Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ  ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

Αριθμός απόφασης    3414   /2019

(Γενικός αριθμός κατάθεσης αγωγής:  7112/2017)

(Ειδικός αριθμός κατάθεσης αγωγής: 3514/2017)

TO MONOMEΛEΣ ΠPΩTOΔIKEIO ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΔIAΔIKAΣIA TAKTΙΚΗΣ  ΔIKΑΙΟΔOΣIAΣ

            ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή  Γεώργιο Παντελίδη, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Αθανασία Πουλοπούλου.

            ΣYNEΔPIAΣE δημόσια και στο ακροατήριό του την 9η Ιανουαρίου του 2018 για να δικάσει την υπ’ αριθ. καταθέσεως 7112/2017 και 3514/2017 αγωγή αποζημίωσης από σύμβαση αγοράς σκάφους και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, μεταξύ:

           ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) E. H. (Ε. Χ.) του G. και 2) K. C. (Κ. Κ.) του E., συζ. E. H., κατοίκων Τ.-Α. Ισραήλ, …., με ΑΦΜ … και … της ΔΟΥ Κατοίκων Εξωτερικού, αντιστοίχως, οι οποίοι προκατέθεσαν προτάσεις, δυνάμει των από 31-10-2017 ιδιωτικών εγγράφων παροχής πληρεξουσιότητας αυτών προς τον ακολούθως παριστάμενο δικηγόρο τους Θ. Κ. του Ι., κάτοικο Α., επί της οδού … (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής τους σε αυτές από τον δικηγόρο Θ. Κ. του Ι., κάτοικο Α., επί της οδού … (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, αλλά δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) Ε. Κ. του Σ., κατοίκου Μ. Αττικής, επί της οδού … και ήδη Α., επί της …,  με ΑΦΜ …, ο οποίος προκατέθεσε προτάσεις, δυνάμει του από 1-11-2017 ιδιωτικού εγγράφου παροχής πληρεξουσιότητας αυτούς προς τον ακολούθως παριστάμενο δικηγόρο του Βασίλειο Παναγιωτακόπουλο του Γεωργίου, κάτοικο Α., επί της οδού … (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …), με βεβαιωμένο το γνήσιο της υπογραφής του σε αυτήν από τον ίδιο δικηγόρο, κατ’ άρθρο 96 παρ.1 ΚΠολΔ, αλλά δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και 2) Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…» και με τον διακριτικό τίτλο «….», εδρεύουσας στον Μ. Αττικής, επί της οδού …, νομίμως εκπροσωπουμένης από τον διαχειριστή αυτής Ε. Κ., κάτοικο Α., επί της …, η οποία δεν προκατέθεσε προτάσεις και δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης.

Οι ενάγοντες με την από 14-6-2017 και υπ’ αριθ. καταθέσεως 7112/2017 και 3514/2017 αγωγή τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 28-6-2017 και επιδόθηκε στις 20-7-2017 στους εναγόμενους, και συγκεκριμένα με θυροκόλληση με την παρουσία της μάρτυρα Α. Δ., στην κατοικία του πρώτου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της δεύτερης εναγομένης ΕΠΕ, λόγω  απουσίας του ιδίου και συνοίκου του από την οικία του, εντός τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, κατ’ άρθρο 237 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, προσδιορίσθηκε προς συζήτηση με την από 8-12-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, στη δικάσιμο της 9-1-2018, κατά την οποία εκφωνήθηκε από τον οικείο πινάκιο με αύξοντα αριθμό 6, ζητούν δε να γίνει αυτή δεκτή για όσους λόγους εκθέτουν σε αυτήν και στις προτάσεις τους, ο δε άνω παριστάμενος πρώτος εναγόμενος ζητεί την απόρριψή της, για όσους λόγους αναφέρει στις προτάσεις του.

              ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΕΩΣ και κατά την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στη δίκη, όπως σημειώνεται ανωτέρω.

MEΛETHΣE TH  ΔIKOΓPAΦIA ΚΑΙ

ΣKEΦTHKE  ΣYMΦΩNA ME TOΝ  NOMO

              Σύμφωνα με το άρθρο 271 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α 165/25-7-2011) και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, ορίζεται ότι αν ο εναγόμενος δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα, η υπόθεση συζητείται ερήμην του εναγομένου. Διαφορετικά αν ο εναγόμενος δεν κλητεύθηκε νομίμως κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της υποθέσεως (ΕφΑθ 4430/1990 ΕλλΔνη 33.910, ΕφΑθ 2143/1990 Δίκη 22.389), δεδομένου ότι υφίσταται τεκμαρτή βλάβη του τελευταίου, λόγω ακριβώς της ερημοδικίας του (άρθρο 271§3 ΚΠολΔ -βλ. σχετ. Σταυρόπουλου, ΕρμΚΠολΔ, έκδ.1979, άρθρο 228 §1ε΄, σελ.335, Μπέη, ΠολΔικ, άρθρο 228 §3, σελ.1043-1044, βλ. αναλόγως και ΕφΑθ 11416/1987 Δίκη 19.333). Στην περίπτωση ερημοδικίας του εναγομένου, οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί του ενάγοντος θεωρούνται ομολογημένοι, εκτός αν πρόκειται για γεγονότα για τα οποία δεν επιτρέπεται ομολογία, και η αγωγή γίνεται δεκτή, εφόσον κρίνεται νομικά βάσιμη και δεν υπάρχει ένσταση που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως. Στην περίπτωση, πάντως, των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, εάν ο εναγόμενος δεν κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, θεωρείται ως μη ασκηθείσα η αγωγή. Ειδικότερα, με την παρ.2 του άρθρου 215 ΚΠολΔ, η οποία αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, με έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1-1-2016, ορίζεται ότι, στην περίπτωση του άρθρου 237, η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της και αν αυτός ή κάποιος από τους ομοδίκους διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 237 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015,ΦΕΚ Α 87 και σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.1 του αυτού άρθρου και νόμου, εφαρμόζεται για τις κατατιθέμενες μετά την 1.1.2016 αγωγές, μέσα σε εκατό (100) ημέρες από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι οφείλουν να καταθέσουν τις προτάσεις και να προσκομίσουν όλα τα αποδεικτικά μέσα και τα διαδικαστικά έγγραφα που επικαλούνται με αυτές….Η παραπάνω προθεσμία παρατείνεται κατά τριάντα (30) ημέρες για όλους τους διαδίκους αν ο εναγόμενος ή κάποιος από τους ομοδίκους του διαμένει στο εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 124 παρ.2, 126 παρ.1 εδ.δ΄, 127 παρ.1, 128, 129, 130 και 139 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι για να είναι έγκυρη η επίδοση εγγράφου σε νομικό πρόσωπο (εμπορική εταιρεία), πρέπει τούτο να παραδοθεί στον κατά τον νόμο ή το καταστατικό εκπρόσωπό του και σε περίπτωση περισσότερων σε ένα από αυτούς (ΠολΠρΑθ 4416/2010, ΠολΠρΑθ 2916/2010 Νόμος), είτε στην κατοικία του είτε στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο του νομικού προσώπου (ΑΠ 378/2013, ΑΠ 325/2010, ΑΠ 1888/2008 Νόμος). Αν ο ως άνω εκπρόσωπος του νομικού προσώπου δε βρίσκεται στην κατοικία του ή στο κατάστημα, γραφείο ή εργαστήριο κλπ. του νομικού προσώπου, το έγγραφο παραδίδεται στην πρώτη περίπτωση σε ένα από τους συγγενείς, υπηρέτες ή άλλους που συνοικούν με τον παραλήπτη και στη δεύτερη περίπτωση στον διευθυντή του καταστήματος, του γραφείου ή του εργαστηρίου ή σε ένα από τους συνεταίρους, συνεργάτες, υπαλλήλους ή υπηρέτες του καταστήματος, εφόσον έχουν συνείδηση των πράξεών τους και δεν συμμετέχουν στη δίκη ως αντίδικοι του παραλήπτη της επίδοσης. Αν κανένα από τα προαναφερόμενα πρόσωπα δε βρίσκεται στην κατοικία ή το κατάστημα κλπ. γίνεται θυροκόλληση του προς επίδοση εγγράφου και τηρούνται περαιτέρω οι διατυπώσεις της παρ.4 του άρθρου 128 ΚΠολΔ (ΑΠ 129/2001 ΕλλΔνη 2001.1586, ΑΠ 499/2000 ΕΕργΔ 60.879, ΕφΘεσ 414/2010 ΕΠολΔ 2010.856). Όμως, για την εν λόγω επίδοση δεν έχει σημασία ο τόπος, ο οποίος κατά το καταστατικό φέρεται ως έδρα της εταιρείας, αλλά ο τόπος της εργασίας ή της κατοικίας του να βρίσκεται στον τόπο της κατά το καταστατικό έδρας της εταιρείας (ΟλΑΠ 8/2010 Νόμος, ΟλΑΠ 16/2000 Νόμος, ΑΠ 74/2008 Νόμος, ΑΠ 1208/2006 Νόμος). Συνεπώς, είναι κατά νόμο δυνατόν το γραφείο, από το οποίο ο νόμιμος εκπρόσωπος του νομικού προσώπου ασκεί τη διοίκηση αυτού, να είναι σε διαφορετικό τόπο από τον αναφερόμενο στο καταστατικό τόπο ως έδρα του νομικού προσώπου. Μάλιστα, η αναγραφόμενη στο προς επίδοση έγγραφο διεύθυνση κατοικίας ή έδρας του προσώπου, στο οποίο απευθύνεται αυτό, δεν δεσμεύει τον δικαστικό επιμελητή, ο οποίος οφείλει εξ επαγγέλματος να ερευνήσει αν πραγματικά αυτός προς τον οποίο διενεργείται η επίδοση κατοικεί στη διεύθυνση αυτή και αν διαπιστώσει ότι δεν κατοικεί εκεί, αλλά σε άλλη διεύθυνση, να διενεργήσει την επίδοση στην πραγματική κατοικία ή έδρα του σχετικού προσώπου και όχι στην αναγραφόμενη στο επιδοτέο έγγραφο (ΑΠ 129/2001 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 532/1999 ΕλλΔνη 2000.87, ΕφΠειρ 151/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 8647/1989 ΕλλΔνη 1990.844).

Όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. …/20-7-2017 και …/20-7-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά Ε. Μ., τις οποίες νομίμως προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι ενάγοντες, πλήρως αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της αγωγής με την πράξη καταθέσεως επιδόθηκε στις 20-7-2017, νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εναγόμενους, εντός τριάντα (30) ημερών καθόσον είναι κάτοικος ο πρώτος και εδρεύει ο δεύτερος στην ημεδαπή, από την κατάθεσή της, στις 28-6-2017, κατ’ άρθρο 215 παρ.2 εδ.α΄, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, και συγκεκριμένα, τόσο για τον πρώτο εναγόμενο, όσο και για τη δεύτερη εναγομένη, προσωπικά και υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης,με ολοκλήρωση της νόμιμης θυροκόλλησης με την παρουσία της μάρτυρα Α. Δ., στην κατοικία του πρώτου εναγομένου, λόγω  απουσίας του ιδίου και συνοίκου του από την οικία του, στην Α., επί της …, επακολουθούσης και της παράδοσης του επιδοτέου εγγράφου στον Αξιωματικό Υπηρεσίας του ΑΤ Πατησίων και της ταχυδρόμησής του προ τους εναγόμενους στην ανωτέρω διεύθυνση οικίας του πρώτου εξ αυτών για αμφότερους, όπως προκύπτει σχετικώς από την έκθεση επίδοσης, κατ’ άρθρο 128 παρ.1, 2, 3, 4 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις από 10-7-2017 έγγραφες βεβαιώσεις του ως άνω δικαστικού επιμελητή, προκύπτει σαφώς ότι ο μεν πρώτος εναγόμενος αναζητήθηκε εκ μέρους του, ως όφειλε κατά τον νόμο και τα υπηρεσιακά του καθήκοντα, στη διεύθυνση κατοικίας του που αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής, ήτοι στον Μ. Αττικής, επί της οδού …, πλην όμως προέκυψε ότι μετοίκησε από την ανωτέρω διεύθυνση και ως εκ τούτου ματαιώθηκε η επίδοση του ως άνω εγγράφου, η δε δεύτερη εναγόμενη αναζητήθηκε επίσης στην ίδια διεύθυνση της έδρας της, όπως αναγράφεται στο δικόγραφο της αγωγής, πλην όμως διαπιστώθηκε από τον δικαστικό επιμελητή ότι έχει αλλάξει έδρα και δεν εδρεύει στη διεύθυνση του Μ. Αττικής, επί της οδού …, πλέον, οπότε ματαιώθηκε και η επίδοση του ιδίου εγγράφου. Στη συνέχεια, οι ενάγοντες προέβησαν κατ’ εντολή τους προς τον δικαστικό επιμελητή σε νόμιμη και εμπρόθεσμη επίδοση με θυροκόλλση μπροστά σε μάρτυρα του δικογράφου της αγωγής τους προς τους εναγόμενους και στη διεύθυνση της κατοικίας του πρώτου εξ αυτών για αμφότερους, προσωπικά και ως νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της δεύτερης εναγομένης ΕΠΕ, επί της …, στην Α., όπως αναγράφεται στο δικόγραφο των προτάσεών τους μετέπειτα, εξ αυτών δε παραστάθηκε στη δίκη αυτή εκπροσωπούμενος από πληρεξούσιο δικηγόρο μόνο ο πρώτος, ενώ η δεύτερη δεν παραστάθηκε στη δίκη (ΚΠολΔ 110 §2, 122, 123, 124, 125, 126 παρ.1α΄, 127 παρ.1, 128 παρ.1, 2, 3 και 4, 136, 139, 215, 226, 228, 237). Από δε τον χρόνο της κατάθεσης της αγωγής (28-6-2017) οι εναγόμενοι έλαβαν γνώση της έναρξης της νόμιμης προθεσμίας των εκατόν (100) ημερών, για την κατάθεση προτάσεων στη συγκεκριμένη υπόθεση και την προσκομιδή όλων των αποδεικτικών μέσων και των διαδικαστικών εγγράφων τους, πλην όμως η δεύτερη εναγομένη ΕΠΕ δεν προκατέθεσε τις προτάσεις της, τα αποδεικτικά της μέσα και τα διαδικαστικά της έγγραφα στη δίκη αυτή επί της προκείμενης υποθέσεως, που προσδιορίστηκε προς συζήτηση μετά το κλείσιμο του φακέλου της δικογραφίας, με την από 8-12-2017 πράξη ορισμού σύνθεσης και συζήτησης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Πειραιά, ο οποίος όρισε τον τόπο και τον χρόνο συζήτησης της αγωγής στο ακροατήριο στη δικάσιμο της 9-1-2018, ενόψει του ότι η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο από τη Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων στη σημερινή δικάσιμο, η οποία τους γνωστοποιείται νόμιμα κατά τον τρόπο αυτόν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 237 παρ.1-3 ΚΠολΔ, όπως είχε τροποποιηθεί με τα άρθρα 23 του Ν.3994/2011 και 8 παρ.1 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015), με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 115 παρ.3, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 με βάση το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015, όπου ορίζεται ότι η κατάθεση προτάσεων είναι υποχρεωτική. Σε περίπτωση δε μη προκατάθεσης αυτών, η εν λόγω διάδικος πρέπει να θεωρείται δικονομικά απούσα και επέρχονται οι συνέπειες των διατάξεων του άρθρου 271 παρ.1, 2 εδ.α΄ και 3 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε αρχικά από το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και έπειτα από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23-7-2015 με έναρξη ισχύς από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015. Συνεπώς, πρέπει να συζητηθεί η προκείμενη υπόθεση ερήμην της δεύτερης των εναγομένων και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί των εναγόντων θα θεωρηθούν ομολογημένοι έναντι της ως άνω απολιπομένης διαδίκου, αν η αγωγή κριθεί παραδεκτή και νόμω βάσιμη από το Δικαστήριο.

Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 513 ΑΚ, με τη σύμβαση πώλησης ο πωλητής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταβιβάσει την κυριότητα και να παραδώσει τη νομή του πράγματος και αντίστοιχα ο αγοραστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώσει το τίμημα που συμφωνήθηκε. Οι συμβαλλόμενοι επί πωλήσεως είναι δυνατόν να συμφωνήσουν ότι το τίμημα θα πιστώνεται για ορισμένο χρονικό διάστημα. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 516 και 522, ορίζεται ότι, αν ο πωλητής δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του, ο αγοραστής έχει όσα δικαιώματα έχει ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις και ιδίως σε περίπτωση υπερημερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη. Αφότου παραδοθεί το πράγμα που πουλήθηκε, τον κίνδυνο για την τυχαία καταστροφή ή τη χειροτέρευσή του φέρει ο αγοραστής. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 537, 540, 543 ΑΚ, ορίζεται ότι ο πωλητής ευθύνεται ανεξάρτητα από υπαιτιότητά του, αν το πράγμα, κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή, έχει πραγματικά ελαττώματα ή στερείται τις συνομολογημένες ιδιότητες, εκτός αν ο αγοραστής κατά τη σύναψη της σύμβασης γνώριζε ότι το πράγμα δεν ανταποκρίνεται στη σύμβαση ή η μη ανταπόκριση οφείλεται σε υλικό που χορήγησε ο αγοραστής. Το ελάττωμα ή η έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας που διαπιστώνεται μέσα σε έξι μήνες από την παράδοση του πράγματος τεκμαίρεται ότι υπήρχε κατά την παράδοση, εκτός αν τούτο δεν συμβιβάζεται με τη φύση του πράγματος που πωλήθηκε ή με τη φύση του ελαττώματος ή της έλλειψης. Στις περιπτώσεις ευθύνης του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογημένης ιδιότητας ο αγοραστής δικαιούται κατ’ επιλογήν του: α) να απαιτήσει, χωρίς επιβάρυνσή του, τη διόρθωση ή αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, εκτός αν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, β) να μειώσει το τίμημα, γ) να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Ο πωλητής οφείλει να πραγματοποιήσει τη διόρθωση ή την αντικατάσταση σε εύλογο χρόνο και χωρίς σημαντική ενόχληση του αγοραστή. Αν κατά τον χρόνο που ο κίνδυνος μεταβαίνει στον αγοραστή λείπει η συνομολογημένη ιδιότητα του πράγματος, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για το δικαίωμα του άρθρου 540, να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης ή σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 554 ΑΚ, τα δικαιώματα του αγοραστή λόγω πραγματικού ελαττώματος ή έλλειψης συνομολογημένης ιδιότητας παραγράφονται μετά την πάροδο πέντε ετών για τα ακίνητα και δύο ετών για τα κινητά. Κατά δε το άρθρο 555 ΑΚ, ορίζεται ότι η παραγραφή αρχίζει από την παράδοση του πράγματος στον αγοραστή. Το ίδιο ισχύει και αν ο αγοραστής ανακάλυψε το ελάττωμα ή την έλλειψη της ιδιότητας αργότερα. Περαιτέρω δε, από τον συνδυασμό των άρθρων 340 και 341 ΑΚ προκύπτει ότι ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος, αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή. Αν για την εκπλήρωση της παροχής συμφωνηθεί ορισμένη (δήλη) ημέρα, ο οφειλέτης γίνεται υπερήμερος με μόνη την παρέλευση της ημέρας αυτής. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 383 ΑΚ, ορίζεται ότι αν ο ένας από τους συμβαλλομένους βρίσκεται σε υπερημερία ως προς την παροχή που οφείλει, έχει δικαίωμα ο άλλος να του τάξει εύλογη προθεσμία για εκπλήρωση, δηλώνοντας συνάμα ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή. Αν περάσει άπρακτη η προθεσμία, ο τελευταίος έχει δικαίωμα ή να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όχι όμως να απαιτήσει την παροχή, ενώ με βάση την ΑΚ 385, δεν απαιτείται να ταχθεί στον υπερήμερο οφειλέτη προθεσμία για την εκπλήρωση της παροχής: 1) όταν από την όλη στάση του προκύπτει ότι το μέτρο αυτό θα ήταν άσκοπο, 2) αν ο δανειστής εξαιτίας της υπερημερίας δεν έχει συμφέρον στην εκτέλεση της σύμβασης (ΑΠ 923/2007 ΧρΙΔ 2008.121). Με βάση το άρθρο 387 ΑΚ, στις περιπτώσεις που ο δανειστής ασκεί το δικαίωμα της υπαναχώρησης, μπορεί επιπλέον με αίτησή του και κατά την εύλογη κρίση του δικαστηρίου, να του επιδικαστεί και αποζημίωση για την τυχόν ζημία από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης. Στο δικαίωμα της υπαναχώρησης κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 389 έως 396 ΑΚ. Κατά δε το άρθρο 389 ΑΚ, στη σύμβαση μπορεί κάποιος να επιφυλάξει στον εαυτό του το δικαίωμα της υπαναχώρησης. Η υπαναχώρηση επιφέρει απόσβεση των υποχρεώσεων για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση, και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η υπαναχώρηση γίνεται με δήλωση αυτού που έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει, προς τον άλλον (ΑΚ 390). Η μη εκπλήρωση των κύριων υποχρεώσεων του πωλητή έχει τις ίδιες συνέπειες που έχει και η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων από αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Αν δηλ. ο πωλητής δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, ο αγοραστής έχει όσα δικαιώματα έχει και ο δανειστής στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, και ιδίως σε περίπτωση υπερημερίας ή υπαίτιας αδυναμίας του οφειλέτη, σύμφωνα με το άρθρο 516 ΑΚ (ΑΚ 382-383). Συγκεκριμένα, σε περίπτωση υπερημερίας του πωλητή ως προς τις κύριες υποχρεώσεις του, ο αγοραστής μπορεί: α) Αν πρόκειται για ολική υπερημερία, δηλ. υπαίτια καθυστέρηση εκπλήρωσης όλων των κύριων υποχρεώσεων του πωλητή, να ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχουν οι ΑΚ 383, 387, ήτοι δικαιούται να τάξει εύλογη προθεσμία στον πωλητή για εκπλήρωση, δηλώνοντας συγχρόνως ότι μετά την πάροδό της αποκρούει την παροχή, και αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, να απαιτήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (ΑΚ 383), έχοντας δε το δικαίωμα σε περίπτωση υπαναχώρησης, και να ζητήσει εύλογη αποζημίωση (ΑΚ 387), (ΑΠ 1443/1998 ΕλλΔνη 39.1615, ΕφΘεσ 1577/1999 Αρμ 53.1192, ΕφΑθ 10841/1987 ΕλλΔνη 30.822). β) Αν πρόκειται δε για περίπτωση μερικής υπερημερίας του, δηλ. υπαίτιας καθυστέρησης εκπλήρωσης μίας από τις κύριες υποχρεώσεις του πωλητή, ο αγοραστής έχει δικαίωμα είτε να απαιτήσει την εκπλήρωση του υπολοίπου μέρους, έστω και καθυστερημένα, και παράλληλα να ζητήσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από την καθυστέρηση (ΑΚ 343 παρ.1)είτε να ζητήσει αποζημίωση για ολική μη εκπλήρωση ή να υπαναχωρήσει και να ζητήσει εύλογη αποζημίωση, αν αποδείξει ότι δεν έχει συμφέρον στην καθυστερούμενη εκπλήρωση της παροχής (ΑΚ 383, 387) [βλ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος, 2004, τ.Ι, Παράβαση κύριων υποχρεώσεων πωλητή-Υπερημερία, σελ.57-58]. Συνεπώς, προκύπτει ότι μεταξύ των δικαιωμάτων του αγοραστή, αναγνωρίζεται το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πώλησης. Ειδικότερα, πρόκειται για ένα διαπλαστικό δικαίωμα, η άσκηση του οποίου ανατρέπει αναδρομικά την πώληση (ex tunc) και τη μετατρέπει σε μία σχέση εκκαθάρισης (ΕφΑθ 10451/1999 ΕλλΔνη 41.1426, ΕφΑθ 10616/1996 Αρμ 51.1451, ΕφΘεσ 3365/1996 ΕλλΔνη 39.197). Η άσκηση της υπαναχώρησης επιφέρει απόσβεση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από την πώληση και δεν είχαν εκπληρωθεί, και επιπλέον γένεση αξιώσεων και αντιστοίχων υποχρεώσεων για αμοιβαία επιστροφή των παροχών που καταβλήθηκαν, παύει δηλ. η υποχρέωση παράδοσης του πράγματος, εάν δεν έχει ήδη παραδοθεί κατά τον χρόνο άσκησης της υπαναχώρησης, και αναζητείται το τίμημα που έχει ήδη καταβληθεί προς επιστροφή στον δανειστή (αγοραστή) αυτού. Συνεπεία τούτων, εξαφανίζεται η σύμβαση πώλησης και έτσι αίρεται η αιτία των περιουσιακών μετακινήσεων, οπότε οι αξιώσεις που γεννώνται για αμοιβαία επιστροφή των παροχών βασίζονται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 389 παρ.2), [βλ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό μέρος, 2004, τ.Ι, Το δικαίωμα υπαναχώρησης στην πώληση, σελ.103-109]. Επισημαίνεται δε ότι αντιστοίχως ισχύουν τα προαναφερόμενα και στη σύμβαση έργου και συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 686 ΑΚ, αν ο εργολάβος δεν αρχίσει έγκαιρα την εκτέλεση του έργου, ή αν χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη επιβραδύνει την εκτέλεση στο σύνολο της, ή εν μέρει, με τρόπο που να αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωση του έργου, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει τον χρόνο παράδοσης του έργου. Όταν υπάρχει υπερημερία του εργολάβου διατηρούνται ακέραια τα δικαιώματα που έχει ο εργοδότης εξαιτίας της. Τα δικαιώματα αυτά, είναι τα οριζόμενα από τα άρθρα 383 έως 387 ΑΚ, για την περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, καθόσον επί υπαναχωρήσεως του εργοδότη, όταν ο εργολάβος τελεί σε υπερημερία, η διάταξη του άρθρου 686 ΑΚ δεν είναι δυνατόν, όπως συνάγεται από αυτή, να θεωρηθεί ότι ρυθμίζει αυτοτελώς και ειδικώς την έκταση των περιεχομένων στον εργοδότη δικαιωμάτων, αλλά σε συνδυασμό προς τις προαναφερθείσες γενικές διατάξεις περί αμφοτεροβαρών συμβάσεων στις οποίες υπάγεται και η μίσθωση έργου (ΟλΑΠ 568/1975 ΝοΒ 23.10080, ΑΠ 653/2008 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 922 & 923/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1266/2002 ΕλλΔνη 2004.481, ΑΠ 67/1998 ΝοΒ 47 (1999).403, ΑΠ 787/1996 ΕλλΔνη 38.625, ΑΠ 1619/1995 ΕλλΔνη 1998.129, ΑΠ 746/1994 ΕλλΔνη 37.148, ΑΠ 1374/1994 ΕλλΔνη 1996.684, ΑΠ 475/1989 ΕΕΝ 1990.143, ΕφΑθ 2447/2006 ΕλλΔνη 2006.1461, ΕφΠατρ 1266/2006 ΑχαΝομ 2007.134, ΕφΛαρ 111/2005 Δικογραφία 2005.335, ΕφΔωδ 179/2005 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 1729/2003 Αρμ 2004.1401, ΕφΛαρ 363/2002 Δικογραφία 2003.76, ΕφΠατρ 119/2001 ΑχαΝομ 2002.71, ΕφΘεσ 1888/1999 Αρμ 2000.621, ΕφΘεσ 1577/1999 Αρμ 1999.1192, ΕφΑθ 6731/1998 ΕλλΔνη 40.1193, ΕφΑθ 9605/1997 ΕλλΔνη 39.1409, ΕφΑθ 9218/1996 Αρμ 1997.1226, ΕφΘεσ 643/1995 Αρμ 1995.460, ΕφΑθ 3239/1994 ΕλλΔνη 1995.708).                  ΙΙ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, ορίζεται ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Ο δε λήπτης, κατά την ΑΚ 908, οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε απ’ αυτό. Η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Δεν συγχωρείται δηλ. έστω και επικουρικώς (δικονομικώς) ασκούμενη, εφόσον στηρίζεται στα ίδια, στα οποία και η αγωγή, από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 104/2003 ΕλλΔνη 2003.985, ΑΠ 1322/1996 ΕλλΔνη 38.1044, ΑΠ 439/1989 ΕλλΔνη 31.1256, ΕφΑθ 8570/2007 ΕλλΔνη 2008.930, ΕφΑθ 6042/2003 ΕλλΔνη 2004.590, ΕφΠατρ 202/2003 ΑχαΝομ 2004.222, ΕφΑθ 838/2001 ΕλλΔνη 2001.1417, βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 904-913, αριθμ.24,25,26, σελ.575-576, Αναστ.Βαλτούδη, Η επικουρικότητα της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού, ΕλλΔνη 2008.1601). Περαιτέρω, η κύρια βάση αδικαιολόγητου πλουτισμού για το ορισμένο της, θα πρέπει να εκθέτει ελαττωματικότητα ή ανυπαρξία αιτίας. Σε περίπτωση όμως που ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας της ακυρότητας της σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ.1α ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγόμενου δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (ΚΠολΔ 219), υπό την  ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσης από τη σύμβαση, αρκεί για την πληρότητα αυτής, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα, αφού αν απορριφθεί η κύρια βάση λόγω ακυρότητας της αιτίας και εισέλθει στην επικουρική βάση, πληρούται ο σκοπός του άρθρου 216 ΚΠολΔ που απαιτεί σαφή έκθεση των γεγονότων (ΟλΑΠ 23/2003 ΕΕργΔ 2004.423, ΟλΑΠ 22/2003 ΔΕΕ 2003.1358, ΑΠ 904/2004). Από το άρθρο 904 ΑΚ συνάγεται ότι αδικαιολόγητος και συνεπώς επιστρεπτέος πλουτισμός υπάρχει, όταν στο πλαίσιο άκυρης συμβάσεως ο οφειλέτης προέβη σε εκτέλεση της παροχής χωρίς η υποκείμενη συμβατική αιτία να είναι έγκυρη. Αναγκαίο τότε είναι ο ενάγων να επικαλείται στην αγωγή του την ακυρότητα της κύριας συμβατικής βάσης της, βάσει της οποίας αχρεωστήτως εκ μέρους του εκπληρώθηκε η παροχή προς τον εναγόμενο δανειστή του (αντισυμβαλλόμενο), ώστε καταργημένης της συμβατικής βάσης, να καθίσταται νόμιμη η αγωγή του ως προς τη δεύτερη επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, προϋπόθεση της βασιμότητας της οποίας παραμένει πρωτίστως η ανυπαρξία συμβατικής βάσης στήριξης των αξιώσεων του ενάγοντος, λόγω της επικουρικότητας και του παρακολουθηματικού χαρακτήρα του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 923/2007 ΧρΙΔ 2008.121, ΕφΠατρ 813/2004 ΑχαΝομ 2005.490, ΕφΠατρ 462/2003 ΑχαΝομ 2004.418). Σε κάθε περίπτωση δε, η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τόσο από ουσιαστική όσο και δικονομική άποψη, είναι επιβοηθητική με την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν ή αν είναι ανίσχυρες οι προϋποθέσεις της αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της νόμιμης αιτίας (ΟλΑΠ 22/2003 ΕλλΔνη 2003.1261). Έτσι, εάν η αγωγή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη, διότι, αφού υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να διώξει τις αξιώσεις του βάσει αυτών και δεν δικαιούται να προσφεύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 2019/2007 Νόμος). Εξάλλου, αυτό που δόθηκε προς εκπλήρωση συμβατικής υποχρεώσεως, δεν δόθηκε χωρίς αιτία, άρα δεν μπορεί να αναζητηθεί κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η σύμβαση αποτελεί νόμιμη αιτία, κατά το άρθρο 361 ΑΚ, και εφόσον είναι ισχυρή, κάθε συμβαλλόμενος μπορεί ν’ απαιτήσει τα εξ αυτής δικαιώματά του. Αξίωση κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού προς αναζήτηση των παροχών που τυχόν καταβλήθηκαν μπορεί να ασκηθεί αν η σύμβαση είναι ή καταστεί ανίσχυρη ή ακυρώσιμη ή αν ανατραπούν τα δικαιοπρακτικά της αποτελέσματα από οιονδήποτε λόγο, όπως επί λύσεώς της λόγω υπαναχωρήσεως ή πληρώσεως διαλυτικής αιρέσεως ή εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως κατά την ΑΚ 388(ΑΠ 923/2007 ΧρΙΔ 2008.121,ΑΠ 1457/2001 ΕλλΔνη 2002.1690).                 ΙΙΙ. Περαιτέρω δε, η αθέτηση της συμβάσεως καθεαυτή δεν συνιστά αδικοπραξία, μπορεί όμως μία ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, και χωρίς τη συμβατική σχέση που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλο υπαιτίως (ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 22.505, ΑΠ 347/2010, Νόμος). Στην περίπτωση αυτή οι αξιώσεις από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλ. στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, είναι δυνατόν να συρρέουν και απόκειται στο δικαιούχο να στηρίξει την αξίωση του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 347/2010, ΑΠ 1734/2009, ΑΠ 555/1999, Νόμος), όμως η ικανοποίηση της μιας επιφέρει απόσβεση και της άλλης (ΑΠ 261/1957, ΕφΠατρ. 215/2005, Νόμος), εκτός αν η άλλη έχει μεγαλύτερο αντικείμενο, οπότε σώζεται για το επιπλέον (βλ. Γεωργιάδη στην ΕρμΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, τομ.IV, εισαγ. άρθρα 914-938, αριθ.7-10, ΕφΘεσ 2393/2008, ΕφΘεσ 1137/2008, ΕφΑθ  116/2007, Νόμος). Από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, προκύπτει ότι γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως σε αποζημίωση κατά τη διάταξη αυτή αποτελεί και η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος. Απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ, αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση που τείνει να παραγάγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, είτε η συμπεριφορά αυτή συνίσταται σε παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε σε απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση των αληθινών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη στον συμβαλλόμενο που τα αγνοούσε ήταν επιβεβλημένη από την καλή πίστη ή από την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δηλώσεως βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία και προκλήθηκε πράγματι από την απάτη (ΑΠ 282/2010, ΑΠ 890/2010, ΑΠ 41/2010, ΑΠ 342/2009, ΑΠ 325/2009, ΑΠ 1437/2007, ΑΠ 1516/1999 Νόμος). Η αποζημίωση στην περίπτωση αυτή και εφόσον αποδεχθεί τη δικαιοπραξία ο απατηθείς, περιλαμβάνει τη θετική και αποθετική ζημία στην έκταση που δικαιούται ο ζημιωθείς σε κάθε αδικοπραξία. Η αθέτηση της επίδικης σύμβασης πώλησης δεν ιδρύει από μόνη της ευθύνη από αδικοπραξία, αφού χωρίς τη συμβατική σχέση δεν αποτελεί πράξη παράνομη (ΑΠ 850/2002, ΕφΑθ 1060/2008, ΕφΑθ 7466/2007, ΕφΔωδ 30/2004, Νόμος). Περαιτέρω, για τη θεμελίωση και της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενάγων θα πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής του να περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσής του. Ειδικότερα για την υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, απαιτείται να εκτίθενται και πραγματικά περιστατικά που να τη θεμελιώνουν, είτε με τη μορφή του δόλου είτε με τη μορφή της αμέλειας, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή, ότι από την παράνομη ενέργεια του εναγομένου επήλθε κάποιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1863/2007, ΕφΠατρ 658/2004, ΕφΛαρ 284/2004, ΕφΑθ 3534/2003 Νόμος).                 ΙV. Εξάλλου, από τον συνδυασμό των άρθρων 111 παρ.2, 118 αρ.4, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με τη θεωρία του ουσιαστικού προσδιορισμού ή της λειτουργίας του κανόνα δικαίου που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (ΑΠ 768/1985 ΕΕΝ 1986.275, ΕφΑθ 5788/1992 Δ 1993.686,ΕφΛαρ 233/1992 ΕλλΔνη 1992.1500), προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός της ακριβούς περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς και το ορισμένο αίτημά της, επιπλέον σαφή έκθεση των ειδικών παραγωγικών γεγονότων που απαιτούνται για τη νομική της θεμελίωση και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, η δε έλλειψη ή ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από αυτά (αοριστία) συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλομένης προδικασίας, η οποία ως αναγόμενη στη δημοσία τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Υπό τον ΚΠολΔ απαιτείται να τίθενται υπόψη του Δικαστηρίου κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τα γεγονότα, τα οποία, κατά τον νόμο, θεμελιώνουν το δικαίωμα του οποίου ζητείται η προστασία με την αγωγή, κατά τρόπο σαφή και ειδικό, ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βασίμου της αγωγής, για να τάξει τις αναγκαίες αποδείξεις (ΑΠ 1073/1993 ΕλλΔνη 35.1582). Όταν στην αγωγή δεν περιέχονται τα ανωτέρω γεγονότα ή περιέχονται μεν, πλην όμως ασαφή ή ελλιπή, τότε η έλλειψη καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και εντεύθεν απορριπτέα, ως απαράδεκτη,λόγω αοριστίας είτε κατόπιν προβολής ένστασης είτε αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα αναγόμενο στην προδικασία (ΚΠολΔ 111, 159 – ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, ΑΠ 718/1998 ΕλλΔνη 40.575, ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161). Η αοριστία δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο εγγράφων ή τους μάρτυρες της δίκης ούτε από εκτίμηση αποδείξεων (ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318, ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 1998.325, ΕφΑθ 8609/1999 ΕλλΔνη 42.13954, ΕφΘεσ 690/1997 ΕπισκΕμπΔ 1998.189). Ποιά είναι ακριβώς τα γεγονότα που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής,που η ελλιπής αναφορά τους οδηγεί σε απόρριψή της ως αόριστης, εξαρτάται από το περιεχόμενο του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έννομη συνέπεια του οποίου αποτελεί το αίτημα της αγωγής (ΑΠ 412/1986 ΕλλΔνη 28.440,ΕφΘεσ 2472/1995 ΕλλΔνη 38.1161,ΠολΠρΘεσ 21205/1996 Αρμ 1997.239).                 V. Σύμφωνα με το άρθρο 10 ΑΚ η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι τα νομικά πρόσωπα διέπονται ως προς τη νομική προσωπικότητά τους από το δίκαιο της χώρας, όπου ασκείται η κεντρική διοίκηση αυτών και εκπορεύονται οι αποφάσεις και διαμορφώνεται η επιχειρηματική πολιτική της επιχείρησης (πραγματική έδρα). Τα επιμέρους ζητήματα που ρυθμίζονται από το δίκαιο της έδρας είναι, μεταξύ άλλων, η ίδρυση του νομικού προσώπου, η έναρξη και η έκταση της ικανότητας δικαίου, η λύση του, η επωνυμία, η διαχείριση, η αντιπροσωπευτική εξουσία και η ευθύνη των οργάνων του. Ως «έδρα» νοείται στη διάταξη αυτή όχι η καταστατική, αλλά η πραγματική, δηλαδή ο τόπος στον οποίο είναι εγκατεστημένα τα όργανα που κινητοποιούν τον οργανισμό του νομικού προσώπου, με άλλα λόγια ο τόπος στον οποίο συντελούνται οι σπουδαιότερες εκδηλώσεις της υποστάσεώς του, στον οποίο ασκείται πραγματικά η διοίκηση και λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία του αποφάσεις (ΕφΠειρ 269/2016 ό.π.). Αλλοδαπές εταιρείες που έχουν ως πραγματική έδρα την Ελλάδα, δεν έχουν, όμως, συσταθεί σύμφωνα προς τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, πάσχουν ακυρότητα ως εταιρείες του αντίστοιχου εταιρικού τύπου και λειτουργούν ως ομόρρυθμες εταιρίες «εν τοις πράγμασι» και οι εταίροι αυτών ευθύνονται απεριόριστα και εις ολόκληρον μετά της εταιρείας, σύμφωνα με τα άρθρα 249 παρ.1 και 258 παρ.3 του Ν.4072/2012 (ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΠολΠρΠειρ 2751/2015 ΤΝΠ Νόμος). Τα ανωτέρω δεν ισχύουν προκειμένου περί: α) εταιρειών των Η.Π.Α. συνεστημένων δυνάμει των νόμων και κανονισμών των Η.Π.Α. (άρθρο 24 παρ.3 εδ.2 της από 3ης Αυγούστου 1951 Συνθήκης Φιλίας, Εμπορίου και Ναυτιλίας μεταξύ Ελλάδος και ΗΠΑ, κυρωθείσης δια του άρθρου μόνου του Ν.2893/1954), β) εταιρειών συσταθεισών συμφώνως προς τη νομοθεσία κράτους μέλους της Ε.Ε., εντός του εδάφους του οποίου έχουν την καταστατική έδρα αυτών (άρθρα 52 και 58 και εν συνεχεία, μετά την αναρίθμηση που έγινε με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, 43 και 48 ΣυνθΕΚ – βλ. σχετ. αποφ.Centros, 9.3.1999, C-212/97 ΔΕΕ 1999.610 και Überseering BV, 5.11.2002, C-208/00), γ) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εξαιρουμένων των εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών μόνο σκαφών αναψυχής, δ) ναυτιλιακών εταιρειών, μη πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ελληνική σημαία κατά τον ενεστώτα χρόνο ή κατά το παρελθόν, εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει αδείας χορηγούμενης δια κοινής αποφάσεως των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας, δημοσιευομένης στο ΦΕΚ, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την αυτήν ως άνω (υπό στοιχείο γ΄) εξαίρεση, και ε) ναυτιλιακών εταιρειών πλοιοκτητριών ή διαχειριστριών πλοίων υπό ξένη σημαία ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, εφόσον τα πλοία αυτών διαχειρίζονται γραφεία ή υποκαταστήματα εταιριών εγκατεστημένων εντός της ημεδαπής δυνάμει όμοιας ως άνω (υπό στοιχείο δ΄) αδείας, ως και των εταιρειών χαρτοφυλακίου αυτών, υπό την ιδία εξαίρεση (άρθρα 1 του Ν.791/1978 και 25 του Ν.27/1975, ως αντικ. δια του άρθρου 4 του Ν.2234/1994, 11Δ του Ν.3816/2010), οι οποίες διέπονται ως προς τη σύσταση, τη νομική προσωπικότητα και την ικανότητα δικαίου από το δίκαιο της χώρας, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα αυτών, ανεξαρτήτως του τόπου διεύθυνσης των εταιρικών υποθέσεων (ΟλΑΠ 2/2003, ΟλΑΠ 2/1999, ΑΠ 803/2010, ΑΠ 812/2008, ΕφΠειρ 269/2016, ΕφΠειρ 149/2015 Νόμος, ΕφΠειρ 701/2013 ΕΝΔ 2013.100,ΕφΠειρ 586/2012 ΔΕΕ 2013.145, ΕφΠειρ 40/2010 ΔΕΕ 2011.314). Όταν πρόκειται για τέτοια αλλοδαπή ναυτιλιακή εταιρεία δεν μπορεί να γίνει λόγος για άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας, αφού δεν υφίσταται καν τέτοια.                  VII. Οι ισχύουσες αρχές του εμπορικού δικαίου για την άσκηση εμπορίας μέσω παρένθετου προσώπου δεν προσήκουν στην περίπτωση, κατά την οποία ο παρένθετος είναι μία εταιρία του εμπορικού δικαίου, διότι έτσι επέρχεται κατάλυση της νομικής προσωπικότητας. Τέτοια κατάλυση μπορεί να επέλθει για συγκεκριμένους από τον νόμο προβλεπόμενους λόγους, ήτοι της συστάσεως του νομικού προσώπου όχι σπουδαίως, αλλά εικονικώς ή της άρσεως της αυτοτέλειας αυτού, λόγω καταχρηστικότητας (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1, ΕφΠειρ 468/2011 ΕΝΔ 2012.39, ΕφΠειρ 565/2011 ΕΝΔ 2011.378, ΕφΠειρ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13). Στην πρώτη περίπτωση οι υποχρεώσεις από συγκεκριμένη συναλλαγή ή από καθορισμένο πλαίσιο συναλλακτικών σχέσεων μεταφέρονται (μετακυλίονται) στο φυσικό πρόσωπο, το οποίο και μόνο υπέχει ευθύνη (ΕφΠειρ 217/2007 ΕΝΔ 35.57), ενώ εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της δεύτερης περίπτωσης ευθύνονται εις ολόκληρον το νομικό πρόσωπο με τον εταίρο ή τους εταίρους ή τους μετόχους που ενεργούν καταχρηστικά (ΟλΑΠ 2/2013 ΠειρΝομ 1/2013.48). Ο βασικός αυτός κανόνας υποχωρεί μόνο όταν, μετά από γενικότερη και συνεχή στάθμιση συμφερόντων και σκοπιμοτήτων (οικονομικών και κοινωνικών), επιβάλλεται μία άλλη νομική επιλογή (βλ. Αθ.Λιακόπουλο,Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1988, σελ.11επ., Λ.Γεωργακόπουλο, Το δίκαιο των εταιριών, Ι, σελ.41). Περαιτέρω, στην ελληνική ναυτιλία αποτελεί συνηθισμένη επιχειρηματική δραστηριότητα εκείνη που ο επιχειρηματίας, μη θέλοντας να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά σπουδαίως και όχι εικονικώς μία ή περισσότερες εταιρείες στην ημεδαπή ή αλλοδαπή, για την εκμετάλλευση των πλοίων για δικό τους λογαριασμό είτε άμεσα είτε με την ανάθεση της διαχειρίσεως των πλοίων τους σε άλλη εταιρεία που προϋπάρχει ή ιδρύεται για τον λόγο αυτό και ενεργεί για λογαριασμό της. Τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά κατά κανόνα και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που συμμετέχει συνήθως στη διοίκησή τους και το οποίο έτσι κερδοσκοπεί έμμεσα, ως αποκλειστικός μέτοχος, με την απόληψη κερδών και την οικονομική ανάπτυξη της πλοιοκτήτριας εταιρείας (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 905/2010 ΔΕΕ 2010.1056). Η τελευταία αποτελεί αυτοτελή φορέα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΕφΠειρ 940/2003 ΤΝΠ Νόμος), αφού διατηρεί νομική προσωπικότητα χωριστή των εταίρων ή μετόχων της, από την οποία απορρέει η περιουσιακή της αυτοτέλεια αλλά και η συνακόλουθη αποκλειστική και χωριστή από εκείνη των μελών της ευθύνη της για την αποπληρωμή των χρεών που δημιουργούνται από την εμπορική της δραστηριότητα διά της δικής της περιουσίας, η οποία και μόνον είναι υπέγγυα στους δανειστές της. Η χωριστή προσωπικότητα και η περιουσιακή αυτοτέλεια αποτελεί δημιούργημα του δικαίου και απονέμεται στα νομικά πρόσωπα, επειδή εξυπηρετεί οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ’ αυτήν. Σύμφωνα με την αρχή του χωρισμού, που ακολουθείται στο ελληνικό δίκαιο, κάθε νομικό πρόσωπο είναι φορέας μόνο των δικών του δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ο αυστηρός διαχωρισμός νομικού προσώπου και μελών έχει ως συνέπεια την περιουσιακή αυτοτέλεια αυτού, αλλά και άλλες νομικές συνέπειες, όπως χωριστή ικανότητα δικαίου του νομικού προσώπου (άρθρο 62 ΑΚ) και χωριστή ικανότητα για δικαιοπραξία και αδικοπραξία (άρθρα 70 και 71 ΑΚ). Το νομικό πρόσωπο της εταιρείας αποτελεί ένα τεχνητό δημιούργημα του νομοθέτη με το οποίο η ισχύουσα έννομη τάξη προσδίδει προσωπικότητα σε ένα υπάρχον κοινωνικό μόρφωμα ή μια κοινωνική πραγματικότητα, τα οποία, ιδίως μέσω της σύμπραξης και της συνεργασίας των εταίρων, που αναπτύσσονται στη βάση συγκεκριμένης έννομης τάξης, αποτελούν αυτόνομη και πρωτογενή πηγή παραγωγής κοινωνικού πλούτου. Στην ένωση προσώπων το δίκαιο εξασφαλίζει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στον χρόνο οντότητα, ενώ διακρίνει απολύτως αυτήν από τα πρόσωπα που την αποτελούν. Μεταξύ των βασικών συνεπειών της νομικής προσωπικότητας είναι η ικανότητα δικαίου την οποία αποκτά το νομικό πρόσωπο, η ικανότητα δηλαδή να είναι αυτό, φορέας περιουσίας χωρισμένης από τις περιουσίες των μελών του, από την οποία απορρέει περαιτέρω και η ικανότητα ευθύνης, και δη αποκλειστικής, που σημαίνει διακριτής από την ευθύνη των μελών του νομικού προσώπου, με πρακτική συνέπεια να είναι υπέγγυα στους εταιρικούς δανειστές μόνο η περιουσία του νομικού προσώπου και όχι η περιουσία των μελών του. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του νομικού προσώπου ή αδυναμίας του ως προς την ικανοποίηση των περιουσιακών αξιώσεων των δανειστών του, οι σκοποί της χωριστής νομικής προσωπικότητας καταρχήν δεν αναιρούνται. Έτσι, η νομική προσωπικότητα δεν κάμπτεται, προκειμένου να ανακύψει ευθύνη και του φυσικού προσώπου, του οποίου τα επιχειρηματικά συμφέροντα το νομικό πρόσωπο εξυπηρετεί, από μόνο τον λόγο ότι το φυσικό πρόσωπο επέλεξε τον τύπο μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας, προκειμένου να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που ασκεί μέσω αυτής, αφού η επιλογή του δεν είναι αθέμιτη, ώστε να δικαιολογείται η μεταφορά στον επιχειρηματία της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, δεδομένου ότι κάθε τύπος κεφαλαιουχικής εταιρείας θεσμοθετήθηκε γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, προκειμένου δηλαδή να εξυπηρετούνται οι άνω οικονομικές ανάγκες των φυσικών προσώπων (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.694, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657). Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο επιχειρηματία, που έχοντας συνάμα και την ιδιότητα του αποκλειστικού μετόχου, ελέγχει ή διοικεί την πλοιοκτήτρια ή και τη διαχειρίστρια, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Στην περίπτωση αυτή ό,τι ακριβώς δεν θέλει να έχει και δεν έχει ο εν λόγω επιχειρηματίας είναι η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου (άμεσα) για λογαριασμό του (ΑΠ 689/2013 ΕΝΔ 2013.183). Αντίθετα, θα είναι και εφοπλιστής, κατά την έννοια του άρθρου 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρείες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του(ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, το γεγονός ότι ένας επιχειρηματίας διοχετεύει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε μια μία κεφαλαιουχική εταιρεία, ΑΕ (άρθρο 47α παρ.2 του Ν.2190/1920) ή ΕΠΕ (άρθρο 43α του Ν.3190/1955) ή ναυτική εταιρεία (άρθρο 41 παρ.2 του Ν.959/1979), δεν δικαιολογεί αυτό καθ’ εαυτό την ταύτιση του επιχειρηματία αυτού με την εταιρεία και την μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, οι οποίες προσφέρουν σε αυτόν το πλεονέκτημα του περιορισμού του επιχειρηματικού κινδύνου μόνο στα κεφάλαια της εταιρείας, δεν δικαιολογεί την ταύτιση του επιχειρηματία αυτού με την εταιρεία και τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, δοθέντος ότι τα πλεονεκτήματα αυτά δόθηκαν στην περίπτωση της ναυτικής εταιρείας σκόπιμα, ώστε τα ελληνικά πλοία να προσέλθουν στην ελληνική σημαία. Και όταν ο επιχειρηματίας αξιοποιεί τους εταιρικούς αυτούς τύπους δεν ενεργεί αθέμιτα για να υποστεί ως κύρωση τη μεταφορά στον ίδιο της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας (ΟλΑΠ 5/1996, ΟλΑΠ 17/1994, ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος). Διαφορετικά βέβαια έχει το ζήτημα αν αποδειχθεί ότι οι εταιρείες αυτές: 1) είναι εικονικές, 2) ή χρησιμοποιήθηκαν ως παρένθετο πρόσωπο, με την έννοια της κάλυψης υποκρυπτόμενου προσώπου και 3) ότι δεν έχουν αναπτύξει καθόλου συναλλακτική οργάνωση και δράση ή επιχειρηματική δραστηριότητα, ότι στην πραγματικότητα τη νομή του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση ασκεί ο ως άνω επιχειρηματίας για λογαριασμό του, πράγμα το οποίο συμβαίνει ιδίως, όταν συμβάλλεται στο δικό του όνομα και αναλαμβάνει προσωπικά και απεριόριστα τον επιχειρηματικό κίνδυνο. Από τις πιο πάνω τρείς διακριτές περιπτώσεις, η συνδρομή μεμονωμένα της δεύτερης, δηλαδή η άσκηση εμπορίας αφανώς από φυσικό πρόσωπο δια παρένθετου νομικού προσώπου, χωρίς άλλο, δεν αποδοκιμάζεται ως εμπορική πρακτική από την έννομη τάξη και αφετηριάζει μόνο τις έννομες συνέπειες: 1) της απόκτησης της εμπορικής ιδιότητας και από το κρυπτόμενο αφενός φυσικό πρόσωπο πίσω από το νομικό πρόσωπο που ενεργεί εμφανώς τις εμπορικές πράξεις και 2) την εις ολόκληρο ενοχή τόσο του φαινόμενου νομικού προσώπου σαν εμπόρου, όσο και του κρυπτόμενου πίσω από αυτό φυσικού προσώπου, για τις δημιουργούμενες από τη δράση του φαινόμενου εμπόρου ενοχές, χωρίς η καθιερούμενη αυτή εις ολόκληρον ενοχή να αποτελεί “επέκταση-μετακύλιση” των εννόμων συνεπειών του φαινόμενου νομικού προσώπου στο πλαίσιο “της παραχώρησης της νομικής προσωπικότητας” ή “της άρσης-κάμψης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου” ή “της άρσης του πέπλου-νομικού ενδύματος του φαινόμενου νομικού προσώπου” που θεμελιώνεται μόνον όταν μεσολαβεί κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξής του νομικού προσώπου με τη συνδρομή των στοιχείων που παρατίθενται κατωτέρω. Η άρση, όμως, της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου προσωρινά και περιορισμένα δεν σημαίνει ταυτόχρονα και “κατάργηση” ή “άρση” της νομικής προσωπικότητας, με την έννοια ότι το εμφανές νομικό πρόσωπο ευθύνεται σε ολόκληρο με το κυρίαρχο μέλος – μέτοχο του φυσικού προσώπου, αφού παρά την προσωρινή άρση-κάμψη της αυτοτέλειάς του, το νομικό πρόσωπο παραμένει οφειλέτης και αντισυμβαλλόμενος. Για να υποστεί τις συνέπειες της άρσης ο επιχειρηματίας (φ.π.) πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και να αποδεικνύονται συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων, ακριβέστερα ότι έγινε κατάχρηση της νομικής προσωπικότητάς τους, ειδικότερα στην περίπτωση κατά την οποία η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται, παρίσταται είτε ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης ως θεσμού άσκησης επαγγελματικής-επιχειρηματικής δράσης στο πεδίο της εφαρμογής του Συνταγματικού Δικαίου (άρθρα 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ Συντάγματος) είτε ως κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας αποτελούν στην πραγματικότητα πράξεις του κυριάρχου μετόχου ή εταίρου της, οι οποίες σκοπίμως παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται προς την εταιρεία από την οποία αθεμίτως επιχειρούν να αποκοπούν. Ο κανόνας αυτός απορρέει από τη θεωρία της παραμέρισης της νομικής προσωπικότητας ή άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ή ακόμη της ταυτίσεως του νομικού προσώπου με τον υποκείμενο οργανισμό του. Η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθέντος και λειτουργούντος νομικού προσώπου δεν δικαιολογείται μόνο από τη συγκέντρωση του συνόλου ή των περισσοτέρων μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης στο πρόσωπο ενός ή από τη συμμετοχή μόνο τούτου στα όργανα της εταιρείας και την εντεύθεν καθοριστική συμβολή του στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων, ακόμη και αν το ίδιο είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρίας και την ελέγχει έτσι τυπικά (ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΕφΑθ 4717/2004 ΔΕΕ 2004.1161), αφού το δίκαιο αναγνωρίζει διαφόρων τύπων μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρία (βλ. άρθρο 1§3 Κ.Ν.2190/1920, όπως αντικ. με το άρθρο 3 του Ν.3604/2007, 47α παρ.2 του Ν.2190/1920, πριν την αντικ. με το άρθρο 55 του Ν.3604/2007, 41 §2 του Ν.959/1979, 43α του Ν.3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρο 2 του Π.Δ.279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική της αυτοτέλεια ως νομικό πρόσωπο έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της (ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.964, ΕφΠειρ 111/2017 ΤΝΠ Νόμος). Δεν ενεργούν αθέμιτα οι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προσφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι’ αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 70 ΑΚ, υποχωρεί, όμως, όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητας χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας με την έννοια ότι οι φερόμενες ως πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται και αντιστρόφως οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της καταχρήσεως προβάλλει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας και η μετακύληση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως ή μετακύληση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ήτοι των συνεπειών της αφερεγγυότητας (ΑΚ 335, 343, 345, 382, 383), ιδιαίτερα όταν οι αντισυμβαλλόμενοι δανειστές οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ’ αυτούς κατάστασης, στην οποία δεν θα προέβαιναν αν γνώριζαν την πραγματικότητα και την πρόθεση καταστρατήγησης του κυρίαρχου μετόχου (ΟλΑΠ 2/2013, ΑΠ 689/2013, ΑΠ 149/2013, ΑΠ 330/2010, ΑΠ 5/2009, ΑΠ 11/2009 ΤΝΠ Νόμος). Η θέση κατά μέρος της νομικής προσωπικότητας νομίμως συσταθείσας και λειτουργούσας εταιρείας δεν δικαιολογείται μόνο από την ταύτιση των συμφερόντων της προς τα αυτά του κυρίου μετόχου ή από τη συστηματική παροχή εγγυήσεων του προσώπου αυτού για λογαριασμό της εταιρείας ή τέλος από την εμφάνιση τούτου ως του ουσιαστικού φορέα της επιχείρησης με καθοριστική συμβολή στη λήψη των εταιρικών αποφάσεων (ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 348/2005 ΠειρΝομ 2005.310), αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά τρόπο ασφαλώς θεμιτό (ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 2009.800) ούτε όταν το φυσικό πρόσωπο εμφανίζεται ως ουσιαστικός φορέας της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού τούτο είναι αλληλένδετο με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου. Η διατήρηση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του, έστω και αφερέγγυου, νομικού προσώπου δικαιολογείται στις περιπτώσεις αυτές, επειδή οι σκοποί για τους οποίους θεσπίστηκε εξακολουθούν να συμπορεύονται με τους σκοπούς της έννομης τάξης. Όταν, όμως, η επίκληση της χωριστής προσωπικότητας (και περιουσίας του) αντιτίθεται στις γενικές αρχές και στις αξιολογήσεις του δικαίου (ΕφΑθ 1702/2006 ΕΕμπΔ 2008.538) και υπερβαίνει τους κοινωνικούς σκοπούς, που ενόψει και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ οφείλει κυρίως να υπηρετεί το νομικό πρόσωπο της εταιρίας, το οποίο, αντιθέτως, χρησιμοποιείται για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, ανακύπτει περίπτωση απαγορευμένης κατάχρησης του εταιρικού θεσμού, η οποία ναι μεν δεν ρυθμίζεται ειδικά στον νόμο, υπάγεται όμως στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και οι συνέπειές της αντιμετωπίζονται σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος (ΑΠ 330/2010 ΕπισκΕΔ 2010.761, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657). Η χρησιμοποίηση της εταιρείας για την εξυπηρέτηση διαφορετικών σκοπών, αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, συνιστά απαγορευμένη από τον νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Ενδεικτικά, κριτήρια τέτοιας κατάχρησης αποτελούν η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας σε αντίθεση με προηγούμενη συμπεριφορά του, η σύγχυση της νομικής και εταιρικής περιουσίας, η αποφυγή παροχής εγγυήσεων του κυρίου ή μοναδικού μετόχου υπέρ του νομικού προσώπου παρά την προηγούμενη αντίθετη πρακτική του. Αλλά και η ταύτιση των συμφερόντων νομικού και φυσικού προσώπου, η κυρίαρχη θέση του φυσικού προσώπου στην εταιρεία, την οποία επιβεβαιώνει ο ίδιος με αντίστοιχη δηλωτική συμπεριφορά του, όταν συντρέχουν και με τα προαναφερθέντα ειδικά αντικειμενικά και υποκειμενικά κριτήρια, θεμελιώνουν κατάχρηση του θεσμού της νομικής προσωπικότητας, εάν ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει τον νόμο και να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτους δανειστές του, με την αποφυγή εκπλήρωσης έναντι εκείνων των κατ’ ουσίαν ατομικών υποχρεώσεών του, ιδίως δε, όταν σκοπίμως παραλλάσσονται οι πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου, ώστε να εμφανιστούν ως πράξεις της αφερέγγυας εταιρείας και γίνεται επίκληση της χωριστής προσωπικότητας της για να αποφευχθεί η εκπλήρωση των υποχρεώσεων που δημιουργήθηκαν καθ’ υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών δυνατοτήτων (ΟλΑΠ 2/2013 ΕφΑΔ 2013.228,με παρατηρήσεις Κλ.Ρούσσου, με παρατηρήσεις Σ.Μανουσάκη=ΕΕμπΔ 2013.78, με σημείωμα Ν.Ελευθεριάδη=ΕπισκΕΔ 2013.573, με σημείωμα Κ.Παμπούκη). Ενδεικτικά κριτήρια καταχρήσεως είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας (ΑΠ 11/2009 ΕΝΔ 2009.1) και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του βασικού μετόχου ή εταίρου (ΑΠ 1910/2009 ΕΝΔ 2010.164, βλ. Αθ.Λιακόπουλο, ό.π, σελ.92, Λ.Γεωργακόπουλος, ό.π, σελ.550, Σπ.Μούζουλα, Η ευθύνη της μητρικής επιχειρήσεως για τις υποχρεώσεις της θυγατρικής της, ΕΕμπΔ 1991.404), αφού εξαιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες. Άλλα κριτήρια είναι το μέγεθος της οικονομικής συμμετοχής του εταίρου και η συνολική συμπεριφορά του φυσικού προσώπου, όταν δρα προς τα έξω, αγνοώντας την ύπαρξη της εταιρείας ή δηλώνοντας ατομικώς την εφοπλιστική ιδιότητα (ΕφΠειρ 1253/1988 ΕΝΔ 19.106)ή παρέχοντας προσωπικές εγγυήσεις για λογαριασμό της εταιρείας (ΕφΑθ 11452/1986 ΕΝΔ 15.243). Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος (ΟλΑΠ 2/2013 ΝοΒ 2013.363, ΑΠ 1910/2009 ΕφΑΔ 2010.913, με παρατηρήσεις Κ.Ρήγα, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.245, ΜονΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015.537, με παρατηρήσεις Μ.Βαρελά, ΜονΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43, ΕφΠειρ 1605/1988 ΕΝΔ 17.514, βλ. Β.Αθανασοπούλου, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΠειρΝομ 2005.389επ., I.Μάρκου, Η «άρση της αυτοτέλειας» του νομικού προσώπου ως πηγή ανασφάλειας δικαίου-Συμβολή στην ερμηνεία των διατάξεων περί εταιρικής ευθύνης, σε ΕΕμπΔ 2003.257επ., τον ίδιο, Η κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας των κεφαλαιουχικών εταιρειών ως κατάχρηση της εταιρικής σχέσης, σε Αρμ 2003.601επ., Δ.Αυγητίδη, Η αρχή της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στις ναυτιλιακές εταιρίες, ΕπισκΕμπΔ 1999.75επ., Κ.Παμπούκη, Κάμψη της νομικής προσωπικότητας σε αλλοδαπή ανώνυμη εταιρία, ΕπισκΕμπΔ 2009.19επ., Α.Κιάντου-Παμπούκη, Η προστασία των δανειστών στις ναυτιλιακές εταιρίες με παραμέριση της νομικής προσωπικότητας, Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ.44επ., Κ.Αλεπάκο, Ο παραμερισμός (κάμψη) της νομικής προσωπικότητας της ΑΕ στη νομολογία, 1994, Αθ.Λιακόπουλο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου στη νομολογία, 1993, Κ.Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, σε ΝοΒ 2014.5επ., τον ίδιο, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, 2008, I.Πιτσιρίκο, Άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ΑΕ και καταλογισμός ευθύνης του για υποχρεώσεις του κυρίου ή του μοναδικού μετόχου του, σε ΕΕμπΔ 2007.482επ., Ν.Ελευθεριάδη, Η προστασία των δανειστών κεφαλαιουχικής εταιρίας ως πρόβλημα ευθύνης των εταίρων, 2012, Ε.Περάκη, Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας και η νομολογιακή τυποποίηση, σε ΔΕΕ 1996.374επ., Ε.Καραμανάκου, σημείωμα κάτω από την ΕφΠειρ 567/2008, σε ΔΕΕ 2010.792, Δ.Τζουγανάτο, Ανεπαρκής κεφαλαιοδότηση κεφαλαιουχικών εταιριών – Μορφές εμφάνισης και έννομες συνέπειες, 1994). Ενόψει των ανωτέρω, για την άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου κεφαλαιουχικής εταιρίας έναντι του βασικού μετόχου ή εταίρου της δεν αρκεί απλώς η ιδιότητα του φυσικού προσώπου ως μοναδικού μετόχου ή εταίρου ή κατόχου του μεγαλυτέρου μέρους των μετοχών ή των εταιρικών μεριδίων αυτής, αλλά ούτε και το γεγονός ότι από τη συμμετοχή του φυσικού αυτού προσώπου στην εταιρεία εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθηση αυτής, αλλά απαιτείται η συνδρομή ιδιαίτερων και σοβαρών ή εξαιρετικών προϋποθέσεων και συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, που καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του βασικού μετόχου ή εταίρου κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων ιδίως της καλής πίστης, κατά καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, τα οποία πρέπει να παρατίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, με την οποία επιχειρείται η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του μόνου μετόχου ή εταίρου κεφαλαιουχικής εταιρίας για τα χρέη αυτής, ώστε να είναι αυτό ορισμένο κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ Για να υποστεί τις συνέπειες αυτές, πρέπει να συντρέχουν, να προτείνονται και να αποδεικνύονται, συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία να μαρτυρούν, ότι έγινε κακή χρήση των εταιρικών τύπων και δη της νομικής προσωπικότητας αυτών στην περίπτωση κατά την οποίαν η επίκληση αυτής και του χωρισμού που αυτή συνεπάγεται παρίσταται ως κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Αναγκαία είναι η ειδική μνεία στην αγωγή των συγκεκριμένων περιστατικών που ενδεικνύουν την εκ μέρους του εναγομένου κατάχρηση νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, όπως ως άνω εξειδικεύθηκαν (ΟλΑΠ 2/2003, ΑΠ 149/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 905/2010 ΕΕμπΔ ΞΒ΄.86, ΑΠ 330/2010 ΕΕμπΔ ΞΑ΄.915, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 15.804, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 811/2013 ΕΝΔ 2014.40, ΕφΠειρ 110/2013 Αρμ 2013.2400, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012.661, ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.250, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792, ΕφΠειρ 213/2007 ΔΕΕ 2007.1074, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 2002.129, με παρατηρήσεις Α.Μαρκάκη, ΠολΠρΑθ 141/2011 ΤΝΠ Νόμος, βλ. Κ.Ρήγα, Η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου των μονοβάπορων εταιριών, ΝοΒ 2014.5επ. [27]). Ο μόνος ή σχεδόν μόνος κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος και νόμιμος εκπρόσωπος πλοιοκτήτριας εταιρίας δύναται να εναχθεί διά τις εκ της διαχειρίσεως του πλοίου απαιτήσεις, μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι ασκεί τον εφοπλισμό του πλοίου ή ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της πλοιοκτήτριας ή εφοπλίστριας εταιρείας. Στην πρώτη περίπτωση ο ενάγων οφείλει να επικαλεσθεί και αποδείξει, πλην άλλων, ότι ο εναγόμενος έχει την ιδιότητα του εφοπλιστή, ενώ στη δεύτερη δεν αρνείται ότι την ιδιότητα του πλοιοκτήτη ή εφοπλισμού έχει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, μετά της οποίας καταρτίσθηκε και η σύμβαση, στην οποία ο ενάγων στηρίζει τις απαιτήσεις του, αλλά υποστηρίζει ότι ο κυρίαρχος εταίρος-εναγόμενος χρησιμοποίησε τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας, για να αποφύγει δολίως την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Στην πρώτη περίπτωση, ενδεχομένως υπάρχει εικονικότητα του νομικού προσώπου, όπου ο ενάγων δύναται να υποστηρίξει ότι τον εφοπλισμό του πλοίου ασκεί ο εναγόμενος και όχι το νομικό πρόσωπο το φερόμενο ως πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, το νομικό πρόσωπο του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή υφίσταται πραγματικά, πλην προβάλλεται ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειάς του λόγω καταχρηστικότητας (ΕφΠειρ 213/2007 ΔΕΕ 2007.1074, ΕφΠειρ 403/2002 ΕΝΔ 30.129). Σημειωτέον, η κάμψη είναι προσωρινή και περιορισμένη, δεν εξικνείται δηλαδή μέχρι του σημείου καταλύσεως της ίδιας της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας, η οποία, όπως και η περιουσιακή της αυτοτέλεια, απλώς παραμερίζονται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή, με την έννοια ότι ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της ευθύνεται πλέον από κοινού και εις ολόκληρον κατ’ άρθρο 481 ΑΚ για την εκπλήρωση των εκ της ζημιογόνου συναλλαγής υποχρεώσεων (άρθρο 926 ΑΚ), δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς τον βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση (ΟλΑΠ 2/2013 Νόμος, ΑΠ 9/2009 ΕλλΔνη 2009.767, ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014.138, ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝΔ 2011.32).

VIII. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Με τη διάταξη αυτή καθορίζονται ως ουσιώδη στοιχεία της αγωγής, η ιστορική της βάση, η οποία εξασφαλίζει στον μεν εναγόμενο τη δυνατότητα αποτελεσματικής άμυνας, στο δε δικαστήριο τη δυνατότητα ελέγχου της νομικής βασιμότητας της αγωγής (ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301, βλ. Κεραμέα Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, σελ.204-205, Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία, τ.ΙΙ, σελ.143), τα πραγματικά γεγονότα που θεμελιώνουν την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, καθώς και συγκεκριμένο αίτημα. H νομιμοποίηση καθορίζεται από τον εφαρμοστέο κανόνα του ουσιαστικού δικαίου και συμπίπτει, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (μη δικαιούχων ή μη υπόχρεων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του επιδίκου δικαιώματος ή της έννομης σχέσης, έστω και αν αυτός αποδεικνύεται αναληθής, οπότε η αγωγή θα απορριφθεί ως αβάσιμη λόγω ανυπαρξίας του επιδίκου δικαιώματος. Ενόψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης, η εκ μέρους του εναγομένου αμφισβήτηση των περιστατικών που επικαλείται ο ενάγων προς θεμελίωση της νομιμοποίησής του, αν και έχει συνήθως την μορφή ένστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της βάσης της αγωγής, αφού η νομιμοποίηση συμπίπτει καταρχήν με την ιδιότητα του υποκειμένου της επίδικης έννομης σχέσης του ουσιαστικού δικαίου και, κατά συνέπεια, η απόδειξή της συμπίπτει με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τη βάση της αγωγής. Επομένως, σε περίπτωση μη αποδείξεως των περί νομιμοποιήσεώς περιστατικών, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, ελλείψει (ενεργητικής ή παθητικής) νομιμοποιήσεως, κατά τον δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «μη αποδεικνύοντος του φέροντος το βάρος της αποδείξεως, απορρίπτεται η αγωγή (ή η ένσταση)». Από δε τον συνδυασμό των άρθρων 68 και 73 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για νομιμοποίηση του διαδίκου, αρκεί καταρχήν ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της καταγόμενης προς κρίση έννομης σχέσης, χωρίς να ασκεί επιρροή η αλήθεια ή όχι, αφού η έλλειψη συνδρομής της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης συνεπάγεται απόρριψη της αγωγής, ως νομικά μεν αβάσιμης, στο στάδιο έρευνας της νομικής βασιμότητάς της, ως ουσιαστικά δε αβάσιμης σε περίπτωση μη απόδειξης, στο στάδιο έρευνας της ουσιαστικής βασιμότητας των επικληθέντων προς θεμελίωσή της πραγματικών περιστατικών (ΟλΑΠ 25/2008, ΑΠ 1157/2017, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Nόμος).  Συνεπώς, πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής να αναγράφονται –μεταξύ άλλων- τα θεμελιωτικά στοιχεία της νομιμοποίησης, ενεργητικής και παθητικής, η οποία, ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, ερευνάται αυτεπαγγέλτως (άρθρα 68, 73 ΚΠολΔ), ώστε να προκύπτει ο σύνδεσμος του ενάγοντος και του εναγόμενου προς την επίδικη έννομη σχέση, διότι ο ισχυρισμός για τη νομιμοποίηση αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, όπως προαναφέρθηκε, η δε συνέπεια της παράλειψης αναφοράς των στοιχείων νομιμοποίησης στο δικόγραφο της αγωγής είναι το απαράδεκτο αυτής  (ΑΠ 339/2010 Νόμος, ΑΠ 602/2002 ΕλλΔνη 2002.1680, ΑΠ 954/1997 ΕλλΔνη 40.339, ΕφΠειρ 149/2015, ΕφΠειρ 689/2011 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΘεσ 424/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 1854/2009 ΕλλΔνη 2009.1427, ΕφΙωαν 37/2005 Αρμ 2005.1774, ΕφΘεσ 1857/2003 Αρμ 2005.372, ΕφΑθ 7138/2003 ΕλλΔνη 45.821). Το απαράδεκτο αυτό ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, διότι αποτελεί ζήτημα αναγόμενο στην τήρηση της προδικασίας, που αφορά τη δημόσια τάξη. Η αοριστία αυτή της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης, αλλά ούτε και με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 187/2006 Δ 2006.907, ΑΠ 252/2006 Δ 2006.1066, ΑΠ 524/2002, ΕφΑθ 1778/2011, ΕφΠειρ 689/2011 ΤΝΠ Νόμος).

Με την κρινόμενη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, οι ενάγοντες εκθέτουν ότι, η δεύτερη εναγομένη εταιρεία δραστηριοποιείται στον τομέα της κατασκευής και εμπορίας των σκαφών αναψυχής «…» και ο πρώτος εναγόμενος είναι νόμιμος εκπρόσωπός της και κατ’ ουσίαν αποκλειστικός ιδιοκτήτης της ως ο μοναδικός εταίρος της και μάλιστα διατηρούσε από πολλών ετών κοινωνική επαφή-γνωριμία με τη δεύτερη ενάγουσα μέσω της οποίας έγινε και η γνωριμία με τον πρώτο ενάγοντα. Ότι ο πρώτος εναγόμενος πληροφορούμενος την πρόθεση των εναγόντων να αποκτήσουν σκάφος αναψυχής, πρότεινε να αναλάβει ο ίδιος για λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης μονοπρόσωπης ΕΠΕ του την κατασκευή και πώληση ενός καινούριου σκάφους “…” τύπου 9.60, μήκους 9,52μ., στο οποίο θα τοποθετούσε για λόγους περιορισμού του κόστους μεταχειρισμένους σωλήνες και μηχανή. Ότι λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ τους συμφώνησαν την αγορά του ως άνω σκάφους αναψυχής έναντι τιμήματος 25.000 ευρώ τον Ιούνιο του έτους 2012, πλέον του κόστους μεταφοράς και παράδοσής του στο Ισραήλ, τόπο διαμονής των εναγόντων, το οποίο ανερχόταν σε ποσό 2.000 ευρώ. Ότι ο πρώτος εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση για παράδοση του σκάφους εντός δύο (2) μηνών από την καταβολή σε αυτόν ολόκληρου του ως άνω τιμήματος, ποσού 27.0000 ευρώ, το οποίο του καταβλήθηκε στις 27-6-2012 με μεταφορά του στον τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο πρώτος εναγόμενος στην τράπεζα … BANK από τον λογαριασμό των εναγόντων την τράπεζα UBS AG. Ότι μετά την πάροδο δύο (2) μηνών από την καταβολή του τιμήματος (27-8-2012) ο πρώτος εναγόμενος τους ενημέρωσε ότι θα υπήρχε καθυστέρηση στην παράδοση του πωληθέντος σκάφους λόγω του αυξημένου φόρτου της θερινής περιόδου για τη δεύτερη εναγομένη εταιρεία και για να τους παραδώσει το σκάφους στην καλύτερη δυνατή κατάσταση από πλευράς κατασκευής αλλά και ανεύρεσης της μεταχειρισμένης μηχανής του, και όχι υπό πίεση χρόνου, γεγονός που οι ενάγοντες αποδέχθηκαν. Ότι έκτοτε ξεκίνησε ο πρώτος εναγόμενος να μεταθέτει συνεχώς τον χρόνο παράδοσης του σκάφους και ότι τον Νοέμβριο του 2013 ο πρώτος εναγόμενος τους πρότεινε την τοποθέτηση στη μηχανή του σκάφους νεότερους μεταχειρισμένους τετράχρονους κινητήρες με επιπρόσθετο κόστος 5.770 ευρώ, το οποίο οι ενάγοντες κατέβαλαν στον τραπεζικό λογαριασμό του πρώτου εναγομένου στην τράπεζα … BANK , οπότε το καταβληθέν εκ μέρους τους τίμημα ανήλθε στο συνολικό ποσό των 32.770 ευρώ. Ότι ο πρώτος εναγόμενος προφασιζόμενος δικαιολογίες δεν τους έχει παραδώσει το παραγγελθέν σκάφος, παρά την εκ μέρους τους ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος της πώλησης του σε αυτούς και ότι εκείνοι έδειξαν ανοχή στην καθυστέρησή του λόγω της μεταξύ τους προσωπικής γνωριμίας ενώ από το καλοκαίρι του 2013 είχαν συνάψει και σύμβαση κατασκευής εξοχικής κατοικίας υπό την επίβλεψή του στην Αντίπαρο και δεν ήθελαν να διαταράξουν το μεταξύ τους κλίμα περισσότερο.  Ότι κατόπιν επανειλημμένων οχλήσεων τους υποσχέθηκε εν τέλει ότι το σκάφος θα τους παραδοθεί εντός του μηνός Μαρτίου του 2017, πλην όμως ούτε τότε ανταποκρίθηκε στη συμβατική υποχρέωση του και οι ενάγοντες τότε τους απέστειλαν εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία και πρόσκληση και τον καλούσαν εντός 10 ημερών από της επιδόσεώς της να τους παραδώσει το σκάφος, άλλως από της λήξεως αυτής του δήλωσαν ότι υπαναχωρούν λόγω της υπερημερίας του ως προς την εκπλήρωση της συμβατική παροχή του από τη σύμβαση πώλησης και του ζητούσαν να τους επιστρέψει νομιμοτόκως το συνολικό ποσό του καταβληθέντος τιμήματος των 32.770 ευρώ και ότι η συγκεκριμένη ταχθείσα εύλογη προθεσμία παρήλθε άπρακτη την 1-4-2017 και έκτοτε ήταν επιστρεπτέο σε αυτούς το ποσό του τιμήματος με τον νόμιμο τόκο, πλην όμως ουδέποτε τους επεστράφη εκ μέρους του. Ότι δεν έχουν καν εικόνα για την πορεία κατασκευής του σκάφους, παρότι εξόφλησαν ολοσχερώς το τίμημα της αγοράς του, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα. Ότι η συνολική ως άνω συμπεριφορά του πρώτου εναγομένου δεν αποτελεί απλώς αθέτηση των συμβατικών του υποχρεώσεων, αλλά έτι πλέον και συνιστά και αδικοπρακτική συμπεριφορά κατ’ άρθρα 914 και 919 ΑΚ εκ μέρους του υπό τη νομική βάση της εξαπάτησής τους με ψευδείς παραστάσεις και υποσχέσεις περί της κατασκευής και παράδοσης του σκάφους, ενώ είχε προαποφασίσει ότι δεν επρόκειτο να τους κατασκευάσει και πωλήσει το επίδικο σκάφος αναψυχής. Ότι μετά την υπαναχώρησή τους από τη σύμβαση ναυπήγησης και πώλησης του εν λόγω σκάφους, λύεται αναδρομικά η σύμβαση και είναι επιστρεπτέο το εκ μέρους τους καταβληθέν τίμημα συνολικού ποσού 32.770 ευρώ. Ότι οι ενάγοντες απέβλεψαν στο πρόσωπο του συγκεκριμένου πρώτου εναγομένου ως αντισυμβαλλομένου για να προβούν στη σύναψη της επίδικης σύμβασης, ενόψει του ότι υπήρχε ταύτισή του με τη δεύτερη εναγομένη μονοπρόσωπη ΕΠΕ, της οποία εκείνος είναι νόμιμος εκπρόσωπος και μοναδικός εταίρος και γι’ αυτό θα πρέπει να γίνει εν προκειμένω άρση της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητάς της και να θεωρηθεί ο πρώτος εναγόμενος εις ολόκληρον υπεύθυνος με αυτήν για την καταβολή των ως άνω οφειλομένων. Ότι λόγω της αδικοπρακτικής απάτης εκ μέρους του πρώτου εναγομένου σε βάρος των εναγόντων πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνη εις ολόκληρον κατ’ άρθρο 71 ΑΚ και η δεύτερη εναγομένη εταιρεία ως νομικό πρόσωπο για την καταβολή εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 15.000 ευρώ, ένεκα της παράνομης και υπαίτιας ως άνω απατηλής συμπεριφοράς αυτού σε βάρος τους, η οποία τους προκάλεσε στεναχώρια και αναστάτωση, διαψεύδοντας την εμπιστοσύνη τους προς το πρόσωπό του. Με αυτό το ιστορικό, οι ενάγοντες ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον για τις ειδικότερα αναφερόμενες ως άνω νόμιμες αιτίες, με εκδοθησόμενη απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να τους καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των 32.770 ευρώ ως εκ της συμβατικής βάσης λόγω της υπαναχώρησής τους από τη μεταξύ τους σύμβαση, νομιμοτόκως από 2-4-2017, ημερομηνία κατά την οποία παρήλθε άπρακτη η εκ μέρους τους ταχθείσα εύλογη προθεσμία για την εκπλήρωση της συμβατικής παροχής εκ μέρους των εναγομένων και κατά την οποία υπαναχώρησαν από τη σύμβαση, άλλως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής τους και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, και επίσης, όπως το σχετικό αγωγικό αίτημα περιορίστηκε παραδεκτώς με τις προτάσεις τους, ζητούν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι τους οφείλουν εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των 15.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης τους από τη  εκ μέρους των εναγομένων τέλεση σε βάρος τους της επίδικης ως άνω αδικοπραξίας (απάτης), νομιμοτόκως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής τους και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και τέλος, να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής τους δαπάνης για την παρούσα δίκη.

                 Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή, η οποία επιδόθηκε στις 20-7-2017 στους εναγόμενους εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, στις 28-6-2017, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.4 του Ν.4335/2015 (τόσο για τον πρώτο εναγόμενο, όσο και για τη δεύτερη εναγομένη, προσωπικά και υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή της μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, με νόμιμη θυροκόλληση με την παρουσία της μάρτυρα Α. Δ., στην κατοικία του πρώτου εναγομένου, λόγω  απουσίας του ιδίου και συνοίκου του από την οικία του, στην Α., επί της …, επακολουθούσης και της παράδοσης του επιδοτέου εγγράφου στον Αξιωματικό Υπηρεσίας του ΑΤ Πατησίων και της ταχυδρόμησής του προ τους εναγόμενους στην ανωτέρω διεύθυνση οικίας του πρώτου εξ αυτών για αμφότερους,  βλ. σχετ. τις …/20-7-2017 και …/20-7-2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά Ε. Μ., που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι ενάγοντες), και για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, με τα αναλογούντα υπέρ τρίτων ποσοστά προσαυξήσεων, μετά και τον παραδεκτό με τις προτάσεις τους περιορισμό εκ μέρους των εναγόντων με τη μερική τροπή του αγωγικού αιτήματος της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, που συνιστά αναδρομικά παραίτησή τους εξ αυτού (βλ. το υπ’ αριθ. … e-παράβολο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ποσού 347,10 ευρώ, που δεσμεύθηκε για λογαριασμό των ενδίκων αξιώσεων των εναγόντων), παραδεκτώς και αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου για να εκδικασθεί με την τακτική διαδικασία, (άρθρα 7, 9, 10, 12 §1, 13, 14 §2 και 22, 25 §2, 33, 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.1 περ.α΄, 2, 3 περ.Α και Β υποπερ.α΄ και 4 του Ν.2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της ένδικης διαφοράς, λαμβάνοντας υπόψη ότι για την εφαρμογή των παραγράφων του άρθρου 51 του Ν.2172/1993 σχετικά με τις ναυτικές διαφορές, πλοίο είναι κάθε πλωτή  κατασκευή ικανή για την εκτέλεση ορισμένου έργου ή υπηρεσίας στο θαλάσσιο χώρο, συνακόλουθα και τα σκάφη αναψυχής εμπίπτουν στην εν ευρεία εννοία κατηγορία των πλοίων και στις ίδιες εφαρμοστέες διατάξεις, απορριπτομένου ως νομω αβάσιμο του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του παριστάμενου πρώτου εναγομένου). Το παρόν Δικαστήριο έχει και διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ.1, 2, 4 παρ.1, 62 παρ.1, 63 παρ.1, 66 παρ.1 και 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ.1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, καθόσον τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία και την έδρα τους στο έδαφος κράτους μέλους, όπως η Ελλάδα, ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων της, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους κι ενόψει του ότι οι εναγόμενοι, σύμφωνα με το εισαγωγικό της αγωγής, έχουν την πραγματική έδρα όπου ασκείται η κεντρική τους διοίκηση και την κατοικία τους στην Αττική (Μ.ς, οδός … και Α., οδός …) και το Πρωτοδικείο Πειραιά εκδικάζει τις ναυτικές διαφορές αποκλειστικώς εντός της δικαστικής περιφέρειας Αττικής, ο δε ως άνω Κανονισμός εφαρμόζεται για τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά τη 10η-1-2015. Περαιτέρω, το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο τυγχάνει εφαρμοστέο δίκαιο για την επίδικη διαφορά, ενόψει του ότι εισάγεται προς διάγνωση και επίλυση ιδιωτική διαφορά από διεθνή έννομη σχέση με στοιχεία αλλοδαπότητας, λόγω της ιθαγένειας των εναγόντων που είναι υπήκοοι Ισραήλ όπου και έχουν την κατοικία τους (βλ. Κρίσπη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιον, Γενικόν Μέρος, παρ.2, σελ.12επ.), καθότι οι εναγόμενοι έχουν την έδρα και την κατοικία τους στην ημεδαπή και ελληνική ιθαγένεια (στην περιφέρεια του Δικαστηρίου τούτου που επιλαμβάνεται για τις ναυτικές διαφορές για όλη την Αττική, κατ’ άρθρο 51 παρ.2 εδ.α΄ του Ν.2172/1993), η επίδικη σύμβαση κατασκευής και πώλησης (ναυπήγησης) σκάφους αναψυχής (χαρακτηριστική παροχή/characteristic performance) συνήφθη στην Ελλάδα, αλλά και η αδικοπραξία (απάτη) που επικαλούνται οι ενάγοντες εκ μέρους των εναγομένων φέρεται ότι έλαβε χώρα σε βάρος τους στην ημεδαπή και από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι εφαρμοστέο ουσιαστικό δίκαιο είναι το ελληνικό, με το οποίο συνδέεται (προδήλως) στενότερα η ένδικη διαφορά μεταξύ των διαδίκων υπό οποιαδήποτε νομική της βάση και αίτημα (ΟλΑΠ 46/1987 ΕλλΔνη 1988.101, ΕφΠειρ 107/2015 ΕλλΔνη 2016.477), χωρίς άλλωστε οι διάδικοι να έχουν οποιαδήποτε αντίρρηση επ’ αυτού και βάσει του οποίου κρίνεται και το ορισμένο, το νόμω και το ουσία βάσιμο της αγωγής (βλ. άρθρα 1, 2, 4 παρ.1α΄ και παρ.2, 12, 19, 28, 29 του Κανονισμού της ΕΕ 593/2008-Ρώμη Ι / άρθρα 1, 2, 3, 4 παρ.115, 16, 17, 23, 31, 32 του Κανονισμού της ΕΕ 864/2007–Ρώμη ΙΙ, αντιστοίχως). Επισημαίνεται δε ότι στην κρινόμενη αγωγή σωρεύονται αντικειμενικά δύο νομικές βάσεις (αιτίες): α) μία συμβατική βάση (αιτία), από τη σύμβαση κατασκευής και πώλησης (ναυπήγησης) σκάφους αναψυχής (πλοίου) μεταξύ των εναγόντων και της δεύτερης εναγομένης, κατ’ ουσίαν όμως και του πρώτου εναγομένου ως νομίμου εκπροσώπου, αποκλειστικού ιδιοκτήτη και μοναδικού εταίρου της ευθυνόμενων εις ολόκληρον και β) μία αδικοπρακτική βάση (αιτία), από την αδικοπραξία που αφορά την απάτη που επικαλούνται οι ενάγοντες ότι τέλεσε σε βάρος τους ο πρώτος εναγόμενος παραπείθοντάς τους με ψευδείς παραστάσεις περί της πρόθεσής του για κατασκευή και πώληση προς αυτούς ενός νέου σκάφους αναψυχής με μεταχειρισμένη μηχανή και δη για την αγορά και τοποθέτηση τετράχρονων μεταχειρισμένων κινητήρων αντί για δίχρονων, ενώ είχε προαποφασίσει ότι δεν πρόκειται να προβεί την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων και στην αγορά των λόγω κινητήρων για το συγκεκριμένο σκάφος αναψυχής, εξαπατώντας τους ενάγοντες και αποσπώντας τους το ανωτέρω τίμημα αρχικό και μεταγενέστερο, συνολικού ποσού 32.770 ευρώ, για την οποία εγείρεται αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης των εναγόντων έναντι αμφοτέρων των εναγομένων εις ολόκληρον, διότι ο πρώτος εναγόμενος ενεργούσε κατά την αδικοπρακτική αυτή συμπεριφορά του ως όργανο της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, κατ’ άρθρο 71 ΑΚ, υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου και μοναδικού εταίρου της και στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της θέσης του αυτής έναντι της εταιρείας. Ειδικότερα δε, εξ αυτών, η δεύτερη νομική βάση (αιτία) αδικοπραξίας τυγχάνει απορριπτέα ως αόριστη, έναντι αμφότερων των εναγομένων, καθότι δεν διαλαμβάνονται κατά τρόπο ορισμένο, σαφή και ειδικό τα αναγκαία πραγματικά περιστατικά για τη στοιχειοθέτηση της παράνομης και υπαίτιας πράξης της απάτης, και ιδίως αναφορικά με το πρόσωπο του πρώτου εναγομένου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 216 ΚΠολΔ, 147επ. και 914επ., 919 ΑΚ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σχετικές αρχικές νομικές σκέψεις της απόφασης. Οι ενάγοντες δεν εκθέτουν κατά τρόπο ορισμένο, ειδικό και σαφή, πραγματικά περιστατικά περί παραπλάνησης και εξαπάτησής της εκ μέρους του πρώτου εναγομένου, ώστε να δύναται να στοιχειοθετηθεί περίπτωση απάτης, μη συντρεχουσών των προϋποθέσεων του νόμου, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στις αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας, αντιθέτως εκθέτουν εντελώς αορίστως, γενικόλογα και επιγραμματικά, περί της υπόσχεσης και ψευδούς παράστασης εκ μέρους του για την κατασκευή του επίδικου σκάφους αναψυχής με την αγορά και χρήση τετράτροχων αντί για δίτροχων μεταχειρισμένων κινητήρων, αποδίδοντας εν γένει την ευθύνη της καθυστέρησης, στο πλαίσιο των συμβατικών ευθυνών τους για εκπλήρωση της παροχής του σκάφους, σε παραπλάνηση και εξαπάτησή τους από τον πρώτο εναγόμενο, χωρίς να αναφέρουν όμως ειδικότερα πραγματικά περιστατικά απάτης, γεγονός που προκαλεί ασάφεια και σύγχυση στον έλεγχο αυτών κατά νόμω και κατ’ ουσίαν, αλλά και για τη δυνατότητα αντίκρουσής τους από τους εναγόμενους, με προβολή των ανταποδεικτικών και αμυντικών ισχυρισμών τους (ΠολΠρΑθ 4495/2010, ΜονΠρΧίου 91/2016, ΜονΠρΡοδ 20/2012 ΤΝΠ Νόμος). Η αοριστία αυτή αυτεπαγγέλτως ελεγχόμενη υπό του Δικαστηρίου ως ζήτημα δημόσιας τάξης, είναι αθεράπευτη με τις προτάσεις και την προσθήκη-αντίκρουση των εναγόντων, καθώς και με την αποδεικτική διαδικασία, με συνέπεια να καθίσταται η αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη, ελλείψει τήρησης της νόμιμης προδικασίας ως προς τη συγκεκριμένη νομική βάση, διότι δεν αναφέρονται σ’ αυτήν τα ειδικά δικαιοπαραγωγικά νομικά και πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία κατά το νόμο για την παραγωγή του διωκόμενου αγωγικού δικαιώματος (άρθρα 111, 118, 216 ΚΠολΔ, 147επ., 914 ΑΚ), (ΑΠ 1635/2008, ΑΠ 1056/2002, ΑΠ 216/2002, ΑΠ 1363/1997, ΑΠ 560/1979, ΕφΑθ 6731/2009, ΕφΑθ 8511/2005, ΕφΑθ 8660/2002, ΕφΘεσ 2462/1990 ΤΝΠ Νόμος). Ως εκ τούτου, όσον αφορά την αξίωση των εναγόντων επί της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι αόριστη, σε κάθε δε περίπτωση μη νόμιμη, διότι δεν εκτίθενται πραγματικά περιστατικά αδικοπραξίας τελεσθείσας εκ μέρους των εναγομένων σε βάρος των αγοραστών (εναγόντων), πέραν των όσων αφορούν τη συμβατική ευθύνη εκπλήρωσης της συμφωνηθείσας παροχής από τη μεταξύ τους συναφθείσα σύμβαση, η δε επιδίκαση τέτοιας αξίωσης προϋποθέτει τη στοιχειοθέτηση αυτοτελώς αδικοπραξίας από τον υπόχρεο σε βάρος του δικαιούχου αυτής, δε δικαιολογείται δε από την παραβίαση και μόνο συμβατικής υποχρέωσης μεταξύ των συμβαλλομένων, από τον πωλητή έναντι του αγοραστή. Στην προκείμενη δε υπόθεση, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αστικού Δικαίου (άρθρα 914 και 932), τις προϋποθέσεις των οποίων ουδόλως επικαλούνται κατά τρόπο ορισμένο και νόμιμο οι ενάγοντες (υπαιτιότητα, αιτιώδης σύνδεσμος, ζημία κλπ.), ώστε δεν νομιμοποιούνται να εγείρουν και την αξίωση της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του έναντι των εναγομένων. Η επίκληση της αξίωσης από την ΑΚ 932, η οποία προϋποθέτει τη θεμελίωση αδικοπραξίας κατά την ΑΚ 914, αφενός μεν, δεν συμβαδίζει με την ενδοσυμβατική ευθύνη από τη σύμβαση πώλησης, στην οποία εδράζεται η κρινόμενη αγωγή, κατ’ εκτίμηση του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι δεν είναι νόμιμο αίτημα που σωρεύεται υπό τη νομική βάση της συμβατικής ευθύνης, αφετέρου δε, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται συγκεκριμένα και ειδικά αδικοπρακτικά πραγματικά περιστατικά που να συνάδουν και να στοιχειοθετούν αδικοπρακτική ευθύνη των εναγομένων, αυτοτελώς για έκαστη εξ αυτών, το οποίο αποτελεί σε κάθε περίπτωση αναγκαίο πρόκριμμα για τη νόμιμη θεμελίωση της αξίωσής του από χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΚ 932). Συνακόλουθα, η αξίωση των εναγόντων για χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ηθικής τους βλάβης που υπέστησαν από τη συμπεριφορά των εναγομένων σε βάρος τους εξ αδικοπραξίας (απάτης), πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, έναντι αμφοτέρων των εναγομένων, διότι στην αγωγή ουδόλως εκτίθενται έτερα περιστατικά περί αδικοπραξίας των εναγομένων σε βάρος των εναγόντων κατά τρόπο ειδικό, ορισμένο και σαφή, ώστε στοιχειοθετουμένης της νομικής βάσης της αδικοπραξίας κατ’ άρθρα 914επ., 919 και 147επ. ΑΚ να δικαιούνται οι ενάγοντες επιδίκασης αξίωσης κατ’ άρθρο 932 ΑΚ έναντι των εναγομένων, ενώ η παραβίαση και μόνο συμβατικής υποχρέωσης εκ μέρους των εναγομένων σε βάρος τους, λόγω μη εκπλήρωσης της οφειλόμενης παροχής εκ μέρους τους για παράδοση του επίδικου πωληθέντος σκάφους αναψυχής, εκ μέρους τους, δεν συνιστά αδικοπραξία, αφού ουδόλως εκτίθενται τέτοια περιστατικά στην αγωγή, είναι δε γνωστό ότι η αξίωση χρηματικής ικανοποίησης δεν βρίσκει έρεισμα στην παραβίαση συμβατικής υποχρέωσης, εάν δεν συντρέχει περίπτωση αδικοπραξίας και είναι σαφές από το δικόγραφο ότι ουδόλως εισάγεται νομική βάση αδικοπραξίας ούτε είναι δυνατόν από την επικαλούμενη συμβατική ευθύνη των εναγομένων να ανακύψει αδικοπρακτική ευθύνη τους έναντι των εναγόντων από τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση μπορεί, εκτός από την αξίωση από τη σύμβαση, να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο κατά το άρθρο 914 ΑΚ επιβαλλόμενο καθήκον να μη ζημιώνει κάποιος τον άλλον υπαίτια (ΟλΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 347/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1190/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1015/1999 ΕλλΔνη 2000.344, ΕφΠατρ 510/2009 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 3345/1999ΝοΒ 2000.54,ΕφΘεσ 1888/1999 Αρμ 2000.621, ΠολΠρΑθ 124/2011 Νόμος).Οι αξιώσεις από τη σύμβαση και την αδικοπραξία, οι οποίες τείνουν στον ίδιο σκοπό, δηλ. στην ικανοποίηση της ίδιας παροχής, είναι δυνατόν να συρρέουν και απόκειται στον δικαιούχο να στηρίξει την αξίωσή του για αποζημίωση είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία είτε επιβοηθητικά και στις δύο (ΑΠ 1734/2009, ΑΠ 555/1999 ΤΝΠ Νόμος), τέτοια περίπτωση όμως δεν εκτίθεται εν προκειμένω, συνακόλουθα, προδήλως μη νόμιμο και απορριπτέο τυγχάνει το αίτημα της αγωγής για την επιδίκαση της ως άνω αξιώσεως των εναγόντων. Εξάλλου, αναφορικά δε με την πρώτη συμβατική βάση (αιτία) της αγωγής από τη σύμβαση κατασκευής και πώλησης (ναυπήγησης) σκάφους αναψυχής εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης εταιρείας, νόμιμος εκπρόσωπος και μοναδικός εταίρος της οποίας τυγχάνει ο πρώτος εναγόμενος κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, τυγχάνει πλήρως ορισμένη (ΚΠολΔ 216) και νόμιμη μόνο έναντι της δεύτερης εναγομένης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, ως μοναδικής και πραγματικής αντισυμβαλλομένης των εναγόντων από την επίδικη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ τους για την κατασκευή και πώληση του επίδικου σκάφους αναψυχής, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 5 του ΚΙΝΔ, 200, 288, 297, 298, 340, 341, 345, 346,  361, 374επ., 383, 385, 387, 389, 390, 396, 397, 480, 481, 489, 513επ., 516, 529, 681επ., 683, 686, 687, 694, 696-697, 904επ. ΑΚ, 68, 907, 908, 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και πρέπει, στην έκταση που κρίθηκε νόμιμη ως άνω, να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ’ουσίαν. Επισημαίνεται ότι νόμιμο είναι προεχόντως και το παρεπόμενο αίτημα περί καταβολής τόκων από τη 2-4-2017, ήτοι από την επομένη της ημερομηνίας που τέθηκε διά του εξωδίκου των εναγόντων ως προθεσμία για την παράδοση του επιδίκου σκάφους, από την οποία επήλθε και η υπαναχώρηση εκ μέρους αυτών από την επίδικη σύμβαση έναντι των εναγομένων), διότι για την επίδικη απαίτηση επιστροφής του τιμήματος της πώλησης με το ως άνω εξώδικο ρητά τάχθηκε εύλογη προθεσμία στους εναγόμενους να ανταποκριθούν στη συμβατική υποχρέωση παράδοσης του εν λόγω σκάφους αναψυχής των εναγόντων, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα, η παρέλευση της οποίας συνιστά δήλη ημέρα κατ’ άρθρα 340, 341 και 345 ΑΚ, καθόσον έκτοτε καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό όλο το επίδικο ποσό του τιμήματος από τη μεταξύ τους σύμβαση κατασκευής-πώλησης του σκάφους, συνεπώς, κατέστη στο σύνολό της η απαίτηση ληξιπρόθεσμη με την πάροδο της δήλης αυτής ημέρας, ήτοι τη 2-4-2017, όπως τάχθηκε νομίμως εκ μέρους των εναγόντων κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 288, 383, 385, 387, 389επ., 513επ., 516, 681επ., 686-687, 904επ. ΑΚ. Σημειωτέον ότι η δεύτερη εναγομένη είναι η μοναδική αντισυμβαλλόμενη των εναγόντων ως προς την ως άνω επίδικη σύμβαση, ενώ ο πρώτος εναγόμενος, καίτοι νόμιμος εκπρόσωπός της, ακόμη και ως μοναδικός εταίρος ή διαχειριστής της, είναι μόνο όργανο της ΕΠΕ (ΑΚ 70-71) και ουδόλως ευθύνεται για τα συμβατικά χρέη της έναντι τρίτων, όπως και έναντι των εναγόντων, διότι ακόμη κι αν προέβη στη σύναψη της σύμβασης κατ’ ανάθεση της κατασκευής και πώλησης του επίδικου σκάφους αναψυχής εκ μέρους των εναγόντων ως αγοραστών, το έπραξε στα πλαίσια της εντολής και των οδηγιών που έλαβε από τη δεύτερη εναγομένη ΕΠΕ, ως όργανό της, κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων προς την εταιρεία και μόνο και όχι για τον εαυτό του ατομικά ως φυσικό πρόσωπο. Τούτο δε, ήταν σαφές και γνωστό στους ενάγοντες βεβαίως, ένεκα και της μακράς και προσωπικής γνωριμίας τους αλλά και από τη σχέση της συναλλαγής τους. Παρά δε την ανάμειξη του δεύτερου εναγομένου στη σύναψη της σύμβασης αυτής ουδόλως υπήρξε αντισυμβαλλόμενος της ενάγουσας ατομικώς εκείνος, αλλά μόνο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης που ήταν η πραγματική και μόνη αντισυμβαλλομένη των εναγόντων, οπότε δεν μπορεί να ενέχεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο προσωπικά και ατομικά ο πρώτος εναγόμενος με την ατομική περιουσία του, λαμβάνοντας υπόψη τον αυστηρό διαχωρισμό του νομικού προσώπου αυτής και του φυσικού προσώπου του νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή και μοναδικού εταίρου της, σύμφωνα και με τα διαλαμβανόμενα στις οικείες αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας και λαμβάνοντας υπόψη όσα εκτίθενται στο ιστορικό της αγωγής. Συνακόλουθα, η αγωγή ως προς τη νομική αυτή βάση της τυγχάνει απορριπτέα ελλείψει παθητικής νομιμοποίησης του πρώτου των εναγομένων, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις σχετικές αρχικές νομικές σκέψεις της παρούσας. Σημειωτέον δε ότι αναφορικά με το αίτημα-ισχυρισμό που υφέρπει στην αγωγή περί άρσης της νομικής προσωπικότητας της δεύτερης εναγομένης εταιρείας στο πρόσωπο του πρώτου εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου, διαχειριστή και μοναδικού εταίρου αυτής, κρίνεται απορριπτέο ως αόριστο, διότι δεν εκτίθενται στην αγωγή πραγματικά περιστατικά περί κατάχρησης της νομικής προσωπικότητας της εναγομένης ΕΠΕ από τον ανωτέρω πρώτο εναγόμενο ως φυσικό πρόσωπο, καθόσον απλώς αναφέρεται από τους ενάγοντες αφηγηματικά και σε θεωρητικό επίπεδο χωρίς συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να καταδεικνύουν κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας για την πρόκληση ζημίας σε βάρος της και αποφυγή εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του πρώτου εναγομένου προς τους ενάγοντες ως τρίτους δανειστές. Ειδικότερα, ουδόλως εκτίθεται με συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ότι ο πρώτος εναγόμενος έχει ιδιότητα ως (κυρίαρχος ή μοναδικός) εταίρος ούτε προσδιορίζονται ειδικότερα πράξεις του κυρίαρχης διοίκησης και διαχείρισης επί της εναγόμενης εταιρείας, ενώ απαιτείται να έχει εταιρική ιδιότητα και μάλιστα ως κυρίαρχος εταίρος ή από τη συμμετοχή του σε αυτήν να εξαρτάται η ύπαρξη ή η εξακολούθησή της, με παράθεση συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών κυρίαρχης θέσης και μάλιστα για να προκαλέσει δολίως ζημία σε τρίτο ή να αποφύγει την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, ώστε να δικαιολογείται η άρση του μανδύα της νομικής προσωπικότητάς της ΕΠΕ για τη στοιχειοθέτηση προσωπικής ευθύνης του με την ατομική του περιουσία. Οι ενάγοντες δεν εκθέτουν ορισμένα στην αγωγή ότι ο πρώτος εναγόμενος τους παρέπεισε να προβούν στη σύμβαση της επίδικης ναυπηγήσεως (κατασκευής και πώλησης σκάφους) εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης, ως αντισυμβαλλομένης τους, γεγονός που δεν θα είχε πράξει, εάν δεν τους είχε παρουσιάσει ο εν λόγω εναγόμενος ότι εγγυάται προσωπικά με την επαρκή και φερέγγυα ατομική του περιουσία για την πλήρη συμβατική ικανοποίησή τους από την αιτία αυτή, βασιζόμενοι δε στις υποσχέσεις του αυτές και στο κλίμα σύγχυσης και ενότητας περιουσιών και επιχειρηματικής βούλησης που τους είχε καλλιεργήσει παραπειστικά και δολίως εκείνος ως πραγματικός αντισυμβαλλόμενός τους (ΟλΑΠ 2/2013 ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, ουδόλως εκτίθενται στην αγωγή ορισμένα, κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, ιδιαίτερα και σοβαρά ή εξαιρετικά πραγματικά περιστατικά, που να καταδεικνύουν τις αθέμιτες επιδιώξεις του πρώτου εναγομένου και βούληση καταστρατηγήσεως των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα, κατά προφανή υπέρβαση των αξιολογικών ορίων της καλής πίστης και του δικαίου για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη, κατά καταστρατήγηση των διατάξεων που αφορούν στα νομικά πρόσωπα (δεύτερη εναγομένη ΕΠΕ), βάσει των συνταγματικών άρθρων 5 παρ.1, 12 παρ.1, 3 και 25 παρ.1γ, για να δικαιολογηθεί η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου, που χρησιμοποιείται ως προϋπόθεση για τη θεμελίωση της εις ολόκληρον ευθύνης του ως φ.π. για τα χρέη αυτής, τα δε εκτιθέμενα δεν εμπίπτουν προδήλως στους όρους της κατάχρησης δικαιώματος του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα με τα διδάγματα της νομολογίας και τα αναφερόμενα στην αρχική νομική σκέψη της απόφασης (ΟλΑΠ 2/2013 ΕΦΑΔ 2013.228, ΟλΑΠ 2/2003 ΤΝΠ Νόμος, ΟλΑΠ 5/1996 ΕλλΔνη 1996.1046, ΟλΑΠ 17/1994 ΕλλΔνη 1994.1263, ΑΠ 149/2013 ΔΕΕ 2013.694, ΑΠ 905/2010 ΔΕΕ 2010.1056, ΑΠ 330/2010 ΕπισκΕμπΔ 2010.761, ΑΠ 9/2009 ΕλλΔνη 2009.767, ΑΠ 1910/2009 ΕΦΑΔ 2010.2013, ΑΠ 309/2009 ΔΕΕ 2009.804, ΑΠ 5/2009 ΔΕΕ 15.800, ΕφΠειρ 111/2017 ΔΕΕ 2017.657, ΕφΠειρ 149/2015 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 598/2014 ΔΕΕ 2015.537, ΕφΠειρ 238/2014 ΠειρΝομ 2015.43,ΕφΠειρ 945/2013 ΔΕΕ 2014.138, ΕφΠειρ 811/2013, ΕφΠειρ 110/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 586/2012 ΕΝΔ 2012.409, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012.661, ΕφΠειρ 601/2011 ΔΕΕ 2012.30,ΕφΠειρ 369/2010 ΕΝΔ 2011.32,ΕφΑθ 4801/2009 ΕλλΔνη 2010.250, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010.792, βλ.Β.Αθανασοπούλου,Η κάμψη της νομικής προσωπικότητας στις ναυτιλιακές εταιρίες, σε ΠειρΝομ 2005.389). Κατόπιν τούτων,η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει συνολικά απορριπτέα έναντι του πρώτου εναγομένου φ.π. ως αόριστη και ως μη νόμιμη, αντιστοίχως των άνω απορριπτομένων νομικών βάσεών της, βάσει των προαναφερόμενων σκέψεων της παρούσας, κατά παραδοχή ως βάσιμων των οικείων ισχυρισμών του πρώτου εναγομένου και απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εναγόντων, και πρέπει οι ενάγοντες λόγω της ήττας τους και της αντίστοιχης νίκης του πρώτου εναγομένου να καταδικαστούν στην πληρωμή της εν γένει δικαστικής του δαπάνης για την παρούσα δίκη έναντι αυτού (άρθρα 176, 180 παρ.3, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63 παρ.1 (ι) α΄, 68 παρ.1, 84 παρ.1 του Ν.4194/2013/Κώδικας Δικηγόρων), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης,κατά παραδοχή και του σχετικού αιτήματος με τις προτάσεις του.

Κατόπιν τούτων, επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 271§§1-3 ΚΠολΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 29 του Ν.3994/2011 και τροποποιήθηκε με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 με έναρξη ισχύος από 1-1-2016 σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, που καταλαμβάνει και την κρινόμενη αγωγή, η δεύτερη εναγομένη ΕΠΕ δεν εμφανίστηκε στη δίκη και κατόπιν αυτεπάγγελτης εξέτασης του Δικαστηρίου, προέκυψε ότι η αγωγή επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σε αυτήν από τους ενάγοντες, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην της και οι περιεχόμενοι στην αγωγή πραγματικοί ισχυρισμοί των εναγόντων σε βάρος της θεωρούνται ομολογημένοι εκ μέρους της και αποδεικνύονται πλήρως (ΚΠολΔ 352 παρ.1), εφόσον ερημοδικεί, καθόσον πρόκειται για γεγονότα για τα οποία επιτρέπεται ομολογία και δεν υπάρχει ένσταση που να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, συνεπώς, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη ΕΠΕ, ως οφειλέτρια, να καταβάλει στους ενάγοντες, ως δανειστές, το συνολικό ποσό του επιστρεπτέου τιμήματος των τριάντα δύο χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα (32.770) ευρώ, νομιμοτόκως από την παρέλευση της ευλόγως ταχθείσας μεταξύ τους προθεσμίας παράδοσης του σκάφους αναψυχής από τη δεύτερη εναγομένη στους ενάγοντες, ήτοι από τη 2-4-2017, η οποία συνιστά δήλη ημέρα, από την οποία επέρχεται η ενέργεια της υπαναχώρησής τους από την επίδικη σύμβαση, ώστε καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό προς επιστροφή του το επίδικο ποσό του τιμήματος της σύμβασης αυτής, και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Εξάλλου, αναφορικά με το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν, κατ’ ευχέρεια του Δικαστηρίου, όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης, διότι από τις περιστάσεις της προκείμενης υπόθεσης κρίνεται ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο και ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες για την αντιμετώπιση των τρεχουσών υποχρεώσεών τους, ένεκα της επί μακρόν μη ικανοποίησης της βάσιμης αξιώσεώς τους  (παλαιότητας οφειλής) για την επιστροφή του τιμήματος από την πώληση εκ μέρους των εναγομένων και ενώ το τίμημα έχει καταβληθεί ολοσχερώς, και έχουν παρέλθει ήδη επτά (7) έτη περίπου από τον χρόνο συμφωνίας παράδοσης του σκάφους (27-8-2012) και έξι περίπου από τον χρόνο καταβολής του τιμήματος εκ μέρους τους (Νοέμβριος του 2013), εκτιμάται δε με βάση τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τα γνωστά διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και χωρίς απόδειξη (ΚΠολΔ 336 παρ.4), από τις γενικότερες οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στην οικεία συναλλακτική αγορά, με τις καθυστερήσεις πληρωμών στο εμπόριο και στις εν γένει οικονομικές και επιχειρηματικές δραστηριότητες, ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της παρούσας απόφασης τουλάχιστον κατά ένα μέρος του επιδικασθέντος ποσού υπέρ των εναγόντων, μέχρι την τελεσίδικη δικαστική κρίση επ’ αυτής, μπορεί να επιφέρει σημαντική ζημία στην επιχειρηματική λειτουργία τους και αδυναμία τους να ανταποκριθούν σε τυχόν ανειλημμένες οικονομικές τους υποχρεώσεις, αλλά και λόγω κινδύνου οικονομικής αφερεγγυότητας πλέον της δεύτερης εναγομένης, η οποία, άλλωστε, ουδόλως ανταπέδειξε αντίστοιχη δική της αδυναμία πληρωμής ή κίνδυνο για την εταιρική, εμπορική και οικονομική της κατάσταση από την εν μέρει εξόφληση της επιδικασθείσας σε βάρος της οφειλής προς τους δικαιούχους και νικήσαντες διαδίκους (ενάγοντες), (άρθρα 907, 908 παρ.1 εδ.α΄ ΚΠολΔ). Περαιτέρω, πρέπει η ηττηθείσα στη δίκη δεύτερη εναγομένη να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, λόγω της εν όλω ήττας τους και της αντίστοιχης εν όλω νίκης αυτής στην παρούσα δίκη, κατά παραδοχή του σχετικού αγωγικού αιτήματός τους (άρθρα 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 63 παρ.1 (ι) περ.α΄, 68 παρ.1, 84 παρ.1 του Ν.4194/2013/Κώδικας Δικηγόρων), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης. Τέλος, επειδή το έννομο συμφέρον δεν κρίνεται εκ των προτέρων, αλλά ενόψει συγκεκριμένου περιεχομένου προσβαλλόμενης απόφασης -στην έκταση που θα προσβληθεί- σε σύγκριση προς το περιεχόμενο της συγκεκριμένης ανακοπής, λαμβανομένων υπόψη και των ισχυρισμών του ανακόπτοντος, έτσι ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη βλάβης του από την προσβαλλόμενη απόφαση και να αξιολογηθεί αν η ανακοπή αποτελεί ικανό και αναγκαίο μέσο για την αποτροπή της βλάβης του, με συνέπεια μόνο το δικαστήριο που θα δικάσει την ανακοπή ερημοδικίας να έχει την εξουσία, ερευνώντας το παραδεκτό της, να αποφανθεί για την ύπαρξη ή ανυπαρξία του εννόμου συμφέροντος του ανακόπτοντος (ΟλΑΠ 15/2001 ΤΝΠ Νόμος), πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση που η ερημοδικαζόμενη δεύτερη εναγομένη ΕΠΕ ασκήσει ανακοπή κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502 παρ.1, 505 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

            ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης εναγομένης και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.

             ΟΡΙΖΕΙ το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της απολιπομένης δεύτερης εναγομένης κατά της απόφασης αυτής, στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

           ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς όλες τις νομικές βάσεις της, έναντι του πρώτου εναγομένου.

           ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης του πρώτου εναγομένου, την οποία καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων ογδόντα (680) ευρώ, για την παρούσα δίκη.

             ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό της απόφασης, έναντι της δεύτερης εναγομένης.

             ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή έναντι της δεύτερης εναγομένης εταιρείας.

              ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τη δεύτερη εναγομένη, οφειλέτρια, εταιρεία να καταβάλει στους ενάγοντες, ως δανειστές, το συνολικό ποσό του επιστρεπτέου τιμήματος των τριάντα δύο χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα (32.770) ευρώ, νομιμοτόκως από την παρέλευση της ευλόγως ταχθείσας μεταξύ τους προθεσμίας παράδοσης του σκάφους αναψυχής από τη δεύτερη εναγομένη στους ενάγοντες, ήτοι από τη 2-4-2017, η οποία συνιστά δήλη ημέρα, από την οποία επέρχεται η ενέργεια της υπαναχώρησής τους από την επίδικη σύμβαση, ώστε καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

ΚΗΡΥΣΣΕΙ εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή υπέρ των εναγόντων και κατά της δεύτερης εναγομένης εταιρεία την ως άνω καταψηφιστική διάταξη της παρούσας, έως του ποσού των είκοσι δύο χιλιάδων (22.000) ευρώ.

              ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την πρώτη εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, την οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων τριακοσίων πενήντα (1.350) ευρώ, για την παρούσα δίκη.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις      -9-2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ