Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

 

Αριθμός απόφασης :  3253/2019

Αριθμός κατάθεσης έφεσης: 425-233/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Αθανάσιο Πανταζόπουλο, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Προϊστάμενo της Τριμελούς Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Χρυσούλα Σαχίνη.

ΣYNEΔPIAΣE δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Μαρτίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑ : Η εταιρεία με την επωνυμία “…”, η οποία εδρεύει στην Α. του Βελγίου και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της ΓΕΩΡΓΑΛΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ με Α.Μ, … του Δ.Σ. ΑΘΗΝΩΝ, βάσει δηλώσεως κατ’ άρθρο 242§2 ΚΠολΔ.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ : 1) …, επιχειρηματίας, κάτοικος Π. Φ., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξουσίας δικηγόρου ΑΝΝΑΣ ΚΟΖΩΝΗ με A.Μ. … του Δ.Σ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ.

2) Η εταιρεία με την επωνυμία “…”, η οποία κατά το καταστατικό της εδρεύει στη Λ., πράγματι όμως στον Π…… Αττικής, στην οδό …, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριo :

Η εκκαλούσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 17-1-2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο 471-19/17-1-2019 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ προσδιορισμού : 425-233/2019) κατά της υπ’ αριθμ. 484/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, η οποία προσδιορίστηκε για να δικαστεί για την αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και γράφθηκε στο πινάκιο.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από την διάταξη του άρθρου 524§4 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 του Ν. 3994/2011 και δεν τροποποιήθηκε με το ν. 4335/2015, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, το δικαστήριο ερευνά αν η έφεση και η κλήση προς συζήτηση επιδόθηκαν σ’ αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα και, σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την έφεση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της ένδικης έφεσης και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, η δεύτερη εφεσίβλητη δεν παρουσιάστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, αν και κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς τούτο από την εκκαλούσα. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 791Β΄/29-1-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών Δημητρίου Δρακόπουλου, που προσκομίζει νόμιμα η εκκαλούσα, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και με κλήση προς συζήτηση για την ορισθείσα δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (26-3-2019), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην υπάλληλο της δικηγόρου που παραστάθηκε στην πρωτοβάθμια δίκη, η οποία επέχει θέση αντικλήτου με κατά τα άρθρα 129§1 και 143§1 ΚΠολΔ. Επομένως, η απολιπόμενη εφεσίβλητη πρέπει να δικαστεί σαν να ήταν και αυτή παρούσα.

ΙΙ. Φέρεται προς συζήτηση η από 17-1-2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ κατάθεσης στο Ειρηνοδικείο 471-19/17-1-2019 έφεση (ΓΑΚ – ΕΑΚ προσδιορισμού : 425-233/2019) κατά της υπ’ αριθμ. 484/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, η οποία ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα  495  παρ. 1 2, και 3, 513 παρ. 1, 516, 517 παρ. 1 και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης ούτε προκύπτει επίδοση της από το φάκελο της δικογραφίας με ταυτόχρονη κατάθεση του ηλεκτρονικού παραβόλου … ποσού 75 ευρώ. Εισάγεται δε αρμοδίως στο Δικαστήριο, αφού πρόκειται για έφεση κατά απόφασης Ειρηνοδικείου που αφορά δαπάνες για την χρήση πλοίου (άρθρα 17Α ΚΠολΔ και 51 §§1γ΄, 3 Β Ν. 2172/1993) και το οποίο έχει διεθνή δικαιοδοσία κατά τα άρθρα 4 και 63 §1β του Κανονισμού 1215/2012.

ΙΙΙ. α) Με τη διάταξη του άρθρου 70 του ΑΚ, που ορίζει ότι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο, καθιερώνεται ως βασική αρχή του δικαίου των νομικών προσώπων, η περιουσιακή αυτοτέλεια αυτών έναντι των μελών τους και αντιστρόφως, η οποία και αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους. Ωστόσο, η αρχή αυτή κάμπτεται κατ’ εξαίρεση, όταν ο ως άνω διαχωρισμός δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη νόμου, είτε κατά την καλή πίστη όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρο 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς υπάρξεως του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειας του. Οι περιπτώσεις καταχρήσεως της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προσλαμβάνουν στο εταιρικό δίκαιο πολλές και ποικίλες μορφές, είναι δε δυνατό να εμφανίζονται τόσο κατά το στάδιο της ιδρύσεως όσο και κατά το στάδιο λειτουργίας του νομικού προσώπου. Δεν συνιστά, υπό την ανωτέρω έννοια, καταχρηστική συμπεριφορά μόνο η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρίας ή των μεριδίων εταιρίας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνο πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρίας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996, Νόμος). Επίσης, δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητος από έναν οι περισσοτέρους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορροφήσεως των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, ούτε επίσης η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρίας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική από αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρίας, ούτε και η εμφάνιση αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρία επιχειρήσεως, αφού η εταιρία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή εκ μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρίας διασφαλίζουν αντιστοίχως και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρίας ως νομικού προσώπου. Όμως, η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρίας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστεως, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρίας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως, όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή καταχρήσεως του θεσμού της εταιρίας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρίας για να καταστρατηγήσει τον νόμο (παρακάμπτοντας υποχρεώσεις που τον δεσμεύουν ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεων του, που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων, κριτήρια δε ενδεικτικά τοιαύτης καταχρήσεως αποτελούν κυρίως η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρίας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδοτήσεως ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρίας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της συγχύσεως των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρία, όταν η εταιρία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας και η επέκταση από την εταιρία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντιστοίχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρία, ιδιαιτέρως όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρία ή τον βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σε αυτούς παραλλαγμένης καταστάσεως. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρίας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο για τις ζημιογόνες συνέπειες της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρία προς τον βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε αντιστρόφως (ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 537/2016, Νόμος). Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό εντάσσεται και αξιολογείται και η συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρίες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για τον σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρίας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρίας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Αντίθετα, ο επιχειρηματίας θα είναι και εφοπλιστής κατά την έννοια του άρθ. 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρίες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (ΟλΑΠ 2/2013, ΕφΑΔ 2013/228, ΠειρΝομ 2013.48). Όμως, διαφορετική περίπτωση αποτελεί αυτή κατά την οποία αποδεικνύεται ότι οι εταιρίες αυτές: 1) είναι εικονικές, 2) ή χρησιμοποιήθηκαν ως παρένθετο πρόσωπο, με την έννοια της κάλυψης υποκρυπτόμενου προσώπου και 3) ότι δεν έχουν αναπτύξει καθόλου συναλλακτική οργάνωση και δράση ή επιχειρηματική δραστηριότητα και ότι, στην πραγματικότητα, τη νομή του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση ασκεί ο ως άνω επιχειρηματίας για λογαριασμό του, πράγμα το οποίο συμβαίνει ιδίως, όταν συμβάλλεται στο δικό του όνομα και αναλαμβάνει προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Ειδικότερα, από τις ως άνω τρεις διακριτές περιπτώσεις, η συνδρομή μεμονωμένα της δεύτερης, δηλαδή η άσκηση εμπορίας αφανώς από φυσικό πρόσωπο δια παρένθετου νομικού προσώπου, χωρίς άλλο, δεν αποδοκιμάζεται ως εμπορική πρακτική από την έννομη τάξη και αφετηριάζει μόνον τις έννομες συνέπειες: 1) της απόκτησης της εμπορικής ιδιότητας και από το κρυπτόμενο φυσικό πρόσωπο πίσω από το νομικό πρόσωπο που ενεργεί εμφανώς τις εμπορικές πράξεις και 2) την εις ολόκληρον ενοχή τόσο του φαινόμενου νομικού προσώπου σαν εμπόρου, όσο και του κρυπτόμενου πίσω από αυτό φυσικού προσώπου, για τις δημιουργούμενες από τη δράση του φαινόμενου εμπόρου ενοχές, χωρίς η καθιερούμενη αυτή εις ολόκληρον ενοχή να αποτελεί «επέκταση – μετακύλιση» των εννόμων συνεπειών του φαινόμενου νομικού προσώπου στο πλαίσιο «της παραχώρησης της νομικής προσωπικότητας» ή «της άρσης – κάμψης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου» ή «της άρσης του πέπλου του νομικού ενδύματος του φαινόμενου νομικού προσώπου» που θεμελιώνεται μόνον όταν μεσολαβεί κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου με τη συνδρομή επιπλέον στοιχείων (βλ. ΑΠ 689/2013 ΔΕΕ 2014, 65, ΕφΠειρ 762/2013, ΕΝαυτΔ 2013/190, ΕφΠειρ 153/2008, ΕΝαυτΔ 2008/315, ΕφΠειρ 1000/2006, ΕΝαυτΔ 2007/187, ΕφΠειρ 736/2003, ΕπισκΕΔ 2004/926). Εξάλλου, δικαιοπραξία με παρένθετο πρόσωπο υπάρχει όταν επιθυμεί κάποιος να καταρτίσει ορισμένη δικαιοπραξία χωρίς να εμφανισθεί ο ίδιος και κάνει αυτό με άλλο πρόσωπο, το οποίο ενεργεί στο δικό του όνομα (δηλαδή όχι ως άμεσος αντιπρόσωπος), αλλά για λογαριασμό εκείνου που δεν εμφανίσθηκε. Η μεταξύ τρίτου και παρένθετου προσώπου καταρτισθείσα δικαιοπραξία είναι σοβαρή και όχι εικονική, έστω και αν ο τρίτος γνωρίζει ότι ο αντισυμβαλλόμενός του ενεργεί ως παρένθετο πρόσωπο. Τα αποτελέσματα από τη δικαιοπραξία επέρχονται, όπως και στην έμμεση αντιπροσώπευση, στο πρόσωπο του εμφανισθέντος (αχυρανθρώπου), αυτός δε υποχρεούται ενοχικά να μεταβιβάσει αυτά που απέκτησε στο μη εμφανισθέντα, για λογαριασμό του οποίου ενήργησε. Ο τρίτος δεν μπορεί να στραφεί κατά του μη εμφανισθέντα, εκτός των περιπτώσεων των άρθ. 72 και 982 ΚΠολΔ. Αν ο τρίτος έχει κατά του κρυπτόμενου εντολέα αγωγή από τα άρθ. 904 ή 914 ΑΚ, θα κριθεί από το κατά πόσον συντρέχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση οι όροι των διατάξεων αυτών (βλ. Γεωργιάδη/Σταθόπουλου ΑΚ, άρθ. 138 – 139 αριθ. 16 και εκεί παραπομπές, ΜΠρΠειρ 4996/2017, ΕΕμπΔ 2018.86).

β) Κατά το άρθρο 10 ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Τα επιμέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας του νομικού προσώπου είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως έδρα νοείται, κατά την προαναφερόμενη διάταξη, η πραγματική και όχι η καταστατική, δηλαδή ο τόπος, όπου είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, δηλαδή ο τόπος, στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του και ασκείται πράγματι η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις. Διάφορη εκδοχή θα καθιστούσε συνδετικό στοιχείο για την εξεύρεση του εφαρμοστέου δικαίου τη βούληση των ενδιαφερομένων. Η λύση αυτή, καίτοι γίνεται δεκτή καθόσον αφορά στις συμβατικές ενοχές (άρθ. 25 του ΑΚ, 3 και 4 της από 19-6-1980 Συμβάσεως της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», η οποία κυρώθηκε και ίσχυσε στην Ελλάδα με τον Ν. 1792/1988 «Κύρωση σύμβασης για την προσχώρηση της Ελληνικής Δημοκρατίας στη σύμβαση για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και πλέον κατά το ισχύον άρθρο 3 του Κανονισμού 593/2008 – Ρώμη Ι που την διαδέχθηκε), δεν αρμόζει, προκειμένου να κριθεί το διέπον τη σύσταση και λειτουργία του νομικού προσώπου δίκαιο. Τούτο, διότι το νομικό πρόσωπο αποτελεί υποκείμενο δικαίου, δηλαδή ενεργεί όχι μόνο μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, αλλά έναντι όλων, ώστε η σύσταση, τα όργανα και η εν γένει δράση του να ενδιαφέρουν τους τρίτους και τις συναλλαγές, όπως είναι οι μέτοχοι της εταιρίας, οι εταιρικοί δανειστές, αλλά και τα αρμόδια για τον έλεγχο των νομικών προσώπων όργανα του κράτους της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου. Επιπλέον, το συνδετικό στοιχείο της βουλήσεως των ιδρυτών (καταστατική έδρα) θα κατέληγε στον παραμερισμό στην εγχώρια έννομη τάξη κανόνων δημόσιας τάξεως, που είναι αντίθετο στη θεμελιώδη αρχή του άρθρου 3 ΑΚ. Ενόψει των ανωτέρω, η θεωρία της πραγματικής έδρας κρατεί στην ελληνική νομολογία (ΟλΑΠ 2/2003, ΕΝαυτΔ 31, 35, ΕλλΔνη 44. 388, ΟλΑΠ 2/1999, ΕΝαυτΔ 27.81, ΕλλΔνη 40.271, ΑΠ 335/2001, ΕΝαυτΔ 29.194, ΕφΠειρ 263/2001, ΕΝαυτΔ 29.202, ΕφΠειρ 161/2003, ΕΝαυτΔ 31.39, Βρέλλης, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 1988, σελ. 97 επ., βλ. εκτενώς και υπό το ενωσιακό δίκαιο Γραμματικάκη-Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, σελ. 136 επ.). Απόκλιση από τον θεσπιζόμενο κανόνα της πραγματικής έδρας του νομικού προσώπου εισάγεται α) με το άρθ. 24 παρ. 3 εδ. β΄ της κυρωθείσας με τον Ν. 2893/1954 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας της 3ης Αυγούστου 1951 μεταξύ Ελλάδος και Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, σύμφωνα με το οποίο εταιρίες που η σύστασή τους έγινε δυνάμει του νόμου και κανονισμών που ισχύουν μέσα στο έδαφος εκάστου των Συμβαλλομένων Μερών, θα θεωρούνται εταιρίες του Μέρους αυτού και θα αναγνωρίζεται η νομική τους υπόσταση στα εδάφη του άλλου Μέρους και β) με το άρθ. 1 Ν. 791/1978 «Περί διατάξεων αφορωσών το εν Ελλάδα καθεστώς των κατά το δίκαιον αλλοδαπής Πολιτείας συσταθεισών Ναυτιλιακών Εταιριών», σύμφωνα με το οποίο ναυτιλιακές εταιρίες των οποίων η σύσταση έγινε κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας, εφόσον είναι ή ήταν πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων (με εξαίρεση αυτές που είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων αναψυχής) υπό ελληνική σημαία ή είναι εγκατεστημένες ή ήθελαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθ. 25 Ν. 27/1975 (που έχει αντικατασταθεί με το άρθ. 28 Ν. 814/1978, τροποποιηθεί με το άρθ. 75 παρ. 5 Ν. 1982/1990 και αντικατασταθεί εκ νέου με το άρθ. 4 Ν. 2234/ 1994) ή των ΑΝ 89/1967 και 378/1968, διέπονται ως προς τη σύσταση και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας στην οποία βρίσκεται κατά το καταστατικό τους η έδρα τους, ανεξαρτήτως του τόπου, από τον οποίο πράγματι διευθύνονται ή διευθύνονταν εξ ολοκλήρου ή εν μέρει οι υποθέσεις τους. Η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 1 Ν. 791/1978 επεκτάθηκε και στις αλλοδαπές εταιρίες, πλοιοκτήτριες πλοίων με ξένη σημαία, εφόσον τα πλοία τους διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών του άρθ. 25 Ν. 27/1975, όπως αυτό αντικαταστάθηκε. Περαιτέρω, από τη διατύπωση του περιεχομένου του άρθρου 4 ν. 2234/1994 σαφώς προκύπτει ότι η διάταξη αυτή εφαρμόζεται επί αλλοδαπών ναυτιλιακών εταιριών που όσο πριν όσο και μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού συστήθηκαν κατά τους νόμους αλλοδαπής πολιτείας και έχουν αναθέσει την διαχείριση των με ξένη σημαία πλοίων τους σε διαχειρίστριες εταιρίες, νόμιμα εγκατεστημένες στην Ελλάδα. Με την παραπάνω διάταξη ο νομοθέτης δεν είχε σκοπό να επεκτείνει την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 791/1978 και σε εταιρίες που, ενώ αρχικά πληρούσαν τις προϋποθέσεις εφαρμογής του, έπαυσαν μεταγενέστερα να τις πληρούν. Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε καταστρατήγηση του ν. 791/1978 αφού μια αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία θα ανέθετε για μικρό χρονικό διάστημα τη διαχείριση των πλοίων της σε διαχειρίστρια εταιρία εγκατεστημένη στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 791/ 1978 και αμέσως μετά θα άλλαζε διαχειρίστρια εταιρία και θα συνέχιζε να έχει την πραγματική της έδρα στην Ελλάδα, και έτσι να καλύπτεται πάντοτε από τις ευνοϊκές διατάξεις του ν. 791/1978, παρόλο ότι είχε παύσει να πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις. Εξάλλου, σκοπός του νομοθέτη ήταν να εξασφαλίσει σταθερότητα συναλλαγών και δραστηριοτήτων μόνο σε εκείνες τις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες, που αναπτύσσουν συναλλακτική δραστηριότητα, ως εκ του ότι είναι πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες ελληνικών πλοίων ή εγκατεστημένες στην Ελλάδα κατά τον ΑΝ 89/1967 και όχι σε όλες τις αλλοδαπές ναυτιλιακές εταιρίες. Συνεπώς, αν διαπιστωθεί ότι μία ναυτιλιακή εταιρία που φέρεται ως αλλοδαπή δεν υπάγεται στη ρύθμιση του Ν. 791/1978 και βρίσκεται στην Ελλάδα χωρίς να έχουν τηρηθεί οι διατυπώσεις ιδρύσεώς της (συστάσεως και δημοσιότητας) που προβλέπει το ελληνικό δίκαιο για το συγκεκριμένο εταιρικό τύπο, η εν λόγω εταιρία είναι άκυρη και θεωρείται ως «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρία (ΟλΑΠ 2/2003 ό.π., ΟλΑΠ 2/1999 ό.π., ΟλΑΠ 461/1978, ΝοΒ 27.211, ΑΠ 335/2001 ό.π., ΑΠ 261/2001 ό.π., ΕφΠειρ 161/ 2003 ό.π.) και εφαρμόζεται στην περίπτωση αυτή το δίκαιο της πραγματικής της έδρας, δηλαδή το ελληνικό, όχι μόνο ως προς την ικανότητα δικαίου, αλλά και ως προς το σύνολο των σχέσεων που διέπουν την όλη λειτουργία της, δηλαδή και ως προς τη διαχείριση και την εν γένει λειτουργία της, την αντιπροσωπευτική εξουσία, την ευθύνη των οργάνων του νομικού προσώπου, τη λύση και την εκκαθάρισή του (ΕφΠειρ 849/2004, ΕΝαυτΔ 2005.26, ΜΠρΠειρ 4996/2017, ΕΕμπΔ 2018.86).

γ) Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 2532/1997, με τον οποίο κυρώθηκε από την Ελλάδα η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για διεθνείς συμβάσεις πώλησης που καταρτίσθηκε στην Βιέννη και ισχύει από 1.2.1999, η σύμβαση εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν εγκατάσταση σε διάφορα κράτη: α) όταν τα κράτη αυτά είναι συμβαλλόμενα και β) όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου υποδεικνύουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο συμβαλλόμενου κράτους. Η διεθνής αυτή σύμβαση περιέχει άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι, μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της, υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος. Με τις διατάξεις της ρυθμίζονται όλες οι σχέσεις των συμβαλλομένων σε συμβάσεις πώλησης κινητών, μεταξύ των οποίων και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα τους σε περίπτωση ανώμαλης εξέλιξης της ενοχής, ανάγοντας σε ενιαίο και μοναδικό λόγο ευθύνης του πωλητή την αθέτηση της σύμβασης, όρο που αποδίδει συνολικά κάθε μορφή μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης όλων των υποχρεώσεων που απορρέουν για τα μέρη από τη σύμβαση πώλησης ή από τη σύμβαση. Ειδικότερα, η σύμβαση δεν περιέχει κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου (κανόνες συγκρούσεως), αλλά άμεσα εφαρμοστέους κανόνες ουσιαστικού δικαίου, οι οποίοι μέσα στο πλαίσιο του πεδίου εφαρμογής της Σύμβασης υπερισχύουν των αντίστοιχων διατάξεων των εθνικών δικαίων (άρθρο 28 παρ. 1 Συντ. 1975). H Σύμβαση δεν περιέχει αναγκαστικό δίκαιο, αλλά, αντίθετα, σε αυτήν επιβεβαιώνεται η θεμελιώδης αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, επιτρέπει δηλαδή στα μέρη (άρθρο 6) να συμφωνήσουν ρυθμίσεις που αποκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Σύμβασης ή ακόμη και να αποκλείσουν εντελώς την εφαρμογή της με ρητή συμφωνία τους (Απ.Γεωργιάδη, ΕνοχΔ ΕιδΜ Ι, σελ. 159). Εννοείται, όμως, ότι όταν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία κατά τα ως άνω, εφαρμόζονται οι διατάξεις της εν λόγω σύμβασης. Η Σύμβαση της Βιέννης εφαρμόζεται σε συμβάσεις πώλησης ή προμήθειας κινητών πραγμάτων (δηλαδή είτε έτοιμων είτε μελλόντων να κατασκευασθούν) μεταξύ μερών που έχουν κατά τον χρόνο κατάρτισης της σύμβασης την εγκατάσταση τους (ή τη συνήθη διαμονή τους, άρθρο 10 στοιχ. β΄) σε διαφορετικά κράτη, εφόσον αυτά είναι «συμβαλλόμενα κράτη». Ακόμη, η σύμβαση εφαρμόζεται όταν οι κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου οδηγούν στην εφαρμογή του δικαίου ενός συμβαλλόμενου κράτους (άρθρο 1). Η εν λόγω σύμβαση, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, ρυθμίζει στην ουσία την κατάρτιση της πώλησης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών και τις συνέπειες της αθέτησης της. Ειδικότερα, ο πωλητής, τόσο στην πώληση γένους, όσο και στην πώληση είδους, έχει κύρια συμβατική υποχρέωση: α) να παραδώσει τα κινητά πράγματα, β) να μεταβιβάσει την επ’ αυτών κυριότητα και γ) να εγχειρίσει τα σχετικά έγγραφα (άρθρο 30). Ο αγοραστής, από την άλλη μεριά, έχει κύρια συμβατική υποχρέωση να καταβάλει το τίμημα και μάλιστα στην κατοικία του πωλητή (κομίσιμο χρέος, άρθρο 57 παρ. 1 περ. α΄) και Β) σε αντίθεση με την άποψη που επικρατεί στον ΑΚ, να παραλάβει το πράγμα (ΕφΛαμ 63/2006 ΕπισκΕΔ 2006,1108, ΕφΠειρ 734/2012, ΔΕΕ 2013.160). Η πληρωμή δε του τιμήματος πρέπει να γίνει κατά το χρόνο που έχει ορισθεί στη σύμβαση πωλήσεως ή που προκύπτει από αυτήν και τη Σύμβαση της Βιέννης, χωρίς να απαιτείται πρόσκληση ή συμμόρφωση προς οποιεσδήποτε διατυπώσεις εκ μέρους του πωλητή (άρθρο 59). Από το συνδυασμό δε των άρθρων 59, 74, 78 και 79 της Σύμβασης της Βιέννης προκύπτει ότι εάν ο αγοραστής καθυστερεί να καταβάλει το τίμημα, ο πωλητής έχει για το χρονικό διάστημα της καθυστερήσεως αξίωση για καταβολή τόκων επί του καθυστερούμενου ποσού, χωρίς να απαιτείται όχληση ή υπαιτιότητα του αγοραστή, ούτε ζημία του πωλητή (Κορνηλάκης, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο I εκδ. 2002, σελ. 154 επ., Απ.Γεωργιάδης, ΕνοχΔ ΕιδΜ Ι, σελ. 159). Τέλος, η σύμβαση θα πρέπει να ερμηνεύεται αυτόνομα, ενώ ζητήματα που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της και δεν ρυθμίζονται θα πρέπει να επιλύονται με αναγωγή στις γενικές αρχές της και αν αυτό δεν είναι εφικτό τα εν λόγω ζητήματα επιλύονται κατά τους κανόνες του ιδιωτικούς διεθνούς δικαίου του δικάζοντος δικαστή (άρθρο 7§2 Σύμβασης – Απ.Γεωργιάδης, ο.π., σελ. 156, Βαθρακοκοίλης, ΕρμΑΚ αρθρ. 513, αριθ. 98), όπως επί παραγραφής  (ΠολΠρΑθ 4449/2010, Νομος).

IV. Με την από 9/2/2015 και με ΓΑΚ-ΕΑΚ 801-76/2015 αγωγή της η ενάγουσα-εκκαλούσα εταιρία που εδρεύει στην Ολλανδία, ισχυρίστηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος είναι ναυτιλιακός επιχειρηματίας, βασικός μέτοχος και πρόεδρος του ΔΣ της δεύτερης εναγομένης δια της οποίας ασκούσε τον πλήρη έλεγχο και την εκμετάλλευση δι’ ίδιον όφελος και λογαριασμό του υπό σημαία Μάλτας δεξαμενόπλοιου “…”, νηολογίου Β., το οποίο, ως πληροφορήθηκε μετά τις ιστορούμενες συναλλαγές, ανήκε τύποις στην αλλοδαπή υπεράκτια εταιρία ευκαιρίας “… … …”, χωρίς οποιαδήποτε λειτουργική δομή και συναλλακτική δράση με ίδια έδρα με την δεύτερη εναγόμενη, η οποία τυγχάνει αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρία με έδρα τη Λ., μέχρι πρότινος εγκατεστημένη στην Ελλάδα δυνάμει του ΑΝ 89/1967 μέχρι τον Νοέμβριο του έτους 2015, οπότε και ανακλήθηκε η άδεια της, εμφανιζόμενη ως απλή διαχειρίστρια του πλοίου, ενώ στην πραγματικότητα ήταν η εταιρία δια της οποίας ο πρώτος εναγόμενος ασκούσε τον εφοπλισμό του εν λόγω πλοίου, με νόμιμο εκπρόσωπο τον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος λειτουργούσε κατά τον απόλυτο έλεγχο του πρώτου εναγόμενου. Ότι η δεύτερη εναγόμενη επικοινώνησε με την ενάγουσα μέσω της αντιπροσώπου της στην Ελλάδα εταιρίας με την επωνυμία “…” ζητώντας να υποβάλει η ενάγουσα προσφορά εφοδιασμού του εν λόγω δεξαμενόπλοιου, το οποίο επρόκειτο να καταπλεύσει στον λιμένα Terneuzen της Ολλανδίας. Ότι, κατόπιν συμφωνίας τους, η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στις 25 και 26/1/2013 στο παραπάνω πλοίο στον προαναφερθέντα λιμένα τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή προϊόντα, αντί συνολικού τιμήματος 7.797,18 ευρώ, και ακολούθως, ότι κατόπιν ίδιας συμφωνίας πώλησε και παρέδωσε στις 14-2-2013 στο ελλιμενιζόμενο τότε στο Rotterdam ως άνω πλοίο τα αναλυτικά αναφερόμενα στην αγωγή εμπορεύματα συνολικού ποσού 5.401,66 ευρώ, για τις οποίες (πωλήσεις) εκδόθηκαν από την ενάγουσα τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια. Ότι έναντι του συνολικού τιμήματος πώλησης ποσού (7.797,18 + 5.401,66=) 13.198,84 ευρώ ουδέν έλαβε, αντίθετα μετά τις επανειλημμένες οχλήσεις της προς την δεύτερη εναγόμενη λάμβανε διαβεβαιώσεις περί εξόφλησης της σε σύντομο χρονικό διάστημα κι ότι τον Σεπτέμβριο του 2013 πείστηκε από τις ίδιες διαβεβαιώσεις της δεύτερης εναγόμενης να μην προβεί σε λήψη ασφαλιστικών μέτρων κατά του πλοίου στον λιμένα Lome του αφρικανικού Τόγκο, όπου επρόκειτο να καταπλεύσει το πλοίο, το οποίο στη συνέχεια (Μάιο 2014) πωλήθηκε αιφνιδίως σε τρίτη εταιρία. Ότι τον Οκτώβριο του 2014 συναντήθηκε στην Αθήνα ο G. – στέλεχος της ενάγουσας με τον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος τον έπεισε να απόσχει της δικαστικής επιδίωξης της απαίτησης της ενάγουσας, διαβεβαιώνοντας τον ότι εντός είκοσι ημερών θα εξοφλούνταν η απαίτηση της ενάγουσας δίνοντας προσωπικές εγγυήσεις και διαβεβαιώσεις προς τούτο, παρά ταύτα, όμως, αντί εξοφλήσεως η ενάγουσα πληροφορήθηκε τον Νοέμβριο του 2014 ότι είχε ανακληθεί η άδεια της δεύτερης εναγομένης, κατόπιν αίτησης της που είχε κατατεθεί πριν τη συνάντηση του ανωτέρω στελέχους της ενάγουσας με τον πρώτο εναγόμενο, ήτοι σε χρόνο που αναμενόταν η διοικητική έγκριση της ανάκλησης της αδείας της. Με βάση αυτό το ιστορικό, μετά από παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τον 3° εναγόμενο αλλά και ως προς το αίτημά της για καταβολή ποσού 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθούν οι α΄ και β΄ των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητων από κοινού και εις ολόκληρον να της καταβάλουν το ισόποσο των αναφερομένων στην αγωγή ανεξόφλητων τιμολογίων ύψους 13.198,84 ευρώ ως αποζημίωση για την ζημία από την παράνομη, υπαίτια και καταχρηστική συμπεριφορά τους νομιμοτόκως από την επέλευση της ζημίας, ήτοι από το χρόνο λήξεως εκάστου τιμολογίου, άλλως από την έγερση της αγωγής της και μέχρι εξοφλήσεως και να απαγγελθεί προσωπική κράτηση ενός έτους σε βάρος του α΄ εναγομένου ως μέσου εκτέλεσης της απόφασης, άλλως και επικουρικώς να υποχρεωθούν να της καταβάλουν το παραπάνω ποσό η μεν δεύτερη ως οφειλέτρια κατά τις διατάξεις περί πωλήσεως, άλλως περί αδικαιολόγητου πλουτισμού ο δε πρώτος ως ομόρρυθμος αυτής εταίρος «εν τοις πράγμασι» νομιμοτόκως από την πάροδο 60 ημερών εκ της εκδόσεως εκάστου τιμολογίου, άλλως από την έγερση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως, καθώς και τη δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε την αγωγή ως προς αμφότερους τους εναγομένους κατά την κύρια βάση της (αδικοπραξία) ως ουσία αβάσιμη και ως αόριστη την αγωγή κατά την βάση της περί κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της β΄εναγομένης και περί εφοπλισμού, ενώ δέχθηκε την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη κατά την (επικουρική) της βάση από τη σύμβαση πώλησης, απορρίπτοντας την ένσταση παραγραφής που προέβαλε η δεύτερη εναγόμενη κατ’ άρθρο 289§3 ΚΙΝΔ, εφαρμόζοντας σε όλες τις περιπτώσεις ελληνικό δίκαιο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της εφέσεως, με τον πρώτο λόγο εφέσεως περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ως προς την απόρριψη της αγωγής της ως ουσία αβάσιμης κατά την από αδικοπραξία (κύρια) βάση της, με τον δεύτερο λόγο περί εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων περί ναυτιλιακών εταιριών κατά το νόμο 791/1978 και εντεύθεν εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής της ως προς τον πρώτο εναγόμενο κατά την επικουρική της βάση ως εν τοις πράγμασι ομορρύθμου εταίρου αυτής και με τον τρίτο λόγο περί εσφαλμένης απόρριψης της αγωγής (216 ΚΠολΔ) κατά του ίδιου (πρώτου) εναγόμενου ως αόριστης τόσο κατά την βάση της περί κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης εναγομένης, όσο και κατά την βάση αυτής περί εφοπλισμού του πρώτου εναγόμενου. Εν προκειμένω, καθώς η επίδικη διαφορά εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας τίθεται ζήτημα εφαρμοστέου δικαίου, δεδομένου μάλιστα, ότι πρόκειται περί επικουρικής σώρευσης. Ως προς την ευθύνη του πρώτου εναγομένου (φυσικού προσώπου) ως κυρίαρχου μετόχου και προέδρου της δεύτερης εναγόμενης εταιρίας, η οποία θεμελιώνεται, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, στην κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της τελευταίας, εφαρμοστέο τυγχάνει το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 10 ΑΚ, ως το δίκαιο της πραγματικής έδρας αυτής, το οποίο είναι εφαρμοστέο στην περίπτωση που η ευθύνη αυτή προϋποθέτει προηγούμενη άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου (ΕφΑθ 4801/2009, ΕλλΔνη 2010.250, ΕφΠειρ 1000/2006, ΕΝαυτΔ 2007.187, ΠολΠρΠειρ 2400/2010, ΔΕΕ 2011.56, ΠολΠρΠειρ 1673/2003, ΔΕΕ 2003.791, ΕΕμπΔ 2004.80,535), σύμφωνα με τα ισχύοντα στο ελληνικό δίκαιο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό Ια΄) σκέψη της παρούσας. Ως προς την εγκυρότητα της σύστασης και την ικανότητα δικαίου της δεύτερης εναγόμενης και, συνακόλουθα, την εις ολόκληρον ευθύνη του πρώτου εναγόμενου με αυτές, καθώς και το ζήτημα του εφοπλισμού μέσω της δεύτερης εναγόμενης επίσης εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο ως το δίκαιο της χώρας όπου βρίσκεται η πραγματική της έδρα (ΕφΑθ 4801/2009, ΕλλΔνη 2010/250, ΕφΠειρ 1000/2006, ΕΝαυτΔ 2007/187, ΠΠρΠειρ 2400/2010, ΔΕΕ 2011/56, ΠΠρΠειρ 1673/2003, ΔΕΕ 2003/791, ΕΕμπΔ 2004.80,535), ενώ στο ζήτημα της συνευθύνης του πρώτου εναγόμενου εφαρμόζεται ειδικότερα και η διάταξη του άρθρου 249 Ν. 4072/2012 (παλαιότερα άρθρο 22 ΕμπΝ), κατά την οποία οι εταίροι ευθύνονται αλληλέγγυα και εις ολόκληρον για τις υποχρεώσεις της εταιρίας (ΑΠ 1205/2001, ΕλλΔνη 43, 135, ΕφΠειρ 849/2004 ό.π., ΕφΛαρ 698/2001, ΕλλΔνη 43.814, ΕφΑθ 5395/1999, ΕλλΔνη 40.1603, ΕφΑθ 2617/1987, ΕλλΔνη 29.322, ΕφΠειρ 549/2006, Νόμος) σύμφωνα με τα ισχύοντα στο ελληνικό δίκαιο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό Ιβ΄) σκέψη της παρούσας. Όμως, ως προς την ευθύνη εκ της αδικοπραξίας των εναγομένων (κύρια βάση της αγωγής), εφαρμοστέο, σύμφωνα με την διατάξεις των άρθρου 4 παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 864/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 11ης Ιουλίου 2007 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις εξωσυμβατικές ενοχές (Ρώμη II)», τυγχάνει το ολλανδικό ουσιαστικό δίκαιο ως το δίκαιο της χώρας στην οποία επήλθε η ζημία, ενόψει του ότι η παράδοση των εμπορευμάτων στο πλοίο που αναφέρεται στην αγωγή σε αμφότερες τις ιστορούμενες περιπτώσεις στην αγωγή έλαβε χώρα σε λιμένες της Ολλανδίας, το αυτό δε ισχύει και ως προς την επικουρική βάση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, δεδομένου ότι εκεί επήλθε ο ιστορούμενος πλουτισμός των εναγομένων (άρθρο 10 ίδιου Κανονισμού, με την επισήμανση ότι ο ιστορούμενος πλουτισμός συνδέεται τόσο με την ιστορούμενη εξωσυμβατική, όσο και με την συμβατική σχέση των μερών, ενώ οι διάδικοι δεν έχουν κοινή συνήθη διαμονή, βλ. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Παπασιώπη-Πασιά/Βασιλακάκη, ο.π., σελ. 351 – 352). Τέλος, ως προς τη βάση της αγωγής από πώληση αυτή διέπεται από τη Σύμβαση της Βιέννης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό ΙΙΙγ΄) σκέψη της παρούσας, δεδομένου, μάλιστα, ότι τόσο η Ολλανδία, όσο και Λ. έχουν κυρώσει την εν λόγω Σύμβαση. Καθώς, όμως, διατάξεις για την παραγραφή δεν περιέχονται στη Διεθνή Σύμβαση της Βιέννης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων και συνακόλουθα η ρύθμιση γίνεται κατά τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 της Διεθνούς αυτής Σύμβασης, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην πρώτη (μείζονα υπό ΙΙΙγ΄) σκέψη της παρούσας, η ένσταση παραγραφής που νομίμως επαναφέρει η δεύτερη εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη με τις προτάσεις της θα κριθεί κατά τον Κανονισμό Ρώμη Ι και τον σύνδεσμο που θέτει η ειδική διάταξη του άρθρου 4§1α αυτού (ελλείψει συμφωνίας των μερών για εφαρμοστέο δίκαιο επί της συμβάσεως, ούτε και μετασυμβατικής, καθώς η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της Λ.ς). Συνεπώς, εφαρμοστέο είναι το δίκαιο της χώρας, όπου ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του και εν προκειμένω το ολλανδικό, ως εκ της καταστατικής και πραγματικής έδρας της ενάγουσας. Κατά συνέπεια, ενόψει του ότι τα έγγραφα που προσκομίζονται και οι καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων δεν επαρκούν για την ασφαλή πληροφόρηση του Δικαστηρίου περί των ρυθμίσεων του δικαίου της Ολλανδίας σχετικώς μετά προεκτεθέντα κρίσιμα ζητήματα, είναι αναγκαίο προς τούτο να προσκομιστεί με τη φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, σχετικά με το περιεχόμενο των εφαρμοστέων εν προκειμένω κανόνων του προαναφερθέντος δικαίου στα ανωτέρω ζητήματα, έγγραφο υπό τη μορφή της νομικής πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθών περί τούτου. Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 337 και 254 του ΚΠολΔ, πριν από την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υποθέσεως, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της για να προσκομιστεί η προαναφερθείσα πληροφορία, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (ΕφΠειρ 852/2013, ΔΕΕ 2013.192). Τέλος, πρέπει να καθοριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρο 505§2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και με την παρουσία των λοιπών διαδίκων.-

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας.-

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση της οριστικής απόφασης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της εφέσεως, προκειμένου να προσκομιστεί με επιμέλεια της εκκαλούσας έγγραφη γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου ή γνωμοδότηση νομομαθών (με πλήρη παράθεση του κειμένου όλων των διατάξεων που τυχόν αναπτυσσσουν ισχύ), α) ως προς τα προβλεπόμενα στο ολλανδικό δίκαιο για τέλεση αδικοπραξίας και τους όρους αυτής (ιδίως παράνομο, υπαιτιότητα, αιτιώδης σύνδεσμος, ευθύνη προστήσαντος, ζημία, παραγραφή) και δη στο πλαίσιο μη εκπλήρωσης συμβατικής ενοχής και β) ως προς το αν στον ολλανδικό κυρωτικό νόμο της Διεθνούς Σύμβασης της Βιέννης των Ηνωμένων Εθνών για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων υπάρχει πρόβλεψη σχετικά με την παραγραφή της αξίωσης του πωλητή κατά του αγοραστή για την καταβολή του τιμήματος της πώλησης ή σε περίπτωση που δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη στον ολλανδικό κυρωτικό νόμο ποιες είναι οι διατάξεις του ολλανδικού δικαίου για την παραγραφή των αξιώσεων του πωλητή κατά του αγοραστή για την καταβολή του τιμήματος της πώλησης.-

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 17.9.2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ