά ποσών κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, ως οφειλόμενη αμοιβή από τις μεταξύ τους επίδικες συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων (containers) των πελατών της, με βάση τα επίδικα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών της ενάγουσας.
ΚΗΡΥΣΣΕΙ εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή υπέρ της ενάγουσας και κατά της πρώτης εναγομένης την ως άνω καταψηφιστική διάταξη της απόφασης, έως του ποσού των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία καθορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων εκατόν τριάντα (2.130) ευρώ, για την παρούσα δίκη.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις -8-2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ