Μενού Κλείσιμο

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

TAKTIKH ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

                                           Αριθμός απόφασης

                                         20/2020

                        ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

                                         ——————————

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Νικόλαο Πολυζωγόπουλο, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης και τη Γραμματέα Κούλα Κουντούρη.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 19-3-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Β. Κ. του Γ., κατοίκου Α. Αττικής (οδός …),  ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Στέφανου Φουρτουνίδη.

ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Π. Κ. του Γ., κατοίκου Π. Αττικής (οδός …), ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Αλέξανδρου Αλεξιάδη.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 22-7-2015, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 8696/4787/2015, προσδιορίσθηκε για τις 8-3-2016 και μετ΄αναβολήν για τις 13-2-2018, οπότε και συζητήθηκε, εκδόθηκε δε η υπ’ αριθ. 4590/2018 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, δυνάμει της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησής της. Ήδη, επαναφέρεται προς συζήτηση η ανωτέρω αγωγή με την από 17-1-2019 κλήση του ενάγοντος, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 426/234/2019, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά της δίκης.

 

                         ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

                                ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜO

 

Νομίμως, επαναφέρεται προς περαιτέρω συζήτηση με την από 17-1-2019 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 426/234/2019 κλήση του ενάγοντος η από 22-7-2015 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 8696/4787/2015 αγωγή του, η οποία συζητήθηκε και επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4590/2018 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που διέταξε την επανάληψη της συζήτησής της στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομιστούν από τα διάδικα μέρη τα ειδικά αναφερόμενα σε αυτήν έγγραφα, τα οποία έχουν, ήδη, προσκομιστεί.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 223 και 295§1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής, ο περιορισμός δε αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το αίτημα που περιορίσθηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως, δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής που εμποδίζει την συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται κατά σαφή δήλωση του ενάγοντος κατά κλάσμα ή ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων. Επομένως, επί περισσοτέρων αγωγικών κονδυλίων ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε εν μέρει καταψηφιστικό και εν μέρει αναγνωριστικό, χωρίς να προσδιορίζεται από τον ενάγοντα, στην σχετική δήλωσή του στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, κατά την προφορική συζήτηση της αγωγής, καταχωριζομένη στα πρακτικά, ούτε στις προτάσεις του ενώπιον αυτού, σε ποιο ή ποια ειδικότερα κεφάλαια ή κονδύλια αφορά ο περιορισμός αυτός ή ότι τα κονδύλια αυτά περιορίζονται κατά ποσοστό ανάλογο του όλου αιτήματος, καθιστά την αγωγή αόριστη στο σύνολό της, διότι, εφόσον δεν διευκρινίζεται, ποιων συγκεκριμένων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποιων η καταψήφιση, δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμιμες ή ουσιαστικά βάσιμες, αν πρόκειται για αξιώσεις, των οποίων ζητείται η αναγνώριση ή η καταψήφιση και ιδίως ν’ αποφασισθεί, ποιες από τις γενόμενες δεκτές υπόλοιπες αξιώσεις πρέπει ν’ αναγνωρισθούν και ποιες να επιδικασθούν στον ενάγοντα (ΟλΑΠ 30/2007, ΑΠ 1299/2018, ΑΠ 25/2013 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος).

Ο ενάγων στην υπό κρίση αγωγή του εκθέτει ότι δυνάμει της από 22-8-2007 έγγραφης σύμβασης πώλησης αγόρασε και παρέλαβε από τον εναγόμενο ένα μεταχειρισμένο σκάφος με το όνομα «…» τύπου TIARA 3300 OPEN έναντι τιμήματος 112.500,00 ευρώ. Ότι επειδή το σκάφος αυτό εμφάνιζε ουσιώδη πραγματικά ελαττώματα, τα οποία δεν είχε αντιληφθεί κατά τη κατάρτιση της πώλησης, οι αντίδικοι συμφώνησαν εγγράφως στις 4-9-2007 τη μείωση του τιμήματος της αγοραπωλησίας στο ποσό των 34.500 ευρώ, υπό τον όρο διατήρησης της κυριότητας του σκάφους από τον εναγόμενο μέχρι την αποπληρωμή του τιμήματος. Ότι ο ενάγων στα πλαίσια της αρχικής συμφωνίας είχε ήδη καταβάλει ποσό μεγαλύτερο του τιμήματος τόσο με μετρητά όσο και με επιταγές και για το λόγο αυτό ο εναγόμενος όφειλε να του επιστρέψει το ποσό το οποίο κατέβαλε αχρεωστήτως, αφού πρώτα συμψηφίσει το ποσό των δαπανών στις οποίες θα υποβαλλόταν για την επισκευή του σκάφους. Εκθέτει περαιτέρω, ότι αν και ζήτησε από τον εναγομένο με εξώδικη όχληση να προβεί στις απαιτούμενες επισκευές, προκειμένου να καταστεί το επίδικο σκάφος αξιόπλοο, αυτός ουδέποτε συμμορφώθηκε. Εκθέτει, περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος παρανόμως εισέπραξε το ποσό της υπ’ αριθ. … επιταγής της τράπεζας … λήξεως 31-1-2008, ποσού 22.500 ευρώ, την οποία είχε εκδώσει σε διαταγή του ο ενάγων κατά την υπογραφή του πρώτου ιδιωτικού συμφωνητικού, καθόσον είχε λήξει η αιτία για την οποία εκδόθηκε. Ότι προκειμένου να εισπράξει την ως άνω επιταγή ο εναγόμενος νόθευσε το από 4-9-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, παραποιώντας το αναγραφέν και συμφωνηθέν τίμημα το οποίο αύξησε από το ποσό των 34.500 ευρώ στο ποσό των 134.500 ευρώ, και συμπεριλαμβάνοντας στο δεύτερο ιδιωτικό συμφωνητικό την ως άνω επιταγή. Περαιτέρω, εκθέτει ότι κατέβαλε εξ ιδίων τις δαπάνες επισκευής του σκάφους οι οποίες διήρκησαν δέκα μήνες, στερούμενος κατά τον τρόπο αυτό τη χρήση του για το χρονικό διάστημα από 4-9-2007 έως 8-7-2008. Ότι σε βάρος του εναγομένου έχουν εκδοθεί αφενός τελεσίδικες ποινικές αποφάσεις που τον κηρύσσουν ένοχο για το αδίκημα της πλαστογραφίας και της απάτης ενώπιον δικαστηρίου, και αφετέρου αστική τελεσίδικη απόφαση επί της ανακοπής που άσκησε κατά της διαταγής πληρωμής που είχε εκδώσει ο εναγόμενος με βάση τη ως άνω επιταγή, η οποία αφού δέχθηκε πως ο τελευταίος νόθευσε το ιδιωτικό συμφωνητικό εν συνεχεία ακύρωσε την διαταγή πληρωμής. Ότι λόγω της δόλιας απόκρυψης των πραγματικών ελαττωμάτων του σκάφους ο ενάγων υπέστη ζημία από τη στέρηση της χρήσης του σκάφους την οποία οφείλει να του αποκαταστήσει στα πλαίσια της σύμβασης πώλησης, καθώς επίσης και με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας δεδομένου ότι η συμπεριφορά του υπήρξε παράνομη και υπαίτια, η οποία ζημία συνίσταται στην μισθωτική αξία του σκάφους κατά το χρονικό διάστημα από 4-9-2007 έως 8-7-2008 συνολικού ύψους 50.950,00 ευρώ, όπως αυτό αναλυτικά επιμερίζεται στην αγωγή και το οποίο θα κατέβαλε προκειμένου να μισθώσει έτερο σκάφος με τα ανάλογα χαρακτηριστικά. Ότι από την απατηλή συμπεριφορά του εναγομένου έχει υποστεί ηθική βλάβη συνιστάμενη στην στέρηση της χρήσης του σκάφους που αγόρασε, στο κόστος επισκευής του σκάφους που τελικά επιβάρυνε τον ίδιον, στην εμπλοκή του σε πολυετή δικαστικό αγώνα και στην οικονομική αφαίμαξη του. Κατόπιν τούτων και μετά από παραδεκτή εν μέρει μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223, 224, 295, 297 ΚΠολΔ), ζητεί, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή: α) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ως αποζημίωση για τη στέρηση της χρήσης του σκάφους «…» κατά το χρονικό διάστημα από 4-9-2007 έως 8-7-2008 το ποσό των 20.950 ευρώ, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλει επιπλέον το ποσό των 30.000 ευρώ και β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη εξαιτίας της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου το ποσό των 2.000 ευρώ, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι του οφείλει για την ίδια αιτία το ποσό των 8.000, άπαντα τα κονδύλια νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της από 5-8-2012 και αριθμό κατάθεσης 139112/2002 αγωγή που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών από την οποία παραιτήθηκε, άλλως από την επομένη της επίδοσης της παρούσας αγωγής και μέχρι την εξόφληση τους. Τέλος, ζητεί να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή ύψους 1.000 ευρώ καθώς και προσωπική κράτηση διάρκειας έξι μηνών ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης και να καταδικασθεί στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Με τα ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι αρμόδιο καθ’ ύλην (άρθρα 9, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατά τόπον {άρθρα 22 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 51 Ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) τυγχάνει δε αόριστη ως προς το κεφάλαιο της αποζημίωσης χρήσης που θεμελιώνεται τόσο στη σύμβαση όσο και στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, δεδομένου ο ενάγων περιόρισε με δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και τις προτάσεις του το αίτημα της αγωγής από το αρχικά αιτηθέν καταψηφιστικά ποσό των 50.000 ευρώ, το οποίο ήταν κατανεμημένο σε περισσότερα επί μέρους κονδύλια με βάση τα χρονικά διαστήματα που αναφέρονται στην αγωγή, σε 30.000 ευρώ αναγνωριστικά και 20.950 ευρώ καταψηφιστικά, χωρίς να διευκρινίσει ποια κονδύλια αφορά ο περιορισμός ή να δηλώσει ότι ο περιορισμός αφορά όλα τα κονδύλια συμμέτρως, με συνέπεια το αίτημα της αγωγής να είναι αόριστο στο σύνολό του, αφού δεν διευκρινίζεται, ποιων συγκεκριμένων αξιώσεων ζητείται η αναγνώριση και ποιων η καταψήφιση και επομένως δεν είναι δυνατόν να διαγνωσθεί, σε περίπτωση που θα κριθούν νόμιμες και ουσιαστικά βάσιμες κάποιες από τις αξιώσεις αυτές, αν πρόκειται για αξιώσεις, των οποίων ζητήθηκε η αναγνώριση ή η καταψήφιση και ιδίως ν’ αποφασισθεί, ποιες από τις γενόμενες δεκτές λοιπές αξιώσεις πρέπει ν’ αναγνωρισθούν και ποιες να επιδικασθούν στον ενάγοντα. Ο ομοειδής χαρακτήρας των κονδυλίων αυτών και το γεγονός ότι πηγάζουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία δεν αναιρεί την ύπαρξη πλειόνων κονδυλίων, δεδομένου ότι για κάθε χρονική περίοδος, όπως αυτή αναλύεται στην αγωγή, υπολογίζεται με διαφορετικό ποσό η μισθωτική αξία του σκάφους που αποτελεί τη βάση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης σύμφωνα με τα ιστορούμενα στο δικόγραφο και κατά συνέπεια το Δικαστήριο δεν δύναται, σε περίπτωση, που προβεί σε εν μέρει απόρριψη του κονδυλίου ως κατ’ ουσίαν αβάσιμου, να διακρίνει ποιο ποσό θα καταψηφίσει και ποιο θα αναγνωρίσει σε βάρος του εναγομένου. Κατά τα λοιπά η αγωγή κρίνεται ορισμένη και νόμιμη ως προς το κεφάλαιο της χρηματικής ικανοποίησης, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 147, 149, 299, 330, 346, 914 και 932 ΑΚ, 176, 907 και 908 παρ. 1 στοιχ. δ΄, πλην του αιτήματος να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση σε περίπτωση άρνησης του να συμμορφωθεί στην εκδοθησόμενη απόφαση, τα οποία κρίνονται μη νόμιμα δεδομένου ότι με την αγωγή δεν επιδιώκεται η εκπλήρωση υποχρέωσης του εναγομένου να προβεί σε υλική πράξη σύμφωνα με το άρθρο 946 ΚΠολΔ. Επίσης, το αίτημα απαγγελίας προσωπικής κράτησης ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης κρίνεται μη νόμιμο και με βάση τη διάταξη του άρθρου 1047 ΚΠολΔ, διότι το καταψηφιστικό αίτημα υπολείπεται του ορίου των 30.000 ευρώ που ορίζει το άρθρο 1047 ΚΠολΔ. Σημειωτέον, ότι η αδικοπρακτική αξίωση, δεν θεμελιώνεται μόνο στην πλημμελή εκτέλεση των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγομένου, αλλά και στην απατηλή συμπεριφορά του εναγομένου. Συνεπώς,  η ζημιογόνος συμπεριφορά του πραγματοποιήθηκε ανεξάρτητα και εξ’ αφορμής της παραπάνω σύμβασης πώλησης, και δεν συνιστά αποκλειστικά πλημμελή εκτέλεση αυτής. Κατά το μέρος που η αγωγή κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου, όπως αυτό μνημονεύεται στην υπ’ αριθ. 4590/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου.

Απ’ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι είτε για να ληφθούν αυτοτελώς υπόψη ως αποδεικτικά μέσα είτε, επικουρικά, ως δικαστικά τεκμήρια, όπως οι υπ’ αριθ. … και …/9-10-2008 ένορκες βεβαιώσεις που συντάχθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνία Τουτουδάκη – Λάμπρου, με την επιμέλεια του ενάγοντος και είχαν προσκομισθεί σε άλλη πολιτική ή ποινική δίκη, χωρίς να αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία αποδεικτικών μέσων, αλλά η χρησιμοποίηση τους ως δικαστικών τεκμηρίων γίνεται με την προσκόμιση και επίκληση των εγγράφων, στα οποία αυτές περιέχονται (ΑΠ 897/2014, ΑΠ 254/2013 δημ. στη ΤΝΠ Νόμος), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του από 20-8-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού ο εναγόμενος ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει κατά κυριότητα στον ενάγοντα, λόγω πώλησης, ένα μεταχειρισμένο σκάφος με το όνομα «…», τύπου ΤΙΑRA 3300 OPEN, αντί συνολικού τιμήματος 112.500 ευρώ. Στο πλαίσιο της ανωτέρω συμφωνίας των διαδίκων ο εναγόμενος έλαβε από τον ενάγοντα την υπ’ αριθ. … μεταχρονολογημένη επιταγή της τράπεζας …., ποσού 22.500 ευρώ, έκδοσης του ενάγοντος στην Αθήνα στις 31-1-2008, σε διαταγή του εναγομένου, με χρέωση του τηρούμενου στην εν λόγω τράπεζα λογαριασμού όψεως του ενάγοντος, σε εξόφληση ισόποσου μέρους του συμφωνηθέντος τιμήματος της πώλησης. Ωστόσο, μετά την κατάρτιση του ανωτέρω συμφωνητικού και προ της ολοκλήρωσης της διαδικασίας μεταβίβασης του προαναφερθέντος σκάφους, ο ενάγων διαπίστωσε ότι η κατάσταση αυτού δεν ανταποκρινόταν στις υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις του εναγομένου, που δόθηκαν κατά τη σύναψη της σύμβασης. Συγκεκριμένα, διαπίστωσε ελαττώματα και ελλείψεις που καθιστούσαν το σκάφος μη αξιόπλοο. Μετά από συνεχείς οχλήσεις του ενάγοντος και διαπραγματεύσεις του με τον εναγόμενο, στις 4-9-2007 συμφωνήθηκε η πώληση του ανωτέρω σκάφους με τίμημα, ποσού 34.500 ευρώ, δηλαδή χαμηλότερο του αρχικά συμφωνηθέντος, και καταρτίσθηκε μεταξύ τους το υπό την ίδια ημεροχρονολογία ιδιωτικό συμφωνητικό σε δύο αντίτυπα, τα οποία υπέγραψαν αμφότεροι. Στο νέο ιδιωτικό συμφωνητικό δεν συμπεριλήφθηκε η ως άνω επιταγή και προστέθηκε ο όρος περί παρακράτησης της κυριότητας του σκάφους από τον πωλητή – εναγόμενο, μέχρι την αποπληρωμή από τον αγοραστή – ενάγοντα του συμφωνηθέντος τιμήματος των 34.500 ευρώ. Το τίμημα της πώλησης εξοφλήθηκε, ωστόσο ο εναγόμενος με βάση την προαναφερόμενη υπ’ αριθ. … μεταχρονολογημένη επιταγή ποσού 22.500 ευρώ, την οποία είχε εκδώσει ο ενάγων κατά την μεταξύ τους κατάρτιση της προγενέστερης από 20-8-2007 σύμβασης πώλησης, επέτυχε την έκδοση της υπ’ αριθ. …/2008 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία υποχρεώθηκε ο ενάγων να του καταβάλει το ποσό των 22.500 ευρώ, χωρίς να υφίσταται πλέον νόμιμη αιτία έκδοσης της εν λόγω επιταγής, διότι η αιτία αυτή είχε λήξει, και, συνακόλουθα, υποχρέωση του ενάγοντος να την πληρώσει, μετά τη μείωση του αρχικά συνομολογηθέντος τιμήματος της πώλησης με την νεότερη συμφωνία τους, που αντικατέστησε την προηγούμενη. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο εναγόμενος στη συζήτηση της από 5-6-2008και με αριθμό κατάθεσης 115415/2008 ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ που άσκησε ο Β. Κ. ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, προκειμένου να επιτύχει την απόρριψη της, επικαλέστηκε και προσκόμισε αντίγραφο του από 4-9-2007 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης, το οποίο είχε ο ίδιος προηγουμένως νοθεύσει. Ειδικότερα, αλλοίωσε το αρχικό περιεχόμενο αυτού σε σχέση με το πρωτότυπο του εγγράφου, δια της προσθήκης: α) του αριθμού ένα (1) έμπροσθεν του αριθμητικά αναγραφέντος τιμήματος της πώλησης των 34.500 ευρώ, μετατρέποντας το σε 134.500 ευρώ, β) της λέξης «εκατόν» προ του ολογράφως αναγραφόμενου τιμήματος και γ) της υπ’ αριθ. … επιταγής της τράπεζας … … …., ποσού 22.500 ευρώ. Το ως άνω δικαστήριο με την υπ’ αριθ. 651/2009 απόφαση του απέρριψε την ανακοπή ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε τη διαταγή πληρωμής, συνεκτιμώντας το νοθευμένο ιδιωτικό συμφωνητικό. Για τις ανωτέρω πράξεις του ο εναγόμενος καταδικάσθηκε αμετακλήτως για το αδίκημα της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου με την υπ’ αριθ. 1849/2014 απόφαση του Α΄ Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, ενώ ως προς τη πράξη της πλαστογραφίας διαβιβάσθηκε η δικογραφία στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 α΄και β΄του ν. 4198/2013, δεδομένου ότι η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή ανερχόταν σε έξι μήνες. Επίσης, με την υπ’ αριθ. 5049/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς επί της ασκηθείσας ως άνω ανακοπής του ενάγοντος, που εκδόθηκε μετά από παραπομπή της υπόθεσης με την υπ’ αριθ. 2548/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και επικυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 227/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, έγινε δεκτή η ανακοπή του ενάγοντος και ακυρώθηκε η υπ’ αριθ. …/2008 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, διότι κρίθηκε ότι δεν υφίστατο νόμιμη αιτία για την υπ’ αριθ. … επιταγή της … μετά τη μείωση του τιμήματος της πώλησης του σκάφους με την από 4-9-2007 μεταγενέστερη συμφωνία τους. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, ο ενάγων έχει συμπεριλάβει στην από 21-7-2015 και με αριθμό κατάθεσης 8694/4786/2015 αγωγή που άσκησε κατά του εναγομένου του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με αντικείμενο την επιστροφή με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του ποσού των 55.000 ευρώ τα οποία διατείνεται ότι παρακράτησε ο εναγόμενος μετά την αναθεώρηση του τιμήματος της πώλησης με το από 4-9-2007 ιδιωτικό συμφωνητικό, καθώς και την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά του, που συνίσταται, μεταξύ άλλων, στη στέρηση της χρήσης και διάθεσης του σκάφους του ενάγοντος και στην ανυπαίτια εμπλοκή του σε πολυετή και δαπανηρό δικαστικό αγώνα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4591/2018 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι τα πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται το κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης τόσο στην υπό κρίση αγωγή όσο και στην από 21-7-2015 αγωγή του ενάγοντος, ταυτίζονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους και για το λόγο αυτό το παρόν Δικαστήριο οφείλει να αναμείνει την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της αγωγής αυτής, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος έκδοσης αντιφατικών αποφάσεων. Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο σταθμίζοντας, αφενός, το συμφέρον του ενάγοντος, και αφετέρου, την σχέση εξάρτησης μεταξύ των δύο αγωγών, κρίνει, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα, ότι πρέπει να αναβληθεί κατ’ άρθρο 249 του ΚΠολΔ η συζήτηση της υπό κρίση διαφοράς, μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της από 21-7-2015 και με αριθμό κατάθεσης 8694/4786/2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Τέλος, στην παρούσα απόφαση δεν πρέπει να περιληφθεί διάταξη περί δικαστικών εξόδων, διότι είναι μη οριστική.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της  από 21-7-2015 και με αριθμό κατάθεσης 8694/4786/2015 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά στις

 

    Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ